Οι Ελληνες, που είχαν πρόσφατες τις μνήμες από τον ξεριζωμό τους κατά την Τουρκοκρατία, υποδέχτηκαν με συμπόνια τους κατατρεγμένους Ευρωπαίους. Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Κανάρη όμως είχε ν’ αντιμετωπίσει τις ισχυρές πιέσεις των πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων, κυρίως της Αυστρίας και της Ρωσίας αλλά και του Βατικανού, να μη δώσει άσυλο στους πολιτικούς πρόσφυγες καθώς «είναι αντάρται κατά των φιλικών κυβερνήσεων».
Οι αστυνομικές επιχειρήσεις εναντίον προσφύγων στην «καρδιά» της Αθήνας έχουν τη δική τους ιστορία.
Η πρώτη επιχείρηση έγινε τον Φεβρουάριο του 1852, με στόχο την απομάκρυνση από τα σπίτια που διέμεναν και την απέλαση 30 Πολωνών πολιτικών προσφύγων, αγωνιστών κινημάτων ανεξαρτησίας.
Η κυβέρνηση Κριεζή, μια «αυλική» κυβέρνηση απόλυτα ελεγχόμενη από τον Οθωνα, προσπάθησε να δικαιολογήσει την πράξη της εμφανίζοντας αυτούς τους κατατρεγμένους ως υποκινητές αντιμοναρχικής επανάστασης!
Ομως ο λαός δεν πείστηκε, αντέδρασε έντονα και αποδοκίμασε τις κυβερνητικές αθλιότητες, διότι, όπως εύστοχα επισήμανε ένας βουλευτής, «απέναντι τοιαύτης πράξεως οι Ελληνες, οίτινες προ ολίγου έτι στερούμενοι και πατρίδος και αυτών των προς το ζην, κατέφευγον απανταχού της Ευρώπης, ευρίσκοντες τόσην περιποίησιν, (…) δικαίως λυπούνται βλέποντες αποδιωκομένους της γης της πατρίδος των εκείνους, οίτινες ως και αυτοί άλλοτε, εζήτησαν παρ’ ημίν άσυλον». 1
Από την πρώτη στιγμή κυρίως οι αντιπολιτευόμενες εφημερίδες έγραψαν ότι πίσω από τον διωγμό των Πολωνών αγωνιστών βρίσκονταν οι απαιτήσεις ξένων δυνάμεων, πρωτίστως της Ρωσίας, που είχε υπό την κατοχή της την Πολωνία, και της Αυστρίας.
Αργότερα όμως αποκαλύφθηκε και η προσπάθεια να επεκταθεί η σκευωρία και εναντίον του στρατηγού Ιωάννη Μακρυγιάννη, που ήταν «κόκκινο πανί» για το Παλάτι εξαιτίας του αγώνα του υπέρ του Συντάγματος.
Στην πραγματικότητα η ιστορία ξεκινάει τρία χρόνια νωρίτερα, το καλοκαίρι του 1849, όταν άρχισαν να καταφτάνουν στην ελεύθερη Ελλάδα πρόσφυγες από τα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα και πολιτικοί πρόσφυγες από την Ιταλία, την Ουγγαρία και την Πολωνία. Ολοι μετείχαν σε αντιμοναρχικά είτε απελευθερωτικά κινήματα.
Οι Πολωνοί ήταν εθελοντές στην Πολωνική Λεγεώνα, με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Αλεξάντερ Μίλμπιτς (Aleksander Milbitz) που εντάχθηκε στη δύναμη της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, στο πλευρό του Τζουζέπε Γκαριμπάλντι, στον πόλεμο για την ανεξαρτησία της Ιταλίας από την Αυστρία.
Μετά την ήττα του πρώτου πολέμου για την ιταλική ανεξαρτησία, τον Ιούνιο του 1849, όπως προκύπτει από μαρτυρίες Πολωνών προσφύγων, η καταφυγή στην Ελλάδα ήταν μονόδρομος, καθώς η χώρα τους ήταν υπό ρωσική κατοχή και οι ίδιοι κυνηγημένοι από την Αυστρία.
Αλληλεγγύη
«Η φτωχή ελληνική υποδοχή ήταν καταφύγιο σε μια εποχή που οπουδήποτε αλλού στην ηπειρωτική Ευρώπη υπήρχε αποκλεισμός» έγραφε το 1850 από την Αθήνα ένας Πολωνός πρόσφυγας. 2
Οι Ελληνες, που είχαν πρόσφατες τις μνήμες από τον ξεριζωμό τους κατά την Τουρκοκρατία, υποδέχτηκαν με συμπόνια τους κατατρεγμένους Ευρωπαίους.
Η κυβέρνηση του πυρπολητή Κωνσταντίνου Κανάρη φαίνεται να βρίσκεται σε αρμονία με το λαϊκό αίσθημα. Ομως από την άλλη έχει ν’ αντιμετωπίσει τις ισχυρές πιέσεις των πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων, κυρίως της Αυστρίας και της Ρωσίας αλλά και του Βατικανού, να μη δώσει άσυλο στους πολιτικούς πρόσφυγες καθώς «είναι αντάρται κατά των φιλικών κυβερνήσεων» (εφημερίδα «Η Ελπίς» φ. 8/8/1849).
Στις πιέσεις προς την κυβέρνηση προστίθενται και αυτές του Οθωνα, που, καθώς διόριζε και έπαυε υπουργούς κατά το δοκούν, έπαυσε τον υπουργό Εσωτερικών Δ. Χρηστίδη. 3
Σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής (εφ. «Η Ελπίς» 20/8/1849), αφορμή της παύσης του υπουργού ήταν εγκύκλιος προς τους νομάρχες και τον διευθυντή της Δημοτικής Αστυνομίας Αθηνών-Πειραιώς, στην οποία σημειώνεται ότι στους Ιταλούς πρόσφυγες που έφτασαν στην Πάτρα «η Ελλάς δεν ηδύνατο ν’ αρνηθή άσυλον».
Γι’ αυτό, όπως αναφέρεται, «διετάξαμεν τον Νομάρχην Αχαΐας και Ηλιδος να δεχθή και να τους κοινοποιήση ότι έχουσι την ελευθερίαν να απέλθωσιν, εις όποιον μέρος της Ελληνικής επικρατείας ευχαριστούνται, διά να επιδοθώσιν, εις το οποίον έκαστος, πριν λάβη τα όπλα, ενασχολείτο επιτήδευμα».
Καταλήγοντας δε καλούσε τους νομάρχες να δεχτούν κάθε πρόσφυγα που θα φτάσει στην περιοχή τους και να τους βοηθήσουν, ώστε να βρουν εργασία (εφ. «Αιών» φ. 27/7/1849).
Κάπως έτσι βρέθηκαν στην Αθήνα περίπου 160 Πολωνοί πρόσφυγες, μέλη της Πολωνικής Λεγεώνας, μαζί με τον στρατηγό Μίλμπιτς.
Αρχική επιδίωξη του Μίλμπιτς ήταν να φύγει σύντομα με τους άντρες του από την Ελλάδα, για να πάρουν μέρος στην επανάσταση των Ούγγρων κατά των Αυστριακών.
Αλλωστε όπως έγραφε στις 18 Ιουλίου 1850 ένας από τους πρόσφυγες, ο Μιχαήλ Μπορούτσκι (Michał Borucki) στον μεγάλο Πολωνό ποιητή Ανταμ Μιτσκιέβιτς (πολωνικά: Adam Mickiewicz), οι άντρες της Λεγεώνας «ήταν πάντα Πολωνοί στρατιώτες συγκεντρωμένοι κάτω από μια σημαία και έτοιμοι να σπεύσουν προς την κατεύθυνση που θα ξεκινούσε ο πόλεμος για την ελευθερία των λαών». 4
Συμπαράσταση
Ωστόσο πολύ σύντομα οι Πολωνοί πληροφορήθηκαν την καταστολή της ουγγρικής επανάστασης. Ετσι άρχισαν να προσπαθούν να επιβιώσουν στη φτωχή Ελλάδα, χωρίς να γνωρίζουν τη γλώσσα και σε κάποιες περιπτώσεις, ιδιαίτερα σε χωριά, αντιμετωπίζοντας την εχθρότητά των κατοίκων, διότι τους νόμιζαν για Βαυαρούς.
Παρ’ όλα αυτά ο συνταγματάρχης Μίλμπιτς διατηρούσε τη συνοχή της ομάδας και ταυτόχρονα έκανε κινήσεις για την εξασφάλιση βοήθειας, βρίσκοντας ανταπόκριση αρχικά από τον διαπρεπή φυσικομαθηματικό καθηγητή του Πανεπιστημίου, Κωνσταντίνο Νέγρη, αλλά και από πολλούς άλλους.
Καθώς μεγάλωνε η συμπαράσταση, συγκροτήθηκε μια δεκαμελής επιτροπή λόγιων, δημοσιογράφων και πολιτικών, η οποία ανέλαβε τη διοργάνωση εράνων για την οικονομική στήριξη των προσφύγων ενώ έκανε και κινήσεις για την εξεύρεση εργασιών.
Από τους Πολωνούς ελάχιστοι κατάφεραν να βρουν δουλειές σε τέχνες που γνώριζαν πριν στρατευτούν. Οι περισσότεροι εργάστηκαν στην κατασκευή της οδού από την Αθήνα προς το Ηράκλειο Αττικής, που ξεκίνησε ακριβώς για να εργαστούν εκεί οι πρόσφυγες.
Γρήγορα πάντως εμφανίστηκαν σοβαρά προβλήματα. Το φτωχό κρατικό ταμείο πλήρωνε ακανόνιστα, οι πρόσφυγες για να αγοράζουν τα αναγκαία είδη χρεώνονταν και καθώς τα χρέη μεγάλωναν έφτασαν οι μισθοί τους να μην επαρκούν.
Στο μεταξύ ήρθε και ένας βαρύς χειμώνας που σε συνδυασμό με τις δύσκολες συνθήκες εργασίες και τη κακή διατροφή, είχε αποτέλεσμα να πεθάνουν από αρρώστιες και κακουχίες τουλάχιστον 10 πρόσφυγες.
Ο Μίλμπιτς με συνεχή διαβήματά του προς την κυβέρνηση, τη Βουλή και τη Γερουσία (σ.σ. νομοθετικό σώμα, με τους γερουσιαστές να ορίζονται από τον βασιλιά διά βίου) προσπαθούσε να εξασφαλίσει πρόσβαση στους δυστυχείς πρόσφυγες στις λιγοστές δομές υγείας (σ.σ. οι ομοιότητες με τη σημερινή εποχή μάλλον δεν είναι συμπτωματικές).
Συγκεκριμένα σε επιστολή του 4 στον υπουργό Στρατιωτικών σημείωνε ότι επειδή στην Αθήνα υπάρχει μόνο ένα αστικό νοσοκομείο, στο οποίο συχνά δεν υπάρχει χώρος για τους αρρώστους «αναγκάστηκα να στείλω τους άρρωστους στο στρατιωτικό νοσοκομείο [συνολικά] δεκαέξι άτομα (με χρέωση δύο δραχμές την ημέρα για κάθε άτομο), πληρώνοντας αρκετές εκατοντάδες δραχμές». «Παρ' όλο που μια παρόμοια δαπάνη είναι πολύ βαριά για μένα, έκανα κάθε δυνατή προσπάθεια για να βοηθήσω τους ατυχείς συντρόφους μου στην εξορία» υπογράμμιζε ο στρατιωτικός, που για την επιβίωσή του είχε δημιουργήσει στην Αθήνα μια σχολή ιππασίας. Και πρόσθεσε:
«Ομως, σήμερα, επειδή ο αριθμός των ασθενών είναι αρκετά μεγάλος, τολμώ να σας ρωτήσω, κύριε Υπουργέ, για την ελεύθερη είσοδο σε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο για τους μετανάστες και να με απαλλάξετε να πληρώσω για εκείνους που είναι ήδη εκεί».
Δυστυχώς ο Μίλμπιτς δεν έλαβε καμία απάντηση, όπως και σε άλλα διαβήματά του.
Η ανεκτική κυβέρνηση του πυρπολητή Κωνσταντίνου Κανάρη είχε καταργηθεί από τον Δεκέμβριο του 1849 από τον Οθωνα και στη θέση της είχε σχηματιστεί νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Μεγάλο Αυλάρχη του Παλατιού Αντώνιο Κριεζή, ο οποίος πειθαρχούσε μέχρι κεραίας στις εντολές του βασιλιά.
Σε αυτό το κλίμα η Αυστρία ενέτεινε τις πιέσεις της για να σταματήσει η στήριξη των προσφύγων. Η κυβέρνηση ενέδωσε και αφού διέλυσε την επιτροπή που έκανε τους εράνους κατάργησε σταδιακά κάθε βοήθημα προς τους εξαθλιωμένους Πολωνούς.
Κάποιοι απ’ αυτούς που κατάφεραν να εξοικονομήσουν χρήματα έφυγαν, με πολλές δυσκολίες, για τη Μάλτα. Ωστόσο ο συνταγματάρχης με περίπου 20 πρόσφυγες σε άσχημη κατάσταση βρίσκονταν ακόμα στην Αθήνα.
Με την είσοδο του 1852 οι πιέσεις έγιναν ακόμα πιο έντονες προς την κυβέρνηση Κριεζή.
Εκτός από τους Αυστριακούς προστέθηκαν οι πιέσεις του Βατικανού και των Ρώσων που απαίτησαν την απομάκρυνση των Πολωνών εν όψει της επίσκεψης στην Αθήνα ενός γιου του τσάρου. Παράλληλα υπήρξε και διακοίνωση του υπουργού Εξωτερικών της Αγγλίας, λόρδου Γρένβιλ, με ημερομηνία 1 (13) Ιανουαρίου 1852 προς τις Ηπειρωτικές Δυνάμεις περί των πολιτικών προσφύγων.
Η έφοδος
Ετσι τη νύχτα της 31ης Ιανουαρίου προς 1η Φεβρουαρίου άντρες της Αστυνομίας και της Χωροφυλακής πολιόρκησαν τα σπίτια στα οποία διέμεναν «οι ολίγιστοι μείναντες ενταύθα πρόσφυγες Πολωνοί, και πολίται Ελληνες έχοντες σχέσεις τινας με τους ξένους τούτους».
«Η κίνησις εγένετο δραστηρία, επιδεικτική» έγραφε χαρακτηριστικά η εφημερίδα «Αιών» (φ. 2.2.1852)
Με το ξημέρωμα χωροφύλακες και αστυνομικοί μπήκαν στα σπίτια, συνέλαβαν όσα πρόσωπα βρήκαν σε αυτά, Ελληνες και ξένους, και κατέσχεσαν διάφορα έγγραφα.
Ανάλογη επιχείρηση έγινε και στη Σύρο, όπου διέμενε μικρός αριθμός Πολωνών.
Οι αντιδράσεις των κατοίκων ήταν μεγάλες, ιδιαίτερα όταν έγινε γνωστό ότι με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς δίκη, οι Πολωνοί απελάθηκαν. Ο μεν Μίλμπιτς κατέφυγε αρχικά στη Σαρδηνία και από εκεί στη Μάλτα, ενώ άλλοι πήγαν στην Αλεξάνδρεια.
Για την ιστορία, να πούμε ότι ο Πολωνός στρατιωτικός πήγε το 1854 στη Θεσσαλονίκη για να βοηθήσει στη διοργάνωση εξεγέρσεων που σχεδίαζαν Ελληνες σε τουρκοκρατούμενες περιοχές. Ομως το σχέδιο δεν ευδοκίμησε και επέστρεψε με πλαστό διαβατήριο στη Μάλτα. Αργότερα, μετά την απελευθέρωση της Ιταλίας, εντάχθηκε στον ιταλικό στρατό ως γενικός διοικητής ταξιαρχιών. Στο μεταξύ η κυβέρνηση, για να καθησυχάσει τις αντιδράσεις του λαού από την άδικη μεταχείριση των προσφύγων, υποστήριξε ότι οι Πολωνοί σχεδίαζαν αντιμοναρχικό κίνημα και διοχέτευε στις φιλικές προς αυτήν εφημερίδες «ύποπτα» έγγραφα που έφεραν την υπογραφή του Μίλμπιτς, τα οποία κατατέθηκαν και στη Βουλή (5).
«Τριάκοντα μόλις πρόσφυγες ηδύναντο να διεγείρωσιν εσωτερικόν τι ή εξωτερικόν κίνημα;» έγραφαν οι εφημερίδες αμφισβητώντας την κυβερνητική επιχειρηματολογία.
Η σκευωρία
Ακόμα παρέμεινε αδιευκρίνιστο, όπως παρατηρούσε και η εφημερίδα «Αιών» (φ. 16.2.1852), για το εάν αυτά τα έγγραφα βρέθηκαν στην κατοχή του Πολωνού στρατιωτικού ή είχαν παραδοθεί από άγνωστους μέσω του νομάρχη Κυκλάδων στην κυβέρνηση και αποτέλεσαν την αφορμή για την έρευνα.
Μάλιστα η εφημερίδα σημείωνε ότι «όπως αν έχη η έρευνα των εγγράφων δεν εβεβαίωσε τι δυνάμενον να ενοχοποιήση τους ανθρώπους αυτούς».
Πραγματικά τα έγγραφα, που δεν είχαν ημερομηνία και δεν έγραφαν τόπο εκδόσεως, είχαν την ένδειξη «Γενικό Αρχηγείο Πολωνικής Λεγεώνας» και επρόκειτο για:
– Μια έκθεση με την ιεραρχική δομή της Λεγεώνας συνοδευόμενη από σημειώσεις προαγωγών κ.λπ., πράγμα που, όπως σημείωναν εφημερίδες της εποχής, γινόταν διότι ο Μίλμπιτς επιδίωκε να διατηρηθεί η στρατιωτική δομή και πειθαρχία μεταξύ των συμπατριωτών του, κάτι που πέτυχε.
– Μια έκθεση (προκήρυξη θα λέγαμε σήμερα) με περιγραφή της πολιτικής των διαφόρων κυβερνήσεων, με την επισήμανση ότι «η δ’ Ευρωπαϊκή εν γένει Τουρκία, καθώς και η Ελλάς πρέπει να σχηματισθώσιν εις Ομοσπονδιακήν Δημοκρατίαν».
– Μια έκθεση για τον σχηματισμό κυβέρνησης «εκ των πλέον ευυπολήπτων πατριωτών».
Το τέταρτο έγγραφο, σύμφωνα με όσα είχε πει περιγραφικά στη Βουλή ο υπουργός Δικαιοσύνης Κ. Προβελέγγιος, αφορούσε τη σύσταση μυστικής εταιρείας «σκοπόν έχουσα την εις ομοσπονδίαν δημοκρατικήν συγκέντρωσιν της Ανατολής, επικεφαλής της οποίας φαίνεται η Ελλάς. Η εταιρία δ’ αύτη ήτον κλάδος μεγάλης τινος εταιρίας εν Αγγλία εδρευούσης, ήτις προτίθετο την εις δημοκρατίας μεταβολήν όλων των κρατών της Ευρώπης».
Και μπορεί το θέμα για τον διωγμό των Πολωνών να ξεχάστηκε, αλλά η σκευωρία είχε συνέχεια, με στόχευση την «ενοχλητική» για το Παλάτι φωνή του στρατηγού Μακρυγιάννη, ο οποίος είχε συνάψει φιλικές σχέσεις με τον Μίλμπιτς καθώς είχαν κοινότητα ιδεών και δράσης.
Ετσι, αφού από τον Σεπτέμβριο του 1851 άρχισαν να διακινούνται φήμες για αντιμοναρχικές κινήσεις με στόχο την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, εμπλέκοντας και τον Μακρυγιάννη, μετά την απέλαση των Πολωνών η σκευωρία επεκτάθηκε στον δημοκρατικό στρατηγό.
Με διαμορφωμένο το «κλίμα», οι εχθροί του Μακρυγιάννη βρήκαν έναν γνωστό φαύλο τύπο της νυκτερινής αθηναϊκής ζωής και βωμολόχο, πασίγνωστο στην πρωτεύουσα, τον δικηγόρο Ν. Στεφανίδη, ο οποίος δέχτηκε να καταθέσει ότι ο Μακρυγιάννης τού εμπιστεύτηκε ότι στις 25 Μαρτίου του 1852 θα δολοφονούσε με ανθρώπους του το βασιλικό ζεύγος έξω από τον τότε μητροπολιτικό ναό της Αγίας Ειρήνης.
Ο γηραιός στρατηγός συνελήφθη, οδηγήθηκε στις φυλακές του Μενδρεσέ και από εκεί, λόγω προβλημάτων υγείας, στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο.
Στις 17 Μαρτίου 1853 δικάζεται στο Στρατοδικείο και με μοναδικό μάρτυρα κατηγορίας τον Στεφανίδη καταδικάζουν τον Μακρυγιάννη σε θάνατο. Το 1854, χάρη στον παλιό φίλο του και τότε υπουργό Στρατιωτικών Δημ. Καλλέργη, πήρε χάρη, αλλά η κλονισμένη υγεία του δεν του επέτρεψε πλέον να έχει ενεργό πολιτικό ρόλο. 6
Πηγές
1 Πρακτικά συνεδριάσεων της Βουλής, Β’ Σύνοδος, Γ’ Περίοδος, Τόμος Α’, Συνεδρίαση ΜΓ’ 6 Φεβρουαρίου 1852, σελ. 452
2 hellenopolonica.blogspot.com
3 «Η Εφημερίδα των Συντακτών», νησίδες, «Καταφύγιο των επαναστατών η Ελλάδα», φ. 22-23/10/2016
4 hellenopolonica.blogspot.com
5 Πρακτικά συνεδριάσεων της Βουλής ο.π., σελ. 493
6 Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδος, εκδόσεις Πατάκη, Τόμος Α’, σελ. 382
Πηγή: Σταύρος Μαλαγκονιάρης - "Εφημερίδα των Συντακτών"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου