Μύθοι και πραγματικότητα γύρω από τα λογής λείψανα που σχετίζονται με τη ζωή του ίδιου του Χριστού.
Του Μηνά Παπαγεωργίου Δημοσιογράφου - συγγραφέα, "Αιρετικά" Documento
Γία τον χριστιανισμό τα ιερά κειμήλια (relics) αποτελούν εδώ και αιώνες σημαντικής αξίας αντικείμενα που βοήθησαν στην περαιτέρω διάδοση και αναγνωρισιμότητά του, κυρίως στους πληθυσμούς της Ευρώπης και της Ασίας.
Τα περισσότερα από αυτά φυλάσσονται σήμερα σε ειδικές προθήκες ναών και αποτελούν κυρίως λείψανα αγίων, μαρτύρων ή άλλου είδους εκθέματα τα οποία υποτίθεται ότι σχετίζονται άμεσα με ιερά για την εκκλησία πρόσωπα. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα οργανώνονταν ολόκληρες «θρησκευτικές εκστρατείες» από πόλη σε πόλη που εξέθεταν τα αντικείμενα αυτά σε
λαϊκό προσκύνημα (πρακτική η οποία εξακολουθεί να εφαρμόζεται και στις μέρες μας).
Είναι περιττό να αναλύσουμε γιατί οι χριστιανικοί ναοί ανά τον κόσμο που διαθέτουν τέτοιου είδους κειμήλια αποτελούν πόλο έλξης εκατοντάδων χιλιάδων ή ακόμη και εκατομμυρίων πιστών, αρκετοί από τους οποίους ταξιδεύουν εκατοντάδες χιλιόμετρα για να τα προσκυνήσουν και να λάβουν τη ... θεία δύναμη. Οι πεποιθήσεις για τις μεταφυσικές ιδιότητες των αντικειμένων αυτών εντοπίζονται στις δοξασίες των πρωτοχριστιανών, που πίστευαν ότι τα σώματα των νεκρών αγίων αλλά και των άψυχων σωμάτων με τα οποία είχαν έρθει σε επαφή κατά τη διάρκεια της ζωής τους διέθεταν υπερφυσικές δυνάμεις και έπρεπε να διατηρούνται φυλασσόμενα μέσα στον χρόνο.
Οι ρίζες όμως των συγκεκριμένων αντιλήψεων προέρχονται από ακόμη παλαιότερα κείμενα και συγκεκριμένα από τα εδάφια της Παλαιός Διαθήκης (βλ. ενδεικτικά Γεν. 35:19-20 ή Γεν. 50:25-26).
Πειστήρια για την ύπαρξη του Ιησού;
Υπάρχουν άραγε τέτοιου είδους κειμήλια που σχετίζονται με τον Ιησού; Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους στους οποίους έχω κάνει τη συγκεκριμένη ερώτηση δεν έχουν κάποια απάντηση, ενώ ορισμένοι περισσότερο υποψιασμένοι αναφέρονται συνήθως στην περίφημη Σινδόνη του Τορίνο ή στα κομμάτια από τον Τίμιο Σταυρό.
Στην πραγματικότητα υπάρχουν εκατοντάδες αντικείμενα που σύμφωνα με την παράδοση συνδέονται άμεσα με τον Ιησού και τη ζωή του, τα οποία φυλάσσονται εδώ και αιώνες σε ναούς τόσο της ανατολικής όσο και της δυτικής εκκλησίας.
Για παράδειγμα, στη Βασιλική του Τίμιου Σταυρού στη Ρώμη εκτίθεται το σφουγγάρι που κατά τα ευαγγέλια βύθισαν στο ξίδι οι Ρωμαίοι στρατιώτες όταν ο Ιησούς ζήτησε να πιει νερό ενώ βρισκόταν στον σταυρό.
Παραμένοντας στη Ρώμη, στη Βασιλική του Σάντα Πρασέντε ο επισκέπτης μπορεί να δει από κοντά τη μαρμάρινη Στήλη του Μαστιγώματος, στην οποία υποτίθεται ότι είχε δεθεί ο Ιησούς για να μαστιγωθεί.
Ομως τα σχετικά παραδείγματα δεν σταματούν εδώ. Σύμφωνα με τις περιγραφές των ευαγγελίων, τα καρφιά που χρησιμοποιήθηκαν για τη σταύρωση του Ιησού ήταν τρία. Παρ’ όλα αυτά σήμερα έχουν εμφανιστεί ως «αυθεντικά» πολύ περισσότερα και εκτίθενται σε διάφορες εκκλησίες ανά τον κόσμο.
Ομως για ποιον λόγο δεν έχουν καταστεί γνωστά στο ευρύ κοινό στοιχεία για την ύπαρξη και τη διάσωση των κειμηλίων αυτών;
Εάν υπάρχουν πειστήρια που αποδεικνύουν ότι τα αντικείμενα αυτά συνδέονται όντως με τη ζωή και τη δράση του Ιησού, τότε κάθε ένσταση αναφορικά με την ιστορικότητά του θα έπρεπε εδώ και αιώνες να πετιέται αυτομάτως στον κάλαθο των αχρήστων.
Θα εξετάσουμε εν συντομία την άγνωστη ιστορία ορισμένων «κειμηλίων του Ιησού» που βρίσκονται διάσπαρτα σε χριστιανικούς ναούς της Ευρώπης. Οσοι επιθυμούν να εντρυφήσουν περισσότερο σε αυτό το ενδιαφέρον πεδίο μελέτης παραπέμπονται στην εξειδικευμένη μελέτη του αξιόλογου Αμερικανού ιστορικού ερευνητή Τζο Νίκελ «Ihe Jesus relics» (Εκδ. The History Press).
Η Σινδόνη του Τορίνο
Αποτελεί ίσως το πιο δημοφιλές αντικείμενο που έχει συνδεθεί με τον Ιησού. Ο λόγος για τη Σινδόνη του Τορίνου ή αλλιώς Ιερά Σινδόνη, ένα φθαρμένο κομμάτι υφάσματος πάνω στο οποίο είναι αποτυπωμένη η εικόνα του σώματος και του προσώπου ενός γενειοφόρου άνδρα.
Μάλιστα η τοποθέτηση του σώματος πάνω στο ύφασμα φαίνεται να ταιριάζει σε σώμα που έχει σταυρωθεί και τραυματιστεί, έτσι πολλοί πιστεύουν ότι πρόκειται για το σεντόνι που σκέπασε το σώμα του Χριστού όταν αποκαθηλώθηκε από τον Σταυρό (η μορφή που σχηματίζεται άλλωστε παραπέμπει στη φιγούρα του Ιησού, έτσι τουλάχιστον όπως την έχουμε γνωρίσει μέσω των προσωπογραφιών του από τον 6ο μεταχριστιανικό αιώνα και εξής).
Από το 1578 εκτίθεται μόνιμα στον καθεδρικό ναό του Τορίνου.
Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν παραδόσεις που τη συνδέουν είτε με το Ιερό Μανδήλιον (περίπτωση της επιστολής του βασιλιά της Οσροηνής Αβγαρου στον Ιησού) είτε ακόμη και με τη δράση των περίφημων Ναϊτών ιπποτών.
Σε ό,τι αφορά τις διαστάσεις του, το ύφασμα έχει μήκος 4,3 μ. και πλάτος 1,1 μ. Γύρω από τη Σινδόνη έχουν ξεσπάσει κατά το παρελθόν αμέτρητες διαμάχες και διενέξεις μεταξύ των πιστών και της επιστημονικής κοινότητας αναφορικά με την αυθεντικότητά της.
Εχουν άλλωστε διατυπωθεί αρκετές θεωρίες σχετικά με την προέλευσή της, τη χρονολόγησή της και τον τρόπο με τον οποίον αποτυπώθηκε πάνω της το φερόμενο ως σώμα του Ιησού. Γεγονός είναι ότι για τη συντριπτική πλειονότητα των επιστημόνων το ζήτημα έκλεισε το 1988, έτος κατά το οποίο τρεις διαφορετικές μελέτες, υπό την αιγίδα των Πανεπιστημίων της Αριζόνας και της Οξφόρδης καθώς και του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Ελβετίας, χαρακτήρισαν τη Σινδόνη μεσαιωνικό κατασκεύασμα, χρονολογώντας τη την περίοδο 1290-1390.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες οι προκαθήμενοι της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας αρνούνται να πάρουν ξεκάθαρη θέση αναφορικά με την αυθεντικότητα της Σινδόνης και το κατά πόσον αναπαρίσταται σε αυτήν το πραγματικό πρόσωπο του Ιησού.
Το Σουδάριο του Οβιέδο
Στον καθεδρικό ναό του Σαν Σαλβαδόρ στο Οβιέδο της Ισπανίας φυλάσσεται μέχρι σήμερα ακόμη ένα αντικείμενο που πιστεύεται ότι προέρχεται από την εποχή του Ιησού και έχει άμεση σχέση με αυτόν. Πρόκειται για το Σουδάριο του Οβιέδο, ένα κομμάτι υφάσματος διαστάσεων 84x53 εκατοστών το οποίο φέρει λεκέδες από αίμα και εκτίθεται στους πιστούς τρεις φορές τον χρόνο: Μεγάλη Παρασκευή, στη γιορτή του θριάμβου του Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου και οκτώ μέρες αργότερα, στις 21 Σεπτεμβρίου.
Σύμφωνα με την παράδοση, είναι το μαντίλι με το οποίο τυλίχθηκε το κεφάλι του Ιησού αμέσως μετά τον θάνατό του και βρέθηκε στον τάφο του.
Σε αντίθεση με τη Σινδόνη του Τορίνου, στο Σουδάριο δεν εντοπίζεται αποτυπωμένο κάποιο ανθρώπινο πρόσωπο. Οι υποστηρικτές της αυθεντικότητάς του θεωρούν ότι πρόκειται για το ένδυμα στο οποίο αναφέρεται ο ευαγγελιστής Ιωάννης (20:6-7).
Παρ’ όλα αυτά οι πρώτες αναφορές για την ύπαρξή του εμφανίζονται αρκετούς αιώνες αργότερα. Τον 12ο αιώνα ο επίσκοπος του Οβιέδο Πελάγιο αναφέρει ότι το Σουδάριο μεταφέρθηκε στην Ισπανία μέσα σε μια κιβωτό, αφού είχε παραμείνει στην Ιερουσαλήμ από τη στιγμή που ανακαλύφθηκε στον τάφο του Ιησού έως και τον 7ο αιώνα, όταν οι συμπατριώτες του το μετέφεραν στην Ισπανία.
Παρά τις προσπάθειες ορισμένων να αποδείξουν τη στενή σχέση που συνδέει το Σουδάριο με τη Σινδόνη του Τορίνου, οι δύο -περισσότερο θεωρούμενες ως έγκυρες-ειδικές μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν σε δείγμα του υφάσματος κατέδειξαν πως κατασκευάστηκε στα τέλη περίπου του 7ου μεταχριστιανικού αιώνα (συγκεκριμένα 679 μ.α.χ.χ. και 710 μ.α.χ.χ.).
Το Αγιο Δισκοπότηρο
Στις μέρες μας αποτελεί ίσως το γνωστότερο θρησκευτικό κειμήλιο που σχετίζεται άμεσα με τον Ιησού. Τεράστια συμβολή στο γεγονός αυτό έχουν τα μυθιστορήματα του συγγραφέα Νταν Μπράουν, τα οποία από την αυγή της νέας χιλιετίας μεταφέρονται και στις κινηματογραφικές αίθουσες. Σύμφωνα με την παράδοση, το Αγιο Δισκοπότηρο είναι το σκεύος που χρησιμοποίησε ο Ιησούς στον Μυστικό Δείπνο για να σερβίρει κρασί στους 12 μαθητές του. Για άλλους αποτελεί το σκεύος στο οποίο η Μαρία η Μαγδαλινή συνέλεξε το αίμα του Ιησού όταν εκείνος βρισκόταν στον σταυρό. Στη συνέχεια το αντικείμενο υποτίθεται ότι περιήλθε στην κατοχή του Ιωσήφ από την Αριμαθαία, ο οποίος με τη σειρά του το παρέδωσε στον Απόστολο Παύλο που το χρησιμοποιούσε κατά τη θεία λειτουργία.
Οι θρύλοι γύρω από το σκεύος είναι πολλοί. Ενας από αυτούς θέλει τους Νάΐτες ιππότες να το ανακαλύπτουν στους Αγίους Τόπους κατά τη διάρκεια των σταυροφοριών και στη συνέχεια να αλλάζουν τους συσχετισμούς της εξουσίας του πάπα στην Ευρώπη.
Παρ’ όλα αυτά ουδέποτε παρουσιάστηκε δημοσίως.
Ομως όλες αυτές οι παραδόσεις δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα, μιας και εμφανίστηκαν για πρώτη φορά σε γαλλικά ρομάντσα του 12ου αιώνα, με σημαντικότερα το «Le Conte du Graal» (1190) του Κρετιέν ντε Τρουά, πρωταγωνιστής του οποίου ήταν ο ήρωας Πάρσιφαλ καθώς επίσης και τα «Joseph di Arimathie» και «Merlin» του Ρομπέρ ντε Μπορόν (αμφότερα γράφτηκαν γύρω στα 1200), που έδωσαν μια χριστιανική μυστικιστική χροιά στην ιστορία του Δισκοπότηρου. Το 1470 οι ιστορίες αυτές έγιναν γνωστές και στο αγγλόφωνο κοινό μέσω των μεταφράσεων που έκανε ο σερ Τόμας Μάλορι.
Στην πορεία των χρόνων διάφορα «ιερά» σκεύη διεκδίκησαν -και συνεχίζουν να διεκδικούν- την ταυτότητα του αυθεντικού Δισκοπότηρου.
Εδώ θα αναφερθούμε σε δύο από αυτά. Το πρώτο εμφανίστηκε στην ιταλική πόλη Γένοβα και πήρε την ονομασία «ίΐ sacro catino». Σύμφωνα με κείμενο του 1170, το σκεύος ήρθε ως λάφυρο από την Καισάρεια κατά την A' Σταυροφορία το 1101.
Το δεύτερο υποψήφιο Δισκοπότηρο βρίσκεται στον καθεδρικό ναό της Βαλένθια στην Ισπανία. Αποκαλείται «santo caliz» και είναι το μόνο που έχει χαρακτηριστεί «ιστορικό κειμήλιο» από το Βατικανό (χωρίς παρ’ όλα αυτά να θεωρείται το σκεύος που χρησιμοποιήθηκε από τον Ιησού στον Μυστικό Δείπνο). Ωστόσο η παλαιότερη αναφορά σε αυτό εντοπίζεται μόλις το 1399, όταν και το μοναστήρι του Σαν Χουάν ντε λα Πένια το αντάλλαξε με τον βασιλιά της Αραγονίας για ένα χρυσό κύπελλο.
Το ακάνθινο στεφάνι
Στην Παναγία των Παρισίων φυλάσσονται από το 1806 διάφορα αντικείμενα που φέρονται να έχουν σχέση με τη σταύρωση του Ιησού. Μεταξύ αυτών βρίσκουμε ένα τμήμα του ακάνθινου στεφανιού που κατά τις ευαγγελικές αφηγήσεις τοποθέτησαν οι Ρωμαίοι στρατιώτες στο κεφάλι του Ιησού για να τον χλευάσουν. Παρ’ όλα αυτά θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εικόνα που έχουμε σήμερα για το συγκεκριμένο αντικείμενο προέρχεται αποκλειστικά και μόνο από τη φαντασία των καλλιτεχνών των μετέπειτα αιώνων, μιας και η ακριβής μορφή του δεν περιγράφεται στα ευαγγέλια.
Σύμφωνα με την παράδοση, το στεφάνι φυλασσόταν αρχικά στη Ρώμη, όπου το είχε μεταφέρει η μητέρα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, Ελένη, ενώ στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους μετέπειτα Βυζαντινούς αυτοκράτορες.
Το 1238 ο τελευταίος Λατίνος αυτοκράτορας του Βυζαντίου Βαλδουίνος Β' λόγω οικονομικών δυσχερειών το έβαλε... ενέχυρο σε βενετσιάνικη τράπεζα, από όπου αργότερα το απέκτησε ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος Θ'.
Η σύγχρονη έρευνα φέρνει στο φως την ύπαρξη περισσότερων των 70 (!) τέτοιων «ιερών» στεφανιών, τα οποία φυλάσσονται σήμερα σε τοποθεσίες όπως οι καθεδρικοί ναοί της Βαρκελώνης και του Οβιέδο στην Ισπανία, το Αβαείο Στάνμπρουκ στην Αγγλία, η εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ στη Γάνδη του Βελγίου και αλλού.
Η λόγχη του Λογγίνου
Η Ιερά Λόγχη, επίσης γνωστή ως Δόρυ του Πεπρωμένου ή λόγχη του Λογγίνου, είναι το όνομα που δόθηκε στη λόγχη με την οποία ο Ρωμαίος στρατιώτης Λογγίνος -πρόσωπο που δεν αναφέρεται στα ευαγγέλια (ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η ετυμολογία του ονόματος του προέρχεται από την ελληνική «λόγχη»)- τρύπησε το πλευρό του Ιησού ενόσω εκείνος ήταν σταυρωμένος.
Σύμφωνα με την παράδοση, αμέσως μετά τη σταύρωση και την ανάσταση του Ιησού ο Λογγίνος ασπάστηκε τον χριστιανισμό, ενώ αργότερα αναγνωρίστηκε ως άγιος από την Καθολική και την Αρμενική Εκκλησία.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, η Γερμανίδα καθολική και στιγματική Anne Catherine Emmerich (1774-1824) έδωσε νέα ώθηση στον μύθο του Λογγίνου. Μέσω των οραμάτων που έβλεπε έφερε στο προσκήνιο διάφορους μεσαιωνικούς μύθους αναφορικά με τη λόγχη και τους εμπλούτισε υποστηρίζοντας ότι το πραγματικό όνομα του Ρωμαίου Λογγίνου ήταν Κάσσιος, δίνοντας παράλληλα αρκετές πληροφορίες που αφορούσαν τον βίο του.
Στις μέρες μας υπάρχουν τουλάχιστον εννέα αντικείμενα που διεκδικούν την αυθεντικότητα της λόγχης του Λογγίνου. Αυτά βρίσκονται στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό (Ιταλία), σε εκκλησίες στο Παρίσι, στο Μπορντό αλλά και στο Αβαείο του Tenaille (Γαλλία), στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας, στην Αντιόχεια της Συρίας, στην Κρακοβία της Πολωνίας, στην πόλη Ετζμιαντζίν, που θεωρείται θρησκευτική πρωτεύουσα της Αρμενίας, και στο θησαυροφυλάκιο της Βιέννης (η λόγχη της Βιέννης εξετάστηκε επιστημονικά το 2003 από τον Βρετανό συγγραφέα μεταλλουργό δρα Ρόμπερτ Φίδερ, ο οποίος κατέληξε στο συμπέρασμα πως η λεπίδα της προερχόταν από τον 7ο ή τον 8ο μεταχριστιανικό αιώνα, ενώ το εξωτερικό χρυσό προστατευτικό της από τον 14ο.
Ο Τίμιος Σταυρός
Από όσα μέχρι στιγμής έχουν αναφερθεί αλλά και από όσα θα ακολουθήσουν γίνεται κατανοητό ότι μεγάλο μέρος των ιστοριών που αφορούν τα «κειμήλια του Ιησού» έχει τις ρίζες του στο ταξίδι που πραγματοποίησε στην Ιερουσαλήμ το 326 μ.α.χ.χ. η Αγία Ελένη.
Η χριστιανική παράδοση διασώζει δύο διαφορετικές εκδοχές της ανακάλυψης του σταυρού πάνω στον οποίον σταυρώθηκε ο Ιησούς. Η μία κάνει λόγο για σχετικά οράματα και όνειρα που είδε και η άλλη αναφέρεται στη βοήθεια που δέχτηκε από κάποιον Ιουδαίο οδηγό ονόματι Ιούδα.
Ο θρύλος της εύρεσης του Τίμιου Ξύλου εμφανίζεται για πρώτη φορά το 395 μ.α.χ.χ. στον επικήδειο λόγο του αυτοκράτορα Θεοδοσίου (De Obitu Iheodosii) από τον επίσκοπο Μιλάνου Αμβρόσιο.
Σε ποια χέρια όμως κατέληξε ο σταυρός του Ιησού; Ενα μέρος του υποτίθεται ότι παραδόθηκε στον ίδιο τον Κωνσταντίνο και ένα άλλο μεταφέρθηκε από την ίδια την Ελένη στη Ρώμη. Το κύριο κομμάτι του παρέμεινε στην Ιερουσαλήμ υπό την προστασία των εκεί χριστιανών επισκόπων και παρουσιάζει περιπετειώδη ιστορία μέσα στον χρόνο.
Το 614 μ.α.χ.χ. ο Πέρσης βασιλιάς Χορσόης Β' εισβάλλει στην Παλαιστίνη σκοτώνοντας 60.000 στρατιώτες και παίρνει μαζί του 35.000 αιχμαλώτους αλλά και διάφορα πολύτιμα κειμήλια, ανάμεσα στα οποία και το κομμάτι του Τίμιου Σταυρού. Ο επαναπατρισμός του πραγματοποιείται το έτος 627, όταν ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ηράκλειος A' νικά τις περσικές δυνάμεις στη Νινευή και επιστρέφει το κειμήλιο στην Ιερουσαλήμ. Τελικά τα ίχνη του χάνονται το 1187, όταν ο Αιγύπτιος Σουλτάνος Σαλαντίν πολιορκεί και καταλαμβάνει την πόλη που βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Φράγκων.
Γεγονός είναι ότι τους μετέπειτα αιώνες εκατοντάδες κομμάτια που διεκδικούσαν την αγιότητα του Τίμιου Ξύλου εμφανίστηκαν σε διάφορες ανά την Ευρώπη εκκλησίες.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο καθολικός θεολόγος Ερασμος (1466-1536) αναρωτήθηκε κάποτε χαριτολογώντας πόσα πλοία θα μπορούσαν να κατασκευαστούν αν συγκεντρώνονταν όλα τα κομμάτια ξύλου οι κάτοχοι των οποίων υποστήριζαν πως αποτελούσαν τμήμα του Τίμιου Σταυρού!
Στις μέρες μας κομμάτια που υποτίθεται ότι προέρχονται από τον σταυρό του Ιησού εκτίθενται στην αρχαία Βασιλική Santa Crose της Ρώμης καθώς και σε εκατοντάδες ακόμη εκκλησίες ανά την Ευρώπη.
Ο ιερός χιτών
Πρόκειται για το ένδυμα που, σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, φόρεσαν οι Ρωμαίοι στον Ιησού λίγο πριν από τη σταύρωσή του. Παράλληλα, τοποθετώντας στο κεφάλι του το ακάνθινο στεφάνι (αναφερθήκαμε προηγουμένως) τον χλεύαζαν αποκαλώντας τον ειρωνικά «βασιλιά των Ιουδαίων».
Τον χιτώνα ανακάλυψε, σύμφωνα με την παράδοση, η Αγία Ελένη (πάλι!) στους Αγίους Τόπους το 327 ή 328 μ.Χ. Τα αντικείμενα που φέρονται να αποτελούν τον χιτώνα του Ιησού είναι δύο: το πρώτο φυλάσσεται σήμερα στον Καθεδρικό Ναό της Τριέρης στη Γερμανία.
Το αρχαιότερο ντοκουμέντο που αφορά το συγκεκριμένο αντικείμενο είναι μια καλλιτεχνική απεικόνιση του 5ου ή του 6ου μεταχριστιανικού αιώνα. Επίσης, είναι γνωστό ότι το 1196 μεταφέρθηκε στον καθεδρικό ναό της Τριέρης, ενώ το 1512 παρουσιάστηκε δημόσια στους κατοίκους της πόλης. Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα εκτέθηκε μόλις τρεις φορές σε κοινή θέα, με τελευταία το 1996, στον εορτασμό των 800 ετών από τη μεταφορά του στον ναό.
Ο δεύτερος «υποψήφιος» ιερός χιτώνας βρίσκεται σε εκκλησία του προαστίου του Παρισιού Αρζεντέιγ.
Το παλαιότερο ντοκουμέντο που πιστοποιεί την ύπαρξή της είναι ένα κείμενο που φέρει τον τίτλο «Charta Hugonis», γραμμένο το 1156. Ωστόσο εκεί γίνεται αναφορά στον χιτώνα του μικρού Ιησού, ο οποίος φαίνεται πως «μεταμορφώθηκε» μέσα στον χρόνο στον «ιερό χιτώνα» μέσω ενός θρύλου που ανέφερε ότι η Παναγία είχε πλέξει για τον γιο της έναν χιτώνα ο οποίος μεγάλωνε σε μήκος όσο αναπτυσσόταν και το σώμα του ίδιου του Ιησού και έτσι τον συντρόφευσε μέχρι το τέλος της ζωής του!
Να σημειωθεί ότι κανένα από τα δύο προαναφερθέντα αντικείμενα δεν έχει εξεταστεί επιστημονικά μέχρι και σήμερα.
Η Ιερά Κλίμακα
Η Scala Sancta ή Ιερά Κλίμακα είναι στην ουσία τα σκαλοπάτια που, σύμφωνα με την παράδοση, οδηγούσαν μέχρι την αίθουσα του Πόντιου Πιλάτου στην Ιερουσαλήμ και τα οποία ανέβηκε ο Ιησούς για να απολογηθεί ενώπιον του.
Και σε αυτή την περίπτωση ήταν η Ελένη εκείνη η οποία τα μετέφερε στη Ρώμη κατά τη διάρκεια του 4ου μεταχριστιανικού αιώνα (δίχως όμως να υπάρχει κάποια καταγραφή-ντοκουμέντο από εκείνη την περίοδο), τοποθετώντας τα στο παλάτι του Λατερανού, το οποίο περίπου μέχρι το 1400 αποτελούσε παπική κατοικία.
Η Ιερά Κλίμακα αποτελείται από είκοσι οκτώ ξύλινα σκαλοπάτια τα οποία σήμερα περιβάλλονται από λευκό μάρμαρο για λόγους συντήρησης.
Το αίμα του Ιησού
Ευρισκόμενοι στην αυγή του 21ου αιώνα, με την επιστήμη της γενετικής να σημειώνει τεράστια πρόοδο τις τελευταίες δεκαετίες, η ανακάλυψη ιχνών αίματος που αποδεδειγμένα θα ανήκαν στον Ιησού θα κατέρριπτε μια για πάντα κάθε απόπειρα αμφισβήτησης της ύπαρξής του, ανοίγοντας και άλλα κεφάλαια συζητήσεων στα οποία δεν θα επεκταθούμε εδώ.
Αν και ελάχιστα γνωστό, είναι γεγονός ότι ανά την Ευρώπη υπάρχουν διάφοροι χριστιανικοί ναοί οι ιερείς των οποίων υποστηρίζουν διαχρονικά πως φιλοξενούν ή φιλοξένησαν φιαλίδια που εμπεριέχουν λίγο από το αίμα του ιδρυτή του χριστιανισμού!
Για παράδειγμα, στη Βασιλική του Αγίου Αίματος στη βελγική πόλη Μπριζ υπάρχει μια φιάλη η οποία εικάζεται ότι περιέχει αίμα του Ιησού. Σύμφωνα με την παράδοση, η φιάλη μεταφέρθηκε εκεί από τον κόμη της Φλάνδρας Τιερί της Αλσατίας τον 12ο μεταχριστιανικό αιώνα. Παρόμοιες τέτοιες φιάλες υπάρχουν ή έχουν κατά το παρελθόν εκτεθεί σε περιοχές όπως στην εκκλησία του Αγίου Ευσταθίου στη Ρώμη ή στη Μάντοβα της Λομβαρδίας (επίσης στην Ιταλία) καθώς και σε ναό του Μπάντεν στη νότια Γερμανία (όπως αναφέρει η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια του 1913 στο λήμμα «Weingarten»).
Επιπρόσθετα, στο περιοδικό «Φαινόμενα» του «Ελεύθερου Τύπου» (τ. 15,8/1/2011), ο ιστορικός ερευνητής Γεώργιος Καραχάλιος δημοσιοποίησε πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εκκλησίας της Αγίας Σιών στην Αθήνα και της χαμένης -σήμερα- φιάλης με το αίμα του Ιησού, για την οποία έκανε λόγο σε μια επιστολή του ο μεγάλος μάγιστρος των Ναϊτών ιπποτών Γκιγιόμ ντε Σονάκ (σκοτώθηκε το 1250 στην Αίγυπτο κατά τη Ζ' Σταυροφορία).
Στη συγκεκριμένη επιστολή συμβούλευε τον ανιψιό του, που ταξίδευε για την Κύπρο, να περάσει από την Αθήνα και το ναό της Αγίας Σιών για να προσκυνήσει τη φιάλη με το αίμα του Ιησού. Σύμφωνα με το βιβλίο του αρχιτέκτονα και διευθυντή του σχεδίου πόλεως του Δήμου Αθηναίων Κώστα Μπίρη «Αι Εκκλησίαι των Παλαιών Αθηνών», η θέση της Αγίας Σιών στην Αθήνα πρέπει να ήταν επί της «οικοδομικής νησίδος μεταξύ των οδών Καλαμιώτη, Ευαγγελίστριας και Ερμού».
Το αίμα του Ιησού απασχολεί επίσης διαχρονικά τους μελετητές της Σινδόνης του Τορίνου που εξετάσαμε πιο πάνω. Αυτό που προκάλεσε εξαρχής ερωτήματα στους ειδικούς είναι το γεγονός ότι το χρώμα του αίματος πάνω στο ύφασμα εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να είναι κόκκινο, ενώ υπό φυσιολογικές συνθήκες θα έπρεπε να είχε αρχικά μετατραπεί σε καφέ και όσο περνούσαν τα χρόνια να έπαιρνε ολοένα πιο σκούρα όψη. Τελικά, σε μια σειρά επιστημονικών αναλύσεων που πραγματοποιήθηκαν την περίοδο 1969-1976 αποδείχτηκε πως πάνω στις «κηλίδες αίματος» υπήρχαν σημαντικές ποσότητες κόκκινης μπογιάς. Επιπρόσθετα, ένας εκ των αναλυτών, ο Γουόλτερ Μακ Κρον, έκανε λόγο για εύρεση ουσιών που τις χρησιμοποιούσαν για την απεικόνιση του αίματος από ζωγράφους του Μεσαίωνα.
Η αλληλογραφία με τον Αβγαρο και το Ιερό Μανδήλιον
Ενα από τα όπλα που έχουν στη φαρέτρα τους οι αμφισβητίες της ιστορικότητας του Ιησού είναι η υπενθύμιση ότι ο ιδρυτής του χριστιανισμού δεν άφησε πίσω του κάποιο γραπτό κείμενο που θα μπορούσε να πιστοποιήσει ότι ένα μέρος όσων αναφέρονται στα ευαγγέλια είναι όντως δικές του ρήσεις.
Παρ’ όλα αυτά δεν είναι ευρέως γνωστή η ύπαρξη των επιστολών που αντάλλαξαν ο βασιλιάς της Εδεσσας (όχι της ελληνικής, αλλά της μετέπειτα μετονομασθείσας ως Αντιόχειας) Αβγαρος Ε' και ο ίδιος ο Ιησούς.
Ποιο ήταν το περιεχόμενο αυτών των επιστολών που έφερε στο φως ο πατέρας της εκκλησιαστικής ιστορίας Ευσέβιος (275-339 μ.α.χ.χ.); Και για ποιο λόγο τα κείμενα αυτά -εφόσον όντως είναι αυθεντικά- δεν συμπεριελήφθησαν ως ιερά στα βιβλία της Καινής Διαθήκης;
Ο Αβγαρος βασίλεψε στην Εδεσσα την περίοδο 9-46 μ.α.χ.χ. Αρρώστησε όμως και ζήτησε από τον Ιησού (η φήμη του οποίου υποτίθεται ότι είχε εξαπλωθεί εκείνη την περίοδο) να τον επισκεφτεί και να τον γιατρέψει. Ας εξετάσουμε όμως καλύτερα το περιεχόμενο των επιστολών που αντάλλαξαν Αβγαρος και Ιησούς το οποίο παρατίθεται από τον χριστιανό ιστορικό στην «Εκκλησιαστική Ιστορία» του (Τόμος ΙΓ ’ - Ιστορία περί του των Εδεσσηνών δυνάστου):
Βασιλιάς Αβγαρος: «Ο Αβγαρος του Ουχάμα, τοπάρχης, προς τον Ιησού, τον αγαθό σωτήρα που εμφανίστηκε στην Ιερουσαλήμ, χαίρε. Άκουσα σχετικά με σένα και με τις θεραπείες σου πως πραγματοποιούνται δίχως φάρμακα και βότανα. Οπως λένε, κάνεις τυφλούς να βλέπουν, χωλούς να περπατούν, καθαρίζεις λεπρούς, βγάζεις ακάθαρτα πνεύματα και δαίμονες, θεραπεύεις όσους βασανίζονται από ανίατες αρρώστιες, ανασταίνεις νεκρούς.
Εχοντας, λοιπόν, ακούσει όλα αυτά για σένα, σκέφτηκα ότι ένα από τα δύο συμβαίνει: ή είσαι εσύ ο ίδιος Θεός που κατέβηκες από του ουρανό και πράττεις αυτά ή είσαι ο υιός του Θεού. Γι' αυτό, λοιπόν, σου έγραψα, για να σε παρακαλέσω να ’ρθεις σε μένα και να θεραπεύσεις το βάσανο που έχω. Άκουσα άλλωστε ότι οι Ιουδαίοι αγανακτούν εναντίον σου και θέλουν να σε κατηγορήσουν. Εχω μια πολύ μικρή, αλλά σεμνή πόλη, που είναι αρκετή και για τους δυο μας».
Ιησούς: «Μακάριος είσαι, γιατί πίστεψες σε μένα χωρίς να με έχεις δει. Γιατί έχει γραφτεί για μένα ότι “όσοι μ’ έχουν δει δεν θα πιστέψουν σε μένα” και “ώστε εκείνοι που δεν θα μ’ έχουν δει, αυτοί να πιστέψουν και θα ζήσουν”: Οσον αφορά αυτά που γράφεις, το να ’ρθω κοντά σου δηλαδή, πρέπει να ολοκληρώσω όλα εκείνα για τα οποία έχω σταλεί εδώ και μετά την ολοκλήρωση να αναληφθώ προς Εκείνον που μ’ έστειλε. Και αφού αναληφθώ, θα σου στείλω κάποιον από τους μαθητές μου για να σε θεραπεύσει και να δώσει ζωή σε σένα και τους δικούς σου».
Σύμφωνα με την παράδοση, η επιστολή του Αβγαρου παραδόθηκε στον Ιησού από τον αρχειοφύλακα και ζωγράφο του πρώτου, τον Ανανία. Ομως κάπου εδώ μπλέκεται και η ιστορία ενός ακόμη κειμηλίου που σχετίζεται με την εικόνα του προσώπου του Ιησού.
Ομως ας αφήσουμε το κείμενο του Μηναίου του Αυγούστου να μας διηγηθεί περισσότερα:
«Ο βασιλιάς της Εδεσσας, Αβγαρος, ήταν λεπρός. Άκουσε για τα θαύματα του Χριστού και έστειλε προς Αυτόν τον αρχειοφύλακά του, Ανανία, με επιστολές στις οποίες παρακαλούσε τον Χριστό να πάει στην Εδεσσα να τον θεραπεύσει.
Ο Ανανίας ήταν ζωγράφος, γι’ αυτό ο Αβγαρος τον επιφόρτισε να φτιάξει το πορτρέτο του Σωτήρα σε περίπτωση που ο Χριστός αρνείτο να πάει. Ο Ανανίας βρήκε τον Χριστό περιστοιχισμένο από ένα μεγάλο πλήθος και δεν μπορούσε να τον πλησιάσει. Γι’ αυτό ανέβηκε σ’ ένα βράχο από όπου μπορούσε να τον βλέπει καλύτερα.
Προσπάθησε να φτιάξει ένα πορτρέτο του Σωτήρα, αλλά δεν μπορούσε “εξαιτίας της απερίγραπτης δόξας του προσώπου Του, το οποίο άλλαζε διά της χάριτος”: Βλέποντας ότι ο Ανανίας ήθελε να φτιάξει το πορτρέτο Του, ο Χριστός ζήτησε νερό, νίφτηκε, σκούπισε το πρόσωπό Του σ’ ένα κομμάτι λινό ύφασμα, και τα χαρακτηριστικά του έμειναν αποτυπωμένα σ’ αυτό το λινό ύφασμα. Γι’ αυτό η εικόνα αυτή είναι επίσης γνωστή με το όνομα Μανδήλιον. (Η ελληνική λέξη μανδήλιον προέρχεται από τη σημιτική λέξη mindil.) Ο Χριστός το έδωσε στον Ανανία και του είπε να το πάρει, με μία επιστολή στο πρόσωπο που τον είχε στείλει. Στην επιστολή, ο Χριστός αρνείτο να πάει ο ίδιος στην Εδεσσα, επειδή είχε μια αποστολή να εκπληρώσει. Υπόσχετο στον Αβγαρο ότι, όταν θα εκπληρώνετο αυτή η αποστολή, θα έστελλε ένα από τους μαθητές Του προς αυτόν.
Οταν ο Αβγαρος πήρε το πορτρέτο, θεραπεύθηκε από την αρρώστια του, αλλά έμειναν στο πρόσωπό του αρκετά σημάδια. Μετά την Ανάληψη, ο απόστολος Αγιος Θαδδαίος, ένας από τους εβδομήκοντα, πήγε στην Εδεσσα και θεράπευσε το βασιληά πλήρως προσηλυτίζοντάς τον στον χριστιανισμό. Πάνω στο θαυματουργό πορτρέτο του Χριστού, ο Αβγαρος έγραψε αυτά τα λόγια: “Ω Χριστέ Θεέ, αυτός που ελπίζει σε Σένα δεν θα πεθάνει”: Αφαίρεσε ένα είδωλο από το κοίλωμά του πάνω από μία πύλη της πόλης και το αντικατέστησε με την αγία εικόνα. Ο Αβγαρος έκανε πολλά για τη διάδοση του χριστιανισμού στους υπηκόους του. Αλλά ο δισέγγονος το επέστρεψε στην ειδωλολατρία και ήθελε να καταστρέψει την εικόνα του Αγίου Μανδηλίου. Γι’ αυτό ο επίσκοπος της πόλης την εντοίχισε στο κοίλωμα αφού προηγουμένως τοποθέτησε μία αναμμένη κανδήλα μπροστά της. Ετσι η εικόνα διασώθηκε».
Η πρώτη αναφορά για το Μανδήλιον εντοπίζεται στο έργο «Δόγμα του Αδδαίου» στα μέσα του 4ου μεταχριστιανικού αιώνα, ενώ το πρώτο κείμενο που αναφέρετε ξεκάθαρα στη φυσική παρουσία του αντικειμένου στη πόλη της Εδεσσας ανήκει στον Βυζαντινό λόγιο Ευάγρκ τον Σχολαστικό περίπου το 600 μ.α.χ.χ. Εκεί γίνεται λόγος για τη θαυματουργή δράση του Μανδηλίου κατά τη διάρκεια του πολέμου με τους Πέρσες το 544 μ.α.χ.
Το Μανδήλιον μεταφέρεται στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 10ο αιώνα, χάνεται στην Δ' Σταυροφορία του 1204 και επανεμφανίζεται στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λουδοβίκου Θ' (1214-1270). Τελικά το ίχνη του χάνονται οριστικά κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης.
Στη νεότερη εποχή, την περίοδο 1845-1846 ο Αυστριακός μυστικιστής και οραματιστής Γιάκομπ Λόρμπερ επανέφερε στο προσκήνιο τον μύθο των επιστολών του Αβγαρου και του Ιησού λαμβάνοντας τηλεπαθητικά μέσω... channeling κι άλλες επιστολές που αντάλλαξαν οι δύο χαρακτήρες!
Αξίζει, τέλος, να αναφέρουμε ότι σε τηλεοπτική συνέντευξη που παραχώρησε τον Νοέμβριο του 1998 και ερωτηθείς σχετικά με τις επιστολές Αβγαρου και Ιησού, ο πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Μεταλληνός δήλωσε πως «η γνησιότης αυτής της επιστολής είναι ένα πρόβλημα».
Στις μέρες μας η αυθεντικότητα των επιστολών Αβγάρου και Ιησού αμφισβητείται ξεκάθαρα από την επιστημονική κοινότητα, η οποία κάνει λόγο για ευφάνταστη ιστορία που έπλασε ο ίδιος ο Ευσέβιος. Χαρακτηριστικά, όσα υποστηρίζει ο διεθνούς φήμης ακαδημαϊκός ιστορικός σερ Στίβεν Ράνσιμαν (1903-2000): «Είναι εύκολο να αποδειχθεί ότι η ιστορία των επιστολών του Αβγαρου και του Ιησού, με τη μορφή που μας έχει παραδοθεί, είναι πλαστή, ότι οι επιστολές εμπεριέχουν φράσεις παρμένες από τα ευαγγέλια και ότι το νόημα που τους έχει αποδοθεί ταιριάζει με τις πεποιθήσεις της χριστιανικής θεολογίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε αργότερα».
Τα δώρα των Μάγων στην Ελλάδα!
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι σχετικό ενδιαφέρον με τα «κειμήλια του Ιησού» εντοπίζεται στις μέρες μας και στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, οι μοναχοί στο μοναστήρι του Αγίου Παύλου στο Αγιον Ορος υποστηρίζουν πως φιλοξενούν υπολείμματα από τα δώρα που προσέφεραν οι τρεις Μάγοι στον Ιησού λίγες ώρες μετά τη γέννησή του...
Αρχαιολογικές ανακαλύψεις και ΜΜΕ
Η εγκαθίδρυση του ιστορικού Ιησού στο υποσυνείδητο της ανθρωπότητας έχει αναμφισβήτητα επηρεάσει και τον τρόπο αναπαραγωγής διάφορων επιστημονικών ανακοινώσεων από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Επιστημονικές ανακαλύψεις αντικειμένων που χρονολογούνται ανάμεσα στον 2ο προχριστιανικό και τον 2ο μεταχριστιανικό αιώνα παρουσιάζονται από τα Μέσα ως «ιδιοκτησία του Ιησού» ή «της εποχής του Ιησού». Για παράδειγμα, η ανακάλυψη ενός παπουτσιού του 1ου μ.α.χ.χ. αιώνα στην περιοχή της Γαλιλαίος πριν από μερικά χρόνια παρουσιάστηκε στα σχετικά ρεπορτάζ ως «το παπούτσι του Ιησού», η εύρεση ενός πιάτου του 1ου αιώνα στην Ιορδανία ως «το πιάτο του Ιησού» κ.ο.κ.
Φυσικά, το γεγονός αυτό σχετίζεται άμεσα με την εμπορικότητα που χαρακτηρίζει καθετί που συνδέεται με το όνομα «Ιησούς». Παρ’ όλα αυτά -και πέρα από τον λανθασμένο τρόπο μετάδοσης μιας είδησης- εγκαθιδρύεται παράλληλα και ένα a priori κλίμα παραδοχής της παρουσίας του Χριστού μέσα στον χώρο και τον χρόνο.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Του Μηνά Παπαγεωργίου Δημοσιογράφου - συγγραφέα, "Αιρετικά" Documento
Γία τον χριστιανισμό τα ιερά κειμήλια (relics) αποτελούν εδώ και αιώνες σημαντικής αξίας αντικείμενα που βοήθησαν στην περαιτέρω διάδοση και αναγνωρισιμότητά του, κυρίως στους πληθυσμούς της Ευρώπης και της Ασίας.
Τα περισσότερα από αυτά φυλάσσονται σήμερα σε ειδικές προθήκες ναών και αποτελούν κυρίως λείψανα αγίων, μαρτύρων ή άλλου είδους εκθέματα τα οποία υποτίθεται ότι σχετίζονται άμεσα με ιερά για την εκκλησία πρόσωπα. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα οργανώνονταν ολόκληρες «θρησκευτικές εκστρατείες» από πόλη σε πόλη που εξέθεταν τα αντικείμενα αυτά σε
λαϊκό προσκύνημα (πρακτική η οποία εξακολουθεί να εφαρμόζεται και στις μέρες μας).
Είναι περιττό να αναλύσουμε γιατί οι χριστιανικοί ναοί ανά τον κόσμο που διαθέτουν τέτοιου είδους κειμήλια αποτελούν πόλο έλξης εκατοντάδων χιλιάδων ή ακόμη και εκατομμυρίων πιστών, αρκετοί από τους οποίους ταξιδεύουν εκατοντάδες χιλιόμετρα για να τα προσκυνήσουν και να λάβουν τη ... θεία δύναμη. Οι πεποιθήσεις για τις μεταφυσικές ιδιότητες των αντικειμένων αυτών εντοπίζονται στις δοξασίες των πρωτοχριστιανών, που πίστευαν ότι τα σώματα των νεκρών αγίων αλλά και των άψυχων σωμάτων με τα οποία είχαν έρθει σε επαφή κατά τη διάρκεια της ζωής τους διέθεταν υπερφυσικές δυνάμεις και έπρεπε να διατηρούνται φυλασσόμενα μέσα στον χρόνο.
Οι ρίζες όμως των συγκεκριμένων αντιλήψεων προέρχονται από ακόμη παλαιότερα κείμενα και συγκεκριμένα από τα εδάφια της Παλαιός Διαθήκης (βλ. ενδεικτικά Γεν. 35:19-20 ή Γεν. 50:25-26).
Πειστήρια για την ύπαρξη του Ιησού;
Υπάρχουν άραγε τέτοιου είδους κειμήλια που σχετίζονται με τον Ιησού; Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους στους οποίους έχω κάνει τη συγκεκριμένη ερώτηση δεν έχουν κάποια απάντηση, ενώ ορισμένοι περισσότερο υποψιασμένοι αναφέρονται συνήθως στην περίφημη Σινδόνη του Τορίνο ή στα κομμάτια από τον Τίμιο Σταυρό.
Στην πραγματικότητα υπάρχουν εκατοντάδες αντικείμενα που σύμφωνα με την παράδοση συνδέονται άμεσα με τον Ιησού και τη ζωή του, τα οποία φυλάσσονται εδώ και αιώνες σε ναούς τόσο της ανατολικής όσο και της δυτικής εκκλησίας.
Για παράδειγμα, στη Βασιλική του Τίμιου Σταυρού στη Ρώμη εκτίθεται το σφουγγάρι που κατά τα ευαγγέλια βύθισαν στο ξίδι οι Ρωμαίοι στρατιώτες όταν ο Ιησούς ζήτησε να πιει νερό ενώ βρισκόταν στον σταυρό.
Παραμένοντας στη Ρώμη, στη Βασιλική του Σάντα Πρασέντε ο επισκέπτης μπορεί να δει από κοντά τη μαρμάρινη Στήλη του Μαστιγώματος, στην οποία υποτίθεται ότι είχε δεθεί ο Ιησούς για να μαστιγωθεί.
Ομως τα σχετικά παραδείγματα δεν σταματούν εδώ. Σύμφωνα με τις περιγραφές των ευαγγελίων, τα καρφιά που χρησιμοποιήθηκαν για τη σταύρωση του Ιησού ήταν τρία. Παρ’ όλα αυτά σήμερα έχουν εμφανιστεί ως «αυθεντικά» πολύ περισσότερα και εκτίθενται σε διάφορες εκκλησίες ανά τον κόσμο.
Ομως για ποιον λόγο δεν έχουν καταστεί γνωστά στο ευρύ κοινό στοιχεία για την ύπαρξη και τη διάσωση των κειμηλίων αυτών;
Εάν υπάρχουν πειστήρια που αποδεικνύουν ότι τα αντικείμενα αυτά συνδέονται όντως με τη ζωή και τη δράση του Ιησού, τότε κάθε ένσταση αναφορικά με την ιστορικότητά του θα έπρεπε εδώ και αιώνες να πετιέται αυτομάτως στον κάλαθο των αχρήστων.
Θα εξετάσουμε εν συντομία την άγνωστη ιστορία ορισμένων «κειμηλίων του Ιησού» που βρίσκονται διάσπαρτα σε χριστιανικούς ναούς της Ευρώπης. Οσοι επιθυμούν να εντρυφήσουν περισσότερο σε αυτό το ενδιαφέρον πεδίο μελέτης παραπέμπονται στην εξειδικευμένη μελέτη του αξιόλογου Αμερικανού ιστορικού ερευνητή Τζο Νίκελ «Ihe Jesus relics» (Εκδ. The History Press).
Η Σινδόνη του Τορίνο
Αποτελεί ίσως το πιο δημοφιλές αντικείμενο που έχει συνδεθεί με τον Ιησού. Ο λόγος για τη Σινδόνη του Τορίνου ή αλλιώς Ιερά Σινδόνη, ένα φθαρμένο κομμάτι υφάσματος πάνω στο οποίο είναι αποτυπωμένη η εικόνα του σώματος και του προσώπου ενός γενειοφόρου άνδρα.
Μάλιστα η τοποθέτηση του σώματος πάνω στο ύφασμα φαίνεται να ταιριάζει σε σώμα που έχει σταυρωθεί και τραυματιστεί, έτσι πολλοί πιστεύουν ότι πρόκειται για το σεντόνι που σκέπασε το σώμα του Χριστού όταν αποκαθηλώθηκε από τον Σταυρό (η μορφή που σχηματίζεται άλλωστε παραπέμπει στη φιγούρα του Ιησού, έτσι τουλάχιστον όπως την έχουμε γνωρίσει μέσω των προσωπογραφιών του από τον 6ο μεταχριστιανικό αιώνα και εξής).
Από το 1578 εκτίθεται μόνιμα στον καθεδρικό ναό του Τορίνου.
Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν παραδόσεις που τη συνδέουν είτε με το Ιερό Μανδήλιον (περίπτωση της επιστολής του βασιλιά της Οσροηνής Αβγαρου στον Ιησού) είτε ακόμη και με τη δράση των περίφημων Ναϊτών ιπποτών.
Σε ό,τι αφορά τις διαστάσεις του, το ύφασμα έχει μήκος 4,3 μ. και πλάτος 1,1 μ. Γύρω από τη Σινδόνη έχουν ξεσπάσει κατά το παρελθόν αμέτρητες διαμάχες και διενέξεις μεταξύ των πιστών και της επιστημονικής κοινότητας αναφορικά με την αυθεντικότητά της.
Εχουν άλλωστε διατυπωθεί αρκετές θεωρίες σχετικά με την προέλευσή της, τη χρονολόγησή της και τον τρόπο με τον οποίον αποτυπώθηκε πάνω της το φερόμενο ως σώμα του Ιησού. Γεγονός είναι ότι για τη συντριπτική πλειονότητα των επιστημόνων το ζήτημα έκλεισε το 1988, έτος κατά το οποίο τρεις διαφορετικές μελέτες, υπό την αιγίδα των Πανεπιστημίων της Αριζόνας και της Οξφόρδης καθώς και του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Ελβετίας, χαρακτήρισαν τη Σινδόνη μεσαιωνικό κατασκεύασμα, χρονολογώντας τη την περίοδο 1290-1390.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες οι προκαθήμενοι της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας αρνούνται να πάρουν ξεκάθαρη θέση αναφορικά με την αυθεντικότητα της Σινδόνης και το κατά πόσον αναπαρίσταται σε αυτήν το πραγματικό πρόσωπο του Ιησού.
Το Σουδάριο του Οβιέδο
Στον καθεδρικό ναό του Σαν Σαλβαδόρ στο Οβιέδο της Ισπανίας φυλάσσεται μέχρι σήμερα ακόμη ένα αντικείμενο που πιστεύεται ότι προέρχεται από την εποχή του Ιησού και έχει άμεση σχέση με αυτόν. Πρόκειται για το Σουδάριο του Οβιέδο, ένα κομμάτι υφάσματος διαστάσεων 84x53 εκατοστών το οποίο φέρει λεκέδες από αίμα και εκτίθεται στους πιστούς τρεις φορές τον χρόνο: Μεγάλη Παρασκευή, στη γιορτή του θριάμβου του Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου και οκτώ μέρες αργότερα, στις 21 Σεπτεμβρίου.
Σύμφωνα με την παράδοση, είναι το μαντίλι με το οποίο τυλίχθηκε το κεφάλι του Ιησού αμέσως μετά τον θάνατό του και βρέθηκε στον τάφο του.
Σε αντίθεση με τη Σινδόνη του Τορίνου, στο Σουδάριο δεν εντοπίζεται αποτυπωμένο κάποιο ανθρώπινο πρόσωπο. Οι υποστηρικτές της αυθεντικότητάς του θεωρούν ότι πρόκειται για το ένδυμα στο οποίο αναφέρεται ο ευαγγελιστής Ιωάννης (20:6-7).
Παρ’ όλα αυτά οι πρώτες αναφορές για την ύπαρξή του εμφανίζονται αρκετούς αιώνες αργότερα. Τον 12ο αιώνα ο επίσκοπος του Οβιέδο Πελάγιο αναφέρει ότι το Σουδάριο μεταφέρθηκε στην Ισπανία μέσα σε μια κιβωτό, αφού είχε παραμείνει στην Ιερουσαλήμ από τη στιγμή που ανακαλύφθηκε στον τάφο του Ιησού έως και τον 7ο αιώνα, όταν οι συμπατριώτες του το μετέφεραν στην Ισπανία.
Παρά τις προσπάθειες ορισμένων να αποδείξουν τη στενή σχέση που συνδέει το Σουδάριο με τη Σινδόνη του Τορίνου, οι δύο -περισσότερο θεωρούμενες ως έγκυρες-ειδικές μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν σε δείγμα του υφάσματος κατέδειξαν πως κατασκευάστηκε στα τέλη περίπου του 7ου μεταχριστιανικού αιώνα (συγκεκριμένα 679 μ.α.χ.χ. και 710 μ.α.χ.χ.).
Το Αγιο Δισκοπότηρο
Στις μέρες μας αποτελεί ίσως το γνωστότερο θρησκευτικό κειμήλιο που σχετίζεται άμεσα με τον Ιησού. Τεράστια συμβολή στο γεγονός αυτό έχουν τα μυθιστορήματα του συγγραφέα Νταν Μπράουν, τα οποία από την αυγή της νέας χιλιετίας μεταφέρονται και στις κινηματογραφικές αίθουσες. Σύμφωνα με την παράδοση, το Αγιο Δισκοπότηρο είναι το σκεύος που χρησιμοποίησε ο Ιησούς στον Μυστικό Δείπνο για να σερβίρει κρασί στους 12 μαθητές του. Για άλλους αποτελεί το σκεύος στο οποίο η Μαρία η Μαγδαλινή συνέλεξε το αίμα του Ιησού όταν εκείνος βρισκόταν στον σταυρό. Στη συνέχεια το αντικείμενο υποτίθεται ότι περιήλθε στην κατοχή του Ιωσήφ από την Αριμαθαία, ο οποίος με τη σειρά του το παρέδωσε στον Απόστολο Παύλο που το χρησιμοποιούσε κατά τη θεία λειτουργία.
Οι θρύλοι γύρω από το σκεύος είναι πολλοί. Ενας από αυτούς θέλει τους Νάΐτες ιππότες να το ανακαλύπτουν στους Αγίους Τόπους κατά τη διάρκεια των σταυροφοριών και στη συνέχεια να αλλάζουν τους συσχετισμούς της εξουσίας του πάπα στην Ευρώπη.
Παρ’ όλα αυτά ουδέποτε παρουσιάστηκε δημοσίως.
Ομως όλες αυτές οι παραδόσεις δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα, μιας και εμφανίστηκαν για πρώτη φορά σε γαλλικά ρομάντσα του 12ου αιώνα, με σημαντικότερα το «Le Conte du Graal» (1190) του Κρετιέν ντε Τρουά, πρωταγωνιστής του οποίου ήταν ο ήρωας Πάρσιφαλ καθώς επίσης και τα «Joseph di Arimathie» και «Merlin» του Ρομπέρ ντε Μπορόν (αμφότερα γράφτηκαν γύρω στα 1200), που έδωσαν μια χριστιανική μυστικιστική χροιά στην ιστορία του Δισκοπότηρου. Το 1470 οι ιστορίες αυτές έγιναν γνωστές και στο αγγλόφωνο κοινό μέσω των μεταφράσεων που έκανε ο σερ Τόμας Μάλορι.
Στην πορεία των χρόνων διάφορα «ιερά» σκεύη διεκδίκησαν -και συνεχίζουν να διεκδικούν- την ταυτότητα του αυθεντικού Δισκοπότηρου.
Εδώ θα αναφερθούμε σε δύο από αυτά. Το πρώτο εμφανίστηκε στην ιταλική πόλη Γένοβα και πήρε την ονομασία «ίΐ sacro catino». Σύμφωνα με κείμενο του 1170, το σκεύος ήρθε ως λάφυρο από την Καισάρεια κατά την A' Σταυροφορία το 1101.
Το δεύτερο υποψήφιο Δισκοπότηρο βρίσκεται στον καθεδρικό ναό της Βαλένθια στην Ισπανία. Αποκαλείται «santo caliz» και είναι το μόνο που έχει χαρακτηριστεί «ιστορικό κειμήλιο» από το Βατικανό (χωρίς παρ’ όλα αυτά να θεωρείται το σκεύος που χρησιμοποιήθηκε από τον Ιησού στον Μυστικό Δείπνο). Ωστόσο η παλαιότερη αναφορά σε αυτό εντοπίζεται μόλις το 1399, όταν και το μοναστήρι του Σαν Χουάν ντε λα Πένια το αντάλλαξε με τον βασιλιά της Αραγονίας για ένα χρυσό κύπελλο.
Το ακάνθινο στεφάνι
Στην Παναγία των Παρισίων φυλάσσονται από το 1806 διάφορα αντικείμενα που φέρονται να έχουν σχέση με τη σταύρωση του Ιησού. Μεταξύ αυτών βρίσκουμε ένα τμήμα του ακάνθινου στεφανιού που κατά τις ευαγγελικές αφηγήσεις τοποθέτησαν οι Ρωμαίοι στρατιώτες στο κεφάλι του Ιησού για να τον χλευάσουν. Παρ’ όλα αυτά θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εικόνα που έχουμε σήμερα για το συγκεκριμένο αντικείμενο προέρχεται αποκλειστικά και μόνο από τη φαντασία των καλλιτεχνών των μετέπειτα αιώνων, μιας και η ακριβής μορφή του δεν περιγράφεται στα ευαγγέλια.
Σύμφωνα με την παράδοση, το στεφάνι φυλασσόταν αρχικά στη Ρώμη, όπου το είχε μεταφέρει η μητέρα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, Ελένη, ενώ στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους μετέπειτα Βυζαντινούς αυτοκράτορες.
Το 1238 ο τελευταίος Λατίνος αυτοκράτορας του Βυζαντίου Βαλδουίνος Β' λόγω οικονομικών δυσχερειών το έβαλε... ενέχυρο σε βενετσιάνικη τράπεζα, από όπου αργότερα το απέκτησε ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος Θ'.
Η σύγχρονη έρευνα φέρνει στο φως την ύπαρξη περισσότερων των 70 (!) τέτοιων «ιερών» στεφανιών, τα οποία φυλάσσονται σήμερα σε τοποθεσίες όπως οι καθεδρικοί ναοί της Βαρκελώνης και του Οβιέδο στην Ισπανία, το Αβαείο Στάνμπρουκ στην Αγγλία, η εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ στη Γάνδη του Βελγίου και αλλού.
Η λόγχη του Λογγίνου
Η Ιερά Λόγχη, επίσης γνωστή ως Δόρυ του Πεπρωμένου ή λόγχη του Λογγίνου, είναι το όνομα που δόθηκε στη λόγχη με την οποία ο Ρωμαίος στρατιώτης Λογγίνος -πρόσωπο που δεν αναφέρεται στα ευαγγέλια (ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η ετυμολογία του ονόματος του προέρχεται από την ελληνική «λόγχη»)- τρύπησε το πλευρό του Ιησού ενόσω εκείνος ήταν σταυρωμένος.
Σύμφωνα με την παράδοση, αμέσως μετά τη σταύρωση και την ανάσταση του Ιησού ο Λογγίνος ασπάστηκε τον χριστιανισμό, ενώ αργότερα αναγνωρίστηκε ως άγιος από την Καθολική και την Αρμενική Εκκλησία.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, η Γερμανίδα καθολική και στιγματική Anne Catherine Emmerich (1774-1824) έδωσε νέα ώθηση στον μύθο του Λογγίνου. Μέσω των οραμάτων που έβλεπε έφερε στο προσκήνιο διάφορους μεσαιωνικούς μύθους αναφορικά με τη λόγχη και τους εμπλούτισε υποστηρίζοντας ότι το πραγματικό όνομα του Ρωμαίου Λογγίνου ήταν Κάσσιος, δίνοντας παράλληλα αρκετές πληροφορίες που αφορούσαν τον βίο του.
Στις μέρες μας υπάρχουν τουλάχιστον εννέα αντικείμενα που διεκδικούν την αυθεντικότητα της λόγχης του Λογγίνου. Αυτά βρίσκονται στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό (Ιταλία), σε εκκλησίες στο Παρίσι, στο Μπορντό αλλά και στο Αβαείο του Tenaille (Γαλλία), στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας, στην Αντιόχεια της Συρίας, στην Κρακοβία της Πολωνίας, στην πόλη Ετζμιαντζίν, που θεωρείται θρησκευτική πρωτεύουσα της Αρμενίας, και στο θησαυροφυλάκιο της Βιέννης (η λόγχη της Βιέννης εξετάστηκε επιστημονικά το 2003 από τον Βρετανό συγγραφέα μεταλλουργό δρα Ρόμπερτ Φίδερ, ο οποίος κατέληξε στο συμπέρασμα πως η λεπίδα της προερχόταν από τον 7ο ή τον 8ο μεταχριστιανικό αιώνα, ενώ το εξωτερικό χρυσό προστατευτικό της από τον 14ο.
Ο Τίμιος Σταυρός
Από όσα μέχρι στιγμής έχουν αναφερθεί αλλά και από όσα θα ακολουθήσουν γίνεται κατανοητό ότι μεγάλο μέρος των ιστοριών που αφορούν τα «κειμήλια του Ιησού» έχει τις ρίζες του στο ταξίδι που πραγματοποίησε στην Ιερουσαλήμ το 326 μ.α.χ.χ. η Αγία Ελένη.
Η χριστιανική παράδοση διασώζει δύο διαφορετικές εκδοχές της ανακάλυψης του σταυρού πάνω στον οποίον σταυρώθηκε ο Ιησούς. Η μία κάνει λόγο για σχετικά οράματα και όνειρα που είδε και η άλλη αναφέρεται στη βοήθεια που δέχτηκε από κάποιον Ιουδαίο οδηγό ονόματι Ιούδα.
Ο θρύλος της εύρεσης του Τίμιου Ξύλου εμφανίζεται για πρώτη φορά το 395 μ.α.χ.χ. στον επικήδειο λόγο του αυτοκράτορα Θεοδοσίου (De Obitu Iheodosii) από τον επίσκοπο Μιλάνου Αμβρόσιο.
Σε ποια χέρια όμως κατέληξε ο σταυρός του Ιησού; Ενα μέρος του υποτίθεται ότι παραδόθηκε στον ίδιο τον Κωνσταντίνο και ένα άλλο μεταφέρθηκε από την ίδια την Ελένη στη Ρώμη. Το κύριο κομμάτι του παρέμεινε στην Ιερουσαλήμ υπό την προστασία των εκεί χριστιανών επισκόπων και παρουσιάζει περιπετειώδη ιστορία μέσα στον χρόνο.
Το 614 μ.α.χ.χ. ο Πέρσης βασιλιάς Χορσόης Β' εισβάλλει στην Παλαιστίνη σκοτώνοντας 60.000 στρατιώτες και παίρνει μαζί του 35.000 αιχμαλώτους αλλά και διάφορα πολύτιμα κειμήλια, ανάμεσα στα οποία και το κομμάτι του Τίμιου Σταυρού. Ο επαναπατρισμός του πραγματοποιείται το έτος 627, όταν ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ηράκλειος A' νικά τις περσικές δυνάμεις στη Νινευή και επιστρέφει το κειμήλιο στην Ιερουσαλήμ. Τελικά τα ίχνη του χάνονται το 1187, όταν ο Αιγύπτιος Σουλτάνος Σαλαντίν πολιορκεί και καταλαμβάνει την πόλη που βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Φράγκων.
Γεγονός είναι ότι τους μετέπειτα αιώνες εκατοντάδες κομμάτια που διεκδικούσαν την αγιότητα του Τίμιου Ξύλου εμφανίστηκαν σε διάφορες ανά την Ευρώπη εκκλησίες.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο καθολικός θεολόγος Ερασμος (1466-1536) αναρωτήθηκε κάποτε χαριτολογώντας πόσα πλοία θα μπορούσαν να κατασκευαστούν αν συγκεντρώνονταν όλα τα κομμάτια ξύλου οι κάτοχοι των οποίων υποστήριζαν πως αποτελούσαν τμήμα του Τίμιου Σταυρού!
Στις μέρες μας κομμάτια που υποτίθεται ότι προέρχονται από τον σταυρό του Ιησού εκτίθενται στην αρχαία Βασιλική Santa Crose της Ρώμης καθώς και σε εκατοντάδες ακόμη εκκλησίες ανά την Ευρώπη.
Ο ιερός χιτών
Πρόκειται για το ένδυμα που, σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, φόρεσαν οι Ρωμαίοι στον Ιησού λίγο πριν από τη σταύρωσή του. Παράλληλα, τοποθετώντας στο κεφάλι του το ακάνθινο στεφάνι (αναφερθήκαμε προηγουμένως) τον χλεύαζαν αποκαλώντας τον ειρωνικά «βασιλιά των Ιουδαίων».
Τον χιτώνα ανακάλυψε, σύμφωνα με την παράδοση, η Αγία Ελένη (πάλι!) στους Αγίους Τόπους το 327 ή 328 μ.Χ. Τα αντικείμενα που φέρονται να αποτελούν τον χιτώνα του Ιησού είναι δύο: το πρώτο φυλάσσεται σήμερα στον Καθεδρικό Ναό της Τριέρης στη Γερμανία.
Το αρχαιότερο ντοκουμέντο που αφορά το συγκεκριμένο αντικείμενο είναι μια καλλιτεχνική απεικόνιση του 5ου ή του 6ου μεταχριστιανικού αιώνα. Επίσης, είναι γνωστό ότι το 1196 μεταφέρθηκε στον καθεδρικό ναό της Τριέρης, ενώ το 1512 παρουσιάστηκε δημόσια στους κατοίκους της πόλης. Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα εκτέθηκε μόλις τρεις φορές σε κοινή θέα, με τελευταία το 1996, στον εορτασμό των 800 ετών από τη μεταφορά του στον ναό.
Ο δεύτερος «υποψήφιος» ιερός χιτώνας βρίσκεται σε εκκλησία του προαστίου του Παρισιού Αρζεντέιγ.
Το παλαιότερο ντοκουμέντο που πιστοποιεί την ύπαρξή της είναι ένα κείμενο που φέρει τον τίτλο «Charta Hugonis», γραμμένο το 1156. Ωστόσο εκεί γίνεται αναφορά στον χιτώνα του μικρού Ιησού, ο οποίος φαίνεται πως «μεταμορφώθηκε» μέσα στον χρόνο στον «ιερό χιτώνα» μέσω ενός θρύλου που ανέφερε ότι η Παναγία είχε πλέξει για τον γιο της έναν χιτώνα ο οποίος μεγάλωνε σε μήκος όσο αναπτυσσόταν και το σώμα του ίδιου του Ιησού και έτσι τον συντρόφευσε μέχρι το τέλος της ζωής του!
Να σημειωθεί ότι κανένα από τα δύο προαναφερθέντα αντικείμενα δεν έχει εξεταστεί επιστημονικά μέχρι και σήμερα.
Η Ιερά Κλίμακα
Η Scala Sancta ή Ιερά Κλίμακα είναι στην ουσία τα σκαλοπάτια που, σύμφωνα με την παράδοση, οδηγούσαν μέχρι την αίθουσα του Πόντιου Πιλάτου στην Ιερουσαλήμ και τα οποία ανέβηκε ο Ιησούς για να απολογηθεί ενώπιον του.
Και σε αυτή την περίπτωση ήταν η Ελένη εκείνη η οποία τα μετέφερε στη Ρώμη κατά τη διάρκεια του 4ου μεταχριστιανικού αιώνα (δίχως όμως να υπάρχει κάποια καταγραφή-ντοκουμέντο από εκείνη την περίοδο), τοποθετώντας τα στο παλάτι του Λατερανού, το οποίο περίπου μέχρι το 1400 αποτελούσε παπική κατοικία.
Η Ιερά Κλίμακα αποτελείται από είκοσι οκτώ ξύλινα σκαλοπάτια τα οποία σήμερα περιβάλλονται από λευκό μάρμαρο για λόγους συντήρησης.
Το αίμα του Ιησού
Ευρισκόμενοι στην αυγή του 21ου αιώνα, με την επιστήμη της γενετικής να σημειώνει τεράστια πρόοδο τις τελευταίες δεκαετίες, η ανακάλυψη ιχνών αίματος που αποδεδειγμένα θα ανήκαν στον Ιησού θα κατέρριπτε μια για πάντα κάθε απόπειρα αμφισβήτησης της ύπαρξής του, ανοίγοντας και άλλα κεφάλαια συζητήσεων στα οποία δεν θα επεκταθούμε εδώ.
Αν και ελάχιστα γνωστό, είναι γεγονός ότι ανά την Ευρώπη υπάρχουν διάφοροι χριστιανικοί ναοί οι ιερείς των οποίων υποστηρίζουν διαχρονικά πως φιλοξενούν ή φιλοξένησαν φιαλίδια που εμπεριέχουν λίγο από το αίμα του ιδρυτή του χριστιανισμού!
Για παράδειγμα, στη Βασιλική του Αγίου Αίματος στη βελγική πόλη Μπριζ υπάρχει μια φιάλη η οποία εικάζεται ότι περιέχει αίμα του Ιησού. Σύμφωνα με την παράδοση, η φιάλη μεταφέρθηκε εκεί από τον κόμη της Φλάνδρας Τιερί της Αλσατίας τον 12ο μεταχριστιανικό αιώνα. Παρόμοιες τέτοιες φιάλες υπάρχουν ή έχουν κατά το παρελθόν εκτεθεί σε περιοχές όπως στην εκκλησία του Αγίου Ευσταθίου στη Ρώμη ή στη Μάντοβα της Λομβαρδίας (επίσης στην Ιταλία) καθώς και σε ναό του Μπάντεν στη νότια Γερμανία (όπως αναφέρει η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια του 1913 στο λήμμα «Weingarten»).
Επιπρόσθετα, στο περιοδικό «Φαινόμενα» του «Ελεύθερου Τύπου» (τ. 15,8/1/2011), ο ιστορικός ερευνητής Γεώργιος Καραχάλιος δημοσιοποίησε πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εκκλησίας της Αγίας Σιών στην Αθήνα και της χαμένης -σήμερα- φιάλης με το αίμα του Ιησού, για την οποία έκανε λόγο σε μια επιστολή του ο μεγάλος μάγιστρος των Ναϊτών ιπποτών Γκιγιόμ ντε Σονάκ (σκοτώθηκε το 1250 στην Αίγυπτο κατά τη Ζ' Σταυροφορία).
Στη συγκεκριμένη επιστολή συμβούλευε τον ανιψιό του, που ταξίδευε για την Κύπρο, να περάσει από την Αθήνα και το ναό της Αγίας Σιών για να προσκυνήσει τη φιάλη με το αίμα του Ιησού. Σύμφωνα με το βιβλίο του αρχιτέκτονα και διευθυντή του σχεδίου πόλεως του Δήμου Αθηναίων Κώστα Μπίρη «Αι Εκκλησίαι των Παλαιών Αθηνών», η θέση της Αγίας Σιών στην Αθήνα πρέπει να ήταν επί της «οικοδομικής νησίδος μεταξύ των οδών Καλαμιώτη, Ευαγγελίστριας και Ερμού».
Το αίμα του Ιησού απασχολεί επίσης διαχρονικά τους μελετητές της Σινδόνης του Τορίνου που εξετάσαμε πιο πάνω. Αυτό που προκάλεσε εξαρχής ερωτήματα στους ειδικούς είναι το γεγονός ότι το χρώμα του αίματος πάνω στο ύφασμα εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να είναι κόκκινο, ενώ υπό φυσιολογικές συνθήκες θα έπρεπε να είχε αρχικά μετατραπεί σε καφέ και όσο περνούσαν τα χρόνια να έπαιρνε ολοένα πιο σκούρα όψη. Τελικά, σε μια σειρά επιστημονικών αναλύσεων που πραγματοποιήθηκαν την περίοδο 1969-1976 αποδείχτηκε πως πάνω στις «κηλίδες αίματος» υπήρχαν σημαντικές ποσότητες κόκκινης μπογιάς. Επιπρόσθετα, ένας εκ των αναλυτών, ο Γουόλτερ Μακ Κρον, έκανε λόγο για εύρεση ουσιών που τις χρησιμοποιούσαν για την απεικόνιση του αίματος από ζωγράφους του Μεσαίωνα.
Η αλληλογραφία με τον Αβγαρο και το Ιερό Μανδήλιον
Ενα από τα όπλα που έχουν στη φαρέτρα τους οι αμφισβητίες της ιστορικότητας του Ιησού είναι η υπενθύμιση ότι ο ιδρυτής του χριστιανισμού δεν άφησε πίσω του κάποιο γραπτό κείμενο που θα μπορούσε να πιστοποιήσει ότι ένα μέρος όσων αναφέρονται στα ευαγγέλια είναι όντως δικές του ρήσεις.
Παρ’ όλα αυτά δεν είναι ευρέως γνωστή η ύπαρξη των επιστολών που αντάλλαξαν ο βασιλιάς της Εδεσσας (όχι της ελληνικής, αλλά της μετέπειτα μετονομασθείσας ως Αντιόχειας) Αβγαρος Ε' και ο ίδιος ο Ιησούς.
Ποιο ήταν το περιεχόμενο αυτών των επιστολών που έφερε στο φως ο πατέρας της εκκλησιαστικής ιστορίας Ευσέβιος (275-339 μ.α.χ.χ.); Και για ποιο λόγο τα κείμενα αυτά -εφόσον όντως είναι αυθεντικά- δεν συμπεριελήφθησαν ως ιερά στα βιβλία της Καινής Διαθήκης;
Ο Αβγαρος βασίλεψε στην Εδεσσα την περίοδο 9-46 μ.α.χ.χ. Αρρώστησε όμως και ζήτησε από τον Ιησού (η φήμη του οποίου υποτίθεται ότι είχε εξαπλωθεί εκείνη την περίοδο) να τον επισκεφτεί και να τον γιατρέψει. Ας εξετάσουμε όμως καλύτερα το περιεχόμενο των επιστολών που αντάλλαξαν Αβγαρος και Ιησούς το οποίο παρατίθεται από τον χριστιανό ιστορικό στην «Εκκλησιαστική Ιστορία» του (Τόμος ΙΓ ’ - Ιστορία περί του των Εδεσσηνών δυνάστου):
Βασιλιάς Αβγαρος: «Ο Αβγαρος του Ουχάμα, τοπάρχης, προς τον Ιησού, τον αγαθό σωτήρα που εμφανίστηκε στην Ιερουσαλήμ, χαίρε. Άκουσα σχετικά με σένα και με τις θεραπείες σου πως πραγματοποιούνται δίχως φάρμακα και βότανα. Οπως λένε, κάνεις τυφλούς να βλέπουν, χωλούς να περπατούν, καθαρίζεις λεπρούς, βγάζεις ακάθαρτα πνεύματα και δαίμονες, θεραπεύεις όσους βασανίζονται από ανίατες αρρώστιες, ανασταίνεις νεκρούς.
Εχοντας, λοιπόν, ακούσει όλα αυτά για σένα, σκέφτηκα ότι ένα από τα δύο συμβαίνει: ή είσαι εσύ ο ίδιος Θεός που κατέβηκες από του ουρανό και πράττεις αυτά ή είσαι ο υιός του Θεού. Γι' αυτό, λοιπόν, σου έγραψα, για να σε παρακαλέσω να ’ρθεις σε μένα και να θεραπεύσεις το βάσανο που έχω. Άκουσα άλλωστε ότι οι Ιουδαίοι αγανακτούν εναντίον σου και θέλουν να σε κατηγορήσουν. Εχω μια πολύ μικρή, αλλά σεμνή πόλη, που είναι αρκετή και για τους δυο μας».
Ιησούς: «Μακάριος είσαι, γιατί πίστεψες σε μένα χωρίς να με έχεις δει. Γιατί έχει γραφτεί για μένα ότι “όσοι μ’ έχουν δει δεν θα πιστέψουν σε μένα” και “ώστε εκείνοι που δεν θα μ’ έχουν δει, αυτοί να πιστέψουν και θα ζήσουν”: Οσον αφορά αυτά που γράφεις, το να ’ρθω κοντά σου δηλαδή, πρέπει να ολοκληρώσω όλα εκείνα για τα οποία έχω σταλεί εδώ και μετά την ολοκλήρωση να αναληφθώ προς Εκείνον που μ’ έστειλε. Και αφού αναληφθώ, θα σου στείλω κάποιον από τους μαθητές μου για να σε θεραπεύσει και να δώσει ζωή σε σένα και τους δικούς σου».
Σύμφωνα με την παράδοση, η επιστολή του Αβγαρου παραδόθηκε στον Ιησού από τον αρχειοφύλακα και ζωγράφο του πρώτου, τον Ανανία. Ομως κάπου εδώ μπλέκεται και η ιστορία ενός ακόμη κειμηλίου που σχετίζεται με την εικόνα του προσώπου του Ιησού.
Ομως ας αφήσουμε το κείμενο του Μηναίου του Αυγούστου να μας διηγηθεί περισσότερα:
«Ο βασιλιάς της Εδεσσας, Αβγαρος, ήταν λεπρός. Άκουσε για τα θαύματα του Χριστού και έστειλε προς Αυτόν τον αρχειοφύλακά του, Ανανία, με επιστολές στις οποίες παρακαλούσε τον Χριστό να πάει στην Εδεσσα να τον θεραπεύσει.
Ο Ανανίας ήταν ζωγράφος, γι’ αυτό ο Αβγαρος τον επιφόρτισε να φτιάξει το πορτρέτο του Σωτήρα σε περίπτωση που ο Χριστός αρνείτο να πάει. Ο Ανανίας βρήκε τον Χριστό περιστοιχισμένο από ένα μεγάλο πλήθος και δεν μπορούσε να τον πλησιάσει. Γι’ αυτό ανέβηκε σ’ ένα βράχο από όπου μπορούσε να τον βλέπει καλύτερα.
Προσπάθησε να φτιάξει ένα πορτρέτο του Σωτήρα, αλλά δεν μπορούσε “εξαιτίας της απερίγραπτης δόξας του προσώπου Του, το οποίο άλλαζε διά της χάριτος”: Βλέποντας ότι ο Ανανίας ήθελε να φτιάξει το πορτρέτο Του, ο Χριστός ζήτησε νερό, νίφτηκε, σκούπισε το πρόσωπό Του σ’ ένα κομμάτι λινό ύφασμα, και τα χαρακτηριστικά του έμειναν αποτυπωμένα σ’ αυτό το λινό ύφασμα. Γι’ αυτό η εικόνα αυτή είναι επίσης γνωστή με το όνομα Μανδήλιον. (Η ελληνική λέξη μανδήλιον προέρχεται από τη σημιτική λέξη mindil.) Ο Χριστός το έδωσε στον Ανανία και του είπε να το πάρει, με μία επιστολή στο πρόσωπο που τον είχε στείλει. Στην επιστολή, ο Χριστός αρνείτο να πάει ο ίδιος στην Εδεσσα, επειδή είχε μια αποστολή να εκπληρώσει. Υπόσχετο στον Αβγαρο ότι, όταν θα εκπληρώνετο αυτή η αποστολή, θα έστελλε ένα από τους μαθητές Του προς αυτόν.
Οταν ο Αβγαρος πήρε το πορτρέτο, θεραπεύθηκε από την αρρώστια του, αλλά έμειναν στο πρόσωπό του αρκετά σημάδια. Μετά την Ανάληψη, ο απόστολος Αγιος Θαδδαίος, ένας από τους εβδομήκοντα, πήγε στην Εδεσσα και θεράπευσε το βασιληά πλήρως προσηλυτίζοντάς τον στον χριστιανισμό. Πάνω στο θαυματουργό πορτρέτο του Χριστού, ο Αβγαρος έγραψε αυτά τα λόγια: “Ω Χριστέ Θεέ, αυτός που ελπίζει σε Σένα δεν θα πεθάνει”: Αφαίρεσε ένα είδωλο από το κοίλωμά του πάνω από μία πύλη της πόλης και το αντικατέστησε με την αγία εικόνα. Ο Αβγαρος έκανε πολλά για τη διάδοση του χριστιανισμού στους υπηκόους του. Αλλά ο δισέγγονος το επέστρεψε στην ειδωλολατρία και ήθελε να καταστρέψει την εικόνα του Αγίου Μανδηλίου. Γι’ αυτό ο επίσκοπος της πόλης την εντοίχισε στο κοίλωμα αφού προηγουμένως τοποθέτησε μία αναμμένη κανδήλα μπροστά της. Ετσι η εικόνα διασώθηκε».
Η πρώτη αναφορά για το Μανδήλιον εντοπίζεται στο έργο «Δόγμα του Αδδαίου» στα μέσα του 4ου μεταχριστιανικού αιώνα, ενώ το πρώτο κείμενο που αναφέρετε ξεκάθαρα στη φυσική παρουσία του αντικειμένου στη πόλη της Εδεσσας ανήκει στον Βυζαντινό λόγιο Ευάγρκ τον Σχολαστικό περίπου το 600 μ.α.χ.χ. Εκεί γίνεται λόγος για τη θαυματουργή δράση του Μανδηλίου κατά τη διάρκεια του πολέμου με τους Πέρσες το 544 μ.α.χ.
Το Μανδήλιον μεταφέρεται στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 10ο αιώνα, χάνεται στην Δ' Σταυροφορία του 1204 και επανεμφανίζεται στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λουδοβίκου Θ' (1214-1270). Τελικά το ίχνη του χάνονται οριστικά κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης.
Στη νεότερη εποχή, την περίοδο 1845-1846 ο Αυστριακός μυστικιστής και οραματιστής Γιάκομπ Λόρμπερ επανέφερε στο προσκήνιο τον μύθο των επιστολών του Αβγαρου και του Ιησού λαμβάνοντας τηλεπαθητικά μέσω... channeling κι άλλες επιστολές που αντάλλαξαν οι δύο χαρακτήρες!
Αξίζει, τέλος, να αναφέρουμε ότι σε τηλεοπτική συνέντευξη που παραχώρησε τον Νοέμβριο του 1998 και ερωτηθείς σχετικά με τις επιστολές Αβγαρου και Ιησού, ο πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Μεταλληνός δήλωσε πως «η γνησιότης αυτής της επιστολής είναι ένα πρόβλημα».
Στις μέρες μας η αυθεντικότητα των επιστολών Αβγάρου και Ιησού αμφισβητείται ξεκάθαρα από την επιστημονική κοινότητα, η οποία κάνει λόγο για ευφάνταστη ιστορία που έπλασε ο ίδιος ο Ευσέβιος. Χαρακτηριστικά, όσα υποστηρίζει ο διεθνούς φήμης ακαδημαϊκός ιστορικός σερ Στίβεν Ράνσιμαν (1903-2000): «Είναι εύκολο να αποδειχθεί ότι η ιστορία των επιστολών του Αβγαρου και του Ιησού, με τη μορφή που μας έχει παραδοθεί, είναι πλαστή, ότι οι επιστολές εμπεριέχουν φράσεις παρμένες από τα ευαγγέλια και ότι το νόημα που τους έχει αποδοθεί ταιριάζει με τις πεποιθήσεις της χριστιανικής θεολογίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε αργότερα».
Τα δώρα των Μάγων στην Ελλάδα!
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι σχετικό ενδιαφέρον με τα «κειμήλια του Ιησού» εντοπίζεται στις μέρες μας και στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, οι μοναχοί στο μοναστήρι του Αγίου Παύλου στο Αγιον Ορος υποστηρίζουν πως φιλοξενούν υπολείμματα από τα δώρα που προσέφεραν οι τρεις Μάγοι στον Ιησού λίγες ώρες μετά τη γέννησή του...
Αρχαιολογικές ανακαλύψεις και ΜΜΕ
Η εγκαθίδρυση του ιστορικού Ιησού στο υποσυνείδητο της ανθρωπότητας έχει αναμφισβήτητα επηρεάσει και τον τρόπο αναπαραγωγής διάφορων επιστημονικών ανακοινώσεων από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Επιστημονικές ανακαλύψεις αντικειμένων που χρονολογούνται ανάμεσα στον 2ο προχριστιανικό και τον 2ο μεταχριστιανικό αιώνα παρουσιάζονται από τα Μέσα ως «ιδιοκτησία του Ιησού» ή «της εποχής του Ιησού». Για παράδειγμα, η ανακάλυψη ενός παπουτσιού του 1ου μ.α.χ.χ. αιώνα στην περιοχή της Γαλιλαίος πριν από μερικά χρόνια παρουσιάστηκε στα σχετικά ρεπορτάζ ως «το παπούτσι του Ιησού», η εύρεση ενός πιάτου του 1ου αιώνα στην Ιορδανία ως «το πιάτο του Ιησού» κ.ο.κ.
Φυσικά, το γεγονός αυτό σχετίζεται άμεσα με την εμπορικότητα που χαρακτηρίζει καθετί που συνδέεται με το όνομα «Ιησούς». Παρ’ όλα αυτά -και πέρα από τον λανθασμένο τρόπο μετάδοσης μιας είδησης- εγκαθιδρύεται παράλληλα και ένα a priori κλίμα παραδοχής της παρουσίας του Χριστού μέσα στον χώρο και τον χρόνο.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου