«Δεν μπορεί κανείς επιτέλους να μ’ απαλλάξει απ’ αυτόν τον άνθρωπο;»
Βασίλισσα Φρειδερίκη, Μάιος 1963
Oι άνθρωποι διαμορφώνουν την Ιστορία, αλλά ταυτόχρονα διαμορφώνονται απ’ αυτήν.
Εξιστορώντας τη ζωή του αριστερού Ελληνα βουλευτή ως μια διαρκή αλληλεπίδραση με τις θυελλώδεις εξελίξεις της εποχής, το βιβλίο ασχολείται εξαντλητικά με την περιγραφή αυτών των τελευταίων, τονίζοντας ιδίως όλες εκείνες τις πτυχές της μεταπολεμικής ελληνικής πραγματικότητας που είναι λιγότερο γνωστές στο διεθνές κοινό, αλλά αποδείχθηκαν καθοριστικές για την εξέλιξη (και το βιολογικό τέλος) του ίδιου του βιογραφούμενου: αστυνομικό κράτος, ασφυκτικά ελεγχόμενος κοινοβουλευτισμός, επιτήρηση του συμμαχικού παράγοντα, οργανωμένη υπόθαλψη ενός φασιστικού παρακράτους με σκοπό την εξωθεσμική καταστολή του εσωτερικού εχθρού...
Διαλεγόμενη κριτικά με την πρώτη βιογραφία του Λαμπράκη που εκδόθηκε αμέσως μετά τον θάνατό του από τον Κονίδη Πορφύρη, η συγγραφέας εμπλουτίζει όσα γνωρίζαμε για την εμβληματική αυτή μορφή του μετεμφυλιακού προοδευτικού κινήματος, με προσφυγή σε ανέκδοτα αποσπάσματα του προσωπικού του ημερολογίου, συνεντεύξεις οικείων του και συμπληρωματικό αρχειακό υλικό από διάφορες πηγές.
ΑΣΚΙ
Πιστή σε μια παράδοση αποκλειστικής ενασχόλησης με την πολιτική δράση του βιογραφούμενου, αποφεύγει διακριτικά ν’ αναφερθεί στην εξίσου έντονη, αντισυμβατική ερωτική ζωή του· δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τις υπόλοιπες πτυχές του προσωπικού του βίου, που σκιαγραφούνται λεπτομερειακά, φωτίζοντας επιλογές και αντιφάσεις που έχουν ήδη έρθει στο φως από διάφορες πλευρές.
Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο θα σταθεί και το σημερινό μας αφιέρωμα, παρακολουθώντας –με βάση το βιβλίο της Εύης Γκοτζαρίδη– τη διαδρομή του μελλοντικού αγωνιστή και μάρτυρα της Αριστεράς, από τα πρώτα του βήματα ώς τη μοιραία συνάντηση με τους «αγανακτισμένους πολίτες» της Ασφάλειας και το τρίκυκλο του Γκοτζαμάνη, εκείνη τη βραδιά της 22ης Μαΐου 1963 στη Σαλονίκη.
Από την Κερασίτσα στο Βερολίνο
Η ζωή του Γρηγόρη Λαμπράκη ξεκινά σαν μια τυπική ιστορία ατομικής κοινωνικής ανόδου μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος.
Γεννημένος το 1912 στην Κερασίτσα Αρκαδίας, το ενδέκατο από τα 14 παιδιά ενός ξυλουργού που έκανε δυο γάμους, ο Γρηγόρης έβγαλε το Δημοτικό στο χωριό του, το «Ελληνικό» Σχολείο (Ημιγυμνάσιο) στην Τεγέα, το Γυμνάσιο στην Τρίπολη και μια ιδιωτική σχολή Λογιστικής στον Πειραιά, προοριζόμενος από τον πατέρα του να τον διαδεχθεί στο οικογενειακό μαγαζί.
Οι δυο μεγαλύτεροι από τους ετεροθαλείς αδερφούς του είχαν ξενιτευτεί για πάντα στις ΗΠΑ, ενώ ο νεότερος -ονόματι Θεόδωρος- ήταν ήδη χειρουργός στον Πειραιά.
Αυτός θ’ αναλάβει τα έξοδα για τις περαιτέρω σπουδές του Γρηγόρη, πείθοντας τον πατέρα τους να τον απαλλάξει από την ασφυκτική προοπτική μιας καθήλωσης στη βαθιά επαρχία.
Το 1933 ο Γρηγόρης γράφεται στην Ιατρική, απ’ όπου θ’ αποφοιτήσει τον Μάιο του 1939.
Στο μεσοδιάστημα, ο Θεόδωρος απολύθηκε για πολιτικούς λόγους από το «Τζάνειο» και, μαζί μ’ έναν επίσης απολυμένο συνάδελφό του, άνοιξε την ιδιωτική κλινική «Λευκός Σταυρός».
Περισσότερο κι από τις σπουδές, αυτό που σημάδεψε τον νεαρό Γρηγόρη ήταν ωστόσο οι επιτυχίες του στον αθλητισμό.
Το 1935 έρχεται πρώτος στο άλμα εις μήκος και στο άλμα τριπλούν στους Βαλκανικούς Αγώνες της Κωνσταντινούπολης, εγκαινιάζοντας μια εξάχρονη καριέρα που θα του χαρίσει συνολικά 12 χρυσά παμβαλκανικά μετάλλια (7 ατομικά και 5 ομαδικά) και θα τον αναδείξει 10 φορές πρωταθλητή Ελλάδας, με ρεκόρ που θα καταρριφθεί μόνο το 1959.
Εκτός από την αναμενόμενη δόξα, οι επιδόσεις αυτές θα του ανοίξουν επίσης διάφορες πόρτες στον επαγγελματικό στίβο, όπως προκύπτει από διάφορα σημεία της αφήγησης.
Λιγότερο προφανείς είναι οι πολιτικές προεκτάσεις αυτών των ασχολιών.
Από τις διαθέσιμες μαρτυρίες δεν προκύπτει κάποια ενασχόληση του επαρχιώτη αθλητή φοιτητή με τον συνδικαλισμό ή τα κοινωνικά κινήματα, στα θυελλώδη εκείνα χρόνια των μέσων της δεκαετίας του ’30.
Στη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας τον συναντάμε, αντίθετα, στέλεχος της ΕΟΝ στα ΑΕΙ.
«Ιδρυθείσης της Εθνικής Οργανώσεως Νεολαίας, ενεγράφην από τους πρώτους, εργασθείς με θέλησιν και πίστιν για τον ωραίο σκοπό τον οποίο επιδιώκει ο φαλαγγιτισμός», διαβάζουμε σε αυτοβιογραφικό σημείωμά του της εποχής εκείνης.
«Από τας πρώτας ημέρας ανέλαβον την διοίκησιν της φυσικής αγωγής των Ανωτάτων Σχολών, κατορθώσας να δώσω σάρκα και οστά εις το τμήμα τούτο. Για την εν γένει εθνικιστικήν μου δράσιν, πλειστάκις με συνεχάρη ο Κυβερνητικός Επίτροπος Νεολαίας κ. Κανελλόπουλος».
Η ενθουσιώδης αυτή αφήγηση συμπληρώνεται με ύμνους προς τον δικτάτορα, «εις τον οποίον η Ελλάς οφείλει την σημερινήν της αναγέννησιν και την σημερινήν της ισχύν» (σ. 37).
Αμεση απόρροια αυτής της ένταξης υπήρξε η καχυποψία των αντιφασιστών συναδέλφων του για το άτομό του (σ. 45).
Ο πάγος θα διαρραγεί μόνο τον χειμώνα του 1938, όταν ο «εθνικιστής» Λαμπράκης καταθέτει ως μάρτυρας υπεράσπισης (και πετυχαίνει την αθώωση) ενός αριστερού συμφοιτητή του που είχε συλληφθεί από φαλαγγίτες της ΕΟΝ στη διάρκεια αντιδικτατορικής μικροδιαδήλωσης στα Χαυτεία (σ. 47).
Ασφαλέστερο δείκτη για τις πραγματικές αντιλήψεις του εκείνη την εποχή αποτελεί πάντως το πρωτόλειο άρθρο που δημοσίευσε στον «Αρκαδικό Τύπο» της Τρίπολης, μερικούς μήνες πριν από την κήρυξη της μεταξικής δικτατορίας (1/12/1935).
Ο 23χρονος φοιτητής προβάλλει εκεί μια εξιδανικευμένη εικόνα της αθλητικής άμιλλας ως το ευγενές αντίδοτο στην εθνικιστική αναπαραγωγή των μνημονικών τραυμάτων του πρόσφατου αιματηρού παρελθόντος:
«Η Ελλάς, η κοιτίς του πολιτισμού, προ έξ ακριβώς ετών μετεχειρίσθη τον κλασσικόν αθλητισμόν ως κρίκον επικοινωνίας και συναδελφώσεως των Βαλκανικών λαών διά της ετησίας τελέσεως των Βαλκανικών αγώνων. [...]
Η Τουρκία υπεδέχθη εφέτος τους αθλητικούς αντιπροσώπους των χωρών, αι οποίαι εις το παρελθόν κατέφυγον εις την ισχύν των όπλων και τα αιματοβαφή πεδία των μαχών διά να εξομαλύνουν [sic] τας εκάστοτε διαφοράς των και να ικανοποιήσουν τας σωβινιστικάς των απόψεις και τα συμφέροντα των επιδιώξεών των.
Εις τας ειδυλλιακάς χλοεράς κοιλάδας του Αίμου, τα οστά των φονευθέντων νέων εκαλύφθησαν πλέον από την σποδόν της λησμοσύνης» (σ. 16).
Εξίσου εξιδανικευτική είναι όμως και η εικόνα που αποκομίζει από το Βερολίνο του 1936, ως μέλος της ελληνικής ολυμπιακής ομάδας.
Ο ενθουσιασμός που αποτυπώνεται στο ημερολόγιό του γι’ αυτό το ταξίδι αντανακλά, βέβαια, εν μέρει την ψυχολογία του νεαρού επαρχιώτη που έρχεται πρώτη φορά σ’ επαφή με την αναπτυγμένη Ευρώπη, ως τιμώμενο μάλιστα μέλος μιας επίσημης εθνικής αντιπροσωπείας:
«Επραγματοποιείτο ίσως το μεγαλειωδέστερον όνειρον της ζωής μου. Δεν περίμενα ποτέ πως εγώ, από ένα άσημο χωριό, θα αντιπροσώπευα τα Ελληνικά χρώματα εις παγκοσμίους αγώνας» (σ. 17).
ΑΣΚΙ / E. GKOTZARIDIS, A PACIFIST’S LIFE AND DEATH
Από την άλλη, η οργάνωση και η «τάξη» που συναντά στη χιτλερική Γερμανία του προκαλούν σαφώς θετική εντύπωση, δίχως ιδιαίτερους προβληματισμούς για τη σκοτεινή πίσω όψη τους (σ. 18-19).
Οπως και τα υπόλοιπα μέλη της ελληνικής ομάδας, κατά την είσοδό του στο στάδιο θα χαιρετίσει ναζιστικά· ο «ολυμπιακός» χαιρετισμός ελάχιστα διαφέρει, άλλωστε, από τον χιτλερικό (σ. 21-22).
Η γερμανοφιλία δεν θα τον εγκαταλείψει και τα επόμενα χρόνια, στη διάρκεια των οποίων μαθαίνει γερμανικά με όνειρο μια υποτροφία στο κατεξοχήν «λίκνο της επιστήμης».
Οι ίδιοι οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοί του, Νικόλαος Λούρος και Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, είναι άλλωστε φανατικοί γερμανολάτρες, με απόψεις εξαιρετικά συγγενείς προς την ευγονική του Γ΄ Ράιχ.
Ο πρώτος θα προσεγγίσει το 1932 τους ναζί, προτείνοντας ν’ αναλάβει τη μεταλαμπάδευση του γερμανικού -και εθνικοσοσιαλιστικού- πνεύματος στην Ελλάδα (σ. 65-6).
Ο δεύτερος, συγγενής εξ αγχιστείας του στρατάρχη Φον Λιστ (σ. 57), θα γίνει θλιβερά γνωστός σαν ένας από τους δωσίλογους «πρωθυπουργούς» της Κατοχής.
Τα τελευταία χρόνια, η εγχώρια ναζιστική προπαγάνδα έχει επανειλημμένα σπεκουλάρει διαδικτυακά πάνω στην «αποκάλυψη» αυτών των προπολεμικών πτυχών της ζωής του Λαμπράκη – αντιγράφοντας τις παλιότερες προπαγανδιστικές επιδόσεις της Δεξιάς γύρω από το «μεταξικό» νεανικό παρελθόν άλλων αγωνιστών, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης.
Η σκανδαλοθηρία αυτή έχει, ωστόσο, κοντά ποδάρια: προϋποθέτει μια παντελώς αντιιστορική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι γεννιούνται ήρωες (ή προδότες) και παραμένουν αναλλοίωτοι στον χρόνο, δίχως να επηρεάζονται (πόσο μάλλον να καθορίζονται) από τις ενδιάμεσες εξελίξεις.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, συμβαίνει το εντελώς αντίθετο.
Και, στην ελληνική περίπτωση, αυτό ακριβώς είναι που τσούζει τους «εθνικιστές» μας: όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, και η Ελλάδα βρέθηκε κάτω από το πέλμα των «υπερβόρειων» ομοϊδεατών τους, όλοι εκείνοι οι νέοι, όπως ο 29χρονος γιατρός από την Κερασίτσα, πέρασαν –παίζοντας το κεφάλι τους– στην αντίπερα όχθη.
Κατοχή, Αντίσταση, Δεκέμβρης
Αγώνα όχι μόνο ατομικό, αλλά και συλλογικό: τον φονικό χειμώνα του 1941-42 πρωτοστατεί στη δημιουργία της Ενωσης Ελλήνων Αθλητών, συλλογικότητας που διεκδικεί από τις κατοχικές αρχές τη λειτουργία συσσιτίου και αποσπά από τον ΣΕΓΑΣ τη διάθεση του 30% των εισπράξεων από τις αθλητικές συναντήσεις για βοηθήματα προς τους άπορους αθλητές (σ. 51-55).
Οταν το Δ.Σ. του ΣΕΓΑΣ καταφεύγει στο Ιταλικό Φρουραρχείο για ν’ απαγορεύσει εκδήλωση της «ανταγωνιστικής» ΕΑΑ, ο Λαμπράκης και άλλα μέλη της τελευταίας θα σπάσουν τα γραφεία του στο Κολωνάκι (σ. 53).
Σε καλύτερη μοίρα ο ίδιος, ως γιατρός και δη επαρχιώτης, προσφέρει επίσης στους συναθλητές του δωρεάν ιατρικές υπηρεσίες (βλ.φωτογραφία- E. GKOTZARIDIS, A PACIFIST’S LIFE AND DEATH) και φροντίζει για την τροφοδοσία τους με «θρεψίνη» (σ. 55).
Από ένα σημείο τουλάχιστον και μετά, η ΕΕΑ αποτελεί πάντως τμήμα του ευρύτερου ΕΑΜικού κινήματος (σ. 53).
Ο ίδιος ο Λαμπράκης εντάσσεται στο ΕΑΜ στις αρχές του 1943, επηρεασμένος από την πρόσφατη εκτέλεση ενός συγχωριανού και παιδικού του φίλου από τους κατακτητές, και μετέχει ενεργά στη νικηφόρα παλλαϊκή εξέγερση του Φεβρουαρίου-Μαρτίου ενάντια στην πολιτική επιστράτευση.
Στις 25 Μαρτίου 1943 πρωτοστατεί μάλιστα στο επεισοδιακό στεφάνωμα της προτομής του Ξάνθου, στο Κολωνάκι, παρά τις επανειλημμένες επιθέσεις της καραμπινιερίας στους διαδηλωτές (σ. 61-2).
Το επόμενο διάστημα, τέλος, διοχετεύει φαρμακευτικό υλικό στον ΕΛΑΣ (σ. 70).
Παρόμοια στράτευση επιδεικνύουν και ορισμένοι τουλάχιστον από τους στενότερους συγγενείς του.
Ο αδερφός του Θεόδωρος του αφήνει τη διαχείριση της κλινικής του και βγαίνει στο βουνό, ως γιατρός του αντάρτικου νοσοκομείου που εγκαταστάθηκε στο σανατόριο της Πέτρας, στον Ολυμπο (σ. 73)· ο αδερφός τους Μήτσος συλλαμβάνεται το 1944 από τους Γερμανούς στην Κερασίτσα ως κομμουνιστής και στέλνεται στο Νταχάου, απ’ όπου θα επιστρέψει μετά τον πόλεμο επιληπτικός, με σακατεμένη υγεία (σ. 167)· ένας ξάδερφος (Οδυσσέας Τσουκόπουλος) βγαίνει στο βουνό με τον ΕΛΑΣ Πελοποννήσου κι ένας άλλος (Γιάννης Τσουκόπουλος) εκτελείται τον Σεπτέμβριο του 1944 από τους ταγματασφαλίτες στην Τρίπολη (σ. 106-7).
Αν στη δημόσια δράση του ο νεαρός Γρηγόρης δεν διστάζει μπροστά στις συγκρούσεις, δεν συμβαίνει ωστόσο το ίδιο στον στενό επαγγελματικό του χώρο – το μαιευτήριο «Μαρίκα Ηλιάδη», όπου εργάζεται ως ειδικευόμενος κι εν συνεχεία ως γιατρός από το 1939 μέχρι το 1945.
Αρκετά εύγλωττη είναι η άρνησή του να πάρει θέση στη σύγκρουση μεταξύ των καθηγητών του, όταν στις προπολεμικές επιστημονικές έριδές τους έρχεται να προστεθεί η διαμετρικά αντίθετη στάση τους απέναντι στην ξένη κατοχή: σε αντίθεση με τους περισσότερους συναδέλφους του, δεν υποβάλλει παραίτηση όταν ο Νικόλαος Λούρος διώχνεται το 1942 από το μαιευτήριο και την εκεί κατοικία του, επειδή αρνήθηκε να υποβάλει δήλωση νομιμοφροσύνης στον Ιταλό βασιλιά (σ. 63).
Ενώ μάλιστα είχε ξεκινήσει την ειδίκευσή του με τον Λούρο, θα τη συνεχίσει με τον αντίπαλό του Λογοθετόπουλο, πρωθυπουργό της τότε δωσιλογικής κυβέρνησης· με αυτόν επόπτη υποστηρίζει στις 6/4/1943 τη διατριβή του, μετά τον πόλεμο θ’ απαλείψει όμως το όνομά του από τη δημοσίευσή της (σ. 87-8).
Στη διάρκεια των Δεκεμβριανών ο Λαμπράκης θα παραμείνει ως χειρουργός στο «Μαρίκα Ηλιάδη».
Αμέσως μετά την ανακατάληψη της περιοχής από την κυβερνητική Εθνοφυλακή, στις 20 Δεκεμβρίου συλλαμβάνεται, μεταφέρεται στο Γενικό Κρατικό και κατόπιν στο στρατόπεδο της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας στο Γουδί, για να καταλήξει στο βρετανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Χασάνι (νυν Ελληνικό), όπου θα παραμείνει μέχρι τη Βάρκιζα (σ. 86-7).
Από το πρόσφατο ρεπορτάζ των συναδέλφων Νικόλα Ζηργάνου και Γιώργου Πετρόπουλου σχετικά με τον φάκελό του στην Ασφάλεια πληροφορούμαστε πως τη σύλληψή του προκάλεσε η καταγγελία ενός πρώην διευθυντή του, που τον υποδείκνυε σαν ηθικό αυτουργό της «αποπείρας συλλήψεώς» του από τον ΕΛΑΣ, κι ότι στην πορεία διατυπώθηκαν εις βάρος του ακόμη και καταγγελίες ότι «διετέλεσε αρχηγός της ΟΠΛΑ», υπεύθυνος μάλιστα για «τέσσαρις εκτελέσεις εθνικιστών εκ του ως άνω Νοσοκομείου» («Εφ.Συν.», 13/5/2017, σ. 34-5).
Από το ημερολόγιό του διαπιστώνουμε πάντως ότι αυτές οι τερατολογίες, τις οποίες και η ίδια η Ασφάλεια έκρινε τελικά αβάσιμες, δεν έγιναν πιστευτές ούτε καν από τους δεσμοφύλακές του.
Αρκετοί από τους τελευταίους τού εκδήλωσαν την αλληλεγγύη τους και προσπάθησαν να πετύχουν την απόλυσή του πολύ πριν από την εκεχειρία.
Τα χρόνια της ιδιώτευσης
Στα χρόνια του Εμφυλίου ο Λαμπράκης αποτελεί τυπική περίπτωση Αθηναίου που δεν ακολούθησε το δεύτερο αντάρτικο και προσπάθησε να επιβιώσει όπως όπως.
Τον Αύγουστο του 1945 διορίστηκε επιμελητής στο «Τζάνειο» και τον Νοέμβριο μετακινήθηκε στο «Αλεξάνδρα» (σ. 89) – μεταβολή που, όπως προκύπτει από τον φάκελό του, οφειλόταν πιθανότατα σε παρέμβαση της Ασφάλειας για εκδίωξή του από την πρώτη θέση.
Από τον φάκελό του διαπιστώνεται επίσης ότι απείχε από τις εκλογές του 1946, ότι στις 11/6/1948 υπέγραψε στην Ασφάλεια δήλωση καταδίκης του ΚΚΕ (διευκρινίζοντας πως ο ίδιος υπήρξε ΕΑΜίτης αλλά ουδέποτε κομμουνιστής) και ότι στις 19/5/1949 υπέβαλε αίτηση για χορήγηση πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων, το οποίο του χορηγήθηκε αμέσως («Εφ.Συν.», όπ.π.).
Δεν ήταν, άλλωστε, ο μόνος. Το μεγαλύτερο μέρος των αριστερών της πρωτεύουσας ακολούθησε την ίδια εποχή παρόμοια διαδρομή, αρνούμενο να πάρει μέρος σε μια ένοπλη αναμέτρηση δίχως την παραμικρή προοπτική, από τη στιγμή μάλιστα που (σε αντίθεση με μεγάλο μέρος της υπαίθρου) η κρατική και παρακρατική τρομοκρατία δεν πήραν εδώ τέτοια διάσταση ώστε να καθιστούν προτιμότερο έναν αξιοπρεπή θάνατο.
Εκτός από τα ανακλαστικά της επιβίωσης, την αποστασιοποίησή του από το δεύτερο αντάρτικο θα σφραγίσει επίσης η τραγική μοίρα του ξαδέρφου του Αλέκου Τσουκόπουλου, ταγματάρχη του ΔΣΕ που τουφεκίστηκε τον Φλεβάρη του 1949 από τους προϊσταμένους του ως υπεύθυνος για ένα θανάσιμο λάθος που επέφερε μεγάλες απώλειες (σ. 106-7).
Μεταξύ 1948 και 1950, ο αγώνας του Λαμπράκη επικεντρώνεται έτσι κυρίως στην προσπάθεια για επαγγελματική ανέλιξη σ’ ένα άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον, όπου οι επιλογές του των κατοχικών χρόνων βαραίνουν πολλαπλά (σ. 91-6).
Στις 30/3/1949 καταθέτει τη διατριβή του επί υφηγεσία, με εισηγητή τον Νικόλαο Λούρο· η εξέτασή του θα καθυστερήσει όμως περισσότερο από έναν χρόνο, για λόγους που μάλλον έχουν να κάνουν με τους ανοιχτούς λογαριασμούς του 1942.
Για να υπερνικήσει τις αντιστάσεις, ο νεαρός επιστήμονας δεν περιορίζεται στο διάβασμα αλλά, όπως πληροφορούμαστε από το ημερολόγιό του, προειδοποιεί τους άμεσα ενδιαφερόμενους ότι, σε περίπτωσή απόρριψής του, θα φτάσει μέχρι την αυτοκτονία (σ. 93).
Την επιτυχή έκβαση της τελικής δημόσιας εξέτασής του (23/5/1950) θ’ ακολουθήσει ο διορισμός του ως υφηγητή στην Ιατρική Σχολή (18/7/1950) και η έκδοση των δυο πρώτων τόμων της «Κλινικής Ενδοκρινολογίας» (1954-1956), που τον καθιστούν κορυφή στην εγχώρια ιατρική αγορά.
Οσο για την κοινωνική δράση του, αυτή μέχρι τα τέλη της δεκαετίας θα περιοριστεί στην ανθρωπιστική προσφορά δωρεάν ιατρικών εξετάσεων για απόρους μία μέρα την εβδομάδα στο ιατρείο του – και στην Τρίπολη, μία μέρα τον μήνα (σ. 102).
Επιστροφή στην πολιτική
E. GKOTZARIDIS, A PACIFIST’S LIFE AND DEATH
Καθοριστική στιγμή για την επάνοδο του Λαμπράκη στην πολιτική ζωή θ’ αποτελέσει η πετυχημένη εκλογική κάθοδος του αδερφού του Θεόδωρου ως υποψηφίου της κεντροαριστερής ΕΠΕΚ, στους κόλπους της αντικαραμανλικής Δημοκρατικής Ενωσης, τον Φλεβάρη του 1956. Τον Ιούλιο του 1956, λίγους μόνο μήνες μετά την εκλογή του, ο Θεόδωρος θα πεθάνει από καρδιακή προσβολή (σ. 102).
Ο Γρηγόρης θ’ ακολουθήσει τα ίχνη του, ταλαντευόμενος για ένα διάστημα μεταξύ διαφορετικών επιλογών στον χώρο της ευρύτερης Κεντροαριστεράς.
Τόσο οι προφορικές μαρτυρίες που επικαλείται στο βιβλίο η κ. Γκοτζαρίδη (σ. 111) όσο και ο φάκελός του στην Ασφάλεια («Εφ.Συν.», 13/5/2017, σ. 35-7) περιέχουν αρκετές νύξεις γι’ αυτές τις παλινδρομήσεις.
Το 1958 φέρεται να βολιδοσκόπησε ανεπιτυχώς την ΕΠΕΚ για τη θέση του αδερφού του και να απέρριψε ανάλογη πρόταση της ΕΔΑ, με το σκεπτικό πως «ενδιαφέρεται μόνο για την επιστήμη και τον αθλητισμό, όχι για την πολιτική» – επιλογή για την οποία δήλωνε μετανιωμένος μετά τις εκλογές της 11ης Μαΐου που ανέδειξαν την ΕΔΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση.
Λιγότερο βάσιμοι φαίνονται οι ισχυρισμοί ότι και το 1961 επιχείρησε να πολιτευθεί με τη νεοσύστατη Ενωση Κέντρου, αλλά τον απομάκρυνε η απαίτηση καταβολής ενός υπέρογκου ποσού στα ταμεία της· κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για σύγχυση με τα προ τριετίας συμβάντα.
Οταν άλλωστε προκηρύχθηκαν οι εκλογές του 1961, η ΕΔΑ όχι μόνο αποτελούσε σοβαρότερη δύναμη από το πολυδιασπασμένο Κέντρο, αλλά και ο Λαμπράκης είχε εκδηλωθεί υπέρ της ήδη από το 1958, με τη δημόσια υποστήριξη της υποψηφιότητας του ξαδέρφου του Οδυσσέα Τσουκόπουλου στην Αρκαδία.
Μια προσαγωγή του μάλιστα στη Χωροφυλακή Τριπόλεως, την παραμονή των εκλογών, με την «κατηγορία» της χρησιμοποίησης του Ι.Χ. του για διασπορά φέιγ-βολάν, θα παράσχει το έναυσμα για τον υπηρεσιακό επαναχαρακτηρισμό του ως «κομμουνιστή» από την Ασφάλεια (30/8/1958).
Το 1961 θα κατέβει τελικά στις εκλογές ως ανεξάρτητος συνεργαζόμενος με την ΕΔΑ και θα εκλεγεί δεύτερος βουλευτής στην Α΄ Πειραιά με 2.582 σταυρούς, πολύ πίσω από τον Αντώνη Μπριλλάκη που πριμοδοτήθηκε από το κόμμα (14.162 σταυροί) και σχετικά μικρή διαφορά από τον τρίτο υποψήφιο, Α. Βουλοδήμο (2.448 σταυροί).
Σύμβολο δυναμισμού
Αυτό που διακρίνει τον Λαμπράκη από τους περισσότερους συναδέλφους του στον ενάμιση μόλις χρόνο που κύλησε ανάμεσα στην εκλογή και τη δολοφονία του, είναι η κατεξοχήν μαχητική στάση του απέναντι σ’ ένα καθεστώς ασύστολης κρατικής τρομοκρατίας.
Σύμβολο μιας νέας δημοκρατικής γενιάς, που δεν βαρύνεται με το τραύμα της στρατιωτικής ήττας και στην πορεία θα προσδώσει στην ελληνική δεκαετία του 1960 τον χαρακτήρα μιας αγωνιστικής και πολιτισμικής ταυτόχρονα αναγέννησης, δεν περιορίζεται στα μεγάλα λόγια αλλά παλεύει –κυριολεκτικά– να επιβάλει τον έμπρακτο σεβασμό της δημοκρατικής νομιμότητας.
Η πολιτική του πλατφόρμα συνδύαζε την υπεράσπιση της ειρήνης και την προσπάθεια περιορισμού των στρατιωτικών εξοπλισμών (σταθερά της πολιτικής τής παγκόσμιας Αριστεράς ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950) με το όραμα ενός σύγχρονου κοινωνικού κράτους (η οικοδόμηση του οποίου θα γινόταν εφικτή με τη δραστική μείωση των πολεμικών δαπανών και τον αναπροσανατολισμό της εγχώριας και παγκόσμιας παραγωγής) και τον αγώνα για δημοκρατία.
Αναπαράγοντας το κείμενο μιας σχετικής ομιλίας του (17/5/1962), η συγγραφέας δεν παραλείπει να επισημάνει πόσο οικεία ακούγεται στη σημερινή Ελλάδα των μνημονίων, μισόν αιώνα μετά την εκφώνησή της:
«Κρίση, αδιέξοδο, καθυστέρηση, όλο ίδιες λέξεις επαναλαμβάνονται.
Χορεύουν γύρω-γύρω στον ίδιο χορό του Ζαλόγγου. Ελλάδα πλούσια, Ελλάδα υπανάπτυκτη, Ελλάδα κοιτίδα του πολιτισμού.
Ελλάδα με τους χιλιάδες αγράμματους και τα ερειπωμένα σχολεία, Ελλάδα με σχολεία χωρίς δασκάλους, Ελλάδα με δασκάλους χωρίς δουλειά» (σ. 153).
Εξίσου οικείες ακούγονται οι διαμαρτυρίες του για την ανάδειξη στην ευρωπαϊκή ηγεσία του ΝΑΤΟ κάποιων Γερμανών στρατηγών με φρικαλέα προϋπηρεσία στις τάξεις της χιτλερικής Βέρμαχτ (σ. 155-60).
Αποκορύφωμα, η εμβληματική συμμετοχή του στο τετραήμερο αντιπυρηνικό συλλαλητήριο της CND στο Ολντερμάστον τον Απρίλιο του 1963 (βλ. φωτογραφία) και η επεισοδιακή προσπάθεια μεταφύτευσής του στην Ελλάδα, με τη μορφή της (απαγορευμένης) πρώτης μαραθώνιας πορείας, τις επόμενες ημέρες.
Το ημερολόγιό του από την κινητοποίηση της CND αποτυπώνει με τον σαφέστερο τρόπο αυτή την ανακάλυψη ενός νέου διεθνισμού, βασισμένου στον αγώνα για κοινές αξίες κι όχι στην υπαγωγή σε κάποιο γεωστρατηγικό μπλοκ (σ. 190-4).
ΑΣΚΙ / E. GKOTZARIDIS, A PACIFIST’S LIFE AND DEATH
Πάνω απ’ όλα, ο Λαμπράκης θα ξεχωρίσει, ωστόσο, για την επίμονη μαχητικότητά του ενάντια στο κράτος των εθνικοφρόνων, την απουσία ενδοιασμών ν’ ανταποδώσει λόγο στον λόγο και πλήγμα στο πλήγμα.
Καθόλου άσχετη με το γεγονός ότι τα προσωπικά του βιώματα διέφεραν πολύ από εκείνα των ηττημένων του 1949, η μαχητικότητά του αυτή θα οδηγήσει στη στοχοποίηση και την τελική προγραφή του:
Με δηλώσεις του προς τις βρετανικές εφημερίδες (29/4) προειδοποιεί τη Φρειδερίκη ότι «με την πολιτική της οδηγεί τον θρόνο στον όλεθρο».
Η στοχοποίησή του ως ηθικού αυτουργού του διεθνούς διασυρμού της βασίλισσας από τον δεξιό Τύπο θα «νομιμοποιήσει» ηθικά την εξόντωσή του στα μάτια των μελλοντικών δολοφόνων του.
Αντιλαμβανόταν πολύ καλά πως, όταν ένας βουλευτής υποχωρεί μπροστά στο παρακράτος, στέλνει μήνυμα για την υποταγή μιας ολόκληρης κοινωνίας.
Με την αθέλητη δε θυσία του συνέβαλε έτσι τελικά όσο λίγοι στην αποδόμηση του αστυνομικού κράτους εκείνων των χρόνων.Πηγή: Τάσος Κωστόπουλος - "Εφημερίδα των Συντακτών"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου