25.8.16

Δημήτρη Κουσουρή: «Δίκες των Δοσιλόγων, 1944-1949. Δικαιοσύνη, Συνέχεια του Κράτους και Εθνική Μνήμη». Μέρος 1ο

 Η αυλαία σηκώνεται: Μια θυελλώδης έναρξη

Στην Αθήνα χιονίζει σπάνια. Ωστόσο, εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό, η χιονοθύελλα και τα αγκαθωτά συρματοπλέγματα της Αστυνομίας είχαν στήσει ένα διπλό φράγμα που εμπόδιζε την πρόσβαση στα Δικαστήρια. Παρά τα εμπόδια, όμως, πλήθος κόσμου είχε αρχίσει από τις οκτώ το πρωί να συρρέει στο κτίριο της οδού Σανταρόζα και γύρω από αυτό.1
Επισήμως η είσοδος επιτρεπόταν μόνο στους διαδίκους, καθώς και σε όσους είχαν προμηθευτεί ειδική άδεια, που προοριζόταν σχεδόν αποκλειστικά για τους δημοσιογράφους.

Η δίκη που υποτίθεται ότι αφορούσε όλο το έθνος αποδειχνόταν εξαρχής απροσπέλαστη για το ευρύ κοινό. Η αίθουσα που είχε επιλεγεί για τη διεξαγωγή της ήταν μεν η μεγαλύτερη του Πλημμελειοδικείου, δεν διέθετε όμως παραπάνω από 150 καθίσματα· δεδομένου του πλήθους των κατηγορουμένων, αλλά και των συνηγόρων και των μαρτύρων τους, η πλευρά της υπεράσπισης υπερέβαινε ήδη κατά πολύ αυτό τον αριθμό: οι αστυνομικοί που είχαν επιφορτιστεί με τον έλεγχο της εισόδου σύντομα τον απώλεσαν, και στην αίθουσα επικράτησε χάος 2.

Από τους τριάντα τρεις κατηγορουμένους, παρουσιάστηκαν τελικά οι είκοσι πέντε. Από τους οκτώ που δεν παρέστησαν. Ο Γ. Μπάκος και ο Γ. Πειρουνάκης είχαν εκτελεστεί από τον ΕΛΑΣ, ενώ έξι θα δικάζονταν ερήμην. Οι Ξενοφών Λογοθετόπουλος. Έκτωρ Τσιρονίκος, Αναστάσιος Ταβουλάρης και Σωτήριος Γκοτζάμάνης είχαν διαφύγει στο Τρίτο Ράιχ, ενώ δύο σημαντικά για τη δίκη πρόσωπα κρατούνταν μακριά από την Αθήνα: ο Δ. Διαλέτης, υφυπουργός Αμύνης της κυβέρνησης Ράλλη. που είχε συμμετάσχει ενεργά στην ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας, βρισκόταν ακόμα στην Ερυθραία, ενώ ο Ι. Πασσαδάκης. τελευταίος διοικητής της Κρήτης και ένθερμος υποστηρικτής του Αξονα κατά τη διάρκεια του πολέμου, παρέμενε φυλακισμένος στο νησί.

Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ένας από τα παλαιότερα μέλη του Αρείου Πάγου. Τα υπόλοιπα πέντε μέλη, καθώς και ο εισαγγελέας που ανέλαβε τον ρόλο του δημοσίου κατηγόρου και χρίστηκε για την περίσταση Ειδικός Επίτροπος, επελέγησαν από το δυναμικό του Εφετείου. Λόγω των προβλημάτων που πιθανόν να ανέκυπταν αν η δίκη τραβούσε σε μάκρος και προκειμένου να αποφευχθούν καθυστερήσεις, για κάθε μέλος του δικαστηρίου ορίστηκε ένα αναπληρωματικό.
Όταν η τάξη στην αίθουσα αποκαταστάθηκε, η σύνθεση του δικαστηρίου συμπληρώθηκε με τρεις ενόρκους (δύο γιατρούς και έναν φαρμακοποιό), που αναδείχθηκαν με κλήρωση για καθέναν από αυτούς, ορίστηκε επίσης ένας αναπληρωτής.

Οι πιέσεις που ασκούσε το στρατόπεδο των κατηγορουμένων στους παράγοντες της δίκης έγιναν αισθητές από την πρώτη κιόλας συνεδρίαση Δύο από τους ενόρκους δήλωσαν κώλυμα και τελικά αποδέχτηκαν τον διορισμό τους απρόθυμα. κατόπιν επιπλήξεως του Ειδικού Επιτρόπου.
Εκείνος τους κατηγόρησε ότι υποβίβαζαν το υπέρτατο εθνκό καθήκον που τους είχε ανατεθεί.3
Οι λόγοι για τη στάση των δύο ενόρκων δεν άργησαν να αποκαλυφθούν. Μερικά λεπτά αργότερα, όταν άρχισε η πρώτη συνεδρίαση του δικαστηρίου, διάφοροι πολίτες, μεταξύ των οποίων και κάποιοι απολυμένα από το Υπουργείο Συγκοινωνιών επί υπουργίας του στρατηγού Μουτούση. ζήτησαν να παραστούν ως πολιτική αγωγή.

Καθώς οι συνήγοροί τους ανέπτυσσαν την επιχειρηματολογία τους σχετικά με την καταλήστευση των ταμείων συνταξιοδότησης και τις παράνομες απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, οι κατηγορούμενα πέρασαν στην αντεπίθεση. Πρώτος ο Μουτούσης διέκοψε τη διαδικασία: «Απελύθη διότι ήτο μαυραγορίτης! Πώς έχει το θράσος να παρουσιάζεται στο δικαστήριο». Αυτό ήταν το σύνθημα. Ενώ ο Μουτούσης συνέχιζε να μιλάει, φωνές ακούστηκαν από το βάθος της αίθουσας. «Κύριε Πρόεδρε, εδώ κάποιοι μας εκβιάζουν και μας απειλούν!» φώναξαν κάποιοι από τους απολυμένους.
Ένας αξιωματικός παρουσιάστηκε ενώπιον του δικαστηρίου και  αναλαμβάνοντας την ευθύνη να μιλήσει εξ ονόματος των συναδέλφων του δήλωσε πως όσα ακούστηκαν για τον στρατηγό ήταν εξοργιστικά, επειδή προσέβαλλαν τις ένοπλες δυνάμεις εν γένει. 5.

Τελικά, το δικαστήριο αποφάσισε να μην τιμωρήσει τον αξιωματικό για τη συμπεριφορά του, απορρίπτοντας παράλληλα το αίτημα των πολιτών να παραστούν νόμιμα ως πολιτική αγωγή.

Κατά την ανάγνωση του κατηγορητηρίου από τον Ειδικό Επίτροπο, οι συνήγοροι υπεράσπισης προκάλεσαν πανδαιμόνιο στην αίθουσα, με τις διαμαρτυρίες τους για τις απρεπείς εκφράσεις που χρησιμοποιούσε το δικαστήριο για τους κατηγορουμένους, ξεσηκώνοντας ανάλογες αντιδράσεις και από το ακροατήριο.
Από εκείνη τη στιγμή και για τις επόμενες ημέρες, τα πράγμα τα εξελίχθηκαν ωσάν η κατηγορούσα αρχή να μη βρισκόταν πλέον στην αίθουσα.

Ακολούθησε ο καταιγισμός ενστάσεων που είχε προαναγγείλει η υπεράσπιση. Η πρώτη από αυτές αμφισβητούσε τη συνταγματικότητα της Συντακτικής Πράξης. Οι συνήγοροι υπεράσπισης, εξέχουσες προσωπικότητες του νομικού χώρου και του βασιλικού στρατοπέδου του μεσοπολέμου, αγόρευαν επί μακρόν, χωρίς να αρκούνται στην ανάπτυξη της νομικής βάσης των θέσεων τους.

0 Ι. Κουλουμβάκης. εκπρόσωπος της παλαιάς φρουράς και της ακραίας πτέρυγας των βασιλικών, δήλωσε ότι θεωρούσε πως απευθύνεται σε παράνομη συγκέντρωση και όχι σε δικαστήριο, και στόχος του ήταν να διακοπεί η συνεδρίαση για να ανατεθεί η υπόθεση σε τακτικό κακουργιοδικείο.

Την επιχειρηματολογία του καθηγητή Χρ. Πράτσικα επανέφερε στη δίκη και ο Κ. Τσουκαλάς, συνάδελφός του και «αλεξιπτωτιστής», όπως κι εκείνος, στη Νομική Αθηνών.
Με πολιτικά επιχειρήματα κυρίως, ο Τσουκαλάς επιχείρησε να καταδείξει ότι η κυβέρνηση δεν ήταν «επαναστατική», αλλά «συνταγματική». Επομένως, το δικαστήριο ήταν παράνομο και τα αδικήματα έπρεπε να κριθούν από τακτικά κακουργιοδικεία. 6 Ανάλογα επιχειρήματα προέβαλαν οι συνήγοροι Κ. Μαγιάκος, Θ. Τουρκοβασίλης και I. Βολωνάκης. 7

Δείχνοντας ιδιαίτερη προτίμηση στο έργο νομικών που προέρχονταν από τον χώρο των φιλελευθέρων -όπως. π.χ.. ο πρωθυπουργός της ΠΕΕΑ Αλ Σβώλος, και οι οποίοι επέκριναν την αντισυνταγματικότητα των Συντακτικών Πράξεων των τελευταίων κυβερνήσεων πριν από τον πόλεμο, οι συνήγοροι υπεράσπισης χρησιμοποίησαν τη «θεωρία της ασπίδας» 8  για να εμφανιστούν ως υπέρμαχοι της συνταγματικής νομιμότητας:

«Ίσως, θά διατυπωθή. πώς αί κυβερνήσεις τής εποχής έξέδιδαν Συντακτικάς Πράξεις.  Αλλά ούταί ήσαν κυβερνήσεις τών περιστάσεων, δέν ήντλουν την δύναμίν των έκ τού Ανωτάτου 'Αρχοντος. Ήσαν κυβερνήσεις ανθρώπων οί όποιοι άναλώσαντες όλην των τήν ζωήν είς τήν υπηρεσίαν τού λαού, είχαν και τό θάρρος καί τον πατριωτισμόν νά άναλάβουν τάς εύθύνας τής διακυβερνήσεως τής χώρας, είς μίαν στιγμήκ πού ‘ολοι. οί άλλοι ημείς όχι άπό πατριωτισμόν άλλά άπό τόν φόβον τών ευθυνών, έμείνομεν άργοί». 9

Το επιχείρημα της «ασπίδας» δεν ήταν απλώς ένα τέχνασμα της υπεράσπισης για να βραχυκυκλώσει τον νομικό μηχανισμό και να αντισταθμίσει τη βαρύτητα των πράξεων των κατηγορουμένων σε νομικό επίπεδο· 10 ήταν ταυτόχρονα μια εισαγωγή στο πολιτικό εγκώμιο που επρόκειτο να εμφανίσει τους κυβερνήτες της Κατοχής ως μάρτυρες και ως αιχμή του δόρατος του αντικομμουνιστικού αγώνα.

Όσο αναπτύσσονταν οι αγορεύσεις των συνηγόρων, ο πρόεδρος μάταια προσπαθούσε να τις συντομεύσει. Σε μια στιγμή έντασης, στο πιο κρίσιμο σημείο της επιχειρηματολογίας του κατά του χαρακτηρισμού του δοσιλογισμού ως ποινικού και όχι ως πολιτικού αδικήματος, ο Κ. Τσουκαλάς αντιπαρέβαλε τα εγκλήματα που αμνηστεύθηκαν στη Βάρκιζα- «Πώς είναι λοιπόν πολιτικά αδικήματα αι ανατινάξεις, αι πυρπολήσεις, αι φόνοι Αγγλων στρατιωτών, αι κατακρεουργήσεις, και δεν είναι πολιτικόν αδίκημα αι πράξεις πρωθυπουργών και υπουργών;».

Ο συντάκτης της φιλομοναρχικής εφημερίδας Εμπρός αναφέρει ότι αυτή η φράση προκάλεσε αμέσως ζωηρά χειροκροτήματα σε κάθε γωνιά της αίθουσας. 0 πρόεδρος, απευθυνόμενος σε κάποιον που χειροκροτούσε επιδεικτικά, τον ρώτησε: «Πώς λέγεσαι;» «Ιωάννης Λέκκας». απάντησε εκείνος, «γαμβρός του δολοφονηθέντος υπουργού εργασίας Ν. Καλύβα». Το ζωηρό μέλος του ακροατηρίου τη γλίτωσε με μονοήμερη αποβολή από την αίθουσα και έπειτα από ένα περιπαικτικό σχόλιο του Τσουκαλά για τη συμπεριφορά των δικαστών, το ακροατήριο γέλασε απροκάλυπτα εις βάρος του δικαστηρίου. 11

Από το ένα παρελθόν, το άλλο: Η κληρονομιά της «δίκης των έξι»

Οι συνήγοροι υπεράσπισης υποστήριξαν ότι α φιλοβασιλικοί υπουργοί της κυβέρνησης είχαν αρνηθεί να επικυρώσουν τη Συντακτική Πράξη υπ' αριθ. 6: κατά την άποψή τους, το γεγονός αυτό καταδείκνυε τον κεκαλυμμένο πολιτικό χαρακτήρα μιας δίωξης που επιχειρούσε να παρουσιαστεί ως «ποινική».
Ισχυρίστηκαν ότι οι παλαιοί εκπρόσωποι της βενιζελικής παράταξης επιδίωκαν να επαναληφθεί η «δίκη των έξι», όπου είχε επιβληθεί η θανατική ποινή σε έξι ηγετικές μορφές του μοναρχικού στρατοπέδου την επαύριο της Μικρασιατικής Καταστροφής. με την απαίτηση μάλιστα να εκτελεστεί τάχιστα η ποινή.

Κάτι παραπάνω από απλή υπόθεση, αυτός ο ισχυρισμός βασιζόταν στα πολλαπλά νήματα που συνέδεαν τους διαδίκους, αλλά και τις πολιτικές δυνάμεις που εμπλέκονταν στη δίκη των δοσιλόγων, με το παρελθόν του Εθνικού Διχασμού και τη δίκη που είχε λάβα χώρα δύο δεκαετίες νωρίτερα.

Όπως τότε, έτσι και τώρα ο Κ. Τσουκαλάς βρισκόταν στα έδρανα της υπεράσπισης- αντίστοιχα, ο στρατηγός Ν. Πλαστήρας ήταν και πάλι επικεφαλής μιας κυβέρνησης που είχε αναλάβει την έκτακτη αποστολή αποκατάστασης της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος.

Δεν επρόκειτο ασφαλώς γα απλή επανάληψη της ιστορίας, αφού, μέσα στην «κοσμογονία» της Κατοχής πολλοί εμβληματικοί εκπρόσωποι του βενιζελικού χώρου, με καθοριστικό ρόλο στην οργάνωση και εξέλιξη της «δίκης των έξι», όπως οι Στ. Γονατάς και Θ. Πάγκαλος. είχαν εν τω μεταξύ βρεθεί στο αντίπαλο στρατόπεδο.12

Εκπροσωπώντας τον I. Ράλλη. ο Κ. Τσουκαλάς έγινε ο «ήρωας» εκείνης της πρώτης συνεδρίασης. Στη συνέχεια, ο πελάτης του, παίρνοντας τη σκυτάλη, ανέλαβε ξανά τον ρόλο του πολιτικού ηγέτη των δοσιλόγων.
Οι αστυνομικοί που είχαν επιφορτιστεί με την επιτήρησή του συμπεριφέρονταν μάλλον σαν επίσημη συνοδεία του, και του απευθύνονταν με δέος, αποκαλώντας τον «Κύριο Πρόεδρο».13

Αντίστοιχα, απευθύνονταν και στους άλλους κατηγορουμένους με τους στρατιωτικούς ή τους πολιτικούς τίτλους τους.

Διακόπτοντας επανειλημμένα τους δικηγόρους και τα μέλη του δικαστηρίου, ο Ράλλης επιδίωξε όχι μόνο να κάνει χρήση της επαγγελματικής του ιδιότητας ως νομικού, αλλά και να προβάλει το σύνολο της ιδεολογίας του δοσιλογισμού. Η χρήση της έννοιας της «επανάστασης» ήταν αποκαλυπτική, σε αυτό το πλαίσιο: δηλώνοντας ότι είχε καταλάβει την εξουσία με επαναστατικό τρόπο, 14 παρέπεμπε στο πολιτικό λεξιλόγιο των αστικών ελίτ του μεσοπολέμου, όταν όροι όπως κίνημα ή επανάστασις ήταν συνώνυμα των απανωτών συνταγματικών εκτροπών και των επιτυχημένων ή αποτυχημένων πραξικοπημάτων.

Οι «κομμουνιστικές θηριωδίες» των Δεκεμβριανών δικαιολογούσαν αναδρομικά όλες τις επιλογές των δοσιλόγων. Με αυτό τον τρόπο το δοσιλογικό στρατόπεδο εμφανιζόταν ως εγγυητές του «κοινωνικού καθεστώτος». 0 συνήγορος υπεράσπισης Κ. Καλκάνης δήλωνε στους διχαστές: «Aι κεφαλές μας δεν θα ίσταντο εις τη θέσιν των εάν ο κύριος Ράλλης δεν εδημιούργει τα τάγματα ασφαλείας». 15
Η υπεράσπιση διατύπωνε με επιθετικό τρόπο το ακανθώδες επίδικο της συγκυρίας, ότι δηλαδή οι αντίδικοι στο δικαστήριο βρίσκονταν στο ίδιο στρατόπεδο της πολιτικής σύγκρουσης που λάμβανε χώρα έξω από αυτό.

Μολονότι το «μαρτυρικόν  Έθνος » μνημονευόταν συχνά σε διάφορα κείμενα της εποχής, η παρουσία του στην αίθουσα του δικαστηρίου ήταν περιορισμένη. Η απόρριψη του αιτήματος εκπροσώπων του εαμικού κινήματος να παραστούν στη δίκη ως πολιτική αγωγή σηματοδοτούσε τον πρώτο έμπρακτο αποκλεισμό της εμπειρίας των αντιστασιακών κινημάτων από την ακροαματική διαδικασία.

Στην αοριστία που χαρακτήριζε τις περιγραφές του εγκλήματος του δοσιλογισμού στο κατηγορητήριο, ερχόταν τώρα να προστεθεί η απουσία συγκεκριμένης εξέτασης των εγκλημάτων (βασανιστήρια, μπλόκα. κατάχρηση κρατικής εξουσίας, εξόντωση Εβραίων).

Στο τέλος της πρώτης ημέρας ο Ράλλης και ο Τσολάκογλου δήλωσαν απροθυμία να επιστρέφουν στον χώρο κράτησής τους, με τη πρόφαση ότι η προσωρινή τους κράτηση είχε διαρκέσει περισσότερο από όσο επέτρεπε ο νόμος.

Την επομένη, και ενώ ο Ειδικός Επίτροπος είχε μόλις ξεκινήσει να τοποθετείται επί των ενστάσεων, τον διέκοψε και πάλι η τρομερή φασαρία που προερχόταν από τα έδρανα των κατηγορουμένων και των συνηγόρων τους: ο Ράλλης υπέβαλε μήνυση κατά του Επιτρόπου για δυσφήμηση. και ζήτησε την αντικατάστασή του.
Το δικαστήριο απέρριψε το αίτημά του ενώ στο τέλος της ίδιας ημέρας, απέρριψε και την ένσταση για αναρμοδιότητα του δικαστηρίου. Σύμφωνα με αυτή την πρώτη απόφαση. Η ΣΠ υπ’ αριθ. 6 είχε εκδοθεί από μια κυβέρνηση de facto, σύμφωνα με τους συνταγματικούς κανόνες. Αρα το δικαστήριο μπορούσε νομίμως να εκ δικάσει την υπόθεση.16

Σε αυτό το σημείο, ενθαρρυμένη από τις αρχικές της επιδόσεις η υπεράσπιση ζήτησε να ανοίξει η αίθουσα για το κοινό. Στη συνέχεια, συζητήθηκε η δεύτερη ένσταση σύμφωνα με την οποία ο ισχύων νόμος ήταν αντισυνταγματικός και επομένως άκυρος, καθώς παραβίαζε την αρχή της μη αναδρομικότητας των νόμων. Η ένσταση αντισυνταγματικότητας του νόμου υποστηρίχτηκε κυρίως από δύο άλλους επιφανείς νομικούς του βασιλικού στρατοπέδου, τον Θεόδωρο Τουρκοβασίλη και τον Γεώργιο Πωπ.
Από την πλευρά τους, οι υπέρμαχα του νόμου έδωσαν τον δικό τους αγώνα για να υποστηρίξουν την εγκυρότητά του:
(α) προβάλλοντας τον νομικό ισχυρισμό ότι οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις, όπως και α προκάτοχοί τους, από το 1936 και μετά, είχαν «επαναστατικό» χαρακτήρα, συγκέντρωναν δηλαδή την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία· και (β) προτάσσοντας μια αντίληψη φυσικού δικαίου, η οποία, ενώ αποδεχόταν την τυπική παραβίαση του άρθρου 7 του Συντάγματος περί μη αναδρομικής ισχύος των νόμων, επισήμαινε ότι ο σχηματισμός και η πολιτεία των δοσιλογικών κυβερνήσεων αποτελούσαν πράξη αξιόποινη στην ηθική συνείδηση του έθνους. θεωρώντας έγκλημα το να μη συμπεριληφθούν οι πράξεις τους στα αξιόποινα αδικήματα 17.

Η ένσταση απορρίφθηκε από το δικαστήριο. Προκειμένου να επιβεβαιώσουν τη μη αναδρομικότητα του νόμου, οι δικαστές προέβησαν σε μια θεαματική παραχώρηση επιφυλασσόμενοι για την εκτέλεση των «ανεπανόρθωτων» ποινών που θα επιβάλλονταν στους κατηγορουμένους, τουλάχιστον μέχρι την κύρωση του νόμου από την επόμενη εκλεγμένη Συντακτική Βουλή.18

Με άλλα λόγια, το δικαστήριο διατηρούσε το δικαίωμα να επιβάλει τη θανατική ποινή, όχι όμως και να διατάξει την εκτέλεσή της.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης έσπευσε να δηλώσει ότι:
«Εις περίπτωσιν καθ’ ον ήθελεν έπιβλιθη τούτη ποινή έπι τη βάσει τοιούτου νόμου, ή Κυβέρνησις έχουσα όπ' όψιν τάς εύθύνας τάς όποιας θά είχε έάν έξετελείτο μιά τοιαύτη άπόφασις. έφόσον θά υπήρχε πιθανότης νά τροποποιηθη άπό την έθνασυνέλευσιν. δε θά διέτασσε τήν έκτέλεσιν τής άνεπαναρθώτου ποινής, χρησιμοποιώντας τό μέτρον τής παροχής χάριτος εις τους καταδικασθησομένους». 19

Ο φιλελεύθερος και ο αριστερός Τύπος χαρακτήρισαν σκανδαλώδη αυτή την απόφαση
Οι δικαστές είχαν πληρώσει το τίμημα για να επιτύχουν την ομαλή συνέχιση της δίκης: η έναρξή της είχε σφραγιστεί από έναν συμβιβασμό. Το ίδιο βράδυ, στο τέλος της διαδικασίας, το φάντασμα της «δίκης των έξι» είχε απομακρυνθεί και ο I. Ράλλης δήλωνε μοχθηρά: «Εξησφαλίσθη ότι θα ζήσω αιωνίως. Έχω κάμει σύμβασιν με τον διάβολον». 20

Μετά την εργώδη αυτή εισαγωγή, η ακροαματική διαδικασία επιτέλους ξεκινούσε.

Παραπομπές

1. Καθημερινή. 22 Φεβρουάριου 1945.
2. Βλ. τις εφημερίδες της επομένης. 22 Φεβρουάριου 1945. Η Ελεύθερία εκφράζει παράπονα για το μέγεθος της αίθουσας, ο χρονογράφος της Καθημερινής διασκεδάζει με την αναστάτωση, ενώ ο Ριζοσπάστης τηρεί κριτική στάση αναμονής.
3. Αυτόθι, και Ριζοσπάστης, 22 Φεβρουάριου 1945.
4. 0 στρατηγός Μουτούσης διατέλεσε υπουργός Συγκοινωνιών σας κυβερνήσεις Τσολάκογλου και Λογοθετόπουλου (30 Απριλίου 1941 -7 Α πριλίου 194 3).
5. Ριζοσπάστης, 24 Φεβρουάριου 1945· Νίκος Καρκάνης, Οι δοσίλαγοι της Κατοχής: Δίκες-παρωδία, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1983.
6. Ελεύθερη Ελλάδα. 25 Φεβρουάριου 1945 Ελευθερία 22 Φεβρουάριου 1945.
7. Εφημερίδα Εμπρός. 23 Φεβρουάριου· 1945.
8. Για τη «θεωρία της ασπίδας», την οποία υποστήριξε πρώτος ο Robert Aron. πρβλ. Denis Peschanski. Henri Rotssojean-Pierre Az£ma και Francois BEDaRIDA (επιμ.). Le regime de Vldiyet lesFranfais. Fayard, Παρίσι 1992- Deak.Cros. Judt (επιμΛο.π.. σ. 11.
9. To παράθεμα ανήκει στον Μπακόπουλο, συνήγορο του πρώην υπουργού Χατζημήτρου (Εμπρός. 22 Φεβρουάριου 194 5. σ. 3).
10. Προβλ. τα«redeption arguments» (απαλλακτικά επιχειρήματα) του Elster. «Redemption for Wrongdoing; 'Hie fate of collaborators after 1945». Journal of Conflict Resolution. Ιούνιος 2006. τόμ. 50. τ. 3. α 324-338
11. Εμπρός, ά.π. Ο Ν. Καλύβας διετέλεσε υπουργός Εργασίας, από τον Δεκέμβριο του 1942. Στις κυβερνήσεις Λογοθετόπουλου και Ράλλη. θεωρήθηκε υπεύθυνος για την απόπειρα επίταξης των Ελλήνων εργατών. με σκοπό τη διευκόλυνση της γερμανικής προσπάθειας, και δολοφονήθηκε στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1944.
12. Κατά τη διάρκεια-της «δίκης τω έξί» (31 Οκτωβρίου -  15 Νοεμβρίου 1922). ο Τσουκαλάς ήταν νεαρός νομικός, συνήγορος υπεράσπισης.  Ο στρατηγός Πλαστήρας. αρχηγός της Επιτροπής Εθνικής Αμύνης, η οποία είχε καταλάβει την εξουσία μετά την άτακτη φυγή των στρατευμάτων στη Μικρά Ασία, ο Γονατάς. Πρωθυπουργός, ο Θ. Πάγκαλος ανακριτής του εκτάκτου στρατοδικείου (πρβλ. «δίκη των Εξι» στενογραφημένα  πρακτικά. Πρωία. Αθήνα 1931).
13. Οι βασιλικές εφημερίδες περιέγραφαν γλαφυρά την αμηχανία των οργάνων της τάξης «Ετρέμανε μέχρι χτες ακόμα και ας το άκουσμα του ονόματός των!», έλεγε ένας από αυτούς σύμφωνα με την εφημερίδα Καθημερινή της 22ας Φεβρουάριου.
14. Αυτόθι.
15. Ο Κ. Καλκάνης ήταν πρώην υπουργός και περιφερειάρχης Ηπείρου στις βασιλικές κυβερνήσεις του 1934-1935- βλ. Ελεύθερη Ελλάδα. 25 Φεβρουάριου 1945. και Ριζοσπάστης. 24 Φεβρουάριου 1945.
16. Για το καμένο αυτής της πρώτης απόφασης, βλ. Ελευθερία και Καθημερινήν, 27 Φεβρουαρίου 1945.
17. Βλ. τα κείμενα ταυ Φαίδωνα Βεγλερή και ταυ Λουκά Δα ράκη στην εφημερίδα Ελευθερία, 22 Φεβρουάριου 1945. Αυτή η επιχειρηματολογία, που τεκμηριώνει τη μη αναδρομικότητα των νόμων με όρους ηθικής συνείδησης και των θεμελιωδών αρχών δικαίου των «πολιτισμένων εθνών», κυριάρχησε και στη συγκρότηση των μηχανισμών για τη δίωξη και τιμωρία των εγκληματιών πολέμου μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το έργο που συμπύκνωσε τις σχετικές εξελίξεις και συζητήσεις στο στρατόπεδο των Συμμάχων ήταν εκείνο του Αυστριακού νομικού HansKELSBN,Pare Though Law,6.n.
18. Για πολιτικούς λόγους (τη σύνταξη με το EΑΜ .κατά τη στιγμή έκδοσης αυτού του νόμου), καθώς και για νομικούς, ο .Ν. 3 211 της 31.12. 1943, που αφαιρούσε από τα μέλη των κατοχικών κυβερνήσεων την ελληνική ιθαγένεια, αξιοποιήθηκε μόνο δευτερευόντως και τελικά, περιέπεσε σε αχρηστία. Η απόφαση αυτή βασίστηκε στη λογική της «ηθικής συνείδησης του έθνους», όπως την περιγράφουν οι Φ. Βεγλερής (1903-1999) και Λ. Δαράκης στην Ελευθερία, ό.π, σ. 31. Σύμφωνα με την απόφαση υπ’ αριθ. 10: «Δεδομένου ότι ή έν λόγω Συντακτική Πράξις δύναται να έπιβάλη μή αναστρέψιμες ποινές. τό δικαστήριο λαμβάνει ύπ’ όψιν το γεγονός ότι αύτη ή Συντακτική Πράξις υπόκειται στην κύρωση τής μέλλουσας Συντακτικής Βουλής, ή όποια θα έχει το δικαίωμα νά την τροποποίηση- επιφυλάσσεται. λοιπόν [_) »-για μα κριτική της απόφασης, βλ. Θέμις. άπ. α 21-24 Καθημερνή και Ελεύθερη Ελλάδα 26 Φεβρουάριου 1945.
19. Kαθημερινή, 26 Φεβρουάριου 1945. Ενώ. σύμφωνα με τη Συντακτική Πράξη υπ' αριθ. 6.οι ποινές που επέβαλλε το Ειδικό Δικαστήριο δεν μπορούσαν να αμνηστευτούν (άρθρο 31). το άρθρα 32 προέβλεπε τη δυνατότητα χορήγησης χάριτος εντός δεκαπέντε ημερών από την έκδοση της απόφασης.
20. Στο ίδιο, α 1.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου