{[['']]}
Η λέπρα στην Κρήτη:
Αντικατοπτρισμοί των κολασμένων στην
κοινωνία,
την πολιτική και την τέχνη
του
Δημήτρη Δαμασκηνού, εκπαιδευτικού Δ.Ε.
Οι λεπροί-κομπάρσοι στο
ιστορικό μυθιστόρημα
του Νίκου Καζαντζάκη: «Ο Καπετάν
Μιχάλης» (2)
«Ανθολογάς
τ’ ανάνθιστα, καρπολογάς τα φρούδα
Της
υπερύπαρξης Ζορμπάς και καπετάν Μιχάλης,
Σφιχταγκαλιάζεις
το Χριστό, γλυκοφιλείς το Βούδδα,
Μαζί:
μαθαίνεις κι απορείς, πιστεύεις κι αμφιβάλλεις.
Των
Καστρινών χωμάτων σου λαγαρισμένη γέννα,
Της γνώσης
Αρχιπέλαγο, του οίστρου Ψηλορείτης
Τις
μπαλοτιές του αγώνα σου τις παίζεις με την πένα
Νικάς και
συνταυτίζεσαι με το θεό της Κρήτης».
(Γ.
Αθανασιάδης – Νόβας) [1]
Ο Νίκος Καζαντζάκης με την Edvige Levi και τον αδελφό της Doro Levi στη Φλωρεντία. Οκτώβριος 1926. |
Η
μορφή του Καπετάν Μιχάλη που έπλασε ο Νίκος Καζαντζάκης είναι σαφώς επηρεασμένη
από τα μαθήματα του Ανρί Μπερξόν, ιδιαίτερα όμως από τη νιτσεϊκή φιλοσοφία και
τη φιγούρα του Υπερανθρώπου ( οι ήρωές του, ωστόσο, δεν είναι πλήρεις υπεροχής,
είναι ταυτόχρονα απελπισμένοι και αισιόδοξοι [2]),
γι’ αυτό βλέπει με περιφρόνηση τους λεπρούς, αυτά τα ζωντανά ερείπια της ζωής
που δεν μπορούν να πιάσουν στο σάπιο χέρι τους το τουφέκι για τη λευτεριά της
Κρήτης. «Μονάχα γεροί άνθρωποι πρέπει να ζουν, τι χρειάζουνται τούτοι;»,
συλλογίζεται όταν τους συναντά ξανά στο δρόμο του:
«… Ο καπετάν Μιχάλης έμπαινε την ώρα εκείνη
από την άλλην άκρα του Μεγαλόκαστρου, από του Λαζαρέτου την Πόρτα. Είχε ζορίσει
τη φοράδα του, ο ήλιος βουτούσε, πρόφταινε δε πρόφταινε την καστρόπορτα
ανοιχτή. Ξεχώρισε από μακριά τους λεπρούς να σηκώνουνται, ολημερίς σωριασμένοι
δεξά και ζερβά ομπρός από την καστρόπορτα, μέσα στις σκόνες και τις καβαλίνες [3], άπλωναν τα κουτσουρεμένα χέρια τους και
ζητιάνευαν στου ήλιου το βασίλεμα, το μεροκάματο τέλευε, σηκώνουνταν, αράδιαζαν
ο ένας πίσω από τον άλλον και δρόμωναν κατά τη Μεσκηνιά, το λεπροχώρι. Μπροστά
τραβούσε απόψε το νιόπαντρο αντρόγυνο, που αγκαλιάζουνταν χτες τη νύχτα με τόση
λαχτάρα, δε γύριζε να δει ο ένας τον άλλον, μα βιάζουνταν. Όδευαν όλοι
αμίλητοι, με φαγωμένα μάγουλα, χωρίς μύτες, χωρίς αυτιά, άλλοι στραβοί, μερικοί
θα ’λεγες πως γελούσαν, γιατί δεν είχαν χείλια και φαίνουνταν τα δόντια τους,
έτρεχαν όλοι βιαστικοί, θαρρείς πως ήταν η Δευτέρα Παρουσία, είχαν ακούσει την
τρουμπέτα του αγγέλου, πετάχτηκαν από τη γης κι από τη βιάση τους δεν ήθελαν να
περιμένουν όλες τους τις σάρκες. Ο καπετάν Μιχάλης γύρισε πέρα το πρόσωπό του,
σιχαίνουνταν να θωράει την αρρώστια ‘μονάχα γεροί άνθρωποι πρέπει να ζουν,
συλλογίστηκε, τι χρειάζουνται τούτοι;’. Σπιρούνισε τη φοράδα και διάβηκε την
καστρόπορτα…» [4].
Μια
τέτοια τοποθέτηση του συγγραφέα δεν πρέπει να μας προξενεί και μεγάλη εντύπωση,
μιας και, όπως γράφει η Έλλη Αλεξίου ο Νίκος Καζαντζάκης: «Σε όλη του τη ζωή αντιπαθούσε τους αδύνατους και ελκυόταν από τους
δυνατούς. Αντιπαθούσε φοβερά τους αρρώστους, τη φτώχεια, τον κοινωνικό ξεπεσμό,
την ασημότητα, τη γυναίκα, τα παιδιά, τα υποκοριστικά, τα ζώα… ενώ αντίθετα
εντυπωσιαζόταν από κάθε δύναμη σωματική, πνευματική, οικονομική, κοινωνική… Η
τέτοια στάση του δεν άλλαξε σ’ όλη τη ζωή του» [5].
Η σχεδόν κατεστραμμένη σήμερα Πύλη του Αγίου Γεωργίου στο Ηράκλειο, έξω από την οποία στέκονταν οι περισσότεροι λεπροί ζητιανεύοντας, επειδή οδηγούσε στη Μεσκινιά |
Ο Νίκος Καζαντζάκης, από την άλλη πλευρά, ανασυνθέτοντας
την εποχή σε κάποιο σημείο της μυθοπλαστικής αφήγησής του περιγράφει
παραστατικά τον πόνο του γεροφούρναρη, του Τουλουπανά, που έβλεπε τρία χρόνια
τώρα τον μονάκριβο γιο του να μαδάει απ’ την αρρώστια και να στάζουν κάτω στο
πάτωμα και στα σεντόνια οι σάρκες του:
«… Από το φούρνο του Τουλουπανά, τουλούπες
– τουλούπες ανέβηκε ο πρώτος καπνός, πηχτός κι ασπρογάλαζος είχε ξυπνήσει ο
γεροφούρναρης, θλιμμένος πάντα και αμίλητος, κι άρχισε ολομόναχος να
φουρνοπολεμάει για να ξεχάσει τον πόνο του. Μα πώς να τον ξεχάσει, που ’χε ένα
μονάκριβο γιό, είκοσι χρονώ παλικάρι, ξανθό, όμορφο και τον είχε μη στάξει και
μη βρέξει, καλοντυμένο, μοσκαναθρεμμένο και μια μέρα, πάνε τρία χρόνια,
φούσκωσε, γέμισε το πρόσωπό του σπυριά, άρχισαν τ’ ακροδάχτυλά του να μαδούν,
έπεσαν τα νύχια του και τώρα κίνησαν και τα χείλια του να σαπίζουν. Δεν ήθελαν
ο κύρης και η μάνα να τον πάνε στη Μεσκηνιά, πώς θα χωριστούν το γιο τους που
άλλο δεν είχαν, και τον κρατούσαν κλειδωμένο στην κάμαρά του, μην τύχει και τον
δει μάτι ανθρώπου. Πού να χαρεί ύπνο το λοιπόν ο γερο Τουλουπανάς, πώς ν’
ανοίξει το στόμα του να μιλήσει; Έπεφτε με τα μούτρα και ζύμωνε, φούρνιζε,
ξεφούρνιζε, γύριζε στους δρόμους, πουλούσε κουλούρια και σπανακόπιτες,
σκοτώνουνταν στη δουλειά για να ξεχάσει. Μα πώς να ξεχάσει! που κάθε πρωί που
πήγαινε να δει το μοναχογιό του, έβλεπε πως όλο και μαδούσε κι έσταζαν κάτω στο
πάτωμα και στα σεντόνια του οι σάρκες» [6].
Καθώς
το έργο εξελίσσεται, ο Νουρήμπεης μονομαχεί με τον Μανούσακα, για να εκδικηθεί
το θάνατο του πατέρα του και τον σκοτώνει· ο ίδιος, όμως, τραυματίζεται στα
γεννητικά όργανα. Η πληγή του επουλώνεται, αλλά η ζημιά έχει γίνει και εκείνος
αυτοκτονεί, αδυνατώντας ν’ αντέξει την περιφρόνηση και τον οίκτο της Εμινές
(που εν τω μεταξύ έχει γίνει ερωμένη του καπετάν Πολυξίγκη) για την ανικανότητά
του.
Η
είδηση του θανάτου του ρίχνει λάδι στη φωτιά στο ήδη τεταμένο κλίμα στο Μεγάλο
Κάστρο, όπου καθημερινά φτάνουν μαντάτα για αψιμαχίες και ταραχές μεταξύ
Ελλήνων και Τούρκων σ’ όλο το νησί. Με την παρακίνηση των αγάδων, Τούρκοι
στρατιώτες ξεχύνονται στους δρόμους της πόλης σφάζοντας και πυρπολώντας. Τότε
είναι που ο Καπετάν Μιχάλης καλεί τους γειτόνους στην αυλή του σπιτιού του, για
να δουν τι θα κάμουν.
Σκηνή από την κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Νίκου Καζαντζάκη: «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» από τον Ζύλ Ντασσέν (1957) |
Στη σύναξη αυτή ο γερο-Τουλουπανάς, όμως, πρέπει να σύρει πολύ
μακρύτερα το σταυρό του μαρτυρίου για το λωβιασμένο γιο του. Ενώ το λόγο μετά
τον Κρασογιώργη πήρε ο Καπετάν Μιχάλης προτείνοντας να ασφαλίσουν τα
γυναικόπαιδα και να πάρουν το δρόμο του τουφεκιού, ο πατέρας του λεπρού: «όλη την ώρα είχε χαμηλωμένα τα μάτια,
έπαιζε τα δυο του αντιδάχτυλα κι ο νους του ήταν στο γιο του∙ τώρα το πρόσωπό
του είχε ολότελα φαγωθεί – μήτε μύτη πια, μήτε αυτιά, μήτε χείλια… Πού να πάει;
ποιος θα τον πάρει μαζί του; Και να τον δεις, σ’ έπιανε τρόμος∙ κι αν τον
άγγιζες, μπορούσε να κολλήσεις και συ την αρρώστια. Κι ήρθαν προχτές ζαφτιέδες
να του τον πάρουν, να τον κλείσουν στο λεπροχώρι, κι η δύστυχη μάνα έβαλε τις
φωνές κι ο γέρος γέμισε ασημένια μονέδα τις φούχτες τους κι έφυγαν…
Χωρίς να το θέλει ο γερο-Τουλουπανάς
αναστέναξε δυνατά, κι όλοι στράφηκαν.
-Τι έχεις γείτονα, κι αναστενάζεις; τους
ξέφυγε και τον ρώτησαν.
-Τίποτα… Τι να ’χω; τίποτα… αποκρίθηκε
αυτός και τα μάτια του κίνησαν βρύσες.
Και σε λίγο:
-Εγώ δε φεύγω∙ πού να πάω; ποιος με θέλει;
είπε και σηκώθηκε.
Κανένας δεν άπλωσε το χέρι να τον κρατήσει∙
βρήκε, σκουντουφλώντας, μόνος του την ξώπορτα κι αφανίστηκε» [7].
[1] Έλλη
Αλεξίου, Για να γίνει μεγάλος. Βιογραφία του Νίκου Καζαντζάκη, Άπαντα,
τόμος 12, εκδόσεις Καστανιώτη, τρίτη έκδοση, Αθήνα 1981, σελ. 345.
[2] «Να πολεμάς χωρίς ελπίδα. Και
να νογάς βαθιά ν’ αφξαίνει η δύναμή σου στην άκρα απελπισιά…» είναι το «μέγα μυστικό» της
κοσμοθεωρίας του Ν. Καζαντζάκη που συνοψίζει ο συγγραφέας στον Κωνσταντίνο
Παλαιολόγο.
Δημοσίευση σχολίου