Αρχική » , » "Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 26

"Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 26

{[['']]}
Παναγιώτης Θανόπουλος (Μπότης), από το χωριό Στερνίτσα Γορτυνίας, το λεβεντόπαιδο της Πολιτοφυλακής Μαντινείας, ο ατρόμητος αντάρτης του ΕΛΑΣ που έφερε νικηφόρες τις πιο επικίνδυνες αποστολές. Το 1946 πιάστηκε, κλείστηκε στην Ακροναυπλία και αργότερα στις φυλακές Τρίπολης. Τον κάψανε ζωντανό με βενζίνη το Μάρτη του 1949 μαζί με τον Λεωνίδα Σπηλιόπουλο στο Μαιθανασάκο Τρίπολης.

Μοναχός με συντροφιά την πίστη

Κάτω στο βάθος της χαράδρας, γίνονταν παντριντί. Κυνηγούσαν το Νίκο. Σε λίγο σταμάτησαν. Πείστηκα πια ότι έχασα και τον τελευταίο σύντροφό μου. Δεν ήθελα να το πιστέψω. Κρατούσα μια ελπίδα μήπως τους ξέφυγε κάτω προς το Λάδωνα και μήπως αυτοί σταμάτησαν να τον κυνηγούν μόλις άκουσαν τις ντουφεκιές τις δικές μου. Δυστυχώς όπως έμαθα, μετά από πολλά χρόνια, τον σκότωσαν εκεί.

Κάθισα λίγο. Ο ήλιος κόντευε να καθίσει πια. Ο καιρός ξάνοιξε. Κοίταξα πέρα προς το Δρακοβούνι. Αποχαιρέτησα τους συντρόφους μου. Εκεί στα ριζά του βράχου, στο Δρακοβούνι, έμεινε ο Κώστας Μπασακίδης, η Νίνα Παπαφάγου, ο Γιώργης Παρασκευόπουλος ο διμοιρίτης, ο. Νίκος Ζώταλης διοικητής λόχου, ο Δήμος Δημαρόγκωνας μαθητής της σχολής κι άλλοι κι άλλοι πολλοί, σχεδόν όλος ο λόχος μου. Πιο εδώ είχε αυτοκτονήσει πάνω από τα Γλανιτσιώτικα Καλύβια, ο Ντίνος Παναγόπουλος διοικητής πολιτοφυλακής Αρκαδίας.

Ο τόπος κείνος είναι τόπος ιερός. Πάνω από πενήντα ήρωες άφησαν εκεί τα κόκαλά τους. Ακόμη θα ασπρίζουν τα κόκαλά τους μέσα στα πουρνάρια άταφα και ξεχασμένα. Οταν καμιά φορά γίνει η Ελλάδα, Ελλάδα των Ελλήνων πρέπει εκεί ψηλά στην κορυφή στο Δρακοβούνι, να στηθεί ένα μνημείο και να συγκεντρωθούν όσα κομματάκια από οστά βρεθούν εκεί στην πλαγιά και να ανάβει μέρα νύχτα ένα φως για να φωτίζει γύρω τον τόπο, να φαίνεται από την κορυφή του Χελμού και του Παναχαϊκού κι όσες κορυφές φαίνονται, για να θυμίζει στις γενιές που θα ζουν ελεύθεροι ότι τη λευτεριά τους τη χρωστάνε σ ’ αυτούς που πέσανε μέσα, στο χιόνι, γυμνοί, νηστικοί και ξυπόλητοι, πολεμώντας τους ξένους και ντόπιους αφέντες.

Δεν μου έκανε καρδιά να φύγω. Εκεί πέρα είχε μείνει η ψυχή μου. Είχαν μείνει οι ελπίδες μου, τα όνειρά μου. Είχει μείνει ο λόχος μου, οι σύντροφοί μου, τα πάντα. Τώρα που να πάω μοναχός κι έρημος; Τι είμαι τώρα πια χωρίς το λόχο μου; Δεν είμαι πια τίποτα! Τάχασα όλα μέσα σε μισή ώρα. Η δεύτερη κατρακύλα είναι φοβερότερη από την πρώτη. Τότε από την Ομόνοια της Αθήνας, βρέθηκα κυνηγημένος στις ρεματιές του χωριού μου. Τώρα μετά από τέσσερα χρόνια αγώνες, όταν πια πίστεψα ότι φθάσαμε στην κορυφή, ξαναβρέθηκα, ένας, μόνος, έρημος με το ντουφέκι μου μόνο, γυμνός μέσα στο χιόνι στην κορυφή του βουνού, ανάμεσα στα συντρίμια των ωραίων ονείρων μου. Το λαμπερό όραμα της Λαϊκής Δημοκρατίας χάθηκε πάλι κι έμεινα εκεί μες το σύθαμπο ξηλιασμένος, ένα άχρηστο πια κουφάρι χωρίς ελπίδα, χωρίς συντρόφους. Πάλι λοιπόν στον πάτο της χαράδρας και τούτη τη φορά η βουτιά έγινε με το κεφάλι κατά κάτω. Όμως υπήρχε ακόμη πολύ πείσμα και πολλή πίστη.

Μόλις πέρασε ο άμεσος κίνδυνος, σκέφτηκα ότι πρέπει να μαζέψω όσους απόμειναν, πέντε - δέκα όσους βρω. Κοίταζα λοιπόν προς τη Γλανιτσιά και σκεφτόμουν. Βλέπω ένα - δύο - τρία κεφάλια, δεξιά πάνω προς το Βαλτετσινικιώτικο. Τι να είναι αυτοί έλεγα μέσα μου. Σε μια στιγμή ακούω ένα σφύριγμα και μια φωνή. Νάτος, νάτος. Κατάλαβα. Τώρα έπρεπε να ξεφύγω και από τους Βαλτετσινικιώτες. Με ντουφέκισαν. Ήταν όμως μακρυά. Έριξα και γω μια ντουφεκιά καλά ζυγισμένη. Έπεσαν κάτω. Τόβαλα στα πόδια. Ευτυχώς κόντευε να νυχτώσει. Αλλιώς θα μου έβγαιναν μπροστά από το χωριό Τσιάρνη. Κόλλησα στην απέναντι κορυφή. Με ξαναντουφέκισαν αλλά στα κουτουρού, περνούσαν ψηλά. Τέλος έπιασα τη ρεματιά. Αυτοί σταμάτησαν. Δεν αποφάσισαν να κατέβουν τόσο κατήφορο. Ίσως φοβήθηκαν κι όλας γιατί ήταν ακάλυπτοι.

Εγώ προχώρησα παράλληλα με το Λάδωνα, ψηλά όμως στην πλαγιά. Άρχισε πια να νυχτώνει. Πήρα το δρόμο. Καθώς πήγαινα, άκουσα κουβέντα. Είδα δύο τσοπάνηδες. Ήταν πατέρας και γυιός. Κρύφτηκα πίσω από ένα πουρναράκι. Μόλις έφθασαν στα τέσσερα πέντε μέτρα τους κάρφωσα. Σήκωσαν τα χέρια ψηλά. Ήταν άοπλοι. Ο πατέρας είχε ένα παλτό. Τούπα να το βγάλει. Το πήρα. Τον ρώτησα τι γίνεται γύρω. Μου είπε αυτά που ήξερα. Πήρα το παλτό στα χέρια μου. Ήταν ερείπιο. Χιλιομπαλωμένο και ετοιμόροπο. Του το ξανάδοσα. Χάρηκε αυτός. Εγώ όμως απογοητεύτηκα. Πως θα την έβγαζα τη νύχτα μέσα στο χιόνι; Του ζήτησα σπίρτα. Είχε και μου τάδωσε. Ήταν δικοί μας άνθρωποι. Ξεθάρρεψαν και μου έδειξαν από που να πάω για να ξεφύγω από τα μπλόκα. Όλη μέρα παρακολουθούσαν το κυνηγητό που μας έκαναν. Τους ζήτησα ψωμί. Δεν είχαν. Μου είπαν ότι δεν τους άφηναν να πάρουν μαζί τους ψωμί. Χωρίσαμε και ο καθένας τράβηξε το δρόμο του.

Αναγκάστηκα να πάρω το δρόμο που πήγαινε δίπλα από το ποτάμι. Ήταν επικίνδυνο αυτό. Υπήρχε κίνδυνος να με πιάσουν ζωντανό. Τι να έκανα όμως. Δεν μπορούσα να βαδίζω πια ξέστρατα. Από το πρωί έτρεχα στις πλαγιές μέσα στο χιόνι. Με κυνηγούσαν τρία χωριά. Πρώτα μας ρίχτηκαν στα καλύβια. Μετά μας ρίχτηκαν οι Κερπινιώτες, μετά οι Γλανιτσιώτες και τέλος οι Βαλτεσινικιώτες. Αυτοί ήταν ξεκούραστοι και φαγωμένοι. Έβγαιναν από το χωριό τους, έπιαναν τις κορυφές και με ντουφεκούσαν. Κι εγώ έπρεπε να τρέχω, να πηδώ, να σούρνο-μαι, να κατρακυλώ για να ξεφύγω. Ήμουνα βρεγμένος μέχρι τη μασχάλη. Μπήκα στο ποτάμι βράχηκα και μετά με τα άλματα μέσα στο χιόνι γέμισαν τα λαιμά μου και μετά το χιόνι έλιωσε. Τώρα νύχτωσε και τα ρούχα μου έγιναν σα σανίδια. Είχα να φάω τρεις μέρες. Κάθε τόσο έβαζα λίγο χιονάκι στο στόμα μου που ξεραίνονταν.

Βάδιζα λοιπόν στο δρόμο και σκεφτόμουνα ότι από εκεί θα πρέπει να έρθουν και οι άλλοι που θα γλύτωσαν. Δεν είχα άδικο. Είχαν γλυτώσει κάμποσοι. Ο Γκιουζέλης, τραυματίστηκε ελαφρά στο μπούτι. Κρύφτηκαν μέσα στις λούζες και γλύτωσαν. Έτσι σώθηκαν ο Ανδρέας Αλεξόπουλος, ο αποκρυπτογράφος από το χωριό Δασοχώχρι Μεσσηνίας. Σκοτώθηκε μετά από εννιά μήνες στον Ταΰγετο σε κάποιο χωριό. Ο Πάνος Γεωργόπουλος ο γυμναστής από το χωριό Κερπινή. Ο Στρατός Τζιώρτζης από το χωριό Γεωργίτσι νομίζω, ο Πέτρος Πέτρου ασυρματιστής από το χωριό Καστάνιτσα της Κυνουρίας. Τον έπιασαν τραυματισμένο και τον έψησαν ζωντανό, το Μάη του 1949 στο Μαίναλο.

Γλύτωσαν κι άλλοι όπως έμαθα. Κρύφτηκαν όλοι εδώ κι εκεί. Ο εχθρός δεν έκανε λεπτομερειακή έρευνα γιατί ασχολήθηκε με τους αιχμαλώτους. Έπιασαν γύρω στους τριάντα ζωντανούς. Ακρίβεια στους αριθμούς δεν έχει κανένας. Όπως υπολογίζω και απ’ ότι έμαθα. Ο Γκιουζέλης και οι άλλοι τράβηξαν μετά από μερικές μέρες για την Κορινθία. Πήγαν μέχρι το χωριό Καστρί και γύρισαν πίσω. Κόντεψε να τους σκοτώσουν στα χωριά. Τους συνάντησα αργότερα στο Μαίναλο και μου τα είπαν. Εγώ περί μένα να έρθουν από κει που πήγαινα γιατί δεν πίστευα ότι θα έκαναν τέτοια κουτουράδα. Κι όμως την έκαναν.

Πλησίαζα στο χωριουδάκι Τσιάρνη. Τα σκυλιά χαλούσαν τον κόσμο. Έπρεπε όμως να περάσω από εκεί. Έπρεπε κάτι να φάω. Δεν μπορούσα πια να περπατήσω νηστικός. Ακόμη έπρεπε να βρω κάτι να τυλιχτώ. Έστω και ένα σακκί. Πήγα σ’ ένα σπίτι που ήταν στην άκρη. Δεν πήγα από την εξώπορτα. Πήδησα από τον κήπο. Κάθησα περίπου είκοσι λεπτά για να ακούσω τι γίνεται. Άνοιξε η εξώπορτα. Κάποιος βγήκε. Τα σκυλιά λύσσαξαν μέσα στο χωριό. Μετά περίμενα κάμποση ώρα. Πλησίασα στο μπαλκόνι. Ήταν τρία μέτρα ύψος. Άρπαξα μια τέμπλα που τίναζαν τις καρυδιές, την έστησα σχεδόν κάθετη και σκαρφάλωσα σαν γάτος. Πιάστηκα από το μπαλκόνι κι ανέβηκα. Το μπαλκόνι ήταν συνέχεια με μια τζαμαρία - καμαρούλα. Κάθησα εκεί και άκουγα. Αν ήταν στρατός μέσα, κάποιος θα έβηχε κάποιος θα έβγαινε, κάτι θα άκουγα.

Έσπρωξα την πόρτα και μπήκα στην καμαρούλα. Εκεί είδα μια λοξάδα φως. Πλησίασα και έβαλα το μάτι μου στην τρύπα. Η καμαρούλα επικοινωνούσε με το χειμωνιάτικο μ’ ένα παραθυράκι. Είδα δύο γριές. Περίμενα λίγο, περίπου πέντε λεπτά. Δεν άκουγα τίποτα. Χτύπησα το παραθυράκι. Μου άνοιξαν. Πήδησα μέσα. Τους έκανα νόημα με το χέρι να μη μιλήσουν. Στο σπίτι ήταν ησυχία. Ήταν το σπίτι του Παπά αλλά παπά δεν είδα. Ζήτησα πληροφορίες. Μου είπαν ότι τη μέρα ήταν στρατός. Το βράδυ έφυγαν. Ακόμη μου είπαν ότι κάποιος πέρασε πριν από λίγο απ’ εκεί και τους πήρε λίγο τραχανά που είχαν στη σακούλα τους. Ζήτησα ψωμί. Δεν είχαν. Είδα στη φωτιά παραχωμένη μια κουλούρα μπομποτένια. Τους είπα να τη βγάλουν. Την πήρα. Ζήτησα μια κουβέρτα. Δεν είχαν. Πήγα να ψάξω. Βρήκα όμως ένα διάδρομο. Τον πήρα κι έφυγα από εκεί που μπήκα. Βγήκα στο δρόμο.

Απομακρύνθηκα γρήγορα - γρήγορα από το χωριό. Τύλιξα το διάδρομο σταυρωτά στο κορμί μου και έδεσα τις άκρες του στη μέση μου με την εξάρτησή μου. Μετά έκοψα μια μπουκιά μισοψημένη κουλούρα και την έβαλα στο στόμα. Ένοιωσα τέτοια γλύκα και ανακούφιση που και σήμερα ακόμη τη θυμάμαι. Αυτό δεν ήταν ψωμί, ήταν κάτι άλλο, ήταν ζωή. Καθώς βάδιζα έφαγα το ένα τέταρτο της κουλούρας. Στηλώθηκα. Όμως έπρεπε να ξαπλώσω κάπου. Πονούσα σ’ όλο μου το σώμα. Κοντά στ’ άλλα είχα χτυπήσει με τα άλματα. Με πονούσαν τα μπούτια μου, τα γόνατά μου και η κοιλιά μου. Τώρα που ηρέμησα τώρα κατάλαβα τον πόνο.

Μπήκα σ’ ένα μαντρί. Στο βάθος υπήρχε εξώσπιτο. Διάλεξα αυτό το μαντρί γιατί πίστευα ότι θα βρω κάτι μέσα και γιατί υπήρχαν εκεί σκυλιά. Όταν θα πλησίαζε κάποιος θα με ξυπνούσαν με τα γαυγίσματα. Δεν βρήκα τίποτα για φαγητό. Βρήκα όμως σανό - πολύ σανό. Χώθηκα μέσα και το κεφάλι μου ακούμπησε σε κάτι μαλακό. Το πρωί είδα ότι ήταν μια ψόφια προβατίνα. Πάντως ήταν ωραίο μαξιλάρι. Σκεπάστηκα με το σανό. Σε λίγο ζεστάθηκα και κοιμήθηκα. Μέσα στο σανό στέγνωσα. Κοιμήθηκα μέχρι τις 4 το πρωί. Κάπου έξι ώρες. Όταν ξύπνησα δεν καταλάβαινα αν είχα κοιμηθεί ή αν ήμουν ξύπνιος. Μέσα στο σκοτάδι του καλυβόσπιτου, δεν μπορούσα μόλις ξύπνησα να ξεχωρίσω, αν όλα αυτά που έγιναν ήταν αλήθεια ή όνειρο κακό. Τα δευτερόλεπτα της αυταπάτης δυστυχώς πέρασαν γρήγορα και το κοκαλιασμένο σώμα μου με προσγείωσε στην πραγματικότητα.

Έκανα να κουνήσω τα πόδια μου, που τώρα πια ήταν ζεστά. Στάθηκε όμως αδύνατο. Τα κρέατα των ποδιών και της κοιλιάς πονούσαν φοβερά. Το ίδιο και η μέση μου και οι πλάτες μου. Αισθανόμουνα σα να με είχαν λιανίσει με τη χασαπομαχαίρα. Τα πηδήματα, οι βουτιές, το τρέξιμο όλη τη μέρα, το μούσκεμα και τέλος το στέγνωμα των ρούχων πάνω στο σώμα μου, με είχαν κοκαλιάσει. Φοβήθηκα ότι θα με πιάσουν ζωντανό αφού δεν μπορώ να κινηθώ. Με το δεξί μου χέρι άρχισα σιγά - σιγά να τρίβω τα πόδια μου και την κοιλιά μου. Έτσι σε λίγο η κατάσταση βελτιώνονταν. Τέλος έμεινα καθιστός. Άρχισα να κινώ τη μέση μου. Συνήλθα κάπως. Έκοψα ένα κομμάτι μπομπότα και άρχισα να το μασουλίζω σιγά - σιγά. Οι μασέλλες μου έτριζαν όπως το αλάδωτο μαγγάνι.

Σκέφτηκα να πάρω μαζί μου το τομάρι που είχα για προσκέφαλο. Το τράβηξα και τότε κατάλαβα ότι το προσκέφαλό μου ήταν μια ψόφια προβατίνα, που ο τσοπάνης την πέταξε πάνω στο πατάρι για να τη δει τ’ αφεντικό ή για να κουρέψει την άλλη μέρα το μαλλί της. Απογοητεύτηκα γιατί ήλπιζα ότι το πρόβειο τομάρι θα ήταν για μένα μια γούνα σωσίβιο για κείνη την κακοχειμωνιά.

Βγήκα έξω και τράβηξα σιγά - σιγά στην αρχή νότια προς το δρόμο Τρόπαια - Δίβριτσα. Δεν μπορούσα να κόψω δρόμο. Μετά από κάμποση ώρα άρχισε να γλυκοχαράζει. Το ρολόι μου έδειχνε πέντε το πρωί. Έπρεπε να λουφάξω. Διάλεξα μια πλαγιά με κοντοπούρναρα, αλλά σε αποσκιερό μέρος για να μην τυχόν και περάσουν πρόβατα από εκεί. Πάτησα πέτρα σε πέτρα, λούζα, σε λούζα, για να μην αφήσω αχνάρια στην πασπάλα από χιόνι, βρήκα μια μικρή λούζα δηλαδή κοντοπούρναρο που δεν το έπιανε το μάτι κανενός ότι μπορεί να κρυφτεί εκεί μέσα άνθρωπος και χώθηκα μέσα σαν λαγός. Ο διάδρομος που είχα πάρει από την παπαδιά ήταν πολύχρωμος με γρανίδια κίτρινα -κόκκινα - μπλε. Τον έβαλα κάτω και κάθισα πάνω για να μη φαίνεται. Μετά χώθηκα μέσα στο πουρνάρι κι εκεί τακτοποίησα τα κλαδάκια δίπλα μου, τσάκισα και μερικά, έτσι που δεν φαινόμουνα από πουθενά.

Σιγουρεύτηκα. Μόνο αν πατούσε πάνω στο κοντοπούρναρο κάποιος, τότε θα με έβρισκε. Εκεί έπρεπε να μείνω ακίνητος όλη μέρα, μέχρι τις πέντε το απόγευμα. Φώτισε και περίμενα να δω τι γίνεται γύρω μου. Μέχρι τις δέκα το πρωί ήταν ερημιά. Ούτε φωνή ούτε πουλί. Στις δέκα εμφανίστηκε ένα μπουλούκι πρόβατα. Ο τσοπάνης, ένας μεσόκοπος άντρας, έριξε τα πρόβατα στο ξέχιονο για να βοσκήσουν. Αυτός άναψε μια φωτιά και ζεσταίνονταν. Κατά τις μία ήρθε κι άλλος ένας, αυτός πρέπει να ήταν χασάπης κι άρχισαν τα παζάρια γύρω από τη φωτιά. Έλεγαν πολλά.

Κάποια στιγμή άκουσα να λένε για κάποιον που τον σκότωσαν κάτω από το χωριό Γλανιτσιά και για κάποιον άλλον που τους έφυγε «Τον κυνηγούσαν σαν το λύκο από το πρωί και δεν μπόρεσαν να τον σκοτώσουν. Τρία χωριά του πέσανε από κοντά και τους ξέφυγε», είπε ο χασάπης. Κατάλαβα ότι ο Νίκος Πανταζόπουλος σκοτώθηκε. Και ότι έλεγαν για μένα. Δεν άκουσα όμως να λένε γι’ άλλους ότι ξέφυγαν κι αυτό με γέμισε απελπισία. Είχα απορροφηθεί πάρα πολύ με την προσπάθειά μου να ακούω τι λένε και ξέχασα τα παγωμένα πόδια μου.

Σε μια στιγμή κοίταξα το ρολόι. Ηταν τρεις το απόγευμα. Ο χασάπης έφυγε. Ο τσοπάνης ζεσταίνονταν στα κάρβουνα και εγώ πέθαινα από το πάγωμα. Είχα παγώσει όλος. Ακίνητος από το πρωί στην αποσκιά μέσα στη πασπάλα από χιόνι. Είχα μουδιάσει. Έβλεπα τη φωτιά και θεωρούσα τον τσοπάνη τον ευτυχέστερο άνθρωπο του κόσμου. Κι έλεγα με το νου μου: «Νάχα και γω λίγα κάρβουνα κι ας μην είχα τίποτα άλλο». Αλήθεια ποτέ δεν είχα σκεφτεί, πόσο μεγάλο αγαθό είναι η φωτιά. Υπάρχουν μερικά πράγματα στη ζωή μας που είναι μεγάλα αγαθά, απαραίτητα για να ζήσουμε, όπως η φωτιά, το νερό, ο αέρας, ο ήλιος κι άλλα, που επειδή τάχουμε μπόλικα δεν ξέρουμε πόσο αξίζουν. Μόνο αν ζήσεις αντάρτης, τότε καταλαβαίνεις την αξία τους πολλές φορές.

Τουρτούριζα και περίμενα ακίνητος σαν πεθαμένος. Η παραμικρή κίνηση ίσως θα σήμαινε σίγουρο θάνατο. Εκεί που ήμουνα δεν σήκωνε πονηριές και τα τέτοια. Πήρε απόγευμα. Η ημέρα μάζευε και γω ζάρωνα από την ψύξη. Ο τσοπάνης άρχισε να ανεβαίνει την ανηφόρα και σιγά - σιγά χάθηκε στο βουνό. Έκαμα προσπάθεια να τεντώσω τα πόδια μου. Ήταν κοκκαλιασμένα σχεδόν. Έκοψα μια μπουκιά μπομπότα κι άρχισα να μασάω αργά - αργά γιατί τα σαγόνια μου είχαν μουδιάσει από την ακινησία. Δεν βγήκα αμέσως από την πατουλιά. Βγήκα μόλις σουρούπωσε, όπως κάνουν οι νυχτερίδες και τ’ άλλα αγρίμια.

Τώρα και γω θα ζω σαν αγρίμι, με τα αγρίμια που δεν κάνουν κακό παρά μόνο όταν πεινούν κι όσο πεινούν. Άμα χορτάσουν ημερεύουν. Αυτά δεν έχουν λογικό. Τα κατευθύνει μόνο το ένστικτό τους και οι αισθήσεις τους. Γι’ αυτό έχουν στιγμές καλές, όταν δεν πεινούν κι όταν δεν κινδυνεύουν. Οι άνθρωποι που έχουν λογικό σου κάνουν κακό και πεινασμένοι και χορτασμένοι. Οι πεινασμένοι κάνουν κακό για να χορτάσουν και οι χορτασμένοι για να μην ξεχορτάσουν. Τ’ αγρίμια δεν τρώνε από τη σειριά τους. Ο σκύλος όσο κι αν πεινά, δεν τρώει άλλον σκύλο. Ούτε και ο λύκος. Ο άνθρωπος όμως τρώει κι ανθρώπους γιατί έχει λογικό, είναι πολιτισμένος και είναι το εκλεκτό δημιούργημα του Θεού. Δύο χιλιάδες χρόνια ελληνοχριστιανικού πολιτισμού και ο εκλεκτός του θεού βρίσκεται πολλά σκαλοπάτια κάτω από τα αγρίμια.

Βγήκα λοιπόν κι εγώ, σαν τα αγρίμια, μόλις σουρούπωσε για να βρω κάπου να ζεσταθώ πρώτα και μετά να σχεφτώ τι θα κάνω. Πιο πάνω μέσα στη χαράδρα, πάνω σε ένα σκαλοπάτι του βράχου, ήταν ένα καλυβάκι και πιο πέρα ένα μαντρί. Τάξερα γιατί πριν από τρεις μέρες είχαμε περάσει από εκεί με τη διοίκηση της Μεραρχίας και το λόχο μου, όταν πηγαίναμε προς τα πάνω για Συριάμ - Γλανιτσιά - Κερπινέϊκα Καλύβια. Εκεί θα πήγαινα να χωθώ μέσα και να ανάψω φωτιά να ζεσταθώ. Το καλύβι ήταν κάπως ασφαλές, γιατί ήταν πάνω σχεδόν στο βράχο και βαθιά μέσα στη χαράδρα και δεν φαίνονταν η φωτιά από μακρυά.

Ανέβηκα λοιπόν εκεί. Άναψα φωτιά με σπίρτα που είχα πάρει από τον τσοπάνη και από την παπαδιά στο χωριό Τσιάρνη το προηγούμενο βράδυ και βγήκα έξω να ακούσω ώσπου να ανάψει η φωτιά καλά και να προχωρήσει και η νύχτα. Όταν γύρισα, το καλύβι έλαμπε. Σε μια γωνιά είδα ένα κατσικάκι κουλουριασμένο. Πήγα κοντά του. Δεν κινήθηκε. Νόμισα ότι ήταν ψόφιο. Το σήκωσα πάνω και μόλις στάθηκε στα πόδια του. Έτρεμε όλο. Ήταν απ’ αυτά που μένουν από το χειμώνα και δεν μπορούν να πάνε κοντά στ’ άλλα, αυτά που λένε «τελεμένα». Τ’ αφήνουν οι τσοπάνηδες στην καλύβα κι αν ζήσουν, έζησαν.

Εγώ πεινούσα σαν λύκος. Αποφάσισα να το φάω κι ας είναι για ψόφο. Η πείνα δεν έχει προτιμήσεις. Θέλησα να το σφάξω. Τότε ανακάλυψα ότι στο Δρακοβούνι με τ ’ άλματα έχασα το μαχαίρι μου κι είχα μόνο το θηκάρι. Τώρα το μαχαίρι μου ήταν το ίδιο απαραίτητο σαν όπλο και εργαλείο, όπως και τ’ όπλο μου. Ευτυχώς, ψάχνοντας μέσα στο καλύβια, βρήκα στην αστράχα ένα δρεπάνι που θερίζουν τα σπαρτά οι χωρικοί. Ήταν σπασμένο και τόχαν βάλει εκεί ποιος ξέρει πόσα χρόνια. Οι χωρικοί ποτέ δεν πετούν ένα σπασμένο σιδερικό. Το κρατούν μήπως τους χρειαστεί, για κάτι άλλο. Έσφαξα το κατσικάκι. Δεν έβγαλε ούτε σταγόνα αίμα. Έκοψα το κεφάλι, το άλειψα με λάσπη από στάχτη χωρίς να το γδάρω και το παράχωσα στη φωτιά για να ψηθεί μέχρι που να ετοιμάσω το άλλο.

Τυχαία συνάντηση μεσάνυχτα με το σύντροφο Στράτο Τζώρτζη

Καθώς προσπαθούσα να ετοιμάσω το σφαχτό άκουσα φωνές. Πετάχτήκα έξω. Κάποιος φώναζε κάτω στη ρεματιά: «Ποιός είσαι εσύ στο καλύβι....;» Του απάντησα. Τον ρώτησα και γω. Μου απάντησε ότι είναι ο Στρατός Τζώρτζης από το Γεωργίτσι ο σύνδεσμος του Μπασακίδη. Με ρώτησε πόσοι είμαστε. Του είπα είμαστε είκοσι. Τούπα ψέματα. Δεν ήξερα πόσους είχε μαζί του και ποιούς είχε. Άρχισε σιγά - σιγά να πλησιάζει. Τραβήχτηκα από το καλύβι πιο πέρα. Κρύφτηκα και έβλεπα την κατηφόρα και την πόρτα του καλυβιού. Πέρασε από μπροστά μου, ήταν μόνος. Κάθισα λίγο. Δεν ήταν άλλοι. Τον ακολούθησα. Μπήκε στο καλύβι αλλά πετάχτηκε γρήγορα έξω. Του φώναξα: μη φοβάσαι. Πλησίασα. Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε.

Μπήκαμε μέσα. Με ρώτησε που είναι οι άλλοι. Του απάντησα: «Στο Δρακοβούνι». Κατάλαβε ότι του είπα ψέματα. Για δύο - τρία λεπτά δεν λέγαμε τίποτα. Είχαμε αφαιρεθεί και οι δυό. Τρίβαμε τα χέρια μας γιατί δεν είχαμε τι να κάνουμε από αμηχανία. Κατάπιαμε τον κόμπο που είχε καθίσει στο λαιμό μας από συγκίνηση, πήραμε βαθιά ανάσα και αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε. Ρωτούσε ο ένας τον άλλον για το τι είδε και τι άκουσε. Ο Στράτος επιβεβαίωσε ότι ο Μπασακίδης σκοτώθηκε εκεί επιτόπου κάτω από το βράχο. Είπαμε όλα όσα συνέβησαν από την αρχή. Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι πρέπει να έχουν ξεφύγει κι άλλοι.

Κάποτε θυμηθήκαμε και το φαΐ. Του είπα ότι σε λίγο θα γίνει το κεφαλάκι. Μου είπε ότι από την παπαδιά του χωριού Τσιάρνη, έχει πάρει μια σακουλίτσα με τραχανά. Τόχε παρακάνει. Πήρε τη σακούλα μ’ όλο τον τραχανά περίπου 7 - 8 οκάδες και τον κουβαλούσε στον ώμο. Είχε πάρει και ένα τρίκιλο ντενεκέ κονσέρβας για να μαγειρεύει. Κατέβηκε στη ρεματιά, γέμισε το τρίκιλο και βάλαμε να βράσει ο τραχανάς. Γδάραμε και το κατσικάκι και ρίξαμε στα κάρβουνα μερικά κομμάτια. Σε λίγο βγάλαμε το κεφαλάκι και φάγαμε καλά. Στηλωθήκαμε στα πόδια μας. Αποφασίσαμε να μείνουμε εκεί τρεις - τέσσερις ώρες, για να προχωρήσει η νύχτα και να μην ξενυχτήσουμε έξω μια και δεν θα βαδίζαμε πολύ γιατί δεν μπορούσαμε, είμασταν τσακισμένοι. Θα περνούσαμε τη δημοσιά Τρόπαια - Γεφύρι -Πήδημα και θα λημεριάζαμε απέναντι από το χωριό Δίβριτσα στον Πουρναρόλογγο. Η απόσταση δεν ήταν μακρυά πολύ.

Η φωτιά χαμήλωσε και μείναν μόνο τα κάρβουνα. Δε θέλαμε λαμπάδα τώρα πια για να μη φαίνεται απ’ έξω. Ήταν μία τα μεσάνυχτα. Τώρα κανένας άλλος δεν κινιέται παρά μόνο δικός μας. Κίνδυνος δεν υπήρχε. Γύραμε να κοιμηθούμε με κάποια σιγουριά. Ο Στρατός κοιμήθηκε. Πήρα το τρίκιλο και τόβαλα στο μονοπάτι καλού - κακού. Αν κάποιος έρχονταν θα τόπαιρνε σβάρνα και θα ακούγονταν. Κοιμήθηκα και εγώ. Ύπνος γεμάτος πόνο και εφιάλτες. Πονούσε το σώμα μου, πονούσε και η ψυχή μου. Κάπως είχα αλαφρώσει. Είχα βρει ένα σύντροφο. Είχαμε γίνει δύο. Ήταν μεγάλη υπόθεση να είμαστε δύο.

Είναι στιγμές, σαν αυτές, που ένας σύντροφος αξίζει όσο ένας κόσμος και κάτι παραπάνω. Στο χωριό μου λένε ότι: «κάποιος δεν είχε παρέα να κουβεντιάσει και ρωτούσε το ραβδί του». Μέσα σε κείνη την κοσμοχαλασιά που θεοί, δαίμονες κι άνθρωποι μας είχαν πέσει πάνω για να μας χάσουν, ένας σύντροφος, που να μοιράζεται την ίδια τύχη με σένα, είναι κάτι παραπάνω απ’ όλους τους θεούς και τους προφήτες, είναι η ελπίδα της ζωής, είναι ένας άνθρωπος που μιλάς μαζί του, τον βλέπεις, τον ακούς, τον ρωτάς και σου απαντά. Κανένας θεός δεν είναι τέτοιος. Μέχρι εκείνη την ώρα ήμουνα άτυχος.

Τώρα που βρήκα έναν ακόμη σύντροφο, που πιστεύει και θυσιάζεται για τον ίδιο σκοπό με μένα, ήμουνα πολύ τυχερός. Δε με ρούφηξε ο Λάδωνας γιατί με τράβηξε από το στόμα του ο Νίκος Πανταζόπουλος, δεν πνίγηκα μετά από λίγες μέρες στον Αλφειό γιατί στηρίχτηκα στο Στράτο. Και ρωτάω: Ποιος θεός έχει κάνει κάτι τέτοιο σε κάποιον; Κανένας, εκτός αν πιστέψουμε τα παραμύθια.

Αυτά όμως που έζησα και γράφω δεν είναι παραμύθια, ας μοιάζουν σαν παραμύθια, γιατί έζησαν ευτυχώς πολλοί, όπως ο Στράτος, που τάζησαν και είναι οι ήρωες αυτών των περιστατικών.
Κατά τις τέσσερις σηκωθήκαμε. Βράσαμε ένα τρίκιλο τραχανά για να πάρουμε μαζί μας. Το καλύβι μας ήταν ξερολιθιά, χιλιοτρυπημένο, ήταν όμως παράδεισος. Έξω ήταν κόλαση. Βγήκαμε από το καλύβι και μπήκαμε μόνοι μας στην κόλαση. Περάσαμε τη δημοσιά και μπήκαμε στον Πουρναρόλογγο απέναντι από το χωριό Δίβριτσα. Κάτω χαμηλά στο βάθος της χαράδρας, μούγκριζε ο Λάδωνας κι απέναντι το χωριό σημάδευε την παρουσία του με κάτι αδύναμα φωτάκια αραιά εδώ κι εκεί, αδύναμα και χλωμά, τρεμοθάμπιζαν μέσα στο σκοτάδι. Οι χωρικοί ανάβουν τα καντηλάκια κάθε Σάββατο βράδυ ή τις παραμονές γιορτών. Ίσως κάποια τέτοια μέρα θα ξημέρωνε. Για μας όμως ήταν όλες το ίδιο.

Χρόνια τώρα είχαμε χάσει την Τρίτη από την Τετάρτη. Κυριακές δεν υπήρχαν στο ημερολόγιό μας ούτε μέρες σχόλης. Άλλο ημερολόγιο είχαμε εμείς. Είχαμε το ημερολόγιο που έχουν τ’ αγρίμια. Κρύο, ζέστη, δίψα, πείνα, κίνδυνος, θάνατος, αγωνία. Έτσι μετριούνταν ο καιρός που περνούσε. Σήμερα ζήσαμε. Σήμερα φάγαμε. Σήμερα φθάσαμε. Ποιό ήταν το σήμερα δεν είχε σημασία. Αν ήταν Τρίτη ή Τετάρτη δεν το ρωτούσε κανείς. Το Τρίτη και Τετάρτη ή Κυριακή δε μας εξυπηρετούσε στις ανάγκες μας γι’ αυτό δεν σκοτιζόμασταν τι είναι.

Λουφάξαμε μέσα στα πουρνάρια. Φώτισε για καλά και από τους καπνοδόχους ανέβαινε πυκνός καπνός. Εμείς ζεσταινόμασταν νοερώς. Οι χωρικοί έτρωγαν το ζεστό τραχανά τους. Εμείς πήραμε τρεις χαψιές με τα κουτάλια μας. Μετά τα γλύψαμε και τα βάλαμε πάλι στα σακίδια μας. Έφθανε το κολατσιό. Όχι σπατάλες! Ας είναι συγχωρεμένη η μακαρίτισσα η παπαδιά που έφτιαξε τον τραχανά. Ίσως μας καταράστηκε. Δεν πειράζει. Κολασμένοι της γης είμασταν. Με τις κατάρες της παπαδιάς δεν θα χειροτέρευε η θέση μας στην Κόλαση. Δεν έπαιρνε χειροτέρευση. Καθώς προχωρούσε η μέρα, από το χωριό άρχισαν να πυροβολούν έτσι στον αέρα. Πότε - πότε έφθανε και σε μας καμιά. Περνούσε ξεθυμασμένη πάνω ψηλά. Μετακινηθήκαμε και πιάσαμε πίσω από κάτι χοντρά πουρνάρια. Καλού - κακού.

Πέρασε η ημέρα ήσυχα. Μας άρεσε ο τόπος. Ήταν ανύποπτος. Δεν είδαμε και κινήσεις. Είχαν σε κείνα τα μέρη ησυχάσει. Μόλις νύχτωσε μπήκαμε σ’ ένα καλό καλύβι. Ήταν περιποιημένο. Ανάψαμε φωτιά. Φτιάξαμε τραχανά και φάγαμε. Ο Στράτος άρχισε την έρευνα. Βρήκε μια σακκουλίτσα με ρεβύθια. Τάχαν για σπόρο. Γεμίσαμε το τρίκιλο ρεβύθια και τα βάλαμε να βράσουν και λαγοκοιμηθήκαμε. Πεταχτήκαμε πάνω τρομαγμένοι από ένα θόρυβο. Δεν ήταν τίποτα. Τα ρεβύθια είχαν φουσκώσει και το νερό ξεχείλισε και έσβηνε τη φωτιά. Το αυτί μας, όπως κι όλες οι αισθήσεις μας είχαν υπερένταση που ακόμη και μικροήχους, σαν του σκύλου, έπιαναν. Την άλλη μέρα καθήσαμε πάλι εκεί. Το βράδυ βρήκαμε κι άλλα ρεβύθια, τα βράσαμε όλα και τα πήραμε μαζί μας.

Φύγαμε από νωρίς για να πέσουμε στην Ηραία. Προτιμήσαμε το δρομολόγιο της Ηραίας γιατί ήταν ξέχιονο. Είχε όμως περισσότερους κινδύνους αλλά ήταν πιο εύκολο και γιατί ήταν ξέχιονο και γιατί θα βρίσκαμε κάτι να φάμε στα τόσα χωριά και μαντριά. Το άλλο δρομολόγιο από Κατσουλιά - Λαγκάδια -Βαλτεσινιώτικο - Μαίναλο ήταν πιο κοντά, αλλά θα μέναμε στα χιόνια. Εγώ δεν μπορούσα να βαδίσω. Τα πόδια μου και το στήθος μου ήταν ακόμη μαύρα από τα άλματα. Η πορεία στο χιόνι είναι δύσκολη. Δύο άνθρωποι δεν μπορούν να κόβουν χιόνι όλη τη νύχτα. Τα χωριά ήταν πιασμένα. Δε θα βρίσκαμε τίποτα για να φάμε. Προτιμήσαμε λοιπόν το ξέχιονο. Εκείνο το μέρος δεν το είχα περπατήσει. Τράβηξα νοητή γραμμή. Έτσι έλεγε ο Πέρδικας όταν δεν ξέραμε το δρόμο: «Τραβάτε νοητή γραμμή, θα βγούμε».

Μπλέξαμε όμως στο Σπαθαρέϊκο. Ήταν γεμάτο νεροφαγές που είναι χειρότερες από βράχο. Δεν μπορείς να τις περάσεις κοφτά, πρέπει να τις παρακάμψεις κι άντε βρες μέσα στο σκοτάδι που είναι η άκρη. Βολοδέρναμε όλη τη νύχτα. Μια χειμωνιάτικη νύχτα δεκαπέντε ώρες πάνω - κάτω, πίσω - μπρος, πέρα -δώθε, σαν να ξετυλίγαμε ένα μπερδεμένο κουβάρι. Φωτίσαμε πάνω από το γεφύρι του Λάδωνα, στο Τουμπίτσι. Ήταν ότι χρειάζονταν. Εκεί ήταν μια διμοιρία στρατού, φυλάκιο. Σκέφτηκα ότι καλύτερα θα ήταν να περάσουμε τη δημοσιά, γιατί κάτω προς τα χωράφια θα ήταν ανύποπτο το μέρος.

Μόλις πήγαμε να κόψουμε τη δημοσιά, ακούσαμε μοτέρ.
Γρήγορα, πηδηχτά περάσαμε πέρα. Ριχτήκαμε κουτρουβαλώντας και χωθήκαμε σε κάτι πουρνάρια στην άκρη στο χωράφι. Κάτω ήταν ρεματιά απότομη. Ήταν σκεπασμένη με κλαριά. Αυτό ήταν καλό. Αν μας έπαιρναν στ’ αχνάρια θα σουρνόμασταν κουτρουβάλα στην απότομη πλαγιά και θα χανόμασταν στη ρεματιά, Πήγε η ψυχή μας στον Άδη. Ένα αυτοκίνητο φορτηγό, στρατιωτικό σταμάτησε ακριβώς εκεί που κόψαμε το δρόμο. Νομίσαμε ότι μας είδαν ή είδαν τ’ αχνάρια. Οι στρατιώτες κατέβηκαν και χαζοκοίταζαν γύρω. Περίμεναν όμως κάποιον. Δεν έκαναν να απλώσουν γύρω. Αυτό μας έδωσε θάρρος. Εκεί στην άκρη - άκρη της χαράδρας γατζωθήκαμε και περιμέναμε.

Πέρασαν έτσι δέκα λεπτά αγωνίας. Αν μας ξεπέταγαν από εκεί θα μας σκότωναν σαν πάπιες, μέσα στη λάσπη των χωραφιών προς το χωριό Φαναράκι. Από αριστερά τα χωριά. Από δεξιά ο Λάδωνας. Από μπροστά τα λασποχώραφα μέχρι τον Αλφειό. Ευτυχώς δεν ήταν τίποτα. ' Ηρθε ένα τζιπ και μετά έφυγαν. Υπήρχε και άλλη λύση. Να τους τινάζαμε και τις τρεις μιλς που είχαμε έτσι όπως ήταν συγκεντρωμένοι. Θα γέμιζε ο δρόμος κορμιά. Αυτό θα το κάναμε αν είμασταν σίγουροι ότι σταμάτησαν για έρευνα. Ποιος όμως μπορούσε να είναι βέβαιος ότι σταμάτησαν για μας; Προτιμήσαμε τη λούφα και βγήκαμε κερδισμένοι. Περάσαμε όλη τη μέρα εκεί ήσυχα. Στο δρόμο περνούσαν πότε - πότε στρατιωτικά αυτοκίνητα. Το μέρος εκεί ήταν ζεστό αλλά δεν κοιμηθήκαμε καθόλου γιατί είμασταν πολύ κοντά στο δρόμο.

Μόλις κόντευε να σουρουπώσει, βγήκαμε από τη λούφα μας. Πιστεύαμε ότι γύρω μας ήταν ερημιά. Καθώς βαδίζαμε ακούσαμε πίσω μας δυνατά σφυρίγματα και φωνές. Αρχίσαμε να τρέχουμε. Μας άρχισαν στις ντουφεκιές. Κάποιο φυλάκιο μας είδε από το δρόμο. Οι σφαίρες περνούσαν σφυρίζοντας ψηλά πάνω μας. Πέσαμε πίσω από ένα όχτο. Δεν έρχονταν κανένας πίσω μας. Βαδίσαμε όλο τον όχτο. Σουρούπωσε για καλά. Έτσι σταμάτησαν να πυροβολούν. Ο Στράτος δεν ήξερε τα μέρη κι ακολουθούσε στα στραβά. Όλο ρωτούσε πόσο είναι μακρυά ο Ταΰγετος. « Όσο η γη από τον Άδη», του απαντούσα κι αυτός θύμωνε και βλαστημούσε. Δεν καταλάβαινε τι εννοούσα. Σ’ ένα λεπτό μπορεί να έφτανε η ψυχή μας στον Άδη.

Μπροστά μας ήταν ένα μικρό χωριουδάκι το Φαναράκι. Πλησιάσαμε για να πάρουμε ψωμί. Μόλις φθάσαμε στα τελευταία σπίτια καθίσαμε να αφουγκραστούμε. Οι χωρικοί άρμεγαν τα πρόβατα και έμπαιναν κι έβγαιναν από τα σπίτια και τα μαντριά. Τα αρνιά βέλαζαν και χαλούσε ο κόσμος. Έτσι πλησιάσαμε κοντά στο ακρινό μαντρί. Καθίσαμε εκεί ένα τέταρτο. Μόλις είμασταν έτοιμοι να εμφανιστούμε ακούσαμε βήματα και κουβέντες. Κάποιος όπλισε τ’ όπλο του. Ήταν περίπολος από μάυδες και στρατιώτες.

Φύγαμε, τρέχοντας, πατώντας στις μύτες των παπουτσιών μας. Τραβήξαμε προς το χωριό Μπέτσι. Περάσαμε ένα ποτάμι όχι μεγάλο, ανηφορίσαμε και φθάσαμε στο Μπέτσι. Φέραμε γύρω - γύρω και μόλις παρακάμψαμε το χωριό πλησιάσαμε ένα ακρινό σπίτι. Ευτυχώς που δεν είχε σκυλί. Καθίσαμε κάπου ένα τέταρτο κι ακούγαμε. Στο σπίτι ήταν ησυχία. Αν ήταν μέσα στρατός κάποιος θα έβηχε, κάποιος θα κάπνιζε, κάτι θα ακούγαμε γιατί θα κινιόταν είτε ο σκοπός είτε κάποιος άλλος. Χτυπήσαμε σιγά την πόρτα. Πιάσαμε τ’ αγκωνάρια. Άνοιξε η πόρτα και πρόβαλε μια γριούλα. Καθώς την φώτισε το αδύναμο φως του λυχναριού, που ήταν κρεμασμένο στο τζάκι, ήταν σαν τρομαγμένη Παναγιά. Μπήκαμε μέσα. Ζητήσαμε ψωμί. Γρήγορα -γρήγορα η γριούλα μας έδωσε μισή κουλούρα μπομπότα. Ζητήσαμε λίγο τυρί. Δεν είχε. Μας έδωσε δύο μεγάλα κρεμμύδια. Μας φάνηκαν σαν να ήταν πιτσούνια. Η γιαγιά μας είπε ότι πάνω στο χωριό είναι στρατός.

Βγήκαμε από το χωριό. Σε τριακόσια μέτρα ήταν μια βρυσούλα. Καθίσαμε να φάμε. Μόλις βάλαμε την πρώτη μπουκιά στο στόμα ακούσαμε τρεχαλητό. Τραβηχτήκαμε πιο πάνω. Μας είχαν πάρει καταπόδι. Ήταν έξι άτομα. Σταμάτησαν στη βρύση. Έριξαν τρεις ντουφεκιές και γύρισαν πίσω. Κάποιος φαίνεται είδε το φως όταν άνοιξε η πόρτα της γιαγιάς. Μας πρόδωσαν, ίσως ρώτησαν και τη γιαγιά. Τι να έκανε, μας μαρτύρησε. Καλά έκανε παρά να την τσάκιζαν με το ξύλο. Όταν έφυγαν, κατεβήκαμε ήπιαμε νερό και τραβηχτήκαμε μακρυά από το δρόμο και φάγαμε την μπομπότα με τα κρεμμύδια μας. Είμασταν ευχαριστημένοι που φάγαμε και δεν κρυώναμε. Βγάλαμε το συμπέρασμα ότι όλα τα χωριά θα είναι πιασμένα.

Περάσαμε κάτω από το χωριό Λουτρά, απέξω από το χωριό Αώτι και τραβήξαμε προς τον κάμπο. Στο δρόμο που πηγαίναμε ακούσαμε τροκάκια. Εκεί κοντά ήταν μαντριά. Πλησιάσαμε. Βρήκαμε μόνο τα πρόβατα. Οι τσοπάνηδες είχαν φύγει για το χωριό. Δεν τους άφηναν να μένουν έξω. Ο Στράτος ήθελε να πάρει ένα αρνί. Εγώ δεν ήθελα. Τελικά βούτηξε ένα. Επέμενε να το πάρουμε γιατί ο τραχανάς που είχαμε δεν κράταγε πείνα και κόντευε να τελειώσει. Πείστηκα και γω να το πάρουμε. Εγώ δεν ήθελα γιατί το πρωί θα τους έλειπε και θα καταλάβαιναν ότι περάσαμε από εκεί. Θα σήκωναν τον τόπο με την εξερεύνηση για να μας βρουν, αφού το ποτάμι ο Αλφειός δεν περνούσε. Μια και το πήραμε, του είπα ότι τώρα πια δεν μπορούμε να λουφάξουμε στα μέρη αυτά, πρέπει να περάσουμε το ποτάμι. Αν μείνουμε εδώ την άλλη μέρα θα μας κοψοκεφαλιάσουν σίγουρα.

Φθάσαμε στο ποτάμι,. Ο Αλφειός ήταν φουσκωμένος. Μας φαίνονταν απέραντη θάλασσα. Μάρτης πια του 1949 και τα ποτάμια άρχισαν να φουσκώνουν γιατί έλιωναν τα χιόνια στους κάμπους και τα ριζά. Ψάχναμε να βρούμε που απλώνει το ποτάμι για να περάσουμε. Βρήκαμε ένα μέρος που το νερό καθώς αντιφέγγιζε που και που, μας φάνηκε ότι το ποτάμι άπλωνε. Σφάξαμε τ ’ αρνί και βάλαμε το λαιμό του μέσα στο νερό για να μη φαίνονται αίματα κι αφήσουμε σημάδια. Του δέσαμε και τα τέσσερα πόδια κι έγινε σαν ταγάρι.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger