Αρχική » » Η καταγωγή της Οικογένειας της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους Μέρος 17ο

Η καταγωγή της Οικογένειας της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους Μέρος 17ο

{[['']]}

Η καταγωγή της Οικογένειας της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους
                             
 Σ' αυτά προστέθηκε η μάζα του νέου πληθυσμού, που ήταν ξένος στις ομάδες των γενών, που όπως στη Ρώμη μπορούσε να γίνει μια δύναμη στη χώρα και που σύγχρονα ήταν τόσο πολυάριθμη που δεν μπορούσε να απορροφηθεί σιγά-σιγά από τα εξ αίματος συγγενικά γένη και τις φυλές. Απέναντι σ' αυτή τη μάζα ορθώνονταν οι οργανώσεις των γενών σαν κλειστά, προνομιούχα σώματα. Η αρχική αυθόρμητη δημοκρατία είχε μετατραπεί σε μισητή αριστοκρατία. Τέλος, το σύστημα των γενών είχε ξεπηδήσει από μια κοινωνία που δεν γνώριζε εσωτερικές αντιθέσεις και ταίριαζε μονάχα σε μια τέτοια κοινωνία. Δεν είχε άλλο μέσο καταναγκασμού εκτός από την κοινή γνώμη. Εδώ όμως είχε δημιουργηθεί μια κοινωνία που εξαιτίας όλων των οικονομικών της όρων ζωής έγινε ανάγκη να διασπαστεί σε ελεύθερους και δούλους, σε πλούσιους που ασκούσαν εκμετάλλευση και φτωχούς που δέχονταν εκμετάλλευση, μια κοινωνία που όχι μόνο δεν μπορούσε ξανά να συμφιλιώνει αυτές τις αντιθέσεις, αλλά που αναγκαστικά τις έσπρωχνε όλο και περισσότερο στα άκρα.
 Μια τέτοια κοινωνία μπορούσε να υπάρχει μονάχα είτε σε αδιάκοπη ανοιχτή πάλη αυτών των τάξεων μεταξύ τους, είτε κάτω από την κυριαρχία μιας τρίτης δύναμης που στεκόταν φαινομενικά πάνω από τις αντιμαχόμενες τάξεις, κατάστελλε την ανοιχτή τους σύγκρουση και επέτρεπε να γίνει η ταξική πάλη το πολύ-πολύ στο οικονομικό πεδίο, με τη λεγόμενη νόμιμη μορφή. Το καθεστώς των γενών είχε φάει τα ψωμιά του. Είχε τιναχτεί στον αέρα από τον καταμερισμό της εργασίας και από το αποτέλεσμα αυτού του καταμερισμού—από τη διάσπαση της κοινωνίας σε τάξεις. Αντικαταστάθηκε από το κράτος.

* * *
Εξετάσαμε πιο πάνω μια-μια τις τρεις κύριες μορφές όπου το κράτος υψώνεται πάνω στα ερείπια του καθεστώτος των γενών. Η Αθήνα παρουσιάζει την καθαρότερη, την κλασικότερη μορφή: Εδώ ξεπηδάει το κράτος άμεσα και κυρίως από τις ταξικές αντιθέσεις, που αναπτύσσονται μέσα στην ίδια την κοινωνία των γενών. Στη Ρώμη, η κοινωνία των γενών γίνεται μια κλειστή αριστοκρατία ανάμεσα σ' ένα πολυάριθμο όχλο που βρίσκεται έξω απ' αυτή, χωρίς δικαιώματα, αλλά γεμάτος από υποχρεώσεις. Η νίκη του όχλου τινάζει στον αέρα το παλιό καθεστώς των γενών και εγκαθιδρύει στα ερείπια του το κράτος, που σύντομα απορρόφησε ολότελα και τα δυο, την αριστοκρατία των γενών και τον όχλο. Τέλος, στους γερμανούς νικητές της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ξεπηδάει το κράτος άμεσα από την κατάκτηση μεγάλων ξένων περιοχών, που το σύστημα των γενών δεν προσφέρει κανένα μέσο για τη διακυβέρνηση τους. Επειδή όμως με αυτή την κατάκτηση δεν συνδέεται ούτε σοβαρός αγώνας με τον παλιό πληθυσμό, ούτε πιο προχωρημένος καταμερισμός της εργασίας, επειδή η βαθμίδα της οικονομικής εξέλιξης των κατακτημένων και των κατακτητών είναι περίπου η ίδια, και η οικονομική βάση της κοινωνίας μένει επομένως η παλιά, γι' αυτό μπορεί η συγκρότηση των γενών να εξακολουθεί να υπάρχει για πολλούς αιώνες με αλλαγμένη, εδαφική μορφή σαν συγκρότηση της αγροτικής κοινότητας (Markverfassuhg) και ακόμα μπορεί ν' ανανεώνεται για ορισμένο χρονικό διάστημα με εξασθενημένη μορφή στα μεταγενέστερα γένη των ευγε­νών και των πατρικίων, μάλιστα ακόμα και στα γένη των χω­ρικών, όπως στο Ντίτμαρσεν*.

 Το κράτος δεν είναι, λοιπόν, σε καμιά περίπτωση μια δύναμη που επιβλήθηκε στην κοινωνία απέξω. Το κράτος δεν είναι επίσης η «πραγματοποίηση της ηθικής ιδέας», η «εικόνα και η πραγματοποίηση του ορθού λόγου», όπως ισχυρίζεται ο Χέγκελ**. Το κράτος είναι προϊόν της κοινωνίας σε ορισμένη βαθμίδα εξέλιξης. Είναι η ομολογία ότι η κοινωνία αυτή μπερδεύτηκε σε μια αξεδιάλυτη αντίφαση με τον ίδιο τον εαυτό της, ότι διασπάστηκε σε ασυμφιλίωτες αντιθέσεις που είναι ανήμπορη να παραμερίσει. Και για να μη φθείρουν αυτές οι αντιθέσεις, οι τάξεις με τα αντιμαχόμενα οικονομικά συμφέροντα τον εαυτό τους και την κοινωνία σ' έναν άκαρπο αγώνα, έγινε αναγκαία μια δύναμη που φαινομενικά στέκεται πάνω από την κοινωνία, για να μετριάζει τη σύγκρουση, για να την κρατάει μέσα στα όρια της «τάξης». Και η δύναμη αυτή που βγήκε από την κοινωνία, αλλά που τοποθετήθηκε πάνω απ' αυτήν, που όλο και περισσότερο αποξενωνόταν απ' αυτήν, είναι το κράτος.

Απέναντι στην παλιά οργάνωση των γενών το κράτος χαρακτηρίζεται πρώτα από το χωρισμό των υπηκόων του κατά εδαφική περιοχή. Οι παλιές κοινότητες γενών που σχηματίζονταν και συγκρατούνταν με δεσμούς αίματος είχαν γίνει, όπως είδαμε, ανεπαρκείς στο μεγαλύτερο τους μέρος, γιατί προϋπέθεταν το δέσιμο των συντρόφων σε μια ορισμένη περιοχή, πράγμα που από καιρό είχε πάψει να υπάρχει. Η περιοχή είχε παραμείνει, αλλά οι άνθρωποι είχαν γίνει μετακινούμενοι. Πήραν λοιπόν το χωρισμό των περιοχών σαν αφετηρία και έβαλαν τους πολίτες να εκτελούν τα δημοσιά τους δικαιώματα και καθήκοντα εκεί όπου πήγαιναν να εγκατασταθούν, χωρίς να παίρνουν υπόψη τα γένη και τις φυλές. Αυτή η οργάνωση των πολιτών σύμφωνα με τον τόπο διαμονής είναι κοινή σε όλα τα κράτη. Γι' αυτό μας φαίνεται φυσική. Είδαμε όμως πόσο σκληροί και μακρόχρονοι αγώνες χρειάστηκαν, ώσπου να μπορέσει να μπει στη θέση της παλιάς οργάνωσης των γενών στην Αθήνα και τη Ρώμη.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι η εγκαθίδρυση μιας δημόσιας εξουσίας, που δεν συμπίπτει πια άμεσα με τον αυτοοργανωμένο σε ένοπλη δύναμη πληθυσμό. Αυτή η ιδιαίτερη δημόσια εξουσία χρειάζεται, γιατί από τότε που διασπάστηκε η κοινωνία σε τάξεις έγινε αδύνατη μια αυτενεργός ένοπλη οργάνωση του πληθυσμού. Και οι δούλοι ανήκουν στον πληθυσμό. Οι 90.000 αθηναίοι πολίτες αποτελούν μονάχα μια προνομιούχα τάξη απέναντι στους 365.000 δούλους. Ο λαϊκός στρατός της αθηναϊκής δημοκρατίας ήταν μια αριστοκρατική δημόσια εξουσία απέναντι στους δούλους και τους χαλιναγωγούσε. Αλλά για να χαλιναγωγούνται οι πολίτες, έγινε απαραίτητη, όπως είπαμε πιο πάνω, η χωροφυλακή. Αυτή η δημόσια εξουσία υπάρχει σε κάθε κράτος. Δεν αποτελείται μονάχα από οπλισμένους ανθρώπους, αλλά και από υλικά εξαρτήματα, από φυλακές και κάθε λογής ιδρύματα καταναγκασμού που ήταν άγνωστα στην κοινωνία των γενών. Μπορεί η δημόσια αυτή εξουσία να είναι πολύ ασήμαντη, σχεδόν μηδαμινή σε κοινωνίες με ανεξέλικτες ακόμα τις ταξικές αντιθέσεις και σε απομακρυσμένες περιοχές, όπως γίνεται κάπου και κάποτε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Ενισχύεται όμως στο βαθμό που οξύνονται οι ταξικές αντιθέσεις μέσα στο κράτος και στο βαθμό που τα κράτη που συνορεύουν μεταξύ τους γίνονται μεγαλύτερα και πολυπληθέστερα. Ας δούμε μόνο τη σημερινή μας Ευρώπη, όπου η ταξική πάλη και ο ανταγωνισμός για κατακτήσεις ανέβασαν τη δημόσια εξουσία σε τέτοια ύψη, που απειλούν να καταβροχθίσουν ολόκληρη την κοινωνία, ακόμα και το κράτος.
Για να διατηρείται αυτή η δημόσια εξουσία χρειάζονται οι εισφορές των πολιτών — οι φόροι. Οι φόροι ήταν τελείως άγνωστοι στην κοινωνία των γενών. Εμείς όμως σήμερα ξέρουμε να πούμε πολλά γι' αυτούς. Με την πρόοδο του πολιτισμού δεν φτάνουν πια ούτε κι αυτοί. Το κράτος εκδίδει γραμμάτια για το μέλλον, κάνει δάνεια, κρατικά χρέη. Η γρια-Ευρώπη έχει πικρή πείρα και απ' αυτά.

Κατέχοντας τη δημόσια εξουσία και το δικαίωμα να εισπράττουν φόρους, οι δημόσιοι υπάλληλοι στέκονται σαν όργανα της κοινωνίας πάνω από την κοινωνία. Ο ελεύθερος, θεληματικός σεβασμός που έδειχναν οι άνθρωποι στα όργανα του καθεστώτος των γενών δεν τους φτάνει πια, ακόμα κι αν μπορούσαν να τον έχουν. Επειδή είναι φορείς μιας εξουσίας που έχει αποξενωθεί από την κοινωνία, είναι υποχρεωμένοι να επιβάλλουν το σεβασμό στο πρόσωπο τους με έκτακτους νόμους, με τους οποίους αποκτούν μια ιδιαίτερη ιερότητα και ασυλία. Ο πιο ψωραλέος αστυνομικός υπηρέτης του πολιτισμένου κράτους έχει περισσότερο «κύρος» απ' όλα μαζί τα όργανα της κοινωνίας των γενών. Αλλά ο ισχυρότερος ηγεμόνας και ο μεγαλύτερος πολιτικός άντρας ή στρατηλάτης της εποχής του πολιτισμού μπορεί να ζηλεύει τον πιο ασήμαντο αρχηγό γένους για τον αβίαστο και αδιαφιλονίκητο σεβασμό που του αποδίδουν. Ο ένας βρίσκεται ακριβώς μέσα στην κοινωνία, ο άλλος είναι υποχρεωμένος να παρασταίνει ότι είναι κάτι έξω και πάνω απ' αυτήν.

Επειδή το κράτος δημιουργήθηκε από την ανάγκη να χαλιναγωγούνται οι ταξικές αντιθέσεις, και επειδή ταυτόχρονα γεννήθηκε μέσα στη σύγκρουση αυτών των τάξεων, είναι κατά κανόνα κράτος της πιο ισχυρής, οικονομικά κυρίαρχης τάξης, που με τη βοήθεια του κράτους γίνεται και πολιτικά κυρίαρχη τάξη, και έτσι αποκτάει νέα μέσα για την κατάπνιξη και την εκμετάλλευση της καταπιεζόμενης τάξης. Έτσι, το αρχαίο κράτος ήταν πριν απ' όλα κράτος των δουλοκτητών για την καταπίεση των δούλων, όπως το φεουδαρχικό κράτος ήταν όργανο των ευγενών για την καταπίεση των δουλοπάροικων και των κολίγων, και το σύγχρονο αντιπροσωπευτικό κράτος είναι όργανο εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο. Κατ' εξαίρεση ωστόσο παρουσιάζονται περίοδοι, όπου οι ανταγωνιζόμενες τάξεις κρατούν τόσο πολύ την ισορροπία μεταξύ τους, που η κρατική εξουσία σαν φαινομενικός μεσάζοντας αποκτάει για μια στιγμή μια κάποια ανεξαρτησία απέναντι και στις δυο. Τέτοια ήταν η απόλυτη μοναρχία του 17ου και 18ου αιώνα, που εξισορροπεί μεταξύ τους τους ευγενείς και την αστική τάξη. Τέτοιος ήταν ο βοναπαρτισμός της πρώτης και ιδίως της δεύτερης γαλλικής αυτοκρατορίας, που χρησιμοποίησε το προλεταριάτο ενάντια στην αστική τάξη και την αστική τάξη ενάντια στο προλεταριάτο. Το πιο νέο κατόρθωμα αυτού του είδους, όπου κυρίαρχοι και κυριαρχούμενοι εμφανίζονται το ίδιο κωμικοί, είναι η νέα γερμανική αυτοκρατορία του βισμαρκικού έθνους; Εδώ οι κεφαλαιοκράτες και οι εργάτες εξισορροπούνται ο ένας ενάντια στον άλλο και εξαπατούνται κι οι δυο στον ίδιο βαθμό προς όφελος των διεφθαρμένων πρώσων λαχανοτσιφλικάδων3*..

Πέρα απ' αυτό, στα περισσότερα ιστορικά κράτη τα δικαιώματα που παραχωρούνται στους πολίτες διαβαθμίζονται ανάλογα με την περιουσία τους και έτσι άμεσα εκφράζεται ότι το κράτος είναι μια οργάνωση των ιδιοκτητριών τάξεων για την προστασία τους από την τάξη των ακτημόνων. Αυτό γινόταν κιόλας στην Αθήνα και στη Ρώμη με τη διαίρεση τους σε τάξεις ανάλογα με την περιουσία των πολιτών. Το ίδιο και στο μεσαιωνικό φεουδαρχικό κράτος, όπου η πολιτική υπόσταση καθοριζόταν ανάλογα με το μέγεθος της γαιοκτησίας. Το ίδιο γίνεται και με το εκλογικό τίμημα των σύγχρονων αντιπροσωπευτικών κρατών. Αυτή η πολιτική αναγνώριση της περιουσιακής διαφοράς δεν είναι ωστόσο καθό­λου ουσιαστική. Αντίθετα, χαρακτηρίζει μια χαμηλή βαθμίδα της κρατικής εξέλιξης.

Η ανώτατη μορφή του κράτους, η αστική δημοκρατία, που στις σύγχρονες μας κοινωνικές συνθήκες γίνεται όλο και περισσότερο αναπόφευκτη ανάγκη και είναι η κρατική μορφή, που μέσα σ' αυτή μονάχα μπορεί να δοθεί η τελευταία αποφασιστική μάχη ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη, η αστική δημοκρατία επίσημα δεν καταλαβαίνει πια τίποτα από περιουσιακές διαφορές. Σ' αυτήν ο πλούτος ασκεί έμμεσα την εξουσία του, αλλά γι' αυτό και πιο σίγουρα. Από τη μια πλευρά, με τη μορφή της άμεσης διαφθοράς των υπαλλήλων —κλασικό παράδειγμα γι' αυτό είναι η Αμερική— από την άλλη, με τη μορφή της συμμαχίας κυβέρνησης και χρηματιστηρίου, που γίνεται τόσο πιο εύκολα, όσο περισσότερο αυξάνουν τα κρατικά χρέη και όσο περισσότερο οι μετοχικές εταιρίες συγκεντρώνουν στα χέρια τους όχι μόνο τις μεταφορές, αλλά και την ίδια την παραγωγη και βρίσκουν κι αυτές με τη σειρά τους το κέντρο τους στο χρηματιστήριο. Χτυπητό παράδειγμα γι' αυτό, εκτός από την Αμερική, είναι η τελευταία γαλλική δημοκρατία.

 Επίσης και η καλοκάγαθη Ελβετία έβαλε το λιθαράκι της σ' αυτό τον τομέα. Ότι όμως γι' αυτό τον αδερφικό δεσμό κυβέρνησης και χρηματιστηρίου δεν απαιτείται η αστική δημοκρατία, το αποδείχνει εκτός από την Αγγλία και το νέο γερμανικό ράιχ, όπου δεν μπορεί κανείς να πει ποιον σήκωσε πιο ψηλά το γενικό δικαίωμα ψήφου, τον Μπίσμαρκ ή τον Μπλάιχρέντερ4*. Και τέλος, η ιδιοκτήτρια τάξη κυριαρχεί άμεσα μέσω του γενικού δικαιώματος ψήφου. Όσο η καταπιεζόμενη τάξη, δηλαδή στην περίπτωση μας το προλεταριάτο, δεν είναι ακόμα ώριμο για την αυτοαπελευθέρωσή του, θα αναγνωρίζει στην πλειοψηφία του το κοινωνικό καθεστώς που υπάρχει σαν το μόνο δυνατό, και πολιτικά θα είναι ουρά της τάξης των καπιταλιστών, η άκρα αριστερά της πτέρυγα. Στο μέτρο όμως που ωριμάζει για την αυτοαπελευθέρωσή του, συγκροτείται σε δικό του κόμμα, εκλέγει τους δικούς του εκπροσώπους και όχι τους εκπροσώπους της τάξης των κεφαλαιοκρατών. Το γενικό δικαίωμα ψήφου είναι έτσι ο δείκτης της ωριμότητας της εργατικής τάξης. Περισσότερο δεν μπορεί να είναι και δεν θα είναι ποτέ μέσα στο σημερινό κράτος, αλλά κι αυτό φτάνει. Την ημέρα που το θερμόμετρο του γενικού δικαιώματος ψήφου θα δείχνει στο σημείο του βρασμού ανάμεσα στους εργάτες, θα ξέρουν κι αυτοί, όπως και οι κεφαλαιοκράτες, τι να κάνουν.

Το κράτος λοιπόν δεν υπάρχει από καταβολής κόσμου. Υπήρξαν κοινωνίες που τα έβγαζαν πέρα χωρίς αυτό, που δεν είχαν ιδέα από κράτος και κρατική εξουσία. Σε μια ορισμένη βαθμίδα της οικονομικής εξέλιξης, που αναγκαστικά ήταν συνδεδεμένη με τη διάσπαση της κοινωνίας σε τάξεις, το κράτος έγινε απαραίτητο εξαιτίας αυτής της διάσπασης. Πλησιάζουμε τώρα με γοργά βήματα σε μια βαθμίδα εξέλιξης της παραγωγής, όπου η ύπαρξη αυτών των τάξεων όχι μόνο έπαψε ν' αποτελεί ανάγκη, αλλά και γίνεται πραγματικό εμπόδιο της παραγωγής. Οι τάξεις θα εξαφανιστούν το ίδιο αναπόφευκτα όπως αναπόφευκτα δημιουργήθηκαν στο παρελθόν. Με την εξαφάνιση των τάξεων θα εξαφανιστεί αναπόφευκτα και το κράτος. Η κοινωνία που οργανώνει με νέο τρόπο την παραγωγή πάνω στη βάση ελεύθερης και ίσης οργάνωσης των παραγωγών, θα βάλει ολόκληρη την κρατική μηχανή εκεί όπου θα είναι τότε η θέση της: στο μουσείο των αρχαιοτήτων, δίπλα στο ροδάνι και το μπρούντζινο τσεκούρι.

* * *
Ο πολιτισμός, λοιπόν, σύμφωνα με όσα αναφέραμε, είναι η βαθμίδα εξέλιξης της κοινωνίας, όπου ο καταμερισμός της εργασίας, η ανταλλαγή ανάμεσα σε άτομα που ξεπηδάει από τον καταμερισμό αυτό και η εμπορευματική παραγωγή που τα συμπεριλαμβάνει και τα δυο, φτάνουν σε πλήρη ανάπτυξη και ανατρέπουν ολόκληρη την προηγούμενη κοινωνία.
Η παραγωγή όλων των προηγούμενων κοινωνικών βαθμίδων ήταν ουσιαστικά κοινή, όπως επίσης και η κατανάλωση γινόταν με άμεσο μοίρασμα των προϊόντων μέσα στα πλαίσια μεγαλύτερων ή μικρότερων κομμουνιστικών κοινοτήτων. Αυτή η κοινότητα της παραγωγής γινόταν μέσα στα πιο στενά όρια, όμως συνεπαγόταν την κυριαρχία των παραγωγών πάνω στη διαδικασία της παραγωγής τους και στο προϊόν τους. Ξέρουν τι γίνεται το προϊόν τους: το καταναλώνουν, δεν φεύγει από τα χέρια τους. Κι όσο καιρό η παραγωγή γίνεται πάνω σ' αυτή τη βάση, δεν μπορεί να υψωθεί πάνω από τα κεφάλια των παραγωγών, δεν μπορεί να γεννήσει φασματικές και ξένες γι' αυτούς δυνάμεις, όπως συμβαίνει κανονικά και αναπόφευκτα στον πολιτισμό.

Όμως σ' αυτή τη διαδικασία της παραγωγής εισχωρεί σιγά-σιγά ο καταμερισμός της εργασίας. Υπονομεύει την κοινότητα της παραγωγής και της ιδιοποίησης, ανεβάζει την ατομική ιδιοποίηση σε κυρίαρχο κανόνα και δημιουργεί έτσι την ανταλλαγή ανάμεσα στα άτομα—πώς έγινε αυτό το εξετάσαμε πιο πάνω. Σιγά-σιγά η εμπορευματική παραγωγή γίνεται κυρίαρχη μορφή.
Με την εμπορευματική παραγωγή, με την παραγωγή όχι πια για ίδια χρήση, αλλά για την ανταλλαγή, τα προϊόντα αναγκαστικά αλλάζουν χέρια. Ο παραγωγός δίνει το προϊόν του για ανταλλαγή, δεν ξέρει όμως πια τι θα απογίνει. Μόλις εμφανίζεται το χρήμα, και μαζί με το χρήμα μπαίνει ο έμπορος σαν μεσάζοντας ανάμεσα στους παραγωγούς, η διαδικασία της ανταλλαγής γίνεται ακόμα πιο περίπλοκη, η τελική μοίρα των προϊόντων ακόμα πιο αβέβαιη. Έμποροι υπάρχουν πολλοί και κανείς απ' αυτούς δεν ξέρει τι κάνει ο άλλος. Τα εμπορεύματα δεν περνούν τώρα πια μονάχα από χέρι σε χέρι, αλλά πηγαίνουν και από αγορά σε αγορά. Οι παραγωγοί έχασαν την κυριαρχία πάνω στο σύνολο της παραγωγής των όρων της ζωής τους, χωρίς η κυριαρχία αυτή να περάσει στους εμπόρους. Προϊόντα και παραγωγή γίνονται παιχνίδια της τύχης.

Η τύχη όμως είναι μονάχα ο ένας πόλος μιας συνάφειας που ο άλλος της πόλος λέγεται αναγκαιότητα. Στη φύση, όπου επίσης φαίνεται να κυριαρχεί η τύχη, έχουμε από καιρό αποδείξει σε κάθε ξεχωριστό τομέα την εσωτερική αναγκαιότητα και νομοτέλεια που επιβάλλεται σ' αυτήν την τύχη. Ό,τι όμως ισχύει για τη φύση, ισχύει και για την κοινωνία. Όσο περισσότερο μια κοινωνική δράση, μια σειρά από κοινωνικά γεγονότα ξεφεύγουν από το συνειδητό έλεγχο των ανθρώπων, ξεπερνάνε το ύψος τους, όσο περισσότερο φαίνεται αυτή η δράση να οφείλεται στην καθαρή τύχη, τόσο περισσότερο επιβάλλονται μ' αυτή την τύχη και με φυσική αναγκαιότητα οι ιδιόμορφοι, εσωτερικοί νόμοι της. Τέτοιοι νόμοι κυριαρχούν και πάνω στις συμπτώσεις της εμπορευματικής παραγωγής και της ανταλλαγής των εμπορευμάτων. Απέναντι στον ξεχωριστό παραγωγό και σ' αυτόν που ανταλλάσσει ορθώνονται οι νόμοι αυτοί σαν ξένες, αρχικά μάλιστα σαν άγνωστες δυνάμεις, που τη φύση τους πρέπει πρώτα με κόπο να την ερευνήσουμε και να την εξιχνιάσουμε.

Αυτοί οι οικονομικοί νόμοι της εμπορευματικής παραγωγής τροποποιούνται στις διάφορες βαθμίδες εξέλιξης αυτής της μορφής παραγωγής. Γενικά όμως ολόκληρη η περίοδος του πολιτισμού βρίσκεται κάτω από την κυριαρχία τους. Ακόμα και σήμερα το προϊόν εξουσιάζει τους παραγωγούς. Ακόμα και σήμερα η συνολική παραγωγή της κοινωνίας δεν ρυθμίζεται μ' ένα κοινά καταστρωμένο σχέδιο, αλλά με τυφλούς νόμους που επιβάλλονται με στοιχειώδη δύναμη και σε τελική ανάλυση με τις θύελλες των περιοδικών εμπορικών κρίσεων.

Είδαμε πιο πάνω, πώς σε μια αρκετά πρώιμη βαθμίδα εξέλιξης της παραγωγής η ανθρώπινη εργατική δύναμη γίνεται ικανή να αποδίδει σημαντικά μεγαλύτερο προϊόν από το προϊόν που απαιτείται για τη συντήρηση των παραγωγών, και πώς αυτή η βαθμίδα εξέλιξης είναι ουσιαστικά η ίδια με εκείνη που εμφανίζονται ο καταμερισμός της εργασίας και η ανταλλαγή ανάμεσα σε άτομα. Δεν χρειάστηκε πια πολύς καιρός ώσπου να ανακαλυφθεί η μεγάλη «αλήθεια» ότι, δηλαδή, και ο άνθρωπος μπορεί να γίνει εμπόρευμα, ότι η ανθρώπινη δύναμη μπορεί να ανταλλαχθεί και να χρησιμοποιηθεί με όφελος, όταν μετατραπεί ο άνθρωπος σε δούλο. Μόλις οι άνθρωποι άρχισαν ν' ανταλλάσσουν, άρχισαν κιόλας ν' ανταλλάσσονται κι οι ίδιοι. Το ενεργητικό έγινε παθητικό, είτε το ήθελαν είτε δεν το ήθελαν οι άνθρωποι.

Με τη δουλεία, που στον πολιτισμό απέκτησε την πιο πλήρη ανάπτυξη της, έγινε η πρώτη μεγάλη διάσπαση της κοινωνίας σε μια τάξη που ασκεί εκμετάλλευση και σε μια τάξη που δέχεται εκμετάλλευση. Αυτή η διάσπαση διατηρήθηκε σ' όλη την περίοδο του πολιτισμού. Η δουλεία είναι η πρώτη μορφή της εκμετάλλευσης, που χαρακτηρίζει τον αρχαίο κόσμο. Την ακολουθεί η δουλοπαροικία στο μεσαίωνα και η μισθωτή εργασία στη νεότερη εποχή. Αυτές είναι οι τρεις μεγάλες μορφές της υποδούλωσης που χαρακτηρίζουν τις τρεις μεγάλες εποχές του πολιτισμού. Τις τρεις αυτές εποχές τις συνοδεύει πάντα η δουλεία, στην αρχή η ανοιχτή και τελευταία η καλυμμένη.

Τη βαθμίδα της εμπορευματικής παραγωγής, με την οποία αρχίζει ο πολιτισμός, τη χαρακτηρίζουν οικονομικά
1) η εμφάνιση του μεταλλικού χρήματος, και μαζί του του χρηματικού κεφαλαίου, του τόκου και της τοκογλυφίας,
2) των εμπόρων σαν μεσάζουσας τάξης ανάμεσα στους παραγωγούς,
3) της ατομικής ιδιοκτησίας της γης και της υποθήκης και
4) της εργασίας των δούλων σαν κυρίαρχης μορφής της παραγωγής.

Η μορφή της οικογένειας που αντιστοιχεί στον πολιτισμό και που επικρατεί οριστικά μαζί του είναι η μονγαμία, η κυριαρχία του άντρα πάνω στη γυναίκα και η ατομική οικογένεια σαν οικονομική μονάδα της κοινωνίας. Η συνόψιση της πολιτισμένης κοινωνίας είναι το κράτος, που σε όλες ανεξαίρετα τις τυπικές περιόδους είναι το κράτος της κυρίαρχης τάξης, και που σε όλες τις περιπτώσεις παραμένει ουσιαστικά μια μηχανή για την καθυπόταξη της τάξης που δέχεται την καταπίεση και την εκμετάλλευση. Χαρακτηριστικό για τον πολιτισμό είναι ακόμη: από τη μια η σταθεροποίηση της αντίθεσης ανάμεσα στην πόλη και στην ύπαιθρο σαν βάση όλου του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, και από την άλλη η καθιέρωση της διαθήκης, με την οποία ο ιδιοκτήτης μπορεί να διαθέτει την ιδιοκτησία του ακόμα και μετά το θάνατο του. Ο θεσμός αυτός που πλήττει κατάμουτρα το παλιό καθεστώς των γενών ήταν ως την εποχή του Σόλωνα άγνωστος στην Αθήνα. Στη Ρώμη καθιερώθηκε από νωρίς κιόλας, πότε ακριβώς δεν ξέρουμε.5* Στους Γερμανούς τον εισήγαγαν οι παπάδες, για να μπορεί ο αγαθιάρης Γερμανός να κληροδοτεί ανενόχλητα το μερίδιο του στην εκκλησία.

Με αυτό το κοινωνικό καθεστώς ο πολιτισμός κατάφερε πράγματα που η παλιά κοινωνία των γενών δεν ήταν σε θέση ούτε και να τα φανταστεί. Τα πέτυχε, όμως, υποκινώντας τα πιο βρομερά ένστικτα και πάθη των ανθρώπων που τα ανέπτυξε σε βάρος όλων των άλλων τους χαρισμάτων. Η χυδαία απληστία ήταν η κινητήρια ψυχή του πολιτισμού από την πρώτη του μέρα μέχρι σήμερα: πλούτος και πάλι πλούτος και ξανά πλούτος, πλούτος όχι της κοινωνίας, αλλά αυτού του συγκεκριμένου άθλιου ατόμου, αυτός ήταν ο μοναδικός τελικός σκοπός του. Αν μαζί μ' αυτά του έπεσαν έτοιμα στην ποδιά η εξέλιξη της επιστήμης και σε επανειλημμένες περιόδους η ανώτατη άνθηση της τέχνης, αυτό έγινε μόνο και μόνο γιατί χωρίς αυτά δεν θα ήταν δυνατό να πετύχει όλη αυτή τη συσσώρευση του πλούτου της εποχής μας.

Μια και η βάση του πολιτισμού είναι η εκμετάλλευση μιας τάξης από μια άλλη, όλη η εξέλιξη του κινείται μέσα σε μια αδιάκοπη αντίφαση. Κάθε πρόοδος της παραγωγής είναι ταυτόχρονα μια πισωδρόμηση στην κατάσταση της καταπιεζόμενης τάξης, δηλαδή της μεγάλης πλειοψηφίας. Κάθε καλό για τους μεν είναι αναγκαστικά κακό για τους άλλους, κάθε καινούργια απελευθέρωση της μιας τάξης, είναι μια νέα καταπίεση για κάποια άλλη τάξη. Την πιο χτυπητή απόδειξη γι' αυτό δίνει η εισαγωγή των μηχανών, που τ' αποτελέσματα τους σήμερα είναι γνωστά σε όλο τον κόσμο. Κι αν, όπως είδαμε, στους βαρβάρους μόλις μπορούσε να γίνει διάκριση ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, ο πολιτισμός κάνει και τη διάκριση αυτή και την αντίθεση ανάμεσα τους ολοφάνερη ακόμα και στον πιο ηλίθιο, παραχωρώντας σχεδόν όλα τα δικαιώματα σε μια τάξη, ενώ φορτώνει στην άλλη σχεδόν όλες τις υποχρεώσεις.

Αυτό όμως δεν πρέπει να γίνεται. Εκείνο που είναι καλό για την κυρίαρχη τάξη πρέπει να είναι καλό για ολόκληρη την κοινωνία, με την οποία ταυτίζεται η κυρίαρχη τάξη. Όσο λοιπόν προχωράει ο πολιτισμός, τόσο περισσότερο είναι υποχρεωμένος να καλύπτει με το μανδύα της αγάπης τα κακά που δημιούργησε με αναγκαιότητα, να τα εξωραΐζει ή να τα αρνείται, κοντολογίς να εισάγει μια συμβατική υποκρισία, που δεν τη γνώριζαν ούτε οι πρώτες κοινωνικές μορφές, ούτε οι πρώτες βαθμίδες του πολιτισμού, και τέλος, να την αποκορυφώνει με τον ισχυρισμό ότι η εκμετάλλευση της καταπιεζόμενης τάξης γίνεται από την εκμεταλλεύτρια τάξη μόνο και μόνο προς το συμφέρον της ίδιας της τάξης που δέχεται την εκμετάλλευση, κι αν αυτή η τάξη δεν το καταλαβαίνει αυτό, αλλά αντίθετα εξεγείρεται κιόλας, αυτό αποτελεί την πιο πρόστυχη αχαριστία απέναντι στους ευεργέτες, τους εκμεταλλευτές.6*

Και τώρα σαν συμπέρασμα η κρίση του Μόργκαν για τον πολιτισμό:
«Από την εμφάνιση του πολιτισμού αυξήθηκε σε τέτοιο τεράστιο βαθμό ο πλούτος, οι μορφές του έγιναν τόσο ποικιλόμορφες, η χρησιμοποίηση του τόσο πλατιά και η διαχείριση του τόσο επιτήδεια προς το συμφέρον των ιδιοκτητών, που ο πλούτος αυτός έγινε απέναντι στο λαό μια ακαταμάχητη δύναμη. Το ανθρώπινο πνεύμα μένει αμήχανο και μαγεμένο μπρος στην ίδια του τη δημιουργία. Θα έρθει ωστόσο η εποχή που το ανθρώπινο λογικό θα δυναμώσει και θα κυριαρχήσει πάνω στον πλούτο, που θα καθορίζει τόσο τη σχέση του κράτους προς την ιδιοκτησία που προστατεύει, όσο και τα όρια των δικαιωμάτων των ιδιοκτητών. Τα συμφέροντα της κοινωνίας προηγούνται απόλυτα των ατομικών συμφερόντων, και τα δυο πρέπει να έρθουν σε μια δίκαιη και αρμονική σχέση. Το απλό κυνήγι του πλούτου δεν είναι ο τελικός προορισμός της ανθρωπότητας, αν η πρόοδος παραμείνει ο νόμος του μέλλοντος, όπως ήταν και στο παρελθόν. Η εποχή που διέτρεξε η ανθρωπότητα από την αυγή του πολιτισμού είναι μονάχα ένα μικρό κλάσμα της ζωής που πέρασε, μονάχα ένα μικρό κλάσμα της ζωής που βρίσκεται ακόμα μπροστά της.

Η διάλυση της κοινωνίας ορθώνεται απειλητική μπροστά μας σαν το τέλος μιας ιστορικής σταδιοδρομίας που μοναδικός της σκοπός είναι ο πλούτος. Γιατί μια τέτοια σταδιοδρομία περιέχει τα στοιχεία της αυτοκαταστροφής της. Η δημοκρατία στη διοίκηση, η αδερφοσύνη στην κοινωνία, η ισότητα των δικαιωμάτων, η γενική εκπαίδευση, θα εγκαινιάσουν την κατοπινή ανώτερη βαθμίδα της κοινωνίας, για την οποία εργάζονται αδιάκοπα η πείρα, η λογική και η επιστήμη. Θα είναι μία αναγέννηση —αλλά σε ανώτερη μορφή— της ελευθερίας, της ισότητας και της αδερφοσύνης των παλιών γενών.» (Morgan Ancient society,, σελ. 552).
Σύμφωνα με την τέταρτη έκδοση.
Γράφτηκε από τον Φρίντριχ Ένγκελς από το Μάρτη ως τον Ιούνη τον 1884.
Πρωτοβγήκε σε χωριστή έκδοση στη Ζυρίχη το 1884.
Η τέταρτη συμπληρωμένη έκδοση βγήκε στη Στουτγάρδη το Νοέμβρη τον 1891.
 _______________________________________

* 0 πρώτος ιστοριογράφος που είχε τουλάχιστον μια κατά προσέγγιση αντίληψη της ουσίας του γένους ήταν ο Νίμπουρ, κι αυτό το χρωστάει —καθώς και τις πλάνες του που τις άντλησε άμεσα από εκεί— στη γνωριμία του με τις συγγενικές κοινότητες του Ντίτμαρσεν (σημ. του Ένγκελς).
**. Jegel. Grundinien der Philosophie des Rechts, παρ. 257 και 360. Η πρώτη έκδοση αυτού του έργου έγινε στο Βερολίνο το 1821 (σημ. γερμ. σύντ.).
3*  Ευγενείς γαιοκτήμονες της υπαίθρου, υποτιμητικά (σημ. τ. μετ.).
4* .0 Γκέρσον φον Μπλάιχρέντερ (1822-1893) ήταν ο διευθυντής ενός μεγάλου τραπεζικού οίκου στο Βερολίνο. Υπήρξε ο προσωπικός τραπεζίτης του Μπίσμαρκ, καθώς και ο ανεπίσημος σύμβουλος του σε χρηματιστικά θέματα και ο μεσάζοντας σε διάφορες μηχανορραφίες του (σημ. γερμ. σύντ.).
5*  Το «σύστημα των κεκτημένων δικαιωμάτων» του Λασάλ στο δεύτερο του μέρος στρέφεται κυρίως γύρω από τη θέση ότι η ρωμαϊκή διαθήκη είναι τόσο παλιά όσο και η ίδια η Ρώμη, ότι για τη ρωμαϊκή ιστορία δεν υπήρξε ποτέ «εποχή χωρίς διαθήκη» και ότι η διαθήκη γεννήθηκε μάλλον στην προρωμαϊκή εποχή από τη λατρεία των πεθαμένων. Ο Λασάλ, σαν πιστός παλαιο-χεγκελιανός, βγάζει τις ρωμαϊκές νομικές διατάξεις όχι από τις κοινωνικές συνθήκες των Ρωμαίων, αλλά από τη «θεωρητική έννοια» της θέλησης, και έτσι καταλήγει σ' αυτόν τον εντελώς αντιιστορικό ισχυρισμό. Δεν μπορεί αυτό να μας παραξενεύει αφού πρόκειται για ένα βιβλίο που, με βάση την ίδια θεωρητική έννοια, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στη ρωμαϊκή κληρονομιά η μεταβίβαση της περιουσίας ήταν απλά δευτερεύουσα υπόθεση. Ο Λασάλ όχι μόνο πιστεύει στις αυταπάτες των ρωμαίων νομικών, ιδίως της πρώτης εποχής, αλλά και τους ξεπερνάει (σημ. του Ένγκελς).
6* 1. Είχα αρχικά σκοπό να βάλω πλάι στην κριτική του Μόργκαν και τη δική μου, τη λαμπρή κριτική του πολιτισμού που βρίσκεται όιασπαρμένη στα έργα του Σαρλ Φουριέ. Δυστυχώς μου λείπει ο χρόνος γι' αυτό. Παρατηρώ μονάχα ότι ο Φουριέ θεωρεί κιόλας τη μονογαμία και τη γαιοκτησία σαν τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα του πολιτισμού και ότι τις ονομάζει πόλεμο των πλουσίων ενάντια στους φτωχούς. Επίσης βρίσκεται κιόλας σ' αυτόν η βαθιά κατανόηση ότι σ' όλες τις ατελείς κοινωνίες, που είναι διασπασμένες σε αντιθέσεις, οι ατομικές οικογένειες  αποτελούν τις οικονομικές τους μονάδες (σημ. του Ένγκελς).

ΤΕΛΟΣ

             ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger