Του Γιάννη Μπαζού, Συγγραφέα – HotDoc History
Αγγλικές και γερμανικές μυστικές υπηρεσίες διαγωνίστηκαν σε γκάφες σχετικά με τον τρόπο και τα σημεία επίθεσης. Μάλεμε, Σούδα, Γαλατάς, αεροδρόμια Ρεθύμνου και Ηρακλείου. Για τους Συμμάχους 4.123 νεκροί, για τους Γερμανούς 4.041. Ηταν η τελευταία επιχείρηση Γερμανών αλεξιπτωτιστών.
Καθώς ο Β'Παγκόσμιος Πόλεμος εξαπλωνόταν από την ηπειρωτική Ευρώπη στα Βαλκάνια, η προφανής στρατηγική θέση της Κρήτης για τον έλεγχο της νοτιοανατολικής Μεσογείου ενέταξε το νησί στους ευρύτερους στρατηγικούς σχεδιασμούς των Αγγλων.
Η θέση της Κρήτης παρείχε στο βρετανικό ναυτικό τον έλεγχο της ανατολικής Μεσογείου και πολλά λιμάνια όπου ο βρετανικός στόλος μπορούσε να διαμοιράζει τον ελλιμενισμό των πλοίων του για λόγους ασφαλείας, ενώ ταυτόχρονα επέτρεπε στη βρετανική αεροπορία (RAF) να βομβαρδίζει τις πετρελαιοπηγές του Πλοέστι στη Ρουμανία που αποτελούσαν σταθμό ανεφοδιασμού του Αξονα. Με την Κρήτη υπό τον έλεγχο των Συμμάχων, η νοτιοανατολική πτέρυγα των δυνάμεων του Αξονα ήταν επισφαλής, πράγμα που δυνητικά μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την επικείμενη επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα», δηλαδή την εισβολή στη Σοβιετική Ενωση που είχε προγραμματιστεί για τις 22 Ιουνίου 1941.
Γι' αυτούς τους λόγους, στρατιωτικές δυνάμεις των Βρετανών βρίσκονταν ήδη στην Κρήτη από την περίοδο της ιταλικής εισβολής στην Ελλάδα στις 28 Οκτωβρίου 1940. Οταν πέντε μήνες αργότερα, στις 6 Απριλίου 1941, οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ελλάδα, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις εξελίχθηκαν πολύ γρήγορα.
Στις 19 Απριλίου 1941 οι δρόμοι υποχώρησης στην Ηπειρο και την Αλβανία δέχτηκαν ολοήμερο βομβαρδισμό από την ιταλική και τη γερμανική αεροπορία. Η δύναμη των Γερμανών (LSSAH), η οποία μέχρι τότε είχε φτάσει στα Γρεβενά, κινήθηκε προς τα δυτικά και κατέλαβε τη διάβαση του Μετσόβου, αποκόπτοντας με αυτή την κίνηση την οδό υποχώρησης του ελληνικού στρατού.
Ετσι, την επόμενη μέρα 20 Απριλίου, ο αντιστράτηγος Τσολάκογλου υπέγραψε με τον διοικητή της LSSAH Ζεπ Ντίντριχ πρωτόκολλο ανακωχής, με το οποίο σταματούσε κάθε εχθροπραξία μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας από ας 18.00 της ίδιας μέρας.
Οσοι στρατιώτες της Κοινοπολιτείας βρίσκονταν στην ηπειρωτική Ελλάδα μεταφέρθηκαν μέσω Βόλου και Πειραιά από το βρετανικό ναυτικό νοτιότερα στην Αίγυπτο και την Κρήτη, όπου ενίσχυσαν την υπάρχουσα στρατιωτική δύναμη των 14.000 αντρών.
Στις 30 Απριλίου ο Νεοζηλανδός στρατηγός Μπέρναρντ Φράιμπεργκ διορίστηκε διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στην Κρήτη. Τον Μάιο του 1941 η άμυνα αποτελούνταν από περίπου 9.000 Ελληνες: τρία τάγματα της V Μεραρχίας του ελληνικού στρατού (η υπόλοιπη μεραρχία είχε μεταφερθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα για να αντιμετωπίσει τη γερμανική εισβολή), την κρητική χωροφυλακή (δύναμη τάγματος), τη φρουρά Ηρακλείου (τάγμα άμυνας, μεταφορών και διοικητικής μέριμνας) και υπολείμματα του 12ου και του 20ού ελληνικού τμήματος στρατού που μετά την κατάρρευση του μετώπου κατέληξαν στην Κρήτη υπό βρετανική διοίκηση.
Τις ελληνικές δυνάμεις του νησιού συμπλήρωναν οι σπουδαστές της Ακαδημίας της Χωροφυλακής και οι στρατιώτες των κέντρων εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων Πελοποννήσου, οι οποίοι αντικαθιστούσαν τους εκπαιδευμένους στρατιώτες που είχαν σταλεί να πολεμήσουν στην ηπειρωτική Ελλάδα. Αυτές οι δυνάμεις ήταν ήδη οργανωμένες σε συντάγματα και για πρακτικούς λόγους αποφασίστηκε να διατηρηθεί η υπάρχουσα οργάνωση των ελληνικών μονάδων και απλώς να ενισχυθούν με όσους έμπειρους άντρες έφθαναν από την ηπειρωτική χώρα.
Το στρατιωτικό απόσπασμα της Βρετανικής Κοινοπολιτείας αποτελούνταν από την αρχική βρετανική φρουρά και 25.000 ακόμη στρατιώτες που είχαν εγκαταλείψει την ηπειρωτική χώρα Αυτοί οι 25.000 στρατιώτες ήταν ένα μείγμα από ακέραιες μονάδες με δική τους διοίκηση και άλλες, φτιαγμένες από στρατιώτες διάφορων μονάδων οι περισσότεροι των οποίων δεν είχαν βαρύ εξοπλισμό.
Οι μονάδες-κλειδιά ήταν η 2η νεοζηλανδική Μεραρχία (εκτός από την 6η Ταξιαρχία και τη διοίκηση του τμήματος που είχε σταλεί στην Αίγυπτο), η αυστραλιανή 19η Ταξιαρχία και η βρετανική 14η Ταξιαρχία Πεζικού. Οι συμμαχικές δυνάμεις είχαν στη διάθεσή τους έξι άρματα μάχης τύπου Cruiser Mk I. Υπήρχαν ακόμη περίπου 85 πυροβόλα διαφόρων διαμετρημάτων. Πολλά από αυτά ήταν ιταλικά που είχαν περιέλθει σε ελληνικά χέρια και δεν διέθεταν στόχαστρα βομβαρδισμού.
Οι Γερμανοί μόλις κατέλαβαν την ηπειρωτική Ελλάδο άρχισαν συνεχείς βομβαρδισμούς του νησιού, αναγκάζοντας τη RAF να μεταφέρει τα αεροσκάφη της στην Αλεξάνδρεια Ετσι η γερμανική αεροπορία (Λουφτβάφε) απέκτησε την απόλυτη αεροπορική υπεροχή. Παρ' όλα αυτά, η Κρήτη παρέμενε απειλή και θα έπρεπε τελικά να κατακτηθεί
Στις 25 Απριλίου ο Αδόλφος Χίτλερ υπέγραψε τη διαταγή για την εισβολή στην Κρήτη. Οι δυνάμεις του βρετανικού ναυτικού με κέντρο την Αλεξάνδρεια διατηρούσαν τον έλεγχο του θαλάσσιου χώρου γύρω από την Κρήτη, έτσι κάθε αμφίβια επίθεση θα ήταν παρακινδυνευμένη. Ετσι οι Γερμανοί με δεδομένη την από αέρος υπεροχή αποφάσισαν εισβολή από αέρος.
Στην επιχείρηση δόθηκε το κωδικό όνομα «Ερμής» (Unternehmen Merkur). Αυτή θα ήταν η πρώτη πραγματικά μεγάλης κλίμακας αεροπορική εισβολή. Οι Γερμανοί είχαν χρησιμοποιήσει αλεξιπτωτιστές και ανεμοπλάνα - σε πολύ μικρότερη κλίμακα- στην εισβολή στη Γαλλία και στις Κάτω Χώρες, στη Νορβηγία αλλά και την ηπειρωτική Ελλάδα. Στην τελευταία αυτή περίπτωση Γερμανοί αλεξιπτωτιστές είχαν σταλεί να καταλάβουν τη γέφυρα της διώρυγας της Κορίνθου, την οποία οι Βρετανοί σκαπανείς ετοιμάζονταν να ανατινάξουν. Η γέφυρα υπέστη ζημιές κατά τη διάρκεια της σύρραξης, πράγμα που καθυστέρησε τη γερμανική προέλαση και έδωσε στους Συμμάχους χρόνο να μεταφέρουν 18.000 στρατιώτες στην Κρήτη και 23.000 ακόμη στην Αίγυπτο, με κόστος όμως την απώλεια μεγάλου τμήματος του βαρέως οπλισμού.
Οι Γερμανοί αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν το σώμα των αλεξιπτωτιστών (FaUschirmjager) για να καταληφτούν θέσεις-κλειδιά του νησιού, συμπεριλαμβανομένων και αεροδρομίων, τα οποία μετέπειτα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για μεταφορά προμηθειών και πολεμοφοδίων από αέρος. Για την πραγματοποίηση της επίθεσης το 11ο Αερομεταφερόμενο Σώμα (XI Fliegerkorps) θα έπρεπε να συνεργαστεί με την 7η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία, η οποία και θα έριχνε τους άντρες της με αλεξίπτωτα και I ανεμοπλάνα, ακολουθούμενη από την 22η Μεραρχία Αεραπόβασης όταν τα αεροδρόμια θα ήταν ασφαλή. Η επίθεση ήταν αρχικά προγραμματισμένη για τις 16 Μαΐου, αναβλήθηκε όμως για τις 20 του μηνός και η 5η Ορεινή Μεραρχία ! αντικατέστησε την 22η Μεραρχία.
Οι Αγγλοι ήταν ενήμεροι για την επίθεση, αφού είχαν υποκλέψει πολλά σήματα των Γερμανών μέσω του αγγλικού δικτύου αποκρυπτογράφησης Ultra, το οποίο έσπαγε τα κωδικοποιημένα μηνύματα των Γερμανών. Μια γερμανική ασύρματη συσκευή αποστολής κρυπτογραφημένων μηνυμάτων Enigma είχε πέσει στα χέρια των Πολωνών κι αυτοί, λίγες μέρες προτού η πατρίδα τους καταληφτεί από τους ναζί, την έδωσαν στους Αγγλους για ανάλυση. Ετσι δόθηκε η ευκαιρία στους Αγγλους κρυπτογράφους να σπάσουν τον μηχανισμό της.
Παρ’ όλα αυτά και οι δύο αντίπαλοι έπεσαν έξω στις προβλέψεις τους. Ο Νεοζηλανδός στρατηγός Φράιμπεργκ (από τους λιγότερο ικανούς του συμμαχικού στρατοπέδου) οργάνωσε την άμυνα του νησιού αναμένοντας ναυτική απόβαση, καθώς οι μεταφραστές του παραπλανήθηκαν από τα συμφραζόμενα. Στην αρχή οι Βρετανοί πίστεψαν πως η πληροφορία για τη σχεδιαζόμενη κατάληψη του νησιού ήταν παραπλανητική και πως ο στόχος μπορεί να ήταν η Κύπρος ή η Συρία, ανοίγοντας δρόμο προς το Ιράκ, με αφορμή τον αγγλοϊρακινό πόλεμο (2-31 Μαΐου 1941). Ο ίδιος ο Τσόρτσιλ στις 3 Μαΐου πίστευε πως η επίθεση είχε παραπλανητικό χαρακτήρα.
Πάντως η επίθεση αναμενόταν από τον Βορρά και η άμυνα στήθηκε στις βόρειες ακτές και στα λιμάνια του Ηρακλείου και του Ρεθύμνου (που περιλάμβαναν και από ένα πρωτόγονο αεροδρόμιο), στον κόλπο της Σούδας και στην ακτή των Χανιών έως τη δυτική άκρη όπου βρισκόταν η ακτή και το αεροδρόμιο του Μάλεμε.
Ο Γερμανός ναύαρχος Βίλχελμ φον Κανάρις, αρχηγός της Αμπβερ (υπηρεσία πληροφοριών του στρατού), αρχικά ανέφερε ότι υπήρχαν μόνο 5.000 Βρετανοί στρατιώτες στην Κρήτη και καθόλου ελληνικές δυνάμεις, αφού ο βασιλιάς Γεώργιος Β' και η ακολουθία του είχαν εγκαταλείψει την Ελλάδα μέσω Κρήτης με τη συνοδεία Ελλήνων και κοινοπολιτειακών στρατιωτών. Είχε επίσης την πληροφορία πως ο λαός της Κρήτης έτρεφε αντιμοναρχικά αισθήματα και ως εκ τούτου θα υποδεχόταν τους Γερμανούς με κάποια συμπάθεια ή έστω ουδετερότητα. Ο Φρίντριχ φον ντερ Χάινε -διοικητής του 3ου Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών- επιβεβαιώνει ότι στην ενημέρωση που έκανε ο πτέραρχος Στουντέντ στους αξιωματικούς των αλεξιπτωτιστών στην Αθήνα ανέφερε ότι υπήρχαν ένοπλες ομάδες Κρητικών φιλικές προς τους Γερμανούς και οι οποίες θα αποκάλυπταν την ταυτότητά τους με το σύνθημα «Major Bock!» (Ταγματάρχης Μποκ).
Οι Γερμανοί θα χτυπούσαν σε τρία μέτωπα. Στο Μάλεμε θα χτυπούσε η ομάδα κρούσης «Κομήτης» υπό τον Οϊγκεν Μάιντλ, στον κάμπο της Αγυιάς, στη Σούδα, στα Χανιά και στο Ρέθυμνο η ομάδα «Αρης» υπό τον Βίλχελμ Σούσμαν και στην περιοχή του Ηρακλείου η ομάδα «Ωρίων» υπό τον Μπροόνο Μπράουερ.
Το σύνολο των δυνάμεων που διέθεσαν οι Γερμανοί για την κατάληψη της Κρήτης ανερχόταν σε 22.750 άντρες, 1.370 αεροσκάφη και 70 σκάφη για τη μεταφορά αποβατικών δυνάμεων και εφοδίων που υποστηρίζονταν από μικρό αριθμό αντιτορπιλικών και τορπιλακάτων, ενώ ένα ενισχυμένο ιταλικό σύνταγμα (ύστερα από αίτηση του Μουσολίνι) θα αποβιβαζόταν στις ανατολικές ακτές του νησιού. Η ενέργεια όμως αυτή πραγματοποιήθηκε στα τέλη Μαΐου 1941, όταν πια η τύχη του νησιού είχε ήδη κριθεί.
Στρατηγείο Δυνάμεων Κρήτης (υποστράτηγος Φράι- μπεργκ) στο χωριό Αγ. Ματθαίος, 3 χλμ. βόρεια των Χανιών. Τομέας Μάλεμε - Αγυιάς: Διοικητής ταξίαρχος Πάτικ. Τομέας Χανιών - Σούδας·. Διοικητής υποστράτηγος Ουέστον. Τομέας Ρεθύμνου - Γεωργιουπόλεως: Διοικητής ταξίαρχος Βάζει. Τομέας Ηρακλείου: Διοικητής ταξίαρχος Τσάπελ.
Τελικά η συνολική στρατιωτική δύναμη της Κρήτης ανερχόταν σε περίπου 31.500 Βρετανούς (1.512 αξιωματικοί και 29.978 οπλίτες) και περίπου 11.500 Ελληνες (474 αξιωματικοί και 10.976 οπλίτες).
Ο Φρίντριχ φον ντερ Χάινε, διοικητής του 3ου Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών, θυμάται: «Προς το τέλος του Απριλίου 1941 όλη η δύναμη των Γερμανών αλεξιπτωτιστών μεταφέρθηκε σιδηροδρομικά μέσω Ουγγαρίας, Ρουμανίας και Βουλγαρίας (που ήταν σύμμαχοι του Αξονα) στην Ελλάδα».
Εν τω μεταξύ στην Αθήνα, στις 16 Μαΐου 1941 στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία» ο πτέραρχος Στουντέντ εξέθεσε αναλυτικά στους αξιωματικούς το σχέδιό του για την κατάληψη της Κρήτης. Οι αξιωματικοί δεν γνώριζαν την αποστολή και κατάλαβαν τον προορισμό τους όταν μπαίνοντας στην αίθουσα συνεδριάσεων αντίκρισαν στημένο τον τεράστιο χάρτη του νησιού. Το νησί της Κρήτης θα δεχόταν επίθεση ταυτόχρονα σε τέσσερα διαφορετικά σημεία, αρχίζοντας από δυτικά προς ανατολικά.
Το σύνταγμα εφόδου θα έπεφτε στα δυτικά προκειμένου να καταλάβει το αεροδρόμιο του Μάλεμε, το 3ο Σύνταγμα Αλεξιπτωτιστών θα έπεφτε για να καταλάβει τα Χανιά, το 2ο Σύνταγμα Αλεξιπτωτιστών θα καταλάμβανε το Ρέθυμνο και το παραπλήσιο αεροδρόμιο και το 1ο Σύνταγμα θα έπεφτε στις Γούρνες για να καταλάβει το Ηράκλειο.
Το πρωί της 20ής Μαΐου, με το πρώτο φως της μέρας, η Λουφτβάφε άρχισε να βομβαρδίζει με σφοδρότητα τις θέσεις των υπερασπιστών του νησιού, προετοιμάζοντας το έδαφος για τις χερσαίες επιχειρήσεις. Δύο ώρες αργότερα, στις 8 π.μ., άρχισε η κατά κύματα ρίψη των αλεξιπτωτιστών και η προσγείωση των πρώτων ανεμοπλάνων στη δυτική Κρήτη. Τα γερμανικά αεροπλάνα σκίασαν τον ουρανό. Το κομβόι ήταν τόσο μεγάλο που όταν τα πρώτα αεροπλάνα χτυπούσαν ήδη την Κρήτη, οι κάτοικοι του Γυθείου έβλεπαν ακόμη αεροπλάνα να περνούν. Οι ελληνοβρετανικές δυνάμεις απάντησαν με αντιαεροπορικά πυρά, ενώ οι μονάδες πεζικού χτυπούσαν και εξουδετέρωναν τους αλεξιπτωτιστές στον αέρα και στο έδαφος.
Στο Μάλεμε η ομάδα «Κομήτης» υπό τον υποστράτηγο Μάιντλ προσγείωσε 50 ανεμοπλάνα στην ξερή κοίτη και κατέλαβε τη γέφυρα του ποταμού Ταυρωνίτη και το στρατόπεδο της RAF, αλλά δεν μπόρεσε να καταλάβει το αεροδρόμιο. Μέχρι τις απογευματινές ώρες η μάχη για το Υψωμα 107, που δέσποζε πάνω από το αεροδρόμιο, ήταν σκληρή, με τρεις μονάδες Νεοζηλανδών να προτάσσουν σθεναρή άμυνα.
Οι απώλειες που είχαν υποστεί οι δυνάμεις του 22ου Τάγματος Πεζικού των αμυνομένων στο Υψωμα 107 έκανε τον διοικητή τους, αντισυνταγματάρχη Αντριου, να αμφιβάλλει για το πόσο μπορούσε να αντέξει νέα γερμανική επίθεση την επόμενη μέρα. Ζήτησε ενισχύσεις, αλλά οι γραμμές επικοινωνίας με το 20ό και το 23ο Τάγμα των Νεοζηλανδών είχαν κοπεί και έτσι αποφάσισε μέσα στη νύχτα να αποσυρθεί από το ύψωμα. Δυτικά του Μάλεμε, στο Κολυμπάρι, η ελληνική Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων απέκρουσε με επιτυχία τους Γερμανούς, αλλά οι απώλειες της και η έλλειψη πυρομαχικών την ανάγκασαν να συμπτυχθεί σε νέα τοποθεσία.
Την επόμενη ημέρα, 21/5/1941, οι Γερμανοί κατέλαβαν το αφύλακτο Υψωμα 107 και απέκτησαν τον έλεγχο της ακτής του Μάλεμε και του παράλληλου σε αυτήν αεροδιάδρομου. Η «εύκολη» αυτή κατάληψη του Υψώματος 107 έκρινε στην ουσία και τη μάχη της Κρήτης. Ο στρατηγός Φράιμπεργκ έδωσε το απόγευμα διαταγή για ανακατάληψη του αεροδρομίου, με αντεπίθεση το βράδυ της 21ης προς 22η Μαΐου. Ομως το 2/7 τάγμα Αυστραλών που έπρεπε να κινηθεί 29 χλμ. βόρεια για να υποστηρίξει και να ενωθεί με το 20ό τάγμα των Νεοζηλανδών άργησε να προωθηθεί λόγω των γερμανικών βομβαρδισμών και τελικά η αντεπίθεση άρχισε στις 3 τα ξημερώματα και απέτυχε γιατί με το πρώτο φως οι Γερμανοί είχαν πλέον αεροπορική υποστήριξη.
Ενα κομβόι από 20 καΐκια συνοδευόμενα από την ιταλική τορπιλάκατο «Lupo» προσπάθησε να αποβιβάσει γερμανικά στρατεύματα στην παραλία του Μάλεμε λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, αλλά απωθήθηκαν από το βρετανικό ναυτικό. Τελικά μόνο ένα καΐκι αποβίβασε τρεις αξιωματικούς και 110 Γερμανούς στρατιώτες στο ακρωτήριο Σπάθα, ενώ ένα κότερο που επιχείρησε στο Ακρωτήρι έγινε αντιληπτό από την ακτοφυλακή, με αποτέλεσμα να γλιτώσει μόνο ένας Γερμανός στρατιώτης.
Μάχη σε Χανιά, Γαλατά, Αγυιά
Ανατολικότερα, στην περιοχή της Αγυιάς διεξήχθησαν σφοδροί αγώνες ολόκληρη τη μέρα με το 6ο Ελληνικό Σύνταγμα Πεζικού, που κατείχε τα υψώματα νότια του χωριού Γαλατά και βρέθηκε μέσα στη ζώνη προσγείωσης του όγκου των Γερμανών αλεξιπτωτιστών της ομάδας «Αρης», να δέχεται αλλεπάλληλες επιθέσεις. Ο διοικητής, ο υποδιοικητής, ένας διοικητής λόχου και πολλοί διμοιρίτες του συντάγματος ήταν μεταξύ των πρώτων νεκρών. Ο άνισος αγώνας υποχρέωσε το σύνταγμα σε σύμπτυξη προς τον Γαλατά. Οι Γερμανοί παρά τις σοβαρές απώλειες κατάφεραν να σταθεροποιηθούν στην περιοχή των φυλακών της Αγυιάς και απώθησαν την αντεπίθεση ενός νεοζηλανδέζικου τάγματος το ίδιο βράδυ. Η επίθεση για την κατάληψη της Σούδας και των Χανιών απέτυχε με μεγάλες απώλειες για τους αλεξιπτωτιστές, αναγκάζοντας τους Γερμανούς - περίμεναν αντεπίθεση από τους Βρετανούς την νύχτα- να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους και να οργανωθούν αμυντικά στην περιοχή των φυλακών Αγυιάς.
Τις απογευματινές ώρες 161 μεταφορικά αεροσκάφη πραγματοποίησαν ρίψη αλεξιπτωτιστών και στρατιωτικού υλικού στην περιοχή του Ρεθύμνου. Ενα τμήμα αλεξιπτωτιστών, αφού κατέλαβε τα χωριά Περιβόλια και Καστελάκια, κινήθηκε προς το Ρέθυμνο, αποκρούστηκε όμως από το Τάγμα Οπλιτών Χωροφυλακής, με σημαντικές απώλειες και για ας δύο πλευρές. Ελληνες και Αυστραλοί απέκρουσαν με επιτυχία την επίθεση σε έναν λόφο δυτικά του αεροδρομίου του Ρεθύμνου, συλλαμβάνοντας μάλιστα 80 αιχμαλώτους. Παρά τις σοβαρές απώλειές τους, που ανήλθαν στο ένα τρίτο της δύναμής τους, οι Γερμανοί κατάφεραν να καταλάβουν το χωριό Αμπελάκια και έναν λόφο ανατολικά του αεροδρομίου.
Στον Τομέα Ηρακλείου η επίθεση της ομάδας «Ωρίων» ξεκίνησε σας 15.00, με την πόλη του Ηρακλείου να δέχεται για μία ώρα σφοδρό βομβαρδισμό που προκάλεσε σοβαρές καταστροφές. Η ρίψη των αλεξιπτωτιστών έγινε σας 16.00, χωρίς όμως να έχουν αεροπορική υποστήριξη, γεγονός που ήταν αποφασιστικής σημασίας για την τύχη των γερμανικών τμημάτων. Το τάγμα αλεξιπτωτιστών που είχε ως στόχο την κατάληψη του αεροδρομίου εξοντώθηκε από
δυνάμεις Βρετανών και Αυστραλών, ενώ ταυτόχρονα δύο τάγματα αλεξιπτωτιστών (μειωμένης δύναμης) υποχρεώθηκαν να καθηλωθούν αμυνόμενα στις επιθέσεις που δέχτηκαν από ένοπλους πολίτες, χωροφύλακες και οπλίτες του 7ου Ελληνικού Συντάγματος Πεζικού.
Την επόμενη μέρα, 22/5/1941, οι αμυνόμενοι οργάνωσαν νυχτερινή αντεπίθεση στο Μάλεμε, στην οποία θα λάμβαναν μέρος το 20ό Τάγμα Νεοζηλανδών και το 28ό Τάγμα Μαορί. Ομως ο σχεδιασμός δεν ήταν καλός και χάθηκε το πλεονέκτημα της νυχτερινής επίθεσης. Το πρωί οι συμμαχικές δυνάμεις σφυροκοπήθηκαν από τα Στούκας και τις δυνάμεις των Γερμανών αλεξιπτωτιστών που πλέον είχαν οχυρωθεί. Ετσι οι Σύμμαχοι έχασαν την ευκαιρία να ανακτήσουν το αεροδρόμιο και αναγκάστηκαν να αποτραβηχτούν ανατολικότερα ώστε να μην αποκοπούν. Αυτό αποδείχθηκε ολέθριο για την άμυνα του νησιού. Οι Γερμανοί μπορούσαν πλέον να ανεφοδιάζονται από αέρος και πολύ γρήγορα άλλαξαν οι συσχετισμοί, αφού σε λίγες ώρες είχαν στη διάθεσή τους πυροβόλα όπλα αλλά και πολλές στρατιωτικές μοτοσικλέτες με τις οποίες μπορούσαν να κινούνται γρήγορα και ευέλικτα, ενώνοντας τις μονάδες τους και χτυπώντας στα αδύνατα σημεία της αμυντικής διάταξης.
23-27 Μαΐου 1941
Μάχες συνεχίζονταν στον θαλάσσιο χώρο του νησιού, όπου ο συμμαχικός στόλος αντιμετώπιζε τις προσπάθειες των Γερμανών να αποβιβάσουν στρατεύματα από θαλάσσης. Στα στενά της Κάσου και της Μήλου γίνονταν ναυμαχίες, όπως και στον δίαυλο των Κυθήρων, με τους Συμμάχους να έχουν μεγάλες απώλειες από τις αεροπορικές επιθέσεις αλλά να καταφέρνουν να αποκρούσουν τη ναυτική απόβαση στο νησί.
Σας 24 Μαΐου βομβαρδίστηκαν οι συμμαχικές θέσεις στο Καστέλι και οι Γερμανοί (95 Gebirgs Pioneer BataUion) προωθήθηκαν στον συνοικισμό. Αυτές οι αεροπορικές επιθέσεις έδωσαν την ευκαιρία σε Γερμανούς αλεξιπτωτιστές που είχαν συλληφθεί στις 20 Μαΐου να δραπετεύσουν, σκοτώνοντας και αιχμαλωτίζοντας με τη σειρά τους πολλούς Νεοζηλανδούς αξιωματικούς που διοικούσαν το 1ο Σύνταγμα του ελληνικού στρατού. Οι Ελληνες πρόβαλαν λυσσαλέα αντίσταση, αλλά με 600 όπλα και λίγες σφαίρες για 1.000 στρατιώτες δεν μπόρεσαν να κρατήσουν τους Γερμανούς. Οι μάχες με τα απομεινάρια του 1ου Ελληνικού Συντάγματος συνεχίστηκαν μέχρι τις 26 Μαΐου, εμποδίζοντας τους Γερμανούς να προσγειώσουν ενισχύσεις.
Στις 26 Μαΐου η πίεση κορυφώθηκε, αφού άρχισαν σφοδροί βομβαρδισμοί με αεροσκάφη Στούκας. Την επόμενη μέρα (27 Μαΐου 1941) παραδόθηκε η πόλη των Χανιών.
Στις 28 Μαΐου οι Γερμανοί κατόρθωσαν να πλεύσουν στον κόλπο του Κίσσαμου και να αποβιβάσουν δύο τανκς (Panzer II), τα οποία προωθήθηκαν στον Πλάτανο, όπου ενώθηκαν με μια μονάδα μοτοσικλετιστών, μια μηχανοκίνητη μονάδα πυροβολικού, μια μονάδα αντιμετώπισης τεθωρακισμένων και ένα τάγμα ανιχνευτών, χτυπώντας την κύρια οδό διαφυγής των Αγγλων, την παραλιακή οδό Ρεθύμνου Ήρακλείου.
Τη νύχτα 26ης προς 27η Μαΐου προσγειώθηκαν στη Σούδα η 7η και η 8η Μοίρα Αγγλων κομάντο, που είχαν εντολή να ενεργήσουν στα μετόπισθεν των Γερμανών, δίνοντας χρόνο στην εκκένωση του νησιού από τους Συμμάχους. Η επιχείρηση των κομάντο επρόκειτο να γίνει το βράδυ της 25ης Μαΐου, αλλά αναβλήθηκε λόγω κακών καιρικών συνθηκών, πράγμα που σημαίνει ότι τουλάχιστον από τις 23-24 Μαΐου υπήρχαν σκέψεις για αποχώρηση των συμμαχικών στρατευμάτων.
Το πρωί της 27ης Μαΐου το 28ό Τάγμα Μαορί (Νεοζηλανδοί) και τα 2/7 και 2/8 Τάγματα Αυστραλών αναγκάστηκαν να επιτεθούν με τις λόγχες για να απελευθερώσουν μέρος του δρόμου Σούδας - Χανιών που είχαν αποκόψει οι Γερμανοί (114 Ορεινό Σύνταγμα), όμως ήδη στο Λονδίνο ο στρατηγός Γουέιβελ ενημέρωνε τον Ουίνστον Τσόρτσιλ πως η μάχη είχε πλέον χαθεί και διατάχθηκε η εκκένωση του νησιού.
Υπήρξε και ιταλική εμπλοκή, καθώς ο ιταλικός στόλος από τα Δωδεκάνησα εμφανίστηκε στην ανατολική πλευρά του νησιού και αποβιβάστηκε στη Σητεία για να ενωθεί με τους Γερμανούς στην Ιεράπετρα. Οι Ιταλοί πίστευαν ότι οι Αγγλοι θα επιχειρήσουν απόβαση στο βορειοανατολικό μέρος του νησιού, αλλά οι Βρετανοί ήταν απασχολημένοι να φυγαδεύουν τη φρουρά του νησιού.
Οι Γερμανοί ύστερα από άγριες και φονικές μάχες απώθησαν τελικά τις δυνάμεις των Συμμάχων και των Ελλήνων προς τον νότο με την υποστήριξη αεροπορίας και πυροβολικού και με αλλεπάλληλα κύματα μοτοσικλετιστών και μονάδων ορεινών καταδρομών. Το ορεινό έδαφος της Κρήτης δεν ευνοούσε την ανάπτυξη τεθωρακισμένων. Οι φρουρές της Σούδας ακολούθησαν τον δρόμο προς Βιτσιλόκουμο, βόρεια των Σφακίων. Στα μισό του δρόμου, κοντά στο χωριό Ασκύφου, υπήρχε ένα μεγάλο πλάτωμα όπου μπορούσαν να πέσουν αλεξιπτωτιστές.
Εκεί ο στρατός φύλαγε την περίμετρο ώστε να μην επιχειρήσουν οι Γερμανοί και κοπεί ο δρόμος υποχώρησης. Το 5ο Σύνταγμα Νεοζηλανδών ανέκοψε το 141ο Ορεινό Σύνταγμα των Γερμανών που επιχείρησε ελιγμό περικύκλωσης. Στο χωριό Στύλος οι Νεοζηλανδοί αναγκάστηκαν να δώσουν μάχες οπισθοφυλακής, κρατώντας ανοιχτό τον δρόμο της υποχώρησης προς τα Σφακιά. Παρ’ όλα αυτά, στην τοποθεσία Αγιοι Πάντες αποκόπηκαν δύο αγγλικές μονάδες κομάντο (Layforce) οι οποίες και αποδεκατίστηκαν. Γλίτωσαν μόνον ο διοικητής Ρόμπερτ Λέικοκ και ο υπασπιστής του -και μετέπειτα λογοτέχνης- Εβελιν Βο, οι οποίοι διέφυγαν με ένα τανκ. Από τους 800 Αγγλους κομάντο που στάλθηκαν στο νησί, μόνο 179 άντρες γλίτωσαν τη ζωή τους.
Από την 28η Μαΐου έως την 1η Ιουνίου τα στρατεύματα επιβιβάζονταν σε πλοία με προορισμό την Αίγυπτο. Από τα Σφακιά αποχώρησαν 6.000 άντρες και η νηοπομπή υπέφερε μεγάλες απώλειες από τις επιθέσεις των Στούκας.
Από το Ηράκλειο αποχώρησαν 4.000 άντρες το βράδυ της 28ης Μαΐου, ενώ το επόμενο βράδυ αποχώρησαν 1.500 και το μεθεπόμενο 4.000 άντρες. Από τους 32.000 άντρες των Αγγλων που βρίσκονταν στο νησί, αποχώρησαν οι 18.600. Ενώ 12.000Αγγλοι, Σύμμαχοι και Ελληνες στρατιώτες βρίσκονταν ακόμη στο νησί την 1η Ιουνίου, όταν η Κρήτη πέρασε στον πλήρη έλεγχο των Γερμανών.
Ο ταξίαρχος Τσάπελ, διοικητής του Ηρακλείου, υποχρεώθηκε να παραδώσει την πόλη αναχωρώντας το βράδυ της 28ης Μαΐου. Το Ρέθυμνο παραδόθηκε το βράδυ της 30ής Μαΐου. Την 1η Ιουνίου οι 5.000άντρες που βρίσκονταν στα Σφακιά παραδόθηκαν. Μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου 1941 τουλάχιστον 500 άντρες της Κοινοπολιτείας παρέμεναν στο νησί, κρύβονταν μαζί με τους αντάρτες και παρενοχλούσαν τους Γερμανούς με κάθε δυνατό τρόπο.
Οι μάχες που δόθηκαν στην Κρήτη ήταν φονικότατες, και οι απώλειες -και των δυο πλευρών- ήταν τεράστιες.
Για τους Συμμάχους: 3.579 νεκροί, 1.918 τραυματίες και 12.254 αιχμάλωτοι. Για τους Ελληνες: 544 νεκροί, 5.225 αιχμάλωτοι. Για τους Γερμανούς: 4.041 νεκροί, 2.640 τραυματίες, 17 αιχμάλωτοι.
Το επίλεκτο σώμα των Γερμανών αλεξιπτωτιστών αποδεκατίστηκε και στο υπόλοιπο του πολέμου δεν ξαναχρησιμοποιήθηκαν αλεξιπτωτιστές. Αντίθετα, οι Σύμμαχοι δημιούργησαν σώματα αλεξιπτωτιστών, τα οποία όμως έπεφταν με βαρύ οπλισμό και δεν περίμεναν τον ανεξάρτητο φωριαμό με τα όπλα τους. Τέτοια σώματα συμμετείχαν στη Σικελία, στην απόβαση της Νορμανδίας και στην απελευθέρωση των Κάτω Χωρών.
Στην Κρήτη οι Γερμανοί συνάντησαν για πρώτη φορά αντίσταση από ντόπιο πληθυσμό. Η αρχική έκπληξή τους μετατράπηκε σε οργή καθώς περνούσαν οι μέρες και έτσι όταν επικράτησαν πήραν την εκδίκησή τους με μαζικές εκτελέσεις, όπως στο χωριό Αλικιανός όπου εκτέλεσαν 195 πατριώτες (Ιούνιος-Αύγουστος 19411 και στο χωριό Κοντομαρί (25 πατριώτες - 2 Ιουνίου 1941). Το χωριό Κάνδανος ξεθεμελιώθηκε και εκτελέστηκαν 180 πατριώτες (3 Ιουνίου 1941), εγκαινιάζοντας μια αιματηρή παράδοση που θα συνεχιζόταν με τα 20 χωριά της Ιεράπετρας και 500 εκτελεσμένους πατριώτες (Σεπτέμβριος 1943), τα Ανώγεια (Αύγουστος 1944) και τα εννιά χωριά της πεδιάδας Αμαρίου με τους 165 εκτελεσμένους πατριώτες.
Στη μάχη της Κρήτης εντοπίστηκαν -εκ των υστέρων- τα εξής λάθη: Πρώτον, δεν καταστράφηκαν τα αεροδρόμια, παρά την πρόταση του Νεοζηλανδού διοικητή Φράιμπεργκ. Δεύτερον, δεν προβλέφτηκε η ρίψη αλεξιπτωτιστών αλλά αναμενόταν ναυτική απόβαση. Τρίτον, ο πενιχρός εξοπλισμός (μικρή δύναμη πυροβολικού και μόνο έξι τεθωρακισμένα). Τέταρτον, η διαρκής εναλλαγή διοικητών (από το φθινόπωρο του 1940 έως τον Μάιο του 1941 άλλαξαν στο νησί επτά διοικητές). Πέμπτον, ανύπαρκτη αεροπορική δύναμη των Συμμάχων. Εκτον, ο πληθυσμός ήταν αφοπλισμένος από το καθεστώς Μεταξά.
Παρά τη γενναιότητα των μαχητών, η μάχη της Κρήτης δεν καθυστέρησε την εισβολή στη Σοβιετική Ενωση (επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα»). Ο σχεδιασμός των δύο επιχειρήσεων ήταν ανεξάρτητος και απλώς έπρεπε η κατάληψη της Κρήτης να έχει ολοκληρωθεί μέσα στον μήνα Μάιο. Η επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα» καθυστέρησε λόγω της παρατεταμένης άνοιξης και των πλημμυρών που έγιναν στην Πολωνία.
Αγγλικές και γερμανικές μυστικές υπηρεσίες διαγωνίστηκαν σε γκάφες σχετικά με τον τρόπο και τα σημεία επίθεσης. Μάλεμε, Σούδα, Γαλατάς, αεροδρόμια Ρεθύμνου και Ηρακλείου. Για τους Συμμάχους 4.123 νεκροί, για τους Γερμανούς 4.041. Ηταν η τελευταία επιχείρηση Γερμανών αλεξιπτωτιστών.
Καθώς ο Β'Παγκόσμιος Πόλεμος εξαπλωνόταν από την ηπειρωτική Ευρώπη στα Βαλκάνια, η προφανής στρατηγική θέση της Κρήτης για τον έλεγχο της νοτιοανατολικής Μεσογείου ενέταξε το νησί στους ευρύτερους στρατηγικούς σχεδιασμούς των Αγγλων.
Η θέση της Κρήτης παρείχε στο βρετανικό ναυτικό τον έλεγχο της ανατολικής Μεσογείου και πολλά λιμάνια όπου ο βρετανικός στόλος μπορούσε να διαμοιράζει τον ελλιμενισμό των πλοίων του για λόγους ασφαλείας, ενώ ταυτόχρονα επέτρεπε στη βρετανική αεροπορία (RAF) να βομβαρδίζει τις πετρελαιοπηγές του Πλοέστι στη Ρουμανία που αποτελούσαν σταθμό ανεφοδιασμού του Αξονα. Με την Κρήτη υπό τον έλεγχο των Συμμάχων, η νοτιοανατολική πτέρυγα των δυνάμεων του Αξονα ήταν επισφαλής, πράγμα που δυνητικά μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την επικείμενη επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα», δηλαδή την εισβολή στη Σοβιετική Ενωση που είχε προγραμματιστεί για τις 22 Ιουνίου 1941.
Γι' αυτούς τους λόγους, στρατιωτικές δυνάμεις των Βρετανών βρίσκονταν ήδη στην Κρήτη από την περίοδο της ιταλικής εισβολής στην Ελλάδα στις 28 Οκτωβρίου 1940. Οταν πέντε μήνες αργότερα, στις 6 Απριλίου 1941, οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ελλάδα, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις εξελίχθηκαν πολύ γρήγορα.
Στις 19 Απριλίου 1941 οι δρόμοι υποχώρησης στην Ηπειρο και την Αλβανία δέχτηκαν ολοήμερο βομβαρδισμό από την ιταλική και τη γερμανική αεροπορία. Η δύναμη των Γερμανών (LSSAH), η οποία μέχρι τότε είχε φτάσει στα Γρεβενά, κινήθηκε προς τα δυτικά και κατέλαβε τη διάβαση του Μετσόβου, αποκόπτοντας με αυτή την κίνηση την οδό υποχώρησης του ελληνικού στρατού.
Ετσι, την επόμενη μέρα 20 Απριλίου, ο αντιστράτηγος Τσολάκογλου υπέγραψε με τον διοικητή της LSSAH Ζεπ Ντίντριχ πρωτόκολλο ανακωχής, με το οποίο σταματούσε κάθε εχθροπραξία μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας από ας 18.00 της ίδιας μέρας.
Οσοι στρατιώτες της Κοινοπολιτείας βρίσκονταν στην ηπειρωτική Ελλάδα μεταφέρθηκαν μέσω Βόλου και Πειραιά από το βρετανικό ναυτικό νοτιότερα στην Αίγυπτο και την Κρήτη, όπου ενίσχυσαν την υπάρχουσα στρατιωτική δύναμη των 14.000 αντρών.
Στην επιχείρηση με κωδικό "Ερμής" οι Γερμανοί αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν το σώμα των αλεξιπτωτιστών στην πρώτη (και τελευταία) μεγάλης κλίμακας αεροπορική εισβολή. Επιβίβαση τον Μάιο του '41 από την ηπειρωτική Ελλάδα στην Κρήτη.
Στις 30 Απριλίου ο Νεοζηλανδός στρατηγός Μπέρναρντ Φράιμπεργκ διορίστηκε διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στην Κρήτη. Τον Μάιο του 1941 η άμυνα αποτελούνταν από περίπου 9.000 Ελληνες: τρία τάγματα της V Μεραρχίας του ελληνικού στρατού (η υπόλοιπη μεραρχία είχε μεταφερθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα για να αντιμετωπίσει τη γερμανική εισβολή), την κρητική χωροφυλακή (δύναμη τάγματος), τη φρουρά Ηρακλείου (τάγμα άμυνας, μεταφορών και διοικητικής μέριμνας) και υπολείμματα του 12ου και του 20ού ελληνικού τμήματος στρατού που μετά την κατάρρευση του μετώπου κατέληξαν στην Κρήτη υπό βρετανική διοίκηση.
Τις ελληνικές δυνάμεις του νησιού συμπλήρωναν οι σπουδαστές της Ακαδημίας της Χωροφυλακής και οι στρατιώτες των κέντρων εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων Πελοποννήσου, οι οποίοι αντικαθιστούσαν τους εκπαιδευμένους στρατιώτες που είχαν σταλεί να πολεμήσουν στην ηπειρωτική Ελλάδα. Αυτές οι δυνάμεις ήταν ήδη οργανωμένες σε συντάγματα και για πρακτικούς λόγους αποφασίστηκε να διατηρηθεί η υπάρχουσα οργάνωση των ελληνικών μονάδων και απλώς να ενισχυθούν με όσους έμπειρους άντρες έφθαναν από την ηπειρωτική χώρα.
Το στρατιωτικό απόσπασμα της Βρετανικής Κοινοπολιτείας αποτελούνταν από την αρχική βρετανική φρουρά και 25.000 ακόμη στρατιώτες που είχαν εγκαταλείψει την ηπειρωτική χώρα Αυτοί οι 25.000 στρατιώτες ήταν ένα μείγμα από ακέραιες μονάδες με δική τους διοίκηση και άλλες, φτιαγμένες από στρατιώτες διάφορων μονάδων οι περισσότεροι των οποίων δεν είχαν βαρύ εξοπλισμό.
Οι μονάδες-κλειδιά ήταν η 2η νεοζηλανδική Μεραρχία (εκτός από την 6η Ταξιαρχία και τη διοίκηση του τμήματος που είχε σταλεί στην Αίγυπτο), η αυστραλιανή 19η Ταξιαρχία και η βρετανική 14η Ταξιαρχία Πεζικού. Οι συμμαχικές δυνάμεις είχαν στη διάθεσή τους έξι άρματα μάχης τύπου Cruiser Mk I. Υπήρχαν ακόμη περίπου 85 πυροβόλα διαφόρων διαμετρημάτων. Πολλά από αυτά ήταν ιταλικά που είχαν περιέλθει σε ελληνικά χέρια και δεν διέθεταν στόχαστρα βομβαρδισμού.
Οι Γερμανοί μόλις κατέλαβαν την ηπειρωτική Ελλάδο άρχισαν συνεχείς βομβαρδισμούς του νησιού, αναγκάζοντας τη RAF να μεταφέρει τα αεροσκάφη της στην Αλεξάνδρεια Ετσι η γερμανική αεροπορία (Λουφτβάφε) απέκτησε την απόλυτη αεροπορική υπεροχή. Παρ' όλα αυτά, η Κρήτη παρέμενε απειλή και θα έπρεπε τελικά να κατακτηθεί
Οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές του «Ερμή»
Στις 25 Απριλίου ο Αδόλφος Χίτλερ υπέγραψε τη διαταγή για την εισβολή στην Κρήτη. Οι δυνάμεις του βρετανικού ναυτικού με κέντρο την Αλεξάνδρεια διατηρούσαν τον έλεγχο του θαλάσσιου χώρου γύρω από την Κρήτη, έτσι κάθε αμφίβια επίθεση θα ήταν παρακινδυνευμένη. Ετσι οι Γερμανοί με δεδομένη την από αέρος υπεροχή αποφάσισαν εισβολή από αέρος.
Στην επιχείρηση δόθηκε το κωδικό όνομα «Ερμής» (Unternehmen Merkur). Αυτή θα ήταν η πρώτη πραγματικά μεγάλης κλίμακας αεροπορική εισβολή. Οι Γερμανοί είχαν χρησιμοποιήσει αλεξιπτωτιστές και ανεμοπλάνα - σε πολύ μικρότερη κλίμακα- στην εισβολή στη Γαλλία και στις Κάτω Χώρες, στη Νορβηγία αλλά και την ηπειρωτική Ελλάδα. Στην τελευταία αυτή περίπτωση Γερμανοί αλεξιπτωτιστές είχαν σταλεί να καταλάβουν τη γέφυρα της διώρυγας της Κορίνθου, την οποία οι Βρετανοί σκαπανείς ετοιμάζονταν να ανατινάξουν. Η γέφυρα υπέστη ζημιές κατά τη διάρκεια της σύρραξης, πράγμα που καθυστέρησε τη γερμανική προέλαση και έδωσε στους Συμμάχους χρόνο να μεταφέρουν 18.000 στρατιώτες στην Κρήτη και 23.000 ακόμη στην Αίγυπτο, με κόστος όμως την απώλεια μεγάλου τμήματος του βαρέως οπλισμού.
Ο Γερμανός ναύαρχος Βίλχελμ φον Κανάρις, αρχηγός της Αμπβερ, της υπηρεσίας πληροφοριών του στρατού είχε λάθος στοιχεία για τον αριθμό των στρατιωτών της Κοινοπολιτείας στην Κρήτη και για τις "αντιβρετανικές διαθέσεις" των κατοίκων. Ο Γερμανός πτέραρχος Κουρτ Στουντέτ, επικεφαλής του σχεδιασμού για την κατάληψη της Κράτης. Δικάστηκε για εγκλήματα πολέμου.
Οι Γερμανοί αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν το σώμα των αλεξιπτωτιστών (FaUschirmjager) για να καταληφτούν θέσεις-κλειδιά του νησιού, συμπεριλαμβανομένων και αεροδρομίων, τα οποία μετέπειτα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για μεταφορά προμηθειών και πολεμοφοδίων από αέρος. Για την πραγματοποίηση της επίθεσης το 11ο Αερομεταφερόμενο Σώμα (XI Fliegerkorps) θα έπρεπε να συνεργαστεί με την 7η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία, η οποία και θα έριχνε τους άντρες της με αλεξίπτωτα και I ανεμοπλάνα, ακολουθούμενη από την 22η Μεραρχία Αεραπόβασης όταν τα αεροδρόμια θα ήταν ασφαλή. Η επίθεση ήταν αρχικά προγραμματισμένη για τις 16 Μαΐου, αναβλήθηκε όμως για τις 20 του μηνός και η 5η Ορεινή Μεραρχία ! αντικατέστησε την 22η Μεραρχία.
Κατασκοπεία: Μια αλυσίδα σφαλμάτων
Οι Αγγλοι ήταν ενήμεροι για την επίθεση, αφού είχαν υποκλέψει πολλά σήματα των Γερμανών μέσω του αγγλικού δικτύου αποκρυπτογράφησης Ultra, το οποίο έσπαγε τα κωδικοποιημένα μηνύματα των Γερμανών. Μια γερμανική ασύρματη συσκευή αποστολής κρυπτογραφημένων μηνυμάτων Enigma είχε πέσει στα χέρια των Πολωνών κι αυτοί, λίγες μέρες προτού η πατρίδα τους καταληφτεί από τους ναζί, την έδωσαν στους Αγγλους για ανάλυση. Ετσι δόθηκε η ευκαιρία στους Αγγλους κρυπτογράφους να σπάσουν τον μηχανισμό της.
Παρ’ όλα αυτά και οι δύο αντίπαλοι έπεσαν έξω στις προβλέψεις τους. Ο Νεοζηλανδός στρατηγός Φράιμπεργκ (από τους λιγότερο ικανούς του συμμαχικού στρατοπέδου) οργάνωσε την άμυνα του νησιού αναμένοντας ναυτική απόβαση, καθώς οι μεταφραστές του παραπλανήθηκαν από τα συμφραζόμενα. Στην αρχή οι Βρετανοί πίστεψαν πως η πληροφορία για τη σχεδιαζόμενη κατάληψη του νησιού ήταν παραπλανητική και πως ο στόχος μπορεί να ήταν η Κύπρος ή η Συρία, ανοίγοντας δρόμο προς το Ιράκ, με αφορμή τον αγγλοϊρακινό πόλεμο (2-31 Μαΐου 1941). Ο ίδιος ο Τσόρτσιλ στις 3 Μαΐου πίστευε πως η επίθεση είχε παραπλανητικό χαρακτήρα.
Πάντως η επίθεση αναμενόταν από τον Βορρά και η άμυνα στήθηκε στις βόρειες ακτές και στα λιμάνια του Ηρακλείου και του Ρεθύμνου (που περιλάμβαναν και από ένα πρωτόγονο αεροδρόμιο), στον κόλπο της Σούδας και στην ακτή των Χανιών έως τη δυτική άκρη όπου βρισκόταν η ακτή και το αεροδρόμιο του Μάλεμε.
Ο Γερμανός ναύαρχος Βίλχελμ φον Κανάρις, αρχηγός της Αμπβερ (υπηρεσία πληροφοριών του στρατού), αρχικά ανέφερε ότι υπήρχαν μόνο 5.000 Βρετανοί στρατιώτες στην Κρήτη και καθόλου ελληνικές δυνάμεις, αφού ο βασιλιάς Γεώργιος Β' και η ακολουθία του είχαν εγκαταλείψει την Ελλάδα μέσω Κρήτης με τη συνοδεία Ελλήνων και κοινοπολιτειακών στρατιωτών. Είχε επίσης την πληροφορία πως ο λαός της Κρήτης έτρεφε αντιμοναρχικά αισθήματα και ως εκ τούτου θα υποδεχόταν τους Γερμανούς με κάποια συμπάθεια ή έστω ουδετερότητα. Ο Φρίντριχ φον ντερ Χάινε -διοικητής του 3ου Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών- επιβεβαιώνει ότι στην ενημέρωση που έκανε ο πτέραρχος Στουντέντ στους αξιωματικούς των αλεξιπτωτιστών στην Αθήνα ανέφερε ότι υπήρχαν ένοπλες ομάδες Κρητικών φιλικές προς τους Γερμανούς και οι οποίες θα αποκάλυπταν την ταυτότητά τους με το σύνθημα «Major Bock!» (Ταγματάρχης Μποκ).
Φλεγόμενα βρετανικά πλοία στον κόλπο της Σούδας έπειτα από Γερμανικό βομβαρδισμό
Το τριπλό χτύπημα – Η διάταξη δυνάμεων
Οι Γερμανοί θα χτυπούσαν σε τρία μέτωπα. Στο Μάλεμε θα χτυπούσε η ομάδα κρούσης «Κομήτης» υπό τον Οϊγκεν Μάιντλ, στον κάμπο της Αγυιάς, στη Σούδα, στα Χανιά και στο Ρέθυμνο η ομάδα «Αρης» υπό τον Βίλχελμ Σούσμαν και στην περιοχή του Ηρακλείου η ομάδα «Ωρίων» υπό τον Μπροόνο Μπράουερ.
Το σύνολο των δυνάμεων που διέθεσαν οι Γερμανοί για την κατάληψη της Κρήτης ανερχόταν σε 22.750 άντρες, 1.370 αεροσκάφη και 70 σκάφη για τη μεταφορά αποβατικών δυνάμεων και εφοδίων που υποστηρίζονταν από μικρό αριθμό αντιτορπιλικών και τορπιλακάτων, ενώ ένα ενισχυμένο ιταλικό σύνταγμα (ύστερα από αίτηση του Μουσολίνι) θα αποβιβαζόταν στις ανατολικές ακτές του νησιού. Η ενέργεια όμως αυτή πραγματοποιήθηκε στα τέλη Μαΐου 1941, όταν πια η τύχη του νησιού είχε ήδη κριθεί.
Στρατηγείο Δυνάμεων Κρήτης (υποστράτηγος Φράι- μπεργκ) στο χωριό Αγ. Ματθαίος, 3 χλμ. βόρεια των Χανιών. Τομέας Μάλεμε - Αγυιάς: Διοικητής ταξίαρχος Πάτικ. Τομέας Χανιών - Σούδας·. Διοικητής υποστράτηγος Ουέστον. Τομέας Ρεθύμνου - Γεωργιουπόλεως: Διοικητής ταξίαρχος Βάζει. Τομέας Ηρακλείου: Διοικητής ταξίαρχος Τσάπελ.
Τελικά η συνολική στρατιωτική δύναμη της Κρήτης ανερχόταν σε περίπου 31.500 Βρετανούς (1.512 αξιωματικοί και 29.978 οπλίτες) και περίπου 11.500 Ελληνες (474 αξιωματικοί και 10.976 οπλίτες).
Γερμανός στρατιώτης εισέρχεται στο διάσπαρτο με πτώματα χωριό Γαλατάς την επόμενη της νεοζηλανδικής επίθεσης.
Ημέρα πρώτη - 20 Μαΐου 1941
Ο Φρίντριχ φον ντερ Χάινε, διοικητής του 3ου Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών, θυμάται: «Προς το τέλος του Απριλίου 1941 όλη η δύναμη των Γερμανών αλεξιπτωτιστών μεταφέρθηκε σιδηροδρομικά μέσω Ουγγαρίας, Ρουμανίας και Βουλγαρίας (που ήταν σύμμαχοι του Αξονα) στην Ελλάδα».
Εν τω μεταξύ στην Αθήνα, στις 16 Μαΐου 1941 στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία» ο πτέραρχος Στουντέντ εξέθεσε αναλυτικά στους αξιωματικούς το σχέδιό του για την κατάληψη της Κρήτης. Οι αξιωματικοί δεν γνώριζαν την αποστολή και κατάλαβαν τον προορισμό τους όταν μπαίνοντας στην αίθουσα συνεδριάσεων αντίκρισαν στημένο τον τεράστιο χάρτη του νησιού. Το νησί της Κρήτης θα δεχόταν επίθεση ταυτόχρονα σε τέσσερα διαφορετικά σημεία, αρχίζοντας από δυτικά προς ανατολικά.
Το σύνταγμα εφόδου θα έπεφτε στα δυτικά προκειμένου να καταλάβει το αεροδρόμιο του Μάλεμε, το 3ο Σύνταγμα Αλεξιπτωτιστών θα έπεφτε για να καταλάβει τα Χανιά, το 2ο Σύνταγμα Αλεξιπτωτιστών θα καταλάμβανε το Ρέθυμνο και το παραπλήσιο αεροδρόμιο και το 1ο Σύνταγμα θα έπεφτε στις Γούρνες για να καταλάβει το Ηράκλειο.
Το πρωί της 20ής Μαΐου, με το πρώτο φως της μέρας, η Λουφτβάφε άρχισε να βομβαρδίζει με σφοδρότητα τις θέσεις των υπερασπιστών του νησιού, προετοιμάζοντας το έδαφος για τις χερσαίες επιχειρήσεις. Δύο ώρες αργότερα, στις 8 π.μ., άρχισε η κατά κύματα ρίψη των αλεξιπτωτιστών και η προσγείωση των πρώτων ανεμοπλάνων στη δυτική Κρήτη. Τα γερμανικά αεροπλάνα σκίασαν τον ουρανό. Το κομβόι ήταν τόσο μεγάλο που όταν τα πρώτα αεροπλάνα χτυπούσαν ήδη την Κρήτη, οι κάτοικοι του Γυθείου έβλεπαν ακόμη αεροπλάνα να περνούν. Οι ελληνοβρετανικές δυνάμεις απάντησαν με αντιαεροπορικά πυρά, ενώ οι μονάδες πεζικού χτυπούσαν και εξουδετέρωναν τους αλεξιπτωτιστές στον αέρα και στο έδαφος.
Γερμανοί στρατιώτες προελαύνουν σε περιοχή γεμάτη πτώματα στρατιωτών της Κοινοπολιτείας
Στο Μάλεμε η ομάδα «Κομήτης» υπό τον υποστράτηγο Μάιντλ προσγείωσε 50 ανεμοπλάνα στην ξερή κοίτη και κατέλαβε τη γέφυρα του ποταμού Ταυρωνίτη και το στρατόπεδο της RAF, αλλά δεν μπόρεσε να καταλάβει το αεροδρόμιο. Μέχρι τις απογευματινές ώρες η μάχη για το Υψωμα 107, που δέσποζε πάνω από το αεροδρόμιο, ήταν σκληρή, με τρεις μονάδες Νεοζηλανδών να προτάσσουν σθεναρή άμυνα.
Οι απώλειες που είχαν υποστεί οι δυνάμεις του 22ου Τάγματος Πεζικού των αμυνομένων στο Υψωμα 107 έκανε τον διοικητή τους, αντισυνταγματάρχη Αντριου, να αμφιβάλλει για το πόσο μπορούσε να αντέξει νέα γερμανική επίθεση την επόμενη μέρα. Ζήτησε ενισχύσεις, αλλά οι γραμμές επικοινωνίας με το 20ό και το 23ο Τάγμα των Νεοζηλανδών είχαν κοπεί και έτσι αποφάσισε μέσα στη νύχτα να αποσυρθεί από το ύψωμα. Δυτικά του Μάλεμε, στο Κολυμπάρι, η ελληνική Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων απέκρουσε με επιτυχία τους Γερμανούς, αλλά οι απώλειες της και η έλλειψη πυρομαχικών την ανάγκασαν να συμπτυχθεί σε νέα τοποθεσία.
Την επόμενη ημέρα, 21/5/1941, οι Γερμανοί κατέλαβαν το αφύλακτο Υψωμα 107 και απέκτησαν τον έλεγχο της ακτής του Μάλεμε και του παράλληλου σε αυτήν αεροδιάδρομου. Η «εύκολη» αυτή κατάληψη του Υψώματος 107 έκρινε στην ουσία και τη μάχη της Κρήτης. Ο στρατηγός Φράιμπεργκ έδωσε το απόγευμα διαταγή για ανακατάληψη του αεροδρομίου, με αντεπίθεση το βράδυ της 21ης προς 22η Μαΐου. Ομως το 2/7 τάγμα Αυστραλών που έπρεπε να κινηθεί 29 χλμ. βόρεια για να υποστηρίξει και να ενωθεί με το 20ό τάγμα των Νεοζηλανδών άργησε να προωθηθεί λόγω των γερμανικών βομβαρδισμών και τελικά η αντεπίθεση άρχισε στις 3 τα ξημερώματα και απέτυχε γιατί με το πρώτο φως οι Γερμανοί είχαν πλέον αεροπορική υποστήριξη.
Ενα κομβόι από 20 καΐκια συνοδευόμενα από την ιταλική τορπιλάκατο «Lupo» προσπάθησε να αποβιβάσει γερμανικά στρατεύματα στην παραλία του Μάλεμε λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, αλλά απωθήθηκαν από το βρετανικό ναυτικό. Τελικά μόνο ένα καΐκι αποβίβασε τρεις αξιωματικούς και 110 Γερμανούς στρατιώτες στο ακρωτήριο Σπάθα, ενώ ένα κότερο που επιχείρησε στο Ακρωτήρι έγινε αντιληπτό από την ακτοφυλακή, με αποτέλεσμα να γλιτώσει μόνο ένας Γερμανός στρατιώτης.
Μάχη σε Χανιά, Γαλατά, Αγυιά
Αντρες των συμμαχικών δυνάμεων στην Κρήτη αιχμάλωτοι του γερμανικού στρατού, ο οποίος βαρύνεται και με την εκτέλεση πολλών από αυτούς.
Ανατολικότερα, στην περιοχή της Αγυιάς διεξήχθησαν σφοδροί αγώνες ολόκληρη τη μέρα με το 6ο Ελληνικό Σύνταγμα Πεζικού, που κατείχε τα υψώματα νότια του χωριού Γαλατά και βρέθηκε μέσα στη ζώνη προσγείωσης του όγκου των Γερμανών αλεξιπτωτιστών της ομάδας «Αρης», να δέχεται αλλεπάλληλες επιθέσεις. Ο διοικητής, ο υποδιοικητής, ένας διοικητής λόχου και πολλοί διμοιρίτες του συντάγματος ήταν μεταξύ των πρώτων νεκρών. Ο άνισος αγώνας υποχρέωσε το σύνταγμα σε σύμπτυξη προς τον Γαλατά. Οι Γερμανοί παρά τις σοβαρές απώλειες κατάφεραν να σταθεροποιηθούν στην περιοχή των φυλακών της Αγυιάς και απώθησαν την αντεπίθεση ενός νεοζηλανδέζικου τάγματος το ίδιο βράδυ. Η επίθεση για την κατάληψη της Σούδας και των Χανιών απέτυχε με μεγάλες απώλειες για τους αλεξιπτωτιστές, αναγκάζοντας τους Γερμανούς - περίμεναν αντεπίθεση από τους Βρετανούς την νύχτα- να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους και να οργανωθούν αμυντικά στην περιοχή των φυλακών Αγυιάς.
Τα Γερμανικά αεροπλάνα σκίασαν τον ουρανό. Οταν τα πρώτα χτυπούσαν την Κρήτη τα τελευταία περνούσαν πάνω από το Γύθειο
Σε Ρέθυμνο και Ηράκλειο
Τις απογευματινές ώρες 161 μεταφορικά αεροσκάφη πραγματοποίησαν ρίψη αλεξιπτωτιστών και στρατιωτικού υλικού στην περιοχή του Ρεθύμνου. Ενα τμήμα αλεξιπτωτιστών, αφού κατέλαβε τα χωριά Περιβόλια και Καστελάκια, κινήθηκε προς το Ρέθυμνο, αποκρούστηκε όμως από το Τάγμα Οπλιτών Χωροφυλακής, με σημαντικές απώλειες και για ας δύο πλευρές. Ελληνες και Αυστραλοί απέκρουσαν με επιτυχία την επίθεση σε έναν λόφο δυτικά του αεροδρομίου του Ρεθύμνου, συλλαμβάνοντας μάλιστα 80 αιχμαλώτους. Παρά τις σοβαρές απώλειές τους, που ανήλθαν στο ένα τρίτο της δύναμής τους, οι Γερμανοί κατάφεραν να καταλάβουν το χωριό Αμπελάκια και έναν λόφο ανατολικά του αεροδρομίου.
Στον Τομέα Ηρακλείου η επίθεση της ομάδας «Ωρίων» ξεκίνησε σας 15.00, με την πόλη του Ηρακλείου να δέχεται για μία ώρα σφοδρό βομβαρδισμό που προκάλεσε σοβαρές καταστροφές. Η ρίψη των αλεξιπτωτιστών έγινε σας 16.00, χωρίς όμως να έχουν αεροπορική υποστήριξη, γεγονός που ήταν αποφασιστικής σημασίας για την τύχη των γερμανικών τμημάτων. Το τάγμα αλεξιπτωτιστών που είχε ως στόχο την κατάληψη του αεροδρομίου εξοντώθηκε από
δυνάμεις Βρετανών και Αυστραλών, ενώ ταυτόχρονα δύο τάγματα αλεξιπτωτιστών (μειωμένης δύναμης) υποχρεώθηκαν να καθηλωθούν αμυνόμενα στις επιθέσεις που δέχτηκαν από ένοπλους πολίτες, χωροφύλακες και οπλίτες του 7ου Ελληνικού Συντάγματος Πεζικού.
Ημέρα δεύτερη - 22 Μαΐου 1941
Την επόμενη μέρα, 22/5/1941, οι αμυνόμενοι οργάνωσαν νυχτερινή αντεπίθεση στο Μάλεμε, στην οποία θα λάμβαναν μέρος το 20ό Τάγμα Νεοζηλανδών και το 28ό Τάγμα Μαορί. Ομως ο σχεδιασμός δεν ήταν καλός και χάθηκε το πλεονέκτημα της νυχτερινής επίθεσης. Το πρωί οι συμμαχικές δυνάμεις σφυροκοπήθηκαν από τα Στούκας και τις δυνάμεις των Γερμανών αλεξιπτωτιστών που πλέον είχαν οχυρωθεί. Ετσι οι Σύμμαχοι έχασαν την ευκαιρία να ανακτήσουν το αεροδρόμιο και αναγκάστηκαν να αποτραβηχτούν ανατολικότερα ώστε να μην αποκοπούν. Αυτό αποδείχθηκε ολέθριο για την άμυνα του νησιού. Οι Γερμανοί μπορούσαν πλέον να ανεφοδιάζονται από αέρος και πολύ γρήγορα άλλαξαν οι συσχετισμοί, αφού σε λίγες ώρες είχαν στη διάθεσή τους πυροβόλα όπλα αλλά και πολλές στρατιωτικές μοτοσικλέτες με τις οποίες μπορούσαν να κινούνται γρήγορα και ευέλικτα, ενώνοντας τις μονάδες τους και χτυπώντας στα αδύνατα σημεία της αμυντικής διάταξης.
23-27 Μαΐου 1941
Μάχες συνεχίζονταν στον θαλάσσιο χώρο του νησιού, όπου ο συμμαχικός στόλος αντιμετώπιζε τις προσπάθειες των Γερμανών να αποβιβάσουν στρατεύματα από θαλάσσης. Στα στενά της Κάσου και της Μήλου γίνονταν ναυμαχίες, όπως και στον δίαυλο των Κυθήρων, με τους Συμμάχους να έχουν μεγάλες απώλειες από τις αεροπορικές επιθέσεις αλλά να καταφέρνουν να αποκρούσουν τη ναυτική απόβαση στο νησί.
Ενας Μαορί τραυματίας πολεμιστής του νεοζηλανδικού στρατού από την Κρήτη αποβιβάζεται στην Αλεξάνδρεια.
Σας 24 Μαΐου βομβαρδίστηκαν οι συμμαχικές θέσεις στο Καστέλι και οι Γερμανοί (95 Gebirgs Pioneer BataUion) προωθήθηκαν στον συνοικισμό. Αυτές οι αεροπορικές επιθέσεις έδωσαν την ευκαιρία σε Γερμανούς αλεξιπτωτιστές που είχαν συλληφθεί στις 20 Μαΐου να δραπετεύσουν, σκοτώνοντας και αιχμαλωτίζοντας με τη σειρά τους πολλούς Νεοζηλανδούς αξιωματικούς που διοικούσαν το 1ο Σύνταγμα του ελληνικού στρατού. Οι Ελληνες πρόβαλαν λυσσαλέα αντίσταση, αλλά με 600 όπλα και λίγες σφαίρες για 1.000 στρατιώτες δεν μπόρεσαν να κρατήσουν τους Γερμανούς. Οι μάχες με τα απομεινάρια του 1ου Ελληνικού Συντάγματος συνεχίστηκαν μέχρι τις 26 Μαΐου, εμποδίζοντας τους Γερμανούς να προσγειώσουν ενισχύσεις.
Στις 26 Μαΐου η πίεση κορυφώθηκε, αφού άρχισαν σφοδροί βομβαρδισμοί με αεροσκάφη Στούκας. Την επόμενη μέρα (27 Μαΐου 1941) παραδόθηκε η πόλη των Χανιών.
Στις 28 Μαΐου οι Γερμανοί κατόρθωσαν να πλεύσουν στον κόλπο του Κίσσαμου και να αποβιβάσουν δύο τανκς (Panzer II), τα οποία προωθήθηκαν στον Πλάτανο, όπου ενώθηκαν με μια μονάδα μοτοσικλετιστών, μια μηχανοκίνητη μονάδα πυροβολικού, μια μονάδα αντιμετώπισης τεθωρακισμένων και ένα τάγμα ανιχνευτών, χτυπώντας την κύρια οδό διαφυγής των Αγγλων, την παραλιακή οδό Ρεθύμνου Ήρακλείου.
Τη νύχτα 26ης προς 27η Μαΐου προσγειώθηκαν στη Σούδα η 7η και η 8η Μοίρα Αγγλων κομάντο, που είχαν εντολή να ενεργήσουν στα μετόπισθεν των Γερμανών, δίνοντας χρόνο στην εκκένωση του νησιού από τους Συμμάχους. Η επιχείρηση των κομάντο επρόκειτο να γίνει το βράδυ της 25ης Μαΐου, αλλά αναβλήθηκε λόγω κακών καιρικών συνθηκών, πράγμα που σημαίνει ότι τουλάχιστον από τις 23-24 Μαΐου υπήρχαν σκέψεις για αποχώρηση των συμμαχικών στρατευμάτων.
Το πρωί της 27ης Μαΐου το 28ό Τάγμα Μαορί (Νεοζηλανδοί) και τα 2/7 και 2/8 Τάγματα Αυστραλών αναγκάστηκαν να επιτεθούν με τις λόγχες για να απελευθερώσουν μέρος του δρόμου Σούδας - Χανιών που είχαν αποκόψει οι Γερμανοί (114 Ορεινό Σύνταγμα), όμως ήδη στο Λονδίνο ο στρατηγός Γουέιβελ ενημέρωνε τον Ουίνστον Τσόρτσιλ πως η μάχη είχε πλέον χαθεί και διατάχθηκε η εκκένωση του νησιού.
Υπήρξε και ιταλική εμπλοκή, καθώς ο ιταλικός στόλος από τα Δωδεκάνησα εμφανίστηκε στην ανατολική πλευρά του νησιού και αποβιβάστηκε στη Σητεία για να ενωθεί με τους Γερμανούς στην Ιεράπετρα. Οι Ιταλοί πίστευαν ότι οι Αγγλοι θα επιχειρήσουν απόβαση στο βορειοανατολικό μέρος του νησιού, αλλά οι Βρετανοί ήταν απασχολημένοι να φυγαδεύουν τη φρουρά του νησιού.
Υποχώρηση και εκκένωση
Οι Γερμανοί ύστερα από άγριες και φονικές μάχες απώθησαν τελικά τις δυνάμεις των Συμμάχων και των Ελλήνων προς τον νότο με την υποστήριξη αεροπορίας και πυροβολικού και με αλλεπάλληλα κύματα μοτοσικλετιστών και μονάδων ορεινών καταδρομών. Το ορεινό έδαφος της Κρήτης δεν ευνοούσε την ανάπτυξη τεθωρακισμένων. Οι φρουρές της Σούδας ακολούθησαν τον δρόμο προς Βιτσιλόκουμο, βόρεια των Σφακίων. Στα μισό του δρόμου, κοντά στο χωριό Ασκύφου, υπήρχε ένα μεγάλο πλάτωμα όπου μπορούσαν να πέσουν αλεξιπτωτιστές.
Εκεί ο στρατός φύλαγε την περίμετρο ώστε να μην επιχειρήσουν οι Γερμανοί και κοπεί ο δρόμος υποχώρησης. Το 5ο Σύνταγμα Νεοζηλανδών ανέκοψε το 141ο Ορεινό Σύνταγμα των Γερμανών που επιχείρησε ελιγμό περικύκλωσης. Στο χωριό Στύλος οι Νεοζηλανδοί αναγκάστηκαν να δώσουν μάχες οπισθοφυλακής, κρατώντας ανοιχτό τον δρόμο της υποχώρησης προς τα Σφακιά. Παρ’ όλα αυτά, στην τοποθεσία Αγιοι Πάντες αποκόπηκαν δύο αγγλικές μονάδες κομάντο (Layforce) οι οποίες και αποδεκατίστηκαν. Γλίτωσαν μόνον ο διοικητής Ρόμπερτ Λέικοκ και ο υπασπιστής του -και μετέπειτα λογοτέχνης- Εβελιν Βο, οι οποίοι διέφυγαν με ένα τανκ. Από τους 800 Αγγλους κομάντο που στάλθηκαν στο νησί, μόνο 179 άντρες γλίτωσαν τη ζωή τους.
Από την 28η Μαΐου έως την 1η Ιουνίου τα στρατεύματα επιβιβάζονταν σε πλοία με προορισμό την Αίγυπτο. Από τα Σφακιά αποχώρησαν 6.000 άντρες και η νηοπομπή υπέφερε μεγάλες απώλειες από τις επιθέσεις των Στούκας.
Από το Ηράκλειο αποχώρησαν 4.000 άντρες το βράδυ της 28ης Μαΐου, ενώ το επόμενο βράδυ αποχώρησαν 1.500 και το μεθεπόμενο 4.000 άντρες. Από τους 32.000 άντρες των Αγγλων που βρίσκονταν στο νησί, αποχώρησαν οι 18.600. Ενώ 12.000Αγγλοι, Σύμμαχοι και Ελληνες στρατιώτες βρίσκονταν ακόμη στο νησί την 1η Ιουνίου, όταν η Κρήτη πέρασε στον πλήρη έλεγχο των Γερμανών.
Παράδοση και απολογισμός θυμάτων
Ο ταξίαρχος Τσάπελ, διοικητής του Ηρακλείου, υποχρεώθηκε να παραδώσει την πόλη αναχωρώντας το βράδυ της 28ης Μαΐου. Το Ρέθυμνο παραδόθηκε το βράδυ της 30ής Μαΐου. Την 1η Ιουνίου οι 5.000άντρες που βρίσκονταν στα Σφακιά παραδόθηκαν. Μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου 1941 τουλάχιστον 500 άντρες της Κοινοπολιτείας παρέμεναν στο νησί, κρύβονταν μαζί με τους αντάρτες και παρενοχλούσαν τους Γερμανούς με κάθε δυνατό τρόπο.
Οι μάχες που δόθηκαν στην Κρήτη ήταν φονικότατες, και οι απώλειες -και των δυο πλευρών- ήταν τεράστιες.
Για τους Συμμάχους: 3.579 νεκροί, 1.918 τραυματίες και 12.254 αιχμάλωτοι. Για τους Ελληνες: 544 νεκροί, 5.225 αιχμάλωτοι. Για τους Γερμανούς: 4.041 νεκροί, 2.640 τραυματίες, 17 αιχμάλωτοι.
Το επίλεκτο σώμα των Γερμανών αλεξιπτωτιστών αποδεκατίστηκε και στο υπόλοιπο του πολέμου δεν ξαναχρησιμοποιήθηκαν αλεξιπτωτιστές. Αντίθετα, οι Σύμμαχοι δημιούργησαν σώματα αλεξιπτωτιστών, τα οποία όμως έπεφταν με βαρύ οπλισμό και δεν περίμεναν τον ανεξάρτητο φωριαμό με τα όπλα τους. Τέτοια σώματα συμμετείχαν στη Σικελία, στην απόβαση της Νορμανδίας και στην απελευθέρωση των Κάτω Χωρών.
Γερμανός στρατιώτης δίνει την χαριστική βολή σε έναν από τους 25 πατριώτες που εκτελέστηκαν για λόγους εκδίκησης στο χωριό Κοντομαρί των Χανίων στις 2 Ιουνίου 1941
Στην Κρήτη οι Γερμανοί συνάντησαν για πρώτη φορά αντίσταση από ντόπιο πληθυσμό. Η αρχική έκπληξή τους μετατράπηκε σε οργή καθώς περνούσαν οι μέρες και έτσι όταν επικράτησαν πήραν την εκδίκησή τους με μαζικές εκτελέσεις, όπως στο χωριό Αλικιανός όπου εκτέλεσαν 195 πατριώτες (Ιούνιος-Αύγουστος 19411 και στο χωριό Κοντομαρί (25 πατριώτες - 2 Ιουνίου 1941). Το χωριό Κάνδανος ξεθεμελιώθηκε και εκτελέστηκαν 180 πατριώτες (3 Ιουνίου 1941), εγκαινιάζοντας μια αιματηρή παράδοση που θα συνεχιζόταν με τα 20 χωριά της Ιεράπετρας και 500 εκτελεσμένους πατριώτες (Σεπτέμβριος 1943), τα Ανώγεια (Αύγουστος 1944) και τα εννιά χωριά της πεδιάδας Αμαρίου με τους 165 εκτελεσμένους πατριώτες.
Στη μάχη της Κρήτης εντοπίστηκαν -εκ των υστέρων- τα εξής λάθη: Πρώτον, δεν καταστράφηκαν τα αεροδρόμια, παρά την πρόταση του Νεοζηλανδού διοικητή Φράιμπεργκ. Δεύτερον, δεν προβλέφτηκε η ρίψη αλεξιπτωτιστών αλλά αναμενόταν ναυτική απόβαση. Τρίτον, ο πενιχρός εξοπλισμός (μικρή δύναμη πυροβολικού και μόνο έξι τεθωρακισμένα). Τέταρτον, η διαρκής εναλλαγή διοικητών (από το φθινόπωρο του 1940 έως τον Μάιο του 1941 άλλαξαν στο νησί επτά διοικητές). Πέμπτον, ανύπαρκτη αεροπορική δύναμη των Συμμάχων. Εκτον, ο πληθυσμός ήταν αφοπλισμένος από το καθεστώς Μεταξά.
Στην Κρήτη το επίλεκτο σώμα των Γερμανών αλεξιπτωτιστών αποδεκατίστηκε και δεν ξαναχρησιμοποιήθηκε. Πρόχειρο στρατιωτικό νεκροταφείο τον Μάιο ή Ιούνιο του '41
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου