12.6.17

Ας μιλήσουμε για τις οργανώσεις ένοπλης μειοψηφικής βίας. Μέρος 11ο - Κ* ΒΟΞ: "Ο ένοπλος αγώνας είναι αναπόσπαστο τμήμα μίας στρατηγικής που έχει ως στόχο την επαναστατική ανατροπή."


Εκτιμώντας ότι τις παρακάτω απόψεις για τις οργανώσεις ένοπλης πάλης ασπάζεται ένα μεγάλο μέρος του κόσμου που έχει αναφορά στην αναρχική ιδεολογία, παραθέτουμε την εισήγηση που έγινε εκ μέρους των καταληψιών του Κ* ΒΟΞ στην εκδήλωση «Ένοπλος Αγώνας, Επαναστατικό Κίνημα και Κοινωνική Επανάσταση» και η οποία πραγματοποιήθηκε στις 5 Νοέμβρη 2014, σε αίθουσα του Πολυτεχνείου Αθήνας. 

Να σημειώσουμε ότι στο εισηγητικό κείμενο γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην οργάνωση «Επαναστατικός Αγώνας», αφού ήταν η εποχή που είχε συλληφθεί ο Νίκος Μαζιώτης και καταζητούταν η σύντροφος του Πόλα Ρούπα: 


Μία προσέγγιση του θέματος της σημερινής συζήτησης προϋποθέτει μία πιο συνολική τοποθέτηση σχετικά με την πολιτική βία σου ασκείται απέναντι στο κράτος από το κίνημα, ανεξάρτητα από τις μορφές πολιτικής βίας που επιλέγονται. 

Μια τοποθέτηση δηλαδή σχετικά με τις πρακτικές της πολιτικής βίας τις οποίες υιοθετεί το ανατρεπτικό κίνημα, και εξαιτίας των οποίων βρίσκεται στο στόχαστρο της κρατικής καταστολής. Θεωρούμε δεδομένο ότι η άσκηση πολιτικής βίας με αντικαθεστωτικά και ταξικά χαρακτηριστικά, είναι μία απαραίτητη πρακτική για το κίνημα, και πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μία πρακτική αντίστασης και επίθεσης μαζί. 

Πρόκειται για μία μορφή πολιτικής δράσης, συμπληρωματική με τις υπόλοιπες μορφές δράσης του κινήματος και γίνεται με τα μέσα που επιλέγονται από το κίνημα κάθε φορά. Πρέπει να σημειωθεί ότι, πέρα από τα όποια άμεσα ή μακροπρόθεσμα αποτελέσματα που μπορεί να έχει η επιλογή της πολιτικής βίας, το πιο σημαντικό είναι, ότι εξ’ αντικειμένου τοποθετείται στον πυρήνα της επαναστατικής διαδικασίας. 
Κι αυτό συμβαίνει γιατί μέσω της άσκησης πολιτικής βίας πρώτον, γίνεται πράξη η αμφισβήτηση του κρατικού μονοπωλίου στη βία, και δεύτερον αποτυπώνεται στην πράξη ότι μία επαναστατική διαδικασία έχει ως στόχο την κατάλυση του καπιταλισμού. Εδραιώνεται με άλλα λόγια στην πράξη η θέση ότι η μόνη επαναστατική προοπτική είναι η βίαιη συντριβή του κράτους. 

Πιο αναλυτικά, η αμφισβήτηση του κρατικού μονοπωλίου στη βία, η αμφισβήτηση δηλαδή της αποκλειστικής δυνατότητας των κρατικών οργάνων (αστυνομία, νομοθέτες, δικαστικοί) να ασκήσουν βία απέναντι σε όποιον χρειάζεται, είναι αμφισβήτηση της ίδιας της ουσίας του κράτους, δηλαδή της κατασταλτικής του δύναμης. Γιατί, το κράτος, για να παγιώσει την κυρίαρχη ιδεολογία και να αναπαράγει τις καπιταλιστικές σχέσεις εξουσίας πρέπει να αποσπάσει την κοινωνική συναίνεση. Και όταν η απόσπαση της συναίνεσης δεν είναι εφικτή μέσω της οικονομικής ή κοινωνικής πολιτικής, τότε το κράτος λειτουργεί ως μηχανισμός καταστολής και καταπίεσης, αποκαλύπτοντας την πραγματική του φύση. 

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αντίληψης για τη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, είναι σαφές ότι η μορφή της πολιτικής βίας που ασκείται από το κίνημα, (δηλαδή τα μέσα που επιλέγονται καθώς και η έντασή τους), καθορίζονται σε κάθε συγκυρία από το ίδιο το κίνημα, μέσα στις εσωτερικές του διαδικασίες. Και η επιλογή των μορφών δράσης οφείλουν να είναι ανεξάρτητες από τη διάκριση που επιβάλλεται από το κράτος, μέσω της καταστολής σχετικά με το ποια δράση είναι νόμιμη και ποια παράνομη. Ανεξάρτητα δηλαδή από τα «όρια της νομιμότητας» τα οποία άλλωστε συρρικνώνονται όλο και περισσότερο την εποχή που διανύουμε. 

Βάζουμε τον όρο «όρια της νομιμότητας» σε εισαγωγικά γιατί δεν είναι νομοθετικά-συνταγματικά κατοχυρωμένα, αλλά καθορίζονται σε κάθε συγκυρία από την έκβαση της ταξικής πάλης. Οπότε και ο ένοπλος αγώνας αποτελεί ένα κομμάτι του κινήματος, και μάλιστα, εν δυνάμει, είναι αναπόσπαστο τμήμα μίας στρατηγικής που έχει ως στόχο την επαναστατική ανατροπή. 

Άλλωστε μαζικός ένοπλος αγώνας σημαίνει εμφύλιος ταξικός πόλεμος. Με την έννοια αυτή, είναι σαφείς και οι λόγοι της ειδικής κατασταλτικής και ιδεολογικής αντιμετώπισης που το κράτος επιφυλάσσει στους φορείς της πολιτικής βίας και ιδιαίτερα στους ένοπλους αντάρτες. 

Βασικό χαρακτηριστικό της στρατηγικής του κράτους στην αντιμετώπιση των πολιτικών του αντιπάλων είναι να εμφανίζεται ενιαίο, συμπαγές και ισχυρό, να δημιουργεί δηλαδή ένα ενιαίο ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο καταστολής. Αυτό το πλαίσιο καταστολής σε κάθε συγκυρία εκφράζει τον τρόπο που τα συμφέροντα της αστικής τάξης για κοινωνική ειρήνη και αναπαραγωγή του κεφαλαίου καθορίζουν και διαμορφώνουν τους κατασταλτικούς μηχανισμούς επιβολής εξουσίας και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς πειθάρχησης της κοινωνίας. 

Ανεξάρτητα, δηλαδή, από τις όποιες ενδοαστικές αντιθέσεις που υπάρχουν σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, όταν η ίδια η αστική κυριαρχία αμφισβητείται έμπρακτα ή τίθεται υπό αμφισβήτηση μέσω της έλλειψης κοινωνικής συναίνεσης, η αστική τάξη, το κράτος και όλες οι θεσμικές τους λειτουργίες συγκροτούν ένα συμπαγές μπλοκ, ξεπερνούν τις διαφορές τους και επιτίθενται στον κοινό ταξικό εχθρό τους. 

Ομογενοποιούνται δηλαδή για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν ένα επαναστατικό κίνημα που αμφισβητεί την ίδια τους την ύπαρξη. Γι’ αυτό και το κίνημα, πολεμώντας απέναντι σε αυτό το ενιαίο κρατικό μέτωπο οφείλει από την πλευρά του να εμφανίζεται ενιαίο απέναντι στην κρατική καταστολή, και, ακόμα περισσότερο σε όσους διώκονται για την επαναστατική τους δράση, για συμμετοχή σε ένοπλες οργανώσεις. 

Οπότε, για να έρθουμε στο ζήτηση της αλληλεγγύης, πιστεύουμε ότι: η μη στήριξη των διωκόμενων από το κράτος συνεπάγεται και την άρνηση αναγνώρισης της σημασίας της πολιτικής βίας, άρα την άρνηση του δικαιώματος άμυνας, αντίστασης και επίθεσης απέναντι στην βία του κεφαλαίου. Σημαίνει δηλαδή, την έμμεση αποδοχή του κρατικού μονοπωλίου στη βία. 

Έτσι και η αλληλεγγύη στους πολιτικούς κρατούμενους, σε όσους δηλαδή διώκονται διότι αγωνίζονται για την επαναστατική ανατροπή της καπιταλιστικής κοινωνίας οφείλει να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής δράσης, ανεξάρτητα από τη μορφή του αγώνα τους, και κυρίως, ανεξάρτητα από το επίπεδο καταστολής που αντιμετωπίζουν. Και φυσικά, ανεξάρτητα με το κλίμα φόβου και τρομοϋστερίας που οι μηχανισμοί εξουσίας προσπαθούν να σπείρουν στον κόσμο της αντίστασης. Ιδιαίτερα αυτή την εποχή όπου το φάσμα των αγωνιστών που αντιμετωπίζουν την καταστολή διευρύνεται, όσο στενεύουν τα «όρια της νομιμότητας». 

Με βάση την παραπάνω τοποθέτηση, θεωρούμε την αλληλεγγύη, ως ένα απαραίτητο τμήμα της διαδικασίας προς την κοινωνική επανάσταση, ως ένα σημαντικό κομμάτι μιας επιθετικής αντικαθεστωτικής στρατηγικής. Ένα κίνημα οφείλει να έχει συνείδηση, πως η υπεράσπιση των αιχμαλώτων του, των πολιτικών κρατούμενων, είναι πρωταρχικό αξίωμα ζωτικής σημασίας για την ίδια του την ύπαρξη και την εξέλιξή του. 

Δηλαδή, η αλληλεγγύη στους πολιτικούς κρατούμενους αποτελεί αφ’ ενός έναν βασικό πυλώνα του επαναστατικού εγχειρήματος και αφ’ ετέρου μία σχέση με μεγάλη δυναμική, μια σχέση αμφίδρομη μεταξύ αλληλέγγυων και διωκόμενων. Με αυτήν την έννοια, είμαστε αλληλέγγυοι στους πολιτικούς κρατούμενους ανεξάρτητα από το φάσμα του αγωνιστικού-ανατρεπτικού κινήματος από όπου προέρχονται. 

Προφανώς, η αλληλεγγύη δεν προϋποθέτει ταύτιση με το σύνολο των πολιτικών θέσεων των διωκόμενων και την επιλογή των μορφών πάλης και της έντασής τους, εφ’ όσον αυτές έχουν σαφές το πρόταγμα της ανατροπής του καθεστώτος. Με αυτήν τη λογική, στο φάσμα αυτό περιλαμβάνονται οι αγωνιστές και αγωνίστριες που διώκονται και φυλακίζονται για τη δράση τους στα πλαίσια του αντικαπιταλιστικού αγώνα και της επαναστατικής προοπτικής. 

Η αλληλεγγύη στους πολιτικούς κρατούμενους δεν μπορεί να είναι επιλεκτική, ούτε μερική, αλλά αφορά το σύνολο των πολιτικών κρατούμενων. Και κριτήριο για την ιδιότητα του πολιτικού κρατούμενου αποτελεί και η αγωνιστική τοποθέτηση και στάση του στο δικαστήριο και στη φυλακή και η συνέπεια μεταξύ της διαδρομής και της δράσης του πριν τη σύλληψη και της στάσης του μετά από αυτήν. 

Σημαντικό σημείο στην διαδικασία της αλληλεγγύης και της έκφρασής της είναι η διαπίστωση ότι οι φυλακισμένοι αγωνιστές έχουν να αντιμετωπίσουν μεταξύ άλλων, τις διακαείς προσπάθειες του κράτους και των Μ.Μ.Ε για αποϊδεολογικοποίηση του ένοπλου αγώνα και πολιτική απαξίωση όσων επιλέγουν να ανταπαντήσουν στο κρατικό μονοπώλιο της βίας. Το κράτος αρνείται τον πολιτικό χαρακτήρα των αδικημάτων θέλοντας να παρουσιάσει τους πολιτικούς κρατούμενους ως «κοινούς εγκληματίες» και όχι ως αγωνιστές, αντίπαλους του καθεστώτος. 

Στην πραγματικότητα όμως με την ίδια του τη στάση το κράτος, με τις ειδικές συνθήκες κράτησης, τις φυλακές τύπου Γ’, τις ειδικές δίκες απουσία ενόρκων, την απροκάλυπτη καταπάτηση των ίδιων του των νομικών πλαισίων και γενικώς την «ειδική αντιμετώπιση», αποδεικνύει περίτρανα από μόνο του με τον καλύτερο τρόπο τον πολιτικό χαρακτήρα και ιδιότητα που τόσο θέλει να αποκρύψει και να απαξιώσει. Παρόλα αυτά, πιστεύουμε ότι από τα βασικά καθήκοντα της αλληλεγγύης είναι η πολιτική στήριξη των κρατούμενων και η δυνατότητα που πρέπει να έχουν, μέσα από κινηματικές διαδικασίες για τη διάδοση του λόγου τους. 

Τα αποτελέσματα που μπορεί να επιφέρει η ύπαρξη ενός δυνατού κινήματος αλληλεγγύης είναι πολύ σημαντικά και ουσιαστικά για τους συντρόφους που βρίσκονται σε ομηρία, αλλά και για όλο το κίνημα, καθώς η παρακαταθήκη που αφήνουν οι πρακτικές αλληλεγγύης, (συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, αφισοκολλήσεις, παρουσία στα δικαστήρια, οικονομική και πολιτική στήριξη των διωκόμενων, εκδηλώσεις με παρεμβάσεις των πολιτικών κρατούμενων, αντίσταση στην τρομοϋστερία), επιβεβαιώνουν ότι η αλληλεγγύη είναι το όπλο μας. 

 Όλα αυτά τα χρόνια, σε δεκάδες υποθέσεις, η συσπείρωση γύρω από τη σύσταση κινήσεων αλληλεγγύης, έχει αποδειχθεί καθοριστικής σημασίας όχι μόνο για αυτές καθ’ αυτές τις υποθέσεις, αλλά και γενικότερα για την κοινωνική υπόσταση του ίδιου του κινήματος, τη διαμόρφωση και τη ριζοσπαστικοποίησή του. Από την πρώτη χρονική περίοδο εγκαθίδρυσης της χούντας το 1967, έως και σήμερα, υπάρχει και καταγράφεται στον ελλαδικό χώρο η ένοπλη πολιτική αντιβία κομματιών του επαναστατικού κινήματος. Από τις βομβιστικές επιθέσεις την περίοδο της χούντας μέχρι τις πρόσφατες ένοπλες ενέργειες παρατηρείται μια αδιάλειπτη και συνεχής ένοπλη πάλη πενήντα σχεδόν ετών. 

Με το παράδοξο ενός μικρού πληθυσμιακά λαού και με λίγους ανθρώπους διαχρονικά στις τάξεις των επαναστατικών κινημάτων, που πάντα όμως έβγαζε και συνεχίζει να βγάζει ένοπλους αγωνιστές. Με δεκάδες ανθρώπους να έχουν φυλακιστεί και δολοφονηθεί σε αυτή τη διαδικασία. Μια ιστορική συνέχεια ενός παρελθόντος με μεγαλειώδεις αγώνες και θυσίες, ενός πανίσχυρου θυμικού των εποχών της ένοπλης αντίστασης του ΕΛΑΣ, των Δεκεμβριανών και του εμφυλίου πολέμου. Μιας βαθιάς ριζωμένης συλλογικής αντίληψης ότι αυτές οι θυσίες και το αίμα χιλιάδων αγωνιστών δεν έχουν δικαιωθεί. 

Από την εποχή που οι πρώτοι αντάρτες ανέβηκαν στο βουνό έως σήμερα, οι διαχειριστές της εξουσίας χρησιμοποιούν την ίδια στρατηγική και τις ίδιες μεθόδους για να αντιμετωπίσουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους: την αποϊδεολογικοποίηση του ένοπλου αγώνα και των φορέων του και συνακόλουθα την πολιτική τους απαξίωση. «Ληστές» ήταν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ, «συμμορίτες» οι μαχητές στα Δεκεμβριανά, «εαμοβούλγαροι ληστοσυμμορίτες» οι αγωνιστές του ΔΣΕ, «πράκτορες και χαφιέδες» οι βομβιστές της χούντας και της μεταπολίτευσης, «ποινικοί και κοινοί εγκληματίες» οι αγωνιστές των τελευταίων ετών. 

Μέσα σε αυτόν τον ιδεολογικό μηχανισμό πειθάρχησης της κοινωνίας και αποϊδεολογικοποίησης του αγώνα εντάσσεται και η τοποθέτηση της επίσημης αριστεράς καθώς και μεγάλου τμήματος της εξωκοινοβουλευτικής, που με την πάγια θέση της περί «λαθρεπιβατών της αριστεράς», αλλά και προβοκατόρων που το κίνημα ουδεμία σχέση έχει μαζί τους, συστρατεύονται με το κυρίαρχο καθεστώς στο εκάστοτε μπλοκ εξουσίας και στη φυσική και ηθική εξόντωση των πολιτικών του αντιπάλων. 

Κι αν διαχρονικά ξεχώριζε η στάση του αναρχικού αντιεξουσιαστικού κινήματος στο πώς αντιμετώπιζε τις ενέργειες ένοπλης βίας, δυστυχώς, τον τελευταίο καιρό διαπιστώνουμε μια πολιτική και πρακτική μετατόπιση ομάδων του κινήματος που τις καθιστά όμορες με τους διαχειριστές της εξουσίας ως προς την ιδεολογικοπολιτική αντιμετώπιση του ένοπλου αγώνα και την αφήγησή τους ως προς τη συνολική ερμηνεία του σκοπού, της προέλευσης και των αποτελεσμάτων της επαναστατικής βίας. 

Κείμενα και ανακοινώσεις του ευρύτερου κινήματος που επιλέγουν αντί για μία, έστω και αυστηρή, πολιτική κριτική, απλά τη συκοφάντηση και την απαξίωση ως την αποϊδεολογικοποίηση των ένοπλων ενεργειών δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να βοηθούν την εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος που θα βρεθούν εμπλεκόμενοι, αλλά και την ενίσχυση της κυρίαρχης κρατικής αφήγησης συνολικά για την επαναστατική βία. 

Το ένοπλο, είτε συμφωνούμε είτε όχι με τις επιλογές του και την πολιτική του τοποθέτηση, είναι κομμάτι του κινήματος και η αποδόμηση, εκ των έσω ειδικά, αυτής της ιστορικής βασικής αρχής των αγωνιζόμενων θα φέρει καταστροφικά και ισοπεδωτικά αποτελέσματα για το σύνολο του αγώνα, αφού δίνει πολιτική νομιμοποίηση σε αυτό που προαναφέραμε, την αποδοχή του κρατικού μονοπωλίου στη βία. Μια κριτική κομματιών του κινήματος που αφορά στα αποτελέσματα και τις παρενέργειες του ένοπλου αγώνα είναι η λογική ότι προκαλεί καταστολή στο ευρύτερο κίνημα μέσα από την κατασταλτική και νομοθετική θωράκιση που αναπτύσσεται από το κράτος μετά από κάθε ένοπλη ενέργεια. 

Εδώ βέβαια υπάρχει η εξής προβληματική. Ή δεχόμαστε την αφήγηση που λέει ότι τα νομοθετήματα και τα κατασταλτικά μέτρα αποσκοπούν στον ένοπλο χώρο, οπότε δεν αφορούν το κίνημα, είτε ότι το νομοθετικό και κατασταλτικό πλαίσιο αφορά στην πραγματικότητα όλο τον αγωνιζόμενο κόσμο, με ή χωρίς ενιαίες επιλογές, άρα θα επιβάλλονταν αργά ή γρήγορα και χωρίς ένοπλες ενέργειες, ή αφορά όποιον επιλέγει τη βίαιη αναβάθμιση των μέσων πάλης (πχ τμήματα του αναρχικού χώρου, κάτοικοι της Κερατέας και της Χαλκιδικής κλπ), οπότε για τη διάρρηξη αυτής της αμφίδρομης σχέσης πολιτική βία - αύξηση της καταστολής, θα πρέπει να δεχτούμε το κρατικό μονοπώλιο στη βία. 

 Η αλήθεια είναι ότι όλα αυτά τα χρόνια που δεκάδες κοινωνικές ομάδες έχουν δεχτεί την κρατική καταστολή και διαπιστώνοντας ότι ουδεμία σχέση είχαν με επιλογές πολιτικής βίας, δυσκολευόμαστε να δεχτούμε ότι ο ένοπλος αγώνας είναι η ουσιαστική αιτία και το καταλυτικό γεγονός της αύξησης η πρόκλησης της καταστολής. Αντιθέτως, η απουσία του ή η ανακολουθία του με το ευρύτερο κίνημα μπορεί να οδηγήσει ακόμα περισσότερο στην επιβολή των κατασταλτικών και νομοθετικών πολιτικών της εξουσίας. 

 Υπάρχουν δεκάδες ιστορικά παραδείγματα όπου η ύπαρξη ένοπλου κομματιού σε παράλληλη ή αλληλοσυμπληρούμενη θέση με το ευρύτερο κίνημα ήταν ο βασικός λόγος ανάσχεσης της καταστολής παίζοντας καταλυτικό ρόλο υπέρ του κινήματος στο εκάστοτε διαμορφούμενο περιβάλλον συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ αγωνιζόμενων και εξουσιαστών. Το να αφήσουμε πίσω μας μια παγιωμένη συνθήκη δύο πόλων στο εσωτερικό του κινήματος που η μία απαξιώνει και θέτει εκτός του αγώνα το ένοπλο κομμάτι και η άλλη απαξιώνει και λοιδορεί ή θεωρεί αναποτελεσματικές τις μαζικές διαδικασίες είναι μια καλή αρχή για την επανοικειοποίηση της βασικής αξίωσης ενός αγώνα με προοπτική, την πολυμορφία. 

Από το 2003 που έκανε την εμφάνισή του ο Επαναστατικός Αγώνας, αναλύοντας το ιστορικό, οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο της περιόδου, επιτέθηκε σε διεθνείς τραπεζικούς κολοσσούς (Eurobank, Citibank), στο θεσμό της αστικής δικαιοσύνης (δικαστήρια σχολής Ευελπίδων), σε κρατικούς φορείς που λεηλατούν τον κοινωνικό πλούτο (χρηματιστήριο, υπουργείο Οικονομικών, υπουργείο Εργασίας), σε πρωταγωνιστές σκανδάλων (Βουλγαράκης, απαγωγές Πακιστανών, υποκλοπές), σε ιμπεριαλιστές (πρεσβεία ΗΠΑ), στους ένστολους δολοφόνους της δημοκρατίας (ΜΑΤ, αστυνομικά τμήματα), σε πολυεθνικές που θησαυρίζουν από τον κοινωνικό πλούτο και καταστρέφουν το περιβάλλον (Shell). 

Στις 10 Μαρτίου 2010, σε προπαρασκευαστική επιχείρηση του Επαναστατικού Αγώνα, μέλη της οργάνωσης συμπλέκονται με το πλήρωμα ενός περιπολικού της αστυνομίας. Η ανταλλαγή πυροβολισμών είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθεί το μέλος της οργάνωσης Λάμπρος Φούντας. 

Η δράση του Επαναστατικού Αγώνα συνοδεύεται από εκτενείς αναλύσεις της υπάρχουσας πολιτικοοικονομικής και κοινωνικής περιόδου ενώ οι ενέργειες της οργάνωσης χαρακτηρίζονται από την επικαιρότητά τους και την παρέμβασή τους στις εκάστοτε συνθήκες που επικρατούν. Τόσο η δράση όσο και ο πολιτικός λόγος του Επαναστατικού Αγώνα έχουν σαν κεντρικό σημείο αναφοράς την κοινωνική επανάσταση, ειδικά σήμερα που είναι η μόνη ρεαλιστική πρόταση για την έξοδο από τη συστημική κρίση. 

Στις 16 Ιουλίου μετά από ένοπλη συμπλοκή στο Μοναστηράκι με δεκάδες μπάτσους, συλλαμβάνεται τραυματισμένος ο Νίκος Μαζιώτης, μέλος του Επαναστατικού Αγώνα. Ο σύντροφος υπερασπίστηκε τη ζωή και την ελευθερία του με το όπλο στο χέρι. Μια ελευθερία που επέλεξε μαζί με τη συντρόφισσα Πόλα Ρούπα περνώντας στην παρανομία πριν το τέλος της δίκης με σκοπό τη συνέχιση του αγώνα για την κοινωνική επανάσταση. 

Κατά τη διάρκεια της παρανομίας της Πόλας και του Νίκου το κράτος τους επικήρυξε με 2 εκ. ευρώ. Μια επικήρυξη που αποδεικνύει ότι η κοινωνία δεν ταυτίζεται με την άποψη του κράτους περί στυγνών αδίστακτων τρομοκρατών αλλά αναγνωρίζει πολλές φορές, έστω και με έμμεσο τρόπο, ότι η δράση του Επαναστατικού Αγώνα στόχευε εκείνους που εκτελούν την πιο βάρβαρη επίθεση εις βάρος της κοινωνίας. Επέλεξαν την παρανομία για να συνεχίσουν τον αγώνα για την ανατροπή του κεφαλαίου και του κράτους, για τον Ελευθεριακό Κομμουνισμό και την Αναρχία. Μέσα στα πλαίσια αυτά έγινε η επαναδραστηριοποίηση του Επαναστατικού Αγώνα με την επίθεση στις 10 Απριλίου 2014 στο κτίριο της Διεύθυνσης Εποπτείας της Τράπεζας της Ελλάδος στην οδό Αμερικής, όπου στεγάζεται και ο μόνιμος αντιπρόσωπος του ΔΝΤ στην Ελλάδα.

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου