«Οφείλετε, απαλλασσόμενοι από οιανδήποτε προκατάληψιν, να δώσετε τον εαυτόν σας διά την σωτηρίαν της Πατρίδος»
Γεώργιος Παπαδόπουλος, προς τους εκπαιδευτικούς (21/3/1968)
Κάποιες φορές, η πραγματικότητα δικαιώνει ακόμη και τις πιο ακραίες προβλέψεις.
Οταν πριν από 14 χρόνια ασχοληθήκαμε για πρώτη φορά από τις στήλες του «Ιού» με το εγχείρημα πολιτικής αποκατάστασης των ταγματασφαλιτών από τον καθηγητή Στάθη Καλύβα («Ελευθεροτυπία», 26/10/2003), δεν παραλείψαμε να σχολιάσουμε ειρωνικά το επιχείρημά του, ότι κάποιοι πρώην ταγματασφαλίτες χρησιμοποιούσαν τη λέξη «επανάσταση» για να περιγράψουν «τον ξεσηκωμό τους εναντίον του ΕΑΜ» στο πλευρό της Βέρμαχτ.
«Υποθέτουμε», γράφαμε, «ότι οι ερωτήσεις του κ. Καλύβα προς τους εν λόγω “πληροφορητές” του δεν επεκτάθηκαν και στα μεταπολεμικά χρόνια.
Γιατί τότε, με αφορμή την 21η Απριλίου, κατά πάσα πιθανότητα θα ξανάκουγε να μιλούν για “την Επανάσταση”...».
Μιάμιση δεκαετία μετά, κι αφού πολύ νερό κύλησε έκτοτε στο αυλάκι, ο ίδιος καθηγητής μ’ ένα πολυσυζητημένο άρθρο του στην «Καθημερινή» της περασμένης Κυριακής προχώρησε σε μια πρώτη, δειλή αποκατάσταση (και) της χούντας, μέσω -κυρίως- της σχετικοποίησης: η δικτατορία, υποστηρίζει, λειτούργησε ως βραχύβιος θετικός καταλύτης για τον «πλήρη εκδημοκρατισμό της Δεξιάς και διαμέσου αυτής και της χώρας», ενώ ταυτόχρονα «συνέβαλε με έμμεσο τρόπο στον ραγδαίο αξιακό και πολιτισμικό εκσυγχρονισμό» της ελληνικής κοινωνίας· ο Καλύβας της αναγνωρίζει επίσης «πλατιά αποδοχή» από τον πληθυσμό, χάρη στην «ταύτισή» της με «την κορύφωση ουσιαστικά του μεταπολεμικού ελληνικού οικονομικού θαύματος».
Οπως ήταν αναμενόμενο, τη δημοσίευση του άρθρου ακολούθησαν έντονες (και ως επί το πλείστον αρνητικές) αντιδράσεις.
Παντελώς απαρατήρητη πέρασε, αντίθετα, η διοργάνωση που παρείχε το σχετικό έναυσμα.
Αναφερόμαστε στο συνέδριο που οργάνωσε το περασμένο Παρασκευοσαββατοκύριακο (16-18/6) το Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ) του Παντείου, με θέμα «Η δικτατορία των συνταγματαρχών. Εσωτερικές και διεθνείς διαστάσεις».
Κι όμως, όσα ειπώθηκαν εκεί φωτίζουν πολύ καλύτερα το επίμαχο κείμενο (που ξεκινά, άλλωστε, με ρητή αναφορά στο συνέδριο).
Το ΙΔΙΣ οργάνωσε επίσης ένα 8ωρο σεμινάριο «διά βίου μάθησης», με διδάσκοντα τον Καλύβα, δίδακτρα 60 ευρώ και αντικείμενο τη «συγκριτική μελέτη των εμφυλίων πολέμων και της πολιτικής βίας».
Για να το πούμε όσο γίνεται πιο απλά: η έμμεση και διακριτική (προς το παρόν) πολιτική αποκατάσταση της χούντας δεν αποτελεί ατομική πρωτοβουλία του καθηγητή του Γέιλ, αλλά συλλογικότερο εγχείρημα, σαφώς και πανηγυρικά διατυπωμένο.
Εκλαμβάνεται δε ως οργανικό τμήμα ενός ευρύτερου ερμηνευτικού σχήματος της νεότερης ελληνικής ιστορίας, το οποίο θα νομιμοποιεί τις στρατηγικές επιλογές της τελευταίας επταετίας, θ’ ανταποκρίνεται στην αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού που επέφερε η επιβολή των μνημονίων και θ’ αντικαταστήσει τα παλαιότερα «εθνικοενωτικά» δημοκρατικά αφηγήματα, τα οποία έχουν πλέον καταστεί αλυσιτελή ως μηχανισμός αναπαραγωγής της κοινωνικής συναίνεσης.
Για τη διαπίστωση αυτής της εξέλιξης, αλλά και των δυσκολιών που συναντά στην πράξη το όλο εγχείρημα, η παρακολούθηση του συνεδρίου της περασμένης εβδομάδας αποδείχθηκε άκρως διαφωτιστική.
Από τον Εμφύλιο στη χούντα
ΤΟ ΛΕΥΚΩΜΑ TOY ΡΗΓΑ (1974)
Το συνέδριο άνοιξε ο καθηγητής Δημήτρης Καιρίδης, αναπληρωτής διευθυντής του ΙΔΙΣ, επιστημονικός σύμβουλος του Ιδρύματος Κ. Καραμανλής, διευθυντής του «Δικτύου Ναβαρίνο», επιστημονικός διευθυντής παλαιότερα του Ιδρύματος Κόκκαλη και γνωστός στο ευρύ κοινό από τις καθημερινές τηλεοπτικές εμφανίσεις του.
Υποστηρίζοντας πως «η εθνική μελέτη του πραξικοπήματος κατατρύχεται από μια αφόρητη εσωστρέφεια, αυτοαναφορικότητα και έλλειψη θεωρίας», ο εισηγητής παρέπεμψε επανειλημμένα στη μελέτη των σχέσεων πολιτικής-στρατιωτικής εξουσίας «όπως κυρίως αναπτύχθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες από τον παλιό μου καθηγητή, πρωτοπόρο Σάμουελ Χάντινγκτον».
Αποσιώπησε όμως το εμβληματικό έργο αυτού του τελευταίου («Political Order in Changing Society», 1968), με το οποίο οι στρατιωτικές δικτατορίες νομιμοποιήθηκαν στην αμερικανική πολιτική σκέψη σαν το απαραίτητο όχημα για την οικονομική ανάπτυξη των «περιφερειακών» κοινωνιών.
Υπερβολική διακριτικότητα ή απλή άγνοια;
Επίκεντρο της εισήγησης Καιρίδη αποτέλεσε «το αισιόδοξο μήνυμα» της διεύρυνσης του ιστορικού «μεταναθεωρητισμού» της δεκαετίας του 1940, ώστε να περιλάβει και την καυτή πατάτα της εθνοσωτηρίου.
Με οδηγό και υπόδειγμα -τι άλλο;- τον Καλύβα και το έργο του:
«Να μπορέσουμε να κάνουμε με τη μελέτη του πραξικοπήματος αυτό που καταφέραμε με τη μελέτη μιας άλλης περίπτωσης πολιτικής βίας, που είναι οι εμφύλιοι πόλεμοι.
Οπως στην περίπτωση των εμφύλιων πολέμων υπήρξε μια έκρηξη τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, και δημιουργήθηκε ένα υποπεδίο στην πολιτική επιστήμη εκεί που δεν υπήρχε, έτσι ελπίζω και τα πραξικοπήματα θα πάρουν τη θέση που τους αξίζει στη διεθνή βιβλιογραφία, ενδεχομένως και με αφορμή την ελληνική περίπτωση.
Και επειδή σε λίγο θα φιλοξενήσουμε στη στρογγυλή τράπεζα έναν συνάδελφο Ελληνα από το εξωτερικό, ο οποίος πρωτοπόρησε στη μελέτη της εμφύλιας βίας (και υπό μίαν έννοια είναι ο θεμελιωτής διεθνώς του υποπεδίου, ο Στάθης Καλύβας), ελπίζω το συνέδριο ν’ αποτελέσει αφορμή, να γεννήσει τέτοιου τύπου διανοητές παγκοσμίου βεληνεκούς ως προς τα πραξικοπήματα».
Για να μην υπάρξει καμιά αμφιβολία, η εξαγγελία επαναλήφθηκε (κι εξειδικεύτηκε) στο κλείσιμο της εναρκτήριας αυτής ομιλίας:
«Οπως ξεκινήσαμε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000 να μελετούμε την εμφύλια βία, και η ελληνική περίπτωση του εμφύλιου πολέμου 1946-49 έγινε εμβληματική χάρη στο εμβληματικό έργο του Στάθη Καλύβα περί της λογικής της εμφύλιας βίας (2006), έτσι ελπίζω και το συνέδριό μας να γίνει αφορμή για την πυροδότηση αντίστοιχης μελέτης σε παγκόσμιο επίπεδο, με την ελληνική περίπτωση εμβληματική, και να γεννηθούνε οι επίγονοι του Στάθη από τη νέα γενιά πολιτικών επιστημόνων και αναλυτών, πέρα από το αναμάσημα, ξανά και ξανά, τι έκανε ο βασιλιάς, τι έκανε η CIA, ποιος ήταν ο ΙΔΕΑ, τι έγινε ο Παπαδόπουλος κ.λπ., τα οποία τα ’χουμε πει, τα ’χουμε ξαναπεί, θα τ’ ακούσουμε βεβαίως και εδώ».
Εξαιρετικά εύγλωττο υπήρξε και το κάλεσμά του προς το κοινό, να εγγραφεί στο σεμινάριο του Καλύβα για την εμφύλια βία:
«Είναι μοναδική ευκαιρία για όλους εμάς εδώ στην ακαδημαϊκή επαρχία, για να μην πω έρημο, να συνομιλήσουμε με το κέντρο, με την Αμερική».
Λιγότερο προφανή για τους αμύητους αποδείχθηκαν, αντίθετα, τα συμφραζόμενα μιας άλλης παρατήρησής του, με στόχο το εγχώριο alter ego τού εξ Εσπερίας διανοητή:
«Θα διαφοροποιήσω τον Νίκο τον Μαραντζίδη, τον παλιό μου συνάδελφο, όσο σημαντικός κι αν είναι, από το έργο του Στάθη του Καλύβα, που πραγματικά είναι διεθνές και υπό αυτήν την έννοια ανοίγει έναν δρόμο για την ευρύτερη μελέτη του φαινομένου.
Θεωρώ ότι συχνά υποτιμούμε αυτή τη συνεισφορά και υποτιμά και ο ίδιος αυτή τη συνεισφορά, μπλέκοντας μέσα στα -πώς να το πούμε;- πίτουρα. Αλλά ας μην επεκταθώ σε αυτό τώρα...».
Ως συντονιστής του στρογγυλού τραπεζιού της πρώτης ημέρας, ο κ. Καιρίδης δεν απέφυγε, τέλος, τον πειρασμό ν’ αποδώσει στη χούντα τον «λαϊκισμό» της δεκαετίας του ’80 αλλά και της σήμερον -καλώντας τον συγγραφέα Θανάση Βαλτινό να εξηγήσει «κατά πόσον η δεκαετία του ’80 συνδέεται με αυτό που λέγεται “η κληρονομιά της χούντας”» και, πιο συγκεκριμένα, «κατά πόσον η χούντα, ως αποθέωση ενός λαϊκίστικου μικροαστισμού, να πούμε, μπέρδεψε το πράγμα και δημιούργησε εκείνες τις συνθήκες, δηλητηριάζοντας τη μεταπολίτευση με μια σειρά παθογένειες και καταχρήσεις τις οποίες τις είδαμε έτσι πολύ μπροστά μας στις επόμενες δεκαετίες».
Ενας παρεξηγημένος φιλελεύθερος
Αν ο Καιρίδης επικεντρώθηκε σε ύμνους στον Καλύβα και στη γενικόλογη καταγγελία των «ανεπαρκειών» της υφιστάμενης βιβλιογραφίας, υπαινισσόμενος απλώς τι δεν του αρέσει σ’ αυτή την τελευταία, ο επόμενος ομιλητής μπήκε στην ουσία του ζητήματος.
Σπονδυλική στήλη της εισήγησης του Θανάση Διαμαντόπουλου, καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο, αποτέλεσε η διάκριση ανάμεσα στον μετριοπαθή Παπαδόπουλο και τους σκληρούς «συνεπαναστάτες» του:
«Εντός του καθεστώτος της 21ης Απριλίου», υποστήριξε, «από την πρώτη στιγμή, φαίνονται απόλυτα καθαρά δύο τάσεις.
Η, αν μπορώ να πω έτσι, τάση των “περιστερών”, που -όσο κι αν φαίνεται απίθανο- την ενσάρκωνε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, και η τάση των “ιεράκων”, που ενσάρκωνε η συλλογική διοίκηση του επαναστατικού συμβουλίου.
Ο Παπαδόπουλος κράτησε από την πρώτη στιγμή διαύλους επικοινωνίας με τον μονάρχη, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα.
Απεκαλύφθη πρόσφατα πως αξιωματικοί με την άδειά του επικοινωνούσαν με τον Ράλλη και τον Γεώργιο [εννοεί: Κωνσταντίνο] Παπακωνσταντίνου, κρατώντας μια επικοινωνία με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, δηλαδή με την εθνικόφρονα πλευρά της πολιτικής ηγεσίας του τόπου».
Οι «πρόσφατες αποκαλύψεις» που δεν κατονομάζονται είναι, φυσικά, το βιβλίο του Δημήτρη Ψαρρά «Το μυστικό του εθνάρχη», που διένειμε τον Απρίλιο η «Εφ.Συν.».
Εκτός όμως από τις επαφές με τον αυτοεξόριστο εθνάρχη, ο δικτάτορας πιστώθηκε από τον ομιλητή και με μια ατέρμονη προσπάθεια δημοκρατικής μετεξέλιξης του καθεστώτος, που προσέκρουσε στην αντίθεση των υπόλοιπων μελών του «επαναστατικού συμβουλίου».
Ο Παπαδόπουλος «αμνήστευσε τον ΑΣΠΙΔΑ, αμνήστευσε το βασιλικό πραξικόπημα, το 1968 απελευθέρωσε όλους τους πολιτικούς κρατουμένους [...].
Οταν αργότερα προσπάθησε να άρει -κάνοντας υπουργό Εξωτερικών τον Πιπινέλη- τον στρατιωτικό νόμο, αντέδρασαν οι αξιωματικοί, δεν το πέτυχε αυτό, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να εκδιωχθεί τότε από το Συμβούλιο της Ευρώπης, αλλά στην προσπάθεια πολιτικοποίησης του καθεστώτος η εσωκαθεστωτική πόλωση κορυφώθηκε.
Η αντίδραση του Παπαδόπουλου ήταν η απειλή για άμεση λειτουργία του Συντάγματος, δηλαδή πλήρη λειτουργία του Συντάγματος του ’68, λειτουργία των πολιτικών κομμάτων, και τόνισε ότι αν επιχειρούσαν να μετατρέψουν την επανάσταση σε καθεστώς, θα επαναεισήγε τη χώρα σε κοινοβουλευτικό καθεστώς.
Κι εκείνη την εποχή η σύγκρουση ήταν τόσο βίαιη, που τη λύση την έδωσε το μόνο στέλεχος της επαναστατικής επιτροπής ο οποίος ήταν ακόμη εντός των ενόπλων δυνάμεων και είχε ακόμη ισχυρή στρατιωτική δύναμη, ο ταξίαρχος Ιωαννίδης, ο οποίος είπε πως μόνο τον Παπαδόπουλο αποδέχονται ως ηγέτη εκείνη τη στιγμή τα κατώτερα στρώματα.
Από εκείνη τη στιγμή ο Παπαδόπουλος επιταχύνει και ένα-δύο βήματα πολύ σημαντικά της νίκης του επί των συνεπαναστατών του -τρία μπορώ να πω- είναι ότι στις 31/12/1971 αίρει τον στρατιωτικό νόμο, στις 6/10/1971 έχει καταργήσει τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, κάτι που δεν το έκανε μήτε η κυβέρνηση Πλαστήρα (1950-52), όταν ο Εμφύλιος ήταν πρόσφατος, αλλά μήτε οι κυβερνήσεις Γεωργίου Παπανδρέου το 1963-65.
Ταυτόχρονα, διά της προαγωγής, κάνοντας υφυπουργούς σε περιφερειακές διοικήσεις τούς παλιούς συμπραξικοπηματίες του, τους αποδυνάμωσε ολοσχερώς και πλήρως».
Οι εσωτερικές αντιθέσεις της χούντας υπήρξαν, βέβαια, γεγονός.
Η ευθύγραμμη μεταγραφή τους όμως σε αναμέτρηση μεταξύ οπαδών του εκδημοκρατισμού και του ολοκληρωτισμού είναι εντελώς παραπλανητική.
Κατ’ αρχάς, αποσιωπά το γεγονός πως οι οξύτερες απ’ αυτές τις κρίσεις προέκυψαν όχι από κάποιες διαφορές στρατηγικής, αλλά ως παράπλευρο αποτέλεσμα της εξυπηρέτησης αντιτιθέμενων επιχειρηματικών συμφερόντων από τα ηγετικά στελέχη του καθεστώτος.
Η ανοιχτή αντιπαράθεση Παπαδόπουλου - Μακαρέζου το 1970, που παραλίγο να καταλήξει σε νέο πραξικόπημα, αποδίδεται λ.χ. ρητά από τις πηγές της εποχής στον τότε ανταγωνισμό Ωνάση - Νιάρχου για το τρίτο διυλιστήριο.
Επιπλέον, όπως έσπευσε να επισημάνει κατά τη σχετική συζήτηση ο καθηγητής Σωτήρης Βαλντέν, η σκιαγράφηση της παπαδοπουλικής «φιλελευθεροποίησης» από τον ομιλητή εμπεριείχε πολλά στοιχεία παραπλανητικού εξωραϊσμού.
Ο στρατιωτικός νόμος άρθηκε λ.χ. το 1972 μόνο στην επαρχία (όπου, μακριά από τα μάτια της διεθνούς κοινότητας, αρκούσαν άλλες μέθοδοι καταναγκασμού) και όχι στην πρωτεύουσα, όπου παρέμεινε σε ισχύ ώς τον σχηματισμό της κυβέρνησης Μαρκεζίνη -και το Πολυτεχνείο.
Το 1968 δεν απελευθερώθηκαν «όλοι» οι πολιτικοί κρατούμενοι, αλλά μόνο ένα μέρος τους.
Αλλά και η πομπώδης «κατάργηση» του πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων κάθε άλλο παρά εφαρμόστηκε στην πράξη, αφού αυτά παρέμειναν σε ισχύ μέχρι και τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, για να καταργηθούν ολοσχερώς (όσον αφορά την εισαγωγή στις στρατιωτικές και αστυνομικές σχολές) μόλις το 1982.
«Ευμάρεια και αισιοδοξία»
↳ Το θεώρημα περί «πλατιάς αποδοχής» της χούντας αγνοεί εκδηλώσεις όπως η μαζική συμμετοχή στην κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου, που μετατράπηκε σε αντιδικτατορικό συλλαλητήριο (3/11/1968). Η ίδια απροθυμία επιδεικνύεται, άλλωστε, για την αναζήτηση των (πραγματικών) ερεισμάτων του καθεστώτος μεταξύ των «παραγωγικών τάξεων» –δεξιά, στιγμιότυπο από συνάντηση των δικτατόρων με την ηγεσία του ΣΕΒ (3/5/1969)
Τι είπε όμως ο ίδιος ο Καλύβας στο συνέδριο;
Τα ίδια πάνω-κάτω με όσα υποστήριξε στο άρθρο του στην «Καθημερινή», αν και με κάπως λιγότερο κατηγορηματικές διατυπώσεις, όπως επιβάλλει άλλωστε συνήθως η προφορικότητα.
Δήλωσε εξαρχής «μη ειδικός σε θέματα που αφορούν τη δικτατορία», για να επιδοθεί κατόπιν σε μια δικανικού τύπου έμμεση απόδοση σε αυτήν μιας πλειάδας θετικών κοινωνικών εξελίξεων (εξηλεκτρισμός, «μεγάλες οικονομικές επενδύσεις», επέκταση οδικού δικτύου, «πολλές οικογένειες απέκτησαν ιδιωτικό αυτοκίνητο, τηλεόραση, άρχισαν δηλαδή να ζουν με τον τρόπο που χαρακτηρίζει τις μεσαίες ευρωπαϊκές τάξεις»).
Με τελική κατάληξη, φυσικά, το επιθυμητό πολιτικό συμπέρασμα:
«Ουσιαστικά είχαμε μία περίοδο ευμάρειας και αισιοδοξίας, παρά τα προβλήματα, παρά τις αντιξοότητες.
Πράγμα που, πιστεύω, σε μεγάλο βαθμό εξηγεί και τις πολλές παρατηρήσεις που διαθέτουμε από παρατηρητές της εποχής, διαπιστώσεις ότι υπήρχε σε μεγάλο βαθμό μια αίσθηση ανοχής, αν όχι αποδοχής σιωπηλής, επιφανειακής βέβαια, του καθεστώτος από τον πληθυσμό».
Στη συζήτηση που ακολούθησε, του επαναλάβαμε το ερώτημα που υπέβαλε τον Οκτώβριο του 1969 ο Γεώργιος Ράλλης προς τον τότε σταθμάρχη της CIA, Στέισι Ποτς, όταν αυτός ισχυρίστηκε κάτι παρόμοιο: «Αν η κυβέρνηση έχει τη λαϊκή υποστήριξη, γιατί τους πιάνει ρίγος μόλις αναφερθεί η λέξη ''εκλογές'';».
Η απάντησή του δεν άφησε κανένα περιθώριο παρερμηνείας:
«Μα στα σχέδια της χούντας ήταν η λύση Μαρκεζίνη. Βεβαίως, όταν θεώρησαν ότι ήταν έτοιμοι να το κάνουν, όταν είχαν δει ότι οι άλλες επιλογές είχαν εξαντληθεί.
Είναι ένα θέμα το οποίο έχει μελετηθεί, πώς διαχειρίζονται την επόμενη μέρα τα στρατιωτικά καθεστώτα, και υπάρχουν και πιο εν πολλοίς ψευδεπίγραφα -πιστεύω- ερωτήματα.
Δηλαδή, είναι γεγονός ότι ο κόσμος δεν αντιστέκεται δεν σημαίνει ότι ο κόσμος αποδέχεται, όπως και το γεγονός ότι οι δικτατορίες δεν κάνουν εκλογές δεν σημαίνει ότι ο κόσμος τους απορρίπτει».
Κατά τα άλλα, η τοποθέτησή του χαρακτηρίστηκε από αλλεπάλληλες εννοιολογικές συγχύσεις.
Σύγχυση μεταξύ δύο παράλληλων στόχων της χούντας (πολιτικοϊδεολογική οπισθοδρόμηση και οικονομική ανάπτυξη), που εκλαμβάνονται απ' αυτόν ως αντίθετα και όχι ως συμπληρωματικές επιδιώξεις, αλλά και μεταξύ «καθεστώτων» και απλών κυβερνήσεων:
«Τα πραξικοπήματα», τόνισε, «είναι μια μέθοδος εγκαθίδρυσης ενός πολιτικού καθεστώτος που φαίνεται να έχει περάσει πλέον αργά αλλά με σταθερό τρόπο στα αζήτητα της Ιστορίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δημοκρατία είναι στο απυρόβλητο. Αντιθέτως, πλέον, με πολύ πιο συχνό τρόπο καταρρέουν δημοκρατικά καθεστώτα μέσω άλλων μηχανισμών -κυρίως εκλογών, κι όχι μέσω πραξικοπημάτων» (!).
Το πιο ενδιαφέρον σημείο της παρέμβασής του αφορούσε πάντως τη θέση εκείνου του επτάχρονου «μικρού διαλείμματος» στη σημερινή συλλογική μνήμη:
«Η κοινωνία που ζούμε σήμερα μπορεί να σφραγίστηκε μεταπολιτευτικά από τη διαδικασία της Μεταπολίτευσης, αλλά κοινωνικά και οικονομικά ουσιαστικά διαμορφώθηκε την εποχή της δικτατορίας.
Και ίσως αυτό να εξηγεί, θα έλεγα, το μεγάλο, κατά τη γνώμη μου, ερώτημα, πόσο εύκολα φαίνεται να ξεπέρασε η ελληνική κοινωνία αυτή την περίοδο.
Πόσο έπαψε να ασχολείται με ουσιαστικά θέματα που είχαν προκύψει στο διάστημα εκείνο, βάζοντας αυτή την εμπειρία πίσω της, διακωμωδώντας την ενδεχομένως, αλλά μη ασχολούμενη με τρόπο συστηματικό.
Δεν παρατηρείται στην Ελλάδα αυτό που παρατηρείται σε άλλες κοινωνίες που έχουν περάσει αντίστοιχες εμπειρίες αυταρχικών καθεστώτων, όπου για πολλά χρόνια υπάρχει μια έντονη συζήτηση για το τι έγινε, ποιοι ευθύνονταν, πώς λειτούργησαν τα πράγματα την εποχή εκείνη.
Αντίστοιχα, έχω την αίσθηση ότι στην Ελλάδα, μετά από μια πρώτη περίοδο, σιγά σιγά η κοινωνία προχωράει, ξεπερνάμε αυτή την περίοδο και δεν τη θυμόμαστε ούτε τη συζητάμε πια, κι αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανένας πολύ έντονα είτε στον επιφανειακό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε δημοσιογραφικά η περίοδος εκείνη (ως μία σακούλα στην οποία μπορούσαν να χωθούν όλες οι αμαρτίες, πραγματικές ή όχι, αλλά χωρίς ουσιαστική αυτογνωσία), κι από την άλλη με την -θα έλεγε κανένας- αμνησία που επικράτησε για πολύ κόσμο: πρόκειται για μια περίοδο, ιδιαίτερα για τους ανθρώπους εκείνους που δεν έχουν άμεσα προσωπικά βιώματα, που δεν αντιστοιχεί σε κάτι, πέρα από τα σύμβολα τα οποία...».
Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να υποτιμήσει τη σημασία αυτής της πολλαπλής παραδοχής.
Οχι μόνο για την εμφανή ενόχληση του ομιλητή από τη «δημοσιογραφική αντιμετώπιση της περιόδου εκείνης» ή την ανακούφιση που προδίδει η εκτίμηση πως «η κοινωνία προχωράει, ξεπερνάμε αυτή την περίοδο».
Η κραυγαλέα παραγνώριση της καθοριστικής θέσης που οι αναφορές στη δικτατορία εξακολουθούν να κατέχουν στον δημόσιο λόγο (κυρίως διά της πάνδημης αναγωγής της σε μέτρο σύγκρισης κάθε αυταρχικής πρακτικής: «χουντικά» μέτρα, «ούτε η χούντα...» κ.ο.κ.), παραγνώριση αδιανόητη για έναν πολιτικό επιστήμονα, μπορεί να ερμηνευθεί μ’ έναν μονάχα τρόπο: ως ενδοσκόπηση της συλλογικότητας από την οποία προέρχεται και στην οποία όντως αναφέρεται ο ομιλητής.
Το πραγματικό νόημα της παρέμβασής του γίνεται αντιληπτό μόνο αν αντικαταστήσουμε τη λέξη «κοινωνία» με τη λέξη «Δεξιά» ή «εθνικοφροσύνη».
Δοκιμάστε το και θα δείτε να ξετυλίγεται μια πολύ διαφορετική (και αρκετά ρεαλιστική) εικόνα.
Πήλινα πόδια;
Κατά τα άλλα, γενική εντύπωση από το συνέδριο του περασμένου Σαββατοκύριακου ήταν ότι το εγχείρημα που εξαγγέλθηκε τόσο πανηγυρικά αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες υλοποίησης.
Το πιστοποιούν, κατ’ αρχάς, οι αντιδράσεις και οι ερωτήσεις του κοινού στις διάφορες τοποθετήσεις.
Αλλά κι αυτές οι τελευταίες, κάθε άλλο παρά καθολικά εναρμονισμένες με το επιθυμητό σχήμα υπήρξαν: μολονότι η μεγάλη πλειονότητα των ομιλητών προερχόταν από τον ευρύτερο χώρο της Δεξιάς, οι περισσότεροι δεν απέκλιναν από τις συντεταγμένες της μεταπολιτευτικής συναίνεσης.
Ως ιδεοτυπικές φυσιογνωμίες τής τότε Δεξιάς προβλήθηκαν έτσι κυρίως μορφές με αντιστασιακή δράση, όπως η Ελένη Βλάχου ή ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ενώ εξίσου χαρακτηριστική ήταν η απροθυμία να θιγούν οι σχέσεις του δικτατορικού καθεστώτος με επιμέρους μερίδες της αστικής τάξης και της «κοινωνικής» Δεξιάς.
Δίχως όμως μια τέτοια ενασχόληση, επικίνδυνη εκ των πραγμάτων για την καλή εικόνα της παράταξης, οποιαδήποτε «αποδοχή» της χούντας είναι αδύνατο να τεκμηριωθεί.
Κάποιες άλλες αδυναμίες οφείλονται σε εμφανή ποιοτικά ελλείμματα του καθοδηγητικού επιτελείου.
Η βεβαιότητα λ.χ. κάποιων από τους διοργανωτές ότι ο Αλέξης Παπαχελάς απέδειξε την ανυπαρξία αμερικανικού δαχτύλου στο πραξικόπημα μαρτυρά, αν μη τι άλλο, πλημμελή ανάγνωση του βιβλίου του που κυκλοφόρησε εδώ και δυο δεκαετίες.
Οι δυσχέρειες της μετάστασης του ιστοριογραφικού «νέου ρεύματος» από το 1943-1949 στο 1967-1974 δεν οφείλονται όμως μόνο σε υποκειμενικά όρια.
Ακόμη πιο καθοριστικοί αποδεικνύονται, κατά τη γνώμη μας, κάποιοι άλλοι παράγοντες:
⚫ Η απουσία προϋπάρχοντος σχήματος, το οποίο θα μπορούσε να εκσυγχρονιστεί μ’ ένα γρήγορα λίφτινγκ, όπως έγινε με την ανάλυση των Καλύβα - Μαραντζίδη για την Κατοχή και τον Εμφύλιο (που αναπαράγει απλώς, με πιο μοντέρνο λεξιλόγιο, την κυρίαρχη ιστοριογραφική ορθοδοξία του 1949-1974).
Στην περίπτωση της χούντας, ο μόνος αντίλογος στο κυρίαρχο μεταπολιτευτικά ερμηνευτικό σχήμα προέρχεται από τους ίδιους τους χουντικούς και δύσκολα μπορεί να εξευγενιστεί, ώστε να γίνει ευρύτερα αποδεκτός.
Μια αυθεντική δε αναθεώρηση απαιτεί πολύ μεγαλύτερα επιστημονικά κότσια απ’ ό,τι ένας απλός «μεταναθεωρητισμός», που ισοδυναμεί με απλή επαναφορά στη μόδα κάποιων παλαιότερων στερεοτύπων.
⚫ Η ισχνότητα του αντίπαλου δέους της αντιδικτατορικής «βίας», που θα μπορούσε οριακά να υποβοηθήσει μια κάποια σχετικοποίηση.
Η κραυγαλέα ανισομέρεια των εκατέρωθεν οπλοστασίων (σποραδικές «κροτίδες», προπαγανδιστικές εξορμήσεις και απόπειρες διαδήλωσης έναντι ασφυκτικής λογοκρισίας και συστηματικών βασανιστηρίων) θα γελοιοποιούσε κάθε απόπειρα μεταφοράς του σχήματος της δεκαετίας του ’40 στις συνθήκες της εθνοσωτηρίου.
Το δε γεγονός ότι βόμβες έβαζαν όχι μόνον αριστερές οργανώσεις αλλά και αμιγώς κεντρώες ή αναφανδόν δεξιές, εμποδίζει την αξιοποίηση της σχετικής «αντιτρομοκρατικής» φιλολογίας του 2002 για ευρύτερη νομιμοποίηση των χουντικών κατασταλτικών μηχανισμών.
⚫ Η εγγενής πολυμορφία που χαρακτηρίζει συνήθως τα αφηγήματα των ηττημένων -απόρροια των διαφορετικών ρυθμών και τρόπων με τον οποίο βιώθηκε από τις επιμέρους πολιτικές και κοινωνικές συνιστώσες τους η ήττα.
Αν η εκδοχή της νικηφόρας εθνικοφροσύνης για τη δεκαετία του 1940 παρέμεινε λίγο-πολύ απαράλλακτη στον χρόνο, ενώ εκείνες της ηττημένης Αριστεράς δεν έπαψαν ποτέ να κονταροχτυπιούνται, το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει με τις αφηγήσεις των πάσης φύσης εθνικοφρόνων για τη χούντα.
Εξ ου και οι αρχιτέκτονες του τρέχοντος εγχειρήματος δείχνουν να διστάζουν μπροστά στην επιλογή ερμηνευτικού σχήματος: η χούντα ήταν ένα «αντιιμπεριαλιστικό», «ριζοσπαστικό» μόρφωμα που δεν είχε καμιά σχέση με τη μετεμφυλιακή Δεξιά (όπως ισχυρίζεται από το 2014 ο καθηγητής Ευάνθης Χατζηβασιλείου) ή αντίθετα «ανανέωσε» άθελά της «τη Δεξιά και τη χώρα», όπως θέλει ο Καλύβας;
Ή μήπως πάλι θα πρέπει ν’ αναδειχθεί το παραδοσιακό φιλοπαπαδοπουλικό/μαρκεζινικό σχήμα που φορτώνει όλα τα κακά στους «σκληρούς» του Ιωαννίδη;
Σε κάθε περίπτωση, η συνέχεια αναμένεται αρκετά ενδιαφέρουσα.
Η «πλατιά αποδοχή» του 10-15%
Οχι μόνο ο Στάθης Καλύβας αλλά και κάμποσοι ακόμη συντηρητικοί πανεπιστημιακοί (όπως οι καθηγητές Θάνος Βερέμης και Γιάννης Κολιόπουλος) επικαλούνται την απουσία μαζικών εκδηλώσεων αντίστασης μέχρι το 1972 ως ένδειξη «ανοχής» ή και «πλατιάς αποδοχής» του δικτατορικού καθεστώτος από τον ελληνικό λαό.
Η «ένδειξη» αυτή σχετικοποιείται, βέβαια, από δύο δεδομένα.
Το πρώτο είναι η μετατροπή σε μαζικότατη αντικαθεστωτική διαδήλωση της μοναδικής συνάθροισης πολιτικού χαρακτήρα που επέτρεψε, μέχρι την άρση του στρατιωτικού νόμου το 1973, η χούντα: της κηδείας του Γεωργίου Παπανδρέου (3/11/1968).
Το δεύτερο είναι η άγρια καταστολή των αντιφρονούντων και η πανηγυρική πάταξη ακόμη και της παραμικρής εκδήλωσης δυσφορίας για τα έργα της «επαναστάσεως».
Ενα τυπικό μικροσυμβάν, που δημοσιεύτηκε (με πανομοιότυπο κείμενο) στις εφημερίδες της 17/11/1967, είναι αποκαλυπτικό για την έκταση αυτής της τρομοκρατικής πρακτικής.
Κάποιος ταξιτζής από τον Βύρωνα «κατεφέρετο» το φθινόπωρο του 1967 κατά της επέκτασης της περιμετρικής ζώνης, λέγοντας ότι μείωσε τις εισπράξεις του· κάποιος καλοθελητής ενημέρωσε σχετικά την Ασφάλεια και αυτή τον Παττακό, που διέταξε να τον συλλάβουν και να του τον φέρουν, με την κατηγορία ότι παρόμοια γκρίνια συνιστά οργανωμένη «αντίδρασιν κατά της κυβερνήσεως», βάσει «γραμμής που είχε δοθεί από τον ραδιοσταθμόν του ΚΚΕ».
Μετά τη συνομιλία τους, διαβάζουμε στο άρθρο, ο προσαχθείς «παρεδέχθη την ορθότητα των ληφθέντων μέτρων, όπως την παραδέχονται όλοι οι επαγγελματίαι οδηγοί», με εξαίρεση «τους κομμουνιστάς φανατισμένους επαγγελματίας της αντιδράσεως, της αναταραχής».
Ο δε Παττακός τον άφησε ελεύθερο, στέλνοντας το σχετικό «ρεπορτάζ» (και φωτογραφία του μεταξύ τους «διαλόγου») στον Τύπο, προς γενικό παραδειγματισμό.
ΑΡΧΕΙΟ Τ. ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Ο προσαχθείς, διαβάζουμε εκεί, «εγλύτωσε χάριν εις την μεγαλοφροσύνην του κ. Παττακού. Διά τους κομμουνιστάς, όμως, και τους αφελείς συνοδοιπόρους των υπάρχουν οι νόμοι, οι οποίοι θα εφαρμοσθούν εις εκάστην περίπτωσιν με την δέουσαν αυστηρότητα».
Οποιος τολμά, ας ξανακατακρίνει κυβερνητικό μέτρο...
Η αποτίμηση των λαϊκών διαθέσεων σε συνθήκες κρατικής τρομοκρατίας, κατάργησης των αντιπροσωπευτικών θεσμών και ασφυκτικής λογοκρισίας δεν είναι βέβαια καθόλου εύκολη υπόθεση.
Τον ασφαλέστερο ίσως δείκτη αποτελούν οι κατ’ ιδίαν τότε εκτιμήσεις ηγετικών στελεχών της Δεξιάς, που εκ των πραγμάτων είχαν μια καλύτερη (και εκ των ένδον) εικόνα των διαθέσεων της εθνικόφρονος μαζικής βάσης –της μερίδας, δηλαδή, του πληθυσμού που αποτελούσε και το προνομιακό ακροατήριο της εθνοσωτηρίου.
«Οι οπαδοί του Κέντρου είναι όλοι αντίθετοι προς την σημερινήν κατάστασιν», ενημέρωνε εμπιστευτικά τον αυτοεξόριστο Καραμανλή ο Γεώργιος Ράλλης τον Μάιο του 1970, όταν η χούντα βρισκόταν στο αποκορύφωμα της ισχύος της.
«Επίσης, ένα μεγάλο μέρος της ΕΡΕ. Οι υπόλοιποι της ΕΡΕ (εκτός των ολίγων που κάνουν τις δουλειές του) ανέχονται τον Παπαδόπουλο διότι τον προτιμούν από την περίοδο 1964-1967. Το συναίσθημα αυτό γίνεται εντονώτερο κατά περιόδους, λ.χ. η τελευταία δήλωσις Ανδρέα περί ενοποιήσεως του αγώνος με τον Θεοδωράκην είχε ως αποτέλεσμα την τρομοκράτησιν της συντηρητικής αυτής μερίδος, που δεν θέλει διάδοχος της σημερινής καταστάσεως να είναι ένα είδος λαϊκού μετώπου» («Αρχείο Καραμανλή», Φ. 40Β, φ. 1102).
Ενάμιση χρόνο μετά, ο ίδιος διευκρινίζει ότι «ελάχιστοι πρώην οπαδοί μας -περίπου 10-15% του συνόλου του πληθυσμού- έχουν προσχωρήσει» στο καθεστώς (επιστολή της 25/10/1971 προς τον Καραμανλή, «Αρχείο Καραμανλή», τ. 7ος, σ. 293).
Οσο κι αν ένα τέτοιο ποσοστό αντιπροσώπευε μια καθόλου αμελητέα μερίδα των τότε ψηφοφόρων της Δεξιάς, η συνολική εκλογική εμβέλεια της οποίας υπολογιζόταν τον Απρίλιο του 1967 γύρω στο 40%, απέχει έτη φωτός από την εικόνα «πλατιάς αποδοχής» που προβάλλουν οι όψιμοι εξωραϊστές της δικτατορίας.
Παρόμοιες εκτιμήσεις διαβίβαζε στον Καραμανλή και ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο οποίος -σε αντίθεση με τον Ράλλη- είχε επιλέξει την πολιτική της «γέφυρας» με το καθεστώς.
Τον Φεβρουάριο του 1970 υπολόγιζε πως οι δικτάτορες «πιθανόν να έχουν κάτι μεταξύ 10% και 20%, προς το 10 (ή και κάτω) στις πόλεις, προς το 20 εις την ύπαιθρον».
Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, η εκτίμηση αυτή θα αναθεωρηθεί προς τα κάτω: «γύρω στο 10%» («Αρχείο», όπ.π., σ. 270 & 277).
Τον Σεπτέμβριο, πάλι, ο ίδιος κάνει λόγο στον αυλάρχη του βασιλιά για «μεγάλη δυσαρέσκεια του λαού» στην ύπαιθρο, με την οποία διατηρούσε στενή επαφή, λόγω «της χαμηλής τιμής σίτου, γεωργικών προϊόντων και καπνού», μολονότι ταυτόχρονα διαπιστώνει ένα «αίσθημα τέλειας υποταγής στη σημερινή κατάσταση» (Λεωνίδας Παπάγος, «Σημειώσεις 1967-1977», Αθήνα 1999, σ. 275).
Υπήρχαν, φυσικά, και πιο αισιόδοξες -για τους κρατούντες- εκτιμήσεις.
Οταν το 1969 η ΥΠΕΑ ζήτησε από τις τοπικές διοικήσεις της Χωροφυλακής «να αναφέρουν το προβλεπόμενο ποσοστό που θα έπαιρναν οι συνδυασμοί της “εθνικής κυβέρνησης” στην περιφέρεια κάθε υπηρεσίας», διαβάζουμε στις αναμνήσεις ενός τότε υπομοιράρχου, όλοι έσπευσαν να δώσουν ποσοστά 75-90% (Ναπολέων Δοκανάρης, «Η μεταπολεμική Ελλάδα», Ιωάννινα 2004, σ. 210-2).
Για την επαγγελματική τους επιβίωση, ως δημοσίων υπαλλήλων, ήταν γαρ ασφαλέστερο να πέσουν έξω στις «προβλέψεις» τους, αν ποτέ αυτές υποβάλλονταν στη βάσανο της έμπρακτης επιβεβαίωσης, παρά να εκτεθούν στα μάτια των προϊσταμένων τους ως ανεπαρκώς εμπνεόμενοι από την «επανάστασιν»...
Πηγή: Τάσος Κωστόπουλος - "Εφημερίδα των Συντακτών"
Πηγή: Τάσος Κωστόπουλος - "Εφημερίδα των Συντακτών"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου