Δύο σωτήρες/μύστες του αρχαίου κόσμου όπως εμφανίζονται μέσα από κείμενα που αποτύπωσαν στιγμιότυπα για τη ζωή και το έργο τους
Επιμέλεια Παναγιώτης Φρούντζος, Δημοσιογράφος - "Αιρετικά"
Μελετώντας τις (δευτερογενείς) πηγές οι οποίες αναφέρονται στη δράση των επίδοξων σωτήρων της αρχαιότητας -κατά κύριο λόγο οι μεσσίες αυτοί κήρυξαν στις περιοχές της ανατολικής Μεσογείου που αποδείχτηκαν ανοιχτές να ακούσουν, να εγκολπωθούν τα σωτηριολογικά μηνύματα και να τα μεταρσιώσουν σε θρησκεία- ανακαλύπτουμε ότι η ζωή τους συμπίπτει σε πολλά σημεία.
Οι περισσότερες συμπτώσεις αφορούν τον βίο του Απολλώνιου Τυανέα και του Ιησού Χριστού, οι οποίοι «έζησαν» περίπου την ίδια χρονική περίοδο (τον πρώτο αιώνα μετά την κοινή χρονολόγηση), όπως τουλάχιστον προκύπτει από την έρευνα και την αντιπαραβολή του έργου του Φιλόστρατου -ο οποίος ασχολήθηκε με τα του Απολλώνιου- με έργα που ανέδειξαν τον πολυτάραχο βίο του Ιησού από τη Ναζαρέτ.
Ακολουθούν αποσπάσματα από το «Τα ες τον Τυανέα Απολλώνιον» του Φιλόστρατου (Εκδόσεις Κάκτος), τα οποία «συμπληρώνονται» από αντίστοιχα της χριστιανικής γραμματείας (είτε κανονικής είτε απόκρυφης) που αναφέρονται στον Χριστό.
Λένε πως γεννήθηκε σε λιβάδι κοντά στο μέρος όπου υπάρχει τώρα το ιερό του. Δεν πρέπει να αγνοούμε με ποιον τρόπο γεννήθηκε. Οταν έφτασε η μητέρα του στην ώρα του τοκετού ονειρεύτηκε πως έπρεπε να πάει στο λιβάδι για να μαζέψει λουλούδια. Οταν έφτασε εκεί, οι δούλες μάζευαν λουλούδια κι αυτή αποκοιμήθηκε στο γρασίδι. Κάποιοι κύκνοι που ζούσαν εκεί έστησαν χορό γύρω της καθώς κοιμόταν και σηκώνοντας τα φτερά, όπως συνηθίζουν, έβγαλαν φωνή όλοι μαζί - έπνεε και ζέφυρος στο λιβάδι.
Εκείνη πετάχτηκε πάνω από την ωδή και γέννησε. Κάθε έκπληξη μπορεί να προκαλέσει πρόωρη γέννα. Οι ντόπιοι λένε πως τη στιγμή που γεννήθηκε δημιουργήθηκε κεραυνός που φαινόταν πως θα πέσει στη γη, όμως έμεινε μετέωρος και χάθηκε ψηλά στον αιθέρα. Με όλα αυτά, νομίζω, οι θεοί ήθελαν να φανερώσουν και να προσημάνουν τη δόξα του άνδρα αυτού, την ανωτερότητά του πάνω σε όλα τα γήινα και το ότι είναι παρόμοιος με τους θεούς (Βιβλίο A ’, Κεφ. V).
Εγώ ο Ιωσήφ περπατούσα και όμως δεν προχωρούσα, έστρεψα το βλέμμα μου ψηλά και είδα τον αέρα πλημμυρισμένο με φως, σήκωσα τα μάτια μου στον ουρανό και τον είδα σταματημένο και τα ουράνια πουλιά ακίνητα. Και κοίταξα προς τη γη και είδα χάμω μια σκάφη και εργάτες ανασηκωμένους με τα χέρια μέσα στη σκάφη. Οσοι έτρωγαν δεν έτρωγαν και όσοι σήκωναν το κεφάλι δεν μπορούσαν να το κατεβάσουν, όσοι πάλι άνοιγαν το στόμα τους δεν μπορούσαν να το κλείσουν, αλλά ολωνών τα πρόσωπα ήταν στραμμένα προς τον ουρανό. Είδα και πρόβατα να περνούν και τα πρόβατα στάθηκαν ακίνητα και όταν ο βοσκός σήκωσε το χέρι του για να τα χτυπήσει έμεινε ψηλά. Και έριξα τα μάτια μου στον χείμαρρο και διέκρινα τα στόματα των μικρών προβάτων ανοιχτά χωρίς να πίνουν. Και ξαφνικά όλα εξακολούθησαν την πορεία τους (Πρωτευαγγέλιον Ιακώβου, 18,2, μτφρ. I. Καραβιδόπουλος).
Αυτό το θαύμα συνέβη στην Αθήνα όταν ένας νέος από την Κέρκυρα περιγέλασε την προτροπή του Απολλώνιου σε μια ομιλία του να μην πίνουν από το σπονδικό ποτήρι, άλλα να το φυλάνε μόνο για τις σπονδές για τους θεούς. Οταν λοιπόν ο νέος συνέχισε να γελάει και να υβρίζει έτσι τους θεούς, τότε τον κοίταξε και είπε: «Δεν είσαι εσύ ο υβριστής άλλα ο δαίμονας που σε κυρίευσε χωρίς να το ξέρεις».
Πράγματι ο νέος είχε κυριευθεί από δαίμονα εν αγνοία του, διότι γελούσε για πράγματα που σε άλλους δεν προκαλούσαν γέλιο, έκλαιγε χωρίς αιτία, μιλούσε μόνος του και τραγουδούσε. Πολλοί νόμιζαν ότι η ορμή της νιότης του οδηγούσε σε αυτά. Ομως εκείνος αποτελούσε φερέφωνο του δαίμονα και έμοιαζε μεθυσμένος με τις ανοησίες που έκανε τότε.
Οταν τον κοίταξε ο Απολλώνιος το δαιμόνιο έβγαλε φωνή φοβισμένη και οργισμένη, σαν άνθρωπος που καίγεται ή βασανίζεται και ορκίστηκε να εγκαταλείψει τον νέο και να μην κατακυριεύσει κανέναν άλλο άνθρωπο.
Οταν ο Απολλώνιος οργισμένος, σαν αφέντης που μιλούσε σε δούλο του αναξιόπιστο, πανούργο, αναιδή και τα παρόμοια, του είπε να αποδείξει με σημάδι ότι πράγματι έτσι θα έκανε, του είπε: «Θα ρίξω κάτω τον δείνα ανδριάντα», δείχνοντας προς τη βασιλική στοά όπου διαδραματιζόταν το περιστατικό.
Ο ανδριάντας κουνήθηκε πρώτα και έπειτα έπεσε. Ποιος θα μπορούσε να περιγράφει τον θόρυβο που ακολούθησε και το χειροκρότημα των παρευρισκομένων για το θαύμα; Τότε ο νέος, σαν να είχε μόλις ξυπνήσει, έτριψε τα μάτια του και κοίταξε προς τον ήλιο. Επειδή όλοι είχαν στραμμένο το βλέμμα τους πάνω του, ντράπηκε.
Είχε χαθεί το αδιάντροπο ύφος του και οι τρελές ματιές του από εδώ κι από εκεί και είχε επανέλθει στο φυσιολογικό του σαν να είχε θεραπευτεί με φάρμακα. Παράτησε τις πολυτελείς χλαμύδες και τα ελαφριά ενδύματα και γενικά τον συβαριτικό τρόπο ζωής, έγινε εραστής της λιτότητας και του φιλοσοφικού τρίβωνα και απογυμνώθηκε από τις παλιές του συνήθειες για να υιοθετήσει εκείνες του Απολλώνιου» (Βιβλίο Δ', Κεφ. XX).
Επειτα από αυτά έπλευσαν και αγκυροβόλησαν εις την χώραν των Γαδαρηνών, η οποία είναι αντίπερα από την Γαλιλαίον. Οταν δε ο Ιησούς εβγήκεν εις την ξηράν, τον συνάντησεν ένας άνθρωπος της πόλεως εκείνης, ο οποίος είχε μέσα του δαιμόνια από πολλά χρόνια και δεν εφορούσε ένδυμα και δεν έμενε σε σπίτι, αλλά μέσα εις τα μνήματα.
Οταν όμως είδε τον Ιησούν εκραύγασε δυνατά, έπεσεν εις τα πόδια του και με φωνήν μεγάλην είπε: «Ποια σχέσις υπάρχει ανάμεσα εις εμέ και σε, Ιησού, Υιέ του Θεού του Υψίστου; Σε παρακαλώ, μη με βασανίσης και μη με κλείσης από τώρα στον φρικτόν Αδην». Είπε δε αυτά ο δαιμονιζόμενος, διότι ο Χριστός διέταξε το ακάθαρτον πνεύμα να βγη και να φύγη από τον άνθρωπον, επειδή από πολλά χρόνια τον είχεν αρπάξει και κυριεύσει. Οι δε άλλοι άνθρωποι, ένεκα της αγριότητος αυτού, τον έδεναν με αλυσίδες και με ισχυρά δεσμά εις τα πόδια, διά να τον φυλάσσουν, ώστε να μη επιτίθεται και κακοποιή τους άλλους. Αλλά αυτός έσπαζε τα δεσμά και ωδηγείτο βιαίως από τον δαίμονα εις ερημικούς τόπους.
Τον ερώτησε δε ο Ιησούς, λέγων: «ποιο είναι το όνομά σου;». Εκείνος δε απήντησε: «λεγεών». Διότι πολλά δαιμόνια είχαν εισέλθει στον άνθρωπον αυτόν. Και παρακαλούσαν τα δαιμόνια αυτόν να μη τα διατάξη και πάνε εις τα τρίσβαθα του Αδου. Ητο δε εκεί μία αγέλη με πολλούς χοίρους, που έβοσκαν στο βουνό· και τον παρακαλούσαν τα δαιμόνια να τους δώση την άδειαν να μπουν εις εκείνους τους χοίρους. Και τους το επέτρεψεν ο Κύριος (διότι κατά λόγον δικαιοσύνης έπρεπε να τιμωρηθούν με την απώλειαν των χοίρων οι ιδιοκτήται των, επειδή τους έτρεφαν, μολονότι αυτό απηγορεύετο από τον μωσαϊκόν νόμον).
Αφού δε εξήλθον τα δαιμόνια από τον άνθρωπον, εμπήκαν στους χοίρους και ώρμησε ασυγκράτητο όλο το κοπάδι επάνω στον κρυμνόν, ερρίφθη από εκεί εις την θάλασσαν και επνίγησαν οι χοίροι. Οταν δε οι βοσκοί είδαν το γεγονός αυτό, έφυγαν και το ανήγγειλαν εις την πόλιν και εις όσους συναντούσαν, από αυτούς που έμεναν στους αγρούς.
Εβγήκαν δε από την πόλιν οι άνθρωποι, διά να ίδουν αυτό που έγινε. Ηλθαν στον Ιησούν και είδαν τον άνθρωπον από τον οποίον είχαν βγη τα δαιμόνια να κάθεται κοντά εις τα πόδια του Ιησού, ντυμένος, ήρεμος και φρόνιμος και εφοβήθησαν. Είχαν δε διηγηθή εις αυτούς εκείνοι που είδαν το γεγονός πώς ελευθερώθηκε ο δαιμονιζόμενος. Και όλον το πλήθος της περιοχής των Γαδαρηνών τον παρεκάλεσαν να φύγη από αυτούς, διότι είχαν κυριευθή από μεγάλον φόβον διά την τιμωρίαν που τους επεβλήθη.
Ενοχοι δε και δι’ άλλα καθώς ήσαν, εφοβούντο πολύ και άλλας τιμωρίας. Ο δε Ιησούς εμπήκε στο πλοίον και επέστρεψε. Παρακαλούσε δε αυτόν ο άνθρωπος, από τον οποίον είχαν βγη τα δαιμόνια, να μένη μαζή του. Ο Ιησούς όμως τον έστειλε ειρηνικά εις την πόλιν του, λέγων: «Γύρισε στο σπίτι σου και να διηγήσαι όσα έκαμε εις σε ο Θεός». Και εκείνος έφυγε και διαλαλούσε εις όλην την πόλιν, όσα ο Ιησούς έκαμε εις αυτόν (Κατά Λουκάν, 8,26-39, απόδοση I. Θ. Κολιτσάρας).
Κάποτε που μιλούσε σχετικά με την κοινοκτημοσύνη και δίδασκε ότι τα μέλη της κοινωνίας πρέπει να αλληλοβοηθιούνται, πάνω στα δέντρα κάθονταν σπουργίτια σιωπηλά και μόνο ένα από αυτά πέταξε βγάζοντας φωνή σαν να ήθελε να παρακινήσει τα υπόλοιπα σε κάτι. Αυτά μόλις άκουσαν τη φωνή σηκώθηκαν και πάταξαν φωνάζοντας κάτω από την καθοδήγηση του ενός.
Ο Απολλώνιος συνέχισε την ομιλία του γιατί ήξερε τι έκανε τα σπουργίτια να πετάξουν. Δεν το εξήγησε όμως στους άλλους. Επειδή παρ’ όλα αυτά όλοι σήκωσαν τα μάτια τους ψηλά κοιτάζοντας τα πουλιά και μερικοί από άγνοια θεώρησαν το περιστατικό αξιοπερίεργο, ο Απολλώνιος ξέφυγε από τη ροή του λόγου του και είπε; «Ενα παιδί ενώ μετέφερε σιτάρι μέσα σε δοχείο, γλίστρησε. Στη συνέχεια συγκέντρωσε τους σπόρους απρόσεχτα και έφυγε αφήνοντας πολλούς σκόρπιους στο τάδε στενό. Το σπουργίτι αυτό είχε την τύχη να δει το συμβάν και ήρθε να αναγγείλει και στα άλλα το απρόσμενο εύρημα και να τα καλέσει να συμφάγουν».
Οι περισσότεροι ακροατές έφυγαν να πάνε εκεί, και ο Απολλώνιος συνέχισε να μιλάει σ’ αυτούς που παρέμειναν συνεχίζοντας τον λόγο που είχε στο μυαλό του περί κοινοκτημοσύνης. Οταν ήρθαν και οι άλλοι, φωνάζοντας και γεμάτοι θαυμασμό, είπε; «Βλέπετε με πόση επιμέλεια τα σπουργίτια φροντίζουν το ένα το άλλο και χαίρονται με αυτή την κοινοκτημοσύνη. Εμείς απαξιούμε για κάτι τέτοιο και αν δούμε κάποιον να μοιράζεται ό,τι έχει με άλλους, τον κατηγορούμε για σπατάλη, έπαρση και τα παρόμοια, ενώ αυτούς που φροντίζει τους λέμε παράσιτα και κόλακες» (Βιβλίο Δ', Κεφ. III).
Μια μέρα πλησίασε τον Ιησού ένας νομικός, που ήθελε να τον πειράξει και του είπε; «Δάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;». Ο Ιησούς του απάντησε: «Τι γράφει στον Νόμο; Εσύ μελετάς τον Νόμο. Ξέρεις λοιπόν τι γράφει». Και είπε ο νομικός: «Να αγαπήσεις τον Κύριο και θεό σου με όλη σου την καρδιά και όλη σου την ψυχή και όλη σου τη δύναμη και όλο σου τον νου και να αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου». Τότε του αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Πολύ σωστά απάντησες. Αυτά να κάνεις και θα αποκτήσεις την αιώνια ζωή». Ο νομικός, θέλοντας να δικαιολογηθεί γιατί έκαμε αυτή την ερώτηση στον Χριστό, ξαναρώτησε; «Και ποιος είναι για μένα ο πλησίον;».
Πήρε λοιπόν αφορμή από αυτή την ερώτηση ο Χριστός και είπε την εξής παραβολή: ένας άνθρωπος κατέβαινε από τα Ιεροσόλυμα προς την Ιεριχώ. Στον δρόμο έπεσε στα χέρια ληστών. Αυτοί αφού του πήραν όσα πράγματα είχε, του έκλεψαν και τα ρούχα, τον πλήγωσαν και έτσι
μισοπεθαμένο τον άφησαν στην ερημιά.
Κατά σύμπτωση από εκείνον τον δρόμο περνούσε ένας ιερέας. Αυτός είδε τον πληγωμένο αλλά τον προσπέρασε χωρίς να τον βοηθήσει. Σε λίγο έφτασε στον τόπο εκείνο κι ένας λευίτης (νεωκόρος στον Ναό). Είδε κι αυτός τον πληγωμένο, αλλά κι αυτός έφυγε χωρίς να βοηθήσει.
Ενας περαστικός Σαμαρείτης όμως πλησίασε και μόλις είδε τον χτυπημένο τον λυπήθηκε. Αμέσως κατέβηκε από το ζώο του, περιποιήθηκε τις πληγές με κρασί και λάδι και τις περιέδεσε. Μετά τον φόρτωσε στο ζώο του και τον μετέφερε σε ένα πανδοχείο. Εδωσε μάλιστα στον ξενοδόχο αρκετά χρήματα και του είπε: «Περιποιήσου τον πληγωμένο μέχρι να γίνει καλά. Αν σου χρειαστούν περισσότερα χρήματα, στον γυρισμό θα σου τα δώσω».
Μετά ο Ιησούς ρώτησε τον νομικό: «Λοιπόν, ποιος από τους τρεις φέρθηκε ως πλησίον σ’ αυτόν τον άτυχο που έπεσε στα χέρια των ληστών;». Κι εκείνος απάντησε: «Αυτός που έδειξε ευσπλαχνία». «Πήγαινε λοιπόν και κάμε κι εσύ το ίδιο» είπε ο Ιησούς (Κατά Λουκάν, I' 25-37).
Ενα από τα θαύματα του Απολλώνιου είναι και το εξής: μια κοπέλα είχε πεθάνει, όπως φαινόταν, τον καιρό του γάμου της και ο γαμπρός ακολουθούσε το φέρετρο θρηνώντας για τον ανολοκλήρωτο γάμο. Μαζί του θρηνούσε όλη η Ρώμη γιατί η κοπέλα καταγόταν από οικογένεια υπάτων.
Ο Απολλώνιος έτυχε να παρευρεθεί σε αυτήν τη συμφορά και είπε: «Αφήστε κάτω το φέρετρο κι εγώ θα δώσω τέλος στα δάκρυα που χύνετε για τη νέα». Αμέσως ρώτησε το όνομα της κοπέλας. Οι περισσότεροι νόμισαν πως θα εκφωνήσει λόγο σαν τους επικήδειους που συνήθιζαν θρήνους, όμως ο Απολλώνιος το μόνο που έκανε ήταν να αγγίξει την κοπέλα και αφού ψιθύρισε κάτι, ξύπνησε την κοπέλα από τον φαινομενικό θάνατο.
Η νέα έβγαλε μια φωνή και επέστρεψε στο σπίτι του πατέρα της, όπως η Αλκηστη όταν ο Ηρακλής την ξαναέφερε στη ζωή. Οι συγγενείς ήθελαν να του δώσουν χρηματική αμοιβή εκατόν πενήντα χιλιάδες, όμως τους είπε να κρατήσουν τα χρήματα για την προίκα της νέας (Βιβλίο Δ', Κεφ. XLV).
Οταν, λοιπόν, ήρθε ο Ιησούς, τον βρήκε να είναι κιόλας τέσσερις μέρες μέσα στο μνήμα. Στο μεταξύ, επειδή η Βηθανία ήταν κοντά στα Ιεροσόλυμα, σε μια απόσταση μόλις τριών χιλιομέτρων, είχαν έρθει πολλοί από τους Ιουδαίους κοντά στη Μάρθα και τη Μαρία για να τις παρηγορήσουν για τον αδερφό τους.
Μόλις, λοιπόν, άκουσε η Μάρθα ότι έρχεται ο Ιησούς, βγήκε σε προϋπάντησή του, ενώ η Μαρία καθόταν στο σπίτι. Είπε τότε η Μάρθα στον Ιησού: «Κύριε, αν ήσουν εδώ, ο αδερφός μου δεν θα είχε πεθάνει. Αλλά και τώρα είμαι βέβαιη πως ό,τι κι αν ζητήσεις από τον Θεό, θα σου το δώσει ο Θεός». Της λέει ο Ιησούς: «Ο αδερφός σου θ’ αναστηθεί». Του λέει η Μάρθα: «Το ξέρω πως θ’ αναστηθεί την ημέρα της ανάστασης». Ο Ιησούς της είπε: «Εγώ είμαι η Ανάσταση και η Ζωή. Οποιος πιστεύει σ’ εμένα, κι αν πεθάνει, θα ζήσει. Και όποιος ζει και πιστεύει σ’ εμένα, αυτός, όχι, δεν θα πεθάνει ποτέ. Το πιστεύεις αυτό;». Του λέει: «Ναι, Κύριε, εγώ το έχω πιστέψει ότι εσύ είσαι ο Χριστός, ο Γιος του Θεού, για τον οποίο έχουμε την υπόσχεση πως θα έρθει στον κόσμο».
Κι αφού τα είπε αυτά, πήγε και φώναξε κρυφά την αδερφή της τη Μαρία, λέγοντας: «Ο Δάσκαλος έχει έρθει και σε φωνάζει». Μόλις το άκουσε εκείνη, σηκώνεται βιαστικά κι έρχεται κοντά του. Ο Ιησούς όμως δεν είχε έρθει ακόμη στο χωριό, αλλά ήταν στον τόπο που τον είχε συναντήσει η Μάρθα. Οι Ιουδαίοι τότε που ήταν μαζί της στο σπίτι και την παρηγορούσαν, όταν είδαν πως η Μαρία σηκώθηκε και βγήκε έξω βιαστικά, την ακολούθησαν νομίζοντας πως πηγαίνει στο μνήμα για να κλάψει εκεί. Η Μαρία, λοιπόν, μόλις έφτασε εκεί που ήταν ο Ιησούς, τον είδε κι έπεσε στα πόδια του λέγοντάς του: «Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδερφός μου». Τότε ο Ιησούς, καθώς την είδε να κλαίει και να κλαίνε επίσης και οι Ιουδαίοι που είχαν έρθει μαζί της, συνταράχθηκε νιώθοντας βαθιά συγκίνηση και είπε: «Πού τον έχετε θάψει;». Του λένε: «Κύριε, έλα να δεις». Ο Ιησούς δάκρυσε. Ελεγαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι: «Δες πόσο τον αγαπούσε!». Μερικοί, πάλι, απ’ αυτούς, είπαν: «Δεν μπορούσε άραγε αυτός που άνοιξε τα μάτια του τυφλού να κάνει κάτι και γι’ αυτόν ώστε να μην πεθάνει;».
Ο Ιησούς τότε, βαθιά συγκινημένος πάλι, έρχεται στο μνήμα. Και ήταν αυτό ένα κοίλωμα πάνω στο οποίο ήταν τοποθετημένη μια πέτρα. Λέει ο Ιησούς: «Σηκώστε την πέτρα». Του λέει τότε η Μάρθα, η αδερφή του πεθαμένου: «Κύριε, τώρα πια θα μυρίζει, γιατί είναι κιόλας η τέταρτη μέρα». Της λέει ο Ιησούς: «Δεν σου είπα πως αν πιστέψεις, θα δεις τη δόξα του Θεού;».
Σήκωσαν, λοιπόν, την πέτρα από εκεί που βρισκόταν τοποθετημένος ο νεκρός. Τότε ο Ιησούς σήκωσε τα μάτια του ψηλά και είπε: «Πατέρα, σ’ ευχαριστώ που με άκουσες. Κι εγώ βέβαια το ξέρω πως με ακούς πάντοτε, αλλά το είπα για τον κόσμο που παρευρίσκεται εδώ, ώστε να πιστέψουν πως εσύ με απέστειλες». Κι αφού τα είπε αυτά φώναξε με δυνατή φωνή: «Λάζαρε, βγες έξω». Βγήκε τότε ο πεθαμένος με τα πόδια και τα χέρια του δεμένα με πάνινες λουρίδες. Το πρόσωπό του ήταν επίσης περιτυλιγμένο με ύφασμα. Τους λέει ο Ιησούς: «Λύστε τον και αφήστε τον να περπατήσει» (Κατά Ιωάννην, Π, 17-44).
Είχε πάει στα Τύανα ένας θρασύς νέος, έτοιμος για φιλονικία και χωρίς διάθεση να παραδεχθεί την αλήθεια (ότι ο Απολλώνιος αναλήφθηκε στους ουρανούς).
Ο Απολλώνιος είχε ήδη φύγει από τους ανθρώπους, ωστόσο όλοι εξακολουθούσαν να είναι έκπληκτοι για τη μεταβολή της φύσης του, κανείς όμως δεν τολμούσε να πει πως δεν είναι αθάνατος. Γι’ αυτό και οι περισσότερες συζητήσεις αφορούσαν την ψυχή, γιατί ήταν εκεί και πολλοί νέοι πού είχαν έφεση προς τη σοφία. Ο περί ου ο λόγος νέος όμως δεν συμφωνούσε καθόλου με την αθανασία της ψυχής και είπε: «Εγώ, φίλοι, εδώ και δέκα μήνες σχεδόν παρακαλώ τον Απολλώνιο να μου αποκαλύψει την αλήθεια σχετικά με την ψυχή, όμως είναι τόσο νεκρός που δεν μ’ ακούει που τον παρακαλώ ούτε με πείθει για την αθανασία του».
Ετσι είπε ο νέος και έπειτα από πέντε μέρες, ενώ συζητούσαν για τα ίδια πράγματα κι αυτόν τον πήρε ο ύπνος εκεί που μιλούσαν και οι άλλοι νέοι ήταν απασχολημένοι με τα βιβλία και με γεωμετρικούς τύπους που τους χάραζαν πάνω στη γη, πετάχτηκε από τον ύπνο του σαν μανιασμένος και, μισοκοιμισμένος ακόμη, με τον ιδρώτα του να τρέχει ποτάμι, φώναζε: «Σε πιστεύω». Οταν τον ρώτησαν τι έχει πάθει, «δεν βλέπετε» είπε, «τον σοφό Απολλώνιο που είναι ανάμεσά μας, ακούει τις συζητήσεις μας και ψάλλει ραψωδίες υπέροχες για την ψυχή;».
«Πού είναι;» του είπαν, «δεν τον βλέπουμε πουθενά, αν και θα το θέλαμε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο ανθρώπινο αγαθό». «Φαίνεται πως μόνο σ’ εμένα παρουσιάστηκε για να με πείσει για όσα δεν πίστευα» είπε ο νέος.
Ακούστε τι λέει: «Η ψυχή είναι αθάνατη και δεν ανήκει σ’ εσένα άλλα στη θεία πρόνοια. Το σώμα μαραίνεται κι αυτή σαν γρήγορο άλογο ελευθερώνεται από τα δεσμό, φεύγει γρήγορα και γίνεται ένα με τον ελαφρό αέρα αποδοκιμάζοντας τη φοβερή και δυσβάσταχτη φροντίδα. Τι θα κερδίσεις μ’ αυτά; Κάποτε, που δεν θα υπάρχεις πια, θα τα πιστέψεις. Οσο είσαι ζωντανός γιατί προσπαθείς να βρεις εξηγήσεις σ’ αυτά; Αυτά ήταν τα σαφή λόγια του Απολλώνιου, σαν λόγια θεού, για τα μυστήρια της ψυχής, για να βαδίζουμε εύθυμοι και με γνώση της φύσης μας στον δρόμο που ορίζουν οι Μοίρες.
Τάφο ή κενοτάφιο τους ανδρός δεν είδα πουθενά, παρόλο που επισκέφτηκα το μεγαλύτερο τμήμα της γης. Παντού λέγονται ιστορίες παράδοξες που μιλούν για τη θεϊκή φύση του. Στο ιερό του στα Τύανα γίνονται τελετές που ταιριάζουν σε βασιλιάδες γιατί ακόμη και αυτοί τον θεωρούσαν άξιο να τιμάται με τον τρόπο που τιμώνται οι ίδιοι» (Βιβλίο Θ', Κεφ. XXXI).
Ενώ λοιπόν ήταν βράδυ την ημέρα εκείνη, την πρώτη μετά το Σάββατο, και ενώ οι θύρες ήταν κλεισμένες εκεί όπου ήταν οι μαθητές για τον φόβο των Ιουδαίων, ήρθε ο Ιησούς και στάθηκε στο μέσο και τους λέει: «Ειρήνη σ’ εσάς». Και αφού είπε αυτό, έδειξε τα χέρια και την πλευρά του σ’ αυτούς. Χάρηκαν τότε οι μαθητές όταν είδαν τον Κύριο. Τους είπε λοιπόν πάλι ο Ιησούς: «Ειρήνη σ’ εσάς. Καθώς με έχει αποστείλει ο Πατέρας κι εγώ στέλνω εσάς». Και όταν είπε αυτό, φύσηξε πάνω τους και τους λέει: «Λάβετε Πνεύμα Αγιο. Αν σε κάποιους αφήσετε τις αμαρτίες, έχουν αφεθεί σ’ αυτούς· αν σε κάποιους τις κρατάτε, έχουν κρατηθεί».
Ο Θωμάς, όμως, ένας από τους δώδεκα, ο λεγόμενος Δίδυμος, δεν ήταν μαζί τους όταν ήρθε ο Ιησούς. Του έλεγαν λοιπόν οι άλλοι μαθητές: «Εχουμε δει τον Κύριο!» Εκείνος τους είπε: «Αν δε δω στα χέρια του το σημάδι των καρφιών και δεν βάλω το δάχτυλό μου στο σημάδι των καρφιών και δεν βάλω το χέρι μου στην πλευρά του, δεν θα πιστέψω».
Και ύστερα από οχτώ ημέρες ήταν πάλι μέσα οι μαθητές του και ο Θωμάς μαζί τους. Ερχεται ο Ιησούς, ενώ ήταν οι θύρες κλεισμένες, στάθηκε στο μέσο και είπε: «Ειρήνη σ’ εσάς». Επειτα λέει στον Θωμά: «Φέρε το δάχτυλό σου εδώ και δες τα χέρια μου και φέρε το χέρι σου και βάλε το στην πλευρά μου και μη γίνεσαι άπιστος αλλά πιστός». Αποκρίθηκε ο Θωμάς και του είπε: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου!». Του λέει ο Ιησούς: «Επειδή με έχεις δει έχεις πιστέψει; Μακάριοι όσοι δεν με είδαν και όμως πίστεψαν» (Κατά Ιωάννην, 20,19-31).
Επιμέλεια Παναγιώτης Φρούντζος, Δημοσιογράφος - "Αιρετικά"
Μελετώντας τις (δευτερογενείς) πηγές οι οποίες αναφέρονται στη δράση των επίδοξων σωτήρων της αρχαιότητας -κατά κύριο λόγο οι μεσσίες αυτοί κήρυξαν στις περιοχές της ανατολικής Μεσογείου που αποδείχτηκαν ανοιχτές να ακούσουν, να εγκολπωθούν τα σωτηριολογικά μηνύματα και να τα μεταρσιώσουν σε θρησκεία- ανακαλύπτουμε ότι η ζωή τους συμπίπτει σε πολλά σημεία.
Οι περισσότερες συμπτώσεις αφορούν τον βίο του Απολλώνιου Τυανέα και του Ιησού Χριστού, οι οποίοι «έζησαν» περίπου την ίδια χρονική περίοδο (τον πρώτο αιώνα μετά την κοινή χρονολόγηση), όπως τουλάχιστον προκύπτει από την έρευνα και την αντιπαραβολή του έργου του Φιλόστρατου -ο οποίος ασχολήθηκε με τα του Απολλώνιου- με έργα που ανέδειξαν τον πολυτάραχο βίο του Ιησού από τη Ναζαρέτ.
Ακολουθούν αποσπάσματα από το «Τα ες τον Τυανέα Απολλώνιον» του Φιλόστρατου (Εκδόσεις Κάκτος), τα οποία «συμπληρώνονται» από αντίστοιχα της χριστιανικής γραμματείας (είτε κανονικής είτε απόκρυφης) που αναφέρονται στον Χριστό.
Η γέννηση του Απολλώνιου
Λένε πως γεννήθηκε σε λιβάδι κοντά στο μέρος όπου υπάρχει τώρα το ιερό του. Δεν πρέπει να αγνοούμε με ποιον τρόπο γεννήθηκε. Οταν έφτασε η μητέρα του στην ώρα του τοκετού ονειρεύτηκε πως έπρεπε να πάει στο λιβάδι για να μαζέψει λουλούδια. Οταν έφτασε εκεί, οι δούλες μάζευαν λουλούδια κι αυτή αποκοιμήθηκε στο γρασίδι. Κάποιοι κύκνοι που ζούσαν εκεί έστησαν χορό γύρω της καθώς κοιμόταν και σηκώνοντας τα φτερά, όπως συνηθίζουν, έβγαλαν φωνή όλοι μαζί - έπνεε και ζέφυρος στο λιβάδι.
Εκείνη πετάχτηκε πάνω από την ωδή και γέννησε. Κάθε έκπληξη μπορεί να προκαλέσει πρόωρη γέννα. Οι ντόπιοι λένε πως τη στιγμή που γεννήθηκε δημιουργήθηκε κεραυνός που φαινόταν πως θα πέσει στη γη, όμως έμεινε μετέωρος και χάθηκε ψηλά στον αιθέρα. Με όλα αυτά, νομίζω, οι θεοί ήθελαν να φανερώσουν και να προσημάνουν τη δόξα του άνδρα αυτού, την ανωτερότητά του πάνω σε όλα τα γήινα και το ότι είναι παρόμοιος με τους θεούς (Βιβλίο A ’, Κεφ. V).
Η γέννηση του Ιησού
Εγώ ο Ιωσήφ περπατούσα και όμως δεν προχωρούσα, έστρεψα το βλέμμα μου ψηλά και είδα τον αέρα πλημμυρισμένο με φως, σήκωσα τα μάτια μου στον ουρανό και τον είδα σταματημένο και τα ουράνια πουλιά ακίνητα. Και κοίταξα προς τη γη και είδα χάμω μια σκάφη και εργάτες ανασηκωμένους με τα χέρια μέσα στη σκάφη. Οσοι έτρωγαν δεν έτρωγαν και όσοι σήκωναν το κεφάλι δεν μπορούσαν να το κατεβάσουν, όσοι πάλι άνοιγαν το στόμα τους δεν μπορούσαν να το κλείσουν, αλλά ολωνών τα πρόσωπα ήταν στραμμένα προς τον ουρανό. Είδα και πρόβατα να περνούν και τα πρόβατα στάθηκαν ακίνητα και όταν ο βοσκός σήκωσε το χέρι του για να τα χτυπήσει έμεινε ψηλά. Και έριξα τα μάτια μου στον χείμαρρο και διέκρινα τα στόματα των μικρών προβάτων ανοιχτά χωρίς να πίνουν. Και ξαφνικά όλα εξακολούθησαν την πορεία τους (Πρωτευαγγέλιον Ιακώβου, 18,2, μτφρ. I. Καραβιδόπουλος).
Ο Απολλώνιος εκβάλλει τον δαίμονα
Αυτό το θαύμα συνέβη στην Αθήνα όταν ένας νέος από την Κέρκυρα περιγέλασε την προτροπή του Απολλώνιου σε μια ομιλία του να μην πίνουν από το σπονδικό ποτήρι, άλλα να το φυλάνε μόνο για τις σπονδές για τους θεούς. Οταν λοιπόν ο νέος συνέχισε να γελάει και να υβρίζει έτσι τους θεούς, τότε τον κοίταξε και είπε: «Δεν είσαι εσύ ο υβριστής άλλα ο δαίμονας που σε κυρίευσε χωρίς να το ξέρεις».
Πράγματι ο νέος είχε κυριευθεί από δαίμονα εν αγνοία του, διότι γελούσε για πράγματα που σε άλλους δεν προκαλούσαν γέλιο, έκλαιγε χωρίς αιτία, μιλούσε μόνος του και τραγουδούσε. Πολλοί νόμιζαν ότι η ορμή της νιότης του οδηγούσε σε αυτά. Ομως εκείνος αποτελούσε φερέφωνο του δαίμονα και έμοιαζε μεθυσμένος με τις ανοησίες που έκανε τότε.
Οταν τον κοίταξε ο Απολλώνιος το δαιμόνιο έβγαλε φωνή φοβισμένη και οργισμένη, σαν άνθρωπος που καίγεται ή βασανίζεται και ορκίστηκε να εγκαταλείψει τον νέο και να μην κατακυριεύσει κανέναν άλλο άνθρωπο.
Οταν ο Απολλώνιος οργισμένος, σαν αφέντης που μιλούσε σε δούλο του αναξιόπιστο, πανούργο, αναιδή και τα παρόμοια, του είπε να αποδείξει με σημάδι ότι πράγματι έτσι θα έκανε, του είπε: «Θα ρίξω κάτω τον δείνα ανδριάντα», δείχνοντας προς τη βασιλική στοά όπου διαδραματιζόταν το περιστατικό.
Ο ανδριάντας κουνήθηκε πρώτα και έπειτα έπεσε. Ποιος θα μπορούσε να περιγράφει τον θόρυβο που ακολούθησε και το χειροκρότημα των παρευρισκομένων για το θαύμα; Τότε ο νέος, σαν να είχε μόλις ξυπνήσει, έτριψε τα μάτια του και κοίταξε προς τον ήλιο. Επειδή όλοι είχαν στραμμένο το βλέμμα τους πάνω του, ντράπηκε.
Είχε χαθεί το αδιάντροπο ύφος του και οι τρελές ματιές του από εδώ κι από εκεί και είχε επανέλθει στο φυσιολογικό του σαν να είχε θεραπευτεί με φάρμακα. Παράτησε τις πολυτελείς χλαμύδες και τα ελαφριά ενδύματα και γενικά τον συβαριτικό τρόπο ζωής, έγινε εραστής της λιτότητας και του φιλοσοφικού τρίβωνα και απογυμνώθηκε από τις παλιές του συνήθειες για να υιοθετήσει εκείνες του Απολλώνιου» (Βιβλίο Δ', Κεφ. XX).
Ο Ιησούς θεραπεύει δαιμονισμένο
Επειτα από αυτά έπλευσαν και αγκυροβόλησαν εις την χώραν των Γαδαρηνών, η οποία είναι αντίπερα από την Γαλιλαίον. Οταν δε ο Ιησούς εβγήκεν εις την ξηράν, τον συνάντησεν ένας άνθρωπος της πόλεως εκείνης, ο οποίος είχε μέσα του δαιμόνια από πολλά χρόνια και δεν εφορούσε ένδυμα και δεν έμενε σε σπίτι, αλλά μέσα εις τα μνήματα.
Οταν όμως είδε τον Ιησούν εκραύγασε δυνατά, έπεσεν εις τα πόδια του και με φωνήν μεγάλην είπε: «Ποια σχέσις υπάρχει ανάμεσα εις εμέ και σε, Ιησού, Υιέ του Θεού του Υψίστου; Σε παρακαλώ, μη με βασανίσης και μη με κλείσης από τώρα στον φρικτόν Αδην». Είπε δε αυτά ο δαιμονιζόμενος, διότι ο Χριστός διέταξε το ακάθαρτον πνεύμα να βγη και να φύγη από τον άνθρωπον, επειδή από πολλά χρόνια τον είχεν αρπάξει και κυριεύσει. Οι δε άλλοι άνθρωποι, ένεκα της αγριότητος αυτού, τον έδεναν με αλυσίδες και με ισχυρά δεσμά εις τα πόδια, διά να τον φυλάσσουν, ώστε να μη επιτίθεται και κακοποιή τους άλλους. Αλλά αυτός έσπαζε τα δεσμά και ωδηγείτο βιαίως από τον δαίμονα εις ερημικούς τόπους.
Τον ερώτησε δε ο Ιησούς, λέγων: «ποιο είναι το όνομά σου;». Εκείνος δε απήντησε: «λεγεών». Διότι πολλά δαιμόνια είχαν εισέλθει στον άνθρωπον αυτόν. Και παρακαλούσαν τα δαιμόνια αυτόν να μη τα διατάξη και πάνε εις τα τρίσβαθα του Αδου. Ητο δε εκεί μία αγέλη με πολλούς χοίρους, που έβοσκαν στο βουνό· και τον παρακαλούσαν τα δαιμόνια να τους δώση την άδειαν να μπουν εις εκείνους τους χοίρους. Και τους το επέτρεψεν ο Κύριος (διότι κατά λόγον δικαιοσύνης έπρεπε να τιμωρηθούν με την απώλειαν των χοίρων οι ιδιοκτήται των, επειδή τους έτρεφαν, μολονότι αυτό απηγορεύετο από τον μωσαϊκόν νόμον).
Αφού δε εξήλθον τα δαιμόνια από τον άνθρωπον, εμπήκαν στους χοίρους και ώρμησε ασυγκράτητο όλο το κοπάδι επάνω στον κρυμνόν, ερρίφθη από εκεί εις την θάλασσαν και επνίγησαν οι χοίροι. Οταν δε οι βοσκοί είδαν το γεγονός αυτό, έφυγαν και το ανήγγειλαν εις την πόλιν και εις όσους συναντούσαν, από αυτούς που έμεναν στους αγρούς.
Εβγήκαν δε από την πόλιν οι άνθρωποι, διά να ίδουν αυτό που έγινε. Ηλθαν στον Ιησούν και είδαν τον άνθρωπον από τον οποίον είχαν βγη τα δαιμόνια να κάθεται κοντά εις τα πόδια του Ιησού, ντυμένος, ήρεμος και φρόνιμος και εφοβήθησαν. Είχαν δε διηγηθή εις αυτούς εκείνοι που είδαν το γεγονός πώς ελευθερώθηκε ο δαιμονιζόμενος. Και όλον το πλήθος της περιοχής των Γαδαρηνών τον παρεκάλεσαν να φύγη από αυτούς, διότι είχαν κυριευθή από μεγάλον φόβον διά την τιμωρίαν που τους επεβλήθη.
Ενοχοι δε και δι’ άλλα καθώς ήσαν, εφοβούντο πολύ και άλλας τιμωρίας. Ο δε Ιησούς εμπήκε στο πλοίον και επέστρεψε. Παρακαλούσε δε αυτόν ο άνθρωπος, από τον οποίον είχαν βγη τα δαιμόνια, να μένη μαζή του. Ο Ιησούς όμως τον έστειλε ειρηνικά εις την πόλιν του, λέγων: «Γύρισε στο σπίτι σου και να διηγήσαι όσα έκαμε εις σε ο Θεός». Και εκείνος έφυγε και διαλαλούσε εις όλην την πόλιν, όσα ο Ιησούς έκαμε εις αυτόν (Κατά Λουκάν, 8,26-39, απόδοση I. Θ. Κολιτσάρας).
Απολλώνιος παραβολικός λόγος
Κάποτε που μιλούσε σχετικά με την κοινοκτημοσύνη και δίδασκε ότι τα μέλη της κοινωνίας πρέπει να αλληλοβοηθιούνται, πάνω στα δέντρα κάθονταν σπουργίτια σιωπηλά και μόνο ένα από αυτά πέταξε βγάζοντας φωνή σαν να ήθελε να παρακινήσει τα υπόλοιπα σε κάτι. Αυτά μόλις άκουσαν τη φωνή σηκώθηκαν και πάταξαν φωνάζοντας κάτω από την καθοδήγηση του ενός.
Ο Απολλώνιος συνέχισε την ομιλία του γιατί ήξερε τι έκανε τα σπουργίτια να πετάξουν. Δεν το εξήγησε όμως στους άλλους. Επειδή παρ’ όλα αυτά όλοι σήκωσαν τα μάτια τους ψηλά κοιτάζοντας τα πουλιά και μερικοί από άγνοια θεώρησαν το περιστατικό αξιοπερίεργο, ο Απολλώνιος ξέφυγε από τη ροή του λόγου του και είπε; «Ενα παιδί ενώ μετέφερε σιτάρι μέσα σε δοχείο, γλίστρησε. Στη συνέχεια συγκέντρωσε τους σπόρους απρόσεχτα και έφυγε αφήνοντας πολλούς σκόρπιους στο τάδε στενό. Το σπουργίτι αυτό είχε την τύχη να δει το συμβάν και ήρθε να αναγγείλει και στα άλλα το απρόσμενο εύρημα και να τα καλέσει να συμφάγουν».
Οι περισσότεροι ακροατές έφυγαν να πάνε εκεί, και ο Απολλώνιος συνέχισε να μιλάει σ’ αυτούς που παρέμειναν συνεχίζοντας τον λόγο που είχε στο μυαλό του περί κοινοκτημοσύνης. Οταν ήρθαν και οι άλλοι, φωνάζοντας και γεμάτοι θαυμασμό, είπε; «Βλέπετε με πόση επιμέλεια τα σπουργίτια φροντίζουν το ένα το άλλο και χαίρονται με αυτή την κοινοκτημοσύνη. Εμείς απαξιούμε για κάτι τέτοιο και αν δούμε κάποιον να μοιράζεται ό,τι έχει με άλλους, τον κατηγορούμε για σπατάλη, έπαρση και τα παρόμοια, ενώ αυτούς που φροντίζει τους λέμε παράσιτα και κόλακες» (Βιβλίο Δ', Κεφ. III).
Παραβολικός λόγος του Χρίστου
Μια μέρα πλησίασε τον Ιησού ένας νομικός, που ήθελε να τον πειράξει και του είπε; «Δάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;». Ο Ιησούς του απάντησε: «Τι γράφει στον Νόμο; Εσύ μελετάς τον Νόμο. Ξέρεις λοιπόν τι γράφει». Και είπε ο νομικός: «Να αγαπήσεις τον Κύριο και θεό σου με όλη σου την καρδιά και όλη σου την ψυχή και όλη σου τη δύναμη και όλο σου τον νου και να αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου». Τότε του αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Πολύ σωστά απάντησες. Αυτά να κάνεις και θα αποκτήσεις την αιώνια ζωή». Ο νομικός, θέλοντας να δικαιολογηθεί γιατί έκαμε αυτή την ερώτηση στον Χριστό, ξαναρώτησε; «Και ποιος είναι για μένα ο πλησίον;».
Πήρε λοιπόν αφορμή από αυτή την ερώτηση ο Χριστός και είπε την εξής παραβολή: ένας άνθρωπος κατέβαινε από τα Ιεροσόλυμα προς την Ιεριχώ. Στον δρόμο έπεσε στα χέρια ληστών. Αυτοί αφού του πήραν όσα πράγματα είχε, του έκλεψαν και τα ρούχα, τον πλήγωσαν και έτσι
μισοπεθαμένο τον άφησαν στην ερημιά.
Κατά σύμπτωση από εκείνον τον δρόμο περνούσε ένας ιερέας. Αυτός είδε τον πληγωμένο αλλά τον προσπέρασε χωρίς να τον βοηθήσει. Σε λίγο έφτασε στον τόπο εκείνο κι ένας λευίτης (νεωκόρος στον Ναό). Είδε κι αυτός τον πληγωμένο, αλλά κι αυτός έφυγε χωρίς να βοηθήσει.
Ενας περαστικός Σαμαρείτης όμως πλησίασε και μόλις είδε τον χτυπημένο τον λυπήθηκε. Αμέσως κατέβηκε από το ζώο του, περιποιήθηκε τις πληγές με κρασί και λάδι και τις περιέδεσε. Μετά τον φόρτωσε στο ζώο του και τον μετέφερε σε ένα πανδοχείο. Εδωσε μάλιστα στον ξενοδόχο αρκετά χρήματα και του είπε: «Περιποιήσου τον πληγωμένο μέχρι να γίνει καλά. Αν σου χρειαστούν περισσότερα χρήματα, στον γυρισμό θα σου τα δώσω».
Μετά ο Ιησούς ρώτησε τον νομικό: «Λοιπόν, ποιος από τους τρεις φέρθηκε ως πλησίον σ’ αυτόν τον άτυχο που έπεσε στα χέρια των ληστών;». Κι εκείνος απάντησε: «Αυτός που έδειξε ευσπλαχνία». «Πήγαινε λοιπόν και κάμε κι εσύ το ίδιο» είπε ο Ιησούς (Κατά Λουκάν, I' 25-37).
Ο Απολλώνιος ανασταίνει τη νεκρή κόρη
Ενα από τα θαύματα του Απολλώνιου είναι και το εξής: μια κοπέλα είχε πεθάνει, όπως φαινόταν, τον καιρό του γάμου της και ο γαμπρός ακολουθούσε το φέρετρο θρηνώντας για τον ανολοκλήρωτο γάμο. Μαζί του θρηνούσε όλη η Ρώμη γιατί η κοπέλα καταγόταν από οικογένεια υπάτων.
Ο Απολλώνιος έτυχε να παρευρεθεί σε αυτήν τη συμφορά και είπε: «Αφήστε κάτω το φέρετρο κι εγώ θα δώσω τέλος στα δάκρυα που χύνετε για τη νέα». Αμέσως ρώτησε το όνομα της κοπέλας. Οι περισσότεροι νόμισαν πως θα εκφωνήσει λόγο σαν τους επικήδειους που συνήθιζαν θρήνους, όμως ο Απολλώνιος το μόνο που έκανε ήταν να αγγίξει την κοπέλα και αφού ψιθύρισε κάτι, ξύπνησε την κοπέλα από τον φαινομενικό θάνατο.
Η νέα έβγαλε μια φωνή και επέστρεψε στο σπίτι του πατέρα της, όπως η Αλκηστη όταν ο Ηρακλής την ξαναέφερε στη ζωή. Οι συγγενείς ήθελαν να του δώσουν χρηματική αμοιβή εκατόν πενήντα χιλιάδες, όμως τους είπε να κρατήσουν τα χρήματα για την προίκα της νέας (Βιβλίο Δ', Κεφ. XLV).
Η ανάσταση του Λαζάρου
Οταν, λοιπόν, ήρθε ο Ιησούς, τον βρήκε να είναι κιόλας τέσσερις μέρες μέσα στο μνήμα. Στο μεταξύ, επειδή η Βηθανία ήταν κοντά στα Ιεροσόλυμα, σε μια απόσταση μόλις τριών χιλιομέτρων, είχαν έρθει πολλοί από τους Ιουδαίους κοντά στη Μάρθα και τη Μαρία για να τις παρηγορήσουν για τον αδερφό τους.
Μόλις, λοιπόν, άκουσε η Μάρθα ότι έρχεται ο Ιησούς, βγήκε σε προϋπάντησή του, ενώ η Μαρία καθόταν στο σπίτι. Είπε τότε η Μάρθα στον Ιησού: «Κύριε, αν ήσουν εδώ, ο αδερφός μου δεν θα είχε πεθάνει. Αλλά και τώρα είμαι βέβαιη πως ό,τι κι αν ζητήσεις από τον Θεό, θα σου το δώσει ο Θεός». Της λέει ο Ιησούς: «Ο αδερφός σου θ’ αναστηθεί». Του λέει η Μάρθα: «Το ξέρω πως θ’ αναστηθεί την ημέρα της ανάστασης». Ο Ιησούς της είπε: «Εγώ είμαι η Ανάσταση και η Ζωή. Οποιος πιστεύει σ’ εμένα, κι αν πεθάνει, θα ζήσει. Και όποιος ζει και πιστεύει σ’ εμένα, αυτός, όχι, δεν θα πεθάνει ποτέ. Το πιστεύεις αυτό;». Του λέει: «Ναι, Κύριε, εγώ το έχω πιστέψει ότι εσύ είσαι ο Χριστός, ο Γιος του Θεού, για τον οποίο έχουμε την υπόσχεση πως θα έρθει στον κόσμο».
Κι αφού τα είπε αυτά, πήγε και φώναξε κρυφά την αδερφή της τη Μαρία, λέγοντας: «Ο Δάσκαλος έχει έρθει και σε φωνάζει». Μόλις το άκουσε εκείνη, σηκώνεται βιαστικά κι έρχεται κοντά του. Ο Ιησούς όμως δεν είχε έρθει ακόμη στο χωριό, αλλά ήταν στον τόπο που τον είχε συναντήσει η Μάρθα. Οι Ιουδαίοι τότε που ήταν μαζί της στο σπίτι και την παρηγορούσαν, όταν είδαν πως η Μαρία σηκώθηκε και βγήκε έξω βιαστικά, την ακολούθησαν νομίζοντας πως πηγαίνει στο μνήμα για να κλάψει εκεί. Η Μαρία, λοιπόν, μόλις έφτασε εκεί που ήταν ο Ιησούς, τον είδε κι έπεσε στα πόδια του λέγοντάς του: «Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδερφός μου». Τότε ο Ιησούς, καθώς την είδε να κλαίει και να κλαίνε επίσης και οι Ιουδαίοι που είχαν έρθει μαζί της, συνταράχθηκε νιώθοντας βαθιά συγκίνηση και είπε: «Πού τον έχετε θάψει;». Του λένε: «Κύριε, έλα να δεις». Ο Ιησούς δάκρυσε. Ελεγαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι: «Δες πόσο τον αγαπούσε!». Μερικοί, πάλι, απ’ αυτούς, είπαν: «Δεν μπορούσε άραγε αυτός που άνοιξε τα μάτια του τυφλού να κάνει κάτι και γι’ αυτόν ώστε να μην πεθάνει;».
Ο Ιησούς τότε, βαθιά συγκινημένος πάλι, έρχεται στο μνήμα. Και ήταν αυτό ένα κοίλωμα πάνω στο οποίο ήταν τοποθετημένη μια πέτρα. Λέει ο Ιησούς: «Σηκώστε την πέτρα». Του λέει τότε η Μάρθα, η αδερφή του πεθαμένου: «Κύριε, τώρα πια θα μυρίζει, γιατί είναι κιόλας η τέταρτη μέρα». Της λέει ο Ιησούς: «Δεν σου είπα πως αν πιστέψεις, θα δεις τη δόξα του Θεού;».
Σήκωσαν, λοιπόν, την πέτρα από εκεί που βρισκόταν τοποθετημένος ο νεκρός. Τότε ο Ιησούς σήκωσε τα μάτια του ψηλά και είπε: «Πατέρα, σ’ ευχαριστώ που με άκουσες. Κι εγώ βέβαια το ξέρω πως με ακούς πάντοτε, αλλά το είπα για τον κόσμο που παρευρίσκεται εδώ, ώστε να πιστέψουν πως εσύ με απέστειλες». Κι αφού τα είπε αυτά φώναξε με δυνατή φωνή: «Λάζαρε, βγες έξω». Βγήκε τότε ο πεθαμένος με τα πόδια και τα χέρια του δεμένα με πάνινες λουρίδες. Το πρόσωπό του ήταν επίσης περιτυλιγμένο με ύφασμα. Τους λέει ο Ιησούς: «Λύστε τον και αφήστε τον να περπατήσει» (Κατά Ιωάννην, Π, 17-44).
Ο άπιστος νεαρός
Είχε πάει στα Τύανα ένας θρασύς νέος, έτοιμος για φιλονικία και χωρίς διάθεση να παραδεχθεί την αλήθεια (ότι ο Απολλώνιος αναλήφθηκε στους ουρανούς).
Ο Απολλώνιος είχε ήδη φύγει από τους ανθρώπους, ωστόσο όλοι εξακολουθούσαν να είναι έκπληκτοι για τη μεταβολή της φύσης του, κανείς όμως δεν τολμούσε να πει πως δεν είναι αθάνατος. Γι’ αυτό και οι περισσότερες συζητήσεις αφορούσαν την ψυχή, γιατί ήταν εκεί και πολλοί νέοι πού είχαν έφεση προς τη σοφία. Ο περί ου ο λόγος νέος όμως δεν συμφωνούσε καθόλου με την αθανασία της ψυχής και είπε: «Εγώ, φίλοι, εδώ και δέκα μήνες σχεδόν παρακαλώ τον Απολλώνιο να μου αποκαλύψει την αλήθεια σχετικά με την ψυχή, όμως είναι τόσο νεκρός που δεν μ’ ακούει που τον παρακαλώ ούτε με πείθει για την αθανασία του».
Ετσι είπε ο νέος και έπειτα από πέντε μέρες, ενώ συζητούσαν για τα ίδια πράγματα κι αυτόν τον πήρε ο ύπνος εκεί που μιλούσαν και οι άλλοι νέοι ήταν απασχολημένοι με τα βιβλία και με γεωμετρικούς τύπους που τους χάραζαν πάνω στη γη, πετάχτηκε από τον ύπνο του σαν μανιασμένος και, μισοκοιμισμένος ακόμη, με τον ιδρώτα του να τρέχει ποτάμι, φώναζε: «Σε πιστεύω». Οταν τον ρώτησαν τι έχει πάθει, «δεν βλέπετε» είπε, «τον σοφό Απολλώνιο που είναι ανάμεσά μας, ακούει τις συζητήσεις μας και ψάλλει ραψωδίες υπέροχες για την ψυχή;».
«Πού είναι;» του είπαν, «δεν τον βλέπουμε πουθενά, αν και θα το θέλαμε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο ανθρώπινο αγαθό». «Φαίνεται πως μόνο σ’ εμένα παρουσιάστηκε για να με πείσει για όσα δεν πίστευα» είπε ο νέος.
Ακούστε τι λέει: «Η ψυχή είναι αθάνατη και δεν ανήκει σ’ εσένα άλλα στη θεία πρόνοια. Το σώμα μαραίνεται κι αυτή σαν γρήγορο άλογο ελευθερώνεται από τα δεσμό, φεύγει γρήγορα και γίνεται ένα με τον ελαφρό αέρα αποδοκιμάζοντας τη φοβερή και δυσβάσταχτη φροντίδα. Τι θα κερδίσεις μ’ αυτά; Κάποτε, που δεν θα υπάρχεις πια, θα τα πιστέψεις. Οσο είσαι ζωντανός γιατί προσπαθείς να βρεις εξηγήσεις σ’ αυτά; Αυτά ήταν τα σαφή λόγια του Απολλώνιου, σαν λόγια θεού, για τα μυστήρια της ψυχής, για να βαδίζουμε εύθυμοι και με γνώση της φύσης μας στον δρόμο που ορίζουν οι Μοίρες.
Τάφο ή κενοτάφιο τους ανδρός δεν είδα πουθενά, παρόλο που επισκέφτηκα το μεγαλύτερο τμήμα της γης. Παντού λέγονται ιστορίες παράδοξες που μιλούν για τη θεϊκή φύση του. Στο ιερό του στα Τύανα γίνονται τελετές που ταιριάζουν σε βασιλιάδες γιατί ακόμη και αυτοί τον θεωρούσαν άξιο να τιμάται με τον τρόπο που τιμώνται οι ίδιοι» (Βιβλίο Θ', Κεφ. XXXI).
Ο άπιστος Θωμάς
Ενώ λοιπόν ήταν βράδυ την ημέρα εκείνη, την πρώτη μετά το Σάββατο, και ενώ οι θύρες ήταν κλεισμένες εκεί όπου ήταν οι μαθητές για τον φόβο των Ιουδαίων, ήρθε ο Ιησούς και στάθηκε στο μέσο και τους λέει: «Ειρήνη σ’ εσάς». Και αφού είπε αυτό, έδειξε τα χέρια και την πλευρά του σ’ αυτούς. Χάρηκαν τότε οι μαθητές όταν είδαν τον Κύριο. Τους είπε λοιπόν πάλι ο Ιησούς: «Ειρήνη σ’ εσάς. Καθώς με έχει αποστείλει ο Πατέρας κι εγώ στέλνω εσάς». Και όταν είπε αυτό, φύσηξε πάνω τους και τους λέει: «Λάβετε Πνεύμα Αγιο. Αν σε κάποιους αφήσετε τις αμαρτίες, έχουν αφεθεί σ’ αυτούς· αν σε κάποιους τις κρατάτε, έχουν κρατηθεί».
Ο Θωμάς, όμως, ένας από τους δώδεκα, ο λεγόμενος Δίδυμος, δεν ήταν μαζί τους όταν ήρθε ο Ιησούς. Του έλεγαν λοιπόν οι άλλοι μαθητές: «Εχουμε δει τον Κύριο!» Εκείνος τους είπε: «Αν δε δω στα χέρια του το σημάδι των καρφιών και δεν βάλω το δάχτυλό μου στο σημάδι των καρφιών και δεν βάλω το χέρι μου στην πλευρά του, δεν θα πιστέψω».
Και ύστερα από οχτώ ημέρες ήταν πάλι μέσα οι μαθητές του και ο Θωμάς μαζί τους. Ερχεται ο Ιησούς, ενώ ήταν οι θύρες κλεισμένες, στάθηκε στο μέσο και είπε: «Ειρήνη σ’ εσάς». Επειτα λέει στον Θωμά: «Φέρε το δάχτυλό σου εδώ και δες τα χέρια μου και φέρε το χέρι σου και βάλε το στην πλευρά μου και μη γίνεσαι άπιστος αλλά πιστός». Αποκρίθηκε ο Θωμάς και του είπε: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου!». Του λέει ο Ιησούς: «Επειδή με έχεις δει έχεις πιστέψει; Μακάριοι όσοι δεν με είδαν και όμως πίστεψαν» (Κατά Ιωάννην, 20,19-31).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου