{[['']]}
2. Η πολεμική προς τους Αναρχικούς.
Η πολεμική αυτή έγινε στα 1873. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς δημοσίευαν τότε άρθρα εναντίον των «Αυτονομιστών» και «Αντιεξουσιακών» οπαδών του Προυντόν, σε μια Ιταλική σοσιαλιστική επιθεώρηση, και μόλις στα 1913 φάνηκαν τα άρθρα αυτά στη Γερμανία στην «Neue Zeit» (Νέος Χρόνος).
«Αν ο πολιτικός αγώνας της εργατικής τάξης (έγραφε ο Μαρξ, γελοιοποιώντας την αναρχική αντίληψη της άρνησης της πολιτικής δράσης) πάρει μια επαναστατική μορφή, αν οι εργάτες, στη θέση τής αστικής δικτατορίας επιβάλλουν την δική τους δικτατορία, τότε διαπράττουν τρομερό έγκλημα και προσβάλλουν την θεωρία (των αναρχικών) γιατί έτσι οι εργάτες, αλήθεια, για να αντιμετωπίσουν τις άθλιες και ταπεινές απαιτήσεις της στιγμής, για να συντρίψουν την αντίσταση της καπιταλιστικής τάξης, δίνουν στο Κράτος μια επαναστατική και μεταβατική μορφή, αντί να σταυρώσουν τα χέρια τους και να καταργήσουν το Κράτος».
Αυτό μόνο είναι το πνεύμα της «κατάργησης» του Κράτους, που καταπολέμησε ο Μαρξ, αντικρούοντας τους αναρχικούς. Πολέμησε όχι την θεωρία της εξαφάνισης του Κράτους όταν εξαφανισθούν οι τάξεις, ή της καταργήσεώς του όταν καταργηθούν οι τάξεις, παρά μόνο την γνώμη ότι οι εργάτες πρέπει να αρνηθούν την χρήση των όπλων, την χρήση της οργανωμένης βίας, δηλαδή, την χρήση του Κράτους, με τον σκοπό να συντρίψουν την αντίσταση της καπιταλιστικής τάξης». Και ίσα- ίσα για να μη παραμορφωθεί η πραγματική ουσία της πολεμικής του κατά των αναρχικών, ο Μαρξ τονίζει την επαναστατική και μεταβατική μορφή του Κράτους που χρειάζεται στο προλεταριάτο.
Το προλεταριάτο έχει ανάγκη από το Κράτος μόνο προσωρινώς. Δεν διαφωνούμε καθόλου με τους αναρχικούς όταν η κατάργηση του Κράτους είναι τελικός σκοπός. Πιστεύουμε όμως ότι για την πραγματοποίηση αυτού του σκοπού πρέπει να χρησιμοποιήσουμε προσωρινώς τα όπλα και τις μεθόδους του Κράτους εναντίον των εκμεταλλευτών, και ότι επίσης η προσωρινή δικτατορία της καταπιεζόμενης τάξης είναι αναγκαία για την εκμηδένιση όλων των τάξεων. Ο Μαρξ βρήκε τον συντομότερο και σαφέστερο τρόπο για να καθορίσει την θέση του απέναντι των αναρχικών. Αφού συντρίψουν τον ζυγό των καπιταλιστών πρέπεί οι εργάτες να καταθέσουν τα όπλα», ή πρέπει να τα διευθύνουν κατά των καπιταλιστών για να συντρίψουν την αντίσταση τους; Και η συστηματική χρήση των όπλων από μια τάξη εναντίον άλλης, τι άλλο είναι παρά μια «μεταβατική» μορφή του Κράτους;
Ας εξετάσει κάθε σοσιαλδημοκράτης, με ποιο τρόπο ο Μαρξ εξέταζε το ζήτημα του Κράτους στην πολεμική του προς τους αναρχικούς. Ήταν ο ίδιος τρόπος που χρησιμοποιεί η μεγάλη πλειοψηφία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Δευτέρας Διεθνούς;
Ο Ένγκελς αναπτύσσει τις ίδιες ιδέες με μεγαλύτερη λεπτομέρεια και απλότητα. Πρώτα-πρώτα γελοιοποιεί τις συγκεχυμένες ιδέες των οπαδών τού Προυντόν, που ονομάζονται «Αντιεξουσιακοί», δηλαδή αρνούνται κάθε μορφή εξουσίας, υποταγής και αρχής. Πάρτε ένα εργοστάσιο, ένα σιδηρόδρομο, ένα πλοίο στον ωκεανό, λέει ο Ένγκελς, δεν είναι φανερό ότι καμιά απ’ αυτές τις πολύπλοκες τεχνικές λειτουργίες που βασίζονται στην χρήση των μηχανών και στην επιβεβλημένη συνεργασία πολλών ανθρώπων, δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς ένα βαθμό υποταγής και συνεπώς εξουσίας;
«Όταν μεταχειρίζομαι αυτά τα επιχειρήματα, γράφει ο Ένγκελς, εναντίον των φανατικότερων Αντιεξουσιακών μπορούν να μου δώσουν μόνο την ακόλουθη απάντηση: «Α, αυτό είναι αλήθεια, δεν πρόκειται όμως περί εξουσίας που δίνουμε στους αντιπροσώπους μας, αλλά περί ορισμένης εντολής». Οι άνθρωποι αυτοί νομίζουν ότι ένα πράγμα μπορεί να μεταβληθεί μόνο με την αλλαγή του ονόματος του».
Αποδεικνύοντας έτσι ότι εξουσία και αυτονομία είναι έννοιες σχετικές, ότι η σφαίρα της εφαρμογής τους αλλάζει μαζί με τις διάφορες φάσεις της κοινωνικής εξέλιξης, ότι είναι σφάλμα να τις θεωρούμε ως απόλυτες έννοιες, προσθέτοντας επίσης ότι το πεδίον της εφαρμογής των μηχανών και της μεγάλης παραγωγής ευρύνεται ολοένα περισσότερο, ο Ένγκελς από την γενική συζήτηση περί εξούσιας περνάει στο ζήτημα του Κράτους.
«Αν οι Αυτονομιστές, (γράφει) ήθελαν να πουν ότι η κοινωνική οργάνωση του μέλλοντος θα παραδέχεται την εξουσία μόνο μέσα στα όρια που επιβάλλουν αναγκαστικά οι όροι της βιομηχανίας, θα ήταν δυνατόν τότε να συμφωνήσουμε μαζί τους. Αυτοί όμως είναι τυφλοί μπροστά σε όλα τα γεγονότα που καθιστούν αναγκαία την εξουσία και πολεμούν φανατικά μια λέξη.
Γιατί οι Αντιεξουσιακοί δεν περιορίζονται να φωνάζουν εναντίον της πολιτικής εξουσίας, εναντίον τον Κράτους; Όλοι οι σοσιαλιστές παραδέχονται ότι το Κράτος και μαζί μ’ αυτό και η πολιτική εξουσία θα εκλείψουν ύστερα από την σοσιαλιστική επανάσταση, δηλαδή ότι οι δημόσιες λειτουργίες θα χάσουν τον πολιτικό τους χαρακτήρα και θα μεταμορφωθούν σε απλές διαχειριστικές λειτουργίες, σύμφωνα με τα κοινωνικά συμφέροντα. Αλλά οι Αντιεξουσιακοί ζητούν να καταργηθεί μονομιάς το Κράτος, πριν μάλιστα καταργηθούν οι κοινωνικές σχέσεις που το γέννησαν. Πρώτη πράξη της Κοινωνικής Επανάστασης θέλουν να είναι η κατάργηση κάθε εξουσίας.
Είδαν ποτέ τους καμιά Επανάσταση αυτοί οι κύριοι; Η Επανάσταση χωρίς αμφιβολία, είναι το πιο αυθαίρετο πράγμα. Επανάσταση είναι μια πράξη στην οποία ένα μέρος του πληθυσμού επιβάλλει την θέληση του στο άλλο μέρος με τα όπλα, τις λόγχες, τα κανόνια, δηλαδή με τα πιο αυθαίρετα μέσα. Και το κόμμα που επικρατεί είναι μοιραία υποχρεωμένο να διατηρήσει την κυριαρχία του με τον τρόμο εκείνο που τα όπλα του εμπνέουν στους αντιδραστικούς.
Αν η Παρισινή Κομμούνα δεν στηριζόταν στην εξουσία του οπλισμένου λαού κατά της πλουτοκρατίας, θα μπορούσε να κρατηθεί περισσότερο από μια μέρα; Ή μήπως πρέπει μάλλον να επικρίνουμε την Κομμούνα γιατί δεν χρησιμοποίησε αρκετά αυτήν την εξουσία; Έτσι, οι Αντιεξουσιακοί ή δεν ξέρουν και οι ίδιοι γιατί μιλούν, οπότε απλώς συγχύζουν τα πράγματα ή ξέρουν καλά αυτό που λένε, οπότε είναι προδότες του προλεταριάτου. Και στις δυο περιπτώσεις εξυπηρετούν τα συμφέροντα μόνον της αντίδρασης».
Στην συζήτηση αυτή, θίγονται ζητήματα που πρέπει να εξετασθούν σε συνδυασμό με την αμοιβαία σχέση των πολιτικών και οικονομικών φαινομένων κατά την διάρκεια του μαρασμού τον Κράτους. (Το επόμενο κεφάλαιο εξετάζει αυτό το ζήτημα).
Τέτοια είναι τα προβλήματα της μεταμόρφωσης των δημοσίων λειτουργιών, από πολιτικές σε απλές διαχειριστικές, και της μεταμόρφωσης της φύσης του «πολιτικού Κράτους». Ο τελευταίος αυτός όρος, που μπορεί πολύ εύκολα να παρεξηγηθεί, δείχνει την πορεία του μαρασμού του Κράτους : Το Κράτος που πεθαίνει, σε ένα ορισμένο στάδιο της δύσεως του, μπορεί να ονομασθεί Κράτος μη-πολιτικό. Το πιο αξιοσημείωτο μέρος από την περικοπή αυτή του Ένγκελς, είναι πάλι ο τρόπος με τον οποίο θέτει το ζήτημα απέναντι των αναρχικών.
Οι σοσιαλδημοκράτες, που θέλουν να είναι μαθητές του Ένγκελς, συζήτησαν με τους αναρχικούς χιλιάδες φορές μετά το 1873, όχι όμως όπως μπορούν και πρέπει να συζητούν οι μαρξιστές. Η Αναρχική ιδέα της κατάργησης του Κράτους είναι ακαθόριστη και μη - επαναστατική - έτσι θέτει το ζήτημα ο Ένγκελς. Οι αναρχικοί δεν θέλουν να δουν ακριβώς την Επανάσταση, στην έκρηξη και την εξέλιξη της, με τα χαρακτηριστικά της προβλήματα της βίας, της κυβέρνησης, της εξουσίας και του Κράτους. Η συνηθισμένη κριτική κατά των αναρχικών από τους σύγχρονους σοσιαλδημοκράτες κατάντησε σε καθαρές μικροαστικές χυδαιότητες : - «Εμείς είμαστε οπαδοί τού Κράτους, ενώ οι αναρχικοί δεν είναι».
Φυσικά οι χυδαιότητες αυτές απομακρύνουν κάθε επαναστατικό εργάτη που σκέπτεται λίγο. Ο Ένγκελς λέει κάτι εντελώς διαφορετικό. Τονίζει ότι όλοι οι, σοσιαλιστές αναγνωρίζουν την εξαφάνιση του Κράτους ως αποτέλεσμα της Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Την συνδέει λοιπόν με το συγκεκριμένο ζήτημα της Επανάστασης - με το ίδιο αυτό ζήτημα που κατά κανόνα οι σοσιαλδημοκράτες με τον οπορτουνισμό τους εγκαταλείπουν, αφήνοντας αποκλειστικά στους Αναρχικούς όχι μόνο να μιλούν γιαυτό, αλλά και να το «εκτελέσουν».
Και διατυπώνοντας έτσι το ζήτημα ο Ένγκελς φθάνει στο κυριότερο σημείο : Δεν έπρεπε η Κομμούνα να χρησιμοποιήσει περισσότερο την επαναστατική εξουσία του Κράτους, δηλαδή του προλεταριάτου οπλισμένου και ανυψωμένου σε κυβερνώσα τάξη;
Η νεώτέρη επίσημη Σοσιαλδημοκρατία απέκρουσε τα συγκεκριμένα προβλήματα που παρουσιάζονται στο προλεταριάτο κατά την διάρκεια της επανάστασης, ή με διάφορες κενές υποκρισίες, ή, κατά τις περιστάσεις, με το επιτήδειο σόφισμα «περιμένουμε και θα δούμε». Και οι αναρχικοί πήραν έτσι το δικαίωμα να κατηγορούν αυτούς τους σοσιαλδημοκράτες ότι πρόδωσαν την αποστολή που είχαν να μορφώσουν επαναστατικά την εργατική τάξη. Ο Ένγκελς χρησιμοποιεί την πείρα της τελευταίας προλεταριακής επανάστασης, με τον άμεσο σκοπό να βγάλει απ αυτήν συγκεκριμένα συμπεράσματα για το τι και πως πρέπει να ενεργήσει το προλεταριάτο σχετικά με το Κράτος.
Η Επιστολή προς τον Μπέμπελ.
Δημοσίευση σχολίου