4.8.19

Κίνημα του 35. Ορμητήριο της "αμυντικής επίθεσης" των δημοκρατικών που έγινε μπούμερανγκ

Ηταν ένα στρατιωτικό κίνημα που εκδηλώθηκε την 1 Μαρτίου 193 ως άμυνα της δημοκρατίας απέναντι στην εξελισσόμενη επέλαση των πιο ακραίων δεξιών και φιλομοναρχικών στοιχείων. Δυστυχώς πέτυχε τα αντίθετα αποτελέσματα: την παλινόρθωση του θρόνου.

Πηγή: Του Βαγγέλη Βάγια, Ιστορικού, Htohistory

 Πώς φτάσαμε στο κίνημα του 35.

Τα αίτια και οι στόχοι του

Στις αρχές του 1935 η οξύτατη αντιπαράθεση των δύο σημαντικότερων μερίδων της αστικής τάξης και των πολιτικών τους εκφραστών, της βενιζελικής και της αντιβενιζελικής παράταξης, έχει πάρει ανεπιστρεπτί τον δρόμο προς την ένοπλη σύγκρουση.
 Οι μεταξύ τους διαφορές φαίνεται ότι πλέον μπορούν να λυθούν μόνο με τα όπλα. Αυτή η όξυνση των αντιθέσεων στο εσωτερικό του ελληνικού αστισμού είναι αποτέλεσμα μιας πολύπλευρης κρίσης μέσα από την οποία εκδηλώνονται οι άλυτες εκείνες αντιφάσεις που ταλανίζουν τη Β' Ελληνική Δημοκρατία από την ίδρυσή της.
Στην πολιτική σκηνή φαίνεται να επιστρέφει ο εθνικός διχασμός του 1915, όμως σε πολύ διαφορετικά οικονομικοκοινωνικά συμφραζόμενα.

Η Β' Δημοκρατία διαγράφει την πορεία της πάνω στη βάση μιας οικονομίας που βρίσκεται σε κρίση, «μια κρίση έρπουσα μεν, αλλά διαρκή».
Η δυσκολία επίλυσης των δημοσιονομικών προβλημάτων οδηγεί στην τεράστια διόγκωση του δημόσιου χρέους και την αντίστοιχη αύξηση της εξάρτησης από το βρετανικό κυρίως κεφάλαιο. Η επιδείνωση της κρίσης του χρέους, ειδικά μετά το κραχ | του 1929, θα αναγκάσει τελικά την κυβέρνηση Βενιζέλου να κηρύξει χρεοστάσιο, παύση δηλαδή των εξωτερικών πληρωμών, τον Μάιο του 1932. Ωστόσο, η κρίση αυτή συνυπάρχει με μια ταυτόχρονη διαδικασία επέκτασης των καπιταλιστικών σχέσεων και αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας. Εξαιτίας και των οικονομικών συνεπειών της διεθνούς ύφεσης μετά το 1929, η παραδοσιακή αγροτική και εμπορευματική οικονομία θα χτυπηθεί σκληρά, ενώ ταυτόχρονα επιταχύνεται η μεταφορά σημαντικών κεφαλαίων στον βιομηχανικό τομέα. Κατά την περίοδο 1928-1939 αυξάνεται κατά 80% περίπου η βιομηχανική παραγωγή.

Η φθορά της λαϊκής βάσης και η απώλεια λαϊκών ερεισμάτων της βενιζελικής παράταξης οδηγούν στην άνοδο των αντιβενιζελικών στην εξουσία το 1933. Ο Γ. Κονδύλης, υπουργός στρατιωτικών του Παναγή Τσαλδάρη, θα ανατρέψει τον πρωθυπουργό με πραξικόπημα στις 10 Οκτωβρίου 1935

Η όξυνση των αντιθέσεων στο εσωτερικό του αναπτυσσόμενου ελληνικού καπιταλισμού θα έχει σοβαρές κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες, οδηγώντας σε γενικευμένη κρίση και σε συνολική αναδιάταξη των δυνάμεων του ελληνικού αστισμού.
Η ενίσχυση των βιομηχανικών και πιο δυναμικών μερίδων του κεφαλαίου προκαλεί τη διεύρυνση της μισθωτής εργασίας και την ενίσχυση της αντίθεσης κεφαλαίου - εργασίας στην ελληνική κοινωνία. Σε συνδυασμό με τις κοινωνικές επιπτώσεις λόγω του αντίκτυπου της παγκόσμιας ύφεσης στην ελληνική οικονομία, ειδικά κατά την περίοδο 1929-1932 με τεράστια ποσοστά ανεργίας και υποαπασχόλησης, εμφανίζεται μια όλο και μεγαλύτερη κοινωνική αναταραχή.

Στη δεκαετία του ’30 «οι λαϊκές τάξεις γίνονται περισσότερο συνειδητές και περισσότερο απαιτητικές».
Η αστική πολιτική διαχείριση έρχεται αντιμέτωπη με νέα και όλο και πιο δυσεπίλυτα προβλήματα. Ταυτόχρονα η ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού σε συνθήκες όμως στενής εξάρτησης από το κράτος-στήριγμά του κάνει πιο σκληρό των ανταγωνισμό μεταξύ των αστικών μερίδων για τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού.

Η κρίση του βενιζελικού πυλώνα του δημοκρατικού πολιτικού κόσμου

Σε αυτό το πλαίσιο η τετραετία 1928-1932 μπορεί να ιδωθεί ταυτόχρονα ως κορύφωση και ως κρίση του βενιζελισμού, κύριου ως τότε πυλώνα του δημοκρατικού πολιτικού κόσμου.

Η σταθερή διακυβέρνηση της χώρας από τον Ελευθέριο Βενιζέλο συνοδεύεται από τη φθορά της λαϊκής βάσης και την απώλεια λαϊκών ερεισμάτων της παράταξης, κάτι που θα εκμεταλλευτούν οι αντιβενιζελικοί για να ανέλθουν στην εξουσία το 1933.

Στις αυξανόμενες διαμαρτυρίες των εργατών, των αγροτών και των δημόσιων υπαλλήλων η κυβέρνηση Βενιζέλου απαντά με αυξανόμενο αυταρχισμό και αντικομμουνισμό, με αιχμή του δόρατος τον ν. 4229, το περιβόητο «ιδιώνυμο», που χρησιμοποιήθηκε για την καταστολή των κοινωνικών αγώνων αδιακρίτως τόσο κατά τη διάρκεια της τετραετίας αυτής όσο και στη συνέχεια.

Ο Γ. Κονδύλης ως αντιπρόεδρος πλέον "κατά την επίσκεψη του στη Ρώμη, σε δεξίωση υπό αξιωματικών του Ιταλικού αποικιακού στρατού"

Στην τετραετία αυτή αναδεικνύονται και τα όρια του πολιτικού μύθου του ίδιου του Βενιζέλου ως χαρισματικού «σωτήρα» και αδιαμφισβήτητου ηγέτη της δημοκρατίας.
Την ηγεμονία του θα διαδεχτεί ο σκληρός αγώνας ανάμεσα σε δύο σχεδόν ισοδύναμες παρατάξεις - ήδη στις εκλογές της 5ης Μαρτίου του 1933 η πόλωση έφτασε στο αποκορύφωμα με τους δύο συνασπισμούς, τον βενιζελικό Εθνικό Συνασπισμό και την αντιβενιζελική Ηνωμένη Αντιπολίτευση σχεδόν να ισοψηφούν και τους αντιβενιζελικούς τελικά να κερδίζουν την κυβέρνηση ελέω εκλογικού συστήματος.

Ο αγώνας όμως αυτός θα έχει αποσταθεροποιητικές συνέπειες για το αστικό πολιτικό σύστημα, μειώνοντας την ικανότητά του να εγγυηθεί την κοινωνική σταθερότητα και υποσκάπτοντας την πίστη -ήδη αμφίβολη για πολλούς- σημαντικών τμημάτων του αστισμού στους δημοκρατικούς θεσμούς.

Ταυτόχρονα η φθορά του βενιζελισμού συνοδεύεται και από διάφορες κεντρόφυγες τάσεις. Ετσι από τη μια ο στρατηγός Γεώργιος Κονδύλης και ο ναύαρχος Α. Χατζηκυριάκος μεταπηδούν στην αντιβενιζελική παράταξη και συνεργάζονται με το Λαϊκό Κόμμα του Παναγή Τσαλδάρη, ενώ από την άλλη αρχίζει να σχηματίζεται μια αριστερή πτέρυγα που σταδιακά θα διαχωρίσει τη θέση της από τις κεντρικές επιλογές του Βενιζέλου και της ηγεσίας των Φιλελευθέρων, τάση που εκφράζεται κυρίως από δυναμικά ριζοσπαστικά δημοκρατικά στοιχεία μέσα στον στρατό που αρνούνται οποιονδήποτε συμβιβασμό με τους μοναρχικούς.

Η διακυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος δεν κατάφερε να προσφέρει λύσεις στα κύρια και οξύτατα κοινωνικά προβλήματα. Οι κοινωνικοί αγώνες εντείνονται. Το 1933 κηρύχτηκαν 482 απεργίες με 100.000 εργάτες απεργούς, ενώ το 1934 ο αριθμός των απεργών έφτασε τις 182.000.

Συχνές είναι οι αιματηρές συγκρούσεις, όπως στις 9 του Μάη του 1934 στην Καλαμάτα όπου ο στρατός χτύπησε με πολυβόλα διαδήλωση των λιμενεργατών και μυλεργατών δολοφονώντας επτά εργάτες.

Δεν λείπουν όμως και οι εργατικές νίκες, όπως η απεργία των καπνεργατών τον Ιούλη του 1933 στην Καβάλα όπου οι καπνέμποροι υποχρεώθηκαν να ικανοποιήσουν τα αιτήματα των απεργών.

Οι ταξικές συνδικαλιστικές και πολιτικές οργανώσεις αρχίζουν να αποκτούν στην πολιτική σκηνή -για πρώτη φορά-κάποιο ειδικό βάρος, «μικρό μεν αλλά υπαρκτό»/ Ετσι το «κοινωνικό ζήτημα» τίθεται όλο και πιο επιτακτικά, την ίδια στιγμή που γίνεται όλο και πιο εμφανής η αδυναμία του αστικού πολιτικού συστήματος να το αντιμετωπίσει αποτελεσματικά, εντείνοντας τις ανησυχίες και φοβίες -κάποιες βάσιμες, κάποιες παράλογες- του αστικού κόσμου.

Ενας βασικός λόγος αυτής της αδυναμίας είναι ο ατελής και παρωχημένος χαρακτήρας των αστικών πολιτικών σχηματισμών.
Τα βασικά αστικά κόμματα, τόσο οι Φιλελεύθεροι όσο και οι Λαϊκοί, αποτελούν στην ουσία αρχηγικά «πολιτικά μορφώματα»' και όχι σύγχρονα κόμματα, από την άποψη της δομής και λειτουργίας τους. Βρίσκονται στις κορυφές ενός πολιτικού δίπολου, βενιζελικοί - αντιβενιζελικοί, το οποίο όντας προϊόν των κοινωνικών συνθηκών της δεκαετίας του 1910 αδυνατεί να διαχειριστεί ικανοποιητικά για λογαριασμό συνολικά της αστικής τάξης τις αντιθέσεις της ελληνικής κοινωνίας του ’30, αφήνοντας έτσι χώρο για την είσοδο -ή μάλλον τη διατήρηση- του στρατού στο πολιτικό παιχνίδι.

Το πραξικόπημα Πλαστήρα. Ο Μεταξάς ζητά παραπομπή του Βενιζέλου 

Ετσι ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας την επομένη των εκλογών του 1933 αρνείται να αποδεχτεί την ήττα της βενιζελικής παράταξης και επιχειρεί πραξικόπημα χωρίς την έγκριση του Βενιζέλου.  Χωρίς λαϊκή υποστήριξη, χωρίς την ενεργό πολιτική κάλυψη της βενιζελικής ηγεσίας και χωρίς σημαντικά ερείσματα ακόμη και εντός του στρατού το κίνημα του Πλαστήρα απέτυχε και ο ίδιος στη συνέχεια διέφυγε στο εξωτερικό. Ωστόσο δύο χρόνια αργότερα, το 1935, πολύ περισσότεροι αξιωματικοί θα είναι διατεθειμένοι να ακολουθήσουν ένα κίνημα στρατιωτικής ανατροπής του αντιβενιζελισμού. Με τις εκλογές του 1933 και το πραξικόπημα Πλαστήρα εγκαινιάζεται μια περίοδος ακραίας πόλωσης μεταξύ των δύο παρατάξεων.

Παρά την ένοπλη καταστολή η απεργία των καπνεργατών τον Ιούλη του 1933 στην Καβάλα ήταν νικηφόρα

Στις 7 Μαρτίου 1933 κατατίθεται μήνυση κατά των Βενιζέλου, Μαρή και Κατεχάκη για ηθική αυτουργία στο κίνημα Πλαστήρα.
Στις 11 Μαΐου ο Ιωάννης Μεταξάς, αρχηγός του κόμματος των Ελευθεροφρόνων, προτείνει στη Βουλή την παραπομπή του Βενιζέλου ως συνεργού σε εγκλήματα εσχάτης προδοσίας.
Ακολουθεί στις 6 Ιουνίου 1933 δολοφονική απόπειρα κατά του Βενιζέλου και της γυναίκας του στη λεωφόρο Κηφισίας. Η απόπειρα είχε οργανωθεί από τον διοικητή της Γενικής Ασφάλειας Ιωάννη Πολυχρονόπουλο, τον οποίο είχε διορίσει προσωπικά ο Τσαλδάρης.
Στη συνέχεια η δικαστική διαλεύκανση της υπόθεσης διαρκώς θα αναβάλλεται, αποτελώντας μόνιμη αιτία αύξησης της πολιτικής έντασης.
Ως μια κίνηση συνδιαλλαγής, στις 20 Νοεμβρίου 1933, εκδίδεται διάταγμα αμνήστευσης των πολιτικών που συμμετείχαν στο κίνημα Πλαστήρα.

Το κίνημα του 1935 αρχίζει να κυοφορείται ήδη από το 1933 υπό την επήρεια του γενικού κλίματος πολιτικής πόλωσης, αλλά και, ειδικότερα, με το ξεκίνημα των εκκαθαρίσεων της νέας κυβέρνησης στον στρατό και στο σύνολο του κρατικού μηχανισμού, απ’ όπου απομακρύνονται τα βενιζελικά και ευρύτερα δημοκρατικά στοιχεία και αντικαθίστανται συχνά από μοναρχικούς και φιλοφασίστες αξιωματικούς και κρατικούς λειτουργούς. Ως απάντηση ιδρύονται μυστικά μαζικές οργανώσεις Δημοκρατικής Αμυνας (στελεχωμένες από απόστρατους ή απότακτους δημοκρατικούς αξιωματικούς), καθώς και ο Δημοκρατικός Φρουρός Βορείου Ελλάδος στις 12 Αυγούστου 1933, τα οποία επρόκειτο να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στο κίνημα του 1935 μυώντας σταδιακά στη συνωμοτική τους δράση όλο και περισσότερους αξιωματικούς.

Ο Γ. Κονδύλης επικεφαλής αξιωματικών επιβλέπει την καταστολή του φιλοβενιζελικού κινήματος τον Μάρτιο του 1935

Η πρωτοβουλία αυτή προωθούνταν από κορυφαία στελέχη του βενιζελισμού (Καφαντάρης, Σοφιανόπουλος, Μυλωνάς, Α. Ζάννας) για την περίπτωση που «οι αντίπαλοι θέλουν να κρατήσουν διά της βίας την εξουσίαν».
Στην πορεία, ωστόσο, και κάτω από την πίεση της πολιτικής του Κονδύλη στον στρατό και του Χατζηκυριάκου στο ναυτικό, με αποτέλεσμα την αφαίρεση της ηγεσίας και του ελέγχου των ένοπλων δυνάμεων από τα δημοκρατικά στοιχεία, οι οργανώσεις αυτές απέκτησαν έναν χαρακτήρα τελικής αμυντικής γραμμής του βενιζελισμού στο στράτευμα, απ’ όπου θα ξεκινούσε η αντεπίθεση ανάκτησης των χαμένων θέσεων.
Ετσι το κίνημα του ’35 μετατράπηκε για πολλούς δημοκρατικούς αξιωματικούς σε ορμητήριο της «αμυντικής επίθεσης» για την υπεράσπιση της δημοκρατίας.

Ωστόσο το κίνημα του 1935 ήταν πρωτίστως αποτέλεσμα της συνειδητοποίησης στους κόλπους της ελληνικής αστικής τάξης της ανάγκης για έναν νέο ενοποιητικό ρόλο του κράτους μπροστά στις νέες εσωτερικές και διεθνείς προκλήσεις, δηλαδή τον επερχόμενο παγκόσμιο πόλεμο και τις πιθανές κοινωνικές του συνέπειες.

Ενα άσχημα οργανωμένο κίνημα ηττάται και γίνεται «θείον δώρον» για Κονδύλη, Μεταξά 

Ο Βενιζέλος ξεκίνησε την προετοιμασία του κινήματος ήδη από τα μέσα τουλάχιστον του 1934, καθοδηγώντας και συντονίζοντας προς αυτό τον σκοπό ένα δίκτυο στρατιωτικών της εμπιστοσύνης του. Αυτός, άλλωστε, ήταν και «ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα διάφορα ανομοιογενή στοιχεία του κινήματος».
Η τελική του απόφαση πάρθηκε μετά τη νέα αναβολή της δίκης για την εναντίον του απόπειρα, τον Δεκέμβριο του 1934, και με άμεσο τακτικό στόχο τη ματαίωση των επικείμενων εκλογών για τη Γερουσία, που απειλούσαν ν’ ανατρέψουν πλήρως τον κοινοβουλευτικό συσχετισμό δυνάμεων. Στρατιωτικός αρχηγός του κινήματος ορίστηκε ο Νικόλαος Πλαστήρας, ο οποίος όμως βρισκόταν ακόμη στο εξωτερικό.

Ωστόσο το κίνημα της 1ης Μαρτίου του 1935 είχε από την αρχή πολύ κακή οργάνωση. Ο συνωμοτικός μηχανισμός του αποδείχτηκε διάτρητος. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις 26 Φεβρουάριου ο «Ριζοσπάστης» είχε δημοσιεύσει επιστολή ενός αριστερού αξιωματικού που αποκάλυπτε λεπτομερώς τα σχέδια προετοιμασίας του κινήματος.
Παρ’ όλα αυτά το κίνημα ξεκίνησε χωρίς καμία αλλαγή σχεδίων (αν και ούτε η κυβέρνηση έκανε κάτι για να το αποτρέψει), αλλά ο Πλαστήρας ποτέ δεν κατάφερε να φτάσει στην Ελλάδα καθώς δεν υπήρχε κάποιο καλά μελετημένο σχέδιο για τη μετακίνησή του. Πάντως το απόγευμα της 1ης Μαρτίου ο συνταγματάρχης Στέφανος Σαράφης είχε ήδη καταλάβει το πρότυπο τάγμα ευζώνων στου Μακρυγιάννη, όπως και ο λοχαγός Τσιγάντες τη Σχολή Ευελπίδων, ενώ ο υποναύαρχος Ιωάννης Δεμέστιχας έθεσε τον στόλο που βρισκόταν στον ναύσταθμο της Σαλαμίνας στο πλευρό του κινήματος.

Ομως το σχέδιο δεν προέβλεπε επιχείρηση για άμεση κατάληψη της πρωτεύουσας, κάτι που θα ήταν βέβαια ιδιαίτερα δύσκολο. Το βασικό στήριγμα θα ήταν οι στρατιωτικές δυνάμεις στη βόρεια Ελλάδα, με στόχο τη δημιουργία προσωρινής κυβέρνησης στη Θεσσαλονίκη όπως εκείνη της Εθνικής Αμύνης κατά τον διχασμό του 1916. Οι μονάδες των κινηματιών σε Μακεδονία και Θράκη με βασική δύναμη το Δ' Σώμα Στρατού υπό το στρατηγό Δ. Κομμένο κινήθηκαν με παντελή έλλειψη συντονισμού, παλινωδίες και αναποφασιστικότητα.

Αντί να βαδίσουν προς τη Θεσσαλονίκη περιορίστηκαν στον έλεγχο κάποιων πόλεων, όπως η Δράμα, οι Σέρρες και η Καβάλα. Επιπλέον, ο στόλος αντί να πλεύσει προς τη Θεσσαλονίκη κατέληξε στην Κρήτη. Παρά την προσχώρηση στο κίνημα της Χίου, της Λέσβου και της Σάμου, μέσα σε λίγες μέρες η πλάστιγγα φαινόταν να γέρνει καθαρά υπέρ των κυβερνητικών δυνάμεων.
Το κίνημα ουσιαστικά κατέρρευσε και η καταστολή του υπήρξε σχετικά εύκολη. Στις 12 Μαρτίου ο Γεώργιος Κονδύλης επέστρεψε θριαμβευτής από τη Μακεδονία στην Αθήνα.

Η ήττα ήταν η αναμενόμενη κατάληξη για ένα κίνημα τόσο ανεπαρκώς σχεδιασμένο και τόσο άσχημα εκτελεσμένο. Ωστόσο η αποτυχία του έχει και βαθύτερα αίτια: δεν πλαισιώθηκε από κάποια μαζική λαϊκή υποστήριξη (κάτι που βέβαια δεν εμπόδισε την κυβέρνηση να βομβαρδίσει αμάχους). Αν και υπήρξαν δημοκρατικοί πολίτες που έσπευσαν να καταταγούν ως εθελοντές στις μονάδες των κινηματιών (στις Σέρρες κατατάχθηκαν περίπου 2.500), η στάση των λαϊκών στρωμάτων μάλλον επιβεβαίωσε την κρίση αντιπροσώπευσης ανάμεσα στον δημοκρατικό κόσμο και τους βενιζελικούς πολιτικούς εκφραστές της αβασίλευτης δημοκρατίας. Αλλωστε και το ίδιο το κίνημα οργανώθηκε κατά τρόπο συνωμοτικό και πραξικοπηματικό και χωρίς κάποιον σχεδίασμά λαϊκής κινητοποίησης.

Μετά την καταστολή του κινήματος του '35 άρχισε η "έξωση" των δημοκρατικών στοιχείων από τις ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας. "Ορκωμοσία αξιωματικών της Ειδικής Ασφαλείας εις το νέον Πολίτευμα"

Ούτε καν το Κόμμα των Φιλελευθέρων δεν έπαιξε κάποιον ρόλο πολιτικής οργανωτικής δύναμης. Πολλά στελέχη και βουλευτές του είτε είχαν άγνοια του κινήματος είτε αρνήθηκαν να πάρουν μέρος. Η έλλειψη συνοχής της ευρύτερης βενιζελικής παράταξης φάνηκε και από την απροθυμία ή την άρνηση στήριξης του κινήματος που έδειξαν συνεργαζόμενοι πολιτικοί (στο πλαίσιο του Εθνικού Συνασπισμού), όπως ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου ο οποίος διαφώνησε ή ο Γεώργιος Παπανδρέου που «δεν πήρε καμία θέση στη διάρκεια του κινήματος».

Η Αγγλία σε «δύο βάρκες» για τον επαναφορά του Γεωργίου 

Το κίνημα όμως δεν υποστηρίχτηκε ούτε από τα σημαντικότερα ελληνικά καπιταλιστικά συμφέροντα (π.χ. ο Μποδοσάκης το καταδίκασε), αλλά ούτε και από την αγγλική πολιτική. Για τους Αγγλους και τις κυρίαρχες μερίδες του κεφαλαίου το βενιζελικό κίνημα δεν ήταν η κατάλληλη λύση για την αντιμετώπιση της κρίσης του αστικού πολιτικού συστήματος.
Η αγγλική πολιτική βέβαια έκανε την επιλογή να βρίσκεται και εντός και εναντίον του κινήματος καθώς είχε δικούς της ανθρώπους μεταξύ των κινηματιών, ενώ επίσημα καταπολέμησε το κίνημα. Ομως η στρατηγική των Αγγλων δεν επιδίωκε να στηριχτεί στη δύναμη της μιας και μόνο πολιτικής παράταξης, αλλά στόχευε στη συνένωση των αντιδημοκρατικών δυνάμεων και από τις δύο παρατάξεις για να προωθήσει την πιο ασφαλή και σταθερή για τα συμφέροντά της λύση, την επαναφορά του βασιλιά, ως του πιο ισχυρού εγγυητή της πολιτικής και κοινωνικής σταθερότητας, πέρα από τις «αβέβαιες διακυμάνσεις των κοινοβουλευτικών συγκρούσεων».

Η αποτυχία του κινήματος του ’35 είχε πολύπλευρες συνέπειες στην ελληνική πολιτική σκηνή. Το κίνημα επιτάχυνε την πορεία προς την παλινόρθωση της μοναρχίας και τη δικτατορία. Αν και πολλοί αξιωματικοί που συμμετείχαν σε αυτό κινήθηκαν από ειλικρινείς δημοκρατικές προθέσεις, το αποτέλεσμα ήταν η μαζική εκκαθάριση των δημοκρατικών στοιχείων από τον στρατό και τον κρατικό μηχανισμό και η ενίσχυση των μοναρχικών, δικτατορικών και φασιστικών δυνάμεων.

Αυτό βέβαια έγινε μέσα από ένα ανελέητο πογκρόμ που ακολούθησε την ήττα του κινήματος. Οι διώξεις δεν στράφηκαν μόνο κατά των πρωτεργατών του κινήματος, αλλά είχαν χαρακτηριστικά μαζικής τρομοκρατίας εναντίον όχι μόνο των βενιζελικών αλλά κάθε δημοκρατικού στοιχείου, καθώς και εναντίον της Αριστεράς, παρόλο που είχε καταδικάσει το κίνημα (το ΚΚΕ είχε ταχθεί κατά του κινήματος καθώς «δεν αντιλήφθηκε ότι ο κύριος κίνδυνος προερχόταν από τον μοναρχοφασιστικό συνασπισμό του Τσαλδάρη και του Κονδύλη»).

Για την αντιβενιζελική παράταξη το κίνημα του '35 υπήρξε πραγματικά «θείον δώρον» όχι όμως μόνο για την κυβέρνηση Παναγή Τσαλδάρη, αλλά -και κυρίως- για το σύνολο του αντιδημοκρατικού αστικού μπλοκ όλων των αποχρώσεων (με πολιτικούς εκφραστές από τον Κονδύλη έως τον Μεταξύ και τον I. Ράλλη).
Στο εσωτερικό της κυβέρνησης Τσαλδάρη, επίσης, είχε αποτέλεσμα την αλλαγή των συσχετισμών υπέρ των ακραίων και αδιάλλακτων αντιδημοκρατικών στοιχείων, οδηγώντας στο περιθώριο τους Λαϊκούς που δεν επιθυμούσαν την επαναφορά της μοναρχίας.

Ποινές φυλάκισης για πολιτικούς -εκτέλεση για τρεις στρατιωτικούς

Η εξέλιξη αυτή φαίνεται και μέσα από την πορεία των δικών που στήθηκαν αμέσως μετά την κατάπνιξη του κινήματος. Η πρώτη απόφαση του στρατοδικείου δεν επέβαλε καμιά θανατική ποινή, παρά μόνο φυλακίσεις (ικανοποιώντας τον πιο διαλλακτικό Τσαλδάρη, αλλά και κεντρίζοντας την εκδικητική μανία των ακροδεξιών στοιχείων εντός και εκτός κυβέρνησης). Στη συνέχεια ο υπουργός
Οικονομικών Γ. Πεσμαζόγλου, ο οποίος είχε ταχθεί κατά των εκτελέσεων, εξαναγκάζεται σε παραίτηση.

Στις 2 Απριλίου οι αξιωματικοί Σαράφης, Τσιγάντες κ.α που είχαν καταδικαστεί μόνο σε διάφορες ποινές φυλάκισης καθαιρούνται δημόσια και εξευτελίζονται  Τελικά τα πιο αδιάλλακτα αντιβενιζελικά στοιχεία θα καταφέρουν «να πάρουν πίσω το αίμα του Γούναρη και τω'ν πολιτικών φίλων».

Στις 5 Απριλίου εκτελείται στη Θεσσαλονίκη ο επίλαρχος Στυλιανός Βολάνης από τους κινηματίες των Σερρών. Επεσε φωνάζοντας μπροστά στο απόσπασμα: «Ζήτω η δημοκρατία!».

Ακολουθεί στις 18 Απριλίου η δίκη της Δημοκρατικής Αμυνας που θα ολοκληρωθεί με τις καταδίκες σε θάνατο των στρατηγών Παπούλα και Κοιμήση, θεωρουμένων και εκ των υπευθύνων για την εκτέλεση των έξι το 1922. Εκτελέστηκαν στις 24 Απριλίου, ξημερώματα της Μεγάλης Τετάρτης.

Εν τω μεταξύ η κυβέρνηση έχει διαλύσει τη Βουλή, καταργήσει τη Γερουσία και προκηρύξει εκλογές, έχοντας αποφασίσει προηγουμένως την αναστολή της μονιμότητας των δημόσιων υπαλλήλων.

Μέσα σε κλίμα μισαλλοδοξίας και αυταρχισμού ξεκινά στις 23 Απριλίου η δίκη των πολιτικών υπαιτίων του κινήματος. Ωστόσο, με το κίνημα να έχει λειτουργήσει ως καταλύτης των εξελίξεων η αντιδημοκρατική εκτροπή έχει ήδη πραγματοποιηθεί.
Η ακραία αντιβενιζελική προπαγάνδα (π.χ. ο Γ.Α. Βλάχος στην «Καθημερινή» ζητούσε να επικηρυχθεί ο Βενιζέλος) έρχεται να προσφέρει κάλυψη στην καταστρατήγηση των δημοκρατικών ελευθεριών.
Το δικαστήριο καταδίκασε ερήμην σε θάνατο τους Βενιζέλο, Πλαστήρα, I. Κούνδουρο και Εμ. Τζανακάκη (όλοι βρίσκονταν στο εξωτερικό). Στους παρόντες πολιτικούς (Καφαντάρης, Παπαναστασίου, Σοφούλης, Μυλωνάς, Γονατάς κ.ά.) δεν επέβαλε καμιά θανατική ποινή, παρά μόνο διάφορες ποινές φυλάκισης, ενώ κάποιοι απαλλάχθηκαν των κατηγοριών.

Η κυβέρνηση ήθελε να αποφύγει τις εκτελέσεις πολιτικών ευθυγραμμιζόμενη και με την αγγλική πολιτική. Οι Αγγλοι δεν ήθελαν να ενταθεί ο διχασμός σε σημείο που να απειλήσει την προοπτική μιας ευρύτερης συναίνεσης για την επιστροφή του βασιλιά, ο οποίος θα έπρεπε να μπορεί να εκπροσωπήσει συνολικά τον αστικό πολιτικό κόσμο. Πάντως ενώπιον του δικαστηρίου οι βενιζελικοί πολιτικοί ηγέτες επέδειξαν μάλλον περιδεή στάση.
Κανείς τους δεν όρθωσε το ανάστημά του για να υπερασπιστεί τη δημοκρατία, να αναλάβει τις ευθύνες του και να καταγγείλει τις αυθαιρεσίες της κυβέρνησης, αντιθέτως «μίλησαν όλοι σαν κοινοί κατηγορούμενοι, που προσπαθούσαν να σώσουν το κεφάλι τους».

Ετσι, η δημοκρατία αποσύρεται από την πολιτική σκηνή εγκαταλειμμένη από τους υποτιθέμενους ηγέτες της.

Στιγμιότυπο από την διεξαγωγή του νόθου δημοψηφίσματος στις 3 Νοεμβρίου 193. Η πρώτη καταμέτρηση έδωσε 105% υπέρ της μοναρχίας για να προσγειωθεί αργότερα στο 97,8%.

Η παλινόρθωση της μοναρχίας λαμβάνει 105% (!) και ο βενιζελισμός υποκύπτει
Στις εκλογές της 9ης Ιουνίου του 1935 το Κόμμα των Φιλελευθέρων αρνήθηκε να πάρει μέρος και ζήτησε από τους οπαδούς του να απόσχουν. Μέσα σε κλίμα τρομοκρατίας και με εκτεταμένη νοθεία τα αντιβενιζελικά κόμματα κατέλαβαν σχεδόν όλες τις βουλευτικές έδρες.

Το ΚΚΕ σχεδόν διπλασίασε τις ψήφους του, αλλά δεν εξέλεξε κανένα βουλευτή εξαιτίας του εκλογικού συστήματος.
Σύντομα ο Κονδύλης θέτει ζήτημα παλινόρθωσης της μοναρχίας. Ο Τσαλδάρης κάτω από την πίεση ισχυρών φιλομοναρχικών δυνάμεων στον στρατό καθώς και εντός του Λαϊκού Κόμματος δέχεται τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το πολιτειακό.

Το δημοψήφισμα, με απόφαση της Βουλής ορίζεται για τον Νοέμβριο. Ο Παν. Τσαλδάρης θα εκδηλωθεί τελικά υπέρ της μοναρχίας, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Ο Κονδύλης θα τον ανατρέψει πραξικοπηματικά στις 10 Οκτωβρίου 1935 με τη σύμπραξη του στρατηγού Παπάγου, του ναυάρχου Δημήτρη Οικονόμου και του πτέραρχου Γεώργιου Ρέππα. Μετά την αποχώρηση του Τσαλδάρη και των Λαϊκών βουλευτών ό,τι απέμεινε από τη Βουλή ανακήρυξε τον Κονδύλη αντιβασιλέα, κατάργησε την αβασίλευτη δημοκρατία και προκήρυξε δημοψήφισμα για την επιστροφή του βασιλιά.

Ψηφοφορία για τις εκλογές της 9ης Ιουνίου του 1935. Διεξήχθησαν με αποχή του Κόμματος των Φιλελευθέρων σε κλίμα τρομοκρατίας και με εκτεταμένη νοθεία.

Το νόθο δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 1935 υπό συνθήκες λογοκρισίας του Τύπου, καθημερινών συλλήψεων και πλήρους κατάργησης των πολιτικών ελευθεριών.
Σύμφωνα με τα αρχικά αποτελέσματα υπέρ της μοναρχίας ψήφισε το 105% του εκλογικού σώματος. Υστερα από αρκετές αλχημείες τα επίσημα αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν έδιναν στη βασιλεία 97,8% και τη δημοκρατία 2,12%.
Ο αριθμός των ψηφισάντων αυξήθηκε κατά 400.000 σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές κι αυτό παρά την αποχή των δημοκρατικών κομμάτων. Ωστόσο, απέναντι στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος η δημοκρατική παράταξη διασπάται.
Τα μικρότερα δημοκρατικά κόμματα (των Παπαναστασίου, Σοφιανόπουλου, Γ. Παπανδρέου κ.ά.) αρνούνται να αναγνωρίσουν το αποτέλεσμα. Ομως στις 16 Νοεμβρίου ο Βενιζέλος από το Παρίσι θα δηλώσει ότι το Κόμμα των Φιλελευθέρων είναι πρόθυμο να αναγνωρίσει την παλινόρθωση «υπό όρους».

Η προσέγγιση Βενιζέλου - βασιλιά θα συνεχιστεί και ο Γεώργιος Β' μετά την άφιξή του στην Ελλάδα θα χορηγήσει αμνηστία στους πολιτικούς που είχαν καταδικαστεί για το κίνημα του Μαρτίου. Για τον συντηρητικό πυρήνα του βενιζελισμού δεν υπήρχε άλλος δρόμος πλέον εκτός από τον συμβιβασμό με τη μοναρχία.
Μετά την αποτυχία του κινήματος η βενιζελική ηγεσία ή θα έπρεπε ν’ ακολουθήσει την κυρίαρχη αστική γραμμή ενότητας υπό τον βασιλιά -από τη στιγμή που δεν κατάφερε να πετύχει την ενοποίηση των αστικών δυνάμεων υπό τη δική της ηγεσία- ή θα συνέχιζε να υπερασπίζεται την αβασίλευτη δημοκρατία αναπαράγοντας όμως έτσι τον διχασμό του αστικού κόσμου. Ακολούθησε τον πρώτο δρόμο, βαθαίνοντας όμως έτσι την κρίση του βενιζελισμού ως κρίση αντιπροσώπευσης των δημοκρατικών λαϊκών μαζών.

Ο ορατός κίνδυνος να μείνουν πλατιά λαϊκά στρώματα χωρίς πολιτική κάλυψη από κάποιον αστικό πολιτικό φορέα έχει αποτέλεσμα η κρίση του βενιζελισμού να λειτουργεί ως αποσταθεροποιητικός παράγοντας συνολικά για το πολιτικό σύστημα, φέρνοντας πιο κοντά τη δικτατορία ως την καταλληλότερη λύση για την εξασφάλιση των εγχώριων και ξένων αστικών συμφερόντων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου