ΝΙΚΗΦΟΡΑ, ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ
Το καρυδότσουφλο «Γκράνμα» των 82 τρελών του Φιντέλ περιπλανιέται επί εφτά ημέρες στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Κολλάει και εντοπίζεται από την αεροπορία του Μπατίστα στις 2 Δεκεμβρίου του 1956. Θα απομείνουν μόνο 24 άτομα με εφτά τουφέκια. Την Πρωτοχρονιά του 1959 οι «μπαρμπούδος» μπαίνουν θριαμβευτικά στην Αβάνα
Του Κρύωνα Ηλιόπουλου - Μεταφραστή, συγγραφέα βιολόγου, Hot History, Documento
Οι Κουβανοί επαναστάτες, οι «μπαρμπούδος» με επικεφαλής τον Καμίλο Σιενφουέγος, μπαίνουν στην Αβάνα θριαμβευτές και έφιπποι τον Ιανουάριο του 1959. Από τα πέτρινα χρόνια της ήττας στο Μονκάδα, της εξορίας οτο Μεξικό και του αντάρτικου στη Σιέρα Μαέστρο έχουν περάσει μόλις πέντε χρόνια, πέντε μήνες και πέντε μέρες (φωτογραφία Osvaldo Salas)
«Καμιά άλλη επανάσταση δεν θα μπορούσε να είχε σχεδιαστεί καλύτερα στο να έχει τέτοια μεγάλη απήχηση στην Αριστερά του δυτικού ημισφαιρίου στα τέλη της δεκαετίας του παγκόσμιου συντηρητισμού.
Η επανάσταση της Κούβας είχε τα πάντα: ρομαντισμό, ηρωισμό στα βουνά, ηγέτες πρώην φοιτητές με την ανιδιοτελή γενναιοδωρία της νιότης τους, ενθουσιώδη λαό σ’ έναν τροπικό παράδεισο που ζούσε στον ρυθμό της ρούμπας.
Κι ακόμη μπορούσαν να ζητωκραυγάζουν γι' αυτήν όλοι οι αριστεροί επαναστάτες».
Ερικ Χομπσμπάουμ,
«Η εποχή των άκρων»
Πέντε χρόνια, πέντε μήνες και πέντε μέρες μετά την αποτυχημένη έφοδο στα στρατόπεδα Μονκάδα και Μπαγιάμο στις 26 Ιουλίου 1953, οι Κουβανοί επαναστάτες έμπαιναν . στην Αβάνα θριαμβευτές.
Συνολικά οι ένοπλοι αντάρτες ήταν 3.000 άτομα. Τα περισσότερα όπλα που διέθεταν τα είχαν κατασχέσει από τον εχθρό σε μάχες. Η πορεία τους ήταν καταιγιστική. Δύο χρόνια πριν από τη νίκη τους, στις 2 Δεκεμβρίου του 1956, μόλις 80 άτομα είχαν αποβιβαστεί στην Κούβα.
Ξεκίνησαν τον πόλεμο με εφτά τουφέκια. Κι ενώ τον Αύγουστο του 1958 έμοιαζαν μια ασήμαντη απειλή στα δασωμένα βουνά της Κούβας, τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς οι κατάκοποι και πεινασμένοι γενειοφόροι αντάρτες, οι περίφημοι «μπαρμπούδος» (οι μουσάτοι), καταλάμβαναν τη μια πόλη μετά την άλλη, ώσπου στις δύο μετά τα μεσάνυχτα της 1ης Ιανουάριου του 1959 ο δικτάτορας Μπατίστα απογειώνεται από την Αβάνα και κηρύσσεται γενική απεργία στη χώρα.
Είναι μια συντριπτική και κεραυνοβόλα νίκη που αφήνει άναυδη όλη την αμερικανική ήπειρο και μεγάλο μέρος του πλανήτη. Τα αποτελέσματά της δεν θ' αργήσουν να φανούν όχι μόνο στο μικρό νησί της Καραϊβικής αλλά σε όλη την ήπειρο. Η επιρροή της θα φτάσει πολύ μακριά τόσο στον χώρο όσο και στον χρόνο.
Στρατόπεδο Μονκάδα. Η πρώτη έφοδος
Την 26η Ιουλίου 1953 είχε κάνει την πρώτη της επαναστατική ενέργεια η πολιτική οργάνωση που αργότερα ονομάστηκε Κίνημα 26ης Ιουλίου.
Ο αρχικός πυρήνας της ομάδας ήταν νέοι δημοκρατικοί που ανήκαν ή συμπαθούσαν το κόμμα του Εδουάρδο Τσιμπάς, κατά του οποίου είχε κάνει το πραξικόπημα ο Μπατίστα.
Εναν χρόνο νωρίτερα στην Αβάνα δύο αδέρφια, ο Αμπέλ και η Αϊδέ Σανταμαρία, ο Φιντέλ Κάστρο και η Μέλβα Ερνάντες σχέδιασαν την ένοπλη ανατροπή της δικτατορίας.
Συμπαθούσαν πολιτικά το Ορθόδοξο Κόμμα με ηγέτη τον Εδουάρδο Τσιμπάς και δεν είχαν σχέση με το PSP, όπως ονομαζόταν το κομμουνιστικό κόμμα της Κούβας, το κόμμα του θρυλικού κομμουνιστή Μέγια, το οποίο τους θεωρούσε μικροαστούς τυχοδιώκτες.
Την έφοδο στα στρατόπεδα, κρατικά κτίρια και νοσοκομείο την πραγματοποίησαν τελικά 129 άντρες και δύο γυναίκες.
Εκείνη την 26η Ιουλίου του 1953 επικεφαλής των τριών ομάδων ανταρτών ήταν ο Αμπέλ Σανταμαρία, ο Ραούλ Κάστρο και ο Φιντέλ Κάστρο. Οι δύο πρώτες πέτυχαν νίκη, όμως η τρίτη και μεγαλύτερη ηττήθηκε στο στρατόπεδο Μονκάδα. Οι αντάρτες φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν. Ο Αμπέλ Σανταμαρία πέθανε από τα φρικτά βασανιστήρια. Οι βασανιστές έδειξαν το βγαλμένο μάτι του στην αδερφή του Αϊδέ για να την κάνουν να μιλήσει. Το ίδιο έκαναν και με τη δεύτερη γυναίκα της ομάδας, τη Μέλβα Ερνάντες, σκοτώνοντας τον φίλο της.
Οικογένεια Σανταμαρία. Τα παιδιά της "καλής κοινωνίας" που μπήκαν στις επαναστατικές οργανώσεις. Ο Αμπέλ (1ος από αριστερά) και η Αϊδέ (προτελευταία) πήραν μέρος σττην επίθεση κατά του στρατοπέδου Μονδάδα. Οι βασανιστές του Αμπέλ Σανταμαρία προτού τον σκοτώσουν του έβγαλαν το μάτι και το επέδειξαν στην αδελφή του Αϊδέ.
Παρά τη βία της δικτατορίας η αντίσταση εναντίον της δυνάμωνε και ο δικτάτορας Μπατίστα υποχρεώθηκε να παραχωρήσει γενική αμνηστία για τους πολιτικούς κρατούμενους. Οι φυλακισμένοι βγαίνουν από τη φυλακή και ο Φιντέλ Κάστρο φεύγει στο Μεξικό για να προετοιμάσει τη νέα απόπειρα ανατροπής της δικτατορίας. Οι Κουβανοί επαναστάτες θα ονομάσουν την οργάνωσή τους Κίνημα 26ης Ιουλίου.
Μετά την παροχή γενικής αμνηστίας οι πολιτικοί κρατούμενοι αποφυλακίζονται. Ο Φίντελ Κάστρο φεύγει για το Μεξικό προκειμένου να ετοιμάσει τη νέα απόπειρα ανατροπής της δικτατορίας.
Το Μεξικό και η «Γιαγιά»
Ο Φιντέλ Κάστρο, που ήταν ο φυσικός και αναγνωρισμένος ηγέτης της επαναστατικής ομάδας, δεν ήταν κομμουνιστής ούτε προσδιοριζόταν ως μαρξιστής παρότι είχε καλή γνώση της μαρξιστικής θεωρίας.
Απ’ όλη την ομάδα, μόνο ο μικρότερος αδερφός του Φιντέλ, Ραούλ Κάστρο, ήταν κομμουνιστής και υπήρξε μέλος της νεολαίας του κομμουνιστικού κόμματος της Κούβας που τότε λεγόταν PSP (Partido Socialista Popular, Λαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα), το οποίο είχε μικρή επιρροή και δεν είχε στόχο την ένοπλη εξέγερση και την άμεση κατάκτηση της εξουσίας.
Ο Ραούλ Κάστρο στο Μεξικό, ενώ περιμένει την απελευθέρωση του αδερφού του Φιντέλ, συνδέεται με κομμουνιστές επαναστάτες από διάφορες χώρες, μεταξύ των οποίων είναι και ο Αργεντινός Ερνέστο Γκεβάρα.
Οταν ο Φιντέλ φτάνει στο Μεξικό, αρχίζει η συστηματική προετοιμασία για τη νέα απόπειρα ανατροπής της δικτατορίας στην Κούβα. Στην ομάδα των Κουβανών εντάσσεται και ο Γκεβάρα, ο οποίος αφοσιώνεται με πάθος στον αγώνα τους.
Ο Φιντέλ τον εκτιμά από την πρώτη στιγμή και γίνονται στενοί φίλοι.
Ο Γκεβάρα έχει περισσότερα κοινά στις πολιτικές απόψεις με τον Ραούλ λόγω μαρξιστικών καταβολών, όμως γοητεύεται από τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα του Φιντέλ, παρά τις πολιτικές διαφορές τους. Πολλές φορές θα διαπιστώσει πως ο Φιντέλ Κάστρο μπορεί να κερδίζει τη συμπάθεια όλων με τον χαρακτήρα, του, πως καταφέρνει να ηγείται πάνω από διαφορές αλλά και πως βάζει σε προτεραιότητα την ανθρώπινη ζωή ακόμη και με συνέπειες για τον στόχο του αγώνα.
Ο Φιντέλ στηρίζεται πολύ στη φιλία και στις ανθρώπινες σχέσεις, δείχνοντας πίστη στις θεμελιώδεις αξίες του ανθρωπισμού. Δύο χρόνια μετά τη γνωριμία τους, ως «Τσε» πλέον, λέει στον Αργεντινό δημοσιογράφο Ρικάρδο Μασέτΐ: «Ο Φιντέλ με εντυπωσίασε γιατί ήταν εξαιρετικός άνθρωπος. Αντιμετώπιζε τις πιο απίθανες καταστάσεις και πάντοτε έβρισκε λύσεις. Ηταν απολύτως βέβαιος ότι θα πετύχαινε τον στόχο του να μπει στην Κούβα, ότι θα πάλευε ώσπου να νικήσει και ότι τελικά θα νικούσε. Συμμερίστηκα την αισιοδοξία του».
Ο 30χρονος δικηγόρος Φιντέλ σαγήνευε με τη ρητορική του, την τόλμη του, τις βεβαιότητες του και την αισιοδοξία του, αλλά επίσης ήταν διάσημος για τη συνέπεια των λόγων του με τις πράξεις του. Προτού ακόμη εξασφαλίσει όλα τα μέσα για το ταξίδι στην Κούβα, η ομάδα των επαναστατών εκπαιδεύεται. Στην αρχή φροντίζουν για τη φυσική τους εκγύμναση και την αναθέτουν σ’ έναν Μεξικανό παλαιστή, τον Αρσάσιο Βανέγας. Οι μεγάλες πεζοπορίες είναι η βασική μέθοδος, όμως γρήγορα ο Φιντέλ πείθει τον Ισπανό Μπάγιο να αναλάβει τη στρατιωτική εκπαίδευση της ομάδας και για τον σκοπό αυτό νοικιάζουν ένα αγρόκτημα.
Ο Αλμπέρτο Μπάγιο είναι πρώην συνταγματάρχης του στρατού της Ισπανικής Δημοκρατίας στον Ισπανικό Εμφύλιο και παρότι θεωρεί «σκέτη τρέλα» την ιδέα του Φιντέλ για εισβολή, δέχεται να εκπαιδεύσει στα όπλα τους τρελούς ονειροπόλους.
Ο Αντόνιο δελ Κάντε, ή αλλιώς «Κουάτε» (κολλητός, φιλαράκι στην αργκό), ιδιοκτήτης ενός μικρού οπλοπωλείου στο κέντρο της Πόλης του Μεξικού, αρχίζει να προμηθεύει με όπλα τους Κουβανούς. Παρότι ο Φιντέλ του προσφέρει 10% κέρδος, ο Κουάτε δίνει τα όπλα σε τιμή κόστους.
Οι εξόριστοι Κουβανοί φροντίζουν για τη φυσική τους κατάσταση και αναθέτουν την εκγύμνασή τους σε έναν Μεξικανό΄παλαιστή. (Ο Ραούλ (στη μέση) και ο Τσε (δεξιά) στην παραλία της Βερακρούς.
Τώρα ο Φιντέλ αποφασίζει ότι πρέπει να ενεργήσουν το συντομότερο. Οταν μαθαίνει ότι ο Κουάτε είναι κατά το ήμισυ ιδιοκτήτης ενός γιοτ αποφασίζει ότι αυτό είναι το σκάφος με το οποίο θα γίνει το ταξίδι στην Κούβα, παρόλο που είναι μικρό και σε κακή κατάσταση. Το πλοιάριο το λένε «Γκράνμα», δηλαδή «Γιαγιά», όπως το έχει βαφτίσει ο Αμερικανός ιδιοκτήτης του που ακόμη έχει το μισό στην ιδιοκτησία του.
Παρά τις αντίθετες απόψεις αρκετών συνεργατών του, ο Φιντέλ βρίσκει χρήματα για την αγορά και την επισκευή του σκάφους και το σχέδιό του περνάει στην τελευταία φάση.
Ολοι διαφωνούν με το «τρελό σχέδιο» Σημείο-κλειδί στην επιχείρηση είναι η οργάνωση της δράσης στο εσωτερικό της Κούβας και την υποστήριξη της απόβασης της ένοπλης ομάδας την αναλαμβάνουν ο Φρανκ Παις και η Σέλια Σάντσες.
Ο Φρανκ είναι δάσκαλος και ηγέτης του αντιστασιακού κινήματος στην ανατολική Κούβα. Γνωρίζει τον Φιντέλ στο Μεξικό και παρότι διαφωνεί με την ιδέα της απόβασης, συμφωνεί να προετοιμάσει μια λαϊκή εξέγερση στο Σαντιάγο ώστε να συμπέσουν οι δύο ενέργειες.
Η Σέλια Σάντσες, κόρη γιατρού που ήταν ηγετικό στέλεχος του Ορθόδοξου Κόμματος (του Εδουάρδο Τσιμπάς), επίσης θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην προετοιμασία της απόβασης των ανταρτών από την πόλη Μανσανίγιο. Με τη βοήθεια της Σέλια οι αντάρτες θα βρουν τα πρώτα στηρίγματα για την ένοπλη δράση στη Σιέρα Μαέστρα. Αργότερα θα πολεμήσει και η ίδια μαζί με τον επαναστατικό στρατό.
Η Σέλια Σάντσες, κόρη γιατρού, επίσης θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην προετοιμασία της απόβασης και θα ακολουθήσει τον Κάστρο στα βουνά της Σιέρα Μαέστρα.
Σε επίπεδο πολιτικών ηγεσιών ο Φιντέλ έρχεται σε επαφή με τους άλλους ηγέτες της αντιπολίτευσης, με την οργάνωση Επαναστατικό Διευθυντήριο και με το Λαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Κανένας δεν συμφωνεί με το «τρελό σχέδιο» του Φιντέλ, όμως προκύπτουν κάποιες στοιχειώδεις συμμαχίες για κοινή δράση που αργότερα θα προχωρήσουν.
Τελικά, τα μεσάνυχτα της 24ης προς 25η Νοεμβρίου η «Γιαγιά» αποπλέει από το Μεξικό με προορισμό την Κούβα. Επιβιβάζονται 82 άντρες μαζί με νερό και οπλισμό, ενώ η χωρητικότητα του σκάφους είναι το πολύ για 25 άτομα.
Επιπλέον, φεύγουν με άθλιες καιρικές συνθήκες και το καρυδότσουφλο των 82 τρελών περιπλανιέται επί εφτά ημέρες στη φουρτουνιασμένη Καραϊβική, αντί για τρεις που είχαν προβλέψει.
Οι μηχανές παθαίνουν βλάβη, χάνουν τη ρότα τους, τρόφιμα δεν υπάρχουν και οι περισσότεροι είναι σχεδόν λιπόθυμοι από τη ναυτία και την αφυδάτωση.
Από την άλλη, ο δικτάτορας Μπατίστα έχει ειδοποιηθεί. «Τους περιμένουν, ειδοποιημένοι από προδότες, πάνω από τριάντα πέντε χιλιάδες ένοπλοι, αστυνομικοί και στρατιώτες, εξοπλισμένοι με τανκς, δέκα πολεμικά πλοία, δεκαπέντε ακτοπλοϊκά και εβδομήντα οχτώ αεροπλάνα...» λέει στη βιογραφία του Τσε ο Μεξικανός συγγραφέας Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο II («Τσε», Εκδ. Κέδρος, μτφρ. Βασιλική Κνήτου).
Επιπλέον δεν καταφέρνουν να φτάσουν στο προβλεπόμενο σημείο αποβίβασης και τελικά το «Γκράνμα» κολλάει στη λάσπη σε απόσταση περίπου δύο μιλιών από την ακτή.
Καθώς προσπαθούν να φτάσουν σε στέρεο έδαφος τους εντοπίζει η αεροπορία του Μπατίστα.
Από τους 82 θα απομείνουν μόνο 24 άτομα, οπλισμένα με εφτά τουφέκια. Είναι αρχές Δεκεμβρίου του 1956 και αρχίζει ο ανταρτοπόλεμος στα βουνά της Σιέρα Μαέστρα.
Από την επιβίωση στην επιχείρηση «Αστραπή»
Ενώ ο Μπατίστα και τα μέσα ενημέρωσης τους θεωρούν νεκρούς, όσοι επέζησαν από τις ενέδρες και τις προδοσίες συγκεντρώνονται μετά την απόβαση στους πρόποδες της οροσειράς, όπου υπάρχει το δίκτυο υποστήριξης από χωρικούς που έχει οργανώσει η Σέλια Σάντσες.
Μετά τη στρατολόγηση νέων μαχητών και τη στοιχειώδη αναδιοργάνωση ο Φιντέλ επιλέγει το στρατόπεδο Λα Πλάτα για να πάρουν το βάφτισμα του πυρός και να αποκαλυφθεί η ύπαρξη των ανταρτών.
Η πρώτη μάχη διεξάγεται στις 16 Ιανουάριου με επικεφαλής τον Φιντέλ και είναι νικηφόρα. Το πιο ουσιαστικό αποτέλεσμα είναι σφαίρες και όπλα: η πιο βασική ανάγκη των μαχητών.
Ο Τσε στο ημερολόγιό του περιγράφει με γλαφυρότητα την πρώτη μάχη: «Ο Καμίλο Σιενφουέγος, οχυρωμένος πίσω από ένα δέντρο, έριχνε στον λοχία που προσπαθούσε να ξεφύγει και ξόδεψε τα λιγοστά φυσίγγια που είχε». «Οι στρατιώτες μόλις που προσπαθούσαν να αμυνθούν ενώ τραυματίζονταν από τις σφαίρες μας. Ο Καμίλο Σιενφουέγος μπήκε πρώτος στο παράπηγμα, απ’ όπου ακούγονταν στρατιώτες να φωνάζουν ότι παραδίνονται». Επειτα περιγράφει τα λάφυρα:«[...] οχτώ Σπρίνγκφιλντ, ένα οπλοπολυβόλο Τόμσον και μερικές χιλιάδες φυσίγγια. Εμείς είχαμε ξοδέψει καμιά πεντακοσαριά [...]. Εκείνοι είχαν δύο νεκρούς, εμείς ούτε μια γρατσουνιά» (ό.π. σ. 145).
Από τον Γενάρη του 1957 έως και τον Δεκέμβρη του 1958 οι επιτυχίες των «μουσάτων» και «ξυπόλυτων» στρατηγών και στρατιωτών είναι συνεχείς. Κερδίζουν την εμπιστοσύνη και την υποστήριξη των χωρικών που θα αποτελέσουν ουσιαστικό στήριγμα στον ανταρτοπόλεμο. Ενώ συνεχώς πολεμούν δημιουργούν δομές μιας διαφορετικής και δημοκρατικής διακυβέρνησης.
Σε περιοχές που καταλαμβάνουν μοιράζουν τις μεγάλες ιδιοκτησίες γης στους άκληρους χωρικούς που ζουν σαν σκλάβοι, φτιάχνουν τις πρώτες υποδομές παιδείας και υγείας, ενώ το Ράδιο Ρεμπέλδε αρχίζει να μεταδίδει από τα βουνά.
Ενώ ο στρατός των ανταρτών μαζικοποιείται αναδεικνύεται το στρατηγικό ταλέντο του Αργεντινού και ο Τσε Γκε-βάρα προάγεται σε κομαντάντε, δηλαδή αναλαμβάνει τη διοίκηση ενός ολόκληρου σώματος ανταρτών.
Η πιο σπουδαία ενέργειά του, που θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη νίκη, είναι να διασχίσει την Κούβα, να κόψει το νησί στα δύο και να ανοίξει νέο μέτωπο στα βουνά του Εσκαμπράι.
Η φάλαγγα του Τσε, με 148 μαχητές στην αρχή, κάτω από τρομακτική πίεση του στρατού του Μπατίστα και της αεροπορίας του, καταφέρνει να φτάσει στο Εσκαμπράι τον Οκτώβριο του 1958. Στο σημείο ετούτο ο Γκεβάρα διακρίνεται και στη διαχείριση των σχέσεων με τις άλλες επαναστατικές οργανώσεις, το Διευθυντήριο και το PSP, που είχαν επιρροή και δράση εκεί. Και σ’ όλη τη διάρκεια του επαναστατικού πολέμου δεν έλειψαν ποτέ οι πολιτικές διαφωνίες ανάμεσα στο «βουνό» και στην «πόλη», όπως συνήθως έλεγαν για τις διαφορές των ανταρτών με τις αντιστασιακές οργανώσεις των πολιτών.
Από τα βουνά του Εσκαμπράι ο Τσε θα εξαπολύσει την παράτολμη επιχείρηση «Αστραπή» που θα καταλήξει στη μεγάλη μάχη στην πόλη Σάντα Κλάρα στις 30 Δεκεμβρίου, ενώ οι άλλες μονάδες ανταρτών καταλαμβάνουν το Σαντιάγο. Ο Φιντέλ Κάστρο λέει για τον Ερνέστο Γκεβάρα: «Ο Τσε ήταν μαέστρος του πολέμου, ήταν αρτίστας στον ανταρτοπόλεμο [...] το απέδειξε στην κεραυνοβόλα επιχείρηση στη Λα Βίγιας, το απέδειξε, προπαντός στην τολμηρή επίθεση στην πόλη Σάντα Κλάρα, όπου με 300 μαχητές κατέλαβε μια πόλη την οποία υπεράσπιζαν τανκς, πυροβολικό και χιλιάδες στρατιώτες του πεζικού».
«Η κυβέρνηση δεν είναι κομμουνιστική»
Είναι γνωστές από το σινεμά οι εικόνες από την πρωτοχρονιάτικη Αβάνα, η οποία είναι ολόκληρη ένα κέντρο διασκέδασης της κουβανικής ελίτ των λίγων πάμπλουτων οικογενειών αλλά και των Βορειοαμερικανών τουριστών που γεμίζουν τα καζίνα και τα καμπαρέ, ενώ καταφτάνουν οι φάλαγγες των γενειοφόρων ανταρτών που καταλαμβάνουν την πόλη.
Ο τροβαδούρος της κουβανικής επανάστασης Κάρλος Πουέμπλα θα περιγράφει στο τραγούδι πως τώρα «ήρθε ο κομαντάντε και τέλειωσε το γλέντι» για όλους αυτούς. Η λαϊκή οργή ξεχειλίζει, απαιτεί εκδίκηση, πλήθη ορμούν μέσα στα σύμβολα της καταρρέουσας εξουσίας και πετούν στον δρόμο τις ρουλέτες και τις πράσινες τσόχες από τα καζίνα.
Για το λαό της Κούβας οι πρώτες μέρες μετά την νίκη της επανάστασης ήταν ένα πανηγύρι. Ενώ έχει κηρυχθεί γενική απεργία ο κόσμος ξεχύνεται στους δρόμους. Σχηματίζεται η πρώτη κυβέρνηση, στην οποία συμμετέχουν όλες οι μαχόμενες αντιδικτατορικές δυνάμεις, όχι μόνο το Κίνημα της 26ης Ιουλίου.
Ο Φιντέλ απαντάει ρητά και θα επαναλάβει αργότερα ότι «η επαναστατική κυβέρνηση δεν είναι κομμουνιστική». Αλλωστε ο ίδιος δεν δηλώνει κομμουνιστής. Ωστόσο ούτε οι φιλελεύθεροι δημοκρατικοί ούτε οι αντάρτες έχουν την απαραίτητη οργάνωση πολιτών ώστε να δημιουργηθούν παντού οι απαραίτητες δομές. Στην προσπάθεια οργάνωσης των πολιτών θα συνεισφέρει ουσιαστικά η υπάρχουσα οργάνωση του PSP, του κομμουνιστικού κόμματος της Κούβας.
Τα πρώτα μέτρα της επανάστασης ανακουφίζουν τις πιο εξαθλιωμένες κοινωνικές ομάδες και προπαντός τους αγρότες. Αλλωστε η κουβανική επανάσταση είναι κυρίως αγροτική επανάσταση, οι εργάτες της υπαίθρου, οι χωρικοί είναι η ψυχή της.
Από τις πρώτες ενέργειες ήταν η παραδειγματική τιμωρία των βασικών ενόχων για τα εγκλήματα της δικτατορίας του Μπατίστα. Οι δολοφόνοι και οι βασανιστές αναρίθμητων αγωνιστών της δημοκρατίας αναγκάστηκαν να δώσουν λόγο για τις πράξεις τους. Ο λαός ζητούσε δικαιοσύνη. Αρκετοί κατάφεραν να φύγουν από την Κούβα, εγκαταλείποντας άρον άρον την περιουσία τους. Ο στρατός του Μπατίστα διαλύθηκε και η δημόσια διοίκηση καθαρίστηκε από τους συνεργάτες της δικτατορίας. Οι εργάτες που είχαν απολυθεί την περίοδο της δικτατορίας επαναπροσλήφθηκαν και στις 6 Μαρτίου ψηφίστηκε ο νόμος που μείωνε κατά 50% το ενοίκιο στις κατοικίες.
Στις 21 Απριλίου κηρύσσεται η ελεύθερη χρήση όλων των παραλιών του νησιού, όπου υπήρχαν κοινωνικές διακρίσεις. Μειώθηκε η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος, χιλιάδες δάσκαλοι διορίστηκαν στην ύπαιθρο και από την πρώτη στιγμή άρχισαν να φτιάχνονται νέα νοσοκομεία.
Αλλά το πιο σημαντικό μέτρο της νέας εξουσίας ήταν η πρώτη αγροτική μεταρρύθμιση, που ψηφίστηκε τον Μάιο. Οι μεγάλες φυτείες ζαχαροκάλαμου που ανήκαν σε ελάχιστες οικογένειες μετρημένες στα δάχτυλα και σε αμερικανικές εταιρείες μοιράστηκαν στους αγρότες.
Η ζημιά στα συμφέροντα των ΗΠΑ γίνεται αφορμή για να κηρύξουν οι Αμερικανοί πόλεμο στην κουβανική επανάσταση. Ομως η συντριπτική πλειονότητα των Κουβανών στηρίζει ενεργητικά την επανάσταση όπως και τον αδιαμφισβήτητο ηγέτη της Φιντέλ Κάστρο.
Λέει ο Ερικ Χομπσμπάουμ στην «Εποχή των άκρων»: «Οι περισσότεροι κάτοικοι της Κούβας είχαν την αίσθηση ότι η νίκη του Φιντέλ σήμαινε απελευθέρωση και μια απέραντη υπόσχεση, ενσαρκωμένη στο πρόσωπο του νεαρού διοικητή των ανταρτών. Πιθανότατα κανένας ηγέτης στον Σύντομο Εικοστό Αιώνα -εποχή γεμάτη από χαρισματικές προσωπικότητες των μπαλκονιών και των μικροφώνων-που έγινε είδωλο των μαζών δεν είχε λιγότερους σκεπτικιστές ή εχθρικούς ακροατές απ’ αυτό τον εύσωμο, γενειοφόρο, ασυνεπή στα ραντεβού του και με τσαλακωμένη στρατιωτική στολή εργασίας άντρα, ο οποίος κάποτε εκφωνούσε λόγους ώρες ατελείωτες, συμμεριζόμενος τις μάλλον μη σημαντικές σκέψεις του με τεράστια πλήθη, τα οποία αναμφίβολα τον άκουγαν με κατάνυξη» (Εκδόσεις Θεμέλιο, μτψρ Βασίλης Καπετανγιάννης, σ. 5S9).
Οι ΗΠΑ έκαναν τον Κάστρο κομμουνιστή
Ουσιαστικά η επανάσταση στην Κούβα ήταν εθνικοαπελευθερωτική, με στοιχειώδη δημοκρατικά αιτήματα που δεν συνιστούσαν ανατροπή του καπιταλισμού. Το «Μανιφέστο της Σιέρα Μαέστρα» που είχε συντάξει ο Κάστρο μαζί με τους Φελίπε Πάσος και Ραούλ Τσιμπάς (εκπροσώπους διαφορετικών πλευρών της αντιδικτατορικής αντίστασης) περιλάμβανε μόνο την πτώση της δικτατορίας, ελεύθερες εκλογές και αγροτική μεταρρύθμιση ως το πιο ριζοσπαστικό μέτρο.
Ομως τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο δεν ήταν δυνατό να διατηρήσει μόνο αυτά τα χαρακτηριστικά. Η συγκυρία έσπρωχνε βίαια τον Φιντέλ προς την κατεύθυνση του κομμουνισμού, καθώς ο μακαρθισμός στις ΗΠΑ εξαπέλυε το αντικομμουνιστικό μένος του εναντίον των πάντων και από την άλλη ο μαρξισμός ήταν η μοναδική ιδεολογία που τότε ενέπνεε την πλειονότητα όσων πολεμούσαν για κοινωνική δικαιοσύνη.
Ο Ψυχρός Πόλεμος ανέλαβε να επιταχύνει τις εξελίξεις, καθώς η Κούβα έγινε μήλον της έριδος στην παγκόσμια πολιτική σκακιέρα.
Οπως έχει γράψει επανειλημμένα ο Τσε Γκεβάρα: «Η επανάσταση οφείλει να είναι αγροτική». Στην Κούβα το 1,5% των ιδιοκτητών της γης κατέχει το 40%μ τα δυο τρίτα του πληθυσμού ήταν εργαζόμενοι στην αγροτική οικονομία, σε φυτείες, σε εργοστάσια ζάχαρης ή υπενοικιαστές γης.
Οι «μπαρμπούδος» καλούν τους αγρότες να καταλάβουν τα αγροκτήματα και να οργανωθούν σε ομοσπονδίες. Οταν ο πρώτος πρωθυπουργός της επανάστασης, Ουρούτια, ζητά από τον στρατό και την αστυνομία να υπερασπίσουν τους γαιοκτήμονες, οι επαναστάτες ηγέτες του στρατού, ο Ραούλ Κάστρο και ο Καμίλο Σιενφουέγος, δηλώνουν κατηγορηματικά ότι ο επαναστατικός στρατός θα είναι με το μέρος των εργατών της γης και εναντίον των λίγων γαιοκτημόνων.
Είναι η πρώτη κρίση της κυβέρνησης. Ο Τσε αναλαμβάνει τότε το πρώτο του κυβερνητικό πόστο, ως επικεφαλής του Ιδρύματος Αγροτικής Μεταρρύθμισης.
Στη διάρκεια σχεδόν ενός αιώνα οι ΗΠΑ ήταν η αποκλειστική αγορά για τη ζάχαρη που παραγόταν στην Κούβα, ήδη από την εποχή που το νησί ήταν ισπανική αποικία.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ αποφάσισε να πνίξει την οικονομία της επαναστατικής Κούβας και ως πρώτο μέτρο έπαψε να προμηθεύεται ζάχαρη, ενώ αργότερα εμπόδισε τις εξαγωγές ανταλλακτικών, πρώτων υλών και πετρελαίου, μπλοκάροντας έτσι σχεδόν τα πάντα στην οικονομία της Κούβας, από τα εργοστάσια έως τις εισαγωγές φαρμάκων.
Και σ’ αυτό τον οικονομικό πόλεμο οι ΗΠΑ παρασύρουν όλους τους συμμάχους τους.
Ο Φιντέλ Κάστρο λέει: «Η κυνική στάση της Οργάνωσης Αμερικανικών Κρατών απέναντι στην Κούβα δεν ήταν παρά η εκδήλωση αηδιαστικών συμφερόντων και σάπιου εγωισμού» (Φιντέλ Κάστρο, «Εισήγηση στο Πρώτο Συνέδριο του ΚΚ Κούβας», Εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1976).
Στην αγκαλιά της Σοβιετικής Ενωσης
Ομως οι ΗΠΑ δεν περιορίζονται στον οικονομικό πόλεμο.
Το 1961 Κουβανοί εξόριστοι με την υποστήριξη της αμερικανικής κυβέρνησης και της CIA οργανώνουν στρατιωτική απόβαση στην Κούβα, στον Κόλπο των Χοίρων. Με τον Φιντέλ και τον Τσε στην πρώτη γραμμή του πυρός, οι επαναστάτες νικούν για άλλη μια φορά.
Η επανάσταση στην Κούβα επιβιώνει, μόλις εβδομήντα χιλιόμετρα από τις ακτές των ΗΠΑ, και η συσπείρωση του κόσμου γύρω από την ηγεσία του μεγαλώνει. Ταυτόχρονα όμως μεγαλώνει αναγκαστικά η εξάρτηση της Κούβας από τη Σοβιετική Ενωση, η οποία τώρα αναλαμβάνει να αγοράζει τη ζάχαρη και να προμηθεύει τα απαραίτητα.
Μέσα στον φαύλο κύκλο του Ψυχρού Πολέμου η Κούβα θα βρίσκεται στο επίκεντρο αλλεπάλληλων κρίσεων, όπως η λεγάμενη «κρίση των πυραύλων», όταν η κουβανική κυβέρνηση ζητά από τους Σοβιετικούς να τοποθετήσουν πυραύλους στο νησί.
Δεν ήταν μόνο οι εξωτερικές πιέσεις που δημιουργούσαν εμπόδια στην οικονομία των πρώτων χρόνων της επανάστασης· ήταν επίσης και οι διαφορετικές απόψεις για τη μέθοδο που θα εφαρμοζόταν.
Στο ζήτημα αυτό εκδηλώθηκε και η πρώτη διάσταση απόψεων ανάμεσα στους ηγέτες της επανάστασης, καθώς η μία τάση συμμεριζόταν το σοβιετικό πρότυπο για την οικονομική διαχείριση. Με την άποψη αυτή τελικά τάχθηκε και ο Φιντέλ, σε βάρος των μεθόδων που προτιμούσε ο Τσε, είτε ως υπουργός Βιομηχανίας είτε ως διευθυντής της Κεντρικής Τράπεζας, οι οποίες όμως δεν απέδειξαν ποτέ τη μακροχρόνια βιωσιμότητά τους.
Για το θέμα αυτό είναι χαρακτηριστική η αυτοκριτική του Κάστρο στο Πρώτο Συνέδριο του ΚΚ Κούβας το 1975.
«Στον τομέα της διεύθυνσης της οικονομίας μας χαρακτήριζαν αναμφισβήτητα ιδεαλιστικά λάθη και καμιά φορά δεν λαβαίναμε υπόψη την ύπαρξη αντικειμενικών οικονομικών νόμων, στους οποίους πρέπει να συμμορφωνόμαστε [...]. Οι μέθοδες διακυβέρνησης της οικονομίας δεν ήταν οι πιο κατάλληλες. Τα διοικητικά μας στελέχη δεν έχουν, κατά κανόνα, το απαιτούμενο οικονομικό πνεύμα, δεν τα χαρακτηρίζει αρκετά η φροντίδα της μείωσης του κόστους και γενικά της παραγωγικής αποτελεσματικότητας. [...] Ερμηνεύοντας τον μαρξισμό με ιδεαλιστικό τρόπο και απομακρυνόμενοι από την πράξη που είχε αποδειχθεί σωστή από την πείρα άλλων σοσιαλιστικών χωρών προσπαθήσαμε να εφαρμόσουμε τη δική μας μέθοδο.
Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί μια μορφή διεύθυνσης διαφορετική από το σύστημα λογιστικής αυτοτέλειας των επιχειρήσεων που εφαρμόζεται γενικά στις σοσιαλιστικές χώρες, [...]. Σε μερικούς από εμάς οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις φαίνονταν πάρα πολύ καπιταλιστικές και δεν καταλαβαίναμε την ανάγκη να υπάρχουν τέτοιες σχέσεις ανάμεσα σε κρατικές επιχειρήσεις. Ετσι ο κρατικός προϋπολογισμός καταργήθηκε, αντικαταστάθηκε με τη χορήγηση χρηματικών πόρων για την πληρωμή μισθοδοσίας και την αντιμετώπιση των πιστωτικών σχέσεων [...].
Ηδη από το τέλος του 1965 είχε καταργηθεί το υπουργείο Οικονομικών και είχε αναδιοργανωθεί η Εθνική Τράπεζα [...]. Η πολιτική των δωρεάν παροχών που εφαρμόστηκε σε ορισμένες περιπτώσεις φτάνει στο υψηλότερο σημείο της το 1968-69. Ενθαρρύνονται τα εθελοντικά ωράρια εργασίας και η παραίτηση από την αμοιβή για υπερωριακή εργασία. Το ’67 καταργούνται οι τόκοι των πιστώσεων και όλοι οι φόροι που πλήρωναν οι αγρότες. [...] Η παραγνώριση της αρχής να αμείβεται ο εργαζόμενος ανάλογα με τη δουλειά που προσφέρει είχε σαν αποτέλεσμα την απότομη αύξηση της κυκλοφορίας νομίσματος, ενώ ταυτόχρονα στένευε η προσφορά αγαθών και υπηρεσιών» (Φιντέλ Κάστρο, «Εισήγηση στο Πρώτο Συνέδριο του ΚΚ Κούβας», Εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1976).
Αποτίμηση. Η μοναδικότητα μιας προσφοράς Για να εκτιμήσουμε αν η κουβανική επανάσταση πέτυχε ή όχι τον σκοπό της θα χρειαστεί να δώσουμε έναν σαφή ορισμό για το ποιος ήταν ή ποιος θα έπρεπε να είναι ο σκοπός της. Και σ’ αυτό οι απόψεις είναι πολλές και διαφορετικές. Για να κάνουμε έναν απολογισμό αν τελικά η κουβανική επανάσταση βελτίωσε τη ζωή των καταπιεσμένων τάξεων στην Κούβα, πρέπει να ορίσουμε τι θεωρούμε βελτίωση και ποιο μέτρο σύγκρισης θέτουμε, καθώς επίσης και τι λογής «οικονομικούς νόμους» λαμβάνουμε υπόψη, σύμφωνα με τα παραπάνω λόγια του Φιντέλ.
Αν συγκρίνουμε με την εποχή της δικτατορίας του Μπατίστα, σίγουρα η ζωή των κοινωνικά αδικημένων στην Κούβα βελτιώθηκε σημαντικά μετά την επανάσταση. Επίσης, το ίδιο ισχύει αν συγκρίνουμε τη μετεπαναστατική Κούβα με άλλες χώρες αντίστοιχων μεγεθών στη Λατινική Αμερική την ίδια ιστορική περίοδο, όσο κι αν τελικά οι δείκτες αναλφαβητισμού, δημόσιας υγείας ή παιδείας δεν επαρκούν για να αποτιμηθεί μια κοινωνική επανάσταση τέτοιας εμβέλειας.
Το σημαντικότερο όμως επίτευγμα της κουβανικής επανάστασης τη δεκαετία του ’60 ήταν ότι ανανέωσε τις μαρξιστικές επαναστατικές ιδέες σε όλη τη Λατινική Αμερική και πρόσφερε «καύσιμα» σε δεκάδες άλλα σχέδια ανατροπής του καπιταλισμού, στα οποία τώρα χωρούσαν ακόμη και οι πιο επικριτικές τάσεις για τον έως τότε «υπαρκτό» σοσιαλισμό, χωρούσαν ακόμη και αντίπαλοι του σοβιετικού μοντέλου.
Η Κούβα θα αποτελούσε ένα νέο, διαφορετικό πρότυπο. Λέει ο Αγγλος ιστορικός Χομπσμπάουμ: «Καμιά άλλη επανάσταση δεν θα μπορούσε να είχε σχεδιαστεί καλύτερα ώστε να έχει τέτοια μεγάλη απήχηση στην Αριστερά του δυτικού ημισφαιρίου και στις αναπτυγμένες χώρες στα τέλη της δεκαετίας του παγκόσμιου συντηρητισμού ή να δώσει στην ένοπλη αντάρτικη στρατηγική καλύτερη δημοσιότητα. Η επανάσταση της Κούβας είχε τα πάντα: ρομαντισμό, ηρωισμό στα βουνά, ηγέτες πρώην φοιτητές με την ανιδιοτελή γενναιοδωρία της νιότης τους -οι μεγαλύτεροι σε ηλικία μόλις είχαν περάσει τα τριάντα-, ενθουσιώδη λαό σ' έναν τροπικό παράδεισο που ζούσε στον σφυγμό του ρυθμού της ρούμπας. Κι ακόμη μπορούσαν να ζητωκραυγάζουν γι' αυτήν όλοι οι αριστεροί επαναστάτες».
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου