15.7.19

180 χρόνια κρατά η συζήτηση για το πανεπιστημιακό άσυλο


Το ζήτημα ετέθη για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1859 στα γεγονότα που έμειναν γνωστά ως «Σκιαδικά», όταν η είσοδος του στρατού στο πανεπιστήμιο καταγγέλθηκε στη Γερουσία ως καταπάτηση «του ασύλου των επιστημών» − παρθενική μνεία του επίμαχου (τότε άγραφου) θεσμού στη Νεοελληνική Ιστορία ο οποίος κατοχυρώθηκε νομοθετικά το 1982.

Μπορεί το πανεπιστημιακό άσυλο να κατοχυρώθηκε νομοθετικά μόλις το 1982, με τον νόμο-πλαίσιο του ΠΑΣΟΚ για τα ΑΕΙ που συμπύκνωσε θεσμικά τις κατακτήσεις και διεκδικήσεις του μεταπολιτευτικού φοιτητικού κινήματος, η ύπαρξη και η έκτασή του αποτελούσαν ωστόσο αντικείμενο δημόσιας συζήτησης ήδη από την πρώτη εμφάνιση της νεολαίας ως πολιτικοκοινωνικής κατηγορίας στη χώρα μας.

Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με την αντιδραστική παραφιλολογία περί εγγενούς «βίας και ανομίας» των πανεπιστημιακών χώρων: όπως έχει αναλυθεί λεπτομερώς στις στήλες τούτης της εφημερίδας («Ανομία ετών 180», «Εφ.Συν.», 29.9.2018), τα σποραδικά επεισόδια μεταξύ καθηγητών και φοιτητών ή μεταξύ των τελευταίων και της αστυνομίας έχουν ακριβώς την ίδια ηλικία με τα ελληνικά ΑΕΙ.

Η πρώτη φορά

Πρώτη φορά ζήτημα πανεπιστημιακού ασύλου ετέθη στις 11 Μαΐου 1859, κατά την παρθενική εμφάνιση του νεανικού κινήματος στη χώρα μας, στα γεγονότα που έμειναν γνωστά ως «Σκιαδικά» (βλ. αναλυτικά «Εφ.Συν.», 11.5.2019).

Εκατό περίπου μαθητές, καταδιωκόμενοι από την αστυνομία και ακολουθούμενοι από «όχλον πολύν, το πλείστον κατωτάτης τάξεως και πάσης ηλικίας», κατέφυγαν για προστασία στο μοναδικό τότε (κεντρικό σήμερα) κτίριο του Πανεπιστημίου, όπου «ολίγιστοι» φοιτητές «ηνώθησαν μετ’ αυτών, παρασυρθέντες υπό της εσφαλμένης ιδέας ότι οι προσελθόντες ηδύναντο να επικαλεσθώσιν το δικαίωμα της φιλοξενίας».

Η κυβέρνηση περικύκλωσε τον χώρο με αστυνομία και στρατό και, μετά την αποχώρηση των καταληψιών, εγκατέστησε εκεί στρατιωτική φρουρά.

Οι φιλοκυβερνητικές εφημερίδες που διαμαρτυρήθηκαν σε όλους τους τόνους για την ολιγόωρη παραβίαση του «ιερού καταγωγίου των Μουσών» από τα εξωφοιτητικά στοιχεία, ουδόλως ενοχλήθηκαν φυσικά από την επίσημη διακοπή των μαθημάτων για κάμποσες μέρες.

Η είσοδος του στρατού στο πανεπιστήμιο καταγγέλθηκε όμως στη Γερουσία ως καταπάτηση «του ασύλου των επιστημών» − παρθενική μνεία του επίμαχου (άγραφου) θεσμού στη Νεοελληνική Ιστορία και δη με το περιεχόμενο που απορρίπτουν σήμερα οι αρνητές του:

«Αυτά τα σκηνώματα της παιδείας ως και εκείνα της θρησκείας», εξήγησε ο γερουσιαστής Δημήτριος Χρηστίδης, «εθεωρήθησαν πανταχού ιερά άσυλα, και ποτέ η ένοπλος δύναμις δεν συγχωρείται να εισβάλη εις αυτά διά να πολεμήση μάλιστα παιδάρια» (Κώστας Λάππας, «Πανεπιστήμιο και φοιτητές στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα», Αθήνα 2004, σ. 509).

Διεκδίκηση και κατοχύρωση

Δεκέμβριος 2008. Μπορεί οι διαδικασίες άρσης του ασύλου να είχαν ήδη απλοποιηθεί, η κυβέρνηση Καραμανλή δεν μπορούσε όμως να σηκώσει το βάρος ενός νέου ’73

Τις επόμενες δώδεκα δεκαετίες, ο θεσμός του πανεπιστημιακού ασύλου αναγνωρίζεται τυπικά ακόμη και σε συνθήκες κάθε άλλο παρά φιλελεύθερες.

Οπως επισήμανε μεταπολιτευτικά ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος, «το μόνο που αμφισβητήθηκε και πριν από τη δικτατορία και ύστερα απ’ αυτήν είναι αν το προαύλιο του Πανεπιστημίου αποτελεί επέκταση του ασύλου ή όχι» («Νομικός Διάλογος», τχ.2, 10.1979).

Ακραίο παράδειγμα, όσα συνέβησαν επί χούντας, όταν αυτή βρέθηκε αντιμέτωπη με το μαζικό αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα.

Η εισβολή της αστυνομίας στο ΕΜΠ (14.2.1973) προκάλεσε παραίτηση της Συγκλήτου του ιδρύματος, ακριβώς λόγω καταπάτησης του ασύλου.

Για τον ίδιο λόγο, το ίδιο όργανο θα αρνηθεί στις 15.11.1973 να δώσει άδεια εκκένωσης του Πολυτεχνείου· μετά την επέμβαση των τανκς και την κήρυξη στρατιωτικού νόμου, η εκ μέρους του αναδρομική έγκριση των κατασταλτικών μέτρων θα στηριχθεί στο επιχείρημα πως «η μεγάλη πλειονότης των συγκεντρωθέντων εντός του Ιδρύματος απετελείτο από πρόσωπα διαφόρων κατηγοριών ξένων προς το Πολυτεχνείον», στα οποία αποδόθηκαν τόσο «η κατίσχυσις των πολιτικών συνθημάτων έναντι των σπουδαστικών» όσο και οι ζημιές που πρόβαλε η χουντική προπαγάνδα (βλ. «Εφ.Συν.» 17/11/2018).

Παρόμοιο σκεπτικό είχε προβάλει και η Σύγκλητος του ΕΚΠΑ, όταν έδωσε το πράσινο φως για βίαιη εκκένωση της κατειλημμένης Νομικής (20.3.1973): στόχο της άρσης του ασύλου, υποστήριξε, αποτέλεσε μια «ομάδα φοιτητών, ελαχίστη εν σχέσει προς τον όγκον του φοιτητικού κόσμου», η οποία «διά της στάσεώς της, παρά πάσαν έννοιαν δικαίου και ελευθερίας, προσπαθεί να εμποδίσει την άσκησιν του αναφαιρέτου δικαιώματος των φοιτητών, όπως μορφωθούν». Λες και ακούμε προεκλογικό σποτ του Κυριάκου Μητσοτάκη!

Στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, η ύπαρξη και η έκταση του ασύλου αμφισβητήθηκαν πάλι από τον σκληρό πυρήνα του κράτους των εθνικοφρόνων, που αντιστεκόταν πεισματικά στον εκδημοκρατισμό της δημόσιας ζωής.

Τον Μάιο του 1977, ο χουντικός εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ευστάθιος Μπλέτσας, γνωμοδότησε έτσι ότι πανεπιστημιακό άσυλο δεν υφίσταται και πως η αστυνομία έχει δικαίωμα και καθήκον να μπαίνει όποτε θέλει στα ΑΕΙ, να παρίσταται στις φοιτητικές συνελεύσεις «εάν αυταί παρεξέκλιναν του σκοπού τους και μετατράπηκαν σε πολιτικές συναθροίσεις», καθώς και «να ανακαλύπτει και να προσαγάγει σε δίκη τους φυσικούς ή ηθικούς αυτουργούς» των «εγκλημάτων» της αφισοκόλλησης, της ανάρτησης πανό και της αναγραφής συνθημάτων στους τοίχους.

Οι θυελλώδεις αντιδράσεις υποχρέωσαν την κυβέρνηση ν’ αναδιπλωθεί, όχι όμως και να εγκαταλείψει τις προσπάθειες περιστολής της αριστερόστροφης ενδοπανεπιστημιακής «ανομίας».

Για τα χαρακτηριστικά αυτής της τελευταίας, αρκετά εύγλωττο είναι ένα μικροεπεισόδιο της εποχής έξω από τη Φιλοσοφική του ΑΠΘ: «όταν ενωμοτάρχης επιχείρησε να συλλάβη φοιτητή που διένειμε έντυπο του Κ.Κ.Ε.», διαβάζουμε στο «Βήμα» (11.11.1977), «ο φοιτητής προκειμένου να αποφύγει τη σύλληψη συγκρατήθηκε από το κιγκλίδωμα της πόρτας της αυλής της σχολής, ενώ συμφοιτητές του απομάκρυναν τον ενωμοτάρχη διεκδικώντας το δικαίωμα του πανεπιστημιακού ασύλου».

Από τον «Ριζοσπάστη» της ίδιας μέρας πληροφορούμαστε ότι πέντε μέλη της ΚΝΕ είχαν καταδικαστεί από δικαστήρια της συμπρωτεύουσας για διανομή... προεκλογικού υλικού χωρίς ειδική αστυνομική άδεια!

Ο υπουργός Παιδείας Γ. Ράλλης είχε πάλι απαγορεύσει κάθε προεκλογική εκδήλωση (της Αριστεράς) σε πανεπιστημιακούς χώρους· από τον νεοδημοκρατικό Τύπο, σαν ύψιστο δείγμα αντιεκπαιδευτικής «ασέβειας» –για το οποίο έπρεπε «να δοθούν εξηγήσεις»– προβλήθηκε μια ομιλία της Μαρίας Δαμανάκη εντός του Πολυτεχνείου («Βραδυνή», 9/11/1977)...

Στο θεσμικό επίπεδο, η κυβέρνηση Καραμανλή απέρριψε το 1975 πρόταση της αντιπολίτευσης για ρητή αναγνώριση του ασύλου από το νέο Σύνταγμα.

Ο βραχύβιος Ν. 815/1978 (που δεν εφαρμόστηκε, χάρη στη φοιτητική εξέγερση του 1979) το αγνόησε, η δε Επιτροπή Πρυτάνεων που συστήθηκε το 1980 για την αναμόρφωση των ΑΕΙ το παρέκαμψε, ισχυριζόμενη πως αποτελούσε «πολιτικό» και όχι εκπαιδευτικό ζήτημα. Τελικά, το πανεπιστημιακό άσυλο καθιερώθηκε νομοθετικά μόλις το 1982, από την πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.

Από τον Αντρέα στον Αδωνι

Η νομοθετική κατοχύρωση δεν απέτρεψε βέβαια ουκ ολίγες καταπατήσεις του ασύλου στην πράξη από αστυνομικά όργανα με διάφορες ευκαιρίες, όχι πάντα βίαιες.

Σύμφωνα με αναλυτικό πίνακα που δημοσιεύσαμε παλιότερα στον «Ιό», μεταξύ 1983 και 2006 σημειώθηκαν τουλάχιστον 13 εισβολές αστυνομικών ή στρατονόμων σε πανεπιστημιακούς χώρους, οι 9 δίχως άδεια των αρμόδιων πανεπιστημιακών οργάνων («Ελευθεροτυπία», 26.11.2006).

Πολύ περισσότερες υπήρξαν, φυσικά, οι περιπτώσεις στις οποίες τα μεν αρμόδια όργανα αρνήθηκαν ή απέφυγαν σχετική εξουσιοδότηση, η δε ΕΛ.ΑΣ. έκρινε προτιμότερο ν’ αφήσει τα πράγματα να εκτονωθούν.

Σε γενικές γραμμές, αυτό που καθόρισε τη στάση τόσο των μεν όσο και των δε ήταν ένας συνδυασμός τεχνικών και πολιτικών παραμέτρων. Σε ποιο βαθμό, δηλαδή, η εκάστοτε πολιτικοϊδεολογική συγκυρία επέτρεπε (ή και επέβαλλε) μια αστυνομική επέμβαση, λαμβάνοντας υπόψη το πιθανολογούμενο κάθε φορά κόστος σε ανθρώπινα θύματα ή/και ανεπιθύμητες σκηνές.

Στη γιορτή του Πολυτεχνείου το 1995, η άρση του ασύλου από τη Σύγκλητο του ΕΜΠ και η σύλληψη 483 αντιεξουσιαστών που βρέθηκαν εκεί τα ξημερώματα της επομένης δεν επιβλήθηκε μόνο από τις κραυγές των ιδιωτικών καναλιών, οι πολύωρες ζωντανές συνδέσεις των οποίων είχαν αναγάγει το κάψιμο μιας σημαίας σε μείζονα προβολή της δημόσιας τάξης.

Διευκολύνθηκε επίσης σημαντικά από την ταυτόχρονη αιματηρή εξέγερση των βαρυποινιτών του Κορυδαλλού, μέσω της οποίας η κοινή γνώμη είχε ήδη εθιστεί στην ιδέα μιας δυναμικής καταστολής, ακόμη και ενδεχόμενων θανάτων.

Παρόλο που τα κανάλια κράτησαν εξίσου αιμοβόρα στάση κατά την πολύμηνη εξέγερση της πανεπιστημιακής κοινότητας το 2006-2007 ενάντια στο «σχέδιο Γιαννάκου», η κυβέρνηση Καραμανλή απέφυγε να στείλει τα ΜΑΤ στις κατειλημμένες σχολές του αθηναϊκού κέντρου, ακόμη κι όταν αυτές μετατρέπονταν σε ορμητήρια συγκρούσεων.

Οπως εξηγούσαμε τότε με εκτενές φωτορεπορτάζ στην «Ελευθεροτυπία» (3.3.2007), η απροθυμία αυτή οφειλόταν κυρίως στο γεγονός ότι, πίσω από την τηλεοπτική βιτρίνα της σύγκρουσης μερικών δεκάδων διαδηλωτών με τα ΜΑΤ, τα κατειλημμένα ΑΕΙ λειτουργούσαν επίσης τις ίδιες ώρες ως καταφύγιο (και χώρος συνεδρίασης) χιλιάδων άλλων νέων − το μακέλεμα και η ομαδική δίωξη των οποίων θα μετατρεπόταν ταχύτατα σε πολιτικό μπούμερανγκ για τους εντολείς τους.

Οι εξελίξεις των επόμενων χρόνων επιβεβαίωσαν πλήρως αυτή την εκτίμηση. Μπορεί ο Ν. 3549 της Μαριέτας Γιαννάκου που ψηφίστηκε στις 8.3.2007 εν μέσω οδομαχιών να κατάργησε τις πολύπλοκες διαδικασίες του 1982, μεταφέροντας την αρμοδιότητα άρσης του ασύλου στο ολιγομελές Πρυτανικό Συμβούλιο, και να οριοθέτησε τον θεσμό ώστε να καλύπτει μόνο εκπαιδευτικές λειτουργίες, τα Δεκεμβριανά του 2008 απέδειξαν όμως με τον σαφέστερο δυνατό τρόπο τα πρακτικά όρια αυτής της θεσμικής τομής.

«Οι πανεπιστημιακές αρχές δεν κάλεσαν την αστυνομία, επειδή φοβούνταν πως η βία μπορούσε να κλιμακωθεί», ενημέρωσε κατόπιν εμπιστευτικά την αμερικανική πρεσβεία ο πρύτανης του ΕΚΠΑ Χρήστος Κίττας, διευκρινίζοντας πως, όταν ο ίδιος βολιδοσκόπησε τις φοιτητικές παρατάξεις γι’ αυτό το ενδεχόμενο, οι πάντες πλην της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ τον απείλησαν πως, «έτσι κι έκανε αυτό το βήμα, θα συνενώνονταν με τους αναρχικούς» (WikiLeaks, έκθεση αρ. 997 της 9/6/2009).

Ακολούθησε το 2011 ο Ν. 4009 της Αννας Διαμαντοπούλου, με την ευγενή στήριξη του Αδώνιδος Γεωργιάδη, βουλευτή τότε του ακροδεξιού ΛΑΟΣ.

Η υπερψήφισή του (και) από τη Ν.Δ. έγινε με όρο την πλήρη κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου και αποτέλεσε την πρόβα τζενεράλε για τη μετέπειτα συγκυβέρνηση των τριών κομμάτων με πρωθυπουργό τον τραπεζίτη Παπαδήμο.

Στην πράξη, το νέο πλαίσιο εφαρμόστηκε κυρίως από την κυβέρνηση Σαμαρά, με τα ΜΑΤ να μπαινοβγαίνουν στα ΑΕΙ για ψύλλου πήδημα αλλά και μεμονωμένους νταήδες της ΕΛ.ΑΣ. να προκαλούν αυτόβουλα διάφορα επεισόδια με φοιτητές. Η σχετική ειδησεογραφία της τριετίας, όπως αποτυπώθηκε σε εφημερίδες και πόρταλ, είναι κάτι παραπάνω από εύγλωττη.

Η τραγωδία ως φάρσα;

Το πανεπιστημιακό άσυλο επανήλθε σε ισχύ επί ΣΥΡΙΖΑ και υπουργίας του πανεπιστημιακού Κώστα Γαβρόγλου (Ν. 4485/2017).

Η σχετική διάταξη επαναφέρει την αρμοδιότητα του πρυτανικού συμβουλίου, διακηρύσσει πως ο θεσμός προστατεύει –πλην των ακαδημαϊκών λειτουργιών– «την κατοχύρωση των δημοκρατικών αξιών», επιτρέπει δε ρητά αυτεπάγγελτες επεμβάσεις της ΕΛ.ΑΣ. «σε περιπτώσεις κακουργημάτων και εγκλημάτων κατά της ζωής» − καμιά απολύτως σχέση, δηλαδή, με τη διάχυτη παραφιλολογία περί «ασυλίας εμπόρων ναρκωτικών» κ.λ.π.

Η πρόσφατη ανάδειξη του ασύλου σε επίκεντρο της προεκλογικής καμπάνιας του Κυριάκου Μητσοτάκη φαντάζει έτσι τουλάχιστον περίεργη: στην τετραετία που μεσολάβησε ούτε άξιο λόγου φοιτητικό κίνημα είχαμε, ούτε εντυπωσιακές συγκρούσεις μεταξύ αστυνομίας και διαδηλωτών με ορμητήριο κάποιον πανεπιστημιακό χώρο.

Τα εθιμικά δε μικροεπεισόδια στα περίχωρα του ΕΜΠ, συστατικό στοιχείο του σύγχρονου τουριστικού φολκόρ των Εξαρχείων, δύσκολα θα μπορούσαν ν’ αξιωθούν παρόμοια υπερπροβολή.

Να υποθέσουμε πως η όλη φασαρία έγινε για καθαρά επικοινωνιακούς λόγους; Μήπως, πάλι, την προκάλεσαν κάποια αθεράπευτα ψυχικά τραύματα της οικογένειας Μητσοτάκη από τη νικηφόρα πανεκπαιδευτική εξέγερση του 1990-1991;

Το πιθανότερο είναι, πάντως, να πρόκειται για άσκηση θεσμικής προπαρασκευής, με σκοπό τη μελλοντική καταστολή των αντιδράσεων που η κυβέρνηση αναμένει να πυροδοτήσουν τα μέτρα που μας ετοιμάζει.

Πηγή: Τάσος Κωστόπουλος - "Εφημερίδα των Συντακτών"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου