Αρχική » , » "Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 15

"Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 15

{[['']]}

Συγκρότηση της 22ης Ταξιαρχίας υπό το Γιάννη Σαρρή και τα πέντε Αρχηγεία

Η συγκρότηση της άλλης Ταξιαρχίας της 22ης , έγινε στη Κοντοβάζαινα της Γορτυνίας. Σ’ αυτή διοικητής ανέλαβε ο Γιάννης Σαρρής ή Σαρήγιαννης έφεδρος ανθυπολοχαγός, διοικητής λόχου στον ΕΛΑΣ και τώρα διοικητής του Αρχηγείου Μαίναλου. Η 22η αποτελέστηκε από το ΙΙο τάγμα του Ταΰγετου που διοικητής ήταν ο Αρίστος Καμαρινός και από το Ιο τάγμα του Αρχηγείου Ηλείας - Αχαίας που διοικητής του ήταν ο Νικήτας Πολυκράτης κι άλλες μικρομονάδες. Από το Αρχηγείο Κορινθίας που ήταν διοικητής ο Μανώλης Σταθάκης δεν αποσπάστηκε ούτε ένας άνδρας. Το Αρχηγείο αυτό δρούσε σε μια πολύ δύσκολη περιοχή, που ήταν κοντά στην Αθήνα και γι’ αυτό έμεινε έτσι όπως ήταν μ’ όλη τη δύναμη του δηλαδή γύρω στους τριακόσιους άντρες και τις βοηθητικές του υπηρεσίες.

Έτσι διαμορφώθηκαν πέντε Αρχηγεία. Το Αρχηγείο Αχαΐας - Ηλείας με διοικητή το Ζαχαριά, το Αρχηγείο Κορινθίας με τον ίδιο διοικητή, δηλαδή το Μανώλη Σταθάκη, το Αρχηγείο Μαινάλου με διοικητή τον Πέρδικα, το Αρχηγείο Ταϋγέτου με διοικητή τον Ξυδέα και το Αρχηγείο Πάρνωνα με διοικητή τον Ατζακλή και δύο Ταξιαρχίες την 22η με διοικητή το Σαρήγιαννη και την 55η με διοικητή τον Πρεκεζέ.

Τώρα τα μόνα τμήματα που ήταν ικανά να κάνουν κάτι, ήταν αυτές οι δύο Ταξιαρχίες. Τα Αρχηγεία με τη δύναμη που διέθεταν δεν ήταν παρά μόνο για παρενοχλήσεις, επιμελητειακές ενέργειες, σαμποτάζ, στρατολογία και συλλογή πληροφοριών. Έτσι μια δύναμη 1.200 ανταρτών έμεινε ουσιαστικά στο περιθώριο, ενώ θα μπορούσε π.χ. να σχηματίσει κι αυτή μια άλλη ταξιαρχία και σε κάθε επιχείρηση μέσα σε μια νύχτα να συγκεντρώνεται δύναμη δύο χιλιάδων ανταρτών, κερδίζοντας υπεροπλία αφού ο εχθρός μέχρι τότε κινούνταν με δύναμη τάγματος, δηλαδή 600 άντρες. Αυτά συμβαίνουν όταν εφαρμόζονται οι διαταγές μηχανιστικά.

Η πολιτοφυλακή συμπλήρωσε την οργάνωσή της και είχε σοβαρά καθήκοντα. Ήταν οργανωμένη κατά τμήματα ομάδες 8 - 12 πολιτοφύλακες με ένα οπλοπολυβόλο. Κάθε επαρχία είχε την υποδιοίκησή της, κάθε νομός τη διοίκησή του και ολόκληρος ο Μωριάς τη ανωτέρα διοίκησή του. Διοικητής ήταν πολιτικό στέλεχος, ένας παλιός κομμουνιστής μέλος της Κ.Ε του ΚΚΕ, ο Μπάρμπα Λιάς από το χωριό Ραψομμάτι της Μεγαλόπολης, δεν θυμάμαι τώρα το επώνυμό του γιατί δεν τον είχα γνωρίσει. Νομίζω τον έλεγαν Κιαπέ.

Βασικό καθήκον της πολιτοφυλακής ήταν ο πόλεμος, δηλαδή παρενοχλήσεις, πληροφορίες, σαμποτάζ, αιφνιδιασμοί και κοντά σ' αυτά η αστυνόμευση της περιοχής. Έπρεπε να ελέγχει ολόκληρη την ελεύθερη περιοχή η οποία ήταν μεγάλη, σχεδόν τα δύο τρίτα της Πελοποννήσου. Αυτή, έτσι χοντρικά κάλυπτε τα χωριά του Πάρνωνα, του Βόρειου Ταΰγετου, του Νομού Αρκαδίας εκτός από την Τρίπολη - Λεβίδι - Βυτίνα - Δημητσάνα - Μεγαλόπολη - Λεωνίδιο και παραλία Άστρους, τα χωριά της επαρχίας Ολυμπίας εκτός από την πόλη της Ζαχάρως, τα χωριά της Ηλείας εκτός από τα παραλιακά χωριά και πόλεις, ολόκληρη την Ορεινή Κορινθία^Ορεινή Αργολίδα, και την Ορεινή Αχαΐα, εκτός από τα Καλάβρυτα.

Τότε ανασυγκροτήθηκε και ο κλάδος της επιμελητείας. Οργανώθηκε κατά επαρχία σε συνεργεία από ανάπηρους, γέρους, τραυματίες αντάρτες. Η πολιτική οργάνωση ήταν κατά επαρχία, νομό, περιοχή. Για κάθε τμήμα υπήρχε κι ένας κυβερνητικός αντιπρόσωπος. Κυβερνητικός αντιπρόσωπος για ολόκληρο το Μωριά ήταν ο Κωστάκης Μουλόπουλος, δικηγόρος, από το χωριό Πέλαγος Μαντινείας, που ντουφεκίστηκε στην Τρίπολη. Οι κυβερνητικοί αντιπρόσωποι με τα λαϊκά συμβούλια έλεγχαν την τοπική αυτοδιοίκηση, την παιδεία, τα λαϊκά δικαστήρια, παιδικές εξοχές, διδασκαλείο κ.λπ. Σε κάμποσα χωριά λειτούργησαν τα σχολεία με αποφοίτους Γυμνασίου. Παντού υπήρχαν λαϊκά δικαστήρια και κοινοτικά συμβούλια αυτοδιοίκησης. Το διδασκαλείο λειτούργησε δύο μήνες η πρώτη φουρνιά και φοίτησαν 40 - 50 δαοκάλοι, και οι δεύτερη φουρνιά 70 -80. Τρεις μήνες λειτούργησαν οι παιδικές εξοχές στη Γορτυνία.

Αυτά όλα ήταν καλά, αλλά απασχολούνταν δυνάμεις και στελέχη. Αντί γι’ αυτά θα έπρεπε να συγκεντρωθεί όλη η προσπάθεια στον πολεμικό τομέα. Ο εχθρός ετοίμαζε το νέο Μπραΐμη κατά του Μωριά. Εκεί έπρεπε να στραφεί όλη η προσπάθεια. Δυστυχώς, η διοίκηση της Μεραρχίας που είχε κάτω από τις διαταγές της όλες τις οργανώσεις και τις υπηρεσίες, δεν έκανε τίποτε ή σχεδόν τίποτε για να αντιμετωπίσει τις εκκαθαριστικές. Αρκεί να αναφέρουμε ότι πέρασε ολόκληρο καλοκαίρι του 1948 και δεν μαζέψαμε ούτε ένα σπυρί σιτάρι για το χειμώνα. Δεν είχε συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο που έρχεται, δεν είχε συνειδητοποιήσει τη νέα κατάσταση που είχε δημιουργηθεί και το αδιέξοδο που είχαμε φθάσει. Άφηνε τα πράγματα να τρέχουν μόνα τους γι ’ αυτό δεν ανησυχούσε για τον εφοδιασμό μας σε όπλα και πυρομαχικά, για την αποθήκευση τροφίμων, για την κινητοποίηση των εφεδρειών που έμεναν άοπλες, για τη θέση εκτός μάχης μιας δύναμης 1.200 ανταρτών, με τη δημιουργία μονάδων χώρου, αυτά που λέμε Αρχηγεία. Όταν ήρθαν οι εκκαθαριστικές δεν είχε επεξεργαστεί κανένα σχέδιο αλλά πρόχειρα εκ των ενόντων έδωσε λαθεμένη κατεύθυνση στις Ταξιαρχίες, δηλαδή αντί της συγκέντρωσης, το σκόρπισμα των δυνάμεων. Έτσι μας εξόντωσαν οι διμοιρίες του εχθρού και οι Μάυδες.

Όταν θάρθει η σειρά θα γίνει ανάλυση της εγκληματικής αυτής τακτικής. Τώρα μόνο λέω ότι έπρεπε να ελιχθούμε κατά μεγάλα τμήματα για να μπορούμε να αποχτούμε υπεροπλία στο
σημείο της σύγκρουσης και να τσακίζουμε τις διμοιρίες και λόχους του εχθρού που είχε σκορπίσει στα χωριά. Έτσι θα εφοδιαζόμαστε και θα τον υποχρεώναμε να κινείται κατά τάγματα. Τότε θα ανασαίναμε γιατί θα υπήρχε χώρος ελεύθερος. Αντί γι’ αυτό εμείς σκορπίσαμε κατά διμοιρίες ακολουθώντας την παλιά τακτική, τότε όμως ο εχθρός δεν είχε τέτοια πύκνωση δυνάμεων.
Διήμερη σφοδρή μάχη στο Auduo

Όλα λοιπόν φαίνονταν καλά στο Μωριά, ενώ βαδίζαμε προς την καταστροφή. Με τη δημιουργία της 55ης Ταξιαρχίας ο εχθρός έκανε τοπικές εκκαθαριστικές στην Αρκαδία - Ολυμπία. Η πρώτη σύγκρουση έγινε στα υψώματα του Αύκαιου στο τόξο Άνω Καρυές - Κουρουνιού - Δραγουμάνου. Δυό μέρες ο εχθρός ενισχυμένος με πυροβολικό και αεροπορία, προσπάθησε να μας κτυπήσει αλλά του τρίψαμε τη μούρη και γύρισε στη Μεγαλόπολη χεσμένος.

Προφανώς πληροφορήθηκαν τη συγκέντρωση δικών μας δυνάμεων στο χωριό Λυκόχια, κινήθηκαν για να μας χτυπήσουν. Εμείς περάσαμε από το Μαίναλο στο Λύκειο για να αποφύγουμε τη σύγκρουση, γιατί μόλις μια μέρα πριν είχε σχηματισθεί η Ταξιαρχία και υπήρχαν μερικά προβλήματα οργανωτικά και εφοδιασμού. Ο εχθρός πήρε την κίνησή μας και την άλλη μέρα ξεκίνησε με συνοδεία πυροβολικού για να μας χτυπήσει, όπως πιθανώς υπολόγιζε, αποφασιστικά. Ο ορεινός όγκος του Λύκειου είναι απότομος και βραχώδης στις προσβάσεις του αλλά σχεδόν γυμνός. Καλύπτεται μόνο από κοντοπούρναρα.

Το κέντρο παράταξης της δύναμής μας ήταν η Κουρουνέϊκη Παναγιά, ένα ύψωμα πάνω από το χωριό Κουρουνιού της Μεγαλόπολης. Προς τ’ νοτιοανατολικά έφθανε μέχρι τη Ντερμπουνόραχη, βορειοδυτικά μέχρι τις προσβάσεις του χωριού Δραγουμάνου. Στο τόξο αυτό είχε παραταχθεί το Ιο τάγμα του Αλέκου Τσουκόπουλου. Το 2ο τάγμα του Κων. Βρεττάκου έστειλε μόνο έναν λόχο, να πιάσει τη νοτιοδυτική πλευρά του Αύκαιου. δηλαδή προς Ανδρίτσαινα - Νέδα - Αμπελιώνα - Ντερπουνόραχη για να ασφαλίσει τα νώτα της παράταξης, μήπως κινηθούν και από την Ορεινή Ολυμπία γιατί δεν είχαμε πληροφορίες. Ουσιαστικά η άμυνά μας ήταν δύο τόξα που σχημάτιζαν ένα ρόμβο. Το δεξιό της παράταξης κατείχε ο λόχος του Ετεοκλή Δουμουλάκη. Το κέντρο έπιασε ο λόχος του Παναγιώτη Σουγλάκου και το αριστερό ο λόχος ο δικός μου. Ο εχθρός το βάρος του το έριξε στο κέντρο, με πρώτο αντικειμενικό σκοπό να καταλάβει το ύψωμα της Κουρουνέϊκης Παναγιάς.

Το ύψωμα είναι σαν πυραμίδα. Ο Σουγλάκος έκαμε το λάθος, παρ’ ότι είχε τον καιρό, να μη φτιάσει θέσεις καλές αλλά πρόχειρες. Η πίεση που δέχτηκε όλη τη μέρα ήταν τρομακτική. Τέσσερα πυροβόλα και κάμποσοι βαρείς όλμοι βομβάρδιζαν συνεχώς το ύψωμα. Μετά τις 10 το πρωί το πολυβολούσε και η αεροπορία. Ευτυχώς ο λόχος είχε αραιή διάταξη και δεν είχε πιάσει την κορυφή αλλά είχε οργανώσει πρόχειρες θέσεις σχεδόν κάτω από τη στρατιωτική οφρύ.

Ο εχθρός έκανε μετά το βομβαρδισμό μετωπική επίθεση, ανετράπη και υποχώρησε. Επανέλαβε το βομβαρδισμό και ξανά επίθεση. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι το μεσημέρι. Τελικά ο εχθρός γατζώθηκε στην πλαγιά σε απόσταση πενήντα μέτρων. Η αεροπορία σταμάτησε γιατί δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα τμήματα τα δικά της. Οι όλμοι όμως και το πυροβολικό συνέχιζαν να χτυπούν αλλά χτυπούσαν στο βρόντο, πίσω στις κορακοφωλιές. Ο λόχος όμως πιέζονταν και ο εχθρός προωθούσε κι άλλα τμήματα. Τότε πήραμε διαταγή να τον πλαγιοβάλουμε από αριστερά εγώ και από δεξιά ο Ετεοκλής. Στείλαμε από μια διμοιρία. Με τα πρώτα πυρά τον ανατρέψαμε και υποχρεώθηκε να γυρίσει με σοβαρές απώλειες στις θέσεις που εξόρμησε. Οι όλμοι και το πυροβολικό έκαναν φραγμό για να τον βοηθήσουν. Μέχρι το βράδυ που νύχτωσε έμεινε στάσιμη η κατάσταση.

Τη νύχτα κρίθηκε αναγκαίο να τραβηχτεί ο λόχος του Σουγλάκου από το ύψωμα της Κουρουνέϊκης Παναγιάς, να περάσει στην εφεδρεία και ο λόχος του Ετεοκλή μετακινήθηκε και έπιασε το ύψωμα αμέσως μετά την Παναγιά, τις Καριώτικες Καστανιές. Όλη τη νύχτα οργάνωσε καλές θέσεις. Εγώ έμεινα εκεί που ήμουνα. Στη Ντερμπουνόραχη έμεινε μόνο μια ομάδα.

Τη νύχτα στη σύσκεψη που έγινε στην Ταξιαρχία προτάθηκαν πολλά σχέδια. Ο Ετεοκλής πρότεινε να κατεβεί ένας λόχος στο χωριό Ίσωμα Καρύων και από εκεί το πρωί να χτυπήσει από πίσω, προσβάλοντας και τις θέσεις του πυροβολικού. Ο Βρεττάκος πρότεινε να περάσει όλη η δύναμη πίσω στον κάμπο και να στήσει ενέδρα στο δρόμο Καρύταινας - Μεγαλόπολης, να χτυπήσει τον εχθρό στην επιστροφή του. Ο Πρεκεζές δεν ήθελε ακόμη ν’ ανοιχτεί σε τέτοιες πολύπλοκες επιχειρήσεις. Ήθελε να γνωρίσει πρώτα το τμήμα του. Γι’ αυτό αποφάσισε να μείνουμε άλλη μια μέρα εκεί που είμαστε και το βραδάκι θα αποφάσιζε τι θα έκανε. Φάνηκε από τα λεγόμενα του ότι ένα από τα δύο θα έκανε, ή θα γύριζε στο Μαίναλο ή θα τραβούσε για Χειράδες - Άκοβο - Ταΰγετο.

Μόλις φώτισε καλά ο εχθρός βομβάρδισε το ύψωμα της Παναγιάς και δειλά - δειλά το κατέλαβε. Έκαμε να ανέβει προς τις Καστανιές. Ο Ετεοκλής τον άφησε να πλησιάσει και μετά τον περιποιήθηκε. Ο εχθρός πατείς με πατώσε γύρισε πίσω. Τώρα πια το πυροβολικό δεν μπορούσε να έχει άμεση βολή. Έκανε μόνο βομβαρδισμό και δύο επιθέσεις ξεψυχισμένες μέχρι το ηλιοβασίλεμα. Τότε του χωθήκαμε εμείς. Ο Ετεοκλής κατά μέτωπο και γω από τα πλάγια. Αναγκάστηκε να γυρίσει από εκεί που ξεκίνησε. Βρήκαμε τρεις φρεσκοσκαμένους τάφους που είχε θάψει τους νεκρούς του, πρέπει να ήταν δέκα - δεκαπέντε περίπου. Με το ηλιοβασίλεμα βάλαμε τα κλαρίνα κι έπαιζαν τσάμικο και οι αντάρτες χόρευαν όρθιοι πάνω στα υψώματα και τραγουδούσαν. Κάπου - κάπου γιουχάϊζαν και τον εχθρό.

Μόλις νύχτωσε καλά, φύγαμε για το Μαίναλο. Έπιασε χιόνι δυνατό. Καθώς βαδίζαμε βλέπουμε στο Μπλεσίβο φωτιές. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι γίνεται. Είχαμε στείλει δικούς μας να μας ανάψουν τρεις φωτιές αν το Μαίναλο ήταν καθαρό. Τώρα βλέπαμε δεκαπέντε φωτιές. Ο Πρεκεζές δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο τώρα πια. Συνεχίσαμε ν’ ανεβαίνουμε. Με τα φωτήματα φτάσαμε στα Μαιναλοχώρια. Ο λόχος μου πήρε αποστολή να πιάσει το χωριό Σύρνα Μεγαλόπολης. Η άλλη δύναμη της Ταξιαρχίας θα έπιανε τα χωριά Παύλια - Παλιομήρι - Λυκόχια. Φθάσαμε στο χωριό. Έβγαλα φυλάκια. Έστειλα και μια περίπολο να προχωρήσει μέχρι το πηγάδι στο Ραπούνι και να δει τι γίνεται. Έπεσα ψόφιος να κοιμηθώ. Μόλις γλάρωσαν τα μάτια μου και ζεστάθηκα δίπλα στο τζάκι έρχεται σύνδεσμος από το φυλάκιο και μου ανάφερε ότι πάνω προς το Ραπούνι ακούγονται πυροβολισμοί. Ήμουνα μουδιασμένος όλος, με πο-νούσε και το γόνατό μου γιατί είχα γκρεμιστεί τη νύχτα δυό φορές. Δεν έβλεπα καλά με το ένα μάτι.

Πετάχτηκα πάνω, σήμανα συναγερμό, πήρα δύο ομάδες και προχώρησα να πιάσω τα υψώματα πάνω από το χωριό. Έδωσα εντολή ν’ ακολουθήσει όλος ο λόχος. Ειδοποίησα και τη διοίκηση. Βγήκα με την ψυχή στα δόντια τρέχοντας πάνω στο Συρνέϊκο κάμπο. Είναι εκεί κάτι μεγάλες λάκες. Εκεί συνάντησα και την περίπολο που γύριζε. Είχε πέσει μούτρα με μούτρα με τον εχθρό. Ευτυχώς ο εχθρός έπαθε σύγχυση, νόμισε ότι ήταν δικοί του και δεν τους χτύπησαν αμέσως. Οι δικοί μου τόβαλαν στα πόδια. Άρχισε το ντουφεκίδι αλλά δεν έπαθαν τίποτε. Ο Πρεκεζές έστειλε διαταγή να κρατήσω τα υψώματα και να χτυπώ συνέχεια για να παραπλανήσω τον εχθρό, μέχρι που το τάγμα του Βρεττάκου να χτυπήσει από τα πίσω και τα πλάγια.

Κάθισα εκεί περιμένοντας τον εχθρό. Πραγματικά μετά από μια ώρα φάνηκε να κατηφορίζει το δρόμο προς τη Σύρνα. Μόλις ανοίχτηκε μέσα στις λάκες τον χτύπησα. Από τα εννέα οπλοπολυβόλα δούλεψαν μόνο τα δύο. Τ’ άλλα έριξαν μόνο ένα φυσίγγι. Είχαν παγώσει από το χιόνι. Ο εχθρός άλλαξε πορεία, τσακίστηκε και κατηφόρισε προς το χωριό Καλυβάκια. Φοβήθηκα μήπως κάνει επίθεση και μας τσακίσει, αφού τα οπλοπολυβόλα μου δεν δούλευαν. Ευτυχώς τα ατομικά τον τρομοκράτησαν. Ήταν κι αυτός παγωμένος όλη τη νύχτα, πάνω στο Μπλεσίβο και προτίμησε να πιάσει τον κάμπο. Ανέβηκαν στο Μαίναλο για να μας βρουν και τώρα που μας βρήκαν τόβαλαν στα πόδια. Αυτοί ήταν οι παληκαράδες αξιωματικοί του Βαν Φλιτ, ας συγχωράνε την φτώχεια μας από πυρομαχικά.

Ετσι γυρίσαμε και μεις πίσω και στα πηγάδια της Σινέσοβας συνάντησα την Ταξιαρχία. Το βράδυ μπήκαμε στο χωριό Αυκόχια. Την άλλη μέρα ο εχθρός μας άφησε ήσυχους, έτσι πέρασαν δύο μέρες. Την τρίτη ξανακινήθηκε μ’ όλες τις δυνάμεις.

Εμείς κρατούσαμε το χωριό Λυκόχια κι αυτοί τα υψώματα του χωριού Παλιομήρι. Όλη μέρα ντουφεκιζόμασταν. Η νύχτα πέρασε ήσυχα. Την άλλη μέρα ξανά ντουφεκίδι. ' Ηταν φανερό ότι έπρεπε να αποφύγουμε τη συνέχιση της επαφής. Δε μας συνέφερε γιατί χάναμε τα πυρομαχικά μας τσάμπα. Τέτοιες μάχες ήταν ασύμφορες γιατί δεν αναπληρώναμε τα πυρομαχικά μας τουλάχιστον. Τι να το κάναμε κι αν τους κυνηγούσαμε ; Ήταν ανώφελο. Αυτοί είχαν μπόλικα, είχαν πίσω τους τους Αμερικάνους, εμείς δεν είχαμε κανέναν, τα πληρώναμε με αίμα και τα παίρναμε απ’ αυτούς.

Θάνατος Κώστα Λαδά ή Λυμποβίση

Όλη τη νύχτα μείναμε εκεί, αυτοί στα υψώματα του χωριού Παλιομήρι και μεις στα υψώματα του χωριού Λυκόχια στην άκρη στα σπίτια. Τη νύχτα τους κάναμε έναν αιφνιδιασμό δηλαδή μια κρούση για να ξυπνούν τα αίματα. Όλη τη νύχτα ήταν αναστατωμένοι. Το κρύο ήταν φοβερό. Οι αντάρτες τουρτούριζαν γιατί τα παπούτσια τους ήταν χάρβαλα και πολλοί δεν είχαν μαντύες. Τους λόχους που είχαν πιάσει θέσεις έξω από το χωριό τους αντικαταστούσαν κάθε δύο ώρες, γιατί το κρύο ήταν δυνατό. Εκείνη τη νύχτα σκοτώθηκε από λάθος και ο Κώστας Λαδάς ή Λυμποβίσης, που ήταν επίτροπος της Ταξιαρχίας.

Έκανε μεγάλη απερισκεψία. Χωρίς να πάρει μαζί του έναν αντάρτη, τα μεσάνυχτα αποφάσισε να κάνει έλεγχο στα εσωτερικά φυλάκια. Μόλις τελείωσε από μέσα στο χωριό, πήγε στα αλώνια τα Μπουγουκέϊκα στο δυτικό άκρο του χωριού, στο δρόμο που πάει προς το χωριό Παύλια. Εκεί υπήρχε ένας σκοπός ακίνητος κι ένας κινητός. Αυτό το φυλάκιο ήταν περισσότερο ακουστικό. Αντί να πάει από το δρόμο που έβγαινε από το χωριό, πήδησε τις μάντρες και έρχονταν από τα χωράφια σκυφτός από τη μεριά του εχθρού. Ο σκοπός του φώναξε να σταματήσει. Αυτός τίποτε, συνέχισε. Ο σκοπός του ξαναφώναξε. Αυτός συνέχισε. Τότε ο σκοπός πυροβόλησε μέσα στο σκοτάδι. Ήταν βέβαια χιόνι και τον ξεχώριζε και διαβολική σύμπτωση τον βρήκε το βόλι κατακούτελα και τον άφησε στον τόπο.

Με τον πυροβολισμό αναστατώθηκαν τα εσωτερικά φυλάκια. Έτρεξε και ο ομαδάρχης που η ομάδα του έβγαζε τη σκοπιά. Βρήκαν το Λυμποβίση νεκρό. Τον άφησαν εκεί και ειδοποίησαν την Ταξιαρχία. Πήγε ο Ταξίαρχος κι άλλοι. Είδαν τι συνέβη. Πήραν το Λυμποβίση και την άλλη μέρα τον έθαψαν μέσα στο Μαίναλο αγνάντια στο πηγάδι στο Ραπούνι. Ξέρει που είναι θαμένος ο Παναγιώτης Μπρικόρης, από το χωριό Λώτι της Ηραίας. Όταν γύρισε μου είπε που τον έθαψε. Δεν θυμάμαι όμως τώρα ακριβώς. Μόνο αυτός μπορεί να τον βρει.

Επίθεση κατά εχθρικού Λόχου στον Άγιο - Φλώρο

Την άλλη μέρα ο εχθρός τραβήχτηκε στη Μεγαλόπολη. Φύγαμε και μεις για το Λύκειο και από εκεί περάσαμε από Ντερμπούνι - Αστάλα - Χρούσα - Χειράδες και σταματήσαμε στο Άκωβο. Μετά από λίγες μέρες χτυπήσαμε έναν εχθρικό λόχο που φύλαγε το υδραγωγείο της Καλαμάτας στο Πήδημα Άγιος Φλώρος. Η επιχείρηση έγινε νύχτα. Η θέση του εχθρού ήταν ισχυρή και καλά οργανωμένη. Τους σμπαραλιάσαμε όμως με τα πάτζερ. Η μάχη κράτησε δύο ώρες. Ο λόχος ήταν οχυρωμένος στο μύλο και σ’ ένα τουμπάκι. Το βράχο αυτό δεν μπορούσε να τον χτυπήσουν τα πάτζερ εύκολα, ξέφευγαν κι έπεφταν στο βάλτο. Τελικά τον τσάκισαν. Όσοι ήταν μέσα σκοτώθηκαν. Έγιναν ένα με τα τσιμέντα. Αυτοί που ήταν στο μύλο αμύνθηκαν περισσότερο. Αλλά τελικά υπέκυψαν. Πιάσαμε έναν αιχμάλωτο φαντάρο. Η καταγωγή του ήταν από την Καρδίτσα της Θεσσαλίας. Έκαμε δέκα μέρες να συνέλθει. Τον είχε μουρλάνει ο κρότος του πάτζερ. Το άλλο φυλάκιο γλύτωσε. Έφυγε στον κάμπο. Δεν έβαλαν όμως τις νάρκες καλά και το μηχάνημα που αντλούσε το νερό δεν έπαθε ζημιά.

Στην επίθεση πήραν μέρος δύο λόχοι. Ο λόχος του Ετεοκλή Δουμουλάκη και ο λόχος του Μήτσου Κουτρουλάκη. Οι απώλειες οι δικές μας ήταν δύο τραυματίες. Όλη τη δουλειά την καναν τα πάτζερ.

Ο λόχος μου είχε αποστολή να εμποδίσει τις ενισχύσεις που θα έφθαναν από την Καλαμάτα και γι’ αυτό με έστειλαν κι έπιασα το χωριό Βεΐζαγα και τα υψώματα πάνω από το χωριό. Εκεί βρίσκονται τα ερείπια της Αρχαίας Άμφειας. Είχα έναν ντόπιο οδηγό πολύ καλό. Ηταν όμως νύχτα - σκοτάδι τύφλα και δεν έβλεπα τον τόπο. Τέλος έπιασα θέσεις. Μέσα στο χωριό έβαλα μια διμοιρία με τον επίτροπο του λόχου τον Πιπίνο,Παναγιώτη Κυριακόπουλο, από το χωριό Βάγγου. Έπιασαν τη δημοσιά από την Καλαμάτα. Έφτιασαν οδόφραγμα και έπιασαν τα σπίτια από δω, κι από εκεί από το δρόμο. Τον υπόλοιπο λόχο τον έταξα συνέχεια στα υψώματα πάνω από το χωριό μέχρι το δρόμο που έρχεται από το χωριό Γαρδίκι Μεσσηνίας. Η απόσταση ήτανε μεγάλη και καθώς ήταν νύχτα υπήρχαν κενά στη γραμμή μας. Έστειλα σύνδεσμο και μου έστειλαν μια ομάδα ακόμη. Και πάλι όμως υπήρχαν κενά. Τι να έκανα όμως αφού δεν μου έστειλαν τη διμοιρία που ζήτησα. Η διαταγή έλεγε ότι με κάθε τρόπο να αποφύγουμε κάθε σύγκρουση μέχρι να αρχίσει η μάχη στο Πήδημα για να επιτύχει ο αιφνιδιασμός.

Να κρατήσουμε κλειστό το δρόμο από Καλαμάτα μέχρι να τελειώσει η επιχείρηση. Να κρατήσουμε κλειστό το δρόμο από Γαρδίκι - Βελανιδιά μέχρι να αποχωρήσουν όλα τα τμήματα από τον κάμπο. Γι' αυτό θα πρέπει να αποχωρήσουμε από τις θέσεις στο χωριό, μισή ώρα μετά τη λήξη της επιχείρησης και να αποχωρήσουμε σταδιακά ακολουθώντας το δρόμο προς Βελανιδιά.

Διαβολική σύμπτωση όμως, δέκα λεπτά πριν αρχίσει η μάχη, που θ’ άρχιζε στις δώδεκα τη νύχτα, ένας λόχος Μάυδων είχε ξεκινήσει από το χωριό Γαρδίκι και πήγαινε για να κάνει επιδρομή σε κάποιο χωριό ή να στήσει ενέδρες. Έπεσαν πάνω μας. Έρχονταν κουβεντιάζοντας και αρβαλώντας βέβαιοι ότι ο δρόμος ήταν ανοιχτός γιατί μέχρι τότε δεν είχαν κατεβεί αντάρτες εκεί. Έπρεπε να κερδίσω χρόνο όσο μπορούσα πιο πολύ, μέχρι να αρχίσει η μάχη. Τους φωνάξαμε να σταματήσουν και τους ρωτήσαμε ποιοι είναι. Αιφνιδιάστηκαν και είπαν ότι είναι ο λόχος Γαρδικίου και μας ρώτησαν ποιοι είμαστε εμείς. Ο οδηγός τους είπε το όνομα του αρχηγού των Μάυδων του χωριού
Βεΐζαγα. Αυτοί δεν πείθονταν και άρχισε διαλογική συζήτηση. Συμφωνήσαμε να στείλουμε και μεις και κείνοι δύο κάτω στο γεφυράκι για αναγνώριση. Προχωρούσαν αυτοί, θορυβούσαμε και εμείς σέρνοντας τα πόδια μας στο ίδιο μέρος. Έφθασαν αυτοί στο γεφύρι και περίμεναν βλαστημώντας εμάς που αργούμε. Εμείς λέγαμε ερχόμαστε. Τα οπλοπολυβόλα μου ήταν έτοιμα.

Πάνω στις φωνές και στην κουβέντα άναψε η μάχη στο Πήδημα. Αμέσως τους βάλαμε φωτιά και μεις. Τσακίστηκαν, ούτε απάντησαν καθόλου. Χάθηκαν μέσα στις ελιές. Σε δέκα λεπτά δεν ακούγονταν ούτε φωνές. Άρχισα να ανησυχώ που δεν τους άκουγα. Το χωριό είχε αδειάσει φαίνεται τελείως. Μετά από μια ώρα περίπου, ακούσαμε ντουφεκιές πέρα βαθιά προς το χωριό Θουρία που σιγά - σιγά πλησίαζαν. Καμιά φορά ακούστηκαν στο χωριό Γαρδίκι. Χτύπησαν την καμπάνα. Έριξαν καμιά δεκαριά βλήματα ατομικού όλμου που έπεσαν όλα κάτω στη ρεματιά και μετά φοβερίζοντας και απειλώντας πήραν τον ίδιο δρόμο για να περάσουν.

Τους άφησα να πλησιάσουν μέχρι το Γεφύρι χωρίς να απαντώ στους πυροβολισμούς τους και στις βρισιές τους. Αυτοί όσο δεν άκουγαν τίποτα αναθάρρησαν. Έφθασαν στο Γεφύρι και προχώρησαν. Τότε τους χτυπήσαμε όλοι μαζί. Έβαλαν τις φωνές, τσακίστηκαν και τούτη τη φορά σταμάτησαν στο χωριό. Μέχρι το τέλος εκεί έμειναν ντουφεκώντας στο βρόντο προς τον ουρανό, βρίζοντας και απειλώντας. Δεν το ξανακούνησαν από κει.

Στη δημοσιά, μέσα στο χωριό ήταν ησυχία. Από Καλαμάτα δεν ακούγονταν τίποτε. Είχε περάσει μιάμιση ώρα και μακρυά ακούστηκε ο θόρυβος που έκαναν τα τανκς. Επί τέλους έρχονταν. Πλησίασε ο θόρυβος και καμιά φορά βλέπουμε μέσα στο σκοτάδι να πλησιάζουν δύο φάλαγγες από πεζούς. Μια δεξιά, μια αριστερά. Αυτό δεν το περίμενα δηλαδή ότι θα έβαζαν μπροστά ανιχνευτές, γι’ αυτό δεν είχα πάρει τα μέτρα μου δηλαδή να κόψω τη διμοιρία στα δύο, να βάλω μπροστά τα τρία πάτζερ και μια ομάδα και πίσω σε απόσταση εκατό μέτρων, πίσω από το οδόφραγμα τα άλλα έξι πάτζερ και τις δύο ομάδες. Αν έκανα αυτό θα παγίδευα ανάμεσα σε διασταυρωμένα πυρά τους ανιχνευτές και θα χτυπούσα και τα δύο τανκς. Τώρα θα την πλήρωναν υποχρεωτικά οι ανιχνευτές.

Τους αφήσαμε και μόλις έφθασαν στο οδόφραγμα τους χτυπήσαμε. Νύχτα ήταν και δεν είχαν μεγάλες απώλειες. Χάθηκαν όσοι γλύτωσαν μέσα στον κάμπο. Τα τανκς όμως σταμάτησαν σε απόσταση μεγάλη και από εκεί άρχισαν καταιγιστικά πυρά μ’ όλα τα όπλα τους, αλλά στα τυφλά και γύρω - γύρω. Δεν έκαναν καμιά προσπάθεια να περάσουν το δρόμο. Έτσι πέρασε η ώρα και η μάχη τελείωσε στο Πήδημα. Δεν ακούγονταν πια ούτε ντουφεκιά. Ο κρότος των πάτζερ είχε επιβάλλει νεκρική σιγή, σ’ όλον τον κάμπο.

Οι χιτοπαληκαράδες σ’ όλα τα χωριά της Μεσσηνίας και της Πυλίας μόλις άρχισε η μάχη, άρχισαν να πυροβολούν στον αέρα σ’ όλα τα χωριά του κάμπου και τα ριζοχώρια μέχρι το Πεταλίδι και το Κοπανάκι, όταν όμως συγκλονίστηκε ο κάμπος από το πρώτο - δεύτερο - τρίτο πάτζερ, λούφαξαν. Ούτε πυροβολισμός ούτε φωνή. Κατάλαβαν ότι τώρα πρόκειται για χοντρή δουλειά κι όχι να σκοτώνουν μικρά παιδιά και να βιάζουν γριές. Μετά σταμάτησαν και τα τανκς. Ηρθε η ώρα να φύγω. Ακριβώς έφθασε και ο σύνδεσμος από την Ταξιαρχία. Άκουγα όμως τα μοτέρ από τα τανκς. Σε κάποια στιγμή ακούσαμε πίσω μας ριπές και σε λίγο τα κανόνια του τανκς να χτυπούν πάνω στο βουνό όπου λάχει. Κατάλαβα ότι από κάποιον παρακαμπτήριο αγροτικό δρόμο πέρασαν πίσω από την ενέδρα. Ήταν όμως αργά. Το νταραβέρι είχε τελειώσει.

Πήρα και γω το δρόμο προς τον Άγριλο και με τα (ρωτήματα είχαμε χαθεί πίσω από το βουνό. Εκεί συνάντησα και τ’ άλλα τμήματα. Η επιχείρηση πήγε καλά. Απώλειες μηδέν. Είχαμε όμως ξοδέψει δεκαπέντε πάτζερ και κάμποσο φυσίγγια. Τα φυσίγγια μόλις και τα αναπληρώσαμε. Τα πάτζερ όμως πως θα τα αναπληρώναμε; Γι’ αυτό η κριτική της Ταξιαρχίας έλεγε ότι η κατανάλωση των πάτζερ, ήταν δυσανάλογη με το αποτέλεσμα.

Έτσι λοιπόν η ίδια μοίρα μας καταδίωκε ακόμη. Ήταν πιο φτηνό το κρέας από τα πυρομαχικά. Γι’ αυτό κάθε φορά που το σκέφτομαι με πιάνει λύσσα. Ας ήταν να είχαμε δύο σωλήνες ορειβατικό, δέκα βαριούς όλμους και μπόλικα βλήματα, ας ήταν να είχαμε χίλια πάτζερ και τότε θα καβαλάγαμε και την Τρίπολη ακόμη. Αλλά, Αλλά, Αλλά, ο Ζαχαριάδης και οι Φωστήρες μας έστελναν βιβλιαράκια, μας υπαγόρευαν σε αργό ρυθμό αποφάσεις αντί να μας στείλουν πυρομαχικά. Αντί να μας στείλουν πάτζερ και όλμους, μας έστελναν συγχαρητήρια. Φθάσαμε στον Άκωβο κι εκεί ξεκουραστήκαμε κάμποσες μέρες. Μετά ο καιρός χειροτέρεψε, μας έκλεισαν τα χιόνια.

Το λόχο μου τον έστειλαν στο χωριό Λεφτίνι. Μετά φύγαμε για τον Πάρνωνα, γιατί ο χειμώνας ήταν σκληρός, οι αντάρτες απ’ όλες τις πλευρές. 'Υπήρχαν χωριά ακατοίκητα στα οποία θα βολευόμαστε καλύτερα. Από τον Πάρνωνα οργανώθηκε μια έξυπνη επιχείρηση αλλά δεν απέδωσε.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger