Απόσπασμα από το έργο «Περί του εν Ιεροσολύμοις αγίου φωτός», 1826, του Αδαμάντιου Κοραή
Μεταγραφή κειμένου Φώτης Φραγκόπουλος - "Αιρετικά", Documento
Το απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο «Το κατά Κοραή άγιο φως» που εκδόθηκε το 2018 από τη σειρά Lux Orbis των Εκδόσεων iWrite σε συνεργασία με την Ενωση Αθεων.
Ο Αδαμάντιος Κοραής υπήρξε ιδιαίτερα επιτιμητικός και καυστικός απέναντι στο πλέγμα θρησκοληψίας που κυριαρχούσε στον ελλαδικό χώρο και κατήγγειλε τη μωροπιστία στο θαύμα του αγίου φωτός: «θαύμα αισχροκέρδειας, μηχανουργήματα λαοπλάνων ιερέων», «ψευδοκαταίβατα φώτα της Ιερουσαλήμ», «αναίσχυντη θαυματοποιία και πλάσμα του μεσαίωνα, κατασκευασμένο από σκοταδιστές Καπουτσίνους», «της Ελλάδος ο κοινός λαός, μωρός ότι πιστεύει το άγιον φως», «ιερείς και λαός να καθαρισθώσιν από της δεισιδαιμονίας το όνειδος».
Ακολουθεί ο διάλογος δύο φανταστικών προσώπων, του Φώτιου και του Καλλίμαχου.
Φώτιος: Σ’ ερώτησα και άλλοτε, και δεν ηθέλησες ποτέ να με φανερώσης καθαρά την γνώμην σου.
Καλλίμαχος: Περί τίνος;
Φ.: Περί του εις την Ιερουσαλήμ θαυματουργουμένου αγίου φωτός.
Κ.: Αγιον φως άλλο δεν γνωρίζω παρά το «Φως εκ φωτός, θεόν αληθινόν εκ θεού αληθινού» ως το μαρτυρεί το Σύμβολον της Πίστεως.
Φ: Ουδ' εγώ αμφιβάλλω περί τούτου. Αλλ’ εις τούτου του Φωτός τον τάφον, αν πιστεύσωμεν τους αγιοταφίτας, και τους επιστρέφοντας από την Ιερουσαλήμ προσκυνητάς, φαίνεται κατ’ έτος άλλο φως υλικόν, εκ του οποίου ανάπτουν οι προσκυνηταί τας λαμπάδας των.
Κ.: Τρόπους και μέσα να φωτίζωσι το σκότος ευρήκασιν οι άνθρωποι πολλά, και η πρόοδος της φυσικής επιστήμης τους εδίδαξε πλειότερα. Εις τα φωτισμένα της Ευρώπης έθνη σήμερον, το πλέον ασθενές παιδάριον, η πλέον χυδαία γυνή, ανάπτουν φως, εις ροπήν οφθαλμού, με τα γνωστά φωσφορικά πυρεία (briquets phosphoriques).
Φ.: Τα γνωρίζω.
Κ.: Με κανένα τρόπον παρόμοιον πιθανόν ότι ανάπτει τις πρώτον επάνω του αγίου τάφου την λαμπάδα του, κι έπειτ' απ’ αυτήν οι λοιποί τας ιδικάς των.
Φ.: Οχι με τούτους τους γνωστούς τρόπους, αλλ’ εξ ουρανού, λέγουν, καταβαίνει το Φως.
Κ.: Εξ ουρανού ψευδοκαταίβατα φώτα, μας εφύλαξεν η ιστορία πολλά. Ενθυμάσαι βέβαια, τι λέγει ο Παυσανίας περί των ναών της Λυδίας, όπου οι Ιερείς άναπταν τα ξύλα διά τας θυσίας με πυρ αόρατον. Τοιούτον τι εγίνετο εις την Εγνατίαν, πόλιν Ιταλικήν. Τοιούτον εις την Μακεδονίαν εις το Ιερόν του Διονύσου. Τοιούτον ακόμη εις την νήσον Τήνον, και εις όχι ολίγας άλλας πόλεις της Ασίας και της Ευρώπης. Ταύτα ήσαν τα προ Χριστού. Αν θέλης νεώτερα, ανάγνωσε τον Ζώσιμον, συγγραφέα της πέμπτης μετά Χριστόν εκατονταετηρίδος.
Φ.: Τον ανέγνωσα αλλά δεν ενθυμούμαι τι λέγει.
Κ.: Ιστορεί με μεγάλην ευλάβειαν (ως εθνικός) το φαινόμενον κατά την εορτήν της Αφροδίτης εις τον αέρα φως, ποτέ μεν σφαιροειδές, ποτέ δε εις σχήμα λαμπάδος, και τον άπειρον χρυσόν και άργυρον, όσον εθησαύριζαν οι ιερείς δι’ αυτό.
Φ.: Πού και πότε;
Κ.: Σε είπα, κατά την πέμπτην εκατονταετηρίδα. Ο δε τόπος ήτον εις την Συρίαν, εις αυτό της Αφροδίτης το Ιερόν, πλησίον της Ηλιουπόλεως. Εις την εορτήν τούτης της θεάς εθαυματουργείτο το θαύμα.
Φ.: Αλλ’ εκείνα ήσαν μηχανουργήματα λαοπλάνων Ιερέων εθνικών. Εγώ λαλώ περί χριστιανών.
Κ.: Με λέγεις λοιπόν θαύμα εθνικόν ενεργούμενον από χριστιανούς, ήγουν πράγμα αδύνατον.
Φ.: Δεν πιστεύεις λοιπόν τα θαύματα!
Κ.: Δεν ηπίστησα ποτέ εις τα αληθινά θαύματα· αλλά βλέπεις ότι έγιναν πολλάκις, κ’ ενδεχόμενον να γίνωνται ακόμη, από μη Χριστιανούς, και ψευδοθαύματα. Τι παράδοξον, αν ευρέθησαν και μεταξύ Χριστιανών τοιούτοι θαυματουργοί.
Φ.: Με βάλλεις εις δεινήν απορίαν.
Κ.: Δεν πρέπει ν’ απορής, αν έχης ιδέαν ακριβή του θαύματος. Τι ονομάζεις θαύμα;
Φ: Εργον της παντοδυναμίας του θεού εναντίον των νόμων της φύσεως.
Κ.: Είναι λοιπόν το θαύμα αταξία της φύσεως. Τις εδιάταξε την φύσιν; Τις έδωκε νόμους σταθερούς εις αυτήν, οποίους βλέπομεν καθημέραν απαραβάτους, εις ζώα, εις φυτά, εις ορυκτά, ήλιον, σελήνην, αστέρας, εις ένα λόγον, εις τον ουρανόν και εις την γην;
Φ.: Η άπειρος δύναμις και σοφία του δημιουργού της φύσεως.
Κ.: Από την άπειρον λοιπόν ταύτην σοφίαν του τεχνίτου συμπεραίνεται, ότι θαύματα ή δεν έπρεπε να γίνωνται ολότελα, ή να συμβαίνωσι σπανιώτατα και διά μεγάλος ανάγκας. Εν από τα απαραιτήτως απαιτούμενα εις την έννοιαν του θαύματος είναι η σπανιότης· θαύμα ενεργούμενον συχνά, δεν είναι πλέον θαύμα και όστις το πιστεύει, κατηγορεί ατεχνίαν του Δημιουργού, ότι δεν εδυνήθη να δημιουργήση κόσμον τέλειον, ουδέ να δώση νόμους εις αυτόν τοιούτους, οποίοι να μη ταράσσωνται, μηδέ να ατακτώσι καθημέραν. Ή τι ήθελες ονομάσειν, παραδείγματος χάριν, ωρολογάν, του οποίου τα ωρολόγια, αντί να γυρίζωνται μίαν φοράν καθημέραν, διά να κινώνται αδιακόπως εικοσιτέσ-σαρας ώρας, είχαν χρείαν να γυρίζωνται πάσαν ώραν; Τεχνικός σε φαίνεται τοιούτος ωρολογάς;
Φ.: Ουδ’ ωρολογάν άλως ήθελα τον ονομάσειν.
Κ.: Πόσον μάλλον λοιπόν ο πάνσοφος της φύσεως αρ-χιτέκτων, ο Αριστοτέχνης θεός, ως τον ονομάζει ο Πίνδαρος, έπρεπε να δώση εις την φύσιν δρόμον αδιάκοπον.
Φ.: Δεν εμπορείς όμως να αρνηθής ότι τον εδιάκοψε πολλάκις.
Κ.: Ναι- όχι όμως πολλάκις, αλλά σπανιώτατα, καθώς είπα, και διά μεγάλος ανάγκας. Τοιαύτη ανάγκη συνέβη εις την φανέρωσιν του αληθινού θεού, πρώτον διά της Ιουδαϊκής, έπειτα διά της Χριστιανικής θρησκείας, της οποίας πρόδρομος έγινεν η Ιουδαϊκή. Η απαράβατος τάξις της φύσεως, ο αδιάκοπος δρόμος και η σταθερά διαδοχή των ωρών του ενιαυτού, κατά τας διαφόρους σχέσεις του ήλιου προς την γην, έκαμε τους ανθρώπους να πιστεύσωσι δημιουργόν αυτόν τον ήλιον, έπειτα και τους λοιπούς αστέρας, και να προσφέρωσιν εις αυτούς την χρεωστουμένην εις τον αληθή Δημιουργόν λατρείαν.
Τοιαύτη και τοσαύτη του ανθρωπίνου γένους πλάνη πως άλλως είχε να διαλυθή παρά με την φανέρωσιν του Δημιουργού της φύσεως, όστις δεν ήτο δυνατόν να γνωρισθή χωρίς θαυμάτων; Θέλεις μεγαλυτέραν της ανάγκης ταύτης ανάγκην άλλην; Εφανερώθη λοιπόν εις τους ανθρώπους ο αληθής Δημιουργός της φύσεως με τα θαύματα πρώτον της Παλαιός, έπειτα και της Νέας διαθήκης, όσα εθαυματούργησεν ο Χριστός, και μετ’ αυτόν οι απόστολοί του και οι μετ’ αυτούς, έως να εξαπλωθή και να στερεωθή η κηρυχθείσα απ’ εκείνους θρησκεία.
Φ.: Και λοιπόν δεν γίνονται πλέον θαύματα;
Κ.: Οχι, πλην αν μας καταλάβη πάλιν παρομοία ανάγκη.
Φ.: Καλέ τι λέγεις!
Κ.: Δεν το λέγω εγώ· αυτοί πρώτοι οι κηρύξαντες το ευαγγέλιον Απόστολοι λέγουν ρητώς, ότι τα θαύματα εγίνοντο εξανάγκης εις μαρτυρίαν και βεβαίωσιν, ότι το κήρυγμά των ήτο διδασκαλία θεόπνευστος- «Εξελθόντες εκήρυξαν πανταχού, του Κυρίου συνεργούντος, και τον λόγον βεβαιούντος διά των επακολουθούντων σημείων».
Και πάλιν- «Παρρησιαζόμενοι επί τω Κυρίω τω μαρτυρούντι τω λόγω της χάριτος αυτού, και διδόντι σημεία και τέρατα γίνεσθαι διά των χειρών αυτών».
Το λέγουν έπειτα άνδρες αξιόπιστοι, οι πατέρες της Εκκλησίας, και εξαιρέτως ο Χρυσόστομος, ομολογούντες, ότι εις τους χρόνους αυτών δεν εγίνοντο πλέον θαύματα.
Φ.: Να μη πιστεύσω λοιπόν όσα λέγουν περί του αγίου φωτός;
Κ.: Οχι, επειδή ουδ’ ο Χρυσόστομος το επίστευεν, ή μάλλον ουδέ το εγνώριζε- διότι, αν εις τον καιρόν του εθαυματουργείτο το άγιον φως, πώς ήτο δυνατόν να λέγη ότι δεν εγίνοντο πλέον θαύματα;
Φ.: Λέγεις λοιπόν λαοπλάνους τους αγιοταφίτας.
Κ.: Απαγε! φίλε- ουδ’ εσέ συμβουλεύω να δώσης εις αυτούς τόσον αισχρόν επίθετον. Δεν ενθυμάσαι τι λέγει ο Χριστός;
Φ.: Τι;
Κ.: «Ος αν είπη τω αδελφώ αυτού, μωρέ, ένοχος έσται εις την γέενναν του πυρός».
Φ.: Αλλ’ αν δεν ήναι μωροί, ακολουθεί, ότι είναι πανούργοι, θησαυρίζοντες χρήματα μωρών.
Κ.: Χειρότερον ακόμη τούτο- έπειτα συλλογίσου, ότι κατηγορείς όχι μόνον τους αυτουργούς του θαύματος, τους και μόνους άξιους κατηγορίας, αλλ’ αυτόν τον Μακαριώτατον της Ιερουσαλήμ Πατριάρχην- κατηγορείς τους λοιπούς τρεις Πατριάρχας, όλους τους Αρχιερείς μας, όλον τον κλήρον της Ανατολικής εκκλησίας, οι οποίοι δεν ήθελαν υποφέρειν τοιούτον όνειδος, εάν...
Φ.: Διά τι λοιπόν το υποφέρουν, διά τί δεν καταλύουν τοιούτον θαυματούργημα;
Κ.: Επιθυμούν, μην αμφιβάλλης, την καταλυσίν του, αλλ’ είναι τάχα εις την εξουσίαν των;
Φ.: Δεν είναι εις την εξουσίαν των! Από τίνος λοιπόν εξουσίαν κρέμεται;
Κ.: Του καιρού, της εξαπλώσεως των φώτων εις τον κοινόν λαόν. Δεν έπλασαν αυτοί το θαύμα- το ευρήκασιν απ’ άλλους προ πολλού πλασμένον, και δεν τολμούν να το σαλεύσωσι.
Φ.: Τίνα φοβούνται;
Κ.: Αυτούς τους Αραβας ληστάς, οι οποίοι συμμερίζονται με τους αγιοταφίτας τα κέρδη του θαύματος-αυτούς (το πλέον αξιοθρήνητον) τους κατέτος τρέχοντος μωρούς προσκυνητάς του θαύματος. Ή νομίζεις εύκολον μετά μακράν και πολυχρόνιον πλάνην, να φα-νερώσης εις τους πλανημένους ότι εθαυματούργεις διά να τους πλανάς;
Μεταγραφή κειμένου Φώτης Φραγκόπουλος - "Αιρετικά", Documento
Το απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο «Το κατά Κοραή άγιο φως» που εκδόθηκε το 2018 από τη σειρά Lux Orbis των Εκδόσεων iWrite σε συνεργασία με την Ενωση Αθεων.
Ο Αδαμάντιος Κοραής υπήρξε ιδιαίτερα επιτιμητικός και καυστικός απέναντι στο πλέγμα θρησκοληψίας που κυριαρχούσε στον ελλαδικό χώρο και κατήγγειλε τη μωροπιστία στο θαύμα του αγίου φωτός: «θαύμα αισχροκέρδειας, μηχανουργήματα λαοπλάνων ιερέων», «ψευδοκαταίβατα φώτα της Ιερουσαλήμ», «αναίσχυντη θαυματοποιία και πλάσμα του μεσαίωνα, κατασκευασμένο από σκοταδιστές Καπουτσίνους», «της Ελλάδος ο κοινός λαός, μωρός ότι πιστεύει το άγιον φως», «ιερείς και λαός να καθαρισθώσιν από της δεισιδαιμονίας το όνειδος».
Ακολουθεί ο διάλογος δύο φανταστικών προσώπων, του Φώτιου και του Καλλίμαχου.
Φώτιος: Σ’ ερώτησα και άλλοτε, και δεν ηθέλησες ποτέ να με φανερώσης καθαρά την γνώμην σου.
Καλλίμαχος: Περί τίνος;
Φ.: Περί του εις την Ιερουσαλήμ θαυματουργουμένου αγίου φωτός.
Κ.: Αγιον φως άλλο δεν γνωρίζω παρά το «Φως εκ φωτός, θεόν αληθινόν εκ θεού αληθινού» ως το μαρτυρεί το Σύμβολον της Πίστεως.
Φ: Ουδ' εγώ αμφιβάλλω περί τούτου. Αλλ’ εις τούτου του Φωτός τον τάφον, αν πιστεύσωμεν τους αγιοταφίτας, και τους επιστρέφοντας από την Ιερουσαλήμ προσκυνητάς, φαίνεται κατ’ έτος άλλο φως υλικόν, εκ του οποίου ανάπτουν οι προσκυνηταί τας λαμπάδας των.
Κ.: Τρόπους και μέσα να φωτίζωσι το σκότος ευρήκασιν οι άνθρωποι πολλά, και η πρόοδος της φυσικής επιστήμης τους εδίδαξε πλειότερα. Εις τα φωτισμένα της Ευρώπης έθνη σήμερον, το πλέον ασθενές παιδάριον, η πλέον χυδαία γυνή, ανάπτουν φως, εις ροπήν οφθαλμού, με τα γνωστά φωσφορικά πυρεία (briquets phosphoriques).
Φ.: Τα γνωρίζω.
Κ.: Με κανένα τρόπον παρόμοιον πιθανόν ότι ανάπτει τις πρώτον επάνω του αγίου τάφου την λαμπάδα του, κι έπειτ' απ’ αυτήν οι λοιποί τας ιδικάς των.
Φ.: Οχι με τούτους τους γνωστούς τρόπους, αλλ’ εξ ουρανού, λέγουν, καταβαίνει το Φως.
Κ.: Εξ ουρανού ψευδοκαταίβατα φώτα, μας εφύλαξεν η ιστορία πολλά. Ενθυμάσαι βέβαια, τι λέγει ο Παυσανίας περί των ναών της Λυδίας, όπου οι Ιερείς άναπταν τα ξύλα διά τας θυσίας με πυρ αόρατον. Τοιούτον τι εγίνετο εις την Εγνατίαν, πόλιν Ιταλικήν. Τοιούτον εις την Μακεδονίαν εις το Ιερόν του Διονύσου. Τοιούτον ακόμη εις την νήσον Τήνον, και εις όχι ολίγας άλλας πόλεις της Ασίας και της Ευρώπης. Ταύτα ήσαν τα προ Χριστού. Αν θέλης νεώτερα, ανάγνωσε τον Ζώσιμον, συγγραφέα της πέμπτης μετά Χριστόν εκατονταετηρίδος.
Φ.: Τον ανέγνωσα αλλά δεν ενθυμούμαι τι λέγει.
Κ.: Ιστορεί με μεγάλην ευλάβειαν (ως εθνικός) το φαινόμενον κατά την εορτήν της Αφροδίτης εις τον αέρα φως, ποτέ μεν σφαιροειδές, ποτέ δε εις σχήμα λαμπάδος, και τον άπειρον χρυσόν και άργυρον, όσον εθησαύριζαν οι ιερείς δι’ αυτό.
Φ.: Πού και πότε;
Κ.: Σε είπα, κατά την πέμπτην εκατονταετηρίδα. Ο δε τόπος ήτον εις την Συρίαν, εις αυτό της Αφροδίτης το Ιερόν, πλησίον της Ηλιουπόλεως. Εις την εορτήν τούτης της θεάς εθαυματουργείτο το θαύμα.
Φ.: Αλλ’ εκείνα ήσαν μηχανουργήματα λαοπλάνων Ιερέων εθνικών. Εγώ λαλώ περί χριστιανών.
Κ.: Με λέγεις λοιπόν θαύμα εθνικόν ενεργούμενον από χριστιανούς, ήγουν πράγμα αδύνατον.
Φ.: Δεν πιστεύεις λοιπόν τα θαύματα!
Κ.: Δεν ηπίστησα ποτέ εις τα αληθινά θαύματα· αλλά βλέπεις ότι έγιναν πολλάκις, κ’ ενδεχόμενον να γίνωνται ακόμη, από μη Χριστιανούς, και ψευδοθαύματα. Τι παράδοξον, αν ευρέθησαν και μεταξύ Χριστιανών τοιούτοι θαυματουργοί.
Φ.: Με βάλλεις εις δεινήν απορίαν.
Κ.: Δεν πρέπει ν’ απορής, αν έχης ιδέαν ακριβή του θαύματος. Τι ονομάζεις θαύμα;
Φ: Εργον της παντοδυναμίας του θεού εναντίον των νόμων της φύσεως.
Κ.: Είναι λοιπόν το θαύμα αταξία της φύσεως. Τις εδιάταξε την φύσιν; Τις έδωκε νόμους σταθερούς εις αυτήν, οποίους βλέπομεν καθημέραν απαραβάτους, εις ζώα, εις φυτά, εις ορυκτά, ήλιον, σελήνην, αστέρας, εις ένα λόγον, εις τον ουρανόν και εις την γην;
Φ.: Η άπειρος δύναμις και σοφία του δημιουργού της φύσεως.
Κ.: Από την άπειρον λοιπόν ταύτην σοφίαν του τεχνίτου συμπεραίνεται, ότι θαύματα ή δεν έπρεπε να γίνωνται ολότελα, ή να συμβαίνωσι σπανιώτατα και διά μεγάλος ανάγκας. Εν από τα απαραιτήτως απαιτούμενα εις την έννοιαν του θαύματος είναι η σπανιότης· θαύμα ενεργούμενον συχνά, δεν είναι πλέον θαύμα και όστις το πιστεύει, κατηγορεί ατεχνίαν του Δημιουργού, ότι δεν εδυνήθη να δημιουργήση κόσμον τέλειον, ουδέ να δώση νόμους εις αυτόν τοιούτους, οποίοι να μη ταράσσωνται, μηδέ να ατακτώσι καθημέραν. Ή τι ήθελες ονομάσειν, παραδείγματος χάριν, ωρολογάν, του οποίου τα ωρολόγια, αντί να γυρίζωνται μίαν φοράν καθημέραν, διά να κινώνται αδιακόπως εικοσιτέσ-σαρας ώρας, είχαν χρείαν να γυρίζωνται πάσαν ώραν; Τεχνικός σε φαίνεται τοιούτος ωρολογάς;
Φ.: Ουδ’ ωρολογάν άλως ήθελα τον ονομάσειν.
Κ.: Πόσον μάλλον λοιπόν ο πάνσοφος της φύσεως αρ-χιτέκτων, ο Αριστοτέχνης θεός, ως τον ονομάζει ο Πίνδαρος, έπρεπε να δώση εις την φύσιν δρόμον αδιάκοπον.
Φ.: Δεν εμπορείς όμως να αρνηθής ότι τον εδιάκοψε πολλάκις.
Κ.: Ναι- όχι όμως πολλάκις, αλλά σπανιώτατα, καθώς είπα, και διά μεγάλος ανάγκας. Τοιαύτη ανάγκη συνέβη εις την φανέρωσιν του αληθινού θεού, πρώτον διά της Ιουδαϊκής, έπειτα διά της Χριστιανικής θρησκείας, της οποίας πρόδρομος έγινεν η Ιουδαϊκή. Η απαράβατος τάξις της φύσεως, ο αδιάκοπος δρόμος και η σταθερά διαδοχή των ωρών του ενιαυτού, κατά τας διαφόρους σχέσεις του ήλιου προς την γην, έκαμε τους ανθρώπους να πιστεύσωσι δημιουργόν αυτόν τον ήλιον, έπειτα και τους λοιπούς αστέρας, και να προσφέρωσιν εις αυτούς την χρεωστουμένην εις τον αληθή Δημιουργόν λατρείαν.
Τοιαύτη και τοσαύτη του ανθρωπίνου γένους πλάνη πως άλλως είχε να διαλυθή παρά με την φανέρωσιν του Δημιουργού της φύσεως, όστις δεν ήτο δυνατόν να γνωρισθή χωρίς θαυμάτων; Θέλεις μεγαλυτέραν της ανάγκης ταύτης ανάγκην άλλην; Εφανερώθη λοιπόν εις τους ανθρώπους ο αληθής Δημιουργός της φύσεως με τα θαύματα πρώτον της Παλαιός, έπειτα και της Νέας διαθήκης, όσα εθαυματούργησεν ο Χριστός, και μετ’ αυτόν οι απόστολοί του και οι μετ’ αυτούς, έως να εξαπλωθή και να στερεωθή η κηρυχθείσα απ’ εκείνους θρησκεία.
Φ.: Και λοιπόν δεν γίνονται πλέον θαύματα;
Κ.: Οχι, πλην αν μας καταλάβη πάλιν παρομοία ανάγκη.
Φ.: Καλέ τι λέγεις!
Κ.: Δεν το λέγω εγώ· αυτοί πρώτοι οι κηρύξαντες το ευαγγέλιον Απόστολοι λέγουν ρητώς, ότι τα θαύματα εγίνοντο εξανάγκης εις μαρτυρίαν και βεβαίωσιν, ότι το κήρυγμά των ήτο διδασκαλία θεόπνευστος- «Εξελθόντες εκήρυξαν πανταχού, του Κυρίου συνεργούντος, και τον λόγον βεβαιούντος διά των επακολουθούντων σημείων».
Και πάλιν- «Παρρησιαζόμενοι επί τω Κυρίω τω μαρτυρούντι τω λόγω της χάριτος αυτού, και διδόντι σημεία και τέρατα γίνεσθαι διά των χειρών αυτών».
Το λέγουν έπειτα άνδρες αξιόπιστοι, οι πατέρες της Εκκλησίας, και εξαιρέτως ο Χρυσόστομος, ομολογούντες, ότι εις τους χρόνους αυτών δεν εγίνοντο πλέον θαύματα.
Φ.: Να μη πιστεύσω λοιπόν όσα λέγουν περί του αγίου φωτός;
Κ.: Οχι, επειδή ουδ’ ο Χρυσόστομος το επίστευεν, ή μάλλον ουδέ το εγνώριζε- διότι, αν εις τον καιρόν του εθαυματουργείτο το άγιον φως, πώς ήτο δυνατόν να λέγη ότι δεν εγίνοντο πλέον θαύματα;
Φ.: Λέγεις λοιπόν λαοπλάνους τους αγιοταφίτας.
Κ.: Απαγε! φίλε- ουδ’ εσέ συμβουλεύω να δώσης εις αυτούς τόσον αισχρόν επίθετον. Δεν ενθυμάσαι τι λέγει ο Χριστός;
Φ.: Τι;
Κ.: «Ος αν είπη τω αδελφώ αυτού, μωρέ, ένοχος έσται εις την γέενναν του πυρός».
Φ.: Αλλ’ αν δεν ήναι μωροί, ακολουθεί, ότι είναι πανούργοι, θησαυρίζοντες χρήματα μωρών.
Κ.: Χειρότερον ακόμη τούτο- έπειτα συλλογίσου, ότι κατηγορείς όχι μόνον τους αυτουργούς του θαύματος, τους και μόνους άξιους κατηγορίας, αλλ’ αυτόν τον Μακαριώτατον της Ιερουσαλήμ Πατριάρχην- κατηγορείς τους λοιπούς τρεις Πατριάρχας, όλους τους Αρχιερείς μας, όλον τον κλήρον της Ανατολικής εκκλησίας, οι οποίοι δεν ήθελαν υποφέρειν τοιούτον όνειδος, εάν...
Φ.: Διά τι λοιπόν το υποφέρουν, διά τί δεν καταλύουν τοιούτον θαυματούργημα;
Κ.: Επιθυμούν, μην αμφιβάλλης, την καταλυσίν του, αλλ’ είναι τάχα εις την εξουσίαν των;
Φ.: Δεν είναι εις την εξουσίαν των! Από τίνος λοιπόν εξουσίαν κρέμεται;
Κ.: Του καιρού, της εξαπλώσεως των φώτων εις τον κοινόν λαόν. Δεν έπλασαν αυτοί το θαύμα- το ευρήκασιν απ’ άλλους προ πολλού πλασμένον, και δεν τολμούν να το σαλεύσωσι.
Φ.: Τίνα φοβούνται;
Κ.: Αυτούς τους Αραβας ληστάς, οι οποίοι συμμερίζονται με τους αγιοταφίτας τα κέρδη του θαύματος-αυτούς (το πλέον αξιοθρήνητον) τους κατέτος τρέχοντος μωρούς προσκυνητάς του θαύματος. Ή νομίζεις εύκολον μετά μακράν και πολυχρόνιον πλάνην, να φα-νερώσης εις τους πλανημένους ότι εθαυματούργεις διά να τους πλανάς;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου