{[['']]}
ΜΙΣΘΟΣ, ΤΙΜΗ, ΚΕΡΔΟΣ
Χ. ΤΟ ΚΕΡΔΟΣ ΒΓΑΙΝΕΙ ΠΟΥΛΩΝΤΑΣ ΤΟ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ ΣΤΗΝ ΑΞΙΑ ΤΟΥ
Υποθέστε πως μια ώρα μέση εργασία είναι αντικειμενοποιημένη σε μια άξία ίση με έξι πέννες ή δώδεκα ώρες μέση εργασία σε άξία ίση με έξι σελίνια. Υποθέστε, ακόμα, πώς ή άξία της εργασίας είναι τρία σελίνια ή το προϊόν μιας εξάωρης εργασίας: Αν, τότε, στις πρώτες ύλες, στις μηχανές κ.τ.λ. που χρησιμοποιούνται για ένα εμπόρευμα, ήταν αντικειμενοποιημένες είκοσι τέσσερις ώρες μέση εργασία, η άξια του θα ανέβαινε σε δώδεκα σελίνια. Αν, ακόμα, ο εργάτης που τον απασχολεί ο καπιταλιστής πρόσθετε δώδεκα ώρες στα μέσα παραγωγής, οι δώδεκα αυτές ώρες θα είχαν αντικειμενοποιηθεί σε μια πρόσθετη αξία έξι σελινιών.
Η συνολική αξία του προϊόντος θα ανερχόταν, κατά συνέπεια, σε τριάντα έξι ώρες αντικειμενοποιημένη εργασία και θα ήταν ίση με δέκα οκτώ σελίνια. Επειδή όμως η αξία της εργασίας ή ο μισθός που πληρώθηκε στον εργάτη ήταν μόνο τρία σελίνια, ο καπιταλιστής δεν θα είχε πληρώσει κανένα ισοδύναμο για την εξάωρη υπερεργασία που έκανε ο εργάτης και που είναι αντικειμενοποιημένη στην αξία τού εμπορεύματος. Πουλώντας το εμπόρευμα αυτό στην άξια του, δέκα οκτώ σελίνια, θα πραγματοποιούσε, λοιπόν, ο καπιταλιστής μια άξια από τρία σελίνια, που γι’ αυτή δεν θα είχε πληρώσει κανένα ισοδύναμο.
Τα τρία αυτά σελίνια θα αποτελούσαν την υπεραξία ή το κέρδος που τσεπώνεται απ’ αυτόν. Κατά συνέπεια, ο καπιταλιστής θα πραγματοποιούσε το κέρδος των τριών σελινιών όχι γιατί πουλάει το εμπόρευμα σε μια τιμή πάνω από την άξία του, μα γιατί το πουλάει στην πραγματική του αξία.
Η αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται από το συνολικό ποσό της εργασίας που περιέχεται σ’ αυτό. Ένα μέρος όμως από το ποσό αυτό της εργασίας αντικειμενοποιήθηκε σε μια αξία, που πληρώθηκε γι’ αυτή ένα ισοδύναμο με τη μορφή του μισθού και ένα μέρος σε μια άξία που δεν πληρώθηκε γι’ αυτή κανένα ισοδύναμο.
Μέρος από την εργασία που περιέχεται στο εμπόρευμα είναι πληρωμένη εργασία και μέρος απλήρωτη εργασία. Όταν, λοιπόν, ο καπιταλιστής πουλάει το εμπόρευμα του στην αξία του, σαν αποκρυστάλλωμα δηλαδή του συνολικού ποσού της εργασίας, που χρησιμοποιήθηκε σ’ αυτό, πρέπει το δίχως άλλο να πουλάει με κέρδος, γιατί δεν πουλάει μόνο αυτό που του στοίχισε κάποιο ισοδύναμο, μα πουλάει και αυτό ακόμα που δεν του στοίχισε τίποτα, παρ’ όλο που στον εργάτη κόστισε εργασία. Το κόστος του εμπορεύματος για τον καπιταλιστή και το πραγματικό κόστος είναι δυο διαφορετικά πράγματα.
Ξαναλέω, λοιπόν, πως τα κανονικά και τα κατά μέσο όρο κέρδη δε γίνονται με την πούληση του εμπορεύματος πάνω από την άξια του μα με την πούλησή του στην πραγματική του αξία.
XI. Τα διάφορα μέρη στα οποία χωρίζεται η υπεραξία
Χ. ΤΟ ΚΕΡΔΟΣ ΒΓΑΙΝΕΙ ΠΟΥΛΩΝΤΑΣ ΤΟ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ ΣΤΗΝ ΑΞΙΑ ΤΟΥ
Υποθέστε πως μια ώρα μέση εργασία είναι αντικειμενοποιημένη σε μια άξία ίση με έξι πέννες ή δώδεκα ώρες μέση εργασία σε άξία ίση με έξι σελίνια. Υποθέστε, ακόμα, πώς ή άξία της εργασίας είναι τρία σελίνια ή το προϊόν μιας εξάωρης εργασίας: Αν, τότε, στις πρώτες ύλες, στις μηχανές κ.τ.λ. που χρησιμοποιούνται για ένα εμπόρευμα, ήταν αντικειμενοποιημένες είκοσι τέσσερις ώρες μέση εργασία, η άξια του θα ανέβαινε σε δώδεκα σελίνια. Αν, ακόμα, ο εργάτης που τον απασχολεί ο καπιταλιστής πρόσθετε δώδεκα ώρες στα μέσα παραγωγής, οι δώδεκα αυτές ώρες θα είχαν αντικειμενοποιηθεί σε μια πρόσθετη αξία έξι σελινιών.
Η συνολική αξία του προϊόντος θα ανερχόταν, κατά συνέπεια, σε τριάντα έξι ώρες αντικειμενοποιημένη εργασία και θα ήταν ίση με δέκα οκτώ σελίνια. Επειδή όμως η αξία της εργασίας ή ο μισθός που πληρώθηκε στον εργάτη ήταν μόνο τρία σελίνια, ο καπιταλιστής δεν θα είχε πληρώσει κανένα ισοδύναμο για την εξάωρη υπερεργασία που έκανε ο εργάτης και που είναι αντικειμενοποιημένη στην αξία τού εμπορεύματος. Πουλώντας το εμπόρευμα αυτό στην άξια του, δέκα οκτώ σελίνια, θα πραγματοποιούσε, λοιπόν, ο καπιταλιστής μια άξια από τρία σελίνια, που γι’ αυτή δεν θα είχε πληρώσει κανένα ισοδύναμο.
Τα τρία αυτά σελίνια θα αποτελούσαν την υπεραξία ή το κέρδος που τσεπώνεται απ’ αυτόν. Κατά συνέπεια, ο καπιταλιστής θα πραγματοποιούσε το κέρδος των τριών σελινιών όχι γιατί πουλάει το εμπόρευμα σε μια τιμή πάνω από την άξία του, μα γιατί το πουλάει στην πραγματική του αξία.
Η αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται από το συνολικό ποσό της εργασίας που περιέχεται σ’ αυτό. Ένα μέρος όμως από το ποσό αυτό της εργασίας αντικειμενοποιήθηκε σε μια αξία, που πληρώθηκε γι’ αυτή ένα ισοδύναμο με τη μορφή του μισθού και ένα μέρος σε μια άξία που δεν πληρώθηκε γι’ αυτή κανένα ισοδύναμο.
Μέρος από την εργασία που περιέχεται στο εμπόρευμα είναι πληρωμένη εργασία και μέρος απλήρωτη εργασία. Όταν, λοιπόν, ο καπιταλιστής πουλάει το εμπόρευμα του στην αξία του, σαν αποκρυστάλλωμα δηλαδή του συνολικού ποσού της εργασίας, που χρησιμοποιήθηκε σ’ αυτό, πρέπει το δίχως άλλο να πουλάει με κέρδος, γιατί δεν πουλάει μόνο αυτό που του στοίχισε κάποιο ισοδύναμο, μα πουλάει και αυτό ακόμα που δεν του στοίχισε τίποτα, παρ’ όλο που στον εργάτη κόστισε εργασία. Το κόστος του εμπορεύματος για τον καπιταλιστή και το πραγματικό κόστος είναι δυο διαφορετικά πράγματα.
Ξαναλέω, λοιπόν, πως τα κανονικά και τα κατά μέσο όρο κέρδη δε γίνονται με την πούληση του εμπορεύματος πάνω από την άξια του μα με την πούλησή του στην πραγματική του αξία.
XI. Τα διάφορα μέρη στα οποία χωρίζεται η υπεραξία
Δημοσίευση σχολίου