Του Γιάννη Σκαλιδάκη, Ιστορικού – HotDoc History
Μια αρχαϊκή, απομονωμένη, φτωχή αλλά αυτάρκης κοινωνία αντιμέτωπη με την τεχνολογικά υπέρτερη Δύση ξαναπαίρνει τα όπλα. Η λαϊκή συμμετοχή στη μάχη, πρόπλασμα της Αντίστασης. Τα τερατώδη αντίποινα των ναζί και η συνηγορία του Χάιντς υπέρ των Γερμανών «ιπποτών».
Χίτλερ να μην το καυχηθείς πως πάτησες την Κρήτη, ξαρμάτωτη την ηύρηκες και λείπαν τα παιδιά της. Στα χιόνια πολεμούσανε πάνω στην Αλβανία μα πάλι πολεμήσανε για την ελευθερία
Η μάχη της Κρήτης είναι ένα διακριτό επεισόδιο στην ιστορία του Β' Παγκόσμιου Πολέμου για τη χώρα μας αλλά και την πορεία του πολέμου πανευρωπαϊκά. Στην Ελλάδα σηματοδοτεί τόσο την ολοκλήρωση της κατοχής από τον φασιστικό Αξονα όσο και την ταυτόχρονη έναρξη της λαϊκής αντίστασης ενάντια στην κατοχή αυτή.
Για την Ευρώπη, η μάχη της Κρήτης τοποθετείται ανάμεσα στην κατάκτηση σχεδόν όλης της ηπείρου με χαρακτηριστική ευκολία από τις γερμανικές στρατιές και την επικείμενη επίθεση στη Σοβιετική Ενωση, που θα μετέτρεπε τον πόλεμο αυτό σε σχεδιασμένη γενοκτονική επιχείρηση άνευ προηγουμένου.
Η γερμανική επίθεση στην Κρήτη στα τέλη Μαΐου 1941 αποτέλεσε κάτι σαν πρελούδιο σε αυτή την αλλαγή στον χαρακτήρα του πολέμου, η δε λαϊκή συμμετοχή στην υπεράσπιση του νησιού, προπομπός της λαϊκής ένοπλης αντίστασης, αντιμετωπίστηκε με ωμή βία κατά αμάχων και καταστροφές κατοικημένων τόπων, προεικονίζοντας τον «φυλετικό πόλεμο» που θα εξαπέλυε η Γερμανία λίγες εβδομάδες αργότερα.
Θα προσπαθήσουμε εδώ να δώσουμε ορισμένα στοιχεία για το φαινόμενο της λαϊκής συμμετοχής στη μάχη της Κρήτης, τόσο από το παρελθόν των πολεμικών εμπειριών των κατοίκων του νησιού όσο και από την τότε συγκυρία που μετέτρεψε την Κρήτη στο τελευταίο ελεύθερο ελληνικό έδαφος, με την παρουσία του βασιλέα Γεωργίου Β' και της κυβέρνησής του.
Θα δούμε επίσης τη σημασία της λαϊκής συμμετοχής στο στρατιωτικό πεδίο αλλά και ευρύτερα την πολιτική σημασία της για τις μετέπειτα εξελίξεις. Είναι άλλωστε χαρακτηριστική η υποτίμηση της σημασίας της Αντίστασης από τους αναθεωρητές του χαρακτήρα του Β ’ Παγκόσμιου Πολέμου και περαιτέρω η αμαύρωσή της, όπως στην περίπτωση του Γερμανού ιστορικού Χάιντς Ρίχτερ. Σχετική με το τελευταίο σημείο είναι όλη η φιλολογία περί βαρβαρότητας των Κρητικών και κακοποίησης των «ιπποτών» Γερμανών αλεξιπτωτιστών. Σε αντίθεση με όσα επιστράτευσε το ναζιστικό επιτελείο -και αναπαρήγαγε ο Ρίχτερ- για το ζήτημα αυτό, τα στοιχεία για τις γερμανικές ωμότητες κατά του πληθυσμού, το μέγεθος και η μεθοδικότητα της βίας απέναντι στον πληθυσμό είναι πλήρως τεκμηριωμένα και συνιστούν αναγνωρισμένα εγκλήματα πολέμου.
Το 1940 η Κρήτη είχε 438.239 κατοίκους και το 1948 είχε φτάσει τις 475.800, σημειώνοντας αύξηση 70% τα τελευταία 67 χρόνια, με αποτέλεσμα να παρουσιάζει από τις μεγαλύτερες πυκνότητες αγροτικού πληθυσμού στην Ευρώπη, με 485 κατοίκους ανά τετραγωνικό μίλι. Ο μέσος όρος ζωής την περίοδο 1946-1948 ήταν τα 48,2 έτη, ήταν όμως 50,4 έτη για τον αγροτικό κόσμο και μόνο 41,2 για τους κατοίκους των τεσσάρων δήμων. Πάνω από το μισό του πληθυσμού ήταν κάτω των 30 ετών.
Η πλειονότητα του πληθυσμού ζούσε στο βόρειο μέρος του νησιού και λιγότερο από το ένα τέταρτο στη νότια πλευρά, οι μισοί σχεδόν από τους οποίους ήταν στην πεδιάδα της Μεσαράς. Το ένα τρίτο περίπου ζούσε στις παράκτιες κοινότητες όπου και οι περισσότερες κωμοπόλεις ενώ λιγότερο από το ένα πέμπτο ζούσε στις πρωτεύουσες των νομών.
Μεγάλο μέρος της Κρητικής υπαίθρου διαβιούσε σε συνθήκες αυτάρκειας και ταυτόχρονα ανέχειας, με ό,τι συνεπαγόταν αυτό για το βιοτικό επίπεδο, τα ήθη και έθιμα και τις νοοτροπίες. Οι υλικές συνθήκες του νησιού διαμόρφωσαν και ανάλογες κοινωνικές μορφές και σχέσεις.
Σε μεγάλο μέρος της υπαίθρου κυριαρχούσαν αρχαϊκές μορφές αγροτικής παραγωγής με ελάχιστη σχέση με την αγορά και τον έξω κόσμο εν γένει. Η απουσία μέσων συγκοινωνίας και επικοινωνίας ενέτεινε την απομόνωση ολόκληρων περιοχών. Επίσης, η ανέχεια όριζε με αυστηρότητα τα οικονομικά όρια αντοχής των κοινοτήτων αυτών, σε σημείο που η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας έφτανε έως εκεί που επέτρεπε η άκρως απαραίτητη για τη γεωργία γη.
Φυσικά, όλες οι περιοχές είχαν κάποια επαφή με τα τεκταινόμενα στις πόλεις και ήδη από τη μάχη της Κρήτης πολλοί κάτοικοι των πόλεων, δημόσιοι υπάλληλοι, αξιωματικοί, φοιτητές, γύρισαν στα χωριά τους κουβαλώντας και τις εμπειρίες τους.
Η μορφή της Αντίστασης στην Κρήτη δεν μπορούσε παρά να επηρεαστεί από τις συνθήκες του τόπου. Οι συνθήκες του νησιού δεν μπορούσαν να συντηρήσουν μεγαλύτερες μόνιμες αντάρτικες μονάδες ή άλλους στρατιωτικούς σχηματισμούς.
Μια μερίδα επίσης των μετέπειτα αντιστασιακών ομάδων ήταν προσωποπαγείς και σχηματίζονταν μέσω ενός πλέγματος συγγενικών και τοπικών σχέσεων γύρω από κάποιον ισχυρό τοπικό παράγοντα (καπετάνιο) ο οποίος είχε περάσει στην παρανομία μετά τη συμμετοχή του στη μάχη της Κρήτης (Μανώλης Μπαντουβάς, Πετρακογιώργης, Γρηγοράκης ή Σατανάς, Δραμουντάνης κ.ά.), ειδικά στην περιοχή του Ηρακλείου.
Το νησί της Κρήτης είχε ενσωματωθεί στο ελληνικό κράτος μόλις το 1913, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Είχε προηγηθεί μια μακρά ταραγμένη περίοδος επανειλημμένων εξεγέρσεων στη διάρκεια του 19ου αιώνα κατά της οθωμανικής κυριαρχίας και μια σύντομη περίοδος αυτονομίας του νησιού πριν από την πολυπόθητη ένωση με την Ελλάδα. Η μακρά αυτή επαναστατική περίοδος είχε δημιουργήσει γενιές ανθρώπων πλήρως εξοικειωμένων με τα όπλα και το είδος του πολέμου της εποχής εκείνης. Η επαναστατική δραστηριότητα είχε παγιώσει ένοπλες ομαδοποιήσεις στηριγμένες σε τοπικά και συγγενικά δίκτυα που στις εξεγερσιακές περιόδους πλαισιώνονταν από τη λαϊκή συμμετοχή.
Ουσιαστικά είχε δημιουργηθεί μια κατηγορία ανθρώπων των όπλων που συνέχισαν τη δραστηριότητα αυτή σε διάφορους στρατιωτικούς σχηματισμούς, όπως η κρητική χωροφυλακή, ή σε ημιεθελοντικές ομάδες, όπως στην περίπτωση της ευρύτατης συμμετοχής Κρητικών στον Μακεδονικό Αγώνα. Προϋπήρχε λοιπόν της μάχης της Κρήτης μια ισχυρή παράδοση εξοικείωσης του πληθυσμού με τον ένοπλο αγώνα, όχι μόνο ως ανάμνηση αλλά ζωντανή σε ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού παρά τις τοπικές διαφορές. Ενώ στην ύπαιθρο του νομού Χανιών υπήρξε λαϊκή εξέγερση και στο Ρέθυμνο κινητοποίηση του πληθυσμού γύρω από τη Σχολή Χωροφυλακής, στο Ηράκλειο ενεργοποιήθηκε πιο οργανωμένα το προαναφερθέν δίκτυο καπεταναίων και λόγω της πρότερης σύνδεσής του με το βρετανικό δίκτυο στο νησί με επικεφαλής τον αρχαιολόγο Τζον Πέντλμπερι, που έδρευε στη βίλα Αριάδνη έξω από την Κνωσό.
Η δράση των βρετανικών υπηρεσιών, και ειδικά της SOE (Επιχειρήσεις Ειδικών Αποστολών), στην Κρήτη ήταν μεγαλύτερη σε διάρκεια από ό,τι οπουδήποτε αλλού. Στην Ελλάδα ξεκίνησε το 1940 πριν από τον ελληνοϊταλικό πόλεμο με τον Τζον Πέντλμπερι και τελείωσε στις 28 Φεβρουάριου του 1945.
Πριν από την επικείμενη γερμανική επίθεση, η Κρήτη ήταν το μοναδικό ελεύθερο ελληνικό έδαφος. Εκεί εγκαταστάθηκε ο βασιλιάς και η ελληνική κυβέρνηση. Η πρωθυπουργοποίηση του Εμμανουήλ Τσουδερού οφειλόταν και στην κρητική καταγωγή του, ώστε η κυβέρνηση και ο βασιλιάς να γίνουν αποδεκτοί από την κρητική κοινωνία η οποία αντιστάθηκε στο δικτατορικό καθεστώς Μεταξά και ένιωθε ανησυχία και οργή για την τύχη των στρατευμένων παιδιών της και του τόπου της. Δεν βοηθούσαν όμως όλα τα μέλη της κυβέρνησης εξίσου - ο περιβόητος Κωνσταντίνος Μανιαδάκης εμπλεκόταν ενεργά στα δημόσια πράγματα έως ότου οι Βρετανοί υποδείξουν στον βασιλιά την ανάγκη απομάκρυνσής του από την Κρήτη.
Η ένταση ήταν μεγάλη και χαρακτηριστική ήταν η εκτέλεση εν μέση οδώ του διοικητή της 5ης Κρητικής Μεραρχίας στρατηγού Γεωργίου Παπαγεωργίου με την κατηγορία ότι εγκατέλειψε τους άντρες του στην κατεχόμενη Ελλάδα. Εγιναν προσπάθειες κατευνασμού της λαϊκής οργής, όπως ο ορισμός ντόπιων βενιζελικών αξιωματικών στην ηγεσία του στρατεύματος. Το υπουργείο Στρατιωτικών ανέλαβε ο στρατηγός Μανώλης Τζανακάκης και ανακλήθηκαν στην ενεργό υπηρεσία όλοι οι εν Κρήτη απότακτοι αξιωματικοί του 1935.
Οι Κρητικοί ζητούσαν με επιμονή όπλα ενόψει της γερμανικής επίθεσης. Οι Βρετανοί όμως δεν ήθελαν να δώσουν όπλα του τακτικού στρατού σε μη επιστρατευμένους πολίτες. Σχέδια επιστράτευσης εκπονούνταν και ματαιώνονταν. Δόθηκε διαταγή από το γενικό επιτελείο να οργανωθούν οι χωρικοί κατά χωριά σε σώματα πολιτοφυλακής με έφεδρους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς. Θα διετίθεντο 4.000 όπλα γι’ αυτούς αλλά εντέλει σταμάτησε η διαδικασία και διατάχτηκε η διάλυση των σωμάτων τους μήνες πριν από τη γερμανική επίθεση.
Η προετοιμασία ενόψει της επίθεσης δεν ήταν η καλύτερη δυνατή παρά την ισχυρή αριθμητικά παρουσία συμμαχικών στρατευμάτων και ελληνικών μονάδων.
Η κυβέρνηση της Αθήνας από τον Νοέμβριο ήδη του 1940 παραχώρησε την ευθύνη της υπεράσπισης της Κρήτης στους Βρετανούς. Εκείνοι ενδιαφέρονταν μόνο για τη Σούδα, στην οποία και έστειλαν ορισμένες μονάδες. Ολα τα υπόλοιπα αφέθηκαν είτε στην τύχη τους είτε στη δραστηριότητα των πρακτόρων της Βρετανίας, προπολεμικά μελών των βρετανικών αρχαιολογικών αποστολών και πλέον «οπλαρχηγών» της υπηρεσίας SOE.
Οι Ελληνες στρατιώτες και ο λαός της Κρήτης ήταν οι μόνοι πραγματικά υπεύθυνοι για την άμυνα του νησιού απέναντι στην επερχόμενη επίθεση. Αυτή η βαριά συναίσθηση οδήγησε και στη λαϊκή συμμετοχή στη μάχη της Κρήτης, που πήρε τη μορφή παλλαϊκού ξεσηκωμού.
Σύμφωνα με το σχέδιο που είχε προβλεφτεί για την περίπτωση αποχώρησης της 5ης Μεραρχίας από το νησί, θα παρέμενε υπό τη Στρατιωτική Διοίκηση Χανιών το 44ο Σύνταγμα Πεζικού, ο 44ος Ουλαμός Πυροβολικού Συνοδείας, τα έμπεδα Τάγματα Χανιών, Ρέθυμνου και Ηρακλείου καθώς και τρεις λόχοι τυφεκιοφόρων από άντρες των μεταγωγικών του 44ου Συντάγματος Πεζικού και μια μοίρα Ορειβατικού Πυροβολικού.
Οργανώθηκαν μονάδες Πολιτοφυλακής, περίπου 1.S00 άτομα σε τέσσερα τάγματα, ένα ανά νομό χωρίς εξοπλισμό. Τον Μάρτιο αποβιβάστηκε στο Ρέθυμνο η Σχολή Οπλιτών Χωροφυλακής, 15 αξιωματικοί και 900 περίπου οπλίτες. Επίσης τον Απρίλιο ήρθαν οκτώ τάγματα νεοσυλλέκτων από την Πελοπόννησο, 85 αξιωματικοί και 4.825 οπλίτες -μετονομάστηκαν σε συντάγματα πεζικού- με υποτυπώδη εκπαίδευση.
Η Επιχείρηση «Ερμής» (Mercury) αποφασίστηκε εντέλει από τον Χίτλερ στις 21 Απριλίου έπειτα από επιμονή του στρατηγού Κουρτ Στουντέντ, επικεφαλής της μεραρχίας αλεξιπτωτιστών (7th Flieger-Division). Τα επιχειρήματά του ήταν πως η κατάκτηση της Κρήτης θα εξουδετέρωνε την απειλή της βρετανικής αεροπορίας για τις πετρελαιοπηγές της Ρουμανίας, θα διασφάλιζε την ανατολική Μεσόγειο από τις βρετανικές ναυτικές επιχειρήσεις, θα ήταν απειλή για τις βρετανικές βάσεις στην Αίγυπτο, ειδικά τον ' ναύσταθμο της Αλεξάνδρειας, και θα λειτουργούσε ως εφαλτήριο για επιθετικές επιχειρήσεις ενάντια στην Κύπρο και την Παλαιστίνη.
Στις 20 Μαΐου ξεκίνησε η γερμανική επίθεση, μια μοναδική επιχείρηση κατάληψης στόχου κυρίως με αερομεταφερόμενες δυνάμεις σε τέσσερα σημεία, στους νομούς Χανιών, Ρέθυμνου και Ηρακλείου. Η στρατιωτική επιχείρηση οργανώθηκε με τρόπο επιβλητικό με σκοπούς όχι μόνο στρατιωτικούς αλλά κυρίως πολιτικούς και προπαγανδιστικούς, για την προβολή του ανίκητου του γερμανικού στρατού ενόψει της εισβολής στη Σοβιετική Ενωση. Οι δυνάμεις εισβολής -αλεξιπτωτιστές και αερομεταφερόμενα στρατεύματα- πραγματοποίησαν την από αέρος έφοδό τους απευθείας στα ισχυρά σημεία της αντίπαλης άμυνας, στις τρεις πόλεις, στα τρία αεροδρόμια του νησιού αλλά και στην ισχυρή ναυτική βάση στη Σούδα.
Η μάχη ήταν εξαρχής σφοδρή και οι Γερμανοί απέτυχαν - να καταλάβουν τους στόχους τους εκτός από την καθοριστική περιοχή γύρω από το αεροδρόμιο του Μάλεμε. Η λαϊκή συμμετοχή ήταν από την αρχή μαζική και αποφασιστική. Στα χωριά του Σέλινου δινόταν με την καμπάνα του χωριού το σύνθημα συγκέντρωσης των αντρών με όποιο οπλισμό έβρισκε ο καθένας.
Στο Ηράκλειο κάτοικοι των χωριών συγκεντρώνονταν σε ομάδες και κατευθύνονταν προς την πόλη. Οι επικεφαλής των ομάδων χρίζονταν επιτόπου καθώς όλοι ακολουθούσαν εκείνους που έδειχναν το μεγαλύτερο θάρρος. Χωρικοί συνέρρεαν προς την πόλη και μάχονταν πέριξ αυτής όλες τις επόμενες ημέρες μέχρι την παράδοσή της στις 29 Μαΐου.
Οι γυναίκες φρόντιζαν για τη διατροφή των μαχητών αλλά έπαιρναν μέρος και στις μάχες. Η πρωτοφανής αυτή δραστηριότητα των γυναικών είχε αποτέλεσμα να κυκλοφορήσουν πολλές αφηγήσεις που κινούνταν μεταξύ πραγματικότητας και μύθου το αμέσως επόμενο διάστημα, όπως ότι αιχμάλωτες Κρητικές στάλθηκαν στο Βερολίνο καθώς ο Χίτλερ επιθυμούσε να τις δει από κοντά («The War Illustrated», 4.7.41) ή ότι 500 Κρητικές εκτοπίστηκαν στη Γερμανία («The Times», 28.7.41).
Στο χωριό Γαλατάς δόθηκε πολυήμερη μάχη καθώς η κατάληψή του άνοιγε τον δρόμο των Γερμανών προς τα Χανιά και τη Σούδα. Η μάχη αυτή σώμα με σώμα δόθηκε με πείσμα από τους κατοίκους και τις μονάδες των Αυστραλών και των Νεοζηλανδών και ειδικά τους Μαορί.
Εξόριστοι κομμουνιστές δραπέτες από τα νησιά του Αιγαίου θα συμμετάσχουν στη μάχη της Κρήτης και ο βουλευτής του ΚΚΕ (Παλλαϊκό Μέτωπο, 1936) Μιλτιάδης Πορφυρογένης από την εφημερίδα «Κρητικά Νέα» στις 16 Μαΐου, παραμονές της μάχης, θα δώσει το σύνθημα της εθνικής ενότητας και του αντιφασιστικού αγώνα που θα μορφοποιηθεί λίγους μήνες αργότερα στο ΕΑΜ.
Αλλά και μετά τη μάχη, η λαϊκή συμμετοχή στη διάσωση των συμμάχων στρατιωτών ήταν έντονη, προεικονίζοντας το μέγεθος της λαϊκής Αντίστασης κατά τη διάρκεια της σκληρής κατοχής. Κατά τη μάχη της Κρήτης η Μονή Πρέβελης στον νομό Ρεθύμνου φρόντισε για την τροφοδοσία του στρατού και των ντόπιων στη μάχη των Περιβολίων. Με την επικράτηση των Γερμανών και την αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων, η επαρχία Αγίου Βασιλείου με επίκεντρο το μοναστήρι αποτέλεσε ασφαλές προσωρινό καταφύγιο και σημείο διαφυγής του βρετανικού στρατού.
Οι Κρητικοί με διάφορους τρόπους βοήθησαν τους Βρετανούς που είχαν απομείνει στο νησί επιστρατεύοντας ακόμη και παιδιά που ήταν υπεράνω πάσης υποψίας και μετέφεραν τρόφιμα και προμήθειες στα εναπομείναντα βρετανικά στρατεύματα που κρύβονταν στα κρητικά βουνά, ενώ και οι κτηνοτρόφοι με τα συνθηματικά τους σφυρίγματα ειδοποιούσαν τους φυγάδες για τον κίνδυνο που πλησίαζε.
Για τους Γερμανούς η λαϊκή συμμετοχή στη μάχη της Κρήτης ήταν αιφνιδιαστική και άκρως επικίνδυνη εξέλιξη. Η πανταχού παρουσία ένοπλων πολιτών δημιουργούσε μια μη αναμενόμενη κατάσταση. Οι ένοπλοι, αν και δεν ήταν αποτελεσματικοί ενάντια σε οργανωμένες θέσεις του στρατού εισβολής, ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνοι για τους διάσπαρτους και μεμονωμένους στρατιώτες.
Στο τακτικό επίπεδο, η συμμετοχή ένοπλων πολιτών στα δρώμενα καθιστούσε επικίνδυνο και εχθρικό τον χώρο που περιέβαλλε το πεδίο της μάχης, περιορίζοντας τη δυνατότητα ελιγμών και καταργώντας την έννοια του ασφαλούς χώρου, όπου θα μπορούσαν να ανασυγκροτηθούν, να ξεκουραστούν και να καταφύγουν οι επιτιθέμενοι. Σε τελική ανάλυση, οι απώλειες που προκαλούσαν οι ένοπλοι στα στρατεύματα ήταν ιδιαίτερα επώδυνες επειδή ήταν απρόσμενες και επειδή η φθορά πρώτης γραμμής στρατευμάτων από αυτοσχέδιους πολεμιστές θεωρείτο στην οικονομία του πολέμου εξαιρετικά επαχθής εξέλιξη.
Οι γερμανικές απώλειες ήταν υψηλές: 22.000 στρατιώτες πήραν μέρος στη μάχη και σχεδόν 7.000 σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν. Περισσότεροι από ένας στους τέσσερις αλεξιπτωτιστές που έπεσαν στην Κρήτη σκοτώθηκαν στη μάχη. Αντίθετα οι απώλειες του γερμανικού στρατού στην εκστρατεία στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία υπήρξαν συγκριτικά πιο περιορισμένες. Συνολικά σε όλα τα Βαλκάνια (δεδομένου ότι οι άλλες χώρες δεν αντιστάθηκαν) ανέρχονταν σε 1.100 περίπου νεκρούς και 4.000 τραυματίες με μικρό αριθμό αγνοουμένων.
Οι κάτοικοι της Κρήτης, παρά τις διάφορες ψευδοεπιστημονικές ναζιστικές φαντασιώσεις για την καταγωγή τους από την άρια φυλή, θεωρούνταν βασικά εκείνη την εποχή «παραδοσιακοί» και «καθυστερημένοι», βίαιοι στις μεταξύ τους σχέσεις και ενίοτε επικίνδυνοι για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Ηταν «άλλη ράτσα», όπως επιμένει να λέει και σήμερα ο απολογητής του ναζισμού Χάιντς Ρίχτερ.
Στη μάχη της Κρήτης όμως -όπως και σε πολλές άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις στους ιμπεριαλιστικούς και αποικιακούς πολέμους- η απάνθρωπη αγριότητα ήρθε στο νησί από την πολιτισμένη Δύση, από τους εκλεκτούς και «ιπποτικούς» αλεξιπτωτιστές και αλπινιστές του Τρίτου Ράιχ. Από την πρώτη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους στη γη της Κρήτης οι ναζί κατακτητές ξεκίνησαν τις μαζικές δολοφονίες αμάχων. Στα πολυάριθμα μνημεία που τιμούν σήμερα τα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας, οι πρώτοι δολοφονημένοι άμαχοι έχουν ημερομηνία θανάτου τον Μάιο του 1941.
Τα πρώτα αντίποινα έγιναν κατά τη διάρκεια της μάχης και διήρκεσαν όλο το καλοκαίρι. Το σύνθημα έδωσε ο επικεφαλής των αλεξιπτωτιστών και πρώτος στρατιωτικός διοικητής Κρήτης Κουρτ Στουντέντ με δημόσια ανακοίνωση, όπου δήλωνε πως «πρέπει να ληφθούν τα πιο σκληρά μέτρα και διατάζω τα εξής αντίποινα [...] εκτελέσεις, πρόστημα, ολική καταστροφή χωριών διά πυρός και εξολόθρευση του άρρενος πληθυσμού της εν προκειμένω περιοχής».
Μόνο τους τρεις πρώτους μήνες του καλοκαιριού του 1941 οι εκτελεσμένοι υπολογίζονται σε πάνω από 1.100 άτομα. Τις πρώτες ημέρες έγιναν εκτελέσεις σε διαφορετικά μέρη, με βάση υποτίθεται φωτογραφίες με τις οποίες αναγνώριζαν πρόσωπα που είχαν πάρει μέρος στη μάχη.
Στις 23 και 24 Μαΐου 1941, στην παραλία Μισιρίων στο Ρέθυμνο, πραγματοποίησαν τρεις διαδοχικές εκτελέσεις αντρών, γυναικών αλλά και παιδιών, καίγοντάς τους μετέπειτα ενώ ορισμένοι ήταν ακόμη ζωντανοί.
Οι μαζικές εκτελέσεις πήραν μεγάλες διαστάσεις στη δυτική Κρήτη: στον Αλικιανό Κυδωνιάς οι εκτελεσμένοι έφτασαν το 18% του πληθυσμού της κοινότητας, στον Γαλατά ξεπέρασαν το 8% και στα Μισίρια Ρέθυμνου το 7%.
Οι περίπου 2.000 εκτελέσεις αμάχων και οι καταστροφές χωριών όλο το καλοκαίρι και μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1941 χώρισαν εξαρχής τους κατακτητές από τον πληθυσμό με βαθύ μίσος. Κοντομαρί, Κάνδανος, Παλαιόχωρα, Αλικιανός, Δραπανιάς, Περιβόλια, Φουρνές, Σχοινές, Χώρα Σφακίων, Περιβόλια Ρέθυμνου, Μισίρια, Σταυρωμένος, ορισμένοι από τους πρώτους τόπους φρίκης στη δυτική Κρήτη. Τα αντίποινα αυτά, συλλογικές εκτελέσεις και καταστροφές χωριών, δεν έγιναν εν θερμώ αλλά εφαρμόστηκαν κατά κύματα όλο το καλοκαίρι και μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου 1941 από τους πρώτους στρατιωτικούς διοικητές Κουρτ Στουντέντ και Αλεξάντερ Αντρε.
Χαρακτηριστικά, στον νομό Ρεθύμνου στις 3 και 4 Σεπτεμβρίου 1943 οι Γερμανοί συνέλαβαν δέκα βοσκούς, ηλικίας από 21 έως 35 ετών, με την κατηγορία ότι τα πρόβατά τους μπήκαν σε απαγορευμένη περιοχή. Τους οδήγησαν στη θέση Γουρνόλακκος και τους εκτέλεσαν εν ψυχρώ, ενώ ο ένας διασώθηκε. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1943, 26 άντρες μαζί με έναν ιερέα από τα Λιβάδια πήγαν στο σημείο όπου είχαν εκτελέσει οι ναζί τους εννιά για να τους θάψουν. Οι Γερμανοί είχαν στήσει ενέδρα και εκτέλεσαν άλλους 24.
Τη θηριωδία αυτή συμβολίζουν η ολοσχερής καταστροφή της Κανδάνου στις 3 Ιουνίου και η απαγόρευση ανοικοδόμησής της.
Ιωάννης Παίζης: "Ελληνες, Ελληνες! Εχω ένα όπλο. Ελάτε να το πάρετε"
Η περιγραφή των Γερμανών από τον Χανιώτη γιατρό Ιωάννη Παΐζη είναι άκρως ενδιαφέρουσα και μας δείχνει πώς προσέλαβε η παραδοσιακή κοινωνία της Κρήτης τη βιαιότητα του μηχανοκίνητου πολέμου και τις ολοκληρωτικές μεθόδους καταναγκασμού:
«Εκαστος αλεξιπτωτιστής αποτελεί ίδιον φρούριον [...] Εντός του ίδιου σάκκου φέρει βιβλιάριον καταθέσεων και αναλήψεων διά τας τραπέζας όλων των χωρών του κόσμου». Η τεχνολογική ανωτερότητα συνδυάζεται όμως με την ωμή βία και επιφέρει τις ανάλογες προσλήψεις: «ο Γερμανικός πολιτισμός του 20οϋ αιώνος, ο πολιτισμός των ναζί, των θηρίων της ζούγκλας».
Μαρτυρίες από το βιβλίο: Γιώργος Δ. Σταράκης, Ρέθυμνο, 11 μέρες χωρίς ήττα, 20-30 Μαΐου 1941. Οι πρώτες ομαδικές εκτελέσεις αμάχων στην Ευρώπη, Ρέθυμνο, 2015.
Μαρτυρία του Γεωργίου Αριστείδη Τζίτζικα
Ελαβε μέρος στη μάχη της Κρήτης πολεμώντας τους Γερμανούς στην περιφέρεια Ρεθύμνου.
«Ακούω μια γυναίκα να φωνάζει: Έλληνες, Ελληνες! Εχω ένα όπλο. Ελάτε να το πάρετε”. Εν τω μεταξύ, οι Γερμανοί είχαν προχωρήσει. Αυτοί ήτανε από κείνους τους Γερμανούς που σίγουρα μπήκανε στον Αϊ-Γιώργη, στο περίφημο νεκροταφείο των Περιβολιών της Ρεθύμνης. Οταν άκουσα τη γυναίκα, λοιπόν, να φωνάζει: Έλληνες, Ελληνες: Εχω ένα όπλο”, εφώναζα κι εγώ: Έλληνες, Ελληνες!” και με τη φωνή μας πλησιάζαμε ο ένας τον άλλο. Μέσα στη νύχτα, βλέπω μια γυναίκα ψηλή, ντυμένη στα σκούρα, με μακρύ μαύρο φόρεμα, να κρατά ένα όπλο στο δεξί χέρι και στ' άλλο χέρι ένα παιδάκι περίπου τεσσάρω-πέντε χρόνων, αγοράκι.
Η γυναίκα αυτή στη μια χέρα κρατούσε την εκδίκηση, τη φωτιά, τον θάνατο και στην άλλη την αγάπη για τη ζωή και το παιδί της. Μου λέει: “Ο άντρας μου είναι στην Αλβανία, στρατιώτης και μέχρι που ήτανε μέρα επολεμούσα τσοι Γερμανούς. Τώρα που βράδιασε, πρέπει να πάω κάπου να θηλάσω το παιδί μου. Πάρε το τουφέκι μου και δώσε το σ' όποιον δεν έχει”. Της δίνω κι εγώ το δικό μου το σπασμένο και της λέω: “Πάρε κι εσύ το δικό μου το σπασμένο και η πρώτη σου δουλειά το πρωί είναι να βρεις έναν μαραγκό να το φτιάξει, γιατί έχουμε μεγάλη έλλειψη».
Μαρτυρία Μαρίας Πετράκη
«Ηταν απόγευμα του 1941, όταν γερμανικά αεροπλάνα ξαφνικά και αναίτια μας πολυβολούσαν και μας βομβάρδιζαν.
Η γειτόνισσά μας, η Μαρία Κυριακάκη (Κουτσαύταινα), έντρομη μας πήρε και κρυφτήκαμε σε μια στενή αποθήκη. Ημασταν όλοι πλην του πατέρα και του παππού, οι οποίοι δούλευαν στο Ρέθυμνο.
Οι βόμβες έπεφταν με θόρυβο φοβερό. Λίγα μέτρα από το σπίτι μας μια βόμβα ξεκλήρισε την οικογένεια του Πέτρου Ψυχουντάκη και το μωρό της Καμπουράκη. Δίπλα άλλη, παραδίπλα άλλη, ώσπου “ήλθε η σειρά μας". [...] Ενώ είχαμε κρυφτεί, ένας κύριος έπεισε τον πατέρα μου να γυρίσουμε πίσω, γιατί “οι Γερμανοί είναι πολιτισμένοι” και δεν θα μας κάνουν κακό. Μας έκαψε. Επιστρέφουμε στον “πολιτισμό”. [...] Οι Ναζί, στις 23 Μαΐου 1941, παίρνουν τον πατέρα μου Γεώργιο, 33 ετών, μαζί με πολλούς άλλους και τους εκτελούν εν ψυχρώ λίγα μέτρα πιο κάτω, στη μισιριανή παραλία εκεί όπου τελειώνει η οδός 110 Μαρτύρων. Δεν σταμάτησαν όμως εκεί Τους πέταξαν σε ένα πηγάδι και τους έκαψαν. Θυμάμαι ότι στην ταράτσα του σπιτιού της αιχμαλωσίας μας είχαν στήσει οι Γερμανοί πολυβόλο και πολυβολούσαν κυρίως προς τον Πλάτανέ, όπου ήταν οι Σύμμαχοι.
Λίγα μέτρα πιο δυτικά ήταν ο παππούς μου, Δημήτρης, 60 ετών, στο μικρό σπίτι του. Παίρνει τη σίγλα, τη δένει στο γεράνι και βγάζει νερό από το πηγάδι. Απέναντι στον λόφο είχαν οχυρωθεί οι Γερμανοί, στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Βλέπουν το γεράνι να ανεβοκατεβαίνει και αρχίζουν να ρίχνουν ριπές με πολυβόλα Μια ριπή “γαζώνει” τον παππού. Σέρνεται στο σπίτι, τον βλέπει η γιαγιά αλλά τι να κάνει; Πεθαίνει ο παππούς και έρχονται οι Ναζί, συλλαμβάνουν τη γιαγιά μας, Μαρία Παττακού, η οποία γεννήθηκε στο Ανω Μέρος, και μένει άταφος ο παππούς. Ηταν 24 Μαΐου 1941».
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Μια αρχαϊκή, απομονωμένη, φτωχή αλλά αυτάρκης κοινωνία αντιμέτωπη με την τεχνολογικά υπέρτερη Δύση ξαναπαίρνει τα όπλα. Η λαϊκή συμμετοχή στη μάχη, πρόπλασμα της Αντίστασης. Τα τερατώδη αντίποινα των ναζί και η συνηγορία του Χάιντς υπέρ των Γερμανών «ιπποτών».
Χίτλερ να μην το καυχηθείς πως πάτησες την Κρήτη, ξαρμάτωτη την ηύρηκες και λείπαν τα παιδιά της. Στα χιόνια πολεμούσανε πάνω στην Αλβανία μα πάλι πολεμήσανε για την ελευθερία
Η μάχη της Κρήτης είναι ένα διακριτό επεισόδιο στην ιστορία του Β' Παγκόσμιου Πολέμου για τη χώρα μας αλλά και την πορεία του πολέμου πανευρωπαϊκά. Στην Ελλάδα σηματοδοτεί τόσο την ολοκλήρωση της κατοχής από τον φασιστικό Αξονα όσο και την ταυτόχρονη έναρξη της λαϊκής αντίστασης ενάντια στην κατοχή αυτή.
Για την Ευρώπη, η μάχη της Κρήτης τοποθετείται ανάμεσα στην κατάκτηση σχεδόν όλης της ηπείρου με χαρακτηριστική ευκολία από τις γερμανικές στρατιές και την επικείμενη επίθεση στη Σοβιετική Ενωση, που θα μετέτρεπε τον πόλεμο αυτό σε σχεδιασμένη γενοκτονική επιχείρηση άνευ προηγουμένου.
Η γερμανική επίθεση στην Κρήτη στα τέλη Μαΐου 1941 αποτέλεσε κάτι σαν πρελούδιο σε αυτή την αλλαγή στον χαρακτήρα του πολέμου, η δε λαϊκή συμμετοχή στην υπεράσπιση του νησιού, προπομπός της λαϊκής ένοπλης αντίστασης, αντιμετωπίστηκε με ωμή βία κατά αμάχων και καταστροφές κατοικημένων τόπων, προεικονίζοντας τον «φυλετικό πόλεμο» που θα εξαπέλυε η Γερμανία λίγες εβδομάδες αργότερα.
Εκτέλεση χωρικού από γερμανικό απόσπασμα μετά την κατάληψη του νησιού επειδή είχε "τολμήσει" να αντισταθεί στους εισβολείς.
Θα προσπαθήσουμε εδώ να δώσουμε ορισμένα στοιχεία για το φαινόμενο της λαϊκής συμμετοχής στη μάχη της Κρήτης, τόσο από το παρελθόν των πολεμικών εμπειριών των κατοίκων του νησιού όσο και από την τότε συγκυρία που μετέτρεψε την Κρήτη στο τελευταίο ελεύθερο ελληνικό έδαφος, με την παρουσία του βασιλέα Γεωργίου Β' και της κυβέρνησής του.
Θα δούμε επίσης τη σημασία της λαϊκής συμμετοχής στο στρατιωτικό πεδίο αλλά και ευρύτερα την πολιτική σημασία της για τις μετέπειτα εξελίξεις. Είναι άλλωστε χαρακτηριστική η υποτίμηση της σημασίας της Αντίστασης από τους αναθεωρητές του χαρακτήρα του Β ’ Παγκόσμιου Πολέμου και περαιτέρω η αμαύρωσή της, όπως στην περίπτωση του Γερμανού ιστορικού Χάιντς Ρίχτερ. Σχετική με το τελευταίο σημείο είναι όλη η φιλολογία περί βαρβαρότητας των Κρητικών και κακοποίησης των «ιπποτών» Γερμανών αλεξιπτωτιστών. Σε αντίθεση με όσα επιστράτευσε το ναζιστικό επιτελείο -και αναπαρήγαγε ο Ρίχτερ- για το ζήτημα αυτό, τα στοιχεία για τις γερμανικές ωμότητες κατά του πληθυσμού, το μέγεθος και η μεθοδικότητα της βίας απέναντι στον πληθυσμό είναι πλήρως τεκμηριωμένα και συνιστούν αναγνωρισμένα εγκλήματα πολέμου.
Το 1940 η Κρήτη είχε 438.239 κατοίκους και το 1948 είχε φτάσει τις 475.800, σημειώνοντας αύξηση 70% τα τελευταία 67 χρόνια, με αποτέλεσμα να παρουσιάζει από τις μεγαλύτερες πυκνότητες αγροτικού πληθυσμού στην Ευρώπη, με 485 κατοίκους ανά τετραγωνικό μίλι. Ο μέσος όρος ζωής την περίοδο 1946-1948 ήταν τα 48,2 έτη, ήταν όμως 50,4 έτη για τον αγροτικό κόσμο και μόνο 41,2 για τους κατοίκους των τεσσάρων δήμων. Πάνω από το μισό του πληθυσμού ήταν κάτω των 30 ετών.
Η πλειονότητα του πληθυσμού ζούσε στο βόρειο μέρος του νησιού και λιγότερο από το ένα τέταρτο στη νότια πλευρά, οι μισοί σχεδόν από τους οποίους ήταν στην πεδιάδα της Μεσαράς. Το ένα τρίτο περίπου ζούσε στις παράκτιες κοινότητες όπου και οι περισσότερες κωμοπόλεις ενώ λιγότερο από το ένα πέμπτο ζούσε στις πρωτεύουσες των νομών.
Πριν από το Β' Π.Π η Κρήτη ήταν ένας τόπος με πολύ πυκνό αγροτικό πληθυσμό νεαρής ηλικίας και αυτάρκη αν και με αρχαϊκή αγροτική παραγωγή. Υπαίθρια αγορά Μεσκλά.
Μεγάλο μέρος της Κρητικής υπαίθρου διαβιούσε σε συνθήκες αυτάρκειας και ταυτόχρονα ανέχειας, με ό,τι συνεπαγόταν αυτό για το βιοτικό επίπεδο, τα ήθη και έθιμα και τις νοοτροπίες. Οι υλικές συνθήκες του νησιού διαμόρφωσαν και ανάλογες κοινωνικές μορφές και σχέσεις.
Σε μεγάλο μέρος της υπαίθρου κυριαρχούσαν αρχαϊκές μορφές αγροτικής παραγωγής με ελάχιστη σχέση με την αγορά και τον έξω κόσμο εν γένει. Η απουσία μέσων συγκοινωνίας και επικοινωνίας ενέτεινε την απομόνωση ολόκληρων περιοχών. Επίσης, η ανέχεια όριζε με αυστηρότητα τα οικονομικά όρια αντοχής των κοινοτήτων αυτών, σε σημείο που η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας έφτανε έως εκεί που επέτρεπε η άκρως απαραίτητη για τη γεωργία γη.
Φυσικά, όλες οι περιοχές είχαν κάποια επαφή με τα τεκταινόμενα στις πόλεις και ήδη από τη μάχη της Κρήτης πολλοί κάτοικοι των πόλεων, δημόσιοι υπάλληλοι, αξιωματικοί, φοιτητές, γύρισαν στα χωριά τους κουβαλώντας και τις εμπειρίες τους.
Η δομή των αντιστασιακών ομάδων ήταν προσωποπαγής, καθώς σχηματιζόταν γύρω από ένα πλέγμα συγγενικών και τοπικών σχέσεων. Ομάδα του Μανώλη Μαντουβά (2ος από δεξιά κάτω)
Η μορφή της Αντίστασης στην Κρήτη δεν μπορούσε παρά να επηρεαστεί από τις συνθήκες του τόπου. Οι συνθήκες του νησιού δεν μπορούσαν να συντηρήσουν μεγαλύτερες μόνιμες αντάρτικες μονάδες ή άλλους στρατιωτικούς σχηματισμούς.
Μια μερίδα επίσης των μετέπειτα αντιστασιακών ομάδων ήταν προσωποπαγείς και σχηματίζονταν μέσω ενός πλέγματος συγγενικών και τοπικών σχέσεων γύρω από κάποιον ισχυρό τοπικό παράγοντα (καπετάνιο) ο οποίος είχε περάσει στην παρανομία μετά τη συμμετοχή του στη μάχη της Κρήτης (Μανώλης Μπαντουβάς, Πετρακογιώργης, Γρηγοράκης ή Σατανάς, Δραμουντάνης κ.ά.), ειδικά στην περιοχή του Ηρακλείου.
Το νησί της Κρήτης είχε ενσωματωθεί στο ελληνικό κράτος μόλις το 1913, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Είχε προηγηθεί μια μακρά ταραγμένη περίοδος επανειλημμένων εξεγέρσεων στη διάρκεια του 19ου αιώνα κατά της οθωμανικής κυριαρχίας και μια σύντομη περίοδος αυτονομίας του νησιού πριν από την πολυπόθητη ένωση με την Ελλάδα. Η μακρά αυτή επαναστατική περίοδος είχε δημιουργήσει γενιές ανθρώπων πλήρως εξοικειωμένων με τα όπλα και το είδος του πολέμου της εποχής εκείνης. Η επαναστατική δραστηριότητα είχε παγιώσει ένοπλες ομαδοποιήσεις στηριγμένες σε τοπικά και συγγενικά δίκτυα που στις εξεγερσιακές περιόδους πλαισιώνονταν από τη λαϊκή συμμετοχή.
Οι οπλαρχηγοί (από αριστερά): Πετρακογιώργης, Γρηγοράκης (Σατανάς) και Δραμουντάνης
Ουσιαστικά είχε δημιουργηθεί μια κατηγορία ανθρώπων των όπλων που συνέχισαν τη δραστηριότητα αυτή σε διάφορους στρατιωτικούς σχηματισμούς, όπως η κρητική χωροφυλακή, ή σε ημιεθελοντικές ομάδες, όπως στην περίπτωση της ευρύτατης συμμετοχής Κρητικών στον Μακεδονικό Αγώνα. Προϋπήρχε λοιπόν της μάχης της Κρήτης μια ισχυρή παράδοση εξοικείωσης του πληθυσμού με τον ένοπλο αγώνα, όχι μόνο ως ανάμνηση αλλά ζωντανή σε ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού παρά τις τοπικές διαφορές. Ενώ στην ύπαιθρο του νομού Χανιών υπήρξε λαϊκή εξέγερση και στο Ρέθυμνο κινητοποίηση του πληθυσμού γύρω από τη Σχολή Χωροφυλακής, στο Ηράκλειο ενεργοποιήθηκε πιο οργανωμένα το προαναφερθέν δίκτυο καπεταναίων και λόγω της πρότερης σύνδεσής του με το βρετανικό δίκτυο στο νησί με επικεφαλής τον αρχαιολόγο Τζον Πέντλμπερι, που έδρευε στη βίλα Αριάδνη έξω από την Κνωσό.
Αρθρο του στρατηγού Εμμ. Μάντακα δια του Τύπου (25 Μαΐου 1946) σχετικά με τον αγώνα του κρητικού λαού στη μάχη της Κρήτης
Αρθρο Χανιώτικης εφημερίδας της 30ης Νοεμβρίου 1940 που καλούσε τον πληθυσμό να παραδώσει τα όπλα
Η δράση των βρετανικών υπηρεσιών, και ειδικά της SOE (Επιχειρήσεις Ειδικών Αποστολών), στην Κρήτη ήταν μεγαλύτερη σε διάρκεια από ό,τι οπουδήποτε αλλού. Στην Ελλάδα ξεκίνησε το 1940 πριν από τον ελληνοϊταλικό πόλεμο με τον Τζον Πέντλμπερι και τελείωσε στις 28 Φεβρουάριου του 1945.
Πριν από την επικείμενη γερμανική επίθεση, η Κρήτη ήταν το μοναδικό ελεύθερο ελληνικό έδαφος. Εκεί εγκαταστάθηκε ο βασιλιάς και η ελληνική κυβέρνηση. Η πρωθυπουργοποίηση του Εμμανουήλ Τσουδερού οφειλόταν και στην κρητική καταγωγή του, ώστε η κυβέρνηση και ο βασιλιάς να γίνουν αποδεκτοί από την κρητική κοινωνία η οποία αντιστάθηκε στο δικτατορικό καθεστώς Μεταξά και ένιωθε ανησυχία και οργή για την τύχη των στρατευμένων παιδιών της και του τόπου της. Δεν βοηθούσαν όμως όλα τα μέλη της κυβέρνησης εξίσου - ο περιβόητος Κωνσταντίνος Μανιαδάκης εμπλεκόταν ενεργά στα δημόσια πράγματα έως ότου οι Βρετανοί υποδείξουν στον βασιλιά την ανάγκη απομάκρυνσής του από την Κρήτη.
Η ένταση ήταν μεγάλη και χαρακτηριστική ήταν η εκτέλεση εν μέση οδώ του διοικητή της 5ης Κρητικής Μεραρχίας στρατηγού Γεωργίου Παπαγεωργίου με την κατηγορία ότι εγκατέλειψε τους άντρες του στην κατεχόμενη Ελλάδα. Εγιναν προσπάθειες κατευνασμού της λαϊκής οργής, όπως ο ορισμός ντόπιων βενιζελικών αξιωματικών στην ηγεσία του στρατεύματος. Το υπουργείο Στρατιωτικών ανέλαβε ο στρατηγός Μανώλης Τζανακάκης και ανακλήθηκαν στην ενεργό υπηρεσία όλοι οι εν Κρήτη απότακτοι αξιωματικοί του 1935.
Η Σούδα είχε τεθεί από τον Νοέμβριο του 1940 υπό την προστασία των Βρετανών, που διακρίνονται με Ελληνες χωροφύλακες.
Οι Κρητικοί ζητούσαν με επιμονή όπλα ενόψει της γερμανικής επίθεσης. Οι Βρετανοί όμως δεν ήθελαν να δώσουν όπλα του τακτικού στρατού σε μη επιστρατευμένους πολίτες. Σχέδια επιστράτευσης εκπονούνταν και ματαιώνονταν. Δόθηκε διαταγή από το γενικό επιτελείο να οργανωθούν οι χωρικοί κατά χωριά σε σώματα πολιτοφυλακής με έφεδρους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς. Θα διετίθεντο 4.000 όπλα γι’ αυτούς αλλά εντέλει σταμάτησε η διαδικασία και διατάχτηκε η διάλυση των σωμάτων τους μήνες πριν από τη γερμανική επίθεση.
Η προετοιμασία ενόψει της επίθεσης δεν ήταν η καλύτερη δυνατή παρά την ισχυρή αριθμητικά παρουσία συμμαχικών στρατευμάτων και ελληνικών μονάδων.
Η κυβέρνηση της Αθήνας από τον Νοέμβριο ήδη του 1940 παραχώρησε την ευθύνη της υπεράσπισης της Κρήτης στους Βρετανούς. Εκείνοι ενδιαφέρονταν μόνο για τη Σούδα, στην οποία και έστειλαν ορισμένες μονάδες. Ολα τα υπόλοιπα αφέθηκαν είτε στην τύχη τους είτε στη δραστηριότητα των πρακτόρων της Βρετανίας, προπολεμικά μελών των βρετανικών αρχαιολογικών αποστολών και πλέον «οπλαρχηγών» της υπηρεσίας SOE.
Οι Ελληνες στρατιώτες και ο λαός της Κρήτης ήταν οι μόνοι πραγματικά υπεύθυνοι για την άμυνα του νησιού απέναντι στην επερχόμενη επίθεση. Αυτή η βαριά συναίσθηση οδήγησε και στη λαϊκή συμμετοχή στη μάχη της Κρήτης, που πήρε τη μορφή παλλαϊκού ξεσηκωμού.
Σύμφωνα με το σχέδιο που είχε προβλεφτεί για την περίπτωση αποχώρησης της 5ης Μεραρχίας από το νησί, θα παρέμενε υπό τη Στρατιωτική Διοίκηση Χανιών το 44ο Σύνταγμα Πεζικού, ο 44ος Ουλαμός Πυροβολικού Συνοδείας, τα έμπεδα Τάγματα Χανιών, Ρέθυμνου και Ηρακλείου καθώς και τρεις λόχοι τυφεκιοφόρων από άντρες των μεταγωγικών του 44ου Συντάγματος Πεζικού και μια μοίρα Ορειβατικού Πυροβολικού.
Οργανώθηκαν μονάδες Πολιτοφυλακής, περίπου 1.S00 άτομα σε τέσσερα τάγματα, ένα ανά νομό χωρίς εξοπλισμό. Τον Μάρτιο αποβιβάστηκε στο Ρέθυμνο η Σχολή Οπλιτών Χωροφυλακής, 15 αξιωματικοί και 900 περίπου οπλίτες. Επίσης τον Απρίλιο ήρθαν οκτώ τάγματα νεοσυλλέκτων από την Πελοπόννησο, 85 αξιωματικοί και 4.825 οπλίτες -μετονομάστηκαν σε συντάγματα πεζικού- με υποτυπώδη εκπαίδευση.
Η Επιχείρηση «Ερμής» (Mercury) αποφασίστηκε εντέλει από τον Χίτλερ στις 21 Απριλίου έπειτα από επιμονή του στρατηγού Κουρτ Στουντέντ, επικεφαλής της μεραρχίας αλεξιπτωτιστών (7th Flieger-Division). Τα επιχειρήματά του ήταν πως η κατάκτηση της Κρήτης θα εξουδετέρωνε την απειλή της βρετανικής αεροπορίας για τις πετρελαιοπηγές της Ρουμανίας, θα διασφάλιζε την ανατολική Μεσόγειο από τις βρετανικές ναυτικές επιχειρήσεις, θα ήταν απειλή για τις βρετανικές βάσεις στην Αίγυπτο, ειδικά τον ' ναύσταθμο της Αλεξάνδρειας, και θα λειτουργούσε ως εφαλτήριο για επιθετικές επιχειρήσεις ενάντια στην Κύπρο και την Παλαιστίνη.
Στις 20 Μαΐου ξεκίνησε η γερμανική επίθεση, μια μοναδική επιχείρηση κατάληψης στόχου κυρίως με αερομεταφερόμενες δυνάμεις σε τέσσερα σημεία, στους νομούς Χανιών, Ρέθυμνου και Ηρακλείου. Η στρατιωτική επιχείρηση οργανώθηκε με τρόπο επιβλητικό με σκοπούς όχι μόνο στρατιωτικούς αλλά κυρίως πολιτικούς και προπαγανδιστικούς, για την προβολή του ανίκητου του γερμανικού στρατού ενόψει της εισβολής στη Σοβιετική Ενωση. Οι δυνάμεις εισβολής -αλεξιπτωτιστές και αερομεταφερόμενα στρατεύματα- πραγματοποίησαν την από αέρος έφοδό τους απευθείας στα ισχυρά σημεία της αντίπαλης άμυνας, στις τρεις πόλεις, στα τρία αεροδρόμια του νησιού αλλά και στην ισχυρή ναυτική βάση στη Σούδα.
Η μάχη ήταν εξαρχής σφοδρή και οι Γερμανοί απέτυχαν - να καταλάβουν τους στόχους τους εκτός από την καθοριστική περιοχή γύρω από το αεροδρόμιο του Μάλεμε. Η λαϊκή συμμετοχή ήταν από την αρχή μαζική και αποφασιστική. Στα χωριά του Σέλινου δινόταν με την καμπάνα του χωριού το σύνθημα συγκέντρωσης των αντρών με όποιο οπλισμό έβρισκε ο καθένας.
Στο Ηράκλειο κάτοικοι των χωριών συγκεντρώνονταν σε ομάδες και κατευθύνονταν προς την πόλη. Οι επικεφαλής των ομάδων χρίζονταν επιτόπου καθώς όλοι ακολουθούσαν εκείνους που έδειχναν το μεγαλύτερο θάρρος. Χωρικοί συνέρρεαν προς την πόλη και μάχονταν πέριξ αυτής όλες τις επόμενες ημέρες μέχρι την παράδοσή της στις 29 Μαΐου.
Οι γυναίκες φρόντιζαν για τη διατροφή των μαχητών αλλά έπαιρναν μέρος και στις μάχες. Η πρωτοφανής αυτή δραστηριότητα των γυναικών είχε αποτέλεσμα να κυκλοφορήσουν πολλές αφηγήσεις που κινούνταν μεταξύ πραγματικότητας και μύθου το αμέσως επόμενο διάστημα, όπως ότι αιχμάλωτες Κρητικές στάλθηκαν στο Βερολίνο καθώς ο Χίτλερ επιθυμούσε να τις δει από κοντά («The War Illustrated», 4.7.41) ή ότι 500 Κρητικές εκτοπίστηκαν στη Γερμανία («The Times», 28.7.41).
Στο χωριό Γαλατάς δόθηκε πολυήμερη μάχη καθώς η κατάληψή του άνοιγε τον δρόμο των Γερμανών προς τα Χανιά και τη Σούδα. Η μάχη αυτή σώμα με σώμα δόθηκε με πείσμα από τους κατοίκους και τις μονάδες των Αυστραλών και των Νεοζηλανδών και ειδικά τους Μαορί.
Εξόριστοι κομμουνιστές δραπέτες από τα νησιά του Αιγαίου θα συμμετάσχουν στη μάχη της Κρήτης και ο βουλευτής του ΚΚΕ (Παλλαϊκό Μέτωπο, 1936) Μιλτιάδης Πορφυρογένης από την εφημερίδα «Κρητικά Νέα» στις 16 Μαΐου, παραμονές της μάχης, θα δώσει το σύνθημα της εθνικής ενότητας και του αντιφασιστικού αγώνα που θα μορφοποιηθεί λίγους μήνες αργότερα στο ΕΑΜ.
Αλλά και μετά τη μάχη, η λαϊκή συμμετοχή στη διάσωση των συμμάχων στρατιωτών ήταν έντονη, προεικονίζοντας το μέγεθος της λαϊκής Αντίστασης κατά τη διάρκεια της σκληρής κατοχής. Κατά τη μάχη της Κρήτης η Μονή Πρέβελης στον νομό Ρεθύμνου φρόντισε για την τροφοδοσία του στρατού και των ντόπιων στη μάχη των Περιβολίων. Με την επικράτηση των Γερμανών και την αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων, η επαρχία Αγίου Βασιλείου με επίκεντρο το μοναστήρι αποτέλεσε ασφαλές προσωρινό καταφύγιο και σημείο διαφυγής του βρετανικού στρατού.
Οι Κρητικοί με διάφορους τρόπους βοήθησαν τους Βρετανούς που είχαν απομείνει στο νησί επιστρατεύοντας ακόμη και παιδιά που ήταν υπεράνω πάσης υποψίας και μετέφεραν τρόφιμα και προμήθειες στα εναπομείναντα βρετανικά στρατεύματα που κρύβονταν στα κρητικά βουνά, ενώ και οι κτηνοτρόφοι με τα συνθηματικά τους σφυρίγματα ειδοποιούσαν τους φυγάδες για τον κίνδυνο που πλησίαζε.
Για τους Γερμανούς η λαϊκή συμμετοχή στη μάχη της Κρήτης ήταν αιφνιδιαστική και άκρως επικίνδυνη εξέλιξη. Η πανταχού παρουσία ένοπλων πολιτών δημιουργούσε μια μη αναμενόμενη κατάσταση. Οι ένοπλοι, αν και δεν ήταν αποτελεσματικοί ενάντια σε οργανωμένες θέσεις του στρατού εισβολής, ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνοι για τους διάσπαρτους και μεμονωμένους στρατιώτες.
Στο τακτικό επίπεδο, η συμμετοχή ένοπλων πολιτών στα δρώμενα καθιστούσε επικίνδυνο και εχθρικό τον χώρο που περιέβαλλε το πεδίο της μάχης, περιορίζοντας τη δυνατότητα ελιγμών και καταργώντας την έννοια του ασφαλούς χώρου, όπου θα μπορούσαν να ανασυγκροτηθούν, να ξεκουραστούν και να καταφύγουν οι επιτιθέμενοι. Σε τελική ανάλυση, οι απώλειες που προκαλούσαν οι ένοπλοι στα στρατεύματα ήταν ιδιαίτερα επώδυνες επειδή ήταν απρόσμενες και επειδή η φθορά πρώτης γραμμής στρατευμάτων από αυτοσχέδιους πολεμιστές θεωρείτο στην οικονομία του πολέμου εξαιρετικά επαχθής εξέλιξη.
Οι γερμανικές απώλειες ήταν υψηλές: 22.000 στρατιώτες πήραν μέρος στη μάχη και σχεδόν 7.000 σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν. Περισσότεροι από ένας στους τέσσερις αλεξιπτωτιστές που έπεσαν στην Κρήτη σκοτώθηκαν στη μάχη. Αντίθετα οι απώλειες του γερμανικού στρατού στην εκστρατεία στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία υπήρξαν συγκριτικά πιο περιορισμένες. Συνολικά σε όλα τα Βαλκάνια (δεδομένου ότι οι άλλες χώρες δεν αντιστάθηκαν) ανέρχονταν σε 1.100 περίπου νεκρούς και 4.000 τραυματίες με μικρό αριθμό αγνοουμένων.
Οι κάτοικοι της Κρήτης, παρά τις διάφορες ψευδοεπιστημονικές ναζιστικές φαντασιώσεις για την καταγωγή τους από την άρια φυλή, θεωρούνταν βασικά εκείνη την εποχή «παραδοσιακοί» και «καθυστερημένοι», βίαιοι στις μεταξύ τους σχέσεις και ενίοτε επικίνδυνοι για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Ηταν «άλλη ράτσα», όπως επιμένει να λέει και σήμερα ο απολογητής του ναζισμού Χάιντς Ρίχτερ.
Στη μάχη της Κρήτης όμως -όπως και σε πολλές άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις στους ιμπεριαλιστικούς και αποικιακούς πολέμους- η απάνθρωπη αγριότητα ήρθε στο νησί από την πολιτισμένη Δύση, από τους εκλεκτούς και «ιπποτικούς» αλεξιπτωτιστές και αλπινιστές του Τρίτου Ράιχ. Από την πρώτη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους στη γη της Κρήτης οι ναζί κατακτητές ξεκίνησαν τις μαζικές δολοφονίες αμάχων. Στα πολυάριθμα μνημεία που τιμούν σήμερα τα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας, οι πρώτοι δολοφονημένοι άμαχοι έχουν ημερομηνία θανάτου τον Μάιο του 1941.
Τα πρώτα αντίποινα έγιναν κατά τη διάρκεια της μάχης και διήρκεσαν όλο το καλοκαίρι. Το σύνθημα έδωσε ο επικεφαλής των αλεξιπτωτιστών και πρώτος στρατιωτικός διοικητής Κρήτης Κουρτ Στουντέντ με δημόσια ανακοίνωση, όπου δήλωνε πως «πρέπει να ληφθούν τα πιο σκληρά μέτρα και διατάζω τα εξής αντίποινα [...] εκτελέσεις, πρόστημα, ολική καταστροφή χωριών διά πυρός και εξολόθρευση του άρρενος πληθυσμού της εν προκειμένω περιοχής».
Μόνο τους τρεις πρώτους μήνες του καλοκαιριού του 1941 οι εκτελεσμένοι υπολογίζονται σε πάνω από 1.100 άτομα. Τις πρώτες ημέρες έγιναν εκτελέσεις σε διαφορετικά μέρη, με βάση υποτίθεται φωτογραφίες με τις οποίες αναγνώριζαν πρόσωπα που είχαν πάρει μέρος στη μάχη.
Στις 23 και 24 Μαΐου 1941, στην παραλία Μισιρίων στο Ρέθυμνο, πραγματοποίησαν τρεις διαδοχικές εκτελέσεις αντρών, γυναικών αλλά και παιδιών, καίγοντάς τους μετέπειτα ενώ ορισμένοι ήταν ακόμη ζωντανοί.
Οι μαζικές εκτελέσεις πήραν μεγάλες διαστάσεις στη δυτική Κρήτη: στον Αλικιανό Κυδωνιάς οι εκτελεσμένοι έφτασαν το 18% του πληθυσμού της κοινότητας, στον Γαλατά ξεπέρασαν το 8% και στα Μισίρια Ρέθυμνου το 7%.
Οι περίπου 2.000 εκτελέσεις αμάχων και οι καταστροφές χωριών όλο το καλοκαίρι και μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1941 χώρισαν εξαρχής τους κατακτητές από τον πληθυσμό με βαθύ μίσος. Κοντομαρί, Κάνδανος, Παλαιόχωρα, Αλικιανός, Δραπανιάς, Περιβόλια, Φουρνές, Σχοινές, Χώρα Σφακίων, Περιβόλια Ρέθυμνου, Μισίρια, Σταυρωμένος, ορισμένοι από τους πρώτους τόπους φρίκης στη δυτική Κρήτη. Τα αντίποινα αυτά, συλλογικές εκτελέσεις και καταστροφές χωριών, δεν έγιναν εν θερμώ αλλά εφαρμόστηκαν κατά κύματα όλο το καλοκαίρι και μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου 1941 από τους πρώτους στρατιωτικούς διοικητές Κουρτ Στουντέντ και Αλεξάντερ Αντρε.
Χαρακτηριστικά, στον νομό Ρεθύμνου στις 3 και 4 Σεπτεμβρίου 1943 οι Γερμανοί συνέλαβαν δέκα βοσκούς, ηλικίας από 21 έως 35 ετών, με την κατηγορία ότι τα πρόβατά τους μπήκαν σε απαγορευμένη περιοχή. Τους οδήγησαν στη θέση Γουρνόλακκος και τους εκτέλεσαν εν ψυχρώ, ενώ ο ένας διασώθηκε. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1943, 26 άντρες μαζί με έναν ιερέα από τα Λιβάδια πήγαν στο σημείο όπου είχαν εκτελέσει οι ναζί τους εννιά για να τους θάψουν. Οι Γερμανοί είχαν στήσει ενέδρα και εκτέλεσαν άλλους 24.
Τη θηριωδία αυτή συμβολίζουν η ολοσχερής καταστροφή της Κανδάνου στις 3 Ιουνίου και η απαγόρευση ανοικοδόμησής της.
Οι 2.000 εκτελέσεις αμάχων μέχρι τον Σεπτέμβριο βάθυναν το μίσος των Κρητών για τους κατακτητές. Τα Μισίρια ήταν απ' τους τόπους φρίκης στη δυτική Κρήτη
Μαρτυρίες
Ιωάννης Παίζης: "Ελληνες, Ελληνες! Εχω ένα όπλο. Ελάτε να το πάρετε"
Η περιγραφή των Γερμανών από τον Χανιώτη γιατρό Ιωάννη Παΐζη είναι άκρως ενδιαφέρουσα και μας δείχνει πώς προσέλαβε η παραδοσιακή κοινωνία της Κρήτης τη βιαιότητα του μηχανοκίνητου πολέμου και τις ολοκληρωτικές μεθόδους καταναγκασμού:
«Εκαστος αλεξιπτωτιστής αποτελεί ίδιον φρούριον [...] Εντός του ίδιου σάκκου φέρει βιβλιάριον καταθέσεων και αναλήψεων διά τας τραπέζας όλων των χωρών του κόσμου». Η τεχνολογική ανωτερότητα συνδυάζεται όμως με την ωμή βία και επιφέρει τις ανάλογες προσλήψεις: «ο Γερμανικός πολιτισμός του 20οϋ αιώνος, ο πολιτισμός των ναζί, των θηρίων της ζούγκλας».
Μαρτυρίες από το βιβλίο: Γιώργος Δ. Σταράκης, Ρέθυμνο, 11 μέρες χωρίς ήττα, 20-30 Μαΐου 1941. Οι πρώτες ομαδικές εκτελέσεις αμάχων στην Ευρώπη, Ρέθυμνο, 2015.
Μαρτυρία του Γεωργίου Αριστείδη Τζίτζικα
Ελαβε μέρος στη μάχη της Κρήτης πολεμώντας τους Γερμανούς στην περιφέρεια Ρεθύμνου.
«Ακούω μια γυναίκα να φωνάζει: Έλληνες, Ελληνες! Εχω ένα όπλο. Ελάτε να το πάρετε”. Εν τω μεταξύ, οι Γερμανοί είχαν προχωρήσει. Αυτοί ήτανε από κείνους τους Γερμανούς που σίγουρα μπήκανε στον Αϊ-Γιώργη, στο περίφημο νεκροταφείο των Περιβολιών της Ρεθύμνης. Οταν άκουσα τη γυναίκα, λοιπόν, να φωνάζει: Έλληνες, Ελληνες: Εχω ένα όπλο”, εφώναζα κι εγώ: Έλληνες, Ελληνες!” και με τη φωνή μας πλησιάζαμε ο ένας τον άλλο. Μέσα στη νύχτα, βλέπω μια γυναίκα ψηλή, ντυμένη στα σκούρα, με μακρύ μαύρο φόρεμα, να κρατά ένα όπλο στο δεξί χέρι και στ' άλλο χέρι ένα παιδάκι περίπου τεσσάρω-πέντε χρόνων, αγοράκι.
Η γυναίκα αυτή στη μια χέρα κρατούσε την εκδίκηση, τη φωτιά, τον θάνατο και στην άλλη την αγάπη για τη ζωή και το παιδί της. Μου λέει: “Ο άντρας μου είναι στην Αλβανία, στρατιώτης και μέχρι που ήτανε μέρα επολεμούσα τσοι Γερμανούς. Τώρα που βράδιασε, πρέπει να πάω κάπου να θηλάσω το παιδί μου. Πάρε το τουφέκι μου και δώσε το σ' όποιον δεν έχει”. Της δίνω κι εγώ το δικό μου το σπασμένο και της λέω: “Πάρε κι εσύ το δικό μου το σπασμένο και η πρώτη σου δουλειά το πρωί είναι να βρεις έναν μαραγκό να το φτιάξει, γιατί έχουμε μεγάλη έλλειψη».
Μαρτυρία Μαρίας Πετράκη
«Ηταν απόγευμα του 1941, όταν γερμανικά αεροπλάνα ξαφνικά και αναίτια μας πολυβολούσαν και μας βομβάρδιζαν.
Η γειτόνισσά μας, η Μαρία Κυριακάκη (Κουτσαύταινα), έντρομη μας πήρε και κρυφτήκαμε σε μια στενή αποθήκη. Ημασταν όλοι πλην του πατέρα και του παππού, οι οποίοι δούλευαν στο Ρέθυμνο.
Οι βόμβες έπεφταν με θόρυβο φοβερό. Λίγα μέτρα από το σπίτι μας μια βόμβα ξεκλήρισε την οικογένεια του Πέτρου Ψυχουντάκη και το μωρό της Καμπουράκη. Δίπλα άλλη, παραδίπλα άλλη, ώσπου “ήλθε η σειρά μας". [...] Ενώ είχαμε κρυφτεί, ένας κύριος έπεισε τον πατέρα μου να γυρίσουμε πίσω, γιατί “οι Γερμανοί είναι πολιτισμένοι” και δεν θα μας κάνουν κακό. Μας έκαψε. Επιστρέφουμε στον “πολιτισμό”. [...] Οι Ναζί, στις 23 Μαΐου 1941, παίρνουν τον πατέρα μου Γεώργιο, 33 ετών, μαζί με πολλούς άλλους και τους εκτελούν εν ψυχρώ λίγα μέτρα πιο κάτω, στη μισιριανή παραλία εκεί όπου τελειώνει η οδός 110 Μαρτύρων. Δεν σταμάτησαν όμως εκεί Τους πέταξαν σε ένα πηγάδι και τους έκαψαν. Θυμάμαι ότι στην ταράτσα του σπιτιού της αιχμαλωσίας μας είχαν στήσει οι Γερμανοί πολυβόλο και πολυβολούσαν κυρίως προς τον Πλάτανέ, όπου ήταν οι Σύμμαχοι.
Λίγα μέτρα πιο δυτικά ήταν ο παππούς μου, Δημήτρης, 60 ετών, στο μικρό σπίτι του. Παίρνει τη σίγλα, τη δένει στο γεράνι και βγάζει νερό από το πηγάδι. Απέναντι στον λόφο είχαν οχυρωθεί οι Γερμανοί, στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Βλέπουν το γεράνι να ανεβοκατεβαίνει και αρχίζουν να ρίχνουν ριπές με πολυβόλα Μια ριπή “γαζώνει” τον παππού. Σέρνεται στο σπίτι, τον βλέπει η γιαγιά αλλά τι να κάνει; Πεθαίνει ο παππούς και έρχονται οι Ναζί, συλλαμβάνουν τη γιαγιά μας, Μαρία Παττακού, η οποία γεννήθηκε στο Ανω Μέρος, και μένει άταφος ο παππούς. Ηταν 24 Μαΐου 1941».
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου