2.1.19

Οι εξωχριστιανικές μαρτυρίες για τον Ιησού

Οι ελλιπείς αναφορές και οι απαντήσεις των μυθικιστών

Του Μηνά Παπαγεωργίου, Δημοσιογράφου - συγγραφέα, "Αιρετικά", Documento

Αρκούν οι αναφορές των ευαγγελίων για να τεκμηριωθεί η ιστορική ύπαρξη του Ιησού; Ουδείς σοβαρός ακαδημαϊκός ή ερευνητής θα απαντούσε καταφατικά σε αυτή την ερώτηση. Και αυτό γιατί τα ευαγγέλια (κανονικά ή απόκρυφα) θεωρούνται κείμενα πίστης και όχι ιστορικές πραγματείες.

Εχουν χυθεί τόνοι από μελάνι για τις εκατοντάδες διαφορές (ουσιαστικές και μη) που παρουσιάζουν μεταξύ τους οι ευαγγελικές εξιστορήσεις αναφορικά με τη ζωή του Ιησού, από τα πρώτα χρόνια της γέννησής του μέχρι τον θάνατο και την ανάστασή του.
Δεκαετίες μετά τον υποτιθέμενο βίο του, οι συγγραφείς των τεσσάρων ευαγγελίων αποπειράθηκαν να εμπλουτίσουν τις ιστορίες της ζωής του Ιησού με λεπτομέρειες οι οποίες σε αρκετές περιπτώσεις επιβεβαίωναν πρότερες παλαιο-διαθηκικές προφητείες. Οπως σημειώνει στο έργο του
«Απόκρυφες ιστορίες» (Εκδόσεις Αγρα) ο έγκριτος καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Δημήτρης Κυρτάτας, «η ύπαρξη τεσσάρων διαφορετικών ευαγγελίων για ένα και μοναδικό ιστορικό γεγονός, τον βίο και τη διδασκαλία του Ιησού, παρουσίαζε προβλήματα που δεν επιλύθηκαν εύκολα».

Στοιχεία ή σκηνές από τη ζωή του Ιησού που ο μέσος χριστιανός θεωρεί σήμερα «δεδομένα», όπως για παράδειγμα το γενεαλογικό δέντρο του Ιησού, το ακριβές σημείο της γέννησής του στη Βηθλεέμ, ο αριθμός και η ταυτότητα των τριών μάγων και πολλά ακόμη αποτελούν ουσιαστικά αναγκαία «σύνθεση» διάφορων ευαγγελικών περιγραφών (απόκρυφων και μη) που πρώτος ξεκίνησε να πραγματοποιεί ο χριστιανός απολογητής Τατιανός (120-190 μ.αχ.χ.).
Αξίζει να αναφέρουμε πως η τάση αυτή, της ανάγνωσης δηλαδή των τεσσάρων ευαγγελίων ως ενός, εδραιώθηκε από την περίοδο του Μεσαίωνα και εξής.

Η επόμενη ερώτηση που τίθεται είναι μάλλον εύλογη: υπάρχουν μαρτυρίες για τον Ιησού σε σύγχρονα ή μεταγενέστερα εξωχριστιανικά κείμενα που θα μπορούσαν να στηρίξουν την παρουσία του στη Γαλιλαίο;
Εδώ η απάντηση δεν είναι τόσο σύντομη και ξεκάθαρη. Καταρχάς κάποια σχετική με τον Ιησού αναφορά από τους δεκάδες Ιουδαίους, Ρωμαίους ή Ελληνες ιστορικούς που έζησαν στα «χρόνια του Ιησού» δεν υπάρχει.
Το γεγονός αυτό είναι από μόνο του αρκετό για να βάλει σε σκέψεις οποιονδήποτε καλόπιστο που θα απορήσει απολύτως λογικά: «Μα καλά, δεν βρέθηκε κανείς ιστορικός εκείνης της περιόδου να καταγράψει όλα όσα αναφέρονται στα ευαγγέλια;».
Παρακάμπτοντας όλα αυτά, συναντάμε μια σειρά από εξωχριστιανικές πηγές που από τις αρχές κυρίως του 2ου μεταχριστιανικού αιώνα και εξής μνημονεύουν τους χριστιανούς και τον Ιησού. Παρ’ όλα αυτά, στην πλειονότητά τους οι αναφορές αυτές, ιδίως όσες εμφανίστηκαν νωρίτερα, έχουν αμφισβητηθεί έντονα από ιστορικούς και θεολόγους (μυθικιστές και μη) στο πέρασμα των αιώνων.

Στα ελληνικά διαδικτυακά φόρουμ, το μοναδικό μέχρι στιγμής πεδίο συζήτησης των θεμάτων αυτών στη χώρα μας, οι προαναφερθείσες εξωχριστιανικές αναφορές αποτελούν διαχρονικά την πρώτη μορφή «απάντησης» των οπαδών της ιστορικότητας του Ιησού απέναντι στα επιχειρήματα όσων αμφισβητούν τη φύση της κεντρικής φιγούρας του χριστιανισμού ή παρουσιάζουν μια εναλλακτική εκδοχή.
Ομως, η αλήθεια είναι ότι στο εξωτερικό, όπου οι αντεγκλήσεις για το πρόβλημα της ιστορικότητας του Ιησού έχουν πάρει φωτιά τα τελευταία χρόνια και η διάρκεια της έρευνας στο συγκεκριμένο πεδίο μετρά ήδη κάποιους αιώνες, τα ντιμπέιτ που αφορούν τα εδάφια αυτά είναι από μηδαμινά έως ελάχιστα και ο πόλεμος των επιχειρημάτων μεταξύ των δύο πλευρών έχει μεταφερθεί σε άλλα επίπεδα. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει ότι αυτές οι πρώτες εξωχριστιανικές αναφορές για τον Ιησού (είτε είναι αυθεντικές είτε πλαστές) τίθενται στις μέρες μας υπό ισχυρή αμφισβήτηση και δεν είναι σε θέση να δώσουν από μόνες τους ξεκάθαρη απάντηση στο ζήτημα που μας απασχολεί.

Οι εξωχριστιανικές αναφορές

Παρ' όλα αυτά είναι θεμιτό να γίνει μια αναφορά σε ορισμένες από αυτές τις εξωευαγγελικές μαρτυρίες (θα δοθεί βαρύτητα σε αυτές που υποτίθεται πως αναφέρονται στον Ιησού και όχι στη γενικότερη εξάπλωση του χριστιανικού κινήματος) και να παρατεθούν συνοπτικά οι αξιώσεις όσων τις αμφισβητούν.

Φλάβιος Ιώσηπος

Πρόκειται ίσως για τον πιο πολυσυζητημένο ιστορικό που συνδέεται με τις μαρτυρίες για την ιστορική ύπαρξη του Ιησού.
Ο Ιώσηπος (37-100 μ.α.χ.χ.) ήταν ο σπουδαιότερος Ιουδαίος ιστορικός της εποχής του. Μετά το 67 μ.α.χ.χ. έγινε Ρωμαίος πολίτης και τέθηκε υπό την προστασία της αυτοκρατορικής οικογένειας των Φλαβίων και συγκεκριμένα του αυτοκράτορα Βεσπασιανού.
Τα έργα του «Περί του Ιουδαϊκού Πολέμου» (γράφτηκε περίπου το 75 μ.α.χ.χ.) και «Ιουδαϊκή αρχαιολογία» (υπολογίζεται ότι συντάχθηκε περί το 94 μ.α.χ.χ.) αποτελούν μέχρι και σήμερα πολύτιμες πηγές πληροφοριών για τους μελετητές του ιουδαϊκού κόσμου. Αν και ο Ιώσηπος κατέγραψε κάθε σημαντικό γεγονός που έλαβε χώρα στην περιοχή της Γαλιλαίας τα πρώτα εβδομήντα μεταχριστιανικά χρόνια, κάνοντας μάλιστα συχνά λόγο για τους αυτοαποκαλούμενους μεσσίες και τα θρησκευτικά κινήματα που εμφανίζονταν εκείνη την περίοδο στην υπό κατοχή Ιουδαίο, εντούτοις δεν φαίνεται να γνωρίζει τίποτε από όσα περιγράφονται στα ευαγγέλια για τη δράση του Ιησού. Παρ’ όλα αυτά οι χριστιανοί υποστηρίζουν πως ο Ιώσηπος αναφέρεται στον Ιησού σε δύο σημεία των έργων του.

Το πρώτο χωρίο εμφανίζεται στο έργο «Ιουδαϊκή αρχαιολογία». Εκεί διαβάζουμε τα εξής: «Ετσι, εκείνη περίπου την εποχή υπήρχε ο Ιησούς, ένας σοφός άντρας -αν είναι θεμιτό να τον αποκαλείς άνθρωπο, διότι επιτελούσε θαυμαστά έργα-, ένας δάσκαλος των ανθρώπων που λαβαίνουν την αλήθεια με ευχαρίστηση. Ελκυσε κοντά του και πολλούς από τους Ιουδαίους και πολλούς από τους Εθνικούς. Αυτός ήταν ο Μεσσίας. Και όταν ο Πιλάτος, μετά από πρόταση που του έκαναν οι εξέχοντες άντρες μεταξύ μας, τον καταδίκασε στο σταυρό, εκείνοι που τον αγαπούσαν δεν τον εγκατέλειψαν αρχικά, διότι εμφανίστηκε σε εκείνους και πάλι την τρίτη μέρα, όπως τα είχαν προείπει οι θεϊκοί προφήτες και δέκα χιλιάδες άλλα θαυμάσια πράγματα σχετικά με αυτόν. Και η φυλή των χριστιανών, όπως ονομάστηκε από αυτόν, δεν έχει εκλείψει μέχρι σήμερα» («Ιουδαϊκή αρχαιολογία», 18,3).

Αυτή η παράγραφος έχει προκαλέσει τις περισσότερες συζητήσεις ανάμεσα στους ειδικούς της χριστιανικής ιστορίας και έχει χαρακτηριστεί ως «Testimonium Flavianum» (TF, φλαβιανή κατάθεση). Στις μέρες μας θεωρείται από το σύνολο σχεδόν των ιστορικών (ακόμη και από μεγάλη μερίδα χριστιανών θεολόγων) ως πλαστή και εμβόλιμη από μεταγενέστερους του Ιώσηπου χριστιανούς ιστορικούς. Ας δούμε τα σημαντικότερα επιχειρήματα που προβάλλονται για τη θέση αυτή: α) Ο Ιώσηπος ήταν ευσεβής Φαρισαίος. Λαμβάνοντας το συγκεκριμένο στοιχείο υπόψη, ακόμη και αν το παραπάνω απόσπασμα είναι αυθεντικό, δεν υπήρχε περίπτωση να αποκαλέσει «Μεσσία» τον Ιησού, ο οποίος διώχτηκε για παραβίαση των νόμων του Μωυσή.

β) Η θέση της συγκεκριμένης παραγράφου στο έργο του Ιώσηπου είναι εξόφθαλμα εμβόλιμη, μιας και εμφανίζεται από το πουθενά, δίχως να έχει σχέση με όσα προηγούνται και όσα ακολουθούν. Εκτός των άλλων, παρατηρήστε προσεκτικά το περιεχόμενο του κειμένου. Μέσα σε 115 λέξεις και χωρίς να υπάρχει κάποια πρότερη σχετική περιγραφή, ο συγγραφέας εμφανίζει συμπυκνωμένα όλα όσα θα ήθελε ιδανικά να πει ένας χριστιανός ιστορικός για την ευαγγελική ιστορία του Ιησού και τη θεϊκή φύση του ιδρυτή του χριστιανισμού.

γ) Αν και το χωρίο αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικότατο όπλο στα χέρια των πρώτων χριστιανών απολογητών (οι οποίοι δέχονταν επικρίσεις από χριστιανούς συγγραφείς της εποχής όπως π.χ. ο Κέλσος, ο Λουκιανός κ.ά.), εντούτοις μια σειρά από αυτούς όπως ο Ιουστίνος (100-165 μ.α.χ.χ.), ο Ειρηναίος (130-202 μ.α.χ.χ.), ο Κλήμης της Αλεξάνδρειας (150-211 μ.α.χ.χ.), ο Τερτυλλιανός (155-240 μ.α.χ.χ.) και ο Ωριγένης (185-251 μ.α.χ.χ.) δεν έχουν γνώση της ύπαρξής του. Μάλιστα, ο Ωριγένης στο έργο του «Κατά Κέλσου» (1,47) υποστηρίζει ότι ο Ιώσηπος δεν δέχεται τον Ιησού ως τον Χριστό-Μεσσία!

δ) To TF κάνει την εμφάνισή του για πρώτη φορά στο έργο του χριστιανού ιστορικού Ευσέβιου (275-339 μ.α.χ.χ.), που θεωρείται μέχρι και σήμερα ο πατέρας της εκκλησιαστικής ιστορίας. Πολλοί ειδικοί πιστεύουν ότι αυτός είναι υπεύθυνος για τη συγκεκριμένη ξεκάθαρη παρεμβολή στο έργο του Ιώσηπου. Αλλωστε ο Ευσέβιος έχει επιπρόσθετα συνδεθεί με απάτες που αφορούν την εύρεση των λεγάμενων «κειμηλίων του Ιησού».

Η δεύτερη «υποψήφια» παρουσία του Ιησού στον Ιώσηπο εντοπίζεται επίσης στην «Ιουδαϊκή αρχαιολογία». Γράφει ο Ιώσηπος: «Σαν τέτοιος που ήταν ο (αρχιερεύς) Ανανος, πίστεψε ότι τώρα που ο μεν Φήστος πέθανε, ο δε Αλβίνος βρισκόταν ακόμη στο δρόμο (για την Παλαιστίνη) βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία. Συγκαλεί, λοιπόν, συνέδριο κριτών και στήνει μπροστά τους τον αδερφό του Ιησού του λεγάμενου Χριστού, Ιάκωβος τ’ όνομά του, και μερικούς άλλους.
Και με την κατηγορία ότι παρανόμησαν τους παρέδωσε να λιθοβοληθούν. Οσοι όμως πολίτες είχαν υπόληψη ότι μέσα στην πόλη (Ιερουσαλήμ) είναι οι μετριοπαθείς και καλοί γνώστες των νόμων, λυπήθηκαν πολύ γι' αυτή την πράξη και ειδοποιώντας κρυφά τον βασιλέα τον παρακάλεσαν να δώσει εντολή στον Ανανο να μην ξανακάνει τέτοια πράγματα. Διότι κι αυτό που διέπραξε δεν ήταν καθόλου σωστό. Μερικοί μάλιστα απ’ αυτούς συνάντησαν και τον Αλβίνο που ερχόταν από την Αλεξάνδρεια και τον πληροφόρησαν ότι ο Ανανος δεν είχε το δικαίωμα να συγκαλέσει συνέδριο χωρίς τη γνώμη του.
Κι ο Αλβίνος πείστηκε σ’ αυτά που του έλεγαν κι έγραψε εξοργισμένος στον Ανανο απειλώντας τον ότι θα τον τιμωρήσει. Κι ο βασιλεύς Αγρίππας, αφού μετά από τρεις μήνες αρχιερατεία του αφαίρεσε την αρχιεροσύνη για τον λόγο αυτό, έκανε αρχιερέα τον Ιησού του Δαμναίου» («Ιουδαϊκή αρχαιολογία», 20,200).

Και γι’ αυτή την παράγραφο έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς σοβαρές ενστάσεις αναφορικά με την αυθεντικότητα και την αξιοπιστία της. Οι αντιρρήσεις έχουν να κάνουν σχετικά με το ποιος είναι ο Ιησούς, αδερφός του Ιακώβου, που αναφέρει ο Ιώσηπος. Αξίζει να γίνει αναφορά σε μια πολύ ενδιαφέρουσα σχετική εργασία που πραγματοποίησε ο Αμερικανός ακαδημαϊκός ιστορικός και λέκτορας στο ινστιτούτο Center for Inquiry της Νέας Υόρκης Richard Carrier. Ο Carrier, ένας από τους πολλά υποσχόμενους νέους σε ηλικία μυθικιστές που κατέχουν διδακτορικό τίτλο σπουδών, παρουσίασε την εργασία του με τίτλο «Origen, Eusebius, and the accidental interpolation in Josephus, Jewish antiquities 20.200» στο επιστημονικό έντυπο «Journal of Early Christian Studies», Volume 20, Number 4 τον χειμώνα του 2012.

Μέσα από μια λεπτομερέστατη ανάλυση και παράθεση δεκάδων επιχειρημάτων παρουσιάζει σε είκοσι πέντε σελίδες τις θέσεις του αναφορικά με την αξιοπιστία του δεύτερου χωρίου του Ιώσηπου. Τελικά, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το εδάφιο δεν αναφέρεται στον Ιάκωβο, αδερφό του Ιησού των χριστιανών, αλλά στον Ιάκωβο, αδερφό του Ιησού του Δαμναίου, που ήταν αρχιερέας των Ιουδαίων το 62 μ.α.χ.χ.
Κλειδί της υπόθεσης αποτελεί η φράση «του λεγόμενου Χριστού», την οποία ο Carrier χαρακτηρίζει «τυχαίο λάθος» ή «μη ηθελημένη προσθήκη» που πραγματοποιήθηκε σε χειρόγραφο της βιβλιοθήκης της Καισάρειας κάποια στιγμή μεταξύ του θανάτου του Ωριγένη και της συγγραφής των έργων του Ευσέβιου (δηλαδή κάπου ανάμεσα στα 254 και 315 μ.α.χ.χ.).
Ο Αμερικανός ακαδημαϊκός παρατηρεί ότι ο Ωριγένης δεν εντοπίζει τη συγκεκριμένη φράση στο αυθεντικό κείμενο του Ιώσηπου και τη συνδέει με σχετικές αναφορές για τη δίκη του Ιακώβου στο έργο «Σχόλια στις πράξεις της εκκλησίας» του χριστιανού χρονικογράφου Ηγήσιππου (110-180 μ.α.χ.χ.).

Σαφέστατα και δεν είναι δυνατόν να παρατεθεί εδώ ολόκληρη η επιχειρηματολογία του Carrier, παρ’ όλα αυτά οφείλει κανείς να παρατηρήσει ότι η δημοσίευση της συγκεκριμένης μελέτης αποτελεί δίχως αμφιβολία μια στρατηγικά σημαντική εξέλιξη για το μυθικιστικό ρεύμα, οι θέσεις του οποίου δεν παρουσιάζονταν μέχρι σήμερα σε επιστημονικά περιοδικά.

Πλίνιος ο Νεότερος (Σεκούνδος)

Ρωμαίος ρήτορας που έζησε περίπου τα χρόνια 61-113 μ.α.χ.χ. Σε ένα από τα δεκαεννέα διασωθέντα βιβλία των «Επιστολών» του ανταλλάσσει απόψεις (ως διοικητής της Βιθυνίας του Πόντου) με τον αυτοκράτορα Τραϊανό (53-117 μ.α,χ.χ.) αναφορικά με μια ομάδα χριστιανών που αρνούνταν να ασπαστούν την αυτοκρατορική λατρεία. «Συνήθιζαν να συνέρχονται καθορισμένη μέρα πριν από την ανατολή του ήλιου και να αναπέμπουν ύμνο στο Χριστό όπως σε θεό και εδένοντο με αμοιβαίο όρκο, όχι για κάποιο έγκλημα, αλλά ότι δεν θα διέπρατταν απάτη, ληστεία ή μοιχεία, δεν θα παρέβαιναν την πίστη τους, ούτε θα αρνούνταν την ιερή τους παρακαταθήκη ακόμη κι αν τους δίκαζαν» («Επιστολή» 10,96).

Ούτε και εδώ, υποστηρίζουν οι μυθικιστές, φαίνεται να υπάρχει κάποιο ξεκάθαρο αποδεικτικό στοιχείο για την ιστορική ύπαρξη του Ιησού. Σαφέστατα υπάρχει αναφορά στους χριστιανούς, που κατά τις αρχές του 2ου αιώνα είχαν κάνει αισθητή την παρουσία τους σε συγκεκριμένες περιοχές της αυτοκρατορίας, τίποτε όμως το σημαντικό αναφορικά με την παρουσία και δράση του Ιησού στη Γαλιλαίο.

Τάκιτος

Ρωμαίος ιστορικός που έζησε την περίοδο 55-120 μ.α.χ.χ. Στα «Χρονικά» του (η συγγραφή των οποίων πρέπει να ολοκληρώθηκε περίπου το 117 μ.α.χ.χ.) αναφέρει πως ο αυτοκράτορας Νέρωνας (37-68 μ.α.χ.χ.) κατηγόρησε με δόλο τους χριστιανούς για τις πυρκαγιές στη Ρώμη το 64 μ.α.χ.χ., ενώ παράλληλα κάνει λόγο για τον ιδρυτή της θρησκείας τους, τον Χριστό, που καταδικάστηκε από τον έπαρχο Πόντιο Πιλάτο: «Αλλ’ ούτε με καμία ανθρώπινη δύναμη ούτε με τις γενναιοδωρίες του αυτοκράτορα ή τις εξιλαστήριες θυσίες στο θεό υποχωρούσε η δυσφήμιση, ώστε να μην πιστεύεται ότι ο εμπρησμός είχε διαταχθεί. Για να σβήσει λοιπόν ο Νέρων τη φήμη, διοχέτευε ύπουλα την ιδέα ότι αίτιοι είναι αυτοί που ήταν μισητοί για τα αισχρά έργα τους και ο λαός τους αποκαλούσε χριστιανούς. Και τους βασανίζει με σκληρότατα βασανιστήρια. Ο εισηγητής αυτής της ονομασίας, Χριστός, καταδικάστηκε σε θάνατο από τον έπαρχο Πόντιο Πιλάτο επί της βασιλείας του Τιβερίου».

Αρκετοί ιστορικοί αλλά και μυθικιστές προβάλλουν τα εξής επιχειρήματα για την αξιοπιστία του αποσπάσματος αυτού: αφενός ο Τάκιτος, ο οποίος αντλούσε τις πληροφορίες από τα ρωμαϊκά αρχεία της εποχής (αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αναφέρει τις πηγές του), δεν υπήρχε περίπτωση να διαβάσει ή να μεταφέρει κάτι για κάποιον «Χριστό», τίτλο δηλαδή που αποδόθηκε από τους οπαδούς του, αλλά θα τον αποκαλούσε με το όνομά του (Ιησού) και αφετέρου ο πραγματικός τίτλος του Πόντιου Πιλάτου ήταν «νομάρχης», όπως αναφέρεται σε όλα τα ρωμαϊκά έγγραφα εκείνης της εποχής και όχι «έπαρχος».

«Οσο υπάρχει η πιθανότητα ο Τάκιτος να κατέγραψε τα λεγάμενα των χριστιανών στο έργο του ως ιστορική αλήθεια, η παράγραφος παραμένει εντελώς άχρηστη» αναφέρει ο Γάλλος ιστορικός Charles Guignebert (1867-1939), την ίδια στιγμή που ο σύγχρονος Βρετανός μυθικιστής Kenneth Humphreys σημειώνει πως κανείς χριστιανός απολογητής δεν αναφέρει τίποτε για το απόσπασμα αυτό του Τάκιτου, έως το έργο του χριστιανού συγγραφέα Σουλπίκιου Σεβήρου (363-425 μ.α.χ.χ.) που γράφτηκε στις αρχές του 5ου μεταχριστιανικού αιώνα. Τέλος, ο Ισπανός θεολόγος, δημοσιογράφος και επί δεκατέσσερα χρόνια ανταποκριτής της εφημερίδας «Ε1 Pais» στο Βατικανό Juan Arias επισημαίνει για το συγκεκριμένο χωρίο: «Τα ελάχιστα στοιχεία που παραθέτει για εκείνον (σσ.: τον Ιησού) ήταν ήδη γνωστά και μπορούσε να τα είχε συλλέξει από τις πρώτες χριστιανικές κοινότητες. Δηλαδή, μάλλον μεταφέρει αυτό που έλεγαν για τον Ιησού οι χριστιανοί».

Σουητώνιος

Ρωμαίος ιστορικός που υπολογίζεται ότι έζησε τα έτη 69-130 μ.α.χ.χ., ο Σουητώνιος ασχολήθηκε στα έργα του τόσο με τις βιογραφίες μεγάλων Ρωμαίων αυτοκρατόρων όσο και με την καθημερινή κοινωνική και πολιτική ζωή των Ρωμαίων πολιτών. Αν και σε κανένα από τα έργα του δεν κάνει λόγο για κάποιον Ιησού από τη Ναζαρέτ, εντούτοις οι ειδικοί έχουν επισημάνει ένα σημείο που αξίζει την προσοχή μας. Εντοπίζεται στο έργο «Περί του βίου των Καισάρων» που υπολογίζεται πως γράφτηκε το 121 μ.α.χ.χ. (άλλοι τοποθετούν τη συγγραφή του μια δεκαετία νωρίτερα).

Στο βιβλίο που αφορά τον αυτοκράτορα Κλαύδιο (10-54 μ.α,χ.χ.) διαβάζουμε: «Τους Ιουδαίους που δημιουργούσαν θόρυβο στη Ρώμη υποκινούμενοι από τον Χρηστό τους εξόρισε» («Κλαύδιος», 5.25.4). Εδώ οι μυθικιστές θεωρούν πως σαφέστατα και δεν μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι ήταν ο Ιησούς που πρωτοστάτησε στις ταραχές του 49 μ.α.χ.χ. στη Ρώμη, υποκινώντας μάλιστα ολόκληρη την ιουδαϊκή κοινότητα. Πέραν αυτού, ο Σουητώνιος κάνει λόγο για κάποιον «Χρηστό» (Chrestus) και όχι «Χριστό», όνομα που συναντάται τουλάχιστον ογδόντα φορές στη ρωμαϊκή λογοτεχνία της εποχής και δινόταν κυρίως σε δούλους, υποδηλώνοντας τον καλό και τον χρήσιμο.

Θαλλός

Ιστορικός της Μέσης Ανατολής (πιθανότατα Σαμαρείτης) που έζησε κατά τη διάρκεια του 1ου μ.α.χ.χ. αιώνα. Κατά το 52 μ.αχ.χ. φέρεται να έγραψε ένα ογκωδέστατο έργο που περιελάμβανε την ιστορία του ελλαδικού χώρου και της Ασίας από τον Τρωικό πόλεμο έως και την εποχή του, το οποίο όμως δεν διασώθηκε.
Το 221 μ.α.χ.χ. ο χριστιανός συγγραφέας Ιούλιος ο Αφρικανός έγραψε: «Σε όλο τον κόσμο κυριάρχησε ένα φοβερό σκοτάδι και οι πέτρες έπεσαν από σεισμό και πολλά μέρη στην Ιουδαίο και σε άλλες επαρχίες έπεσαν κάτω. Τούτο το σκότος ο Θαλλός, στο τρίτο βιβλίο των Ιστοριών του, το εξηγεί ως έκλειψη του ήλιου, πράγμα παράλογο κατά τη γνώμη μου. Καθώς οι Ιουδαίοι εορτάζουν το Πάσχα τη 14η μέρα σύμφωνα με τη σελήνη, και η σταύρωση του Σωτήρα μας πέφτει την ημέρα πριν από το Πάσχα, και μια έκλειψη του ήλιου παίρνει μέρος μόνον όταν η σελήνη έρχεται κάτω από τον ήλιο...» (Χρονικά XVIII).

Εδώ οι μυθικιστές απαντούν ότι η μαρτυρία του Θαλλού χρησιμοποιήθηκε από τον Ιούλιο Αφρικανό από μια εντελώς αντιεπιστημονική σκοπιά, με σκοπό να στηρίξει τα όσα περιγράφονται στα ευαγγέλια για την ανάσταση του Ιησού. Αλλωστε ο Σαμαρείτης ιστορικός δεν αναφέρει τον Ιησού ούτε συνδέει την έκλειψη ήλιου που παρατήρησε με κάποιο υπερφυσικό γεγονός.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου