2.1.19

Ο «μυστικός δείπνος» της αρχαιότητας

Μια μυθικιστική προσέγγιση στο «σώμα και το αίμα του Χριστού»

Της Χαρίτας Μήνη Κλασικής φιλολόγου - συγγραφέα, "Αιρετικά", Documento

Σκανδαλίζει η θέση του μυθικιστικού ρεύματος ότι ο Ιησούς ίσως και να μην υπήρξε ποτέ - ότι ίσως να αποτελεί μυθική μορφή στα πρότυπα ποικίλων σωτήρων θεών της αρχαιότητας, όπως ο Διόνυσος, ο Μίθρας και ο Οσιρις.
Εύλογο είναι να προκαλεί αντιδράσεις μια τέτοια θέση. Απειλεί να κλονίσει ολόκληρο το θεολογικό οικοδόμημα του χριστιανισμού στο οποίο στηρίχτηκε και ο εθνικιστικός μύθος του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Αν σκεφτούμε πόσο σφιχτός είναι ο εναγκαλισμός εκκλησίας - κράτους στη χώρα μας, δεν θα μας φανεί παράξενος ο πόλεμος που έχουν δεχτεί κατά καιρούς οι μυθικιστικές ιδέες.

Ωστόσο, αυτό που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει είναι ότι η χριστιανική θρησκεία αποτελεί ένα μείγμα από διαφορετικά υλικά, πολλά από τα οποία κατάγονται από τον αρχαίο κόσμο. Μπορούμε να τη φανταστούμε σαν ένα μεγάλο καζάνι όπου «μαγειρεύτηκαν» μύθοι, παραδόσεις, θεολογικές απόψεις και φιλοσοφικές ιδέες ποικίλων λαών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Για παράδειγμα, ανιχνεύοντας κάποια ιερά σύμβολα του χριστιανισμού, ανακαλύπτουμε έναν άλλον «μυστικό δείπνο», ο οποίος συνδυάζει το κρασί του Διόνυσου, το ψωμί της Δήμητρας και άλλες ιερές τροφές της αρχαιότητας.

Το κρασί, το αίμα και οι οργιαστικές βακχικές λατρείες

Ο Ιησούς και ο Διόνυσος μοιάζει σαν να ’ναι σχεδόν ο ένας το alter ego του άλλου, καθώς και οι δύο ενσαρκώνουν πανάρχαια αρχέτυπα σηκώνοντας το φορτίο των πόθων και των προσδοκιών αμέτρητων ατόμων.

Οι ομοιότητες τους είναι πολλές για ν’ αποτελούν απλή σύμπτωση. Η γέννησή τους δεν θα μπορούσε παρά να είναι υπερφυσική. Υπήρξαν, άλλωστε, γιοι ενός θεού και μιας θνητής. Εμφανίστηκαν ως σωτήρες κι έκαναν θαύματα. Και οι δύο καταδιώχτηκαν και υπέφεραν. Πέθαναν και αναστήθηκαν προσφέροντας στους ανθρώπους την ελπίδα της μεταθανάτιας λύτρωσης.

Παράλληλα, ο Διόνυσος υπήρξε ο δότης του κλήματος και του οίνου. Η σύνδεσή του με το κρασί (το «αίμα του σταφυλιού», για να χρησιμοποιήσουμε μια φράση της Παλαιός Διαθήκης) θεωρείται ότι προέρχεται από τον οργιαστικό χαρακτήρα της λατρείας του. Στις «Βάκχες» του Ευριπίδη περιγράφονται τα «θαύματα» που συνέβαιναν στις τελετές των Μαινάδων:

Μια τους χτυπά ένα βράχο με το θύρσο και δροσερό νερό αναβρύζει- μια άλλη αγγίζει με το θύρσο της το χώμα κι ο θεός εκεί κρασιού μια βρύση ανοίγει...

(«Βάκχαι» 704-7, μετ. Θρασύβουλου Σταύρου)

Στη γιορτή των Οσχοφορίων, που τελούνταν το φθινόπωρο στα τέλη του τρύγου, δύο νέοι άντρες με γυναικεία ενδύματα έμπαιναν επικεφαλής της πομπής κρατώντας ένα κλαδί κατάφορτο από ώριμα σταφύλια. Το μετέφεραν από το ιερό του Βάκχου στην Αθήνα στο τέμενος της Αθηνάς στο Φάληρο. Η τελετουργική παρενδυσία των δύο νέων μας θυμίζει ότι και ο ίδιος ο θεός πότε πότε παρουσιάζεται να φοράει γυναικεία ρούχα, πράγμα που ίσως μαρτυρεί τη σχέση του με παλιότερες χθόνιες, γυναικείες λατρείες.

Η σημασία του οίνου ήταν τόσο μεγάλη στην αρχαιότητα ώστε ο χριστιανισμός αναγκάστηκε να τον υιοθετήσει. Ο Ιησούς, άλλος ένας σωτήρας θεός που πέθανε και επέστρεψε στη ζωή, παρουσιάζεται στο Κατά Ιωάννη να λέει: «Εγώ ειμί η άμπελος η αληθινή» (15,1-5).
Ενα εικόνισμα του 15ου αιώνα από την Κρήτη, όπου κάποτε ο Βάκχος απολάμβανε ιδιαίτερες τιμές, απεικονίζει τον Ιησού να βγαίνει μέσα από ένα κλήμα με τους δώδεκα Αποστόλους να κάθονται στα κλαδιά του.

«Είναι φανερό πως η νέα θρησκεία δίνει εξαρχής τον αγώνα της με τη Διονυσιακή για το κεντρικό σύμβολό τους: το Κλήμα. [...] Μέσα από τη μυστηριοποίηση της Μεταληπτικής Κοινωνίας που ταυτίζει το αίμα του Ιησού (τούτο εστί το αίμα μου) με το αίμα της σταφυλής, τα σύμβολα του Κλημάτου και του Κρασιού κυριεύουν τη νέα θρησκεία. [...] Σύμβολο αθανασίας το Διονυσιακό Κλήμα ανακλαδίζει με βλάστηση αληθινά οργιαστική σε ζωγραφήματα Κατακομβών και στη γλυπτική των σαρκοφάγων» αναφέρει ο Παναγής Λεκατσάς.

Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς προχωράει ένα βήμα πιο πέρα ταυτίζοντας τον Χριστό με το... σταφύλι: «Ο μέγας βότρυς, ο λόγος ο υπέρ ημών θλίβεις, τα αίμα της σταφυλής ύδατι κίρνασθαι εθελήσαντος του λόγου, ως και το αίμα αυτού σωτηρία κίρναται» («Παιδαγωγός», 01303).
Μάλιστα, στη μεταμεσαιωνική εικονογραφία εμφανίζεται κάποιες φορές μια παράδοξη εικόνα: ο Ιησούς καθώς στύβεται μέσα σε πατητήρι!
Βότρυς πέπειρος χαρακτηρίζεται στον Ακάθιστο Υμνο (ωδή 7), δηλαδή «ώριμο σταφύλι»,το οποίο στάζει κρασί στην ψυχή των πιστών. Ωστόσο, ο πρωταρχικός «μεγάλος βότρυς» δεν ήταν άλλος από τον Διόνυσο. Σε μια πομπηιανή τοιχογραφία απεικονίζεται με σώμα κατάφορτο από τις ρώγες του ιερού του φρούτου...

Ας θυμηθούμε ότι τις μέρες των Χριστουγέννων στην αρχαιότητα υπήρχε μια σειρά από διονυσιακές γιορτές: τα Αλώα που τιμούσαν επίσης τη Δήμητρα και την Περσεφόνη, τα Κατ’ Αγρούς Διονύσια, εύθυμη αγροτική γιορτή, και τα Λήναια όπου γίνονταν θεατρικοί αγώνες τιμώντας τον Βάκχο ως θεό του θεάτρου.

Το ιερό ψωμί και οι «παναγίες» της αρχαιότητας

Οπως το «αίμα του Χριστού», δηλαδή το κρασί, ανήκε παλιότερα στον Διόνυσο έτσι και το «σώμα του», το ψωμί, ανήκε στη Δήμητρα, τη θεά της γεωργίας. Το ίδιο το όνομά της είχε αυτήν ακριβώς την έννοια όταν χρησιμοποιούνταν μεταφορικά. Επίσης, σύμφωνα με τον Αθήναιο (416Β, 109Β) της αποδίδονταν οι τίτλοι Σιτώ (από το σιτάρι) και Μεγαλόμαζος από τη λέξη μάζα: ψωμί. Ακόμη, αποκαλούνταν Μεγάλαρτος, ενώ προς τιμήν της τελούνταν η γιορτή Μεγαλάρτια στο ιερό νησί της Δήλου, από την οποία ονομάστηκε ο ομώνυμος μήνας.

Είναι πιθανόν ότι ήδη από την προϊστορική εποχή ο άρτος είχε θρησκευτικό ρόλο. Αρχαιολογικά ευρήματα υποδεικνύουν ότι οι γυναίκες τον κοσμούσαν με σύμβολα, όπως οι φιδίσιες σπείρες, και τον χρησιμοποιούσαν ως προσφορά σε τελετουργίες. Σύμφωνα με την αρχαιολόγο Marija Gimbutas ο φούρνος του ψωμιού υπήρξε βασικό χαρακτηριστικό των ιερών σε πολλά μέρη της Ευρώπης.

Απόηχους αυτών των λατρευτικών πρακτικών βρίσκουμε και σε κατοπινές εποχές. Ενα τέτοιο παράδειγμα είναι τα Θεσμοφόρια, μια αποκλειστικά γυναικεία γιορτή προς τιμήν της Δήμητρας, τα οποία τελούνταν και στις ελληνικές πόλεις της Σικελίας. Οι γυναίκες εκεί έφτιαχναν ζυμάρι προσθέτοντάς του μέλι και σουσάμι, του έδιναν το σχήμα του αιδοίου, που ήταν σύμβολο γονιμότητας, και το αφιέρωναν στη Δήμητρα και την κόρη-Περσεφόνη, σύμφωνα με τον Αθήναιο (647).

Στην αρχαιότητα η Δήμητρα ενσάρκωνε τη μορφή της Μητέρας, όπως και η Γαία, η Μάνα Γη. Διόλου παράξενο που η χριστιανική εκδοχή του μητρικού αρχέτυπου, η Παναγία, ιδιοποιήθηκε κάποια χαρακτηριστικά της Δήμητρας - ανάμεσά τους και το ψωμί. Ο άρτος που της αφιέρωναν στο παλάτι των βυζαντινών αυτοκρατόρων είχε το όνομα «παναγία», ενώ σε κάποια μοναστήρια υπήρχε και ειδικός δίσκος στον οποίο το τοποθετούσαν, το λεγόμενο «παναγιάριο».

Ας μην ξεχνάμε ότι και η Θεοτόκος κάποτε λατρεύτηκε σαν θεά, ένα φαινόμενο γνωστό ως «μαριολατρία». Μια από τις ομάδες που την τιμούσαν ως θεϊκή μητέρα ήταν οι Κολλυριδιανοί - ή τουλάχιστον έτσι τους ονομάζει ο Επιφάνιος, χριστιανός αιρεσιολόγος και επίσκοπος, στο έργο του «Πανάριον» (78-79).
Η «κολλυρίδα» ήταν το ιερό ψωμί που της πρόσφεραν. Οπως λέει ο ίδιος, η «αίρεση» αυτή είχε εμφανιστεί στην Αραβία κατά τον 4ο αιώνα και ασκούνταν κυρίως από γυναίκες - μάλιστα, περιλάμβανε ακόμη και γυναίκες ιερείς. Ισως η Αραβία να μοιάζει μακρινή, ωστόσο, σύμφωνα πάντα με τον Επιφάνιο, οι διδασκαλίες των Κολλυριδιανών προήλθαν από τη Θράκη!

Πάντως η σχέση ανάμεσα στη Δήμητρα και την Παναγία δεν περιορίζεται στο ψωμί. Για παράδειγμα, κάποιοι μελετητές έχουν τη γνώμη ότι οι ιέρειες της θεάς στην Ελευσίνα ονομάζονταν παναγείς ή παναγίαι (κατά τον Ησύχιο, Παναγία: ιέρεια, ήτις ου μίσγεται ανδρί).
Οι Αρβανίτες κάτοικοι της Ελευσίνας τιμούσαν τη θεά της γεωργίας ακόμη και στις αρχές του 20ού αιώνα, ταυτίζοντάς την κάποτε με τη Μαρία.
Ο Βαγγέλης Λιάπης στο βιβλίο του «Η Ελευσίνα στα νεότερα χρόνια» γράφει τα εξής: «Πίστευαν στον Ιησού Χριστό και στον Αη Γιώργη καβαλάρη, ελευθερωτή των αδυνάτων, πίστευαν όμως και στην ακατάλυτη δύναμη της Γης, που γεννούσε ζωή για όλα τα έμβια όντα. Οι γυναίκες ανακάτευαν την Παναγιά με τη θεά Δήμητρα. Είχε επικρατήσει μάλιστα να τη λένε “αγία Δήμητρα”».
Σήμερα στον χώρο του Ελευσίνιου ιερού είναι χτισμένο ένα εκκλησάκι αφιερωμένο, όχι τυχαία, στη Θεοτόκο.

Το γάλα της Μητέρας των θεών

«Γεννάται κι ανατρέφεται με μέλι και με γάλα» λένε για τον μικρό Ιησού τα κάλαντα των Χριστουγέννων, ενώ σε κάποιες εικόνες το Θείο Βρέφος απεικονίζεται να θηλάζει το στήθος της Παναγίας. Το γάλα στην αρχαιότητα απολάμβανε ιδιαίτερο σεβασμό. Οχι σπάνια το χρησιμοποιούσαν κατά τις σπονδές, χύνοντάς το στη γη, ως προσφορά στις θεές, στους θεούς και στα πνεύματα των νεκρών.

Δεν χρειάζεται πολλή φαντασία για να αντιληφθούμε από πού προήλθε η ιερότητά του: είναι η πρώτη τροφή που λαμβάνουν οι άνθρωποι κατευθείαν από το στήθος της μάνας τους. Ετσι, δεν αποτελεί έκπληξη ότι συνδέθηκε με τη Μητέρα Θεά στις ποικίλες μορφές της.
Στην αρχαία Αθήνα τελούνταν προς τιμήν της Ρέας μια γιορτή που λεγόταν Γαλάξια. Της πρόσφεραν ένα ποτό από γάλα και κριθαρένιο πολτό, τη γαλαξία, σύμφωνα με τον Ησύχιο. Η γιορτή τούτη πιθανόν λάμβανε χώρα κατά τον Ελαφηβολιώνα, τον πρώτο μήνα της άνοιξης. Μια επιγραφή που ανακαλύφθηκε στο ιερό νησί της Δήλου δείχνει ότι εκεί ο μήνας αυτός ονομαζόταν Γαλαξιών, παίρνοντας το όνομα της τελετής. Η στενή σχέση της Ρέας με το γάλα μαρτυρείται και από έναν μύθο που αναφέρει ο Ρωμαίος ποιητής Υγίνος στο έργο του «Poeticon astronomicon».
Για να σώσει τον γιο της, τον Δία, από τη μανία του πατέρα του, του Κρόνου, που θα τον κατάπινε, του έδωσε στη θέση του μια πέτρα τυλιγμένη σε ρούχα μωρού. Αυτός της ζήτησε να θηλάσει το μικρό για τελευταία φορά κι εκείνη πίεσε το στήθος της στην πέτρα. Το θεϊκό της γάλα τινάχτηκε σε ολόκληρο το σύμπαν δημιουργώντας τον Γαλαξία.

Ο ίδιος ο Δίας στο μεταξύ ήταν καλά κρυμμένος σε μια σπηλιά της Κρήτης, όπως αφηγείται ο Ησίοδος στη «Θεογονία» (453-7,468-84). Το έργο της τροφού που θα τον θήλαζε η μητέρα του το ανέθεσε σε μια κατσίκα, την Αμάλθεια. Από αυτήν προήλθε το περίφημο «κέρας της Αμάλθειας», στο οποίο αποδίδονταν μαγικές ιδιότητες - μπορούσε να δώσει στον κάτοχό του όποιο αγαθό ήθελε. Ο μύθος λέει ότι ο Δίας από ευγνωμοσύνη προς την τροφό του την τοποθέτησε στον ουρανό μαζί με το κέρατό της, δημιουργώντας έτσι τον αστερισμό του Αιγόκερω, σύμφωνα με τον Διόδωρο Σικελιώτη (Γ 68,2-3).

Την ιδιαίτερη σημασία που είχε το μητρικό γάλα τη βλέπουμε επίσης στην Αίγυπτο, όπου ποικίλες θεές απεικονίζονται να προσφέρουν το στήθος τους στον μικρό φαραώ. Το ίδιο πρότυπο ακολουθεί και η κλασική απεικόνιση της Ισιδας που θηλάζει τον γιο της Ωρο.
Τέτοιες εικόνες ενέπνευσαν τη μορφή της Παναγίας Γαλακτοτροφούσας, η οποία βυζαίνει τον νεαρό Ιησού. Ενα πολύ ενδιαφέρον εικόνισμα βυζαντινής τεχνοτροπίας του 16ου αιώνα, ζωγραφισμένο από τον Εμμανουήλ Τζανφουρνάρη, την παρουσιάζει στη στάση αυτή, καθώς δύο άγγελοι τη στέφουν με κορόνα. Τι άλλο θα μπορούσε να αποδώσει καλύτερα τη μεγαλοπρέπεια της σκηνής; Επιπλέον, η Θεοτόκος είναι καθισμένη σε ένα τεράστιο μισοφέγγαρο - πανάρχαιο γυναικείο σύμβολο που συνδέθηκε με διάφορες θεές.

Ο «ελληνοχριστιανικός» μύθος

Ισως να αναρωτηθεί κανείς γιατί στον 21ο αι. κάνουμε τον κόπο να αναζητήσουμε τις ομοιότητες ανάμεσα στον χριστιανισμό και στις αρχαίες παραδόσεις. Τέτοιου είδους έρευνες αποτελούν βασικό συστατικό του μυθικιστικού ρεύματος. Ο στόχος του είναι να αμφισβητήσει την αυθεντικότητα της λατρείας του Ιησού δείχνοντας ότι πλάστηκε σε μεγάλο βαθμό από παλιότερα υλικά. Ωστόσο, όταν η επιστημονική έρευνα φέρνει στο φως τέτοιου είδους στοιχεία υπάρχει πάντα ο κίνδυνος της αντίστροφης ανάγνωσης: κάποιες/οι θεωρούν ότι ρίχνει νερό στον μύλο του μύθου του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» αναδεικνύοντας τη συνέχεια μεταξύ χριστιανισμού και αρχαιότητας.

Θα μπορούσαμε βέβαια να μιλήσουμε για μια τέτοια «συνέχεια», αν δεν υπήρχε μια καλά τεκμηριωμένη ιστορική αλήθεια: η θεοκρατία του (λεγόμενου) Βυζαντίου έκανε ό,τι μπορούσε για να καταστρέψει τις πολυθεϊστικές θρησκείες γκρεμίζοντας ναούς και αγάλματα, καίγοντας βιβλιοθήκες και διώκοντας άγρια τα άτομα που ασκούσαν τις αρχαίες λατρείες. Συνεπώς, τα όποια προχριστιανικά στοιχεία υιοθέτησε ο χριστιανισμός δεν τα επέλεξε από αγάπη. Τα ιδιοποιήθηκε για να γίνει ευκολότερα αποδεκτός στους πληθυσμούς στους οποίους επιβλήθηκε.

Αυτή την ιστορική αλήθεια «ξεχνάει» η κυρίαρχη αφήγηση περί «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού». Αλλωστε, αποτελεί ένα εθνικιστικό ιδεολόγημα του 19ου αι. που πλάστηκε εκ του πονηρού από την άρχουσα τάξη για να στηρίξει το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, έχοντας και τις πλάτες της εκκλησίας. 

Αν θέλουμε να δούμε τις παραδόσεις μας με αντικειμενικό βλέμμα χρειάζεται να αμφισβητήσουμε τέτοιου είδους ιδεολογήματα. Η μελέτη του αρχαίου παρελθόντος έχει πολλά να μας διδάξει, όμως πρέπει επιτέλους να ξεφύγει από τη μέγγενη του εθνικισμού - όπως επίσης η σύγχρονη ελληνική κοινωνία έχει ανάγκη να απαλλαγεί από το σφιχταγκάλιασμα εκκλησίας - κράτους.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου