Λίγα ζητήματα έχουν απασχολήσει τον δημόσιο βίο της χώρας τα τελευταία περίπου 30 χρόνια με την ένταση και το πάθος με τα οποία αντιμετωπίστηκε, τόσο από την πολιτική ηγεσία όσο και από την ελληνική κοινωνία, το μακεδονικό ζήτημα.
Η πολιτική αντιπαράθεση που ξέσπασε το 1992 μεταξύ της Ελλάδας και της πρώην «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» γύρω από την επίσημη ονομασία της δεύτερης, ως ανεξάρτητου πλέον κράτους μετά τη διάλυση της πάλαι ποτέ ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, αλλά και οι εντυπωσιακές σε όγκο κινητοποιήσεις που τη συνόδευσαν προσδιόρισαν σε μεγάλο βαθμό τη φυσιογνωμία της σύγχρονης εθνικής ιδεολογίας.
Ο ελληνικός εθνικισμός κατά τον 20ό αιώνα δεν υπήρξε σταθερός, αναλλοίωτος και ενιαίος στη μορφή του, αλλά γνώρισε τις μεταμορφώσεις που υπαγόρευσαν οι κρίσιμες ιστορικές καμπές στη διάρκειά του τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο. Από τον επιθετικό βενιζελικό μεγαλοϊδεατισμό και τις πολεμικές περιπέτειες των δυο πρώτων δεκαετιών, στην εθνικοφροσύνη και στον αντικομμουνισμό του μεσοπολέμου -ιδίως μετά το 1936- (που είδε στην άνοδο του εργατικού κινήματος και του κομμουνισμού τον απόλυτο κίνδυνο εθνικής μειοδοσίας), στη μεταπολεμική εθνικοφροσύνη των διώξεων, των απαγορεύσεων και του παρακράτους της δεκαετίας του 1950 με την κορύφωσή της την επταετία 1967-74, μέχρι τη σύγχρονη εκδοχή του, υπό την επίδραση κυρίως του κυπριακού και του μακεδονικού ζητήματος.
Παρότι οι εντάσεις δεν ήταν ίδιες σε αυτές τις στιγμές και το ιστορικό πλαίσιο επίσης διέφερε, οι από τα πάνω εκπορευόμενες πολιτικές έβρισκαν ισχυρά ερείσματα στην ελληνική κοινωνία ακόμη και σε στρώματα που δεν τοποθετούνταν στα δεξιά του πολιτικού φάσματος.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές του 1990 με την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», πέρα από την εμφάνιση νέων κρατών στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη όπως και στα Βαλκάνια, εμπεδωνόταν η αντίληψη ότι η πολιτική, η οικονομία, η τεχνολογία, η επικοινωνία, η γνώση κ.λπ. αυτονομούνταν σε βαθμό που ξεπερνούσαν κατά πολύ τον περιορισμό τους στο ασφυκτικό πλαίσιο των εθνών - κρατών. Η τάση αυτή, το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης δηλαδή, αν και πράγματι έδινε την εντύπωση ότι για τον δυτικό κόσμο αναδείκνυε την αναδίπλωση σε ευρύτερες πολιτισμικές ταυτότητες πέραν των εθνικών, δεν θα μπορούσε να προσεγγιστεί ανεξάρτητα από την ορμή των νέων εθνικών ταυτοτήτων που αναπτύχθηκαν στα νέα κράτη, αλλά και από τον φόβο ότι στα υπόλοιπα η εθνική ταυτότητα κινδυνεύει.
Περίοδος του «αποκλειστικού μακεδονισμού»
Αυτές οι αλλαγές στις ισορροπίες δεν αφορούσαν αποκλειστικά το εσωτερικό τους αλλά επηρέαζαν και τις σχέσεις τους με τις γειτονικές τους χώρες. Σε αυτό το πλαίσιο εγγράφεται και η σύγκρουση της Ελλάδας με τη σημερινή Βόρεια Μακεδονία, όπου η αναδυόμενη εθνική μακεδονική ταυτότητα της δεύτερης προσέκρουσε στη βαθιά ριζωμένη ελληνική πεποίθηση περί ελληνικότητας της Μακεδονίας και αποκλειστικής χρήσης του μακεδονικού προσδιορισμού.
Η αδιαλλαξία των δύο πλευρών οδήγησε σε μακρά διπλωματική κρίση με διεθνή εμπλοκή και επιμέρους συμβιβαστικές αλλά όχι οριστικές διευθετήσεις, μέχρι την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών μεταξύ των δύο κρατών τον Ιούνιο του 2018, με την οποία αναγνωρίστηκε επίσημα η Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου όμως και με αφορμή το μακεδονικό -και με μικρότερη ένταση το κυπριακό- αναδύθηκε μια μορφή εθνικοφροσύνης στη διαμόρφωση της οποίας πρωταγωνίστησαν μεν οι ελληνικές κυβερνήσεις, η ελληνική Δεξιά, η οργανωμένη και ανοργάνωτη ακροδεξιά και η εκκλησία, αλλά ταυτόχρονα βρήκε μεγάλη λαϊκή απήχηση πέραν των παραδοσιακών συντηρητικών δυνάμεων.
Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας υπήρξε διαδικασία που ξεκίνησε το 1990 με πολλές περιοχές τού άλλοτε ομόσπονδου κράτους να κηρύσσουν διαδοχικά την ανεξαρτησία τους. Η ανεξαρτησία της «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» (με αυτή την ονομασία εντάχτηκε ως μία από τις έξι συστατικές χώρες της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας το 1944. Στην Ελλάδα μετά το 1991 η χώρα αποκαλούνταν κράτος των Σκοπιών) κηρύχθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου του 1991, μετά το δημοψήφισμα που διεξάχθηκε στις 8 του ίδιου μήνα. Τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος ανέλαβε η κυβέρνηση του Κίρο Γκλιγκόροφ που είχε προκύψει από τις πρώτες πολύ- κομματικές εκλογές στη χώρα λίγους μήνες νωρίτερα (23/12/1990). Η τότε ελληνική κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη αντέδρασε ξεκαθαρίζοντας ότι «η Ελλάδα δεν είναι διατεθειμένη να αναγνωρίσει κράτος ανεξάρτητο που θα φέρει το ιστορικό ελληνικό όνομα της Μακεδονίας».
Τον Δεκέμβριο του 1991 το υπουργικό συμβούλιο συνεδρίασε με θέμα τη διαχείριση του μακεδονικού καθότι επρόκειτο να το θέσει ενώπιον του Συμβουλίου των υπουργών Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας που θα διεξαγόταν τον ίδιο μήνα, καταλήγοντας σε τρεις αποφάσεις που θα έθετε ως όρους: α) Να αλλάξουν τα Σκόπια την ονομασία «Μακεδονία», β) Να αναγνωρίσουν ότι δεν έχουν βλέψεις ή διεκδικήσεις εις βάρος της χώρας μας. γ) Να αναγνωρίσουν ότι δεν υπάρχει στην Ελλάδα «μακεδονική» μειονότητα. Πράγματι, το Συμβούλιο αποδέχτηκε τις ελληνικές εισηγήσεις διαμηνύοντας στη νεοσύστατη δημοκρατία ότι αν επιθυμούσε την αναγνώρισή της, όφειλε «να δεσμευτεί ότι θα υιοθετήσει συνταγματικές και πολιτικές εγγυήσεις, ότι δεν έχει εδαφικές διεκδικήσεις απέναντι σε γειτονικό κράτος-μέλος της Κοινότητας και ότι δεν θα μετέρχεται εχθρικής προπαγάνδας εναντίον γειτονικού κράτους-μέλους της Κοινότητας, περιλαμβανομένης και της χρήσης ονομασίας η οποία υποδηλώνει εδαφικές διεκδικήσεις».
Αν και η στάση της Ευρώπης ερμηνεύτηκε ως επιτυχία από την κυβέρνηση, σύντομα ξέσπασε μια εσωτερική αντιπαράθεση όταν το ΠΑΣΟΚ, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, την κατηγόρησε ότι έδειξε υποχωρητική στάση καθώς δεν έθεσε ως όρο ότι στην ονομασία του νέου κράτους δεν θα έπρεπε να περιλαμβάνεται όχι μόνο η λέξη Μακεδονία αλλά και τα παράγωγά της ή λοιποί προσδιορισμοί της (π.χ. Μακεδονικός-ή-ό, Ανω Μακεδονία, Βόρεια Μακεδονία, Μακεδονία του Βαρδάρη κ.λπ.). Ο υπουργός Εξωτερικών Αντώνης Σαμαράς αντέτεινε ότι απέναντι σε αυτό το ενδεχόμενο η ελληνική πλευρά διατηρούσε το δικαίωμα άσκησης βέτο.
Πρεμιέρα συλλαλητηρίων, Θεσσαλονίκη 1992
Από τη στιγμή αυτή το μακεδονικό ζήτημα πέρα από τη διεθνή του διάσταση αποκτά και χαρακτήρα εσωτερικού προβλήματος. Σε αυτό το πολιτικό κλίμα και υπό την επίδραση του εθνικιστικού λόγου που ανέπτυξαν για το ζήτημα τα ΜΜΕ θα οργανωθεί και το πρώτο μεγάλο συλλαλητήριο στη Θεσσαλονίκη, στις 14 Φεβρουάριου 1992.
Το συλλαλητήριο είχε προετοιμαστεί τους προηγούμενους μήνες από μια αντιπροσωπευτική επιτροπή πολιτών γνωστή ως «Μακεδονική Επιτροπή», χωρίς την παρεμβολή κομμάτων ή κομματικών αντιπαραθέσεων, στην οποία όμως μετείχαν επιφανείς πολίτες της Θεσσαλονίκης, όπως ο δήμαρχος της πόλης Ντίνος Κοσμόπουλος, ο επιχειρηματίας και πρόεδρος της ΔΕΘ Αλέξανδρος Μπακατσέλος, οι πρυτάνεις των πανεπιστημίων και μεμονωμένα στελέχη κομμάτων που εκλέγονταν στη Μακεδονία ανάμεσά τους κι ο Στέλιος Νέστωρ του Συνασπισμού (υπήρξε υποψήφιος για τον δήμο της πόλης το 1986). Κεντρικό πρόσωπο όμως σε αυτή την επιτροπή -και συντάκτης της διακήρυξης που καλούσε τον κόσμο στο συλλαλητήριο- ήταν ο δημοσιογράφος και δικηγόρος Νικόλαος Μέρτζος, προσωπικός σύμβουλος εκείνα τα χρόνια του Κων. Μητσοτάκη. Γνωστός για τις εθνικιστικές του απόψεις, ο Μέρτζος ήταν συγγραφέας του βιβλίου «Εμείς οι Μακεδόνες» και ο πρωταγωνιστικός του ρόλος υποδήλωνε, σύμφωνα με πολλούς, ότι η συγκέντρωση είχε την καθοδήγηση και την έγκριση του υπουργού Εξωτερικών Αντώνη Σαμαρά.
Θεωρήθηκε ένα από τα μεγαλύτερα και πιο μαζικά συλλαλητήρια που πραγματοποιήθηκαν ποτέ στη χώρα, με κάποιους υπολογισμούς να θέλουν τον αριθμό των συγκεντρωμένων να πλησιάζει το 1.000.000. Δεν θα ήταν υπερβολή αν μιλούσε κανείς για αποτύπωση μιας σπάνιας στιγμής εθνικιστικής έξαρσης, με ανθρώπους όλων των ηλικιών (ανάμεσα στους διαδηλωτές βρίσκονταν πολλοί μαθητές και φοιτητές) να φωνάζουν τα συνθήματα «Η Μακεδονία είναι ελληνική».
«Σκοπιανοί, μολών λαβέ», «Κάτω οι πλαστογράφοι της Ιστορίας» κά., τον δήμαρχο Κοσμόπουλο και τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα να εκφωνούν τις κεντρικές ομιλίες καλώντας τον Αντώνη Σαμαρά να μη δεχτεί την αναγνώριση του κράτους. των Σκοπιών με όνομα ή ονομασία που θα περιλαμβάνει τη λέξη «Μακεδονία», ανακατεύοντας τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Βουκεφάλα, τον Αριστοτέλη, τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο, τον Αγιο Δημήτριο και το Βυζάντιο σε μια ενιαία ιστορική αφήγηση γύρω από την ελληνικότητα της περιοχής και τονίζοντας ότι «η Μακεδονία ήταν, είναι και θα είναι ελληνική». Μπάντες παιάνιζαν εμβατήρια και παραδοσιακά τραγούδια, νέοι και νέες με παραδοσιακές μακεδονικές ενδυμασίες χόρευαν, πρόσκοποι, σύνδεσμοι απόστρατων, κόσμος στα μπαλκόνια χειροκροτούσε το πλήθος, ενώ ακόμη και στη θάλασσα βάρκες, καΐκια και ιστιοπλοϊκά σκάφη χαιρέτιζαν τη συγκέντρωση με κόρνες και όσοι είχαν επιβιβαστεί σε αυτά φορούσαν πορτοκαλί γιλέκα και άναβαν βεγγαλικά.
Επιμένει το ΚΚΕ για «εθνικιστικό φανατισμό»
ΝΕΑ ΕΠΙΘΕΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑ ΤΟΣ ΣΕ ΣΧΟΛΙΟ ΤΟΥ
To KKE, το μοναδικό κόμμα που δεν συμμετείχε στο εθνικό συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης. κλιμάκωσε την επιθετική του στάση μιλώντας για -επικίνδυνο εθνικιστικό φανατισμό· και για -εθνικιστική ψύχωση- Η νέα διαφοροποίηση έγινε με χθεσινό σχόλιο του Γραφείου Τύπου του ΚΚΕ που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το κόμμα... -επιβεβαιώθηκε- αφού οι ομιλίες δεν απηχούσαν «γνήσια πατριωτικά αισθήματα». Στο σχόλιο ανάμεσα στα άλλα αναφέρεται:
-Το συγκεκριμένο συλλαλητήριο επιβεβαιώνει τη θέση του ΚΚΕ ότι δεν είχε ούτε στόχο -πράγμα όχι τυχαίο πολύ περισσότερο που με ευθύνη των οργανωτών δεν μπόρεσε να υπάρξει το κατάλληλο πλαίσιο πάλης για τη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας και την αποτροπή πολεμικής εμπλοκής της χώρας.
*Οι βασικές ομιλίες στο συλλαλητήριο, οι διακηρύξεις της επιτροπής, αλλά και οι σωροί έντυπου υλικού διαφόρων παρακρατικών, εθνικιστικών οργανώσεων τις τελευταίες μέρες, δεν απηχούν τα γνήσια πατριωτικά αισθήματα για ειρήνη, φιλία και συνεργασία ανάμεσα στους λαούς.
-Ο επικίνδυνος εθνικιστικός φανατισμός δεν έγινε δυνατό να αποκρυβεί πίσω από τις ράφιναριομένες εκφράσεις που ακούστηκαν από τους δύο ομιλητές. Οι απόψεις που ακούστηκαν και από τα μεγάφωνα για β. Ηπειρο, Κορυτσά. Μοναστήριο. Αν Ρωμυλία. Κωνσταντινούπολη και τόσα άλλα, καλλιεργούν μόνο την εθνικιστική ψύχωση και δεν εξυπηρετούν φυσικά τα συμφέροντα του ελληνικού λαού και της χώρας.
• Από το Γραφείο Τύπου της Νέας Δημοκρατίας εκδόθηκε η παρακάτω ανακοίνωση -Τα υπολείμματα του ΚΚΕ είχαν σήμερα την ευκαιρία να εξιλεωθούν για ένα θλιβερό παρελθόν για το οποίο ακόμη και ο Ζαχαριάδης μετανόησε πριν τερματίσει το βίο του. Δεν το έπραξαν. Αντί τούτου επροτίμησαν και πάλι την απομόνωση της αποχής.
Αλλα και μετά το πανεθνικό και πραγματικά ιστορικό συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, αντί να πουν, τουλάχιστον, ότι διαψεύσθηκαν οι φόβοι- τους οποίους είχαν προβάλει, επιμένουν με πείσμα στους ακατανόητους για κάθε Ελληνα ισχυρισμούς τους.
Δυστυχώς, είναι αδιόρθωτοι. Οριστικά και αμετάκλητα·.
Η πίεση μεταφέρεται στις συσκέψεις πολιτικών αρχηγών
Πέρα από τον όγκο του, το στοιχείο που προσέδωσε στο συλλαλητήριο μεγάλη βαρύτητα ήταν ότι δεν καταγράφηκαν κομματικές αντιπαραθέσεις και φάνηκε να κυριαρχεί μια εθνική ομοψυχία που τις υπερέβαινε. Για τη χάραξη της πολιτικής που θα ακολουθούνταν πραγματοποιήθηκαν το επόμενο διάστημα δύο συσκέψεις πολιτικών αρχηγών, στις 18 Φεβρουάριου η πρώτη και τις 13 Απριλίου η δεύτερη. Σε αυτήν έγινε φανερή η αντίθεση του Κων. Μητσοτάκη στις θέσεις του Αντ. Σαμαρά, που οδήγησε εντέλει στην αποπομπή του από την κυβέρνηση, όμως εκτός από το ΚΚΕ, που διαφώνησε συνολικά για τον τρόπο αντιμετώπισης του ζητήματος, ο Ανδρέας Παπανδρέου συντάχθηκε με τη σκληρή στάση έναντι των Σκοπιών ενώ η Μαρία Δαμανάκη. τότε πρόεδρος του Συνασπισμού, επέκρινε τον κ. Σαμαρά για λανθασμένους χειρισμούς χωρίς όμως να διαφωνεί με την ουσία των θέσεών του.
Εχει επισημανθεί μάλιστα από πολλές πλευρές ότι ο Κων. Μητσοτάκης κατέληξε στην υιοθέτηση της μαξιμαλιστικής πολιτικής στο μακεδονικό (απόρριψη της λέξης Μακεδονία και των παραγώγων της), παρότι δεν ήταν θιασώτης της, εξαιτίας της πίεσης που άσκησαν τα τόσο μαζικά συλλαλητήρια του 1992.
Το δεύτερο μεγάλο συλλαλητήριο εκείνου του έτους πραγματοποιήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου στην Αθήνα, στο Πεδίον του Αρεως. Η κινητοποίηση ήταν και σ’ αυτό τεράστια. Ελληνες από όλες τις περιοχές της χώρας, κυρίως από την Πελοπόννησο και τα νησιά, αλλά και από την ανατολική και τη βόρεια Ελλάδα, συνέρρευσαν στην πρωτεύουσα. Εκεί συναντήθηκαν με τους Αθηναίους διαδηλωτές, με πολλές από τις εφημερίδες της εποχής να κάνουν λόγο για συνολικά περισσότερα από 1.500.000άτομα.
Και σε αυτό, όπως και στο αντίστοιχο της Θεσσαλονίκης, πρωταγωνίστησαν τα συνθήματα «Η Μακεδονία είναι ελληνική», «Η Μακεδονία είναι Ελλάδα». «Κάτω τα χέρια απ’ τη Μακεδονία», «Μακεδονία 3.000 χρόνια» κ.ά.
Μία από τις πιο ανησυχητικές όψεις του αθηναϊκού συλλαλητηρίου ήταν το γεγονός ότι δίπλα στο πλήθος έκανε την πρώτη της δημόσια εμφάνιση η ναζιστική οργάνωση Χρυσή Αυγή ξεκινώντας τη βίαιη δράση της. Μέλη της οργάνωσης με άρβυλα, στρατιωτικά ρούχα, πέτσινα μπουφάν, κοντό μαλλί, σβάστικες και κρατώντας μαχαίρια και ρόπαλα έκαναν επιθέσεις για να διαλύσουν καταλήψεις εγκαταλειμμένων σπιτιών, πέταγαν δακρυγόνα και έσπαγαν τζάμια. Είναι αυτή ακριβώς η χρονική στιγμή που ο ηγέτης της X Α Νίκος Μιχαλολιάκος έκρινε κατάλληλη για να εμφανιστεί η οργάνωση με τη μορφή πολιτικού κόμματος. Οπως ο ίδιος δήλωνε: «Στη Θεσσαλονίκη. την Αθήνα, σε όλες τις πόλεις της Ελλάδος αλλά και της ομογένειας γίνονται συλλαλητήρια γεμάτα εθνικό πάθος. Η Χρυσή Αυγή συμμετέχει σε αυτά και συσπειρώνει γύρω της χιλιάδες Ελληνες πατριώτες».
Πού οφειλόταν η μαζικότητα των συλλαλητηρίων
Πραγματικά, η μαζικότητα και λαϊκή απήχηση των συλλαλητηρίων του 1992 ήταν εντυπωσιακή. Τις ίδιες μέρες μάλιστα αντίστοιχες κινητοποιήσεις και εκδηλώσεις οργανώθηκαν και από την ελληνική ομογένεια σε περιοχές των ΗΠΑ και της Αυστραλίας. Ενα έθνος σε εθνικιστικό ντελίριο, με ελάχιστες κριτικές φωνές, που νιώθει ότι του κλέβουν την ιστορία, ότι απειλούν την εθνική του ταυτότητα, ότι απεργάζονται τον αφανισμό του.
Πώς μπορεί να ερμηνευτεί όμως αυτή η μαζικότητα; Η απάντηση είναι σύνθετη και σίγουρα όχι μονοσήμαντη. Σε διεθνές πλαίσιο, η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων σηματοδότησε το τέλος της διπολικής περιόδου του Ψυχρού Πολέμου. Προκλήθηκαν εδαφικές ανακατατάξεις, δημιουργήθηκαν μεταναστευτικά ρεύματα και σκληροί εθνικοί ανταγωνισμοί στα Βαλκάνια, με αποκορύφωμα τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Από το 1990 άρχισαν να καταφτάνουν στην Ελλάδα Αλβανοί και ομογενείς από τη Ρωσία μετανάστες προς αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής, που όμως δεν έγιναν δεκτοί στη χώρα με ιδιαίτερα φιλικές διαθέσεις.
Το στερεότυπο του ξένου που διεκδικεί την πρόσβαση σε στοιχειώδη κατά τ’ άλλα δικαιώματα αξιοπρεπούς διαβίωσης ενεργοποίησε ξενοφοβικά - ρατσιστικά ένστικτα σε μεγάλη μερίδα Ελλήνων. Πολλοί ένιωσαν ισχυρό αίσθημα ανασφάλειας που συνδεόταν με την άνοδο των εθνικισμών στα Βαλκάνια, αλλά και -πιο έμμεσα- με την αναταραχή στη Μέση Ανατολή. Την ίδια στιγμή στο εσωτερικό της χώρας κυριαρχούσε η σκανδαλολογία, με την υπόθεση Κοσκωτά να απασχολεί έντονα τη δημόσια ζωή και τα φαινόμενα διαφθοράς να πλήττουν την αξιοπιστία της πολιτικής τάξης εν γένει.
Συντηρητικοποϊηση, αποπολιτικοποίηση
Η σύγκλιση Αριστερός - Δεξιάς στο πλαίσιο της οικουμενικής κυβέρνησης θόλωσε τις ιδεολογικές διαφορές και συνέβαλε σε μια διαδικασία σταδιακής αποπολιτικοποίησης με κύρια χαρακτηριστικά την απαξίωση και την απογοήτευση. Φαίνεται ότι αυτοί οι παράγοντες συνδυαστικά επέδρασαν με τρόπο που ευνόησε τη συσπείρωση γύρω από τη συλλογική ταυτότητα του έθνους.
Αυτή η συντηρητική αναδίπλωση δεν είχε μόνο αμυντικό χαρακτήρα αλλά για κάποιους εθνικιστικούς κύκλους της χώρας θα μπορούσε να εκφραστεί και επιθετικά, κυρίως με τη μορφή οικονομικής διείσδυσης σε κάποια γειτονική χώρα. Η θέση αυτή σχετιζόταν με το κλίμα οικονομικής ανάπτυξης και βελτίωσης στο εισόδημα και το βιοτικό επίπεδο, που καθιστούσε την Ελλάδα σημαντική δύναμη στον χώρο των Βαλκανίων. Και ήταν ακριβώς αυτοί οι εθνικιστικοί κύκλοι που πρωταγωνίστησαν στην οργάνωση των συλλαλητηρίων, εξέδιδαν ανακοινώσεις και ψηφίσματα υπό την ανοχή του ΥΠΕΞ και της κυβέρνησης.
Σε όλα αυτά χρειάζεται να προστεθεί ο καθοριστικός ρόλος των ΜΜΕ, έντυπων και ηλεκτρονικών, που στη συντριπτική τους πλειονότητα το διάστημα 1992-94 ακολούθησαν και ενίσχυσαν την επίσημη επιχειρηματολογία της εποχής και την εθνική προπαγάνδα για το μακεδονικό. Αντιμετώπισαν το ζήτημα με πληθώρα στερεοτύπων, δίνοντας χώρο σε αμφίβολης κατάρτισης αναλυτές και αναπαράγοντας τις ιστορικές ανακρίβειες περί ελληνικότητας και μοναδικότητας της Μακεδονίας. Εξαίρεση αποτέλεσαν ορισμένα δημοσιεύματα σε κάποια έντυπα, κυρίως της Αριστεράς, όπως στις εφημερίδες «Εποχή», «Αυγή» και «Ελευθεροτυπία» (κυρίως η στήλη του «Ιού»), καθώς και στα περιοδικά «Ο Πολίτης» και «Σύγχρονα Θέματα», που τόνιζαν την ανάγκη να εξεταστεί κριτικά το αμιγώς εθνικισπκό πλαίσιο εντός του οποίου διεξαγόταν η δημόσια συζήτηση στη χώρα
Η σύγχρονη εθνικοφροσύνη και η Συμφωνία των Πρεσπών
Μετά τα γεγονότα του 1992 και την άτεγκτη στάση της ελληνικής πλευράς γύρω από την ονομασία του νέου κράτους δεν προέκυψε λύση.
Τον Οκτώβριο του 1993 το ΠΑΣΟΚ επανήλθε στην εξουσία και ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου συνέχισε τη σκληρή πολιτική της Ελλάδας. Εκείνος ήταν άλλωστε που στο συμβούλιο πολιτικών αρχηγών του Απριλίου 1992 είχε πιέσει και τελικά πείσει τον Κων. Μητσοτάκη και τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Κων. Καραμανλή να αποδεχτούν τη μαξιμαλιστική πολιτική στο μακεδονικό.
Τον Απρίλιο του 1993 το νέο κράτος αναγνωρίστηκε στα Ηνωμένη Εθνη με την προσωρινή ονομασία Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ/FYROM), χωρίς το δικαίωμα ανάρτησης σημαίας ενώ τον Φεβρουάριο του 1994 η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε τον οικονομικό αποκλεισμό (εμπάργκο) της ΠΓΔΜ και τη διακοπή λειτουργίας του γενικού προξενείου της Ελλάδας στα Σκόπια, ως μέσο πίεσης για την αποδοχή των ελληνικών όρων.
Τον Σεπτέμβριο του επόμενου έτους υπογράφηκε η Ενδιάμεση Συμφωνία, η οποία προέβλεπε την υποχρέωση από την Ελλάδα να αναγνωρίσει τα Σκόπια με την προσωρινή ονομασία Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας μέχρι τα δυο κράτη να έρθουν σε οριστική Συμφωνία στο θέμα του ονόματος. Στο μεταξύ όλο και περισσότερες χώρες αναγνώριζαν την ΠΓΔΜ με το συνταγματικό της όνομα, δηλαδή Δημοκρατία της Μακεδονίας, κάτι που έπραξαν και οι ΗΠΑ το 2004.
Είναι η εποχή που το μακεδονικό μπαίνει σε νέα φάση ενόψει των συζητήσεων για την ένταξη της ΠΓΔΜ στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ. Ούτε όμως κατά τη δεκαετία του 2000 δόθηκε οριστική λύση. Η κυβέρνηση του Κων. Καραμανλή το 2008 άσκησε βέτο στην ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ υποστηρίζοντας ότι δεν ήταν δυνατή από τη στιγμή που δεν είχε επιλυθεί το ζήτημα του ονόματος του νέου μέλους.
Από την ενδιάμεση στην τελική Συμφωνία των Πρεσπών
Οι προσδοκίες για εξεύρεση οριστικής λύσης μετατέθηκαν για τα τέλη του 2017 με αφορμή τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ τον Ιούλιο του 2018, καθώς η κυβέρνηση συνασπισμού κομμάτων της ΠΓΔΜ υπό τον Ζόραν Ζάεφ δήλωνε προδιάθεση προς την επίτευξη συμφωνίας με σύνθετη ονομασία που θα περιλάμβανε χρονικό ή γεωγραφικό προσδιορισμό.
Τις διαπραγματεύσεις από την ελληνική πλευρά ανέλαβε ο υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Κοτζιάς. Την έναρξη των συνομιλιών ωστόσο έμελλε να συνοδεύσει μια σειρά νέων συλλαλητηρίων τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2018 σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα με κύριο αίτημα την αντίθεση στη χρήση του όρου Μακεδονία στη νέα ονοματολογία
Για μια ακόμη φορά, με αρκετά διαφορετικούς όρους βέβαια απ’ ό,τι στις αρχές της δεκαετίας του 1990, εκδηλώθηκε μια άκρατη εθνικιστική μανία, που μοιραία έφερε στο μυαλό μνήμες από εκείνες τις μέρες. Βέβαια, στο μεσοδιάστημα η γνώση γύρω από τις διαφορετικές όψεις του μακεδονικού πολλαπλασιάστηκε, υπό την έννοια ότι αντιμετωπίστηκε, πέρα από το πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, ως ευρύτερο ζήτημα με διαστάσεις που αφορούν το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού μιας χώρας, την εμβριθή μελέτη του εθνικού/εθνικιστικού φαινομένου και την ανάλυσή του στα ιστορικά του συμφραζόμενα, τον τρόπο διαμόρφωσης ενός συλλογικού «εμείς», τη διαδικασία συγκρότησης της συλλογικής μνήμης, των ταυτοτήτων κ.ά., με στόχο πάντα την προσέγγιση από ανθρωπιστική σκοπιά και τη συνακόλουθη απομάκρυνση από την εθνικιστική. Και αυτός ήταν ο βασικός λόγος που πολλοί διαφοροποιήθηκαν αυτήν τη φορά.
Μικρή συμμετοχή, μεγάλη επικινδυνότητα
Στα συλλαλητήρια του 2018 η συμμετοχή ήταν πολύ μικρότερη σε σχέση με τα παλαιότερα, η γραφικότητα όμως αυξημένη και η παρουσία της οργανωμένης και ανοργάνωτης ακροδεξιάς σύσσωμη. Στη διοργάνωσή τους πρωτοστάτησαν παμμακεδονικές οργανώσεις, όμως έσπευσαν για πολιτική σπέκουλα πολλά στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, του κόμματος της ΝΔ (Αντ. Σαμαράς, Αδ. Γεωργιάδης, Μ. Βορίδης, Θ. Πλεύρης, Β. Κικίλιας, Κ. Κυρανάκης, Κ. Γκιουλέκας, Ελ Ράπτη κ.ά.), αλλά και κάποια από το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ (Εύα Καίλή, Ντ. Γιαννακοπούλου, Σ. Καρανικόλας) και των ΑΝΕΛ.
Συλλαλητήρια πραγματοποιήθηκαν και σε άλλες πόλεις όπως στη Δράμα την Καβάλα και στο Αίγιο, αλλά και σε πόλεις του εξωτερικού, στο Λονδίνο, στη Στουτγάρδη, τη Φρανκφούρτη και τη Μελβούρνη. Ο τελικός στόχος τους πάντως δεν ευοδώθηκε.
Στις 17 Ιουνίου 2018 υπογράφηκε η Συμφωνία των Πρεσπών μεταξύ Ελλάδας και Δήμοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας που καθιέρωνε επίσημα τη νέα ονομασία και καταργούσε τη συνταγματική ονομασία Δημοκρατία της Μακεδονίας και την προσωρινή ονομασία Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Αυτό που δεν κατάφεραν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις το πέτυχε τελικά μια αριστερή κυβέρνηση, δίνοντας έτσι τέλος σ’ αυτήν τη μακρά διπλωματική εμπλοκή που κατέληγε διαρκώς σε αδιέξοδο.
Σε κάθε περίπτωση όμως οι αντιδράσεις που παρατηρήθηκαν στη χώρα στο περιθώριο των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας, δηλαδή από τα τέλη του 2017 έως και το καλοκαίρι του 2018, φανέρωσαν τους ισχυρούς ελληνικούς εθνικιστικούς θύλακες και τη σημαντική επιρροή τους, αλλά και τη σημασία της συμμετοχής των «απλών πολιτών» σε αυτές.
Με άλλα λόγια, και αφήνοντας στην άκρη το ποιόν των οργανωτών των συλλαλητηρίων, την ηχηρή παρουσία της ακροδεξιάς, τους ναζί της Χρυσής Αυγής, μητροπολίτες και λοιπούς ιερωμένους, όπως και τον γραφικό μιλιταρισμό. τα στοιχεία που φάνηκε να συνενώνουν τους «απλούς συμμετέχοντες πατριώτες» με όλους αυτούς -και διαγράφει προφανώς όλα εκείνα που τους διαφοροποιούν- είναι η λαϊκιστική ρητορική και ο εθνικισμός τους. Το σύνθημα «Η Μακεδονία είναι ελληνική (ή μία και ελληνική)» αποτελεί τον κοινό τόπο τους, τον χώρο εντός του οποίου συγκροτείται και εξαπλώνεται μια αυτάρεσκη, αντιδραστική και επιθετική ταυτότητα που εξουδετερώνει τις ευγενείς προθέσεις της καλόπιστης και αυθόρμητης (;) κινητοποίησης. Η συμμετοχή τους ως επιτελεστική πράξη υποστασιοποιεί το σύγχρονο σημαινόμενο του εθνικισμού. Και είναι κεφαλαιώδους σήμα- σύγχρονο σημαινόμενο του εθνικισμού. Και είναι κεφαλαιώδους σημασίας να επισημανθεί ότι η στάση του αντιπολιτευόμενου στην κυβέρνηση Τύπου υποδαύλιζε και ενθάρρυνε αυτές τις τάσεις.
Πηγή: Του Αλέξανδρου Παναγόπουλου, Διδάκτορα στο τμήμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης στο ΕΚΠΑ- Hystory
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου