23.8.16

Αυτολογοκριμένη μνήμη - Αντί επιλόγου

Πηγή: Τάσος Κωστόπουλος - "Η αυτολογοκριμένη μνήμη"

Η Μεταπολίτευση θα είναι μια ιστοριογραφική μάχη οπισθοφυλακών της αμιγούς εθνικοφροσύνης. απέναντι στην πλημμυρίδα του ρεύματος που αγκαλιάζει ένα ευρύτατο πολιτικό φάσμα (από τις ποικίλες εκδοχές της παραδοσιακής Αριστερής μέχρι φυσιογνωμίες της ιστορικής Δεξιάς, όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος) και διεκδικεί την επίσημη αναγνώριση της εαμικής Αντίστασης.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η προνομιακή αντιμετώπιση των ταγματασφαλιτών από τη χούντα συνιστά όχι μόνο το ύστατο επιχείρημα που τεκμηριώνει την άδικη μεταχείριση των αντιστασιακών από το κράτος 1, αλλά κι ένα σκάνδαλο που η επίσημη νεοδημοκρατική Πολιτεία με μεγάλες δυσκολίες προσπαθεί να συγκαλύψει.

Χαρακτηριστική γι' αυτό το τελευταίο είναι η απάντηση του μεταπολιτευτικού υπουργού Αμύνης Ευάγγελου Αβέρωφ σε ερώτηση του κεντρώου βουλευτή Στέλιου Παπαθεμελή που ζητούσε την κατάργηση του ΝΔ. 179/69 (31.10.1975).
Αφού πρώτα δήλωσε ότι «προσυπογράφει ολόκληρο» το τμήμα εκείνο της «λαμπράς αγορεύσεως» του βουλευτή που χαρακτήρισε τα Τάγματα Ασφαλείας «κακόφημα σώματα» αποτελούμενα από «ομάδες τυχοδιωκτών και αντικοινωνικών ατόμων», στη συνέχεια έσπευσε να υποστηρίξει πως «δεν υπάρχει νόμος που να αναγνωρίζει τα Τάγματα Ασφαλείας σαν εθνική οργάνωση» και ότι «τυχόν υποβαλλόμεναι αιτήσεις δι ’ αναγνώρισιν υπηρεσίας εις τα Τάγματα Ασφαλείας ως τοιαύτης εθνικής αντιστάσεως απορρίπτονται ως νόμω αβάσιμοι»· διευκρίνισε, πάντως, ότι ο ίδιος δεν είχε καν διαβάσει το Ν.Δ. 179/69 και πως όλες αυτές οι διαβεβαιώσεις προέρχονται από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΠΕΘΑ 2. 

Τρία χρόνια αργότερα, απορρίπτοντας για πολλοστή φορά το αίτημα αναγνώρισης του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ο ίδιος υπουργός 0α ισχυριστεί ξανά ότι «τους ταγματασφαλίτες, η ιδική μας η παράταξις τους κατεδίκασε» 3. Όταν, ωστόσο, η αντιπολίτευση καταθέτει κοινή πρόταση για την κατάργηση του επίμαχου διατάγματος, η νεοδημοκρατική πλειοψηφία της Βουλής σπεύδει να υπερασπιστεί το τελευταίο, επικαλούμενη -τι άλλο;- τα πλαστά σύμφωνα Πετριτσίου κλπ, όπως και «τα βάραθρα του Φενεού, την Πηγάδα, του Μελιγαλά, τα διυλιστήρια της Ούλεν, το Περιστέρι και τα απανταχού της Ελλάδος πεδία μαρτυρίου των μυριάδων Ελλήνων πατριωτών, θυμάτων του ΕΑΜ» 4.

Για το ευρύ κοινό, ακόμη κι εκείνο που δεν είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένο με τη δεκαετία του '40 και τις συλλογικότητές της, η λέξη «ταγματασφαλίτης» αποτελεί πλέον βρισιά -και μάλιστα γενικότερης απεύθυνσης, όπως πιστοποιούν κάποια συνθήματα που ακούγονται σε στιγμές διαπαραταξιακής έντασης στο εσωτερικό του φοιτητικού κινήματος 5 ή ακόμη και κείμενα που προέρχονται από πολύ διαφορετικούς (και συνυφασμένους με τη συντηρητική παράταξη) κοινωνικούς χώρους, όπως η Εκκλησία της Ελλάδος 6. 

Πολύ πιο αποκαλυπτική είναι. ωστόσο, η δίωξη του Δ.Σ. των φοιτητών της Αρχιτεκτονικής, την άνοιξη του 1975, ύστερα από μήνυση που υπέβαλε εναντίον των μελών του ο μέχρι πρότινος γυμναστής του ΕΜΠ, Πέτρος Θεοδωρακάκος. Ο τελευταίος είχε καταγγελθεί στον «πίνακα αποχουντοποίησης» της σχολής, όχι μόνο για τις πιστοποιημένες χουντικές του δραστηριότητες, αλλά και για την φημολογούμενη κατοχική του δράση σαν ταγματασφαλίτης στην Πελοπόννησο.

Αυτός ο τελευταίος ισχυρισμός θεωρήθηκε από τον ίδιο τον (ακροδεξιό) μηνυτή σαν «συκοφαντική δυσφήμιση» και «προσπάθεια σπιλώσεως της υπολήψεώς του» και της «πατριωτικής δράσεώς του»· την ίδια αίσθηση είχαν, φυσικά, οι μάρτυρες κατηγορίας που πρότεινε, ενώ εξυπακούεται ότι και η υπεράσπιση θεωρούσε την ιδιότητα του ταγματασφαλίτη ως κάτι το ατιμωτικό 7.

Αποκαλυπτικότατο για το κλίμα των ημερών είναι, τέλος, το στρατευμένο χρονικό της Κατοχής που εξέδωσε το 1982 ο Άδωνις Κύρου, με σκοπό την ενημέρωση «των εθνικώς σκεπτομένων Ελλήνων», έτσι «ώστε να υπάρχη και ο αντίλογος εις την κομμουνιστικήν εκστρατείαν παραποιήσεως της ιστορικής αλήθειας» 8. Εκεί, «τα περιβόητα Τάγματα Ασφαλείας» χαρακτηρίζονται «πιόνια εις το παιγνίδι τον κατακτητού»,«έμμισθοι συνεργάται των Γερμανών» και «πειθήνια όργανα του κατακτητού, εκτελούντα αστυνομικά καθήκοντα εις βάρος του καταδυναστευομένου λαού», οι δε αξιωματικοί και οπλίτες τους «αφελείς» που παρασύρθηκαν από τα «ελληνόφωνα όργανα» των ναζί 9.

Το κλείσιμο του κύκλου σημειώθηκε το καλοκαίρι του 1982, με την ψήφιση του Ν. 1285. Μαζί με την επίσημη αναγνώριση του ΕΑΜ. του ΕΛΑΣ, της Εθνικής Αλληλεγγύης και της ΕΠΟΝ ως οργανώσεων της Εθνικής Αντίστασης, ο ίδιος νόμος κατάργησε τα χουντικά νομοθετικά διατάγματα, βάσει των οποίων η δράση στα Τάγματα Ασφαλείας θεωρούνταν «αντιστασιακή» πράξη 10.
Η τότε αξιωματική αντιπολίτευση (Νέα Δημοκρατία) αποχώρησε -πλην Παναγιώτη Κανελλόπουλου από την αίθουσα, σε ένδειξη διαμαρτυρίας γι' αυτή την «αναμόχλευση παθών» που δίνει «συγχωροχάρτι στο ΚΚΕ» και «διασπά την ενότητα, του Έθνους». Στην αγόρευσή του, όμως, ο πρόεδρός της απέφυγε διακριτικά οποιαδήποτε αναφορά στα καταργούμενα χουντικά νομοθετήματα 11.

Έκτοτε, και για μιάμιση δεκαετία περίπου, η συζήτηση για τα γεγονότα της δεκαετίας του '40 θα στραφεί σε δημιουργικότερες αναζητήσεις, ξεπερνώντας -στην επιστημονική της, τουλάχιστον, εκδοχή- την ανάγκη της οποιοσδήποτε «δικαίωσης».
Ταυτόχρονα, ο κατακλυσμός απομνημονευμάτων από αγωνιστές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ (και -δευτερευόντως- άλλων οργανώσεων) θα προσφέρει στους ιστορικούς του μέλλοντος ένα πρωτογενές υλικό μοναδικό, από άποψη όγκου και ποικιλομορφίας, σ’ όλη τη νεοελληνική Ιστορία.

Η μόνη πλευρά που δεν θα εκπροσωπηθεί σχεδόν καθόλου σ’ αυτή τη βιβλιογραφική κοσμογονία είναι εκείνη των ταγματασφαλιτών και των παραφυάδων τους. Η σιωπή τους κατά πάσα πιθανότητα οφείλεται στη θεμελιώδη αντίφαση που περιγράφαμε και νωρίτερα -ανάμεσα στα «εθνικιστικά» φρονήματα των συμμετασχόντων και την πεζή πραγματικότητα της ένοπλης συνεργασίας τους με τον κατακτητή.

Ίσως, πάλι, τα πράγματα να ήταν πολύ πιο απλά: με άλλα λόγια, ο εθνικόφρων λόγος για την Κατοχή να έχασε τα στηρίγματά του στο κράτος, την ανταλλακτική αξία του και ως εκ τούτου τον κύριο λόγο της ύπαρξής του. Ας μην ξεχνάμε πως, αν οι εαμίτες (και τα μέλη των άλλων αντιστασιακών οργανώσεων) είχαν την αίσθηση ότι «μιλούσαν με την Ιστορία» κι έπαιζαν το κεφάλι τους για να πάρουν μέρος στο «νέο ’21», οι υφιστάμενοι του Βάλτερ Σιμάνα υπεράσπιζαν απλώς την «τάξη» και την «ασφάλεια». Οι οποίες, ως γνωστόν, προϋποθέτουν τη στήριξη της κρατικής εξουσίας και τίποτα περισσότερο.

Θα χρειαστούν οι ανατροπές του 1989 και κυρίως η ανάδυση του ιστοριογραφικού ρεύματος του «μετα-αναθεωρητισμού» (post-revisionism) στη Δύση, για να ξαναρχίσει η όλη συζήτηση από το μηδέν -ή, μάλλον, να επιστρέφει στις αρχές της δεκαετίας του ‘70. Αργά ή γρήγορα, το καινούριο «ρεύμα» δεν μπορούσε παρά να μεταφυτευθεί και στην καθ’ ημάς νοτιοανατολή -με τη συνήθη, μάλιστα, σ’ αυτές τις περιπτώσεις διαφορά φάσης και προχειρότητα 12. Η συζήτηση (ή μάλλον, η ανυπαρξία ουσιαστικής συζήτησης) που προκάλεσε το 1994 η «Ορθοκωστά» ήταν ένα πρώτο δείγμα 13.

Αντίθετα πάντως με τα τεκταινόμενα σε άλλες χώρες, οι εδώ θιασώτες του δεν θα χρειαστεί να καταβάλουν ιδιαίτερη προσπάθεια, ούτε να ψάξουν στα τυφλά: τα διαθέσιμα ιστοριογραφικά υποδείγματα (και κατάλοιπα) είναι άφθονα, και δεν χρειάζονται παρά ένα στοιχειώδες εκσυγχρονιστικό λίφτινγκ για να πουληθούν ολόφρεσκα στην αγορά.
Ολα αυτά, όμως, είναι μια άλλη ιστορία. Η, για να είμαστε πιο ακριβείς, πρόκειται για μια Ιστορία που δεν έχει αρχίσει να γράφεται ακόμη.

Παραπομπές

1. Βλ. λ.χ. τις αγορεύσεις βουλευτών της ΕΚΝΔ. του ΠΑΣΟΚ. του ΚΚΕ, του ΚΚΕ Εσωτερικού και της ΕΔΑ (1977-78) κου περιλαμβάνονται στην έκδοση της Πανελλήνιας Ένωσης Αξιωματικών & Υπαξιωματικών Εθνικής Αντίστασης. Η αλήθεια για την Εθνική Αντίσταση Ι94Ι-1944, χ.τ.έ (-1978). Για την αναπαραγωγή αυτής της επιχειρηματολογίας στα μετριοπαθή ΜΜΕ, βλ. Κώστας Παπαπέτρου. «Γερμανικά Αρχεία ...Επίλογος». Ταχυδρόμος 3.4.19S0. σ.32-4 και Βάσος Μαθιόπουλος. «Οι Τσολιάδες όργανα των γερμανών. Αυτοί είχαν πάρει σύνταξη σαν “αγωνιστές της Αντιστάσεως”». Ταχυδρόμος 15.4.1982. σ.16-9.
2. Πρακτικά Βουλής 31.10.1975. σ.418.
3 Οπ-π., 10.2.1978, σ.1033.
4 Όπ. Π. 25.8.1977. σ. 1179-98. Η συγκεκριμένη διατύπωση ανήκει στον πρώην ΕΔΕΣίτη) βουλευτή Λευκάδας της ΝΔ Κων/νο Σερεπήσιο (σ. 1182)· Η πρόταση που απορρίφτηκε υπογραφόταν από βουλευτές της ΕΚΝΔ (I. Σεγιάκης. Κ. Μπαντουβάς. Β. Πενιάρης. Κ. Αλαβάνος), του ΠΑΣΟΚ (I. Χαραλαμπόπουλος), του ΚΚΕ (Κ. Κάππος) και του ΚΚΕ Εσωτερικού (Λ. Κύρκος).
5 Όταν πχ. το φθινόπωρο του 1979 η ΚΝΕ επιχειρεί να καταστείλει δια τις βίας τις εκδηλώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστερός και του αντιεξουσιαστικού χώρου, οι τελευταίοι θα απαντήσουν στην «εσωτερική αστυνομία του κινήματος» με το σύνθημα «Κνίτες-Χίτες- Ταγματασφαλίτες» (Αυτόνομη Πρωτοβουλία Πολιτών. Αυτοί οι αγώνες συνεχίζονται- Δεν εξαγοράζονται, Δεν δικαιώθηκαν. (10χρόνια ντοκουμέντα, Αθήνα Ι983, σ. 167). Γενικά, όπως θυμάται ο γραφών από τα φοιτητικά του χρόνια, το σύνθημα αυτό θεωρούνταν απ’ όλες τις πλευρές ως το κατεξοχήν υβριστικό. Μέχρι κάποια στιγμή, τουλάχιστον: όταν στις 7.5.1992, στη διάρκεια του 16ου Πανσπουδαστικού Συνεδρίου, «ρίχτηκε» σε παραλλαγμένη μορφή, με στόχο αυτή τη φορά τη φοιτητική παράταξη της ΟΝΝΕΔ («Δαπίτες-Χίτες -Ταγματασφαλίτες»), η «εξέδρα» της τελευταίας δεν δίστασε να το υιοθετήσει, ιδιοποιούμενη έτσι την ταυτότητα της «μαχητικής εθνικοφροσύνης» που της απέδιδαν -ως μομφή- οι αντίπαλοί της.
6  Χαρακτηριστική η πρόσφατα δημοσιευμένη επιστολή του αρχιμανδρίτη Ιάκωβου Γιοσάκη και άλλων 5 κληρικών προς τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο (27.8.98), όπου ο όρος «ταγματασφαλίτης» χρησιμοποιείται ως αρνητικός χαρακτηρισμός, ταυτόσημος των λέξεων «δράκουλας», «αιμοδιψής», «ιεροεξεταστής», «Αττίλας», «σκληρός αντιδραστικός» και άνθρωπος «με αιμοβόρα ένστικτα» {Απογευματινή, 1.3.2005).
7. Επιστολή του Θεοδωρακάκου προς τον πρύτανη του EMΠ (18-2.75) και μηνυτήρια αναφορά του κατά των μελών του ΔΣ (3.3.75)· επιστολή του ίδιου προς τον δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλο (7.10.72)· απόσπασμα  ΦΕΚ (1974) με την πράξη της απόλυσης του- απολογητικό υπόμνημα των μελών του Δ.Σ. (22.4.75) μαρτυρικές καταθέσεις των Ιω. Μπεζαντέ (20.3.75), Γρ. Βουτεράκου (27.3.75), Κ. Σαξώνη (18.3.75), Π. Πατσιλινάκου (18.3.75) Ν. Βουτεράκου (20.3.75) Σ. Αγγελίδη (24.5.75), X. Μπούρα (23.5.75), Φ. Προβατά (10.5.75). Αιμ. Κορωναίου (26.5.75). Μ. Ντεντιδάκη (23.5.75). Κ. Μακρή (23.5.75). Στ. Μαυρομμάτη (10.5.75) και Μ.. Βακολοπούλου (26.5.75). Οι δυο τελευταίοι, φοιτητές του ΕΜΠ επί Κατοχής, κατέθεσαν ότι ο Θεοδωρακάκος κινούνταν εκείνη την εποχή στο χώρο των συνεργαζόμενων με τα Τάγματα Ασφαλείας μελών της «Χ».
8 Χρονικόν 1940-1944 Νύκτα συμφοράς, Αθήναι 1982, εισαγωγικό σημείωμα.
9 Οπ.π., σ.246-8
10 ΦΕΚ 1982/Α/115, Ν. 1285 της 20.9.82, άρθρα 9 (για την αναγνώριση) & 13 (για την κατάργηση).
11. Πρακτικά Βουλής 17.8.1982, σ.636-40.
12 Για την επίσημη εμφάνιση (ακριβέστερα: διακήρυξη προθέσεων) αυτού του ιστοριογραφικού «ρεύματος» στη χώρα μας. βλ. Στάθης Καλύβας & Νίκος Μαραντζίδης «Νέες τάσεις στη μελέτη του εμφυλίου πολέμου». Τα Νέα 20.3.2004· για την σχεδόν ταυτόχρονη αυτοπαρουσίασή του στο διεθνές αγγλοσαξονικό (και αγλλόφωνο) κοινό: Nikos Manuttzidis & Giorgos Antoniou. «Τίκ Axis Occupation and Civil War: changing ircnds in Greek historiography. 1941-2002», Journal of Peart Research, 4112 (2004). σ.223-31. Βλ. επίσης Ιός της Κυριακής. «Η νέα δεξιά ιστοριογραφία. Οι ταγματασφαλίτες δικαιώνονται» και «Εκσυγχρονισμένα κονσερβοκούτια Η νέα 'σοβιετολογία’ για την Κατοχή και την Αντίσταση», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 26.10.2003 & 5.12.2004, αντίστοιχα.
13. Θανάσης Βαληνός, Ορθοκωστά, Αθήνα 1994, Για μια έξοχη κριτική του βιβλίου, του αποτελεί όμως σαφώς την εξαίρεση: Κώστας Βούλγαρης. Η παρτίδα. Ένα παιχνίδι λογοτεχνίας και ιστορίας. Αθήνα 2001.

ΤΕΛΟΣ

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου