Αρχική » » «ΕΠΟΝίτισα στους δρόμους και στις γειτονιές της Αθήνας» (Μέρος 2)

«ΕΠΟΝίτισα στους δρόμους και στις γειτονιές της Αθήνας» (Μέρος 2)

{[['']]}
Γράφει ο kokkiniotis Συνεχίζοντας το μικρό μας αφιέρωμα στην οργάνωση νεολαίας ΕΠΟΝ που ιδρύθηκε πριν από 70 χρόνια, στις 23 Φλεβάρη του 1943 στην κατεχόμενη Αθήνα, διαβάζουμε κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο της αγωνίστριας Μαρίας Καρρά «ΕΠΟΝΙΤΙΣΑ στους δρόμους και στις γειτονιές της Αθήνας» (εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα 1982). Στη χθεσινή μας ανάρτηση που μπορείτε να τη βρείτε εδώ, είχαμε μεταξύ άλλων παραθέσει και το ντοκουμέντο της Ιδρυτικής Διακήρυξης της ΕΠΟΝ. Το αντίστοιχο ντοκουμέντο της Ιδρυτικής Διακήρυξης του ΕΛΑΣ δεν έχει δυστυχώς διασωθεί. Στην πρώτη σελίδα του βιβλίου της η Μαρία Καρρά παραθέτει τα παρακάτω στοιχεία:
Η ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ   Συμμετοχή στην Αντίσταση: Σε πληθυσμό περίπου 7.500.000: ΕΑΜ 3.000.000 μέλη - μισοί μισοί περίπου άνδρες και γυναίκες. ΕΠΟΝ 600.000 μέλη - νέοι, νέες, παιδιά. Εθνική αλληλεγγύη: 1.250.000 άντρες, 1.740.000 γυναίκες. Μέλη ΚΚΕ, 412.000. ΕΛΑΣ (στοιχεία Οκτώβρη 44): Μόνιμος 79.050, Εθνική πολιτοφυλακή 10.650, Εφεδρικός ΕΛΑΣ 45.000 (περίπου), ΕΛΑΝ 1.200.   Τι κόστισε στην Ελλάδα ο πόλεμος και η κατοχή:   Νεκροί στην περίοδο της κατοχής 620.000. Αναλυτικά: Πείνα 360.000, απώλειες πολέμου 30.000, θύματα βομβαρδισμών 17.000.   Εκτελέσεις από: Γερμανούς και Ιταλούς 43.000. Εκτελέσεις από Βουλγάρους 25.000. Απώλειες Αντίστασης 50.000. Όμηροι 45.000. Εξόντωση νέων σε στρατόπεδα γερμανικά 60.000.   Στρατόπεδα συγκέντρωσης: Μέσα στη χώρα 47. Συλλήψεις 500.000. Όμηροι, μαζί με Εβραίους 80.000.
  Στον πρόλογο του βιβλίου, που γράφτηκε στο Παρίσι το 1972, ανάμεσα στα άλλα διαβάζουμε:
  Ανασκαλεύοντας στην παχιά στάχτη της μνήμης, θα προσπαθήσω να φέρω στο φως στιγμές από κείνα τα ηρωικά χρόνια που ζήσαμε, που πιστέψαμε και παλαίψαμε ενάντια στον καταχτητή.   Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε.   Χρόνια δύσκολα και σκληρά. Η «δράση επί κατοχής» ήταν αρκετή να σε στείλει στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ήταν έγκλημα. Οσοι έδρασαν, πλήρωσαν ακριβά. Όλη τους τη ζωή φυλακές, εξορίες, ανεργία, κυνηγητά. Κανείς δεν μιλούσε γι' αυτά δεκάδες χρόνια. Μόνο σαν ήθελες να θυμηθείς κάτι ωραίο, μια εποχή ανάτασης και παλικαριάς, μια περίοδο γεμάτη όνειρα κι ελπίδες για ν' αντλήσεις κουράγιο και δύναμη, ανάσυρες απ' της μνήμης το βαθύ μπαούλο τη θύμιση της Εθνικής Αντίστασης.
 Καμαρωτά - χαρούμενα τα νιάτα σαν σε χορό βαδίζουν πάντα μπρος όλο ζωή και θέληση γεμάτα κι είναι το πέρασμά τους όλο φως.   Για μια ζωή ολόφωτη κι ωραία ανοίγουμε της νιότης τα φτερά, μια πλάση ονειρευτή, μιά πλάση νέα, τα μπράτσα μας θα χτίσουν τα γερά!   Η καρδιά μας τραγουδούσε ασταμάτητα το τραγούδι της πίστης και της ελπίδας, το τραγούδι της λεβεντιάς, οι ΕΠΟΝίτες κι οι ΕΠΟΝίτισες της κατοχής.

Τα χρόνια πέρασαν, γερνάμε, φεύγουμε. Χρωστάμε στη νέα γενιά μια ιστορία. Τις πολύ μικρές καθημερινές ιστορίες της εποχής που είμαστε νέοι, τότε που ο φασισμός είχε δουλώσει την πατρίδα και η νεολαία είχε φορτωθεί το βαρύ και τιμητικό καθήκον ν' αντισταθεί.   Αυτές τις θύμισες, όσες άντεξαν στο χρόνο, θέλω να πω στην κόρη μου, στ' ανήψια μου, στους νέους, σαν μικρό φόρο τιμής στα νεαρά παιδιά που πεσαν σ’ αυτό το δύσκολο αγώνα πολεμώντας για «ψωμί - λευτεριά και τιμή, του λαού». Τότε που πολεμάγαμε και τραγουδάγαμε:  

 Περιγράφοντας αργότερα την πείνα της κατοχής, η συγγραφέας παραθέτει και ένα σκίτσο που εικονίζει ένα πεινασμένο παιδάκι να ψάχνει στο καλάθι των σκουπιδιών για να βρει κάτι φαγώσιμο. Εικόνες μιας άλλης, μακρινής εποχής… Σήμερα οι κάδοι σκουπιδιών είναι πιο σύγχρονοι, ζούμε στην εποχή της φτώχειας με ηλεκτρικό ψυγείο. Αναμνήσεις απ’ το μέλλον.

Υπουργείο Οικονομικών και η άλλη το Δεκέμβρη του 1942 στο Υπουργείο Εργασίας. Θα βρούμε ομοιότητες και διαφορές με το σήμερα. Τότε οι Γερμανοί και το ιταλικό ιππικό, σήμερα οι πραιτωριανοί των ΜΑΤ. Ας δώσουμε όμως το λόγο στη συγγραφέα. Ας παρακολουθήσουμε τη βιωματική γραφή της και ας κάνει ο καθένας τους δικούς του συνειρμούς. Θα επανέλθουμε με καινούργια αποσπάσματα από το βιβλίο της Μαρίας Καρρά.

Δίνει πράγματι τροφή για σκέψη αυτή η αναδρομή στο παρελθόν. Πείνα, κατοχή τότε. Με άλλον τρόπο, το ίδιο και σήμερα. Μόνο που σήμερα, είναι πιο δυσδιάκριτο να δει κανείς ποιος είναι «ο κατέχων»… Στη σημερινή, τη «σύγχρονη κατοχή» του κεφάλαιου, στρέφοντας κανείς το βλέμμα στο παρελθόν, αντλεί δύναμη από τις ηρωικές στιγμές του κινήματος για το σήμερα. Ας δούμε πώς περιγράφει η Μαρία Καρρά δύο πολύ σημαντικές διαδηλώσεις που έγιναν επί γερμανικής κατοχής, η μία το χειμώνα του 1941 στο
  Η ΔΙΑΔΗΛΩΣΗ ΣΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ  
 Είναι χειμώνας του 1941. Η πείνα θερίζει, ρημάζει το λαό μας. Πρέπει κάτι να κάνουμε. Μα τι; και πως; Η είδηση για την προετοιμασία μιας «εκδήλωσης» μας βρίσκει έτοιμους. Ο καθορισμός των προσυγκεντρώσεων, των συναντήσεων, θέλει μια ολόκληρη προετοιμασία, μεγάλη προσοχή κι ευθύνη. Ο αιφνιδιασμός και η ξαφνική συγκέντρωση όπου δεν την περιμένουν, θα κρίνουν την επιτυχία. Κύρια θα είμαστε μαθητές και σπουδαστές, η νεολαία.   Έξω απ' το υπουργείο Οικονομικών, στην ορισμένη ώρα, ξεφυτρώνουνε ξαφνικά από κάθε μεριά, μια μάζα νεαρών παιδιών και αμέσως ξεδιπλώνονται τα κρυμμένα πανώ με τα συνθήματά μας: ΠΕΙΝΑΜΕ—ΘΕΛΟΥΜΕ ΣΥΣΣΙΤΙΑ.

 Η πόρτα του Υπουργείου είναι κλειστή. Ζητάμε να μας δεχθούν, φωνάζουμε, επιμένουμε. Η ώρα περνά, αγριεύουμε γιατί κανείς δεν απαντά. Σε λίγο η πόρτα ανοίγει διάπλατα: περάστε, μας λένε. Το Υπουργείο είναι σε καινούργιο κτίριο με πολλούς ορόφους και τεράστιες φαρδειές σκάλες, οδός Καραγιώργη Σερβίας. Μπαίνουμε και ανεβαίνουμε, θάμαστε καμμιά χιλιάδα. Όλοι οι διάδρομοι κι οι σκάλες έχουν γεμίσει ώς επάνω: Δέχονται το υπόμνημά μας, μα ξάφνου από κάτω έρχονται φωνές, μας έχουν κλείσει και έχουν καλέσει τους Γερμανούς να μας συλλάβουν.   Στην είσοδο πάνοπλοι Γερμανοί στέκονται με τα όπλα στο χέρι. Μας φωνάζουν άγρια και μας σπρώχνουν να σταθούμε με την πλάτη στον τοίχο.

 Όσους θεωρούν πιο μεγάλους τους σούρνουν στα φορτηγά που περιμένουν απ' έξω, τους υπόλοιπους με μια κλωτσιά ή με μια κοντακιά τους διώχνουν, φορώ την μπλε ποδιά του σχολείου κι έχω τα μαλλιά δυο κοτσίδες, είμαι κι αδύνατη, μοιάζω για μικρότερη κι απ' όσο είμαι. Κάτι λένε, γελάνε και με διώχνουν, μα δεν φεύγω. Γιατί δηλαδή τους άλλους τους πιάνουν κι εμένα όχι. Τρώω άλλη μια δυνατή σπρωξιά και νάσου έξω απ' την πόρτα.   Τ' αυτοκίνητα ξεκινούν, διακρίνω πίσω απ' τη σίτα της πόρτας τόσους γνωστούς, φίλους. Τους χαιρετώ κι αυτοί όλοι μας αποδίδουν τον χαιρετισμό και μας φωνάζουν. Δεν έχουν καμιά αγωνία, καμιά στεναχώρια, καμιά ιδέα τί τους περιμένει. Είναι απλά περήφανοι κι έτοιμοι για όλα, αληθινοί παρτιζάνοι της τιμής, της λευτεριάς. Μερικοί αφέθηκαν ελεύθεροι, οι υπόλοιποι οδηγήθηκαν στο Χαϊδάρι και άλλοι εκτελέστηκαν σαν όμηροι, άλλοι καταλήξανε στα Γερμανικά στρατόπεδα.    
 
  Η ΔΙΑΔΗΛΩΣΗ ΣΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ 1942  
 Φτάσαμε στο Υπουργείο. Είμαστε τώρα πολλοί, κυρίως νέοι και νέες. Πάνω στις πλάτες των διαδηλωτών ανεβαίνει ο ομιλητής, η ομιλία είναι πάντα σύντομη και φλογερή, παρορμητική.   Ξαφνικά πέφτει το σύνθημα να μπούνε μερικοί μέσα. Σκαρφαλώνουν από τα παράθυρα του ισογείου. Σε λίγο ένας σωρός χαρτιά και φάκελοι αρχίζουν να πέφτουν στο πεζοδρόμιο.   Αμέσως εδώ κι εκεί υψώνονται φωτιές, τα χαρτιά καίγονται κι εμείς ουρλιάζουμε τα συνθήματά μας: Πόσο κρατά αυτό; Και να, ακούγεται ένας θόρυβος που πλησιάζει: εμφανίζεται το Ιταλικό ιππικό. Πυροβολισμοί, κραυγές, ποδοβολητό, όλοι τρέχουμε προς τα κάτω στην οδό Τοσίτσα.   Ο ένας κάτι ψιθυρίζει στον άλλο: είναι ο τόπος που θα ξανασυγκεντρωθούμε.

 Οι Ιταλοί πυροβολούν και όπου μας προλαβαίνουν, μας χτυπούν με τους υποκόπανους. Κάποιος σκοτώθηκε, ήταν ο Μήτσος Κωσταντινίδης, ο πρώτος σκοτωμένος φοιτητής του Πολυτεχνείου. Τρέχουμε ... τρέχουμε... Έχω περάσει την Πατησίων και τρέχω στο πεζοδρόμιο, τα άλογα τρέχουν πίσω μου. Ακούω μια γνώριμη κραυγή: Ολυμπία α α α α αα. Γυρίζω, ένα κορίτσι πέφτει χάμω, είναι η αδελφή μου. Το ιππικό μας προσπερνά. Τρέχει κι η φίλη μας η Τούλα Π. Την σηκώνουμε, δεν ξέρουμε τι έχει, ένα ρολό μαγαζιού ανοίγει πλάϊ μας, κάποιο χέρι μας τραβά μέσα, το ρολό ξανακλείνει πίσω μας. Είναι ένα μικρομάγαζο. Την ξαπλώνουμε. Έχει σχεδόν λιποθυμήσει, την έχουν χτυπήσει άγρια παντού με τους υποκόπανους. Δεν μπορεί να κουνηθεί απ' τον πόνο. Έχει έρθει μέ την οργάνωση του γυμνασίου. Είναι υπεύθυνη της τάξη της. Πάει στο 4ο Παγκρατίου κι εγώ στο 6ο Κυψέλης.

 Είχαμε καιρό να συναντηθούμε και να μια ασυνήθιστη συνάντηση.   Όταν σουρούπωσε την πηγαίνουμε σπίτι. Η μητέρα μου δεν ξέρει τίποτα. Όπως συνήθως, της είπε ότι θα πάει στην Τούλα να διαβάσουν μαζί. Πέρασε καιρός ώσπου να βρει η μητέρα μου τι είχε η Ολυμπία και κούτσαινε. Πέρασαν πολλοί μήνες ώς να ξεμαυρίσουν τα πόδια από τα χτυπήματα. Όμως αυτό δεν την εμπόδισε να κατεβαίνει σε κάθε εκδήλωση, πολύ περισσότερο να γράφει καθημερινά στους τοίχους τα συνθήματα της ΕΠΟΝ με πράσινη μπογιά. Όταν η μπογιά στέγνωνε, σωνόταν το νερό, αυτή κι οι φίλες της είχαν βρεί το κόλπο: την αραίωναν με τα ...τσίσα τους.

Συνέχεια
   
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger