25.8.16

Δημήτρη Κουσουρή: «Δίκες των Δοσιλόγων, 1944-1949. Δικαιοσύνη, Συνέχεια του Κράτους και Εθνική Μνήμη». Μέρος 2ο

 Οι μάρτυρες κατηγορίας και η «απέραντος πλειοψηφία του ελληνικού λαού»

Παράλληλα με τη δίκη των κυβερνήσεων, στις αρχές Μαρτίου του 1945, ο ΕΛΑΣ είχε ήδη αρχίσει να παραδίδει τα όπλα του. Και ενώ τα τακτικά κακουργιοδικεία ξεκινούσαν με ταχείς ρυθμούς τις πρώτες δίκες «στασιαστών» του Δεκεμβρίου, τα εγκλήματα των οποίων δεν είχαν θεωρηθεί αμιγώς «πολιτικά», 1 στο Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων τα πράγματα έπαιρναν σιγά σιγά τον δρόμο τους.

Όταν ήρθησαν, έστω προσωρινά, τα τυπικά κωλύματα των πρώτων ημερών, ήταν πλέον καιρός να ξεκινήσει η πρώτη φάση της διαδικασίας: η ακρόαση των μαρτύρων κατηγορίας.
Αυτό το στάδιο, κατά το οποίο αναπτύχθηκαν α βασικές κατηγορίες που βάρυναν τους κατηγορουμένους, και περιγράφηκαν τα εγκλήματά τους, αποτέλεσε ουσιαστικά την πρώτη επίσημη αναπαράσταση του «εθνικού αγώνος» που έλαβε χώρα στην αίθουσα του δικαστηρίου, και συγκέντρωσε εκ των πραγμάτων μεγάλη δημοσιότητα.

Λόγω της μικρής χωρητικότητας της αίθουσας και της απουσίας ραδιοφωνικής κάλυψης -μολονότι ζητήθηκε από ορισμένους-, οι περιγραφές των επ’ ακροατηρίου συζητήσεων στις εφημερίδες αποτελούσαν, για την κοινή γνώμη, το μοναδικό μέσο πρόσβασης στη δίκη.
Για έναν μήνα, από τις 28 Φεβρουάριου έως τις 27 Μαρτίου, η δίκη βρισκόταν διαρκώς στα πρωτοσέλιδα, ενώ εκτενή άρθρα κάλυπταν ή σχολίαζαν το μεγαλύτερο μέρος των συνεδριάσεων. Εννοείται πως τα Πρακτικά ποτέ δεν δημοσιεύονταν αυτούσια. Η επιλογή του προς δημοσίευση υλικού εξαρτιόταν από την πολιτική τοποθέτηση κάθε εκδοτικού ομίλου, καθώς και από τις ευαισθησίες και τις αφηγηματικές ικανότητες του εκάστοτε δημοσιογράφου.

Η ελεγχόμενη δημοσιότητα και η μέριμνα για τη διαφύλαξη των κρατικών μυστικών μαρτυρούσαν ότι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην κρατική εξουσία ήταν βασικός στόχος της κυβέρνησης. Το πιο χαρακτηριστικό όμως ήταν η σύνθεση της ομάδας των βασικών μαρτύρων κατηγορίας. Ο Ειδικός Επίτροπος κλήτευσε τελικά είκοσι επτά άτομα, χωρίς να τα χωρίσει ανά κυβέρνηση ή ανά κατηγορούμενο.
Κάθε μάρτυρας καλούνταν να καταθέσει, λίγο-πολύ. για το σύνολο των πράξεων που δικάζονταν, προκειμένου να υποστηρίξει τις κατηγορίες και να διατυπώσει έτσι μια πρώτη επίσημη δημόσια αφήγηση του πρόσφατου παρελθόντος, βάσει της οποίας το «αντιστασιακό έθνος» θα τιμωρούσε τους προδότες του.

Μεταξύ των μαρτύρων, λοιπόν, συγκαταλέγονταν: οκτώ υψηλόβαθμοι υπάλληλα των βασικών υπουργείων· επτά πολιτικοί, υπουργοί και πρωθυπουργοί του μεσοπολέμου- τέσσερις ανώτεροι αξιωματικοί του στρατού· τρεις δημοσιογράφοι αντικομμουνιστικών αντιστασιακών εφημερίδων δύο καθηγητές πανεπιστημίου, δύο διευθυντές μεγάλων ελληνικών τραπεζών,  και. τέλος, ένας μόνο εκπρόσωπος της  Ένωσης Αναπήρων Πολέμου 1940-1941.

Αν εξαιρέσουμε τους εκπροσώπους του παράνομου Τύπου, δεν κλήθηκε να καταθέσει άλλος εκπρόσωπος των αντάρτικων ομάδων, ούτε κάποιο μέλος των αντιστασιακών κινημάτων. Όσο για το ΕΑΜ, μόνο ένας εκπρόσωπός του ορίστηκε να παραστεί στο δικαστήρια 3.

Ο πρώτος άξονας της ποινικής αναπαράστασης των γεγονότων της Κατοχής συνδεόταν με την πατριωτική ανάταση του «αλβανικού έπους», καθώς και με τις πρώιμες μορφές λαϊκής αντίστασης που αναπτύχθηκαν αμέσως μετά τη στρατιωτική ήττα της άνοιξης του 1941.
Η συζήτηση σχετικά με την «εσχάτη προδοσία» των στρατηγών που είχαν υπογράψει τη συνθηκολόγηση επέτρεπε στο δικαστήριο να συνδέσει τις ειδικές διατάξεις της Συντακτικής Πράξης με τη» πολιτική νομοθεσία της χώρας.

Οι πρώτες ερωτήσεις, λοιπόν, αφορούσαν την υπογραφή της συνθηκολόγησης τον Απρίλιο του 1941. Οι πλέον αρμόδια να απαντήσουν ερωτήθηκαν πρώτα. Ωστόσο, α πρώτες κιόλας μαρτυρίες προκάλεσαν απορίες και γέννησαν αμφιβολίες για τη συνέχεια.
Ακολουθώντας στην ουσία, τη γραμμή της υπεράσπισης, ο Άγις Ταμπακόπουλος, υπουργός Δικαιοσύνης επί Μεταξά. δήλωσε εξαρχής ότι ο Τσαλάκογλου έπρεπε να δικαστεί για τις στρατιωτικές του πράξεις από στρατοδικείο.4

Στη συνέχεια, ο στρατηγός I. Γυαλίστρας, απεσταλμένος του Γενικού Επιτελείου Στρατού στο μέτωπο κατά τη διάρκεια των τραγικών τελευταίων ημερών πριν από τη συνθηκολόγηση, περιέγραψε μια κατάσταση διάλυσης και γενικευμένης άτακτης φυγής. κατά τη διάρκεια της οποίας όλες σχεδόν οι μεραρχίες είχαν αποκοπεί από τις βάσεις τους ενώ μετά την αυτοκτονία του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κορυζή η ανώτατη στρατιωτική διοίκηση δεν είχε πλέον πολιτική καθοδήγηση.

Ο διευθυντής του γραφείου του Αρχιστράτηγου στην Αθήνα επιβεβαίωσε τα παραπάνω, κάνοντας λόγο για κατάσταση εκτός ελέγχου επί αρκετές ημέρες πριν από την υπογραφή της εκεχειρίας. Από την πλευρά του, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού Π. Μελισσηνός αναφέρθηκε διά μακρών στο γεγονός ότι ο Τσολάκογλου δεν πειθάρχησε στις εντολές των πολιτικών του προϊσταμένων.
Ωστόσο, παραδέχτηκε ταυτόχρονα ότι, παρά τις αλλεπάλληλες αναφορές που περιέγραφαν την απελπιστική κατάσταση στο μέτωπα παρά τα αιτήματα διοικητών μονάδων για συνθηκολόγηση και τις ολοένα αυξανόμενες λιποταξίες, οι εντολές παρέμεναν αμετάβλητες «Συνεχίσατε τον αγώνα». 

Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή των γεγονότων, το έγκλημα των στρατηγών ήταν ότι δεν πειθάρχησαν στις εντολές, και απαρνήθηκαν τη στρατιωτική τους αποστολή για να «κάμουν πολιτικήν».5

Σε αυτό το σημείο, η ακροαματική διαδικασία πήρε μια επικίνδυνη τροπή αν το πλαίσιο της συνθηκολόγησης των στρατηγών είχε καθοριστεί από τη, κατά κοινή ομολογία, πλήρη αποδιοργάνωση του Γενικού Επιτελείου και της κυβέρνησης.

Τότε το επιχείρημα των κατηγορουμένων ότι έδρασαν ως ασπίδα του έθνους έμοιαζε εύλογο. Από την πλευρά του. ο Τσολάκογλου επαναλάμβανε διαρκώς ότι είχε υπογράψει τη συνθηκολόγηση προκειμένου να σώσει τη ζωή 30.000 στρατιωτών και να διασώσει τη» τιμή του νικηφόρου στρατού της Αλβανίας.

Το επιχείρημα ευσταθεί, στην πολιτική του διάσταση, στην ποινική, όμως, είναι μάλλον προβληματικό, αφού επιβεβαίωνε, αντί να ανασκευάζει, την κατηγορία της απειθαρχίας στις άνωθεν εντολές. Ωστόσο, ο στρατηγός φάνηκε έτοιμος να επικαλεστεί όλα τα γεγονότα που μπορούσαν να αποδείξουν ότι η διάλυση της κυβέρνησης και μεγάλου τμήματος του στρατού είχε προηγηθεί της συνθηκολόγησης - φέρνοντας έτσι στο φως πτυχές που απαξίωναν πλήρως την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της διετίας 1940-1941.

Οι συγκατηγορούμενοι του έσπευσαν στο πλευρό του. Πρώτος ο Ράλλης φρόντισε να οξύνει τα πνεύματα: «- Τολμά να μιλά ένα πρώην μέλος της 4ης Αυγούστου, ενός επαίσχυντου και δικτατορικού καθεστώτος του οποίου το όνομα θα γραφή ας την ιστορίαν με μεγάλα μαύρα γράμματα!» φώναξε στον Άγι Ταμπακύπουλο, υπουργό Δικαιοσύνης του Μεταξά. «- Ημείς υπήρξαμεν κυβέρνησις Ελλήνων και όχι Γερμανών. Εμάς δεν μας εκτύπα κανείς το κουδούνι», ανταπέδωσε ο τελευταίος.

Σε ποινικό επίπεδο, το βασικό ερώτημα ήταν κατά πόσον είχε προηγηθεί συνεννόηση με τον εχθρό, κατά το παράδειγμα του Νορβηγού Βίντκουν Κουίσλινγκ κάτι που θα συνιστούσε εσχάτη προδοσία Σε αυτό το σημείο, οι μάρτυρες κατηγορίας απάντησαν ομόφωνα αρνητικά: δεν είχαν προηγηθεί επαφές  δεν ήταν «Κουίσλινγκ». Το επιβεβαίωσε επανειλημμένως ο Τσολάκογλου. συμφώνησαν και οι στρατηγοί, οι οποίοι παραδέχτηκαν ότι κατά την επίσκεψη του στο μέτωπο, ο αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος συζήτησε μεν την εκδοχή της συνθηκολόγησης. έκρινε όμως πως δεν μπορούσε να αναλάβει την πολιτική ευθύνη για κάτι τέτοιο.

Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. καταθέτοντας ως έφεδρος αξιωματικός που εκτελούσε χρέη συνδέσμου μεταξύ του Γενικού Επιτελείου και του μετώπου κατά τις τελευταίες ημέρες των μαχών του Απριλίου 1941. δεν διέψευσε αυτή την πληροφορία.

Από την άλλη, στην προσπάθειά του να αποσείσει την κατηγορία ότι είχε συνειδητά ταχθεί υπέρ του Αξονα, ο Ράλλης επέλεξε να προβάλει την κοινή μήτρα και τους δεσμούς του με τις προπολεμικές πολιτικές ελίτ της χώρας. Και δεν δυσκολεύτηκε να το κάνει: ο Θεμιστοκλής Τσάτσος. πρώτος μάρτυρας κατηγορίας που εξετάστηκε, επιβεβαίωσε ότι ο ηγέτης των φιλελευθέρων Σοφούλης είχε προβεί σε επίσημο διάβημα προς τον Ράλλη την άνοιξη του 1943 -τον καιρό ακριβώς που συγκροτούνταν τα Τάγματα Ασφαλείας-, αιτούμενος την επαναπρόσληψη στον στρατό των αξιωματικών που είχαν απαλλαγεί το 1935.

Η υποστήριξη που δεχόταν η υπεράσπιση του Ράλλη έλαβε, μάλιστα, απροσδόκητες διαστάσεις. Απαντώντας στις ερωτήσεις του προέδρου του δικαστηρίου, ο Τσάτσος δεν αρκέστηκε να επιβεβαιώσει ότι «η υποχρέωσις της αντιστάσεως δεν έληξεν με το έπος της Αλβανίας», αλλά προσέθεσε επιπλέον ότι «ουδεμία σχέσις υπήρξε μεταξύ των Ελληνικών Κυβερνήσεων και της Κυβερνήσεως των Κουίσλινγκ, διότι η τελευταία ενεργώς και στρατιωτικός μετέσχεν εις τον αγώνα της  Γερμανίας».
Μάλιστα, υπογράμμισε ότι σε μια ιδιωτική τους συνάντηση ο Ράλλης του είχε εκμυστηρευθεί ότι «περνάει ζωήν αληθώς μαρτυρικήν και εξέφρασεν την πεποίθησιν περί της αισίας εκβάσεως του συμμαχικού αγώνος». Έπειτα από αυτό, ο I. Ράλλης ευχαρίστησε τον μάρτυρα, επειδή του υπενθύμισε μια συζήτηση που ο ίδιος την είχε στο μεταξύ λησμονήσει.7

Για το μετά δεκεμβριανό καθεστώς, τέτοιες συζητήσεις ήταν πιθανό να θίξουν την τιμή του έθνους στα μάτια της διεθνούς κοινότητας, αλλά και να πλήξουν το κύρος της κυβέρνησης και του κράτους έναντι του εσωτερικού εχθρού. Τη στιγμή που οι εφημερίδες του ΕΑΜ επέχαιραν ανοιχτά για τη «χρεωκοπία» των παραδοσιακών ελίτ, στην αίθουσα του δικαστηρίου και στον καθεστωτικό Τύπο αφθονούσαν οι αμοιβαίες προειδοποιήσεις για τα ζητήματα που δεν πρέπει να θίγονται.8 

Ακόμα και ο υπουργός Δικαιοσύνης, που ως εκείνη τη στιγμή είχε δεσμευτεί να μην επέμβει στη δίκη για να προστατεύσει την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, παρενέβη τελικά, συνιστώντας προσοχή σε ό.τι αφορούσε τα κρατικά μυστικά, και προειδοποιώντας για το ενδεχόμενο να ληφθούν νομοθετικά μέτρα.9 

Αλλά και πολλοί από όσους είχαν ταχθεί υπέρ της διεξαγωγής της δίκης και της ανάγκης να καταδικαστούν α κατοχικές κυβερνήσεις άρχισαν να ζητούν να γίνει διάκριση μεταξύ των ερωτήσεων σχετικά με τη συνθηκολόγηση και εκείνων που αφορούσαν τη συγκρότηση των κατοχικών κυβερνήσεων, προκειμένου να προστατευθούν τα κρατικά μυστικά.

Ήταν φανερό ότι η αποκάλυψη του ομφάλιου λώρου ο οποίος συνέδεε τις διαφορετικές μερίδες των προπολεμικών ελίτ, που είχαν βρεθεί σε αντίπαλα στρατόπεδα κατά την Κατοχή, προκαλούσε αμηχανία και δυσαρέσκεια.

Στο μεταξύ, και ενώ. όπως είδαμε, είχαν ληφθεί όλα τα απαραίτητα μέτρα για να αποφευχθούν τυχόν διακοπές της δίκης, επιβλήθηκε μια τριήμερη παύση, με αφορμή την ξαφνική ασθένεια ενός ενόρκου.

Καθώς, από νομική άποψη η κατηγορία της «εκ προθέσεως» προδοσίας ήταν αρκετά εύθραυστη, ο επαναπροσανατολισμός των θεματικών στις οποίες κινούνταν η εξέταση των μαρτύρων έμοιαζε πλέον αναπόφευκτος.
Ο χαρακτηρισμός του δοσιλογισμού ως «τυπικού» εγκλήματος κατηύθυνε τις μαρτυρικές καταθέσεις, κυρίως γύρω από το δεύτερο βασικό ερώτημα που τέθηκε στους μάρτυρες: Ανεξάρτητα από τις προθέσεις τους, οι κατοχικές κυβερνήσεις έβλαψαν ή όχι, αντικειμενικά, τον εθνικό και συμμαχικό αγώνα; Και, αντιστρόφως: συνεισέφεραν στην πολεμική προσπάθεια του εχθρού και αν ναι, κατά πόσον;

Παραπομπές

1.  Βλ. Ριζοσπάστης της 1ης Μαρτίου 1945 για τους Μ Μονέδα και Δ. Αυγέρη, οι οποίοι είχαν ήδη καταδικαστεί από έκτακτο στρατοδικεία σε συνοπτική δίκη, στις αρχές Φεβρουαρίου. θα δικάζονταν ξανά από την τακτική δικαιοσύνη.
2. Πρβλ. τον κατάλογο των μαρτύρων. Ελευθερία. 28 Φεβρουάριου 1945.
3.0 Μιχάλης Κύρκος. δημοσιογράφος, πρώην υπουργός και βουλευτής. κατά τον μεσοπόλεμο, με το Κόμμα Φιλελευθέρων και το Λαϊκό Κόμμα, είχε διατελέσει. την περίοδο 1926-1927 υπουργός της κυβέρνησης Ζαΐμη. Μαζί με τον εκπρόσωπο της Ένωσης Αναπήρων Πολέμου 1940-1941. ήταν οι μόνοι μη αντικομμουνιστές μάρτυρες στη δίκη.
4. Κατάθεση Α.Ταμπακόπουλου, Ελευθερία. 2 Μαρτίου 1945.
5. Ελευθερία, Εμπρός. Εθνος, 2 και 3 Μαρτίου 1945.
6. Η πρώιμη εμπλοκή απόστρατων βενιζελικών αξιωματικών στη συγκρότηση των Ταγμάτων Ασφαλείας αποτελεί σήμερα δεδομένο για την ιστορική έρευνα. Βλ.. π.χ, την αναφορά του Μ. Λύτρα στη βρετανική έκθεση (PIC Paper)του 1944.ΔΙΣ/ΑΕΑ. τ.8.σ. 157-160. Πρβλ. Τ. Κωστόπουλος.  Αυτολογοκριμένη μνήμη..
7. Εμπρός, 1 Μαρτίου 1945.
8. « Κάποιες πλευρές όλων αυτών αποτελούν κρατικά μυστικά, δεν ημπορούμε να τα συζητούμε δημοσία», πρβλ. Ελευθερία. 2 Μαρτίου 1945.
9. «Διά την μνήμην του Αλβανικού έπους (-.] μία λογική καταμερισμού των ευθυνών μεταξύ των πολιτικών και των στρατιωτικών αρχηγών είναι παγίδα πονηρά. Δεν έχομεν τίποτε να κρύψωμεν και διά τον λόγον αυτόν ημπορεί να γίνει Στρατοδικείον. Το Ειδικόν Δικαστήριον των Δοσιλόγων φως οφείλει να εστιάσει και να αποδώσει τας πολιτικάς ευθύνας της περιόδου της Κατοχής» (εκδοτικό σημείωμα της Ελευθερίας. 6 Μαρτίου 1945).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου