Αρχική » , » "Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 19

"Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 19

{[['']]}
Ο Ταξίαρχος Θεοδ. Πρεκεζές τραυματίζεται βαρεία 31 Γενάρη 1949

Κατά τις δέκα το εχθρικό πυροβολικό από την Κοκκινόλουτσα μας έστειλε την πρώτη οβίδα του. Μετά, τέσσερα πυροβόλα άρχισαν να βάζουν πότε μαζί πότε ένα - ένα. Οι οβίδες πότε έσκαζαν μπροστά στο βουνό και πότε περνούσαν πάνω από τα κεφάλια μας σφυρίζοντας και έσκαζαν μέσα στη ρεματιά, ή στις απέναντι πλαγιές. Στην αρχή αναστατωθήκαμε. Τα τμήματα αραίωσαν πιο πολύ και περιμέναμε να εκδηλωθεί κάποια κίνηση. Καλυφθήκαμε κοντά σε λατσούφια γιατί περιμέναμε και την αεροπορία τους. Η ώρα περνούσε. Ήρθε μεσημέρι πια και τίποτε δεν φαίνονταν μα ούτε και ο κανονιοβολισμός σταματούσε. Έκαναν διακοπή δέκα - δεκαπέντε λεπτά και ξανάρχιζαν. Τα μέτρα μας χαλάρωσαν και οι αντάρτες καλαμπούριζαν με τις οβίδες που περνούσαν πάνω σφυρίζοντας.

Κατά τις τρεις η ώρα ο Ταξίαρχος σηκώθηκε και ακολουθούμενος από πέντε - έξι, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Ρογκάκος, τράβηξε για τον αυχένα απ’ όπου φαίνονταν η Κοκκινόλουτσα. Έβγαλε τα κυάλια και παρατηρούσε κάμποση ώρα. Μετά γύρισε πίσω και στάθηκε όρθιος. Γύρω του μαζεύτηκαν καμιά δεκαριά στελέχη. Εγώ ήμουν σε απόσταση διακοσίων μέτρων και παραπάνω. Δεν πήγα κοντά. Όπως έμαθα συζητούσε με το Ρογκάκο και τους άλλους για τις πιθανές ενέργειες του εχθρού. Είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η κίνηση ήταν περιορισμένη και είχε σαν σκοπό, να ασφαλίσει το δρόμο Τρίπολης - Σπάρτης.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ένα βλήμα, το μοναδικό που έπεσε εκεί όλη τη μέρα, έσκασε ακριβώς σχεδόν μέσα στον κύκλο. Αναποδογυρίστηκαν όλοι. Τρομάξαμε από ότι είδαμε. Πιστέψαμε ότι τους σκότωσε όλους. Μέσα στους καπνούς ακούσαμε φωνές δυνατές από ένα άτομο όμως: αχ! ωχ! αχ!. Αμέσως όσοι ήταν εκεί έκαναν ένα δύο βήματα και ξάπλωσαν κάτω. Μετά αμέσως σηκώθηκαν και ξανά μαζεύτηκαν όλοι τσούρμο στο σημείο που είχε σκάσει η οβίδα. Οι αντάρτες έκαμαν να κινηθούν προς τα εκεί για να δουν. Τους σταματήσαμε. Σε λίγο είδαμε να κουβαλούν πιο εδώ τον διοικητή μας τον Πρεκεζέ. Τον ξεχωρίσαμε από τις μπότες που φορούσε καθώς κρέμονταν τα πόδια του.

Ένα ρίγος πέρασε από το κεφάλι μου, στις πλάτες μου και μαρμάρωσε τα πόδια μου. Μου φάνηκε ότι κάτι με χτύπησε στο κεφάλι. Πιο φαρμακερή οβίδα δεν είχε πέσει στο Μωριά. Χίλιους αντάρτες μας χτύπησε κατακέφαλα. Η είδηση μαθεύτηκε σε δευτερόλεπτα απ’ όλους τους αντάρτες. Όλοι έμειναν ακίνητοι για κάμποση ώρα. Το χτύπημα ήταν για την Ταξιαρχία φοβερό, αποφασιστικό που καθόρισε εκατό τοις εκατό την θανατική της πορεία από εκεί και ύστερα.

Δεν ήταν περίεργο ότι πάθαμε όλοι σοκ από τον τραυματισμό του Πρεκεζέ. Για κείνη την ώρα ήταν αναντικατάστατος, ήταν ο μοναδικός. Μια ελπίδα είχαμε. Να γίνει σύντομα καλά. Τον πέρασαν από μπροστά μας. Πονούσε φοβερά. Είχε πάρει ένα τραύμα στην αριστερή πλάτη ψιλά στον αυχένα, στη βάση του λαιμού. Δεν ήταν σοβαρό αλλά δυστυχώς τούχε κόψει το νεύρο και δεν μπορούσε να κουνήσει το χέρι του και το πόδι του. Και το χειρότερο δεν μπορούσε να γίνει καμιά επέμβαση για νευροραφή εκεί πάνω στον Πάρνωνα εκείνη την εποχή.

Έτσι ο Ταξίαρχος Πρεκεζές τέλειωσε την αντάρτικη δράση του, θα έμενε ανάπηρος για πολύ καιρό, ποιος ξέρει πόσο. Και πάλι δυστυχώς. Σε μια κρύπτη πέρασε τρεις - τέσσερους μήνες. Μετά μόλις και μετά βίας άρχισε σιγά - σιγά να κινείται. Δεν μπορούσε όμως ν’ αναλάβει δράση. Ύστερα είχε διασκορπιστεί τότε και η δύναμη της ταξιαρχίας. Έτσι τον μπλωκάρισαν στα υψώματα του Πάρνωνα πάνω απ’ το χωριό Βαμπακού και τον σκότωσαν. Λέγεται ότι είχε προδοθεί το κρυσφύγετό του απ’ αυτόν που τον τροφοδοτούσε. Δεν μπορώ να ξέρω. Πολλά για πολλούς λέγονταν τότε.

Μετά τον τραυματισμό του Πρεκεζέ δημιουργούνταν μια σειρά προβλήματα. Έπρεπε κάποιος να αναλάβει τη διοίκηση της Ταξιαρχίας. Τέτοιος δεν υπήρχε για τη στιγμή εκείνη. Καθήσαμε στις θέσεις μας μέχρι που να νυχτώσει. Όταν νύχτωσε βάλαμε τον Ταξίαρχο πάνω σ’ ένα μουλάρι κι ας πονούσε πολύ και τραβηχτήκαμε βαθιά στον Πάρνωνα κάτω από την κορυφή του Μαλεβού. Εκεί σταματήσαμε. Τον Ταξίαρχο τον πήραν για να τον κρύψουν σε κάποιο κρυφό νοσοκομείο - λαγούμι, στον Πάρνωνα.

Προσωρινά διοικητής ανέλαβε ο Ρογκάκος με βοηθό του, τον Ατζακλή. Έλλειπε για κακή μας τύχη και ο Κωνστανταράκος, που θα μπορούσε να διοικήσει την Ταξιαρχία προσωρινά μια και ήταν έφεδρος αξιωματικός. Ο Ατζακλής δεν ήξερε περισσότερα από το Ρογκάκο. Άλλο πράγμα να καθοδηγείς κι άλλο να διοικείς. Ο Ρογκάκος και ο Ατζακλής ήταν καθοδηγητές, δεν ήταν διοικητές στρατιωτικών τμημάτων. Ο επιτελάρχης της Ταξιαρχίας ΑνδρέαςΜπουθούνηςαπό το χωριό Σκούρα Λακωνίας ήταν ένα ανύπαρκτο πρόσωπο. Ήταν απλώς ένας γραφιάς ούτε, καν επιλοχίας. Οι διοικητές των ταγμάτων μόλις - μόλις τα κα-τάφερναν να διοικήσουν τα τάγματά τους. Ο μόνος ικανός αξιωματικός για την διοίκηση της Ταξιαρχίας ήταν ο Τσουκόπουλος που ήταν και έφεδρος αξιωματικός. Δυστυχώς ο Ρογκάκος δεν τον αξιοποίησε. Τον άφησε στη διάθεση της Ταξιαρχίας.

Τέλος πάντων ο Ρογκάκος αποφάσισε να γίνει στρατιωτικός αν και δεν ήξερε πόσο κόβει το ντουφέκι και πόσο το πιστόλι. Η πρώτη διαταγή του ήταν να μην ανάψει φωτιά κανένας, χωρίς εντολή του. Όλη η Ταξιαρχία βουτηγμένη στο χιόνι μέχρι τον αφαλό, περίμενε τη διαταγή. Πέρασε μια - δυό - τρεις -τέσσερις ώρες και η διαταγή δεν έρχονταν. Οι αντάρτες άρχισαν να κλαίνε από το κρύο. Πάγωσαν πόδια, χέρια, ούτε τα σαγόνια τους δεν μπορούσαν να κουνήσουν. Πήγαμε δυό - τρεις φορές και του είπαμε ότι αν βγάλουμε τη νύχτα έτσι θα διαλυθεί η Ταξιαρχία χωρίς μάχη. Τέλος οι αντάρτες άναψαν χαμηλές φωτιές χωρίς να ακούνε κανέναν. Ο Ρογκάκος έδοσε ξανά και ξανά εντολή να σβύσουν τις φωτιές. Κανένας όμως δεν τον άκουγε. Τέλος τάβαλε με μας, τους διοικητές λόχων.

Ήρθαν οι ανιχνευτές που είχε στείλει σε διάφορες κατευθύνσεις και μας είπαν ότι υπάρχει ησυχία. Καθίσαμε όλη νύχτα εκεί. Το πρωί άρχισε πάλι να χιονίζει. Περιμέναμε να σταματήσει αλλά τίποτε. Κατά τις δέκα αποφάσισε να κατεβούμε στο χωριό Πλατανάκι - Άγιο Βασίλη. Το χιόνι ανέβαινε και προχωρούσαμε με δυσκολία. Τα ζώα βούλιαζαν. Παιδευτήκαμε μέχρι το απόγευμα αλλά τελικά ήταν αδύνατο να προχωρήσουμε με τα ζώα. Τότε τα ξεφορτώσαμε, πήραμε τα πράγματα στους ώμους μας και τα ζώα, κάπου εβδομήντα μουλάρια τα κατεβάσαμε σιγά - σιγά σε μια ρεματιά. Η ρεματιά ήταν βαθιά και υπήρχε κάπου - κάπου κανένα λατσούφι ξέχιονο. Εκεί τα παράτησαν οι μουλαράδες γιατί δεν κατέβαιναν πια. Έμειναν περίπου μια βδομάδα και από την πείνα τους έφαγαν το βούτομο (γέμισμα -ψαθί) από τα σαμάρια τους. Γλύτωσαν όμως και κατορθώσαμε σιγά - σιγά καθώς πάγωσε το χιόνι, να τα βγάλουμε από εκεί.

Εμείς φορτωμένοι τα καζάνια και τα τρόφιμα τρομάξαμε να κατεβούμε από τον Πάρνωνα. Κάθε πεντακόσια μέτρα αλλάζαμε τη διμοιρία που πήγαινε μπροστά. Κοντά στις δέκα τη νύχτα κατεβήκαμε στα χωριά. Κοντέψαμε να χαθούμε μέσα στα χιόνια κι αυτό γιατί ο Ρογκάκος νόμιζε ότι είμαστε κυκλωμένοι από παντού και μόνο όταν σιγουρεύτηκε, αποφάσισε να κατεβούμε στα χωριά. Το πάθημα στον Άγιο Βασίλη τον είχε τσουρουφλίσει. Ο χειμώνας ήταν βαρύς και τα τρόφιμά μας λίγα. Όσο για αποθέματα, ας μην γίνεται λόγος. Όλα τα αποθέματα μας τα χωρούσε το σακκίδιό μας. Έπρεπε συνεχώς να εφοδιαζόμαστε από τα χωριά. Οι ομάδες επιμελητείας δεν έφταναν, γι’ αυτό κάναμε και μεις επιμελητειακές ενέργειες, «τις σαλαμπρέντες», που έλεγαν οι αντάρτες. Αυτή η λέξη δεν έλεγε τίποτα. Την πρωτοχρησιμοποίησαν οι αντάρτες του Ταΰγετου όπως και οι αντάρτες του Μαινάλου, πρωτοχρησιμοποίησαν την λέξη «μαρμίτα» που σήμαινε συμπληρωματικό φαγητό.

Από τον κάμπο της Λακωνίας τα συνεργεία της επιμελητείας μάζεψαν πεντακόσια πρόβατα και καμιά δεκαριά βόδια και τ’ ανέβασαν στον Πάρνωνα για την Ταξιαρχία. Το χιόνι όμως τα απόκλεισε στο δρόμο και δεν μπορούσαν να φθάσουν. Έτσι θα ψοφούσαν από την πείνα. Γι’ αυτό τάσφαξαν και τα παράχωσαν στο χιόνι. Μετά πήγαιναν κάθε τόσο αποστολές και κουβαλούσαν στην πλάτη τα κατεψυγμένα κρέατα. Ήταν σωστά πτώματα. Το ζουμί τους είχε λίπος, όσο το μάτι του κάβουρα. Τρώγαμε συνεχώς απ’ αυτά και στο τέλος τα σιχαθήκαμε. Ευτυχώς ο τραχανάς ή ζαμπλαρίκος, μας έσωσε όπως πάντα. Μια καραβάνα το μεσημέρι και μια το βράδυ μας κρατούσε στα πόδια. Με τον τραχανά χορταίνεις καθιστός ώσπου να σηκωθείς ορθός, λένε στα χωριά. Κι όμως εμείς μ’ αυτόν ζήσαμε μέσα σε κείνο το κρύο.

Ήρθαν όλα μαζί, εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, βαρύς χειμώνας, αποτυχίες, τραυματισμός του διοικητή, παράλυση της διοικήσεως και τόσα άλλα. Θεωρούσαμε όλοι αυτή την κατάσταση προσωρινή, όπως και ο Ρογκάκος. Ελπίζαμε ότι η διοίκηση της Μεραρχίας θα έστελνε αμέσως στον Πάρνωνα κάποιον από τους δυό, δηλαδή ή τον Κονταλώνη ή τον Μπασακίδη. Ο πλέον κατάλληλος για πολλούς λόγους ήταν ο Κονταλώνης. Είχε γνώση του εδάφους, είχε μεγάλη επίδραση το όνομά του στον Ταΰγετο και Πάρνωνα κ.λπ. Υστερούσε βέβαια σε γνώσεις από τον Μπασακίδη αλλά για εκείνη την περιοχή και εκείνη τη στιγμή ο Κονταλώνης ήταν ο πλέον κατάλληλος. Η διοίκηση της Μεραρχίας δεν έστειλε κανέναν αν και πληροφορήθηκε τα γεγονότα. Δεν ξέρω γιατί.

Εκείνες τις μέρες που έκανε κακοκαιρία τα τμήματα έμεναν συνεχώς κλεισμένα μέσα. Είχαμε μια καραβάνα τραχανά και λίγο ψωμί ήταν κι αυτό κάτι. Έγινε πολύ συζήτηση για την κατάστασή μας. Ο Ρογκάκος έδινε θάρρος σε όλους και συνεχώς έκανε διάφορες συναντήσεις με τα στελέχη. Έδειχνε αισιόδοξος αλλά όποιος τον ήξερε, αμέσως καταλάβαινε ότι ήταν ανήσυχος. Έκανε τότε και μια ανάλυση μιας απόφασης, κάποιας ολομέλειας της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε. Το κείμενο το είχε πάρει από το ραδιόφωνο. Μάλλον αποσπάσματα είχε πάρει.

Τώρα τι απόφαση είναι αυτή της ΚΕ που θέλει ανάλυση για να την καταλάβουν τα μέλη του κόμματος, δεν το καταλαβαίνω. Μόνο οι παπάδες κάνουν εξήγηση του Ευαγγελίου κάθε Κυριακή αλλά αυτοί έχουν δίκιο γιατί το Ευαγγέλιο είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα κι έχει γραφτεί πριν από δύο χιλιάδες χρόνια. Οι αποφάσεις όμως του κόμματος γιατί να θέλουν ανάλυση; Τέλος πάντων, όλοι τότε έκαναν αναλύσεις. Το κανονικό θα ήταν να κάνουν συζητήσεις πάνω στις αποφάσεις. Οι συζητήσεις θα ήταν καλές γιατί θα δίνονταν η ευκαιρία να ακουστούν απόψεις και για τα γενικότερα ζητήματα και για τα μερικότερα που αφορούν τις μικρές οργανώσεις. Όλη αυτή η διαδικασία είχε καταντήσει, από την άποψη περιεχομένου και αποτελεσματικότητας, σαν τα ευχέλαια και τους αγιασμούς, τις λειτουργίες και κάτι τέτοια που κάνουν οι παπάδες. Ήταν πια στερεότυπη η διαδικασία, ανάλυση, ομόφωνη συμφωνία και πάει λέγοντας.

Αυτός που έφτιαξε το κόμμα νέου τύπου, δηλαδή ο Λένιν, αν μπορούσε να δει και ν’ ακούσει σε ποιό σημείο διαστρέβλωσης έφθασαν οι κανόνες λειτουργίας του και οι αρχές αυτού του κόμματος, είναι σίγουρο ότι δεν θα το γνώριζε. Κόμμα νέου τύπου, κόμμα λαϊκό επαναστατικό και γραφειοκρατικός μηχανισμός, είναι δύο πράγματα αντίθετα. Το ένα αποκλείει το άλλο. Τώρα πως τα κατάφεραν να τα συμβιβάσουν οι ηγέτες μας είναι κάτι εγκληματικό σε βάρος του επαναστατικού κινήματος. Ο
Λένιν ποτέ δεν θεώρησε ικανό τον εαυτό του να αντικαταστήσει το κόμμα, να αντικαταστήσει το μαζικό μυαλό του κόμματος, με την δική του σκέψη. Κι αυτός ήταν ένας γίγαντας στην σκέψη. Οι δικοί μας ηγέτες όμως το τόλμησαν. Τώρα γιατί τόκαμαν, πως γλύστρησαν προς τα εκεί, πως τα κατάφεραν, είναι άλλο θέμα. Για τον καθέναν υπήρξαν οπωσδήποτε και ειδικοί, ατομικοί λόγοι και γεγονότα. Αυτό ήταν η αιτία της καταστροφής μας.

Η ομοφωνία ήταν το σύμπτωμα της αρρώστιας, που μας έκοβε τις ρίζες, που άνοιξε το δρόμο της καταστροφής. Γιατί για να φτάσεις τις περισσότερες φορές σε ομοφωνία στην εκτίμηση, στην αξιολόγηση, στην προοπτική της εξέλιξης των γεγονότων, στην διαπίστωση των αιτιών, στον καθορισμό των πρωταρχικών και των δευτερευόντων, στην ιεράρχιση των καθηκόντων κ.λπ. κ.λπ. πρέπει να παραμερίσεις, να καταργήσεις πολλές από τις λειτουργίες, αρχές και κανόνες του κόμματος. Το φυσιολογικό είναι οι διαφορές στις εκτιμήσεις, η αντιπαράθεσή τους και τέλος η σύνθεσή τους στην άποψη της πλειοψηφίας. Βασική αιτία, όχι όμως και η μοναδική, για την παραβίαση, παραχάραξη των αρχών του κόμματος, στο όνομα αυτών των αρχών, είναι το χαμηλό κομματικό μορφωτικό επίπεδο της ηγεσίας και των στελεχών του κόμματος.

Βέβαια κανένας δεν υποστηρίζει την άποψη να μορφωθούν επαναστατικά - επιστημονικά τα στελέχη και μετά να γίνει επανάσταση. Το ίδιο όμως δεν πρέπει να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να καθοδηγηθεί η επανάσταση σωστά και να νικήσει αν δεν υπάρχει ηγεσία και στελέχη μορφωμένα θεωρητικά και εξασκημένα πραχτικά από τους καθημερινούς αγώνες. Τουλάχιστον η ηγεσία πρέπει να είναι επιστήμονες επαναστάτες. Το που θα πάρουν αυτή την επιστημονική κατάρτιση, είναι θέμα πρακτικό. Εμείς οι Έλληνες επαναστάτες, συνεχώς ακούγαμε ομοφωνίες, σοφές αποφάσεις, σοφή καθοδήγηση, ομόφωνες εγκρίσεις αλλά μετά από κάθε βροντοχτύπημα μαθαίναμε ότι η προηγούμενη απόφαση, η προηγούμενη καθοδήγηση δεν ήταν σοφή και σοφή είναι η επόμενη μέχρι που να ξαναβροντοχτυπηθούμε για να μάθουμε πάλι ότι δεν ήταν σοφή κι αυτή.

Στο βουνό όσες αναλύσεις άκουσα δεν κατάλαβα και πολλά πράγματα. Ούτε έκαμα και καμιά προσπάθεια να καταλάβω, γιατί θεωρούσα ότι αυτή ήταν δουλειά άλλων. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι. Το ίδιο εκάμαμε και σε εκείνη την ολομέλεια, τότε το Φλεβάρη του 1949 στον Πάρνωνα. Δεν μας γεννήθηκε η επιθυμία να μάθουμε τι ακριβώς έλεγε. Αν ο Ρογκάκος όμως, αντί να μας κάνει ανάλυση μας έβαζε το θέμα τι θα κάνουμε, τώρα εμείς και τι θα ζητήσουμε από το Γενικό Αρχηγείο και την ηγεσία, τότε θα συζητούσαμε για καλά και θα τρώγαμε τα μουστάκια μας. Γιατί η αντοχή μας είχε φθάσει στο τέλος σχεδόν και η καθοδήγηση μας έστελνε επαίνους, χαιρετισμούς και καθήκοντα.

Παγώσανε τα πόδια μας όπως καθόμασταν ακίνητοι στα θρανία του σχολείου, αυτό καταλάβαμε από την ανάλυση που μας έκανε ο Βαγγέλης. Εμείς δεν είχαμε παπούτσια και μαντύες για τους άντρες μας, δεν είχαμε φυσίγγια, δεν είχαμε φάρμακα, δεν είχαμε τροφοδοσία τακτική, δεν είχαμε διοικητή, μας πλάκωσαν τα χιόνια κι αυτός μας έκανε αναλύσεις για γενικότερα προβλήματα. Καλύτερα θα ήταν να μας πει πως θα στείλουμε περιπολία ή σκοπό έναν αντάρτη που δεν έχει παπούτσια και μαντύα. Να μας πει, τι θα τον αλοίψουμε να μην παγώσει μια ώρα μέσα στο χιόνι. Να μας πει που θα βρούμε πανιά για τις κοπέλες που είχαμε στο λόχο και πως θα τις κουβαλήσουμε σ’ αυτή την κατάσταση, όταν αρχίσουν οι εκκαθαριστικές. Δεν καταλάβαιναν ότι το κεφάλι μας βούιζε μέρα - νύχτα από χίλιες - δύο έννοιες.

Οι διοικητές των ομάδων, διμοιριών και λόχων τραβούσαν το διάβολό τους. Αυτοί έπρεπε να λύνουν όλα τα προβλήματα. Από τα ανώτερα κλιμάκια έφθαναν και παίρναμε μόνο διαταγές και κριτική. Άντε τώρα με τις διαταγές να σολιάσεις τα παπούτσια του λόχου. Στο Δημ. Στρατό του Μωριά, δεν ξέρω αλλού τι γίνονταν, οι διοικήσεις ήταν πολύ κοντά η μια στην άλλη. Έτσι όλα τα κλιμάκια ζούσαν ως ένα βαθμό τις δυσκολίες του άλλου, όσο όμως ανεβαίναμε προς τα πάνω τα πράγματα άλλαζαν. Η διοίκηση του τάγματος δεν είχε ν’ αντιμετωπίσει στην ίδια οξύτητα, τα προβλήματα της διοίκησης του λόχου.

Οι μέρες περνούσαν και η Ταξιαρχία κάτι έπρεπε να κάνει παρά να κάθεται. Η απραξία φέρνει πολλά κακά μαζί της για τον αντάρτη. Αποφάσισε λοιπόν η διοίκηση της Ταξιαρχίας δηλ. ο Ρογκάκος και ο Ατζακλής, να χτυπήσουμε την εχθρική βάση στο Μεσόγειο - Άστρος. Οι πληροφορίες που είχαμε ήταν ψεύτικες και εξογκωμένες. Ήταν αυτές που ο εχθρός διέδιδε για να φθάνουν σε μας. Αυτό αποδείχτηκε όταν φθάσαμε εκεί. Οι πληροφορίες έλεγαν ότι στο Μεσόγειο Άστρος είναι οχυρωμένος ένας λόχος χωροφυλακής και πενήντα - ογδόντα μάυδες ντόπιοι. Στο παράλιο Άστρος ήταν οχυρωμένοι μια διμοιρία χωροφυλάκων και στο λιμάνι βρίσκεται πότε - πότε ένα πολεμικό. Με βάση αυτές τις πληροφορίες ξεκίνησε η επιχείρηση.

Κατάληψη Μεσόγειου Άστρους

Από τον Άγιο Βασίλειο ξεκινήσαμε το πρωί και το βράδυ, ύστερα από μια κοπιαστική πορεία όλη την μέρα πάνω στο παγωμένο χιόνι, φθάσαμε στο χωριό Καστάνιτσα. Εκεί μείναμε τρεις μέρες και μετά ξεκινήσαμε για το Άστρος. Τσακιστήκαμε όλη μέρα. Μόλις νύχτωσε πέσαμε στον κάμπο, ζεστάθηκε το κόκκαλό μας. Πέσαμε στα πορτοκάλια και μαλάκωσε το στομάχι μας. Στην επιχείρηση θα έπαιρναν μέρος τέσσερις λόχοι. Ο λόχος του Πιπίνου θα παρεμβάλλονταν ανάμεσα στο παράλιο και Μεσόγειο Άστρος, για να εμποδίσει την φυγή από το Μεσόγειο Άστρος, ή την άφιξη ενισχύσεων από το παράλιο Άστρος στο Μεσόγειο. Ο λόχος του Σκάγκου θα ενεργούσε από τα ανατολικά και ο λόχος ο δικός μου από τα βορειοδυτικά. Ο άλλος λόχος θα έμενε εφεδρεία και θα έπιανε κάτι υψώματα έξω από το χωριό.

Μόλις σουρούπωσε πέσαμε μέσα στις ελιές, τρέχοντας φθάσαμε μετά από μια ώρα στο Άστρος. Προχωρήσαμε για τις θέσεις μας. Την κανονισμένη ώρα εξορμήσαμε. Ησυχία παντού. Φθάσαμε στα πρώτα σπίτια. Τίποτα!. Μπήκαμε στην πόλη. Τίποτα!. Φθάσαμε στην πλατεία. Απόλυτη ησυχία!. Χτυπήσαμε στα σπίτια αλλά δεν μας άνοιγαν. Δεν θέλαμε να κάνουμε φασαρία, μια και δεν ξέραμε τι γίνεται. Στην άκρη του χωριού είχα πιάσει έναν τσοπάνη κι αυτός ισχυρίζονταν ότι στο χωριό δεν υπάρχει εχθρική δύναμη. Έλεγε ότι την ημέρα ανέβαιναν από το Παράλιο και το απόγευμα φεύγουν. Δεν τον πίστεψα. Τώρα που έφθασα στην πλατεία άρχισα να τον πιστεύω.

Ήρθαν και οι άλλοι λόχοι. Οι πληροφορίες μας ήταν ψεύτικες. Τσάμπα οι τρεχάλες. Τελικά ο τσοπάνης έλεγε αλήθεια. Δεν υπήρχε εκεί τόση εχθρική δύναμη. Μια διμοιρία χωροφύλακες ανεβοκατέβαινε και μόλις νύχτωνε έμπαιναν και κοιμόντουσαν μέσα στα καΐκια, που τραβιόνταν από την ξηρά. Όταν μάθαμε την αλήθεια ήταν αργά. Ευτυχώς όμως βρήκαμε πολλά τρόφιμα και φάρμακα. Φορτώσαμε τριάντα περίπου ζώα και πριν ξημερώσει πήραμε το δρόμο του γυρισμού. Δεν ανεβήκαμε όμως πάλι, τον Πάρνωνα. Πήγαμε από κάτω που ήταν ξέχιονο. Βαδίσαμε όλη μέρα και τη νύχτα φτάσαμε στον Άγιο Βασίλειο.

Πριν γίνουν όλα αυτά, η υπόθεση Τσουκόπουλου προχωρούσε σιγά - σιγά και κόντευε να φθάσει στο τέλος. Ο Πρεκεζές αφού για μερικές μέρες ταλαντεύτηκε, τελικά μια βδομάδα πριν τραυματιστεί έφτιαξε μια ανακριτική επιτροπή όπως έγραψα πιο πάνω, με πρόεδρο τον Ατζακλή και μέλη τον Οικονομάκο Σαράντο και τον Παναγιώτη Κατελάνο για να κάνει ανακρίσεις. Η επιτροπή εξέτασε όλους όσους ήταν στον Άγιο Βασίλειο δηλαδή τα στελέχη. Ανάκριναν και μένα. Μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι οι ερωτήσεις τους, δεν ήταν γενικές αλλά τέτοιες που να προδικάζουν, να ξεγεννάνε την απάντηση. Η μια ήταν «ποιος φταίει για τον αφνιαδιασμό;, «αν ο διοικητής του τμήματος έπαιρνε τα μέτρα του θα γίνονταν ο αιφνιδιασμός;», «Αν ο διοικητής του τμήματος οχυρώνονταν στο χωριό και πολεμούσε, θα γίνονταν ο Άγιος Βασίλειος τάφος για τους επιτιθέμενους;», «Ξέρεις αν ο διοικητής ειδοποίησε την Ταξιαρχία;». Τέτοιου είδους ερωτήσεις. Εγώ είπα αυτό που πίστευα. Ότι δε φταίει ο διοικητής του τάγματος για τον αιφνιαδιασμό. Φταίει η διοίκηση της Ταξιαρχίας που αντί να εκκενώσει το χωριό έδοσε εντολή να μπει το τάγμα στο χωριό. Ότι ο διοικητής πήρε όλα τα μέτρα ασφάλειας κι ενήργησε σωστά και πριν και μετά την εκδήλωση του εχθρού. Φταίει η διοίκηση της πολιτοφυλακής και τα Κ. Π. που του έδωσαν άχρηστες πληροφορίες και δεν είχαν πάρει είδηση ότι το χωριό ήταν κυκλωμένο κ.λπ.

Έκτακτο στρατοδικείο-Διαδικαστικά μιας Τραγωδίας

Όταν λοιπόν γυρίσαμε από την επιχείρηση στο Άστρος ανακοινώθηκε η συγκρότηση έκτακτου στρατοδικείου και παραπομπή του Τσουκόπουλου σε δίκη. Πρόεδρος του στρατοδικείου ορίστηκε ο ταγματάρχης Ντίνος Βρεττάκος. Επίτροπος ο Βασίλειος Μαντιλάρης, που τότε ήταν και επίτροπος της Ταξιαρχίας. Αντικατέστησε τον Μήτσο Κοττή. Ήταν πολιτικό στέλεχος από το χωριό Μερώπη Μεσσηνίας νομίζω. Μέλος ήταν ο Παναγιώτης Κατελάνος αξιωματικός πληροφοριών. Το τρίτο μέλος δεν το θυμάμαι. Μας ήρθε τουβλιά στο κεφάλι, γιατί δεν είχε γίνει κριτική, ούτε για τη μάχη στο Λεωνίδιο, ούτε για τη μάχη στον Άγιο Βασίλειο, όπως συνηθίζονταν και ήταν το σωστό. Μετά την κριτική επακολουθούσαν τα μέτρα. Νομίζαμε όλοι ότι το διοικητικό μέτρο της απομάκρυνσης από τη διοίκηση του τάγματος θα ήταν αρκετό και μάλιστα πολύ αυστηρό.

Πρώτος θα έπρεπε να παραπεμφθεί στο στρατοδικείο ο Πρεκεζές γιατί: 1) δεν πήρε μέτρα για να ασφαλίσει την επιχείρηση στο Λεωνίδιο 2) γιατί ματαίωσε την αποστολή της διμοιρίας ανιχνευτών στον Πάρνωνα όταν πληροφορήθηκε για τις κινήσεις της εχθρικής δύναμης στη δυτική πλευρά του Πάρνωνα, στα χωριά Βαμβακού -Μπαρμπίτσα, 3) γιατί αντί να εκκενώσει τα χωριά Άγιο Βασίλη -Πλατανάκι από τους τραυματίες, ανάπηρους και υπηρεσίες έδοσε εντολή στο τάγμα να μπει στον Άγιο Βασίλειο για να ασφαλίσει το χωριό. Τι είδους ασφάλεια να προσέφερε ένα τάγμα 280 αντρών απέναντι σε 1.200 άνδρες του εχθρού; Ότι και να έκανε οι απώλειες θα ήταν βαριές.

Αντί λοιπόν να παραπεμφθεί, αν επρόκειτο να παραπέμψουμε κάποιον στο στρατοδικείο, ο Τσουκόπουλος, έπρεπε να παραπεμφθεί πρώτος ο Πρεκεζές. Έπρεπε να περάσουν στρατοδικείο, το Κέντρο Πληροφοριών πάνω στον Πάρνωνα και δεύτερον η ομάδα τηλεφωνητών που έμεναν μονίμως πάνω στον Πάρνωνα. Δίπλα τους σε απόσταση διακοσίων μέτρων πέρασε το εχθρικό τμήμα κι αυτοί χωμένοι μέσα στο καλυβάκι που είχαν σκεπάσει με τσιγγόφυλλα δεν τους είδαν, δεν τους άκου-
σαν, γιατί τόριξαν στον ύπνο και δεν είχαν βγάλει παρατηρητή. Αν είχαν, θα ειδοποιούσαν με το τηλέφωνο.

Βέβαια και οι ευθύνες του Ρογκάκου ήταν βαριές. Έτσι κι αυτός θα έπρεπε να δώσει λόγο. Συσσωρεύτηκαν πολλά, όπως: Εγκατάλειψη της νίκης στο Λεωνίδιο. Αιφνιδιασμός στον Άγιο Βασίλειο. Ψυχρότητα στις σχέσεις του με το Μέραρχο και κυρίως εγκατάλειψη κάθε προσπάθειας για προετοιμασία του χώρου μπροστά στις μεγάλες εκκαθαριστικές. Κυριολεκτικά δεν υπήρχε ούτε μιας μέρας ψωμί, ή αλεύρι αποθηκευμένο. Ούτε ένας ντενεκές λάδι. Αυτό ήταν έγκλημα και ενδεικτικό της πλήρους απραξίας στην κεντρική και νοτιοανατολική Πελοπόννησο. Ειδικά για το ξεχαρβάλωμα και για την υπνηλία αυτή, ευθύνονταν ο επίτροπος της Μεραρχίας δηλαδή ο Ρογκάκος. Κι αν ακόμα επιζούσε η μεραρχία των εκκαθαριστικών ο Ρογκάκος δεν θα επιζούσε σαν επίτροπος. Ο Ρογκάκος μετά από τρία χρόνια εντατικής απόδοσης έμοιαζε σαν μπαταρία εξαντλημένη με αλλοιώσεις στα στοιχεία της, που δεν ξαναγεμίζει. Ίσως σ’ αυτό βοήθησε και η πλήρης έλλειψη συνεργασίας με το Μέραρχο.

Ο Γκιουζέλης ήταν συγκεντρωτικός τύπος και της παλιάς σχολής. Στις συνεργασίες του έδινε την εντύπωση ότι η συνεργασία γίνεται ανάμεσα σε δυό κουφούς. Ούτε άκουγε, ούτε εννοούσε την άλλη άποψη. Απλώς έβαζε καθήκοντα. Ο Ρογκάκος είχε συνηθίσει να είναι, αυτός η πηγή της εξουσίας και των ιδεών. Τώρα εξουθενώθηκε. Όπως ήταν κι αυτός παλιός, καταλάβαινε ότι πολύ σύντομα με την παραμικρή κακοτοπιά θα έφευγε από το πόστο.

Τώρα οι κακοτυχίες ήρθαν απανωτές. Οι Πρεκεζές - Ρογκάκος με τις ενέργειές τους έδειξαν ότι, αντέδρασαν με δύο στόχους. Να ανεβάσουν το πνεύμα της πειθαρχίας και τη δραστηριότητα στα στελέχη και τους μαχητές της Ταξιαρχίας και να εξαλείψουν τις συνέπειες των αποτυχιών, με την τιμωρία κάποιων σαν υπευθύνων. Στόχεψαν λαθεμένα και λάθος μεθόδους χρησιμοποίησαν για να πετύχουν τους στόχους τους, έστω κι αν αυτοί ήταν λαθεμένοι. Στόχεψαν λάθος γιατί στα στελέχη και στους μαχητές δεν υπήρχε χαλάρωση στο πνεύμα της πειθαρχίας και η δραστηριότητα των στελεχών, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ήταν στο ζενίθ, αφού κατόρθωναν μέσα σε κείνες τις συνθήκες να ξεπερνούν με επιτυχία όλες τις δυσκολίες και να έχουν αξιόμαχα τμήματα. Όσο για τις συνέπειες των αποτυχιών δεν έκαμαν σωστή εκτίμηση.

Ίσα - ίσα οι αποτυχίες αυτές, ιδιαίτερα στον Άγιο Βασίλειο έδειξαν ότι τα στελέχη και οι μαχητές είχαν πεισματώσει, είχαν αγριέψει και ζητούσαν όσο πιο γρήγορα γίνονταν να πάρουν το αίμα πίσω. Κανένα στρατιωτικό τμήμα νομίζω ότι, δεν θα κατάφερνε κάτω από τέτοιο συσχετισμό, μέσα σε μισή ώρα, να δια-σπάσει τις εχθρικές γραμμές και αμέσως να αντεπιτεθεί και να κυκλώσει τον εχθρό όπως έγινε στον Άγιο Βασίλειο αν δεν ήταν αξιόμαχο κι αν δεν είχε έμπειρη διοίκηση και έμπειρα στελέχη. Διακόσιους μαχητές είχαμε και ελιχθήκαμε μέσα από τις γραμμές του εχθρού και αμέσως περάσαμε στην αντεπίθεση και του επιτεθήκαμε, αν κι αυτός είχε 1.200 περίπου. Και ήταν η τρίτη βραδιά που ξενυχτούσαν τα τμήματα κι ήταν η τρίτη μέρα που έτρεχαν. Πως μπορεί ένα τμήμα να κάνει αυτά, αν δεν έχει πρώτα απ ’όλα ανεβασμένο ηθικό και πειθαρχία;

Οι άκαπνοι κοντυλοφόροι, οι λουφατζήδες, μπορεί να γράφουν για πανωλεθρία. Οι καραβανάδες του στρατού της Φρειδερίκης μπορεί να γράφουνε όσες μπούρδες θέλουν. Τα γεγονότα όμως είναι αναλλοίωτα και θα πρέπει να μείνουν, να διασωθούν έτσι όπως έγιναν, για να περάσουν στην εθνική και κομματική ιστορία με τη φυσική, τη σωστή τους εκτίμηση κι αυτά είναι: «διακόσιοι ογδόντα μαχητές, σχεδόν κυκλωμένοι, δέχτηκαν επίθεση από 1200 άνδρες του εχθρού, τους ανέτρεψαν, πέρασαν μέσα από τις γραμμές τους, τους αντεπιτέθηκαν και τους κυνήγησαν μέχρι που χώθηκαν στο Λέων ίδιο».

Οι κοντυλοφόροι του εχθρού, οι κοντυλοφόροι των εφημερίδων έχουν το δικό τους σκοπό, και κάνουν τέτοιες εκτιμήσεις, όμως ο Ρογκάκος δεν έπρεπε να πέσει έξω. Αυτό τόπαθε γιατί ήταν πάντοτε καθοδηγητής και ποτέ διοικητής των τμημάτων. Αν ήταν διοικητής θα ήξερε το πιο απλό πράγμα ότι: ο μαχητής ποτέ δε χάνει το ηθικό του, όταν χάνει από λάθη δικά του κι όχι τις ικανότητες του εχθρού του. Μετά από τις τέτοιες αποτυχίες εξακολουθεί να περιφρονεί τον αντίπαλό του, δηλαδή έχει ηθικό. Γι' αυτό ο Ρογκάκος στόχεψε λάθος.

Τώρα σχετικά με τη μέθοδο που διάλεξε ήταν εντελώς - εντελώς ξένη. Ήταν μέθοδος που εφαρμόζεται σε στρατούς που η πειθαρχία τους στηρίζεται στη βία, στον πειθαναγκασμό, στην απειλή και την τιμωρία. Τέτοιοι είναι οι στρατοί των αστών σήμερα. Η πειθαρχία τους στηρίζεται στην κρατική βία, στην ομηρία των οικογενειών του φαντάρου, στο δίλημμα που βάζει μπροστά στο φαντάρο και τον αξιωματικό: ή σε σκοτώνω σίγουρα, εγώ το κράτος, ή σε σκοτώνει ο εχθρός. Εμένα, το κράτος δεν μπορείς να με σκοτώσεις, τον εχθρό μπορείς. Μη ξεχνάς ότι αν γυρίσεις το όπλο εναντίον μου, σου κρατώ την οικογένεια που θα την ατιμάσω με καυτό σίδερο.

Αυτή όμως η μέθοδος δεν έχει πέραση σε στρατούς εθελοντικούς, επαναστατικούς. Η πειθαρχία αυτών των στρατών είναι υψηλότερη, ασύγκριτη, γιατί πηγάζει από την πίστη των μαχητών στα ιδανικά τους, είναι εθελοντική πειθαρχία, συνειδητή. Αυτή η πειθαρχία δεν έχει ανάγκη από υλικές τιμωρίες για να σταθεί ψηλά. Δεν έχει ανάγκη από στρατοδικεία και εκτελέσεις για να είναι ανώτερη από την άλλη πειθαρχία, που στηρίζεται στην τρομοκρατία.

Μόνο οι ηθικές τιμωρίες, τα ηθικά κίνητρα την ανεβάζουν σε ύψη υπεράνθρωπα. Αλίμονο στους επαναστατικούς εθελοντικούς στρατούς που θα φθάσουν στο σημείο να στηρίξουν την πειθαρχία τους σε μεθόδους ξένες προς το περιεχόμενό τους, την ιδιότητά τους σαν εθελοντικοί, επαναστατικοί στρατοί. Τότε τέλειωσαν, έχασαν το παιχνίδι. Τότε ή θα νικηθούν από τον εχθρό στη μάχη ή θα χάσουν τον προσανατολισμό τους και θα γίνουν πια όργανα μιας κλίκας καταπιεστών, δηλαδή θα χάσουν την ιδιότητά τους, το χαρακτήρα τους. Επαναλαμβάνω ότι ο επαναστάτης εθελοντής στρατιώτης δεν κρατιέται με εκτελέσεις, μόνο με την πίστη κρατιέται. Αν τη χάσει, ο εχθρός είναι πιο κάτω, πιο πέρα και έχει ανοιχτές τις αγκαλιές για να τον δεχτεί και να τον πληρώσει με χρήμα και τιμές.

Έτσι τώρα πια γίνεται φανερό, γιατί ο Ρογκάκος λάθεψε και στους στόχους και στις μεθόδους. Αυτά όλα του τα τόνισα στο ακτίφ των στελεχών, που έγινε ύστερα από πρότασή μου, στο σπίτι της διοίκησης της Ταξιαρχίας, το βράδυ πριν εκτελεστεί ο Τσουκόπουλος. Την ίδια άποψη υποστήριξε και ο Πιπίνος, ο επίτροπος του λόχου μου. Και οι άλλοι είχαν την ίδια άποψη. Δεν τους άφησε όμως ο Ρογκάκος να τη διατυπώσουν, γιατί αμέσως μετά από μένα πή ρε το λόγο κι έβγαζε φωτιές από το στόμα. Επέμενε ότι ήταν αναγκαία και επιβεβλημένη η εκτέλεση για την πειθαρχία κ.λπ. Δεν ήθελε να ακούσει και με την παρέμβασή του έκοψε τη διάθεση των άλλων να μιλήσουν.

Στο τέλος βέβαια συγκρουστήκαμε. Κι όταν υποχώρησα κι έκαμα την πρόταση να αναβληθεί η εκτέλεση, για τρεις - τέσσερις μέρες, μέχρι που να πάρουμε επαφή με τη Μεραρχία και διαβιβάσουμε με τον ασύρματο μια αίτηση χάρης, που θα πείσω τον Τσουκόπουλο να υποβάλλει, γιατί υπήρχε και εκεί πρόβλημα, ο Ρογκάκος μου απάντησε: «Εγώ θα διατάξω την εκτέλεση και συ να μου κάνεις μήνυση να δικαστώ. Του υποσχέθηκα ότι θα το κάνω. Ο Τσουκόπουλος αρνείτο να υποβάλλει αίτηση και να ζητάει χάρη, γιατί θεωρούσε μ’ αυτό ότι, δέχονταν την ευθύνη του. Και όπως απόδειξαν τα πράγματα είχε δίκιο. Απλώς θα δικαιωνόταν ο κατήγορός του.

Τώρα προκύπτει το ερώτημα: Ο Ρογκάκος ετοίμασε τη δίκη και διέταξε την εκτέλεση για να κρατήσει την πειθαρχία και να εξαλείψει τις συνέπειες των αποτυχιών μια και βρισκόμαστε μπροστά σε εκκαθαριστικές, ή είχε και δεύτερους σκοπούς; Για την πρώτη επιδίωξη έχουμε αποδείξεις. Το υποστήριξε φανερά όπως το υποστήριξε και ο Γιώργης Ατζακλής και ο Σαράντος Οικονομάκος και ο Βασίλης Μαντηλάρης. Και οι δύο αυτοί ήταν επίτροποι. Για το δεύτερο έχουμε μια σειρά ενέργειες.

Πρώτα - πρώτα η οργάνωση της δίκης, έγινε μετά τον τραυματισμό του Πρεκεζέ. Δεύτερον η διαταγή για τη συγκρότηση του στρατοδικείου εκδόθηκε από το Ρογκάκο, χωρίς να αναιρεί προηγούμενη με την οποία είχαν οριστεί για ένα εξάμηνο σαν μέλη του στρατοδικείου, ο διοικητής λόχου Ετεοκλής Δουμουλάκης και Νίνα Παπαφάγου και πρόεδρος στρατοδικείου εγώ. Βέβαια ύστερα από τη σύγκρουσή μας δεν ήταν δυνατό να με αφήσει πρόεδρο του στρατοδικείου κι εγώ θα δήλωνα κώλυμα. Αλλά τους άλλους δύο γιατί τους άλλαξε; Λόγος υπήρχε και τυπικός
για τον πρόεδρο, δηλαδή ότι έπρεπε να είναι ταγματάρχης, γιατί και ο Τσουκόπουλος διοικούσε τάγμα. Αυτά μόνο για τον πρόεδρο, για τα άλλα δύο μέλη δεν υπήρχε λόγος να τα αντικαταστήσει.

Σε ιδιαίτερη συνεδρίαση πριν την ανοιχτή συνεδρίαση του στρατοδικείου, ο Ρογκάκος ανακοίνωσε στα μέλη του στρατοδικείου την άποψη της διοίκησης της Ταξιαρχίας, δηλαδή την δίκιά του και του Ατζακλή σχετικά με την ενοχή του Τσουκόπουλου και την ποινή που πρέπει να επιβληθεί. Αυτό το ομολόγησε μετά ο Βρεττάκος. Αυτό ήταν παράνομο. Γίνονταν στις αρχές όταν ακόμα είμασταν Αρχηγεία, αλλά μετά την συγκρότηση τον νομικού τμήματος της Μεραρχίας, αυτή η προδικαστική παρέμβαση απαγορεύτηκε. Αυτό τουλάχιστον ήξερα εγώ από προσωπική μου αντίληψη. Αυτή την διαταγή μας ανακοίνωσε προφορικά ο Νίκος Γκότσης στο χωριό Μάτεσι Ολυμπίας σε κοινή συνεδρίαση του στρατοδικείου και της διοίκησης του Αρχηγείου Μαινάλου. Τότε ο Γκότσης έκανε περιοδεία στα Αρχηγεία σαν υπεύθυνος του δικαστικού της Μεραρχίας και ασχολείτο με την οργάνωση και τη λειτουργία των έκτακτων στρατοδικείων. Δεν ήταν δυνατόν να μην το γνώριζε αυτό ο Ρογκάκος.

Πέρα απ’ αυτά. Το ότι το ήξερε βγαίνει και από την στάση του σε μια υπόθεση που δικάστηκε πριν από ένα μήνα περίπου. Τότε είχε παραπεμφθεί στο στρατοδικείο με την κατηγορία της εγκατάλειψης της θέσης του και λιποταξίας ένας μικρός ανταρτάκος δεκαέξη χρονών περίπου. Αν ενθυμούμε καλά λέγονταν Καλαμπόκης και πρέπει να ήταν από την Πάκια Λακωνίας. Δεν είμαι όμως σίγουρος γι' αυτά τα στοιχεία. Ίσως το παιδί ζει και θα θυμηθεί. Το παιδί εγκατάλειψε για δεύτερη φορά το λόχο του, επειδή πεινούσε και δεν είχε παπούτσια έφυγε για το χωριό του. Στο δρόμο τον έπιασε η πολιτοφυλακή και τον έστειλε κρατούμενο πάνω σε μας. Το στρατοδικείο αποτελείτο από μένα σαν Πρόεδρο και τον Δουμουλάκη και Παπαφάγου Νίνα σαν μέλη. Ο Ρογκάκος δεν έκαμε καμιά παρέμβαση. Εμείς τον δικάσαμε σε θάνατο με αναστολή και ο ανταρτάκος πήγε στο λόχο του.

Μετά τη δίκη σε συνεργασία που είχαμε γι’ άλλα θέματα μου είπε: «έπρεπε να μη του δώσετε αναστολή. Έπρεπε να τον εκτελέσετε, μόνο έτσι θα καταλάβουν ότι είμαστε πια στρατός». Του απάντησα ότι: «ένα παιδί δεκαπέντε χρονών δεν έχει πλήρη συνείδηση των πράξεών του. Το ζόρισε από κοντά η πείνα, το κρύο και η ξυπολησιά κι έφυγε. Δεν ευθύνεται μόνο αυτό. Θα ήταν έγκλημα να το σκοτώσουμε. Ούτε ξέρει τι θα πει λιποταξία. Εκτός απ’ αυτό η οικογένειά του έχει πολλά θύματα». Μου απάντησε ότι: «καλώς αφού εσείς το κρίνατε με συναισθηματισμό κι όχι με την ξερή λογική. Τώρα τέλειωσε το ζήτημα». Ξαναλέμε μας έφαγε η στρατικοποίηση και τα τέτοια κουραφέξαλα, του φωστήρα Ζαχαριάδη.

Έτσι λοιπόν φαίνεται ότι ήξερε πως δεν επιτρέπεται η παρέμβαση στις αποφάσεις του στρατοδικείου. Αυτός όμως στην υπόθεση Τσουκόπουλου επενέβη, γιατί; Τρίτον: δεν έδωσε αναστολή αλλά διέταξε την εκτέλεση. Δεν δέχτηκε την πρότασή μου στο ακτίφ για αναστολή τριών - τεσσάρων ημερών μέχρι να πάρουμε επαφή με την Μεραρχία γιατί; Η προειδοποίηση που έκανε ανοιχτά στο ακτίφ ότι «αν συμβεί κάτι στα Αρκαδικά τμήματα θα θεωρηθώ υπεύθυνος εγώ», άρα γνώριζε ότι η εκτέλεση δεν ικανοποιεί τα αισθήματα των ανταρτών κι αυτός επέμενε στην εκτέλεση, δηλαδή επεδίωκε να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα. Τέταρτον: για να δικαιολογήσει τη δίκη και καταδίκη όπως και την εκτέλεση, στο ακτίφ είπε: «Οι πατεράδες και οι μανάδες των αδικοχαμένων ανταρτών ζητούν ευθύνες και τι θα τους πούμε; γιατί χάθηκαν τα παιδιά τους; Η εκτέλεση θα δώσει την απάντηση». Άρα έπρεπε σε κάποιον να φορτώσουμε τις ευθύνες. Να ονομασθεί, να δικαστεί και να καταδικαστεί ως εξιλαστήριο θύμα.

Εδώ νομίζω είναι η αρχή για να εννοήσουμε, να εξηγήσουμε το τραγικό τέλος. Δηλαδή η απόφαση ήταν απόφαση σκοπιμότητας και όχι απόρροια ευθυνών. Γι' αυτό διατυπώθηκε η κατηγορία για «ελλειπή μέτρα ασφαλείας, για έλλειψη ελέγχου και μη έγκαιρη ειδοποίηση της διοίκησης της Ταξιαρχίας». Καμιά άλλη κατηγορία, ούτε δειλία, ούτε προδοσία, ούτε διαγραφή από το κόμμα μετά την απόφαση, μα ούτε και στρατιωτική καθαίρεση πριν την εκτέλεση. Ο Τσουκόπουλος δεν διαγράφτηκε από το κόμμα μετά την καταδικαστική απόφαση μα ούτε και καθαιρέθηκε από αξιωματικός όπως συνηθίζεται μετά την απόφαση. Ο Τσουκόπουλος δεν έχει ανάγκη αποκατάστασης αλλά δικαίωσης κι απονομής συγχαρητηρίων κι επαίνου για την κομματική στάση του.

Η υπόθεσή του, όπως και η κατηγορία που διατυπώθηκε δεν ήταν όμοια μ ’ αυτή του Γιαννούλη και Γεωργιάδη. Αποκατάσταση χρειάζεται ο Ρογκάκος, δηλαδή πρέπει να ερευνηθεί η περίπτωση μήπως έκανε την εκτέλεση, για να σκεπάσει δικές του ευθύνες, μήπως ενήργησε σε συνεννόηση με τον Πρεκεζέ που είχε την κύρια ευθύνη. Ακόμη γι’ αυτό υποστήριζα τότε και υποστηρίζω και τώρα, ότι όλη η υπόθεση σήκωνε μόνο διοικητικές ευθύνες, τίποτα άλλο, τίποτα άλλο.

Κανένας στρατός επαναστατικός δεν εκτέλεσε ποτέ στέλεχος, γιατί πήρε αποφάσεις όχι σωστές για να αντιμετωπίσει μια έκτακτη κατάσταση, γιατί έκαμε λάθη. Κι αυτό γιατί οι λαϊκοί επαναστατικοί στρατοί πλαισιώνονται από απλούς μαχητές, οι οποίοι δεν έχουν κατά κανόνα επαγγελματική στρατιωτική μόρφωση αλλά την αποχτούν στην πράξη. Αυτά τα στελέχη αναδεικνύονται και εξελίσσονται μέσα στην πάλη, μέσα από επιτυχίες και αποτυχίες και από σωστές αποφάσεις και από λαθεμένες. Αλίμονο αν οι λαϊκοί επαναστατικοί στρατοί εκτελούσαν τα στελέχη τους γιατί έκαναν λάθη. Δεν θα έμενε κανένα στέλεχος, δεν θα δέχονταν να γίνει κανένας στέλεχος.

Εγώ πήρα μέρος από την αρχή μέχρι το τέλος στον ΕΛΑΣ. Το ίδιο και στο Δημοκρατικό Στρατό. Έχω υπόψη μου αποτυχίες και αποτυχίες από λάθη στελεχών. Καμιά όμως εκτέλεση. Αλλά γιατί πάμε μακρυά, εδώ από λάθη της ηγεσίας χάθηκε ο πρώτος ένοπλος αγώνας, από λάθη χάθηκε και ο δεύτερος. Όλοι τιμωρήθηκαν με διοικητικά και κομματικά μέτρα. Κανείς δεν τιμωρήθηκε με τον ποινικό νόμο, κανένας δεν πέρασε στρατοδικείο, κανένας δεν εκτελέστηκε αν και για μερικούς διατυπώθηκε η κατηγορία του χαφιέ. Πώς λοιπόν για τις εκάστοτε καθοδηγήσεις θα παίρνονται διοικητικά μέτρα και για τους παρακάτω θα στήνονται στρατοδικεία; Αυτό είναι αδύνατο για οποιοδήποτε επαναστατικό κίνημα. Σε κανένα επαναστατικό κίνημα δεν μπορεί να ισχύουν δύο
μέτρα και δύο σταθμά. Ούτε και ο Ρογκάκος πρέπει να είχε στο νου του κάτι τέτοιο.

Ένας από τους λόγους που εξηγεί την απόφασή του για την οργάνωση της δίκης και την εκτέλεση της απόφασης ήταν αυτός που είπα, δηλαδή η πολιτική σκοπιμότητα για τις απώλειες, ανέβασμα πειθαρχίας κ.λπ. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι είχε και ο ίδιος τεράστιες ευθύνες για όσα συνέβησαν. Η επαναστατική του καριέρα, μια λαμπρή και ακηλίδιαστη επαναστατική καριέρα, που τον οδηγούσε κατ’ ευθείαν στο Πολιτικό Γραφείο κινδύνευε τώρα να χαλάσει.

 Αυτό το γεγονός φαίνεται, τον ζάλισε. Δεν είναι η μοναδική περίπτωση που ένα άξιο κομματικό στέλεχος, σε μια δοσμένη στιγμή, να κυριαρχείται ακό υποκειμενισμό με τη στενή έννοια. Αυτό το υπογραμμίζω για να το διαχωρίσω από τον κανόνα: ότι όλες μας οι αποφάσεις, όλες μας οι εκτιμήσεις είχαν την σφραγίδα υποκειμενισμού, αλλά όχι με τη στενή έννοια, δηλαδή με υποκειμενικές επιδιώξεις σε βάρος του γενικού.

Και ο Ρογκάκος ήταν άνθρωπος με τις δικές του αδυναμίες. Ήταν άριστος επαναστάτης, δοκιμασμένο κομματικό στέλεχος με ήθος κομματικό, αλλά δεν ήταν Λένιν. Είχε τα κουσούρια του. Κι ακόμη για όσους δεν ξέρουν. Δεν είναι η πρώτη περίπτωση που ο Ρογκάκος έδειξε αδυναμία, που εμφάνισε μικροαστικές αντιλήψεις. Είχε κι αυτός τον εγωισμό του και μάλιστα σε σοβαρή δόση. Είχε κι αυτός τις φιλοδοξίες του, είχε τα όνειρά του, είχε τα πείσματά του δηλαδή δεν ήταν τέλειος. Πρέπει έτσι να τον δούμε και να τον κρίνουμε. Είναι ένας ήρωας αλλά και οι ήρωες έχουν τις αδυναμίες τους, το υπογραμμίζω αυτό και οι ήρωες έχουν τις αδυναμίες τους, το ίδιο και οι κομμουνιστές ήρωες. Είχαμε προσωπική φιλία και τον εκτιμούσα βαθιά, τον σεβόμουν όπως και τον πατέρα μου, με εκτιμούσε κι αυτός αλλά ήρθα μαζί του δύο φορές σε σύγκρουση. Και τις δυό φορές δεν μου κράτησε μίσος ή κακία.

Στην περίπτωση του Τσουκόπουλου η σύγκρουση πήρε διαστάσεις σοβαρές. Όταν μετά από ένα μήνα περίπου με κάλεσε και μου έδωσε εντολή να ελιχθώ, κατά την κρίση μου, σ ’ όλο το Μωριά με κύρια αποστολή να συγκεντρώσω όλους τους αποκομμένους, όλες τις μικρές σκόρπιες ομάδες και μικροτμήματα και ακόμη με κάθε θυσία να βρω την διοίκηση της Μεραρχίας και να την κατατοπίσω για την κατάσταση στην Κεντρική και Νοτιοανατολική Πελοπόννησο μου είπε: «Τότε να υποβάλεις και την μήνυση που μου υποσχέθηκες για την εκτέλεση του Τσουκόπουλου». Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε και είπαμε αν ζήσουμε μετά τις εκκαθαριστικές θα τα ξαναπούμε. Συγκινημένοι και οι δυό χωρίσαμε.

Τη διοίκηση της Μεραρχίας την βρήκα, την κατατόπισα, κατήγγειλα και την εκτέλεση του Τσουκόπουλου, μα τον Ρογκάκο, όπως και τόσους άλλους, τόσες χιλιάδες άλλους, δεν τους ξαναβρήκα κι ούτε θα τους ξαναβρώ να τα πούμε. Ο Ρογκάκος εκεί κοντά στην ίδια ρεματιά που θάψαμε τον Τσουκόπουλο, εκεί τίναξε τα μυαλά του στον αέρα με μια σφαίρα στον κρόταφο, στις αρχές Αυγούστου 1949. Αυτό ήταν το ηρωικό τέλος. Έτσι προσωπικά δεν έχω τίποτα, κανένα παράπονο από το Ρογκάκο κι αυτός δεν κράτησε κακία, αφού μου ανέθεσε μια τέτοια σοβαρή αποστολή και αφού γνώριζε καλά, ότι θα έκανα αυτό που υποσχέθηκα. Δεν θα τον κρίνω λοιπόν με στενό υποκειμενισμό. Θα γράψω ότι πιστεύω.

Ο Ρογκάκος πήρε την απόφαση για την οργάνωση της δίκης και για την εκτέλεση για λόγους σκοπιμότητας, για ικανοποίηση των μανάδων και πατεράδων, από λάθος εκτιμήσεις και κάτω από την πίεση της δύσκολης θέσης που είχε βρεθεί σαν στέλεχος ατομικά πια, κάτω από την πίεση της επικείμενης καθαίρεσής του. Σ’ αυτήν την κρίση οδηγούμαι εκτός από τα παραπάνω που ανάφερα και από την τελευταία στιχομυθία που είχαμε στο ακτίφ το βράδυ, πριν από την εκτέλεση. Αυτό που μου είπε ότι: «εάν συμβεί καμιά αναταραχή στα Αρκαδικά τμήματα, θα έχεις την κύρια ευθύνη», λέει πολλά για την ψυχολογική του κατάσταση. Αυτός, ο διοικητής της Ταξιαρχίας, ο επίτροπος της Μεραρχίας, φοβόταν μήπως εγώ, ένας διοικητής λόχου ξεσηκώσω τα τμήματα που προέρχονταν από το Αρχηγείο Μαινάλου δηλαδή τους πέντε λόχους από τους εννέα, που είχε η Ταξιαρχία. Και αυτό θα γίνονταν πάνω από τη διοίκηση της Ταξιαρχίας, πάνω από τις διοικήσεις των ταγμάτων, που ήταν όλοι στελέχη από το Αρχηγείο Πάρνωνα.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger