2.1.19

Τα ευαγγέλια ως βιογραφικά κείμενα

 ΠΑΡΑΜΥΘΙ Ή ΙΣΤΟΡΙΑ;

Ποιος έγραψε ό,τι ξέρουμε για τον Ιησού; Ποιο ήταν το υπόβαθρο της πραγματικότητας -αν υπήρχε- στην εξιστόρηση των γεγονότων του βίου του «μονογενούς υιού του Θεού»;

Του Τάσου Καρανίκα - Ερευνητή. "Αιρετικά", Documento

Eνας από τους βασικότερους πυλώνες του χριστιανικού μύθου είναι πως η γνωστή ιστορία του Ιησού αποτελεί καταγραφή αυτοπτών μαρτύρων ακόμη και αν περιέχει κάποιες υπερβολές ή ανακρίβειες. Ωστόσο αυτός ο ισχυρισμός δεν πατάει σε τόσο στέρεα θεμέλια.

Αποτελεί πλέον παραδοχή της σύγχρονης ακαδημαϊκής μελέτης ότι τα ευαγγέλια γράφτηκαν 40-60 χρόνια μετά τον θάνατο του (υποτιθέμενου) Ιησού και μάλιστα εκτός Παλαιστίνης. Οι λεγόμενοι ευαγγελιστές δεν γράφουν σε πρώτο πρόσωπο (με εξαίρεση μια αόριστη εισαγωγή στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο) ούτε αναφέρουν ονομαστικά τις πηγές τους.

Η επικρατούσα άποψη είναι πως το αρχικό ευαγγέλιο ήταν το Κατά Μάρκον (Markan priority) και γράφηκε κάπου κοντά στην καταστροφή της Ιερουσαλήμ (+-70 μΚΕ), ενώ οι άλλοι δύο συνοπτικοί ευαγγελιστές -ο Ματθαίος και ο Λουκάς- απλώς αντέγραψαν ένα μεγάλο μέρος του τροποποιώντας ή εμπλουτίζοντας την ιστορία. Κάτι που συχνά αγνοείται είναι ότι δεν μπορούμε να ξέρουμε αν αυτοί ήταν οι τίτλοι των ευαγγελίων τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 2ου αιώνα.

Ο γνωστός μελετητής της Καινής Διαθήκης Bart Ehrman («Forged: Writing in the name of God - Why the Bible’s authors are not who we think they are», σελ. 225-226) εξηγεί: «Ηταν περίπου εκατό χρόνια μετά την κυκλοφορία των ευαγγελίων όταν δόθηκαν οι οριστικοί τίτλοι “Ματθαίος”, “Μάρκος”, “Λουκάς” και “Ιωάννης”.
Αυτό συνέβη για πρώτη φορά στα γραπτά του εκκλησιαστικού πατέρα και αιρεσιολόγου Ειρηναίου (Κατά Αιρέσεων 3.1.1) γύρω στα 180-185 μΚΕ [...]. Η ανωνυμία των ευαγγελίων διατηρήθηκε για δεκαετίες. Οταν οι εκκλησιαστικοί των αρχών του 2ου αιώνα αναφέρονται ή παραπέμπουν στα ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης δεν αναφέρουν ποτέ τους τίτλους ή τους συγγραφείς τους. Ακόμη και ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας -που γράφει γύρω στα 150-160 μΚΕ- παραθέτει κάποιους στίχους από αυτά αλλά δεν αναφέρει τα ονόματά τους. Για τον Ιουστίνο αυτά τα βιβλία ήταν γνωστά ως συλλογικά έργα, οι “Αναμνήσεις των Αποστόλων”. [...]

Γιατί επιλέχτηκαν αυτά τα ονόματα στο τέλος του 2ου αιώνα; Για αρκετές δεκαετίες υπήρχαν φήμες για δυο σημαντικές μορφές (σ.μ.: τον Ματθαίο και τον υποτιθέμενο ακόλουθο του Πέτρου, τον Μάρκο) που κατέγραψαν τα λόγια και τις πράξεις του Ιησού. Βρίσκουμε αυτές τις φήμες στα γραπτά του αποστολικού πατέρα Παπία Ιεραπόλεως (τα οποία έχουν χαθεί, αλλά αποσπάσματα διασώθηκαν στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσέβιου 3.39.14-17) σχεδόν μισό αιώνα πριν από τον Ειρηναίο».

Τα σύμβολα των τεσσάρων ευαγγελιστών: ο άνθρωπος του Ματθαίου, ο λέοντας του Μάρκου, ο βους του Λουκά και ο αετός του Ιωάννη

Το ευαγγελικό αλισβερίσι και το μυστηριώδες Q

Ο Ματθαίος δανείζεται το 80% των στίχων του Μάρκου και ο Λουκάς το 65%. Οι αφηγητές του Ματθαίου και του Μάρκου περιγράφουν τα γεγονότα από μια εντελώς εξωτερική σκοπιά. Τίποτε στο αφήγημά τους δεν αποτελεί συλλογή προσωπικών εμπειριών ή αναμνήσεων, αλλά περισσότερο εστιάζουν στο ζήτημα «Ιησούς Χριστός» χωρίς να ξεκαθαρίζουν αν είχαν ποτέ κάποια άμεση σχέση με αυτό. Αν όμως ο Ματθαίος ήταν ο Τελώνης, ο μαθητής του Ιησού, τότε γιατί αντιγράφει το 80% του Μάρκου που δεν ήταν καν ακόλουθος του Ιησού;

Οπως αναφέρεται στο «Oxford Annotated Bible» (σελ. 1.746): «Το γεγονός πως ο ευαγγελιστής βασίζεται τόσο πολύ στον Μάρκο και στη χαμένη Πηγή των Λογιών (Q) [σ.μ.: Η Πηγή των Λογιών ή Τα Λόγια του Ιησού είναι ένα υποθετικό κείμενο -ή και προφορική πηγή- το οποίο, σύμφωνα με σύγχρονους μελετητές των ευαγγελίων, χρησιμοποίησαν οι συγγραφείς των συνοπτικών ευαγγελίων Ματθαίος και Λουκάς για να παρουσιάσουν τη διδασκαλία του Ιησού] δείχνει έναν μεταγενέστερο άγνωστο συγγραφέα».

Ωστόσο το μεγάλο πρόβλημα με την παράδοση που αναφέρει ο Παπίας είναι πως δεν παραθέτει πουθενά κάποιο απόσπασμα από αυτά τα κείμενα και ίσως να μην αναφέρεται καν στα κείμενα που γνωρίζουμε ως Κατά Ματθαίον ή Κατά Μάρκον.
Ο Ματθαίος μάλιστα λέει ότι έγραψε το ευαγγέλιό του στα εβραϊκά/αραμαϊκά, ενώ το κείμενο που κατέχουμε σήμερα είναι στα ελληνικά. Για τον δε Μάρκο λέει απλώς ότι ήταν ένας ερμηνευτής των λόγων του Πέτρου και τα γραπτά του ήταν μάλλον σε μη τακτοποιημένη μορφή: «Μάρκος μέν ερμηνευτής Πέτρου γενόμενος, όσα έμνημόνευσεν, ακριβώς έγραψεν, ού μέντοι τάξει τά ϋπό τοϋ κυρίου ή λεχθέντα ή πραχθέντα. Ούτε γάρ ήκουσεν τοϋ κυρίου οΰτε παρηκολούθησεν αύτω, ύστερον δέ, ώς έφην, Πέτρω» («Εκκλησιαστική Ιστορία» 3.39.15).

Ο Παπίας δεν γνώρισε ποτέ κάποιον Απόστολο (Ευσέβιου Εκκλ. Ιστορία 3.3.2) και βασιζόταν στην παράδοση κάποιου Ιωάννη του Πρεσβύτερου. Αλλά ακόμη και αν ο Παπίας αναφέρονταν στα γνωστά ευαγγέλια, πάλι υπάρχουν προβλήματα με την πηγή του. Οπως σημειώνει ο μελετητής της Καινής Διαθήκης Michael J. Kok («The gospel on the margins», σελ. 105): «Η πηγή του ήταν κάποιος Ιωάννης ο Πρεσβύτερος, μια μορφή που παραμένει ακόμη απροσδιόριστη. Φαίνεται απίθανο να ήταν κάποιος ακόλουθος του Ιησού, αλλά μάλλον ήταν δεύτερης γενιάς χριστιανός ηγέτης της Μικρός Ασίας. Δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα για τις διασυνδέσεις του έξω από τη Μ. Ασία ή την αξιοπιστία του».

Ο συγγραφέας του Λουκά και των Πράξεων (θεωρείται ενιαίο βιβλίο) χρησιμοποιεί το πρώτο πρόσωπο στον πρόλογο των έργων του (Λκ 1:3, Πράξεις 1:1) χωρίς όμως να δίνει κάποιο βιογραφικό στοιχείο για τον εαυτό του, ούτε αναφέρει τις πηγές που υποτίθεται πως ερεύνησε για να γράψει το ευαγγέλιό του (ξέρουμε πως αντιγράφει αρκετό υλικό από τον Μάρκο).
Επίσης, είναι αμφισβητήσιμο αν η χρήση του πρώτου πληθυντικού σε διάφορα σημεία των Πράξεων (16:10-17,20:5-15,21:1-18,27:1-28:16) αντανακλά τις προσωπικές εμπειρίες του συγγραφέα ή απλώς αποτελεί μια ανεξάρτητη προφορική παράδοση.

Ο ισχυρισμός ότι ο Μάρκος ήταν ο Ιωάννης-Μάρκος των Πράξεων, ο ακόλουθος του Πέτρου, τίθεται υπό σοβαρή αμφισβήτηση αν λάβουμε υπόψη πως ο Λουκάς αντιγράφει το 65% των στίχων του Μάρκου. Ολο αυτό είναι περίεργο από τη στιγμή που ο Λουκάς είναι κατά πάσα πιθανότητα ο συγγραφέας των Πράξεων, στις οποίες ο Ιωάννης Μάρκος κάνει μια εμφάνιση στο 12:12. Αυτό σημαίνει πως ο συγγραφέας του Λουκά - Πράξεις συμπεριλαμβάνει σε ένα αφήγημά του τον συγγραφέα ενός προηγούμενου ευαγγελίου από το οποίο αντιγράφει ένα μεγάλο μέρος του υλικού του, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν αναγνωρίζει ποτέ αυτό το άτομο ως βασική πηγή του!

Ο Randel Helms στο βιβλίο του «Who wrote the Gospels?» (σελ. 2) γράφει: «Αρα ο συγγραφέας του Λουκά - Πράξεις όχι μόνο γνώριζε έναν Ιωάννη Μάρκο, τον στενό ακόλουθο του Πέτρου και του Παύλου, αλλά είχε στην κατοχή του και ένα αντίγραφο του λεγάμενου ευαγγελίου του Μάρκου, αντιγράφοντας κατά γράμμα τριακόσιους στίχους, αλλά ποτέ όμως δεν κάνει τη σύνδεση μεταξύ του Ιωάννη Μάρκου και του ευαγγελίου του Μάρκου! Ο λόγος είναι απλός: η σύνδεση του ανώνυμου ευαγγελίου με τον Ιωάννη Μάρκο είναι μια εικασία του 2ου αιώνα που δεν ήταν δεδομένη την εποχή του Λουκά».

Παρομοίως ο Ιγνάτιος, δεύτερος επίσκοπος Αντιόχειας (περ. 50 - μεταξύ 98-117 μΚΕ), φαίνεται να παραθέτει κάποιους στίχους από τον Ματθαίο και να αναφέρεται στο άστρο της Βηθλεέμ (Ματθ. 2:1-12) στην επιστολή του Προς Εφεσίους (19:2), αλλά ποτέ δεν τους αποδίδει σε κάποιον Ματθαίο. Ο Πολύκαρπος Σμύρνης (69-155 μΚΕ) επίσης φαίνεται να παραθέτει κάποιους στίχους ή φράσεις απ’ τα συνοπτικά ευαγγέλια, χωρίς όμως πάλι να τις αποδίδει σε κάποιον γνωστό συγγραφέα.

Πόσο μαθητής ήταν ο «αγαπημένος μαθητής»;

Το Κατά Ιωάννην από την άλλη είναι το μόνο ευαγγέλιο που επικαλείται κάποιον ανώνυμο αυτόπτη μάρτυρα (21:24), αλλά αρκετοί σύγχρονοι μελετητές αμφιβάλλουν αν αυτός ο «αγαπημένος μαθητής» ήταν ο πραγματικός συγγραφέας και η ανωνυμία του χαρακτήρα αποτυγχάνει να τον συνδέσει με κάποιον γνώριμο χαρακτήρα του αφηγήματος. Και ενώ ο Ιωάννης δεν ακολουθεί το ipsissima verba (επί λέξει) των προηγούμενων ευαγγελίων, ο συγγραφέας σίγουρα είναι εξοικειωμένος με αυτές τις αφηγήσεις.

Ο μελετητής Robert Kysar («The anchor Bible dictionary, τόμος 3, σελ. 919-920) εξηγεί: «Η υπόθεση πως ο συγγραφέας είναι ο ίδιος με τον “αγαπημένο μαθητή” παρουσιάζεται συχνά ως τεκμήριο ότι ο ευαγγελιστής ήταν μάρτυρας της ζωής του Ιησού.
Δύο συγκεκριμένα χωρία επιβεβαιώνουν αυτή την υπόθεση, το 19:35 και το 21:24. Αλλά και οι δύο ενδείξεις παραπαίουν ύστερα από προσεκτική εξέταση. Το 19:35 δεν ισχυρίζεται πως ο συγγραφέας ήταν αυτόπτης μάρτυρας αλλά ότι η σκηνή που περιγράφει προέρχεται από μια τέτοια αναφορά. Το 21:24 είναι ένα ξεχωριστό παράρτημα (appendix) του ευαγγελίου και δεν θα έπρεπε να θεωρείται ως προερχόμενο από το ίδιο χέρι που έγραψε το υπόλοιπο ευαγγέλιο. Κανένα από αυτά τα χωρία συνεπώς δεν πείθει τους μελετητές του Ιωάννη ως αναφορά αυτόπτη μάρτυρα».

Μερικές φορές οι απολογητές παραθέτουν το γράμμα του Ειρηναίου στον Φλωρίνο, μαθητή του Πολύκαρπου Σμύρνης (Ευσεβ. Εκκλ. Ιστορ. 5.20), σαν απόδειξη ότι ο Ιωάννης ο μαθητής έγραψε το τέταρτο ευαγγέλιο. Αυτό το επιχείρημα όμως βασίζεται πάλι σε αυθαίρετη υπόθεση. Σε αυτό το γράμμα ο Ειρηναίος δηλώνει πως γνώριζε τον Πολύκαρπο από παιδί. Επίσης δηλώνει πως ο Πολύκαρπος ήταν ακόλουθος του Ιωάννη του μαθητή και άρα το συμπέρασμα είναι πως αυτός έγραψε το ομώνυμο ευαγγέλιο.
Ωστόσο, όπως έχει καταδείξει ο R. Alan Culpepper («John, the son of Zebedee: The life of a legend», σελ. 126): «Σε αυτή την επιστολή ο Ειρηναίος υπενθυμίζει στον Φλωρίνο την κοινή τους εμπειρία όταν κάθονταν στα πόδια του Πολύκαρπου. Ο σκοπός του είναι να του θυμίσει πως δεν έμαθε τις γνωστικές του απόψεις από τον Πολύκαρπο... Από την άλλη ο Ειρηναίος δεν λέει πως ο Πολύκαρπος δίδασκε ότι ο Απόστολος Ιωάννης ήταν ο συγγραφέας του τέταρτου ευαγγελίου, των Επιστολών ή της Αποκάλυψης».

Οπως βλέπουμε, η απόδοση της συγγραφής του ευαγγελίου στο συγκεκριμένο άτομο από τον Ειρηναίο προέρχεται κυρίως από εικασίες σχετικά με την ταυτότητα ενός ανώνυμου χαρακτήρα μέσα στο κείμενο. Ετσι έχουμε μια καθαρή εικόνα για το πώς οι συγγραφείς των ευαγγελίων ταυτοποιήθηκαν από εσφαλμένες εικασίες του 2ου αιώνα: ο Ματθαίος και ο Μάρκος βασίστηκαν στην προφορική παράδοση που (υποτίθεται) διέσωσε ο Παπίας και η οποία προερχόταν από κάποιον Ιωάννη Πρεσβύτερο. Ο Λουκάς θεωρήθηκε συγγραφέας λόγω της αόριστης χρήσης του πρώτου πληθυντικού σε κάποια χωρία στις Πράξεις και ο Ιωάννης βασίστηκε σε μια εικασία σχετικά με τον ανώνυμο μαθητή που αγαπούσε ο Ιησούς. Ετσι όχι μόνο οι εξωτερικές αποδείξεις είναι αδύναμες, αλλά θα μπορούσαμε να πούμε πως όλες αποτελούν μεταγενέστερες και έωλες υποθέσεις.

Γύρω στα 140 μΚΕ ο «αιρετικός» Μαρκίωνας -η αίρεσή του αποτελούσε παρακλάδι του γνωστικισμού- θα κάνει την πρώτη απόπειρα δημιουργίας κανόνα ιερών βιβλίων, ο οποίος αποτελείτο από το «ευαγγέλιον» και το «αποστολικόν». Το «ευαγγέλιον» ήταν μια δική του έκδοση του Κατά Λουκάν. Αργότερα, περίπου το 170 μΚΕ, ο μαθητής του Ιουστίνου, ο Τατιανός ο Σύρος, θα συντάξει μια αρμονία των τεσσάρων ευαγγελίων που ο Ευσέβιος («Εκκλ. Ιστορ.» 4.29,6) ονομάζει «Το διά τεσσάρων ευαγγέλιον».

Περίπου εκατό χρόνια μετά τη συγγραφή των ευαγγελίων, στην εποχή του εκκλησιαστικού Ειρηναίου, κάπου στα τέλη του 2ου αιώνα, δόθηκαν τα παραδοσιακά ονόματα στα γνωστά ευαγγέλια. Ο Ειρηναίος ήθελε τέσσερα στον αριθμό, όπως «οι τέσσερις άνεμοι» και οι «τέσσερις γωνίες της Γης» («Κατά Αιρέσεων» 3.11.8). Αυτή ήταν η λογική του.

Μινιατούρα που απεικονίζει τον ευαγγελιστή Ματθαίο από το βιβλίο "Les Grandes d' Anne de Bretange"

Κείμενα θρησκευτικής λογοτεχνίας και προπαγάνδας

Η μεγαλύτερη διαμάχη στη σύγχρονη μελέτη για τον Ιησού είναι αν και σε ποιον βαθμό τα ευαγγέλια αποτελούν βιογραφίες ή απλώς είναι κείμενα θεολογικής αλληγορίας. Ενα πολύ κλασικό παράδειγμα που αποδεικνύει ότι τα ευαγγέλια ακολουθούν τη γραμμή των μυθοσυμβολικών αφηγήσεων της αρχαιότητας είναι η ιστορία της ξήρανσης της άκαρπης συκιάς: ο Ιησούς είναι πεινασμένος (που υποτίθεται πως πολλαπλασίασε τα ψωμιά και τα ψάρια) αλλά δεν βρίσκει σύκα να φάει γιατί δεν ήταν η εποχή των σύκων. Τότε καταριέται τη συκιά και αμέσως μετά εκδιώκει τους αργυραμοιβούς από τον Ναό. Οταν βγαίνει από τον Ναό η συκιά έχει ξεραθεί από τη ρίζα (Μάρκος 11:12-14 και 11:19-22)!

Φυσικά όλη η ιστορία δεν βγάζει κανένα νόημα σαν πραγματική ιστορία αλλά μόνο σαν μια παραβολή για την απόρριψη του Ουσιαστικού συστήματος του εβραϊκού Ναού. Το μήνυμα εδώ είναι πως ο διεφθαρμένος Ναός της Ιερουσαλήμ έφτασε στο τέλος του και το τελετουργικό της άφεσης των αμαρτιών θα αντικατασταθεί από την προσευχή και την απευθείας συγχώρεση. Για να γίνει όμως αυτό απαιτούνταν μια ανώτερη θυσία. Ενας μεσαίας που θα προσφερόταν σαν μια διαχρονική θυσία, ο οποίος κάλλιστα θα μπορούσε να είναι ουράνια μορφή και όχι απαραίτητα ιστορικό πρόσωπο.

Εδώ έχει ενδιαφέρον να παρουσιάσουμε μια λογοτεχνική τεχνική που χρησιμοποιείται εκτενώς στο Κατά Μάρκον και στους άλλους ευαγγελιστές και την οποία οι μελετητές αποκαλούν «inclusion» (συμπερίληψη, ενσωμάτωση) ή «Markan sandwitches».
Σύμφωνα με αυτή την τεχνική, ο συγγραφέας παρεμβάλλει μια ιστορία μέσα σε μια άλλη προτού ολοκληρωθεί η αρχική ιστορία. Ο σκοπός αυτής της τεχνικής είναι η υποδήλωση μιας θεολογικής αλήθειας σε δύο επίπεδα με έντονα δραματικό ή ειρωνικό τόνο.
Ενα τέτοιο παράδειγμα συναντάμε στον Μάρκο (5:21-43) όταν ο Ιησούς καλείται να αναστήσει τη δωδεκάχρονη κόρη του Ιάειρου και η ιστορία διακόπτεται από μια γυναίκα που αιμορραγεί δώδεκα χρόνια. Μια ολοφάνερη αναφορά στο έθνος του Ισραήλ που νοσεί.

Για την ακρίβεια όλο το Ευαγγέλιο του Μάρκου έχει τέτοια λογοτεχνική δομή και χωρίζεται σε τέσσερα μέρη: α) Η αφήγηση της μαθητείας (κεφ. 1-3), β) Η αφήγηση της θάλασσας (κεφ. 4.1-8.26), γ) Η αφήγηση του δρόμου (κεφ. 8.27-10), δ) Η αφήγηση του Πάσχα (κεφ. 11-16). Και οι τέσσερις αφηγήσεις καθρεφτίζουν η μία την άλλη με μια σειρά από συμπτώσεις που προδίδουν τη λογοτεχνική δομή του ευαγγελίου. Ας δούμε για παράδειγμα τις τρεις πρώτες αφηγήσεις:

Α. Ξεκινάει η εξωτερική περιοδεία (1.14-34).

Β. Οι άνθρωποι αναζητούν τον Ιησού για να τους θεραπεύσει (1.35-38) (αλλά ο Ιησούς λέει πως πρέπει να διδάξει περισσότερους).

Γ. Ο Ιησούς ξεκινά περιοδεία στη Γαλιλαίο (1.39-19).

Δ. Ο Ιησούς σταματά στην Καπερναούμ) και εξηγεί γιατί μπορεί να συγχωρεί τις αμαρτίες (2.1-12).

Ε. Προβλήματα και αντιπαραθέσεις (2.13-3.12).

Ζ. Μια σημαντική σύναξη σε ένα βουνό (3.13-19).

Η. Ο Ιησούς κατηγορείται πως λειτουργεί κατ’ ενέργεια του Βεελζεβούλ και κηρύττει πως αυτοί που τον απορρίπτουν είναι καταραμένοι (3.20-35).

Παρεμβάλλεται το Αφήγημα της Θάλασσας (κεφ. 4-8). Αμέσως μετά η ίδια σειρά γεγονότων εξελίσσεται αντίστροφα:

Η. Ο Ιησούς κατηγορεί τον Πέτρο πως λειτουργεί κατ’ ενέργεια του Σατανά και κηρύττει πως όσοι βλασφημούν το Αγιο Πνεύμα θα είναι καταραμένοι (8.27-9.1).

Ζ. Μια σημαντική σύναξη σε ένα βουνό (9.2-13).

Ε. Προβλήματα και αντιπαραθέσεις (9.14-32).

Δ. Ο Ιησούς σταματάει στην Καπερναούμ και εξηγεί τους κινδύνους της αμαρτίας(9.33-50).

Γ. Ο Ιησούς ξεκινά περιοδεία πέραν της Γαλιλαίος (10-1.6).

Β. Οι άνθρωποι αναζητούν τον Ιησού για ευλογία (10.17-45) αλλά τους διδάσκει πως ο τρόπος τους είναι λανθασμένος.

Α. Τελειώνει η εξωτερική περιοδεία (10.46-52).

Ακόμη και τα θαύματα του Ιησού είναι προσαρμοσμένα σε μια κομψά δομημένη λογοτεχνική αφήγηση. Αυτό φαίνεται και στο Αφήγημα της Θάλασσας:

Πρώτη φάση

1) Κυριαρχία πάνω στο νερό. Ο Ιησούς διατάζει την καταιγίδα να παύσει (4.35-41), 2) Εξορκισμός του δαιμονισμένου στους Γεργεσηνούς (5.1-20) 3), Θεραπεία της γυναίκας με την αιμορραγία, 4) Θεραπεία της κόρης του Ιάειρου (5.21-43), 5) Ο θαυμαστός χορτασμός των πέντε χιλιάδων (6.34-44,53).

Δεύτερη φάση

1) Κυριαρχία πάνω στο νερό. Ο Ιησούς περπατάει πάνω στα νερά της λίμνης (6.45-51),
2) Ο εξορκισμός της Συροφοινίκισσας γυναίκας (7.24-30),
3) Η θεραπεία του κωφάλαλου (7.32-37),
4) Ο θαυμαστός χορτασμός των τεσσάρων χιλιάδων (8.1-10),
5) Η θεραπεία του τυφλού της Βησθαϊδά με το σάλιο (8.22-26).

Πάρα πολλές αφηγήσεις αγίων Εβραίων, όπως ο Μωυσής, εκτελούν μια χρονική ακολουθία πέντε θαυμάτων και το αφήγημα του Μάρκου φέρει παραλληλισμούς με το αφήγημα με τον Μωυσή στην έρημο (Εξοδος 13-17).
Η αφήγηση με τον Μωυσή στην έρημο ξεκινάει με ένα θαύμα του νερού στη διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας (Εξ. 13-15), όταν διατάζει τα νερά να τραβηχτούν για να διαβεί ο λαός του. Με το δεύτερο θαύμα ξεδιψάει τους Εβραίους με ένα μαγικό δέντρο που μετατρέπει το πικρό νερό μιας λίμνης σε πόσιμο (Εξ.15.22-27).
Κατά μια ενδιαφέρουσα αντιστοιχία, όταν θεραπεύεται ο τυφλός στη Βησθαϊδά παρομοιάζει τους ανθρώπους με δέντρα.

Το τρίτο θαύμα αφορά τον θαυμαστό χορτασμό των Ισραηλιτών με το μάννα εξ ουρανού (Εξ.16) και στη συνέχεια (τέταρτο θαύμα) με το χτύπημα του ραβδιού του Μωυσή σε έναν βράχο ρέει νερό θαυματουργικά (Εξ.17.1-7). Το ηθικό δίδαγμα είναι πως παρά τον φόβο τους ο Μωυσής θα τους σώσει από τη δίψα αν έχουν πίστη. Πάλι κατά μια αξιοπρόσεκτη αντιστοιχία, ο Μωυσής παίρνει μαζί του τρεις πρεσβύτερους για να δουν το θαύμα, ακριβώς όπως ο Ιησούς παίρνει μαζί του τους κορυφαίους τρεις Αποστόλους -τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη-στο θαύμα της κόρης του Ιάειρου. Και στο πέμπτο θαύμα ο Μωυσής βοηθάει τον στρατό του Ιησού του Ναυή να κατατροπώσει τον στρατό των Αμαλικητών (Χαναναίοι, όπως η Συροφοινίκισσα γυναίκα) κρατώντας τα χέρια του σηκωμένα (Εξ. 17.8-16). Ενας ολοφάνερος συμβολισμός για τη δύναμη του Θεού απέναντι στις δυνάμεις του Κακού όπως η δύναμη του Ιησού πάνω στα δαιμόνια, τα οποία στην ιστορία του δαιμονισμένου στους Γεργεσηνούς συστήνονται ως «Λεγεών»!

Οι μελετητές έχουν παρατηρήσει και άλλους παραλληλισμούς στην ιστορία του Ιησού με την ιστορία του Μωυσή όχι μόνο στο αφήγημα της γέννησης αλλά και σε άλλα σημεία όπως στην ιστορία της δοκιμασίας του Ιησού στην έρημο για σαράντα ημέρες (Ματθαίος 4.1-11), αντίστοιχα με τη δοκιμασία του Ισραήλ στην έρημο για σαράντα χρόνια (Δευτερονόμιο 8.1). Αλλά αντίθετα με το αρχαίο Ισραήλ, ο Ιησούς κατανικά όλους τους ίδιους πειρασμούς (Εξοδος 17.1-3,32).
Αντιστοίχως ο Ιησούς δίνει τις νέες εντολές πάνω σε ένα βουνό, καθώς και πέντε ομιλίες (στον Ματθαίο) που υποτίθεται θα αντικαταστήσουν την Πεντάτευχο (τα πέντε πρώτα βιβλία της εβραϊκής Βίβλου) που αποδίδονταν στον Μωυσή.

Είδαμε λοιπόν μέχρι τώρα ότι η αφήγηση των ευαγγελίων είναι τόσο κομψή, προγραμματισμένη, λογοτεχνικά δομημένη και ολοφάνερα εμπνευσμένη από τις παλιές ιστορίες που είναι απίθανο να μιλάμε για καταγραφή πραγματικών γεγονότων. Οι ευαγγελιστές επινοούν μια ιστορία.

Μια όμως από τις πιο προφανείς ενδείξεις ότι ο Μάρκος έγραφε με θεολογική αλληγορία είναι η ιστορία της δίκης του Ιησού με τον Βαραββά. Φυσικά κανένας Ρωμαίος κυβερνήτης δεν θα άφηνε ελεύθερο έναν στασιαστή, ούτε το έθιμο της αμνηστίας του Πάσχα μαρτυρεί-ται κάπου. Ολο το σκηνικό αποτελεί μια αναπαράσταση της πανάρχαιας εβραϊκής τελετής του Γιομ Κιπούρ (Μέρα της Εξιλέωσης, την ημέρα αυτή ο Μωυσής κατέβηκε από το όρος Σινά με τις Δεύτερες Πλάκες αφού είχε πάρει τη συγχώρεση από τον Θεό για την αμαρτία της λατρείας του χρυσού μοσχαριού). Ακόμη και το όνομα Βαραββάς (Μπαρ-Αμπά) στα αραμαϊκά σημαίνει «υιός του πατέρα», ο οποίος απελευθερώνεται μεταφέροντας μακριά τις αμαρτίες του Ισραήλ, ενώ ο Ιησούς γίνεται η θυσία αίματος για να εξιλεωθεί το Ισραήλ. Αυτή ήταν κυριολεκτικά η τελετή του Γιομ Κιπούρ, όπως περί γράφεται στο Λευιτικό (το τρίτο βιβλίο της Πεντατεύχου) 16 και στο Mishnah Yoma 6.1b όπου δύο όμοιες κατσίκες έπαιζαν αυτούς τους δύο ρόλους.

Ο εκκλησιαστικός συγγραφέας Ωριγένης τον 3ο αιώνα όχι μόνο είχε κάνει τη σύνδεση του Βαραββά με το Γιομ Κιπούρ (Ομιλία για το Λευιτικό 10.2.2), αλλά διαβεβαίωνε πως το όνομά του στην αρχική παράδοση ήταν «Ιησούς Βαραββάς» (σχόλια επί του Ματθαίου 121), το οποίο τελικά αφαιρέθηκε γιατί θεωρήθηκε προσβολή να έχει ο Ιησούς το ίδιο όνομα με έναν κακοποιό.
Επιπλέον ο Ωριγένης έβλεπε τον Βαραββά σαν το ίδιο το Ισραήλ, το οποίο στο όνομα του αποδιοπομπαίου τράγου παραδινόταν στον Διάβολο. Αλλά και στη συνέχεια τίποτε δεν είναι ιστορικά ρεαλιστικό.

"Οι τέσσερις ευαγγελιστές" Peter Paul Rubens 1614

Ολη η ιστορία της σταύρωσης είναι εμπνευσμένη από τους Ψαλμούς 22 του Δαβίδ προκειμένου ο Ιησούς να ταιριάζει απόλυτα με το εβραϊκό πρότυπο του μάρτυρα. Αλλα κείμενα που χρησιμοποιεί ο Μάρκος για να κατασκευάσει την αφήγησή του είναι ο Ψαλμός 69 και στοιχεία από τον Ζαχαρία 9-14, τον Ησαΐα 53 και τη Σοφία Σολομώντος (γράφτηκε πρωτότυπα στην ελληνική γλώσσα, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, οπότε δεν συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των βιβλίων της εβραϊκής Βίβλου και γι’ αυτό θεωρείται δευτεροκανονικό έργο).

Επίσης όλο το σκηνικό της σταύρωσης έχει αφηγηματικούς παραλληλισμούς με τη βάπτιση του Ιησού, επειδή θεολογικά η βάπτιση κατανοούνταν από τους πρώτους χριστιανούς ως ένας συμβολικός θάνατος -ανάσταση (Προς Ρωμαίους 6.3-4). Ολο το σκηνικό είναι μια καθαρά λογοτεχνική κατασκευή και μάλλον απίθανο να μιλάμε για ρεαλιστική αφήγηση:

Ο Ιωάννης κράζει με δυνατή φωνή («φωνή βοώντος έν τή έρήμω», Μάρκος 1:3).

Ο Ιησούς κραυγάζει στον σταυρό (Κατά Μάρκον 15:34).

Γίνεται έμμεση αναφορά στον Ηλία (είχε γίνει ερημίτης κοντά στον Ιορδάνη) (Μάρκος 1:6).

Γίνεται αναφορά στον Ηλία κατά τη σταύρωση (Κατά Μάρκον 15:34-36).

Σχίζονται οι ουρανοί (Κατά Μάρκον 1:10).

Σχίζεται το παραπέτασμα του ναού όπου ήταν ζωγραφισμένοι οι ουρανοί, σύμφωνα με τον «Εβραϊκό Πόλεμο» 5.212-14 του Ιώσηπου (Κατά Μάρκον 15:38).

Το Αγιο Πνεύμα κατέρχεται στον Οησού (κατά Μαρκοςν 1:10)

Το πνεύμα εξέρχεται του Ιησού (Κατά Μάρκον 15:37).

Ο Θεός αναγνωρίζει τον Ιησού ως υιό του (Κατά Μάρκον 1:11).

Ο Ρωμαίος εκατόνταρχος αναγνωρίζει τον Ιησού ως υιό του Θεού (Κατά Μάρκον 15:39).

Τι γίνεται τώρα με τα υπόλοιπα κεφάλαια του πάθους; Ολο το σκηνικό ανταποκρίνεται στο τελετουργικό του εβραϊκού Πάσχα. Σύμφωνα με την Τορά (Πεντάτευχος στα εβραϊκά), ο αμνός του Πάσχα διαλεγόταν τη δέκατη μέρα του μήνα (Εξοδος 12,3), σφαγιαζόταν το σούρουπο της δέκατης τέταρτης (Εξ. 12,6) και τρωγόταν τη δέκατη πέμπτη μέρα του μήνα (οι εβραϊκές μέρες ξεκινούσαν με το ηλιοβασίλεμα).

Αυτό είναι ό,τι ακριβώς συμβαίνει στον Ιησού. Τη δέκατη μέρα του μήνα Νισάν μπαίνει θριαμβευπκά στην Ιερουσαλήμ. Τη δέκατη πέμπτη μέρα του μήνα γίνεται ο μυστικός δείπνος, όπου Ιησούς παραδίδει το σώμα και το αίμα του και εκτελείται την επόμενη το απόγευμα την ένατη ώρα. Το Κατά Ιωάννην βέβαια αλλάζει την ιστορία και παρουσιάζει τον Ιησού να εκτελείται τη δέκατη τέταρτη μέρα, δηλαδή την ημέρα του πασχαλινού αμνού.

Με άλλα λόγια, ο Μάρκος έχει διαμορφώσει την ιστορία του ώστε ο Ιησούς να συμβολίζει το εβραϊκό πασχαλινό αρνί και όπως είδαμε πιο πάνω χρησιμοποίησε τη δίκη του Βαραββά για να επαναπροσδιορίσει τον συμβολισμό του Γιομ Κιπούρ.

Ο Ιησούς από θεολογικής άποψης ήταν επίσης η απαρχή των αναστημένων (Α' Κορ. 15:20-23) και η Τορά πρόσταζε πως η Μέρα των Πρώτων Καρπών (συγκομιδής) γινόταν την επομένη του πρώτου Σαββάτου του Πάσχα (Λευιτικό 23,5,10-11). Ετσι ο Μάρκος αναφέρει ότι ο Ιησούς ανασταίνεται την Κυριακή.
Ενα ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως ο Μάρκος τελείωνε το ευαγγέλιό του στον στίχο 16:8 σύμφωνα με τους δύο αρχαιότερους κώδικες, τον Σιναϊτικό και τον Βατικανό. Αυτό το τέλος γνωρίζουν επίσης η συριακή σιναϊτική μετάφραση, τα περισσότερα αρμενικά χειρόγραφα καθώς και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς Κλήμης, Ωριγένης, Ευσέβιος, Γρηγόριος Νύσσης, Ιερώνυμος, Ζιγαβηνός κ.ά.

Ας προστεθεί ακόμη και η παρατήρηση ότι οι άλλοι δύο συνοπτικοί ευαγγελιστές ακολουθούν τον Μάρκο στη διήγηση του πάθους και της ανάστασης μέχρι του στίχου 16:8, μετά όμως ακολουθούν όχι από κοινού αλλά ο καθένας ξεχωριστά ιδιαίτερη σειρά εμφανίσεων του αναστημένου Χριστού. Οι στίχοι 9-20, εκτός του ότι παραλείπονται από πολλά αρχαία χειρόγραφα, διαφέρουν από άποψη ύφους και λεξιλογίου από το υπόλοιπο ευαγγέλιο.

"Ο ευαγγελιστής Ιωάννης και ο Αγιος Πρόχορος", Εμμανουήλ Λαμπάρδος 1602

Είδαμε λοιπόν ότι τα ευαγγέλια δεν είναι αξιόπιστες ιστορίες αυτοπτών μαρτύρων, αλλά μάλλον κείμενα θρησκευτικής λογοτεχνίας και προπαγάνδας που διαμορφώνονταν ανάλογα με τις ανάγκες των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων. Το γιατί κάποια στιγμή απαιτήθηκε η κυριολεκτική τους ανάγνωση και κατανόηση είναι ζήτημα που ήδη αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για τους μελετητές. Σίγουρα στο μέλλον θα επαναπροσδιοριστεί ο τρόπος με τον οποίο εξετάζουμε την προσωπικότητα του ιστορικού (ή μη) Ιησού.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου