Ευαγγέλιο του Ιούδα και Ευαγγέλιο του Νικοδήμου, ανάμεσα στο «αυθεντικό», την αίρεση και την παραχάραξη
Του Κωνσταντίνου Α. Μποζϊνη, Επίκουρου καθηγητή Ιστορίας της Αρχαίας και Βυζαντινής Φιλοσοφίας στο ΑΠΘ - "Αιρετικά"
Μία σημαντική πτυχή της φιλολογικής παραγωγής του αρχαίου χριστιανισμού είναι τα απόκρυφα κείμενα. Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται το πάθος και η ανάσταση του Ιησού στις σελίδες τους θα προκαλέσει σίγουρα έκπληξη στον σύγχρονο αναγνώστη.
Ορισμένα από αυτά διευρύνουν τη γνωστή διήγηση των ευαγγελιστών με άγνωστα επεισόδια ενώ άλλα επιχειρούν μια συνολική επανεκτίμηση του θείου δράματος και του ρόλου των προσώπων που καθόρισαν την έκβασή του.
Τι είναι όμως τα απόκρυφα κείμενα; Προτού καταπιαστούμε με το καθαυτό θέμα του άρθρου μας, θα πρέπει να απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα, το οποίο μπορεί να φέρει σε αμηχανία ακόμη και τον πιο ειδικό επιστήμονα.
Αναζητώντας έναν περιεκτικό ορισμό, θα λέγαμε ότι απόκρυφα ονομάζονται τα χριστιανικά κείμενα τα οποία χρονολογούνται από τον 2ο αιώνα μ.Χ. μέχρι και τους μεσαιωνικούς χρόνους και σκεπάζονται από βαθύ πέπλο μυστηρίου.
Τόσο η ακριβής ημερομηνία της συγγραφής όσο και γενικότερα η προέλευσή τους παραμένουν άγνωστα. Ακόμη, παρά το γεγονός ότι εμφανίζονται στα μάτια μας με τη μορφή ενός από τα γραμματειακά είδη της Καινής Διαθήκης -Ευαγγέλια, Πράξεις, Αποκαλύψεις ή Επιστολές- και φέρουν την υπογραφή των πιο γνωστών πρωταγωνιστών της, λ.χ. του Πέτρου, του Παύλου, του Ιωάννη ή και του ίδιου του Ιησού Χριστού, δεν απέκτησαν ποτέ το κύρος μιας ιερής αποκάλυψης, με αποτέλεσμα να αποκλειστούν από τον Κανόνα της εκκλησίας.
Στη διάρκεια του ευαγγελικού αναγνώσματος το οποίο αντηχεί κάθε Κυριακή μέσα στον χριστιανικό ναό οι περικοπές από το Κατά Μάρκον, το Κατά Ματθαίον, το Κατά Ιωάννην ή το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο διαδέχονται η μία την άλλη σε όλη την έκταση του λειτουργικού έτους της εκκλησίας.
Ποιος όμως έχει ακούσει ποτέ τον ιερέα να αναγιγνώσκει από τον άμβωνα το Ευαγγέλιο Κατά Πέτρον, Κατά Φίλιππον, Κατά Ιούδαν, Θωμάν ή, ακόμη, το Ευαγγέλιο της Αλήθειας, το Ευαγγέλιο των Εβιωνιτών, το Ευαγγέλιο των Ναζωραίων και των Αιγυπτίων;
Τα κείμενα αυτά μας παρέχουν πληροφορίες για τη ζωή και το κήρυγμα του Ιησού Χριστού ή εμβαθύνουν θεολογικά στην προσωπικότητά του με τρόπο ανάλογο των κανονικών ευαγγελίων· κατά περίσταση, επίσης, συναγωνίζονται σε αρχαιότητα μαζί τους.
Διάφοροι λόγοι όμως υποχρέωσαν την εκκλησία είτε να τα αφήσει στην άκρη, επιτρέποντας την περιορισμένη μόνο ανάγνωσή τους από τους πιστούς, είτε να τα καταδικάσει τελείως όταν διείδε στη διήγησή τους τον κίνδυνο της αίρεσης, της παραχάραξης δηλαδή του αυθεντικού περιεχομένου της πίστης.
Τα κείμενα που κατατάσσονται στην απόκρυφη χριστιανική γραμματεία δεν αποτελούν ομοιογενές υλικό· σημαντικότατες διαφοροποιήσεις ισχύουν ανάμεσά τους.
Σύμφωνα με τον Γερμανό καθηγητή Wilhelm Schneemelcher, η μεθοδολογία του οποίου μας χρησιμεύει σαν νήμα της Αριάδνης για να μη χαθούμε στον λαβύρινθο των επιστημονικών λεπτομερειών που ενέχει η εξέταση του υπό συζήτηση θέματος, το ρήμα «ersetzen» από τη μια μεριά και το ρήμα «erganzen» από την άλλη συνιστούν τους δύο αντιθετικούς πόλους γύρω από τους οποίους περιστρέφεται ολόκληρη η απόκρυφη γραμματεία.
Ersetzen σημαίνει στα γερμανικά «αντικαθιστώ» και προσιδιάζει ως όρος στην πρώτη μεγάλη κατηγορία απόκρυφων κειμένων τα οποία προέρχονται από αιρετικούς κύκλους της αρχαίας εκκλησίας. Στόχος τους είναι να υποσκάψουν την Καινή Διαθήκη στη συνείδηση των πιστών και να καταλάβουν τη θέση της ως ιερές γραφές του χριστιανισμού με την εναλλακτική θεώρηση του Ιησού την οποία προτείνουν· η αντίθεση με την ορθόδοξη παράδοση αποτελεί το κυριότερο γνώρισμά τους.
Στην πλειονότητά τους τα απόκρυφα που ανήκουν στην πρώτη κατηγορία χρονολογούνται πρώιμα, από τον Ιο έως τον 3ο αιώνα μ.Χ., περίοδο στην οποία δεν έχει παγιωθεί ακόμη ο αριθμός των είκοσι επτά βιβλίων που απαρτίζουν τον Κανόνα της Καινής Διαθήκης. Αντανακλούν τη ρευστότητα που χαρακτηρίζει τον αρχέγονο χριστιανισμό όταν διάφορες τάσεις συγκρούονται με σφοδρότητα στο εσωτερικό της εκκλησίας για να επιβάλουν την άποψή τους σχετικά με θεμελιώδη ζητήματα της πίστης; τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, την ενσάρκωση του Ιησού, την ανάστασή του από τους νεκρούς, τη Δευτέρα Παρουσία κ.ά.
Το Ευαγγέλιο του Ιούδα, το οποίο ήρθε πρόσφατα στο φως της δημοσιότητας, όμοια με τους παπύρους της βιβλιοθήκης του Nag Hammadi και τα άλλα γνωστικά κείμενα που μεταφέρει σποραδικά η χειρόγραφη παράδοση, ανήκουν στην παραπάνω κατηγορία αποκρύφων που στιγματίστηκαν ως νόθα και απόβλητα από την εκκλησία.
Το ρήμα «erganzen», από την άλλη μεριά, σημαίνει στα γερμανικά «συμπληρώνω» και οριοθετεί μια διαφορετική κατηγορία αποκρύφων, με ορθόδοξη κατά κύριο λόγο προέλευση. Δική τους πρόθεση δεν είναι να αντικαταστήσουν την Καινή Διαθήκη αλλά να συμπληρώσουν τα «κενά» που αφήνει η διήγησή της, εξάπτοντας τη φαντασία των πιστών με πλήθος λεπτομερειών που δεν διασώζουν οι ευαγγελιστές Μάρκος, Ματθαίος, Λουκάς και Ιωάννης.
Πολύ περισσότερο από μια διάθεση αμφισβήτησης του επίσημου χριστιανισμού, κίνητρο για τη συγγραφή αυτών των κειμένων αποτέλεσε η ικανοποίηση της ανθρώπινης περιέργειας, που σκοντάφτει τόσο συχνά στη φειδωλότητα των πληροφοριών τις οποίες μας παρέχουν οι ιεροί συγγραφείς σχετικά με τον Ιησού ή άλλα πρόσωπα της πρώιμης εκκλησίας.
Τα απόκρυφα της δεύτερης κατηγορίας μας μεταφέρουν πολλούς θρύλους του αρχέγονου χριστιανισμού που διαδίδονταν αρχικά ανάμεσα στους πιστούς από στόμα σε στόμα και αποκρυσταλλώθηκαν σε γραπτή μορφή με την πάροδο του χρόνου. Παρότι βρίθουν συχνά από φανταστικά στοιχεία και ανακρίβειες, τα απόκρυφα της δεύτερης κατηγορίας που συμπληρώνουν την Καινή Διαθήκη οικοδομούν τη διήγησή τους πάνω σε έναν ιστορικό πυρήνα, ώστε δεν αποτελεί έκπληξη ότι επιβίωσαν πλάι στον επίσημο κανόνα της Αγίας Γραφής κι ενσωματώθηκαν άτυπα στη λατρευτική παράδοση της εκκλησίας.
Μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης, όπως το Γενέθλιον, τα Εισόδια και η Κοίμηση της Θεοτόκου, στηρίζονται αποκλειστικά σε απόκρυφες πηγές, εφόσον σε αυτές χρωστάμε τις μοναδικές πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή της μητέρας του Θεανθρώπου.
Ωστόσο οι δύο παραπάνω κατηγορίες αποκρύφων επιδέχονται επιμέρους υποδιαιρέσεις και δεν αποκλείουν τις εξαιρέσεις. Υπάρχουν, με άλλα λόγια, απόκρυφα που γεννήθηκαν μέσα στη φωτιά των διωγμών και εξυπηρετούν την απολογητική του χριστιανισμού απέναντι στους εθνικούς ή τους Ιουδαίους· άλλα, πάλι, γράφτηκαν για να αντικροϋσουν αιρετικές απόψεις.
Ιδιαίτερη υποκατηγορία αποτελούν τα απόκρυφα που δραματοποιούν με την αφήγησή τους αφηρημένες θεολογικές έννοιες ώστε να γίνουν κατανοητές από το εκκλησίασμα (theologie narrative) και όχι σπάνια στη χειρόγραφη παράδοση συναντάμε κείμενα αιρετικής προέλευσης που καθάρθηκαν από τα κακόδοξα στοιχεία τους και εντάχθηκαν στον «Συναξαριστή» και στη λατρεία.
Η απόκρυφη χριστιανική γραμματεία περιλαμβάνει εκατοντάδες κείμενα στα ελληνικά, τα λατινικά, τα κοπτικά, τα γεωργιανά και άλλες αρχαίες γλώσσες, ώστε δύσκολα μπορεί κανείς να την παρουσιάσει σε όλη την ποικιλομορφία της στο πλαίσιο ενός άρθρου ή ακόμη και μιας επιστημονικής μελέτης. «Τη θάλασσα τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;» - για να δανειστούμε έναν γνωστό στίχο από το «Μυθιστόρημα» του Γιώργου Σεφέρη.
Στη συνέχεια θα σκιαγραφήσουμε σε αδρές γραμμές τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται το πάθος και η ανάσταση στα απόκρυφα, επιλέγοντας ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για την καθεμία από τις δύο βασικές κατηγορίες στις οποίες διακρίνονται κατά Schneemelcher: το Ευαγγέλιο του Ιούδα από την πρώτη και το Ευαγγέλιο του Νικοδήμου από τη δεύτερη.
Το 2006 δημοσιεύτηκε από τον οργανισμό National Geographic το Ευαγγέλιο του Ιούδα, το οποίο αποκαλύφτηκε τη δεκαετία του 70 για να φτάσει έπειτα από περιπετειώδη διαδρομή στα χέρια των ειδικών επιστημόνων.
Οι τυμπανοκρουσίες με τις οποίες ανακοινώθηκε από τα διεθνή ΜΜΕ η έκδοσή του και η αίσθηση που προκάλεσε στην κοινή γνώμη παγκοσμίως δικαιολογούνται απόλυτα από την ταυτότητα του πρωταγωνιστή του. Ενα απόκρυφο κείμενο που αποδίδεται στον Ιούδα Ισκαριώτη και διασώζει τις στιχομυθίες του με τον Κύριο πριν από το πάθος - τι πιο συναρπαστικό θα μπορούσε να περιέχει ανάμεσα στα φθαρμένα φύλλα του ένας αρχαίος πάπυρος θαμμένος στην έρημο της Αίγυπτου;
Ο Ιούδας, ωστόσο, ο οποίος μιλάει έπειτα από τόσους αιώνες σε μας μέσα από τις γραμμές του αποκρύφου δεν έχει την παραμικρή σχέση με το ιστορικό πρόσωπο που συνοδέυσε στις περιοδείες του τον Ιησού Χριστό και τον παρέδωσε τελικά να θανατωθεί στους αρχιερείς του μεγάλου συνεδρίου.
Είναι μια εξιδανικευμένη μορφή που φιλοτέχνησε με την πένα του κάποιος άγνωστος συγγραφέας τον 2ο αιώνα μ.Χ., παραλλάζοντας έντεχνα τη διήγηση του πάθους της Καινής Διαθήκης. Ενσαρκώνει, λοιπόν, ως dramatis persona το θρησκευτικό πιστεύω του ανθρώπου που τον έπλασε με τη φαντασία του, ενός σχισματικού χριστιανού που ανήκε στο κίνημα της Γνώσης.
Η Γνώση (ή διαφορετικά ο γνωστικισμός) είναι μια αίρεση που γνώρισε ευρεία διάδοση τους πρώτους αιώνες μ.Χ., απλώνοντας τα πλοκάμια της σε Δύση και Ανατολή, προτού ατονήσει με τον καιρό και ξεριζωθεί από το εκκλησιαστικό σώμα. Οι οπαδοί της επεδίωκαν την προσωπική επικοινωνία με τον Θεό και απέρριπταν μία προς μία όλες τις θεσμικές μορφές που τείνει να προσλάβει ο χριστιανισμός ήδη από την πρώτη γενιά μετά τους αποστόλους. Στη θέση του δόγματος, της πίστης με άλλα λόγια στις υποθήκες της αποστολικής παράδοσης, και της αφοσίωσης στην ιεραρχία της εκκλησίας, προέβαλλαν ένα εναλλακτικό θρησκευτικό ιδεώδες: τη γνώση.
Σύμφωνα με τη συντριπτική πλειονότητα των οπαδών του κινήματος, η γνώση είναι ο απώτερος στόχος της ζωής του ανθρώπου, που τον καταξιώνει ως «κατ’ εικόνα» δημιούργημα του Θεού και του ανοίγει διάπλατα τον δρόμο προς τη σωτηρία. Μια γνώση που επικετρώνεται κυρίως στην αυτοσυνειδησία του ατόμου σχετικά με τη θεϊκή του καταγωγή και τη μακαριότητα που θα γευτεί μετά θάνατον στον άλλο κόσμο.
Το αρχαίο ελληνικό ρητό γνώθι σ' αυτόν, με τον τρόπο ιδιαίτερα που ερμηνεύεται από τον Σωκράτη στους πλατωνικούς διαλόγους, αποτελεί τον θεμέλιο λίθο πάνω στον οποίο τα διάφορα ρεύματα του γνωστικισμού οικοδομούσαν τη μεταφυσική τους διδασκαλία.
Παρόμοια με τον πλατωνισμό, οι γνωστικοί επέμεναν στην αναγκαιότητα της στροφής του ανθρώπου στον εαυτό του και της ενασχόλησης με τον εσώτερο πυρήνα της ύπαρξής του, τον οποίο ταύτιζαν με την ψυχή ή το πνεύμα.
Επίσης, σε απόλυτη συνάφεια με την πλατωνική ανθρωπολογία, θεωρούσαν την ψυχή αιώνια και ακατάλυτη, σε αντίθεση με το φθαρτό κορμί που την περιβάλλει. Προήλθε, κατά τη γνώμη τους, από το «πλήρωμα», το ουράνιο βασίλειο του φωτός, και συνιστά απόρροια της θείας ουσίας που αναμείχθηκε με την ύλη σε κάποια στιγμή της κοσμογονικής διαδικασίας. Περικλείει, λοιπόν, έμφυτα μέσα της τη ροπή προς τον Θεό, η οποία παραμένει ωστόσο ανενεργή λόγω της συγκατοίκησής της με το σώμα.
Με τα πιο μελανά χρώματα οι γνωστικές πηγές περιγράφουν την παρούσα κατάσταση της επίγειας ζωής του ανθρώπου. Εξωθώντας στα άκρα τον δυαλισμό του πλατωνισμού, την τοποθετούν σε ένα ζοφερό τοπίο πτώσης: είναι μια αιχμαλωσία στις δαιμονικές δυνάμεις του κακού που εκπορνεύουν την ψυχή και την αλυσοδένουν με τα δεσμό της ύλης· μια περιπλάνηση μέσα στο έρεβος ή σ' ένα εφιαλτικό όνειρο τη νύχτα- ένα μεθύσι, ακόμη, που προκαλούν τα βίαια και άλογα πάθη της σάρκας. Μόνο εάν σκύψει ο άνθρωπος μέσα του και αναγνωρίσει ποιος είναι και από πού προέρχεται μπορεί να απαλλαγεί από την ολέθρια επιρροή τους.
Η γνώση αποτελεί τη λυτρωτική εκείνη δύναμη που τον βοηθά να συνέλθει από την παραζάλη στην οποία βρίσκεται και να ανακτήσει τη συνείδηση του εαυτού του.
Η μεταφυσική διδασκαλία του γνωστικισμού επηρέαζε αναπόφευκτα τον τρόπο με τον οποίο οι πολυάριθμοι οπαδοί του αντιλαμβάνονταν την προσωπικότητα του Σωτήρα. Γι’ αυτούς ο Ιησούς Χριστός ήταν πρωτίστως ο ραββί, ο διδάσκαλος που αποκαλύπτει τη σοφία και τη γνώση, παρά ο πάσχων δούλος τού Θεού που σηκώνει στους ώμους του την αμαρτία του κόσμου.
Το κήρυγμά του, λοιπόν, αποκτά στον χώρο του γνωστικισμού μια μυστηριακή διάσταση ελάχιστα ορατή στο κείμενο της Καινής Διαθήκης. Δεν αποτελεί σύμπτωση ότι τα περισσότερα απόκρυφα ευαγγέλια που προέρχονται από το χέρι γνωστικών παραλείπουν οποιαδήποτε αναφορά στις ιάσεις, στα θαύματα και στην επίγεια εν γένει δράση του Κυρίου.
Τα γεγονότα της αφήγησής τους διαδραματίζονται κατά κανόνα μετά την ανάσταση, όταν ο Ιησούς έχει απεκδυθεί το ανθρώπινο προσωπείο του και έχει επανέλθει στη θεϊκή του φύση. Τότε εμφανίζεται στους μαθητές του μέσα σ' ένα εκθαμβωτικό φως που τους προκαλεί έκσταση και δέος. Κατόπιν, στο πλαίσιο ενός διαλόγου που εκτυλίσσεται μεταξύ τους, τους φανερώνει την εσώτερη διδασκαλία του σχετικά με τη δομή του σύμπαντος, την ιεραρχία των ουράνιων δυνάμεων, την ανάδυση της ύλης από την άβυσσο, τη δημιουργία του Αδάμ και της Εύας, τη σύσταση της ανθρώπινης ψυχής και άλλα συναφή θέματα κοσμολογικού και ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος.
Οπως λέει ο Ιησούς στο Απόκρυφον Ιωάννου καθώς συναντάει τον αγαπημένο του μαθητή αμέσως μετά την ανάσταση: «Ηρθα για να σου διδάξω τι υπήρχε, τι υπάρχει και τι περνάει και χάνεται. Θα γνωρίσεις το ορατό και το μη ορατό. Και θα κατανοήσεις τον τέλειο άνθρωπο» (BG 22,2-9). Αντί για το χαρμόσυνο άγγελμα της έγερσης από τους νεκρούς και της νίκης πάνω στη φθορά και στον θάνατο το οποίο μας μεταφέρουν οι εμφανίσεις του αναστάντος στη διήγηση της Καινής Διαθήκης, ο Ιησούς στο παραπάνω απόκρυφο ευαγγέλιο παρουσιάζεται στον Ιωάννη για να του προσφέρει μια αποκάλυψη φιλοσοφικού χαρακτήρα μ’ έναν τυπικό για ολόκληρο τον γνωστικισμό τρόπο.
Το λογοτεχνικό πρότυπο σύμφωνα με το οποίο έχουν συνταχθεί το Απόκρυφον Ιωάννου και άλλα κείμενα που περιλαμβάνονται στη βιβλιοθήκη του Nag Hammadi ακολουθεί και ο συγγραφέας του Ευαγγελίου του Ιούδα.
Με μία, βέβαια, διαφορά: τοποθετεί τη συνάντηση του Ιούδα με τον Ιησού πριν από την ανάσταση, υιοθετώντας θέλοντας και μη τη διαδοχή των γεγονότων στη διήγηση της Καινής Διαθήκης. Πώς θα μπορούσε να αγνοήσει τη ρητή μαρτυρία των ευαγγελιστών ότι ο Ιούδας απαγχονίσθηκε -ή ξεκοιλιάστηκε- μετά την προδοσία του (Μτ 27,3-5· Πρξ 1,15-19), παρουσιάζοντάς τον να διαλέγεται με τον αναστημένο Ιησού ενώ έχει φύγει από τη ζωή ήδη πριν από τη σταύρωση;
Κατά τα άλλα το απόκρυφο, εάν εξαιρέσουμε την αιχμηρή του κριτική ενάντια στον χριστιανικό κλήρο, δεν προσφέρει ιδιαίτερες συγκινήσεις σ’ έναν ερευνητή εξοικειωμένο με τα θρησκευτικά ρεύματα του ελληνορωμαϊκού κόσμου.
Από την επικεφαλίδα την οποία φέρει στον κοπτικό κώδικα Tchacos γίνεται σαφής ο συμβατικός γνωστικός του χαρακτήρας. Πρόκειται, διαβάζουμε, για μια «διήγηση της αποκάλυψης που φανέρωσε ο Ιησούς σε συνομιλία με τον Ιούδα τον Ισκαριώτη στη διάρκεια μιας εβδομάδας, τρεις ημέρες προτού να εορτάσει το Πάσχα» (ΕυΙουδ 33).
Ομοια με ένα πλήθος άλλα απόκρυφα γνωστικής προέλευσης, το Ευαγγέλιο του Ιούδα περιέχει βασικά την αποκάλυψη του Ιησού Χριστού προς έναν μαθητή του. Ακολουθώντας πιστά τα στερεότυπα μοτίβα του γνωστικισμού, μας την παρουσιάζει μάλιστα με τη μορφή διαλόγου που εκτυλίσσεται ανάμεσά τους.
Με τις αποκρίσεις του Κυρίου στα ερωτήματα που του τίθενται η ουράνια γνώση μεταδίδεται στον συνομιλητή του και φωτίζει το πνεύμα του, ώστε να κατανοήσει τον βαθύτερο εαυτό του. Θεματικά, ακόμη, η αποκάλυψη του Ιησού προς τον Ισκαριώτη δεν διαφέρει από τόσες άλλες που συναντάμε εδώ κι εκεί στην απόκρυφη γραμματεία της Βίβλου.
Τα ιερά μυστήρια του σύμπαντος που ακούει ο Ιούδας εμβρόντητος να του αποκαλύπτει ο διδάσκαλός του αποτελούν κοινότοπες απόψεις του γνωστικισμού τον 2ο αιώνα μ.Χ. και μπορεί να συνοψιστούν σε δυο κουβέντες: το ον χωρίζεται σε δύο περιοχές ριζικά διαφορετικές μεταξύ τους- πέρα από τον κόσμο του «πληρώματος», όπου αναπαύονται στη μακαριότητα οι θεϊκοί αιώνες, εκτείνεται η σκοτεινή επικράτεια της ύλης -«όλεθρο» την ονομάζει ο Ιησούς στο απόκρυφο- που έχει την αρχή της στον Ιαλδαβαώθ, τον κατώτερο δημιουργό-θεό, και εξουσιάζεται από τους μισητούς άρχοντές του.
Η σωτηρία, τέλος, ταυτίζεται με την απελευθέρωση της ψυχής από το σώμα. Ο ίδιος ο Ιησούς, ως τέλειος γνωστικός, εκδηλώνει στη διήγηση την επιθυμία του να απαλλαγεί από αυτό, προτρέποντας τον Ιούδα να τον παραδώσει στις αρχές που τον καταζητούν. Στην τελευταία συνάντηση μαζί του πριν από τη σύλληψη του μιλάει με περιφρόνηση για όλους όσοι πρόκειται να βαπτιστούν χριστιανοί επικαλούμενοι το όνομά του. «Αλλά εσύ θα τους υπερβείς όλους αυτούς» ψιθυρίζει στο αυτί του μαθητή του. «Γιατί εσύ θα θυσιάσεις τον άνθρωπο που με ενδύει» (ΕυΙουδ 55-56)!
Ποιος πρόδωσε, λοιπόν, τον Ιησού Χριστό;
Ο Ιούδας ή η επίσημη εκκλησία με τον προσανατολισμό της προς την επίγεια ζωή και την ενδοτικότητά της απέναντι στη δίψα των πιστών για χρήμα, δύναμη και υλικές απολαύσεις; Να ποιο είναι το ερώτημα με το οποίο θέτει αντιμέτωπους τους σύγχρονούς του χριστιανούς ο συγγραφέας του Ευαγγελίου του Ιούδα.
Κάτω από τον τίτλο Ευαγγέλιο του Νικοδήμου συνυπάρχουν στην ουσία δύο αυτόνομα κείμενα, που γράφτηκαν σε διαφορετική εποχή και συγκολλήθηκαν αργότερα στη χειρόγραφη παράδοση σε μια ενιαία διήγηση του πάθους. Το πρώτο (κεφ. I-XVI) είναι αρχαιότερο και ονομάζεται «Υπομνήματα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού επί Ποντίου Πιλάτου» ή πιο απλά «Ακτα Πιλάτου» (= Acta Pilati). Ο χαρακτήρας του είναι φανερά απολογητικός.
Η φήμη που κυκλοφορούσε ευρέως τους πρώτους αιώνες μ.Χ. για την ύπαρξη των πρακτικών της δίκης του Ιησού οδήγησε, προφανώς, κάποιον -άγνωστο σε μας- συγγραφέα να διανθίσει με πολλές φανταστικές λεπτομέρειες τη διήγηση του πάθους από την Καινή Διαθήκη, δίνοντάς μας έτσι, λεπτό προς λεπτό, όσα συνέβησαν μέσα στο πραιτόριο της Ιερουσαλήμ πριν από τη σταύρωση του Κυρίου. Συγκεκριμένα, σε μια ανοιχτή ακροαματική διαδικασία μπροστά στον Πόντιο Πιλάτο παρακολουθούμε διάφορους μάρτυρες να καταθέτουν υπέρ του Ιησού, καταρρίπτοντας όλες τις κατηγορίες που εγείρουν εναντίον του οι αρχιερείς, οι γραμματείς και οι φαρισαίοι βλασφημία προς τον Θεό, μαγεία, νόθος καταγωγή, προδοσία κατά του Καίσαρα και της Ρώμης.
Η αθωότητα του Θεανθρώπου απέναντι στην τελευταία κατηγορία υπογραμμίζεται ιδιαίτερα στη διήγηση με έμφαση, γεγονός το οποίο μας υποβάλλει τη σκέψη πως το απόκρυφο γράφτηκε σε μια εποχή κατά την οποία οι σχέσεις ανάμεσα στην εκκλησία και τις κρατικές αρχές είναι ακόμη τεταμένες.
Πράγματι, από μια πληροφορία που μας παρέχει ο Ευσέβιος στην «Εκκλησιαστική ιστορία» του βεβαιώνεται έμμεσα η διάδοση των «Ακτών Πιλάτου» στη Μικρά Ασία κατά τον διωγμό του Μαξιμίνου Δάια, το 311/12 μ.Χ.
Ισως, βέβαια, ο αρχικός πυρήνας των «Ακτών» να διαμορφώθηκε πολύ νωρίτερα, στα μέσα του 2ου αιώνα. Για λίγα πράγματα, ωστόσο, μπορεί να είμαστε σίγουροι, εξαιτίας της πυχνής ομίχλης που καλύπτει τις συνθήκες γέννησης του αποκρύφου.
Θα πρέπει να πούμε ότι τα «Ακτα Πιλάτου» είναι ένα γοητευτικό κείμενο από το οποίο δεν απουσιάζουν ο πολιτικός προβληματισμός και η θεολογία. Στο κεφάλαιο III π.χ. ο συγγραφέας τους παραθέτει τον διάλογο Πόντιου Πιλάτου - Ιησού από το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο σχετικά με τη διάσταση ανάμεσα στην επίγεια και την ουράνια βασιλεία (: ή βασιλεία ή έμή ούκ έστιν έκ τοϋ κόσμου τούτου.../ Ιω 18,33-38). Συμπληρώνει, όμως, τον διάλογο αυτό, ο οποίος ολοκληρώνεται στο Κατά Ιωάννην με το ερώτημα του Πιλάτου «τι έστιν αλήθεια;» που μένει αναπάντητο από τον Ναζωραίο (18,38)· ένα ερώτημα οπωσδήποτε φιλοσοφικό, το οποίο σύμφωνα με τον Φρειδερίκο Νίτσε «hat das Neue Testament mit dem einzigen Wort bereichert, das Wert hat (...): “Was ist Wahrheit?"».
Ο Ιησούς λέει λοιπόν στον Ρωμαίο έπαρχο ότι η αλήθεια έχει υπερβατική υπόσταση και βρίσκεται στα ουράνια. Οταν εκείνος του θέτει στη συνέχεια το ερώτημα «Στη γη δεν υπάρχει αλήθεια;», ο Ιησούς του απαντάει ευθέως και χωρίς περιστροφές: «Το βλέπεις τώρα δα και ο ίδιος πώς αυτοί που λένε την αλήθεια δικάζονται από όσους έχουν την εξουσία πάνω στη γη» - όράς, οί την αλήθειαν λέγοντες πώς κρίνονται άπό τών έχόντων την έξουσίαν έπί γης (III, 2).
Η σκηνή επίσης από το κεφάλαιο I του αποκρύφου στην οποία βλέπουμε τα λάβαρα με τις προτομές των αυτοκρατόρων να σκύβουν θαυματουργικά και να προσκυνούν μόνα τους τον Ιησού κατά την είσοδό του στο πραιτόριο έχει έντονο συμβολικό περιεχόμενο: μας μεταφέρει με πολύ απτό και παραστατικό τρόπο το μήνυμα ότι η κοσμική εξουσία που απολαμβάνουν οι καίσαρες της Ρώμης είναι ατελής και υποτάσσεται φύσει στην ουράνια και πνευματική που ενσαρκώνει ο Ιησούς, ο Κύριος της εκκλησίας.
Το δεύτερο μέρος του Ευαγγελίου του Νικοδήμου περιλαμβάνει τα κεφάλαια XVII-XXVII και αφηγείται την κάθοδο του Ιησού στον κάτω κόσμο.
Ο Constantinos Tischendorf, ο πρώτος εκδότης της απόκρυφης χριστιανικής γραμματείας, του απέδωσε την ονομασία «Descensus Christ! ad inferos», η οποία στην ελληνική της εκδοχή θα ήταν «Η εις Αδου κάθοδος του Ιησού», την οποία υιοθετώ κι εγώ - αν και δεν απαντά στις αρχαίες πηγές και στη χειρόγραφη παράδοση.
Σύμφωνα με τη μυθοπλασία της «Καθόδου», δύο νεκροί που αναστήθηκαν από τον Ιησού Χριστό προσέρχονται στο μεγάλο συνέδριο των Ιεροσολύμων (πρβλ. Μτ 27,51-53). Αφού δώσουν όρκο βάζοντας το χέρι τους στην Παλαιά Διαθήκη, διηγούνται στον Αννα, τον Καϊάφα και στους υπόλοιπους αρχιερείς τους άθλους του Ιησού στον κάτω κόσμο: πώς διέλυσε με το θεϊκό του φως όλα τα σκοτάδια- πώς γκρέμισε τις «αιώνιες πύλες» από το βασίλειο του Αδη κι ελευθέρωσε όλους τους νεκρούς- πώς έπιασε από τον λαιμό τον Σατανά και τον παρέδωσε στους αγγέλους να τον αλυσοδέσουν κ.ά.
Από τα παραπάνω, αυθόρμητα μας δημιουργείται η εντύπωση ότι η «Κάθοδος», όπως και τα «Ακτα Πιλάτου», εξυπηρετεί μια απολογητική σκοπιμότητα: να φανεί σε όσους αρνούνται ακόμη την πίστη ότι ο Ιησούς αληθώς άνέστη και κατατρόπωσε τις δυνάμεις της φθοράς και του θανάτου.
Δεν είναι οι Ιουδαίοι και οι εθνικοί εκείνοι που αμφιβάλλουν για την ανάσταση και ζητούν χειροπιαστές αποδείξεις για να πειστούν στις επαγγελίες του ευαγγελίου;
Εντούτοις η κατάθεση των δύο μαρτύρων στο μεγάλο συνέδριο μπορεί να μην είναι τίποτε περισσότερο από ένα ευρηματικό τέχνασμα κάποιου εκκλησιαστικού συγγραφέα. Με τον τρόπο αυτό θέλησε να συνεχίσει τη διήγηση του πάθους και να περιγράψει σε πλάτος την κάθοδο του Ιησού στο βασίλειο των νεκρών, για την οποία νύξεις μόνο συναντούμε εδώ κι εκεί στην Καινή Διαθήκη (Μτ 27,51-53- Εφ 4,8-10- Απκ 1,18- Α' Πετρ 3,19-20.4,6).
Το γλωσσικό ύφος του αποκρύφου είναι έντονα υμνολογικό και θυμίζει λειτουργικά κείμενα που ψάλλονται στην ακολουθία του Μεγάλου Σαββάτου στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Οσον αφορά χρονολόγησή του, ένα πράγμα μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα: όπως το θέτει λακωνικά ένας ερευνητής: Jot [...] before the fifth century A.D.».9 Τον 5o αιώνα μ.Χ. αργότερα, όταν η εκκλησία έχει εδραιωθεί πλέον ως ιατούσα θρησκεία στο Imperium Romanum, ο συγγραέας της «Καθόδου» διατρανώνει την πίστη του στη δύναμη του Μονογενούς Υιού και Λόγου του Θεού να λυτρώσει τον άνθρωπο από την αιχμαλωσία στον Αδη. Η αφήγηση του πάθους αποδεσμεύεται στο απόκρυφο από το αυστηρό ιστορικό πλαίσιο στο οποίο την τοποθετούν οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης· αποτελεί το προοίμιο μόνο του θριάμβου που επιτέλεσε ο Ιησούς Χριστός, τον οποίο προαναγγέλλουν με μια φωνή οι προφήτες της Παλαιός Διαθήκης: «Θ’ αναστηθούν οι νεκροί και θα σηκωθούν όσοι είναι στα μνήματα κι από την ψυχή τους θα χαρούν εκείνοι μέσα στο χώμα» (Ησ 26,19)· «Πού είναι το κεντρί σου, Θάνατε; Πού είναι η νίκη σου, Αδη;» (Ωσ 13,14).'
Καλή Πασχαλιά σε όλους!
***
Οι τελευταίες στιγμές του Χριστού, η κάθοδός του στον Αδη και η επιστροφή του στον κόσμο των ζωντανών μέσα από τρία κείμενα της απόκρυφης γραμματείας: των ευαγγελίων Πέτρου, Νικοδήμου/Πράζεων Πιλάτου, Ιωσήφ
Του Νικολάου Παύλου, Δρα Θεολογίας - ιστορικού ΜΑ
Απόκρυφα της Καινής Διαθήκης ονομάζονται κείμενα που έχουν ίδια θεματολογία με τα βιβλία του δεύτερου μέρους της Βίβλου και έχουν γραφεί από τον 2ο αι. μ.Χ. και εξής. Οι συγγραφείς τους είναι άγνωστοι, υπογράφουν όμως κυρίως με ονόματα μαθητών του Ιησού για να δώσουν κύρος στα γραπτά τους. Περιέχουν αυτά που θεωρούν περιστατικά της ζωής του, διδασκαλίες του, καθώς και καταγραφές από τη δράση των αποστόλων.
Τα απόκρυφα δεν περιλαμβάνονται στον Κανόνα της Καινής Διαθήκης. Μάλιστα ο Μέγας Αθανάσιος στην 39η Εορταστική Επιστολή του παρουσιάζει τα βιβλία που αποτελούν την Αγία Γραφή (Παλαιό και Καινή Διαθήκη) γιατί, όπως τονίζει, πολλοί μπορεί να απατηθούν
από την πονηριά μερικών ανθρώπων και να αρχίσουν να διαβάζουν τα λεγάμενα απόκρυφα.
Ας μη θεωρηθεί όμως ότι οι συγγραφείς τους στόχευαν πάντα στη διάδοση αιρετικών διδασκαλιών. Πολλά απόκρυφα κείμενα σε γενικές γραμμές δεν διέφεραν από τις καινοδιαθηκικές αφηγήσεις. Θεωρούνταν ότι συμπλήρωναν τα ευαγγελικά κείμενα και παρουσίαζαν πτυχές του βίου του Ιησού και άλλων ιερών προσώπων που δεν αναφέρονταν στη γραμματεία της Καινής Διαθήκης.
Αλλωστε μεγάλος αριθμός τους βρέθηκε στην Αίγυπτο σε τάφους μοναχών καθώς τα θεωρούσαν έργα πίστης - οι μοναχοί είχαν την επιθυμία να ταφούν με τα αγαπημένα τους βιβλία. Οι πληροφορίες που δίνονται σε αυτά χρησιμοποιήθηκαν ως αφετηρία για τη θέσπιση γιορτών και στην εικονογραφία ή για να αποσαφηνιστούν λεπτομέρειες που δεν υπάρχουν στα ευαγγέλια και τα άλλα ιερά κείμενα, όπως για παράδειγμα τα ονόματα των τριών μάγων ή των δύο ληστών που σταυρώθηκαν μαζί με τον Κύριο, όπως θα τονιστεί στη συνέχεια.
Το Πάθος και η Ανάσταση του Ιησού σίγουρα θα τραβούσαν την προσοχή των συγγραφέων των απόκρυφων κειμένων. Βέβαια οι καταγραφές τους γίνονταν ανάλογα με την οπτική γωνία που έβλεπαν τα γεγονότα και τις προφορικές ή γραπτές παραδόσεις που είχαν υπόψη τους. Το γενικό πλαίσιο δεν διέφερε αισθητά από τα αντίστοιχα κείμενα των κανονικών ευαγγελίων, οπότε η ειδοποιός διαφορά επικεντρώνεται σε λεπτομέρειες που περιέχουν και δίνουν το ιδεολογικό τους στίγμα αλλά και στο κοινό στο οποίο απευθύνονταν.
Για να κατανοηθούν οι αφηγήσεις των απόκρυφων ευαγγελίων για το Πάθος και την Ανάσταση θα πρέπει αρχικά να παρουσιαστεί σε γενικές γραμμές ο σχετικός λόγος των ευαγγελίων ώστε να σχηματιστεί πλήρης εικόνα.
Στο αρχαιότερο ευαγγέλιο, που είναι το Κατά Μάρκον, τα γεγονότα του Πάθους και της Ανάστασης ακολουθούν αυστηρή χρονολογική σειρά. Από το κεφ. 14 αρχίζει να γίνεται λόγος για τη συνωμοσία που κάνουν οι αρχιερείς και οι γραμματείς επειδή θέλουν να θανατώσουν τον Ιησού και για την απόφαση του Ιούδα του Ισκαριώτη να τον προδώσει.
Ακολουθεί ο Μυστικός Δείπνος, η πρόρρηση της άρνησης του Πέτρου, η προσευχή του Ιησού στη Γεθσημανή και η σύλληψή του, η δίκη στο Μεγάλο Συνέδριο, η άρνηση του Πέτρου, η δίκη από τον Πιλάτο, οι εμπαιγμοί και τέλος η σταύρωση και η ταφή του Ιησού. Αποκορύφωμα είναι η Ανάστασή του, που πιστοποιείται τόσο από τον νεαρό με τη λευκή στολή τον οποίο η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία, η μητέρα του Ιάκωβου, βρίσκουν μέσα στο κενό μνήμα όσο και από τις εμφανίσεις του στους μαθητές.
Οι ερευνητές έχουν κατατάξει τα απόκρυφα ευαγγέλια που αναφέρονται στο ίδιο θέμα σε μια ειδική κατηγορία, τα «Ευαγγέλια Πάθους, Καθόδου στον Αδη και Ανάστασης του Χριστού». Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται το Ευαγγέλιο Πέτρου, το Ευαγγέλιο Νικοδήμου, οι Πράξεις Πιλάτου, το Ευαγγέλιο Βαρθολομαίου, το Αφήγημα Ιωσήφ από Αριμαθαίας και η Επιστολή των Αποστόλων.
Στη συνέχεια θα παρουσιαστούν ενδεικτικά το Ευαγγέλιο Πέτρου, το Αφήγημα Ιωσήφ από Αριμαθαίας και το Ευαγγέλιο Νικοδήμου (η συνέχεια των Πράξεων Πιλάτου), τα οποία θα βοηθήσουν στην κατανόηση του σχετικού περιεχομένου των απόκρυφων ευαγγελίων.
Η εύρεση του απόκρυφου κειμένου που ονομάστηκε Ευαγγέλιο του Πέτρου είναι πράγματι συναρπαστική. Βρέθηκε -μαζί με άλλα δύο κείμενα- τον χειμώνα του 1886 στον τάφο ενός μοναχού στην Akhmim της Αιγύπτου. Μεταξύ των ερευνητών υπήρξαν πολλές αντιτιθέμενες απόψεις, γι’ αυτό και οι σχετικές εργασίες που είδαν το φως της δημοσιότητας για την ερμηνεία του είναι πολλές.
Είναι πιθανό να γράφτηκε στο πρώτο μισό του 2ου αι. μ.Χ. στη Μικρά Ασία ενώ ο συγγραφέας του φαίνεται να γνώριζε καλά τα κανονικά ευαγγέλια.
Στην αρχή της διήγησης παρουσιάζεται η διαπίστωση ότι κανένας Ιουδαίος αξιωματούχος δεν ένιψε τα χέρια του όπως ο Πιλάτος. Ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία καταλαβαίνει ότι πρόκειται να σταυρώσουν τον Κύριο και ζητάει το σώμα του για να το ενταφιάσει. Στη συνέχεια περιγράφεται το Πάθος. Φορούν τον κόκκινο μανδύα στον Ιησού και τον βάζουν να καθίσει σε θρόνο, ενώ τον πειράζουν λέγοντάς του να κρίνει τον λαό. Τον χτυπούν, τον φτύνουν, τον μαστιγώνουν λέγοντας: «Ταύτη τη τιμή τιμήσωμεν τον υιόν του Θεού».
Σταυρώνουν μαζί του δύο κακούργους και πάνω στον σταυρό τοποθετούν την επιγραφή «ούτος έστιν ο βασιλεύς του Ισραήλ». Ο Ιησούς δεν αισθανόταν κανέναν πόνο. Το μεσημέρι της Σταύρωσης έπεσε σκοτάδι σε όλη την Ιουδαίο. Αγωνιούσαν τότε οι παρευρισκόμενοι για να μη δύσει ο ήλιος. Δίνουν στον Ιησού να πιει χολή και ξίδι ενώ αρκετοί άνθρωποι κυκλοφορούσαν με λυχνάρια σαν να ήταν νύχτα. Ο Κύριος τότε κραύγασε «Η δύναμίς μου, η δύναμις, κατέλειψάς με».
Αφαιρούν τότε τα καρφιά από τα χέρια του και τον τοποθετούν στη γη που σείστηκε και όλοι φοβήθηκαν. Βγήκε κατόπιν ο ήλιος, οι Ιουδαίοι χάρηκαν, ενώ οι στρατιώτες έδωσαν το σώμα του Χριστού στον Ιωσήφ.
Ο λαός τότε αναλογίστηκε το κακό που έκανε και άρχισε να θρηνεί. Μόλις το είδαν αυτό τα μέλη του συνεδρίου ζήτησαν από τον Πιλάτο στρατό για φρουρά του τάφου και τον σφραγίζουν με εφτά σφραγίσματα.
Πολλοί πήγαν να δουν τον τάφο. Καθώς ξημέρωνε η Κυριακή ακούστηκε δυνατή φωνή από τον ουρανό, που σχίστηκε, και δύο άντρες κατέβηκαν και άνοιξαν το μνημείο. Βγήκαν από αυτό με τον Χριστό, ενώ τους ακολουθούσε ένας σταυρός. Ακουγόταν δε φωνή από τον ουρανό που έλεγε: «Κήρυξα στους νεκρούς».
Η Μαρία η Μαγδαληνή με άλλες γυναίκες ήρθαν στον τάφο. Τον είδαν ανοιχτό και ένας νέος τις πληροφόρησε για την Ανάσταση. Η διήγηση τελειώνει βρίσκοντας τους μαθητές στην Ιερουσαλήμ να κλαίνε και να είναι θλιμμένοι, ενώ ο Πέτρος γύρισε στη λίμνη της Γαλιλαίος μαζί με τον Λευί του Αλφαίου.
Οπως αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης του απόκρυφου Ευαγγελίου του Πέτρου, πρόκειται για κείμενο που δανείζεται πολλά στοιχεία από τα κανονικά ευαγγέλια και τα χρησιμοποιεί με τον τρόπο που θέλει ο συγγραφέας του, ο οποίος δείχνει να επανερμηνεύει τα γεγονότα του Πάθους. Χαρακτηριστικό του είναι τα πολλά λαϊκά στοιχεία που υπάρχουν στο κείμενο, γεγονός που επιτρέπει την υπόθεση πως ήταν αρκετά δημοφιλές ανάγνωσμα και ότι κυκλοφορούσε ευρέως.
Οι μαθητές δεν φαίνεται να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο. Κρύβονταν γιατί καταζητούνταν από τις αρχές που πίστευαν ότι ήθελαν να βάλουν φωτιά στον ναό. Στο τέλος ο συγγραφέας παρουσιάζει τον Πέτρο και τον αδερφό του Ανδρέα να πηγαίνουν να ρίξουν τα δίχτυα τους στη λίμνη μαζί με τον Λευί τον γιο του Αλφαίου.
Η Υφήγησις Ιωσήφ, το αφήγημα του Ιωσήφ από την Αριμαθαία, επικεντρώνεται στην προδοσία του Ιούδα και στον ρόλο των δύο ληστών, των οποίων τα ονόματα δίνονται: Γέστας και Δημάς. Ο πρώτος ήταν μεγάλος κακούργος, ενώ ο δεύτερος παρουσιάζεται να κλέβει χρήματα από τους πλούσιους και να τα δίνει στους φτωχούς. Εκλεβε τα βιβλία του νόμου και είχε γυμνώσει τη θυγατέρα του Καϊάφα που ήταν ιέρεια.
Ο Ιούδας κάνει μηχανορραφίες για να παραδώσει τον Ιησού. Του δίνουν τριάντα χρυσά (!) αργύρια και συμφωνούν να προδώσει τον Κύριο με φίλημα και να έχει μαζί του στρατιώτες με μαχαίρια και ξύλα. Ετσι γίνεται και οδηγούν τον Ιησού στον Καϊάφα και στα άλλα μέλη του συνεδρίου, από το οποίο απείχαν ο Νικόδημος και ο Ιωσήφ. Ο Ρωμαίος επίτροπος Πιλάτος σταυρώνει τον Ιησού ανάμεσα στους δύο ληστές.
Πάνω στον σταυρό ο Δημάς, μετά την ειλικρινή μεταμέλειά του, παίρνει την υπόσχεση ότι θα είναι με τον Ιησού στον παράδεισο. Ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία κλείνεται στη φυλακή γιατί ζητάει το σώμα του Ιησού για να το θάψει. Του παρουσιάζεται ο Ιησούς μαζί με τον ληστή που μετανόησε, γκρεμίζεται η φυλακή, ελευθερώνεται και φεύγουν όλοι μαζί για τη Γαλιλαίο. Στον δρόμο έλαμψε μέγα φως και απλώθηκε ευωδία. Ο Ιησούς δεν ήταν όπως προηγουμένως, αλλά γεμάτος φως. Τέλος, παρουσιάζεται ο Ιωάννης και ο ληστής σαν βασιλιάς με μεγάλη δύναμη έχοντας τον σταυρό.
Στις Πράξεις Πιλάτου πρωταγωνιστεί ο Ρωμαίος διοικητής της Ιουδαίος, ο Πόντιος Πιλάτος. Περιλαμβάνονται αλληλογραφία του Ρωμαίου επιτρόπου με τον Ηρώδη Αντύπα, τετράρχη της Γαλιλαίος, και με τους αυτοκράτορες Κλαύδιο και Τιβέριο, μια αναφορά του Πιλάτου για τα γεγονότα του Πάθους, καθώς και η ανάκριση του Πιλάτου από τον αυτοκράτορα, η καταδίκη του και μια διήγηση για τον θάνατό του. Εννοείται ότι τα παραπάνω κείμενα είναι ψευδεπίγραφα και έχουν γραφτεί πολύ αργότερα, μάλλον κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα.
Στην επιστολή που ο Πιλάτος στέλνει στον Ηρώδη αρχικά τονίζεται η εμφάνιση του Ιησού μετά την Ανάσταση σε περισσότερους από πεντακοσίους ανθρώπους στη Γαλιλαίο. Στη συνέχεια η σύζυγος του Πιλάτου -η οποία στο κείμενο ονομάζεται Πρόκλα- παίρνει μαζί της στρατιώτες που ήταν παρόντες στην Ανάσταση και πηγαίνουν να βρουν τον Ιησού που διδάσκει. Στο τέλος ο Ιησούς λέει στον Πιλάτο πως θα τον ευγνωμονούν οι γενιές μιας και στις μέρες του συνέβησαν τα γεγονότα του Πάθους.
Στην επιστολή που υποτίθεται ότι ο Πιλάτος στέλνει στον Κλαύδιο ο επίτροπος περιγράφει τι έχει κάνει όταν του έφεραν εμπρός του τον Χριστό, ενώ δεν διστάζει να τονίσει ότι οι στρατιώτες που φύλαγαν τον τάφο του Ιησού τον είδαν αναστημένο.
Η επιστολή που στέλνει στον Τιβέριο αποτελεί την απολογία του Πιλάτου για τη συμμετοχή του στη σταύρωση του Ιησού, ενώ τον ίδιο σκοπό φαίνεται να εξυπηρετεί και η αναφορά του στον αυτοκράτορα, στην οποία επιχειρεί-ται σύγκριση του Χριστού με τους θεούς των Ρωμαίων.
Ολες οι παραπάνω διηγήσεις των πράξεων του Πιλάτου ήταν πολύ δημοφιλείς κατά τον Μεσαίωνα και διαβάζονταν ανελλιπώς. Αν και ήταν δύσκολο να εξαχθούν από αυτές κάποια πραγματικά στοιχεία για τα γεγονότα του Πάθους, εντούτοις προσεγγίζονταν με σεβασμό και ευλάβεια. Δεν είναι τυχαίο ότι χρησιμοποιήθηκαν από την αιθιοπική εκκλησία στην προσπάθειά της να ανακηρύξει άγιο τον Ρωμαίο επίτροπο, πράγμα που τελικά έγινε.
Το απόκρυφο Ευαγγέλιο του Νικοδήμου είναι ένα σύνθετο κείμενο. Αποδίδεται στο επιφανές μέλος του Μεγάλου Συνεδρίου Νικόδημο, ο οποίος ήταν κρυφός μαθητής του Ιησού και είχε φροντίσει μαζί με τον Ιωσήφ από την Αριμαθαία να πάρουν το σώμα του Κυρίου και να το θάψουν.
Στην ουσία, όπως δέχεται η πλειονότητα των ερευνητών του έργου, είναι δημιούργημα πολλών πιστών, ο καθένας από τους οποίους πρόσθεσε τη δική του συμβολή, με αποτέλεσμα το κείμενο να αποκτήσει την τελική μορφή του με την οποία μας έχει σήμερα παραδοθεί.
Το Ευαγγέλιο του Νικοδήμου αρχίζει με τη δίκη του Ιησού από τον Πιλάτο. Οι Ιουδαίοι, εκτός από τις γνωστές κατηγορίες εναντίον του, του αποδίδουν και την κατηγορία της μαγείας. Με πολλές λεπτομέρειες περιγράφεται η κάθοδος του Χριστού στον Αδη και η εμφάνισή του μετά την Ανάσταση στον Ιωσήφ από την Αριμαθαία.
Πιο αναλυτικά, στο πρώτο μέρος υπάρχουν τα πρακτικά της δίκης του Χριστού, όπως τα έχει διασώσει ο Νικόδημος. Αρχικά οι αρχιερείς κατηγορούν τον Ιησού ενώπιον του Πιλάτου. Η κυριότερη κατηγορία είναι για μαγεία, μιας και έχει γιατρέψει αρρώστους ακόμη και την ημέρα της αργίας του Σαββάτου. Τότε ο Πιλάτος διατάζει τον αγγελιοφόρο του να φέρει τον Χριστό. Αυτός μόλις βλέπει τον Κύριο απλώνει κάτω τη χλαμύδα του για να πατήσει και τον προσκυνάει. Σε ερώτηση του επιτρόπου για την πράξη του, απαντάει πως προσκύνησε τον βασιλιά των Ιουδαίων.
Οταν ο Χριστός μπαίνει στο Πραιτώριο οι εικόνες των αυτοκρατόρων πέφτουν και τον προσκυνούν. Η γυναίκα του Πιλάτου στέλνει μήνυμα να μην του κάνει κακό. Οι αρχιερείς όμως είναι ανένδοτοι και επιμένουν να γίνει η δίκη. Αν και ο Πιλάτος δεν βρίσκει εναντίον του κατηγορία, αναγκάζεται να τον οδηγήσει στον σταυρό παρά την επέμβαση του Νικοδήμου και τις μαρτυρίες αυτών που είχαν ευεργετηθεί από τον Κύριο. Μαζί με τον Χριστό σταυρώνονται και οι δύο ληστές, ο Γέστας και ο Δυσμάς (πρόκειται για τον Δημά). Παρέδωσε το πνεύμα του στις δώδεκα το μεσημέρι και την ίδια ώρα σκοτάδι έπεσε στη γη.
Ο Νικόδημος παίρνει το σώμα του Κυρίου και γι’ αυτό φυλακίζεται από το Μεγάλο Συνέδριο, ενώ στη συνέχεια της διήγησης στρατιώτες που φύλαγαν τον τάφο διηγούνται τα σχετικά με την Ανάσταση γεγονότα. Ο Νικόδημος κατόπιν επισκέπτεται στη φυλακή τον Ιωσήφ και αυτός του διηγείται τη συνάντηση που είχε με τον αναστημένο Ιησού.
Εδώ τελειώνει το πρώτο μέρος του Ευαγγελίου του Νικοδήμου. Στο δεύτερο περιγράφεται η κάθοδος του Ιησού στον Αδη από τον δίκαιο Συμεών που αναστήθηκε και από τους δύο γιους του. Μόλις λοιπόν ο Χριστός κατέβηκε στον Αδη όλος ο σκοτεινός τόπος έλαμψε, πράγμα που γέμισε μεγάλη χαρά τους δίκαιους που βρίσκονταν εκεί. Ο Αδης παραδέχτηκε την ήττα του από τον βασιλιά της δόξης.
Ο Χριστός έπιασε τον προπάτορα Αδάμ και τον σήκωσε. Τον ευλόγησε στο μέτωπο και το ίδιο έκανε και με τους πατριάρχες του λαού του Θεού, τους προφήτες, τους μάρτυρες και τους προπάτορες. Κατόπιν τους πήρε μαζί του, ενώ στον παράδεισο βρέθηκε και ο μετανοημένος ληστής.
Το Ευαγγέλιο του Νικοδήμου, όπως αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης, είναι μια πολύ δυνατή διήγηση, αγαπητή στους πιστούς. Οι λεπτομέρειες που έχει είναι εντυπωσιακές, το ύφος του μεγαλοπρεπές και ποιητικό. Πρόκειται πράγματι για ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο που ενέπνευσε και την υμνογραφία και τη ζωγραφική της εκκλησίας, ενώ οι εργασίες των ερευνητών γι' αυτό συνεχώς αυξάνονται.
Ανακεφαλαιώνοντας τα παραπάνω φαίνεται ότι οι απόκρυφες αφηγήσεις για το Πάθος και την Ανάσταση, χρησιμοποιώντας έναν απλουστευτικό -εκ πρώτης όψεως- λόγο, που ταιριάζει όμως με τη νοοτροπία και τις αντιλήψεις των αποδεκτών του έργου τους και της εποχής που έγινε η καταγραφή τους, προσπαθούν να ερμηνεύσουν τα πλέον σημαντικά γεγονότα του χριστιανισμού που είχε αρχίσει πλέον να αποκτάει έντονη δυναμική και να επηρεάζει όλα τα κοινωνικά στρώματα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Θεωρούν ότι συμπληρώνουν τις ευαγγελικές αφηγήσεις στα σημεία που νομίζουν ότι αυτό χρειάζεται, έχοντας ως πηγή τους αντιλήψεις, διαδόσεις και αιρετικές διδασκαλίες, τις οποίες μπορεί και να δημιουργούν. Με αυτή την έννοια αποτελούν πολύτιμα έργα, αφού βοηθούν να κατανοηθούν
η εποχή που γράφτηκαν, ο τρόπος σκέψης και οι ιδέες των ανθρώπων μιας εποχής με πολλά κοινά με τη σημερινή. Βοηθούν με αυτό τον τρόπο τον σημερινό άνθρωπο να κάνει συγκρίσεις και να ερμηνεύσει την πραγματικότητα που βιώνει.
Ενώ στα κανονικά κείμενα η περιγραφή της καθόδου ενός νεκρού θεού στον Αδη απουσιάζει εντελώς -μόνο ο Απόστολος Πέτρος στην A' Επιστολή του κάνει μια μικρή αναφορά-, το απόκρυφο Ευαγγέλιο του Νικοδήμου είναι παραστατικό στις λεπτομέρειες αυτού του περιστατικού.
A ’ Επιστολή Πέτρου
Διότι ο Χριστός πέθανε μία φορά για πάντα για αμαρτίες, ένας δίκαιος για αδίκους, ώστε να σας οδηγήσει στον Θεό. Θανατώθηκε ως σάρκα αλλά ζωοποιήθηκε ως πνεύμα. Με αυτή την υπόσταση πήγε και κήρυξε στα πνεύματα στη φυλακή, τα οποία στο παρελθόν είχαν γίνει ανυπάκουα όταν ο Θεός περίμενε υπομονετικά στις ημέρες του Νώε, ενόσω κατασκευαζόταν η κιβωτός, μέσα στην οποία λίγοι άνθρωποι, συγκεκριμένα οχτώ ψυχές, πέρασαν με ασφάλεια μέσα από το νερό.
Απόκρυφο Ευαγγέλιο του Νικοδήμου
Κεφάλαιο 16: Κι ενώ ο σατανάς και ο πρίγκιπας της κόλασης έλεγαν αυτά μεταξύ τους, ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή σαν κεραυνός και φύσημα ανέμων, που έλεγε, «Σηκώστε τις πύλες σας, πρίγκιπες· υψωθείτε πύλες αιώνιες και θα εισέλθει ο Βασιλιάς της Δόξας».
Οταν το άκουσε αυτό ο πρίγκιπας της κόλασης, είπε στον σατανά, «Φύγε από μπροστά μου και χάσου από τις κατοικίες μου. Αν είσαι δυνατός πολεμιστής, πολέμησε με τον Βασιλιά της Δόξας. Αλλά τι έχεις εσύ να κάνεις μαζί του;». Και τον έδιωξε από την κατοικία του.
Κι ο πρίγκιπας είπε στους ασεβείς αξιωματούχους του, «Κλείστε τις χάλκινες πύλες της ασπλαχνίας, στερεώστε τες με σιδερένιες μπάρες και πολεμήστε θαρραλέα, για να μην πιαστούμε αιχμάλωτοι».
Οταν όμως οι άγιοι τα άκουσαν αυτά, μίλησαν με φωνή έντονου θυμού στον πρίγκιπα της κόλασης, «Ανοιξε τις πύλες σου για να μπει ο Βασιλιάς της Δόξας».
Και ο θεϊκός προφήτης Δαβίδ φώναξε και είπε, «Προφήτευσα λοιπόν αληθινά όταν ήμουν στη γη και είπα, ας υμνούν τον Κύριο για τα ελέη του και για τα θαυμάσια έργα του προς τους γιους των ανθρώπων. Συνέτριψε τις χάλκινες πύλες και κατέκοψε τις σιδερένιες μπάρες. Κατανίκησε τους άφρονες για τις ανομίες τους και για τις αδικίες τους».
Υστερα ένας άλλος προφήτης, ο άγιος Ησαΐας, μίλησε με τον ίδιο τρόπο σε όλους τους αγίους και είπε, «Δεν σας προφήτευσα σωστά όταν ζούσα πάνω στη γη; Οι νεκροί θα ζήσουν και εκείνοι που είναι στους τάφους τους θ’ αναστηθούν και εκείνοι που είναι μέσα στο χώμα θα αγαλλιάσουν, γιατί η δρόσος που έρχεται απ’ τον Κύριο θα τους φέρει τη λύτρωση. Και σε άλλο σημείο είπα, “Ω θάνατε, πού είναι το κεντρί σου”».
Οταν όλοι οι άγιοι τα άκουσαν αυτά που είπε ο Ησαΐας, είπαν στον πρίγκιπα της κόλασης, «Ανοιξε τώρα τις πύλες σου και βγάλε τους σιδερένιους μοχλούς, γιατί τώρα θα αιχμαλωτιστείς και δεν θα έχεις καμιά δύναμη».
Ακούστηκε τότε μια μεγάλη φωνή σαν κεραυνός που έλεγε, «Σηκώστε τις πύλες σας, πρίγκιπες, και υψωθείτε πύλες της κόλασης και θα εισέλθει ο Βασιλιάς της Δόξας».
Ο πρίγκιπας της κόλασης, ακούγοντας την ίδια φωνή να επαναλαμβάνεται, φώναξε σαν να μη γνώριζε, «Ποιος είναι αυτός ο Βασιλιάς της Δόξας;».
Ο Δαβίδ απάντησε στον πρίγκιπα της κόλασης και είπε, «Καταλαβαίνω τα λόγια αυτής της φωνής, γιατί κάποτε τα είπα και εγώ με το πνεύμα του. Και τώρα, όπως είπα πιο πριν, σου απαντώ, "Είναι ο Κύριος ο κραταιός και ισχυρός, ο Κύριος ο δυνατός στον πόλεμο, αυτός είναι ο Βασιλιάς της Δόξας και ο Κύριος του ουρανού και της γης. Εστρεψε το βλέμμα του χαμηλά για ν’ ακούσει τους στεναγμούς των δέσμιων και για να ελευθερώσει εκείνους που είναι παραδομένοι στον θάνατο. Τώρα λοιπόν, εσύ ρυπαρέ και βρομερέ πρίγκιπα της κόλασης, άνοιξε τις πύλες σου για να εισέλθει ο Βασιλιάς της Δόξας, γιατί αυτός είναι ο Κύριος του ουρανού και της γης”».
Ενώ ο Δαβίδ έλεγε αυτά τα λόγια, εμφανίστηκε ο κραταιός Κύριος με μορφή ανθρώπου και φώτισε τα μέρη εκείνα που ήταν πριν στο σκοτάδι.
Και έκανε κομμάτια τις αλυσίδες που μέχρι τότε δεν μπορούσαν να σπάσουν· και με την ακατανίκητη δύναμή του επισκέφθηκε εκείνους που βρίσκονταν στο βαθύ σκοτάδι εξαιτίας της ανομίας και στη σκιά του θανάτου εξαιτίας της αμαρτίας.
Κεφάλαιο 17: Οταν άκουσαν αυτά τα πράγματα, ο ασεβής θάνατος και οι σκληροί αξιωματούχοι καταλήφθηκαν από φόβο μέσα στα διάφορα βασίλειά τους, βλέποντας την καθαρότητα του φωτός και τον ίδιο τον Χριστό να εμφανίζεται ξαφνικά στις διαμονές τους. Αρχισαν λοιπόν να φωνάζουν και να λένε, «Μας έχεις καθηλώσει. Θέλεις να μας αναστατώσεις ενώπιον του Κυρίου. Ποιος είσαι εσύ ο αδιάφθορος, μ’ αυτήν τη φωτεινή εμφάνιση που είναι μια πλήρης απόδειξη του μεγαλείου σου και που δεν φαίνεται να την προσέχεις και τόσο πολύ;
Ποιος είσαι εσύ, τόσο ισχυρός και τόσο αδύναμος, τόσο σπουδαίος και τόσο μικρός, ένας ταπεινός κι όμως ένας στρατιώτης πρώτης τάξης, που μπορεί να διατάζει έχοντας τη μορφή υπηρέτη σαν ένας κοινός στρατιώτης; Ο Βασιλιάς της Δόξας, νεκρός και ζωντανός, αν και τον σκότωσαν πάνω στον σταυρό;
Εσύ που ξάπλωσαν νεκρό στον τάφο, που κατέβηκες ζωντανός σε μας, που με τον θάνατό σου ρίγησαν όλα τα πλάσματα και σείστηκαν όλα τα άστρα κι έχεις τώρα την ελευθερία σου ανάμεσα στους νεκρούς και ταράζεις τις λεγεώνες μας;
Ποιος είσαι εσύ που απελευθερώνεις τους φυλακισμένους που κρατιούνταν από τις αλυσίδες του προπατορικού αμαρτήματος και τους ξαναφέρνεις στην παλιά τους ελευθερία;
Ποιος είσαι εσύ που απλώνεις ένα τόσο λαμπρό και θεϊκό φως πάνω σ’ εκείνους που είχαν τυφλωθεί από το σκοτάδι της αμαρτίας;».
Με όμοιο τρόπο, όλες οι λεγεώνες των διαβόλων καταλήφθηκαν απ’ τον ίδιο τρόμο και φώναξαν με την πιο φοβισμένη φωνή, «Πώς γίνεται, Ιησού Χριστέ, να είσαι ένας άνθρωπος τόσο ισχυρός και υπέροχος μέσα στο μεγαλείο σου, τόσο λαμπρός ώστε να μην έχεις ούτε ένα ψεγάδι και τόσο αγνός ώστε να μην έχεις ούτε μία αμαρτία; Γιατί αυτός ο κατώτερος κόσμος της γης, που μέχρι τώρα ήταν υποταγμένος σ’ εμάς κι απ’ τον οποίο παίρναμε φόρο υποτελείας, ποτέ πριν δεν μας έστειλε έναν τέτοιο νεκρό, ποτέ δεν έστειλε δώρα σαν κι αυτά στους πρίγκιπες της κόλασης.
Ποιος είσαι εσύ λοιπόν που με τέτοιο θάρρος μπαίνεις στο βασίλειό μας κι όχι μόνο δεν φοβάσαι να μας απειλήσεις με τις μεγαλύτερες τιμωρίες, αλλ’ επίσης προσπαθείς να σώσεις κι όλους τους άλλους από τις αλυσίδες με τις οποίες τους κρατάμε; Ισως να είσαι εκείνος ο Ιησούς για τον οποίο μόλις τώρα μίλησε ο σατανάς στον πρίγκιπά μας· εκείνος που με τον σταυρικό σου θάνατο απέκτησες δύναμη πάνω στο θάνατο».
Τότε ο Βασιλιάς της Δόξας ποδοπατώντας τον θάνατο, συνέλαβε τον πρίγκιπα της κόλασης, του αφαίρεσε όλες τις δυνάμεις και πήρε μαζί του τον γήινο πατέρα μας, τον Αδάμ, στη δόξα του.
Του Κωνσταντίνου Α. Μποζϊνη, Επίκουρου καθηγητή Ιστορίας της Αρχαίας και Βυζαντινής Φιλοσοφίας στο ΑΠΘ - "Αιρετικά"
Μία σημαντική πτυχή της φιλολογικής παραγωγής του αρχαίου χριστιανισμού είναι τα απόκρυφα κείμενα. Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται το πάθος και η ανάσταση του Ιησού στις σελίδες τους θα προκαλέσει σίγουρα έκπληξη στον σύγχρονο αναγνώστη.
Ορισμένα από αυτά διευρύνουν τη γνωστή διήγηση των ευαγγελιστών με άγνωστα επεισόδια ενώ άλλα επιχειρούν μια συνολική επανεκτίμηση του θείου δράματος και του ρόλου των προσώπων που καθόρισαν την έκβασή του.
Τι είναι όμως τα απόκρυφα κείμενα; Προτού καταπιαστούμε με το καθαυτό θέμα του άρθρου μας, θα πρέπει να απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα, το οποίο μπορεί να φέρει σε αμηχανία ακόμη και τον πιο ειδικό επιστήμονα.
Η απόκρυφη χριστιανική γραμματεία
Τόσο η ακριβής ημερομηνία της συγγραφής όσο και γενικότερα η προέλευσή τους παραμένουν άγνωστα. Ακόμη, παρά το γεγονός ότι εμφανίζονται στα μάτια μας με τη μορφή ενός από τα γραμματειακά είδη της Καινής Διαθήκης -Ευαγγέλια, Πράξεις, Αποκαλύψεις ή Επιστολές- και φέρουν την υπογραφή των πιο γνωστών πρωταγωνιστών της, λ.χ. του Πέτρου, του Παύλου, του Ιωάννη ή και του ίδιου του Ιησού Χριστού, δεν απέκτησαν ποτέ το κύρος μιας ιερής αποκάλυψης, με αποτέλεσμα να αποκλειστούν από τον Κανόνα της εκκλησίας.
Στη διάρκεια του ευαγγελικού αναγνώσματος το οποίο αντηχεί κάθε Κυριακή μέσα στον χριστιανικό ναό οι περικοπές από το Κατά Μάρκον, το Κατά Ματθαίον, το Κατά Ιωάννην ή το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο διαδέχονται η μία την άλλη σε όλη την έκταση του λειτουργικού έτους της εκκλησίας.
Ποιος όμως έχει ακούσει ποτέ τον ιερέα να αναγιγνώσκει από τον άμβωνα το Ευαγγέλιο Κατά Πέτρον, Κατά Φίλιππον, Κατά Ιούδαν, Θωμάν ή, ακόμη, το Ευαγγέλιο της Αλήθειας, το Ευαγγέλιο των Εβιωνιτών, το Ευαγγέλιο των Ναζωραίων και των Αιγυπτίων;
Τα κείμενα αυτά μας παρέχουν πληροφορίες για τη ζωή και το κήρυγμα του Ιησού Χριστού ή εμβαθύνουν θεολογικά στην προσωπικότητά του με τρόπο ανάλογο των κανονικών ευαγγελίων· κατά περίσταση, επίσης, συναγωνίζονται σε αρχαιότητα μαζί τους.
Διάφοροι λόγοι όμως υποχρέωσαν την εκκλησία είτε να τα αφήσει στην άκρη, επιτρέποντας την περιορισμένη μόνο ανάγνωσή τους από τους πιστούς, είτε να τα καταδικάσει τελείως όταν διείδε στη διήγησή τους τον κίνδυνο της αίρεσης, της παραχάραξης δηλαδή του αυθεντικού περιεχομένου της πίστης.
Τα κείμενα που κατατάσσονται στην απόκρυφη χριστιανική γραμματεία δεν αποτελούν ομοιογενές υλικό· σημαντικότατες διαφοροποιήσεις ισχύουν ανάμεσά τους.
Σύμφωνα με τον Γερμανό καθηγητή Wilhelm Schneemelcher, η μεθοδολογία του οποίου μας χρησιμεύει σαν νήμα της Αριάδνης για να μη χαθούμε στον λαβύρινθο των επιστημονικών λεπτομερειών που ενέχει η εξέταση του υπό συζήτηση θέματος, το ρήμα «ersetzen» από τη μια μεριά και το ρήμα «erganzen» από την άλλη συνιστούν τους δύο αντιθετικούς πόλους γύρω από τους οποίους περιστρέφεται ολόκληρη η απόκρυφη γραμματεία.
Ersetzen σημαίνει στα γερμανικά «αντικαθιστώ» και προσιδιάζει ως όρος στην πρώτη μεγάλη κατηγορία απόκρυφων κειμένων τα οποία προέρχονται από αιρετικούς κύκλους της αρχαίας εκκλησίας. Στόχος τους είναι να υποσκάψουν την Καινή Διαθήκη στη συνείδηση των πιστών και να καταλάβουν τη θέση της ως ιερές γραφές του χριστιανισμού με την εναλλακτική θεώρηση του Ιησού την οποία προτείνουν· η αντίθεση με την ορθόδοξη παράδοση αποτελεί το κυριότερο γνώρισμά τους.
Στην πλειονότητά τους τα απόκρυφα που ανήκουν στην πρώτη κατηγορία χρονολογούνται πρώιμα, από τον Ιο έως τον 3ο αιώνα μ.Χ., περίοδο στην οποία δεν έχει παγιωθεί ακόμη ο αριθμός των είκοσι επτά βιβλίων που απαρτίζουν τον Κανόνα της Καινής Διαθήκης. Αντανακλούν τη ρευστότητα που χαρακτηρίζει τον αρχέγονο χριστιανισμό όταν διάφορες τάσεις συγκρούονται με σφοδρότητα στο εσωτερικό της εκκλησίας για να επιβάλουν την άποψή τους σχετικά με θεμελιώδη ζητήματα της πίστης; τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, την ενσάρκωση του Ιησού, την ανάστασή του από τους νεκρούς, τη Δευτέρα Παρουσία κ.ά.
Το Ευαγγέλιο του Ιούδα, το οποίο ήρθε πρόσφατα στο φως της δημοσιότητας, όμοια με τους παπύρους της βιβλιοθήκης του Nag Hammadi και τα άλλα γνωστικά κείμενα που μεταφέρει σποραδικά η χειρόγραφη παράδοση, ανήκουν στην παραπάνω κατηγορία αποκρύφων που στιγματίστηκαν ως νόθα και απόβλητα από την εκκλησία.
Το ρήμα «erganzen», από την άλλη μεριά, σημαίνει στα γερμανικά «συμπληρώνω» και οριοθετεί μια διαφορετική κατηγορία αποκρύφων, με ορθόδοξη κατά κύριο λόγο προέλευση. Δική τους πρόθεση δεν είναι να αντικαταστήσουν την Καινή Διαθήκη αλλά να συμπληρώσουν τα «κενά» που αφήνει η διήγησή της, εξάπτοντας τη φαντασία των πιστών με πλήθος λεπτομερειών που δεν διασώζουν οι ευαγγελιστές Μάρκος, Ματθαίος, Λουκάς και Ιωάννης.
Πολύ περισσότερο από μια διάθεση αμφισβήτησης του επίσημου χριστιανισμού, κίνητρο για τη συγγραφή αυτών των κειμένων αποτέλεσε η ικανοποίηση της ανθρώπινης περιέργειας, που σκοντάφτει τόσο συχνά στη φειδωλότητα των πληροφοριών τις οποίες μας παρέχουν οι ιεροί συγγραφείς σχετικά με τον Ιησού ή άλλα πρόσωπα της πρώιμης εκκλησίας.
Τα απόκρυφα της δεύτερης κατηγορίας μας μεταφέρουν πολλούς θρύλους του αρχέγονου χριστιανισμού που διαδίδονταν αρχικά ανάμεσα στους πιστούς από στόμα σε στόμα και αποκρυσταλλώθηκαν σε γραπτή μορφή με την πάροδο του χρόνου. Παρότι βρίθουν συχνά από φανταστικά στοιχεία και ανακρίβειες, τα απόκρυφα της δεύτερης κατηγορίας που συμπληρώνουν την Καινή Διαθήκη οικοδομούν τη διήγησή τους πάνω σε έναν ιστορικό πυρήνα, ώστε δεν αποτελεί έκπληξη ότι επιβίωσαν πλάι στον επίσημο κανόνα της Αγίας Γραφής κι ενσωματώθηκαν άτυπα στη λατρευτική παράδοση της εκκλησίας.
Μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης, όπως το Γενέθλιον, τα Εισόδια και η Κοίμηση της Θεοτόκου, στηρίζονται αποκλειστικά σε απόκρυφες πηγές, εφόσον σε αυτές χρωστάμε τις μοναδικές πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή της μητέρας του Θεανθρώπου.
Ωστόσο οι δύο παραπάνω κατηγορίες αποκρύφων επιδέχονται επιμέρους υποδιαιρέσεις και δεν αποκλείουν τις εξαιρέσεις. Υπάρχουν, με άλλα λόγια, απόκρυφα που γεννήθηκαν μέσα στη φωτιά των διωγμών και εξυπηρετούν την απολογητική του χριστιανισμού απέναντι στους εθνικούς ή τους Ιουδαίους· άλλα, πάλι, γράφτηκαν για να αντικροϋσουν αιρετικές απόψεις.
Ιδιαίτερη υποκατηγορία αποτελούν τα απόκρυφα που δραματοποιούν με την αφήγησή τους αφηρημένες θεολογικές έννοιες ώστε να γίνουν κατανοητές από το εκκλησίασμα (theologie narrative) και όχι σπάνια στη χειρόγραφη παράδοση συναντάμε κείμενα αιρετικής προέλευσης που καθάρθηκαν από τα κακόδοξα στοιχεία τους και εντάχθηκαν στον «Συναξαριστή» και στη λατρεία.
Η απόκρυφη χριστιανική γραμματεία περιλαμβάνει εκατοντάδες κείμενα στα ελληνικά, τα λατινικά, τα κοπτικά, τα γεωργιανά και άλλες αρχαίες γλώσσες, ώστε δύσκολα μπορεί κανείς να την παρουσιάσει σε όλη την ποικιλομορφία της στο πλαίσιο ενός άρθρου ή ακόμη και μιας επιστημονικής μελέτης. «Τη θάλασσα τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;» - για να δανειστούμε έναν γνωστό στίχο από το «Μυθιστόρημα» του Γιώργου Σεφέρη.
Στη συνέχεια θα σκιαγραφήσουμε σε αδρές γραμμές τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται το πάθος και η ανάσταση στα απόκρυφα, επιλέγοντας ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για την καθεμία από τις δύο βασικές κατηγορίες στις οποίες διακρίνονται κατά Schneemelcher: το Ευαγγέλιο του Ιούδα από την πρώτη και το Ευαγγέλιο του Νικοδήμου από τη δεύτερη.
Το Ευαγγέλιο του Ιούδα
Το 2006 δημοσιεύτηκε από τον οργανισμό National Geographic το Ευαγγέλιο του Ιούδα, το οποίο αποκαλύφτηκε τη δεκαετία του 70 για να φτάσει έπειτα από περιπετειώδη διαδρομή στα χέρια των ειδικών επιστημόνων.
Οι τυμπανοκρουσίες με τις οποίες ανακοινώθηκε από τα διεθνή ΜΜΕ η έκδοσή του και η αίσθηση που προκάλεσε στην κοινή γνώμη παγκοσμίως δικαιολογούνται απόλυτα από την ταυτότητα του πρωταγωνιστή του. Ενα απόκρυφο κείμενο που αποδίδεται στον Ιούδα Ισκαριώτη και διασώζει τις στιχομυθίες του με τον Κύριο πριν από το πάθος - τι πιο συναρπαστικό θα μπορούσε να περιέχει ανάμεσα στα φθαρμένα φύλλα του ένας αρχαίος πάπυρος θαμμένος στην έρημο της Αίγυπτου;
Ο Ιούδας, ωστόσο, ο οποίος μιλάει έπειτα από τόσους αιώνες σε μας μέσα από τις γραμμές του αποκρύφου δεν έχει την παραμικρή σχέση με το ιστορικό πρόσωπο που συνοδέυσε στις περιοδείες του τον Ιησού Χριστό και τον παρέδωσε τελικά να θανατωθεί στους αρχιερείς του μεγάλου συνεδρίου.
Είναι μια εξιδανικευμένη μορφή που φιλοτέχνησε με την πένα του κάποιος άγνωστος συγγραφέας τον 2ο αιώνα μ.Χ., παραλλάζοντας έντεχνα τη διήγηση του πάθους της Καινής Διαθήκης. Ενσαρκώνει, λοιπόν, ως dramatis persona το θρησκευτικό πιστεύω του ανθρώπου που τον έπλασε με τη φαντασία του, ενός σχισματικού χριστιανού που ανήκε στο κίνημα της Γνώσης.
Η Γνώση (ή διαφορετικά ο γνωστικισμός) είναι μια αίρεση που γνώρισε ευρεία διάδοση τους πρώτους αιώνες μ.Χ., απλώνοντας τα πλοκάμια της σε Δύση και Ανατολή, προτού ατονήσει με τον καιρό και ξεριζωθεί από το εκκλησιαστικό σώμα. Οι οπαδοί της επεδίωκαν την προσωπική επικοινωνία με τον Θεό και απέρριπταν μία προς μία όλες τις θεσμικές μορφές που τείνει να προσλάβει ο χριστιανισμός ήδη από την πρώτη γενιά μετά τους αποστόλους. Στη θέση του δόγματος, της πίστης με άλλα λόγια στις υποθήκες της αποστολικής παράδοσης, και της αφοσίωσης στην ιεραρχία της εκκλησίας, προέβαλλαν ένα εναλλακτικό θρησκευτικό ιδεώδες: τη γνώση.
Σύμφωνα με τη συντριπτική πλειονότητα των οπαδών του κινήματος, η γνώση είναι ο απώτερος στόχος της ζωής του ανθρώπου, που τον καταξιώνει ως «κατ’ εικόνα» δημιούργημα του Θεού και του ανοίγει διάπλατα τον δρόμο προς τη σωτηρία. Μια γνώση που επικετρώνεται κυρίως στην αυτοσυνειδησία του ατόμου σχετικά με τη θεϊκή του καταγωγή και τη μακαριότητα που θα γευτεί μετά θάνατον στον άλλο κόσμο.
Το αρχαίο ελληνικό ρητό γνώθι σ' αυτόν, με τον τρόπο ιδιαίτερα που ερμηνεύεται από τον Σωκράτη στους πλατωνικούς διαλόγους, αποτελεί τον θεμέλιο λίθο πάνω στον οποίο τα διάφορα ρεύματα του γνωστικισμού οικοδομούσαν τη μεταφυσική τους διδασκαλία.
Παρόμοια με τον πλατωνισμό, οι γνωστικοί επέμεναν στην αναγκαιότητα της στροφής του ανθρώπου στον εαυτό του και της ενασχόλησης με τον εσώτερο πυρήνα της ύπαρξής του, τον οποίο ταύτιζαν με την ψυχή ή το πνεύμα.
Επίσης, σε απόλυτη συνάφεια με την πλατωνική ανθρωπολογία, θεωρούσαν την ψυχή αιώνια και ακατάλυτη, σε αντίθεση με το φθαρτό κορμί που την περιβάλλει. Προήλθε, κατά τη γνώμη τους, από το «πλήρωμα», το ουράνιο βασίλειο του φωτός, και συνιστά απόρροια της θείας ουσίας που αναμείχθηκε με την ύλη σε κάποια στιγμή της κοσμογονικής διαδικασίας. Περικλείει, λοιπόν, έμφυτα μέσα της τη ροπή προς τον Θεό, η οποία παραμένει ωστόσο ανενεργή λόγω της συγκατοίκησής της με το σώμα.
Με τα πιο μελανά χρώματα οι γνωστικές πηγές περιγράφουν την παρούσα κατάσταση της επίγειας ζωής του ανθρώπου. Εξωθώντας στα άκρα τον δυαλισμό του πλατωνισμού, την τοποθετούν σε ένα ζοφερό τοπίο πτώσης: είναι μια αιχμαλωσία στις δαιμονικές δυνάμεις του κακού που εκπορνεύουν την ψυχή και την αλυσοδένουν με τα δεσμό της ύλης· μια περιπλάνηση μέσα στο έρεβος ή σ' ένα εφιαλτικό όνειρο τη νύχτα- ένα μεθύσι, ακόμη, που προκαλούν τα βίαια και άλογα πάθη της σάρκας. Μόνο εάν σκύψει ο άνθρωπος μέσα του και αναγνωρίσει ποιος είναι και από πού προέρχεται μπορεί να απαλλαγεί από την ολέθρια επιρροή τους.
Η γνώση αποτελεί τη λυτρωτική εκείνη δύναμη που τον βοηθά να συνέλθει από την παραζάλη στην οποία βρίσκεται και να ανακτήσει τη συνείδηση του εαυτού του.
Η μεταφυσική διδασκαλία του γνωστικισμού επηρέαζε αναπόφευκτα τον τρόπο με τον οποίο οι πολυάριθμοι οπαδοί του αντιλαμβάνονταν την προσωπικότητα του Σωτήρα. Γι’ αυτούς ο Ιησούς Χριστός ήταν πρωτίστως ο ραββί, ο διδάσκαλος που αποκαλύπτει τη σοφία και τη γνώση, παρά ο πάσχων δούλος τού Θεού που σηκώνει στους ώμους του την αμαρτία του κόσμου.
Το κήρυγμά του, λοιπόν, αποκτά στον χώρο του γνωστικισμού μια μυστηριακή διάσταση ελάχιστα ορατή στο κείμενο της Καινής Διαθήκης. Δεν αποτελεί σύμπτωση ότι τα περισσότερα απόκρυφα ευαγγέλια που προέρχονται από το χέρι γνωστικών παραλείπουν οποιαδήποτε αναφορά στις ιάσεις, στα θαύματα και στην επίγεια εν γένει δράση του Κυρίου.
Τα γεγονότα της αφήγησής τους διαδραματίζονται κατά κανόνα μετά την ανάσταση, όταν ο Ιησούς έχει απεκδυθεί το ανθρώπινο προσωπείο του και έχει επανέλθει στη θεϊκή του φύση. Τότε εμφανίζεται στους μαθητές του μέσα σ' ένα εκθαμβωτικό φως που τους προκαλεί έκσταση και δέος. Κατόπιν, στο πλαίσιο ενός διαλόγου που εκτυλίσσεται μεταξύ τους, τους φανερώνει την εσώτερη διδασκαλία του σχετικά με τη δομή του σύμπαντος, την ιεραρχία των ουράνιων δυνάμεων, την ανάδυση της ύλης από την άβυσσο, τη δημιουργία του Αδάμ και της Εύας, τη σύσταση της ανθρώπινης ψυχής και άλλα συναφή θέματα κοσμολογικού και ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος.
Οπως λέει ο Ιησούς στο Απόκρυφον Ιωάννου καθώς συναντάει τον αγαπημένο του μαθητή αμέσως μετά την ανάσταση: «Ηρθα για να σου διδάξω τι υπήρχε, τι υπάρχει και τι περνάει και χάνεται. Θα γνωρίσεις το ορατό και το μη ορατό. Και θα κατανοήσεις τον τέλειο άνθρωπο» (BG 22,2-9). Αντί για το χαρμόσυνο άγγελμα της έγερσης από τους νεκρούς και της νίκης πάνω στη φθορά και στον θάνατο το οποίο μας μεταφέρουν οι εμφανίσεις του αναστάντος στη διήγηση της Καινής Διαθήκης, ο Ιησούς στο παραπάνω απόκρυφο ευαγγέλιο παρουσιάζεται στον Ιωάννη για να του προσφέρει μια αποκάλυψη φιλοσοφικού χαρακτήρα μ’ έναν τυπικό για ολόκληρο τον γνωστικισμό τρόπο.
Το λογοτεχνικό πρότυπο σύμφωνα με το οποίο έχουν συνταχθεί το Απόκρυφον Ιωάννου και άλλα κείμενα που περιλαμβάνονται στη βιβλιοθήκη του Nag Hammadi ακολουθεί και ο συγγραφέας του Ευαγγελίου του Ιούδα.
Με μία, βέβαια, διαφορά: τοποθετεί τη συνάντηση του Ιούδα με τον Ιησού πριν από την ανάσταση, υιοθετώντας θέλοντας και μη τη διαδοχή των γεγονότων στη διήγηση της Καινής Διαθήκης. Πώς θα μπορούσε να αγνοήσει τη ρητή μαρτυρία των ευαγγελιστών ότι ο Ιούδας απαγχονίσθηκε -ή ξεκοιλιάστηκε- μετά την προδοσία του (Μτ 27,3-5· Πρξ 1,15-19), παρουσιάζοντάς τον να διαλέγεται με τον αναστημένο Ιησού ενώ έχει φύγει από τη ζωή ήδη πριν από τη σταύρωση;
Κατά τα άλλα το απόκρυφο, εάν εξαιρέσουμε την αιχμηρή του κριτική ενάντια στον χριστιανικό κλήρο, δεν προσφέρει ιδιαίτερες συγκινήσεις σ’ έναν ερευνητή εξοικειωμένο με τα θρησκευτικά ρεύματα του ελληνορωμαϊκού κόσμου.
Από την επικεφαλίδα την οποία φέρει στον κοπτικό κώδικα Tchacos γίνεται σαφής ο συμβατικός γνωστικός του χαρακτήρας. Πρόκειται, διαβάζουμε, για μια «διήγηση της αποκάλυψης που φανέρωσε ο Ιησούς σε συνομιλία με τον Ιούδα τον Ισκαριώτη στη διάρκεια μιας εβδομάδας, τρεις ημέρες προτού να εορτάσει το Πάσχα» (ΕυΙουδ 33).
Ομοια με ένα πλήθος άλλα απόκρυφα γνωστικής προέλευσης, το Ευαγγέλιο του Ιούδα περιέχει βασικά την αποκάλυψη του Ιησού Χριστού προς έναν μαθητή του. Ακολουθώντας πιστά τα στερεότυπα μοτίβα του γνωστικισμού, μας την παρουσιάζει μάλιστα με τη μορφή διαλόγου που εκτυλίσσεται ανάμεσά τους.
Με τις αποκρίσεις του Κυρίου στα ερωτήματα που του τίθενται η ουράνια γνώση μεταδίδεται στον συνομιλητή του και φωτίζει το πνεύμα του, ώστε να κατανοήσει τον βαθύτερο εαυτό του. Θεματικά, ακόμη, η αποκάλυψη του Ιησού προς τον Ισκαριώτη δεν διαφέρει από τόσες άλλες που συναντάμε εδώ κι εκεί στην απόκρυφη γραμματεία της Βίβλου.
Τα ιερά μυστήρια του σύμπαντος που ακούει ο Ιούδας εμβρόντητος να του αποκαλύπτει ο διδάσκαλός του αποτελούν κοινότοπες απόψεις του γνωστικισμού τον 2ο αιώνα μ.Χ. και μπορεί να συνοψιστούν σε δυο κουβέντες: το ον χωρίζεται σε δύο περιοχές ριζικά διαφορετικές μεταξύ τους- πέρα από τον κόσμο του «πληρώματος», όπου αναπαύονται στη μακαριότητα οι θεϊκοί αιώνες, εκτείνεται η σκοτεινή επικράτεια της ύλης -«όλεθρο» την ονομάζει ο Ιησούς στο απόκρυφο- που έχει την αρχή της στον Ιαλδαβαώθ, τον κατώτερο δημιουργό-θεό, και εξουσιάζεται από τους μισητούς άρχοντές του.
Η σωτηρία, τέλος, ταυτίζεται με την απελευθέρωση της ψυχής από το σώμα. Ο ίδιος ο Ιησούς, ως τέλειος γνωστικός, εκδηλώνει στη διήγηση την επιθυμία του να απαλλαγεί από αυτό, προτρέποντας τον Ιούδα να τον παραδώσει στις αρχές που τον καταζητούν. Στην τελευταία συνάντηση μαζί του πριν από τη σύλληψη του μιλάει με περιφρόνηση για όλους όσοι πρόκειται να βαπτιστούν χριστιανοί επικαλούμενοι το όνομά του. «Αλλά εσύ θα τους υπερβείς όλους αυτούς» ψιθυρίζει στο αυτί του μαθητή του. «Γιατί εσύ θα θυσιάσεις τον άνθρωπο που με ενδύει» (ΕυΙουδ 55-56)!
Ποιος πρόδωσε, λοιπόν, τον Ιησού Χριστό;
Ο Ιούδας ή η επίσημη εκκλησία με τον προσανατολισμό της προς την επίγεια ζωή και την ενδοτικότητά της απέναντι στη δίψα των πιστών για χρήμα, δύναμη και υλικές απολαύσεις; Να ποιο είναι το ερώτημα με το οποίο θέτει αντιμέτωπους τους σύγχρονούς του χριστιανούς ο συγγραφέας του Ευαγγελίου του Ιούδα.
Το Ευαγγέλιο του Νικοδήμου
Κάτω από τον τίτλο Ευαγγέλιο του Νικοδήμου συνυπάρχουν στην ουσία δύο αυτόνομα κείμενα, που γράφτηκαν σε διαφορετική εποχή και συγκολλήθηκαν αργότερα στη χειρόγραφη παράδοση σε μια ενιαία διήγηση του πάθους. Το πρώτο (κεφ. I-XVI) είναι αρχαιότερο και ονομάζεται «Υπομνήματα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού επί Ποντίου Πιλάτου» ή πιο απλά «Ακτα Πιλάτου» (= Acta Pilati). Ο χαρακτήρας του είναι φανερά απολογητικός.
Η φήμη που κυκλοφορούσε ευρέως τους πρώτους αιώνες μ.Χ. για την ύπαρξη των πρακτικών της δίκης του Ιησού οδήγησε, προφανώς, κάποιον -άγνωστο σε μας- συγγραφέα να διανθίσει με πολλές φανταστικές λεπτομέρειες τη διήγηση του πάθους από την Καινή Διαθήκη, δίνοντάς μας έτσι, λεπτό προς λεπτό, όσα συνέβησαν μέσα στο πραιτόριο της Ιερουσαλήμ πριν από τη σταύρωση του Κυρίου. Συγκεκριμένα, σε μια ανοιχτή ακροαματική διαδικασία μπροστά στον Πόντιο Πιλάτο παρακολουθούμε διάφορους μάρτυρες να καταθέτουν υπέρ του Ιησού, καταρρίπτοντας όλες τις κατηγορίες που εγείρουν εναντίον του οι αρχιερείς, οι γραμματείς και οι φαρισαίοι βλασφημία προς τον Θεό, μαγεία, νόθος καταγωγή, προδοσία κατά του Καίσαρα και της Ρώμης.
Η αθωότητα του Θεανθρώπου απέναντι στην τελευταία κατηγορία υπογραμμίζεται ιδιαίτερα στη διήγηση με έμφαση, γεγονός το οποίο μας υποβάλλει τη σκέψη πως το απόκρυφο γράφτηκε σε μια εποχή κατά την οποία οι σχέσεις ανάμεσα στην εκκλησία και τις κρατικές αρχές είναι ακόμη τεταμένες.
Πράγματι, από μια πληροφορία που μας παρέχει ο Ευσέβιος στην «Εκκλησιαστική ιστορία» του βεβαιώνεται έμμεσα η διάδοση των «Ακτών Πιλάτου» στη Μικρά Ασία κατά τον διωγμό του Μαξιμίνου Δάια, το 311/12 μ.Χ.
Ισως, βέβαια, ο αρχικός πυρήνας των «Ακτών» να διαμορφώθηκε πολύ νωρίτερα, στα μέσα του 2ου αιώνα. Για λίγα πράγματα, ωστόσο, μπορεί να είμαστε σίγουροι, εξαιτίας της πυχνής ομίχλης που καλύπτει τις συνθήκες γέννησης του αποκρύφου.
Θα πρέπει να πούμε ότι τα «Ακτα Πιλάτου» είναι ένα γοητευτικό κείμενο από το οποίο δεν απουσιάζουν ο πολιτικός προβληματισμός και η θεολογία. Στο κεφάλαιο III π.χ. ο συγγραφέας τους παραθέτει τον διάλογο Πόντιου Πιλάτου - Ιησού από το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο σχετικά με τη διάσταση ανάμεσα στην επίγεια και την ουράνια βασιλεία (: ή βασιλεία ή έμή ούκ έστιν έκ τοϋ κόσμου τούτου.../ Ιω 18,33-38). Συμπληρώνει, όμως, τον διάλογο αυτό, ο οποίος ολοκληρώνεται στο Κατά Ιωάννην με το ερώτημα του Πιλάτου «τι έστιν αλήθεια;» που μένει αναπάντητο από τον Ναζωραίο (18,38)· ένα ερώτημα οπωσδήποτε φιλοσοφικό, το οποίο σύμφωνα με τον Φρειδερίκο Νίτσε «hat das Neue Testament mit dem einzigen Wort bereichert, das Wert hat (...): “Was ist Wahrheit?"».
Ο Ιησούς λέει λοιπόν στον Ρωμαίο έπαρχο ότι η αλήθεια έχει υπερβατική υπόσταση και βρίσκεται στα ουράνια. Οταν εκείνος του θέτει στη συνέχεια το ερώτημα «Στη γη δεν υπάρχει αλήθεια;», ο Ιησούς του απαντάει ευθέως και χωρίς περιστροφές: «Το βλέπεις τώρα δα και ο ίδιος πώς αυτοί που λένε την αλήθεια δικάζονται από όσους έχουν την εξουσία πάνω στη γη» - όράς, οί την αλήθειαν λέγοντες πώς κρίνονται άπό τών έχόντων την έξουσίαν έπί γης (III, 2).
Η σκηνή επίσης από το κεφάλαιο I του αποκρύφου στην οποία βλέπουμε τα λάβαρα με τις προτομές των αυτοκρατόρων να σκύβουν θαυματουργικά και να προσκυνούν μόνα τους τον Ιησού κατά την είσοδό του στο πραιτόριο έχει έντονο συμβολικό περιεχόμενο: μας μεταφέρει με πολύ απτό και παραστατικό τρόπο το μήνυμα ότι η κοσμική εξουσία που απολαμβάνουν οι καίσαρες της Ρώμης είναι ατελής και υποτάσσεται φύσει στην ουράνια και πνευματική που ενσαρκώνει ο Ιησούς, ο Κύριος της εκκλησίας.
Το δεύτερο μέρος του Ευαγγελίου του Νικοδήμου περιλαμβάνει τα κεφάλαια XVII-XXVII και αφηγείται την κάθοδο του Ιησού στον κάτω κόσμο.
Ο Constantinos Tischendorf, ο πρώτος εκδότης της απόκρυφης χριστιανικής γραμματείας, του απέδωσε την ονομασία «Descensus Christ! ad inferos», η οποία στην ελληνική της εκδοχή θα ήταν «Η εις Αδου κάθοδος του Ιησού», την οποία υιοθετώ κι εγώ - αν και δεν απαντά στις αρχαίες πηγές και στη χειρόγραφη παράδοση.
Σύμφωνα με τη μυθοπλασία της «Καθόδου», δύο νεκροί που αναστήθηκαν από τον Ιησού Χριστό προσέρχονται στο μεγάλο συνέδριο των Ιεροσολύμων (πρβλ. Μτ 27,51-53). Αφού δώσουν όρκο βάζοντας το χέρι τους στην Παλαιά Διαθήκη, διηγούνται στον Αννα, τον Καϊάφα και στους υπόλοιπους αρχιερείς τους άθλους του Ιησού στον κάτω κόσμο: πώς διέλυσε με το θεϊκό του φως όλα τα σκοτάδια- πώς γκρέμισε τις «αιώνιες πύλες» από το βασίλειο του Αδη κι ελευθέρωσε όλους τους νεκρούς- πώς έπιασε από τον λαιμό τον Σατανά και τον παρέδωσε στους αγγέλους να τον αλυσοδέσουν κ.ά.
Από τα παραπάνω, αυθόρμητα μας δημιουργείται η εντύπωση ότι η «Κάθοδος», όπως και τα «Ακτα Πιλάτου», εξυπηρετεί μια απολογητική σκοπιμότητα: να φανεί σε όσους αρνούνται ακόμη την πίστη ότι ο Ιησούς αληθώς άνέστη και κατατρόπωσε τις δυνάμεις της φθοράς και του θανάτου.
Δεν είναι οι Ιουδαίοι και οι εθνικοί εκείνοι που αμφιβάλλουν για την ανάσταση και ζητούν χειροπιαστές αποδείξεις για να πειστούν στις επαγγελίες του ευαγγελίου;
Εντούτοις η κατάθεση των δύο μαρτύρων στο μεγάλο συνέδριο μπορεί να μην είναι τίποτε περισσότερο από ένα ευρηματικό τέχνασμα κάποιου εκκλησιαστικού συγγραφέα. Με τον τρόπο αυτό θέλησε να συνεχίσει τη διήγηση του πάθους και να περιγράψει σε πλάτος την κάθοδο του Ιησού στο βασίλειο των νεκρών, για την οποία νύξεις μόνο συναντούμε εδώ κι εκεί στην Καινή Διαθήκη (Μτ 27,51-53- Εφ 4,8-10- Απκ 1,18- Α' Πετρ 3,19-20.4,6).
Το γλωσσικό ύφος του αποκρύφου είναι έντονα υμνολογικό και θυμίζει λειτουργικά κείμενα που ψάλλονται στην ακολουθία του Μεγάλου Σαββάτου στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Οσον αφορά χρονολόγησή του, ένα πράγμα μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα: όπως το θέτει λακωνικά ένας ερευνητής: Jot [...] before the fifth century A.D.».9 Τον 5o αιώνα μ.Χ. αργότερα, όταν η εκκλησία έχει εδραιωθεί πλέον ως ιατούσα θρησκεία στο Imperium Romanum, ο συγγραέας της «Καθόδου» διατρανώνει την πίστη του στη δύναμη του Μονογενούς Υιού και Λόγου του Θεού να λυτρώσει τον άνθρωπο από την αιχμαλωσία στον Αδη. Η αφήγηση του πάθους αποδεσμεύεται στο απόκρυφο από το αυστηρό ιστορικό πλαίσιο στο οποίο την τοποθετούν οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης· αποτελεί το προοίμιο μόνο του θριάμβου που επιτέλεσε ο Ιησούς Χριστός, τον οποίο προαναγγέλλουν με μια φωνή οι προφήτες της Παλαιός Διαθήκης: «Θ’ αναστηθούν οι νεκροί και θα σηκωθούν όσοι είναι στα μνήματα κι από την ψυχή τους θα χαρούν εκείνοι μέσα στο χώμα» (Ησ 26,19)· «Πού είναι το κεντρί σου, Θάνατε; Πού είναι η νίκη σου, Αδη;» (Ωσ 13,14).'
Καλή Πασχαλιά σε όλους!
***
ΕΚΤΟΣ ΚΑΝΟΝΑ
Το Πάθος και η Ανάσταση στα απόκρυφα ευαγγέλια
Οι τελευταίες στιγμές του Χριστού, η κάθοδός του στον Αδη και η επιστροφή του στον κόσμο των ζωντανών μέσα από τρία κείμενα της απόκρυφης γραμματείας: των ευαγγελίων Πέτρου, Νικοδήμου/Πράζεων Πιλάτου, Ιωσήφ
Του Νικολάου Παύλου, Δρα Θεολογίας - ιστορικού ΜΑ
Απόκρυφα της Καινής Διαθήκης ονομάζονται κείμενα που έχουν ίδια θεματολογία με τα βιβλία του δεύτερου μέρους της Βίβλου και έχουν γραφεί από τον 2ο αι. μ.Χ. και εξής. Οι συγγραφείς τους είναι άγνωστοι, υπογράφουν όμως κυρίως με ονόματα μαθητών του Ιησού για να δώσουν κύρος στα γραπτά τους. Περιέχουν αυτά που θεωρούν περιστατικά της ζωής του, διδασκαλίες του, καθώς και καταγραφές από τη δράση των αποστόλων.
Τα απόκρυφα δεν περιλαμβάνονται στον Κανόνα της Καινής Διαθήκης. Μάλιστα ο Μέγας Αθανάσιος στην 39η Εορταστική Επιστολή του παρουσιάζει τα βιβλία που αποτελούν την Αγία Γραφή (Παλαιό και Καινή Διαθήκη) γιατί, όπως τονίζει, πολλοί μπορεί να απατηθούν
από την πονηριά μερικών ανθρώπων και να αρχίσουν να διαβάζουν τα λεγάμενα απόκρυφα.
Ας μη θεωρηθεί όμως ότι οι συγγραφείς τους στόχευαν πάντα στη διάδοση αιρετικών διδασκαλιών. Πολλά απόκρυφα κείμενα σε γενικές γραμμές δεν διέφεραν από τις καινοδιαθηκικές αφηγήσεις. Θεωρούνταν ότι συμπλήρωναν τα ευαγγελικά κείμενα και παρουσίαζαν πτυχές του βίου του Ιησού και άλλων ιερών προσώπων που δεν αναφέρονταν στη γραμματεία της Καινής Διαθήκης.
Αλλωστε μεγάλος αριθμός τους βρέθηκε στην Αίγυπτο σε τάφους μοναχών καθώς τα θεωρούσαν έργα πίστης - οι μοναχοί είχαν την επιθυμία να ταφούν με τα αγαπημένα τους βιβλία. Οι πληροφορίες που δίνονται σε αυτά χρησιμοποιήθηκαν ως αφετηρία για τη θέσπιση γιορτών και στην εικονογραφία ή για να αποσαφηνιστούν λεπτομέρειες που δεν υπάρχουν στα ευαγγέλια και τα άλλα ιερά κείμενα, όπως για παράδειγμα τα ονόματα των τριών μάγων ή των δύο ληστών που σταυρώθηκαν μαζί με τον Κύριο, όπως θα τονιστεί στη συνέχεια.
Αντιστοίχιση κανονικών και απόκρυφων ευαγγελίων
Το Πάθος και η Ανάσταση του Ιησού σίγουρα θα τραβούσαν την προσοχή των συγγραφέων των απόκρυφων κειμένων. Βέβαια οι καταγραφές τους γίνονταν ανάλογα με την οπτική γωνία που έβλεπαν τα γεγονότα και τις προφορικές ή γραπτές παραδόσεις που είχαν υπόψη τους. Το γενικό πλαίσιο δεν διέφερε αισθητά από τα αντίστοιχα κείμενα των κανονικών ευαγγελίων, οπότε η ειδοποιός διαφορά επικεντρώνεται σε λεπτομέρειες που περιέχουν και δίνουν το ιδεολογικό τους στίγμα αλλά και στο κοινό στο οποίο απευθύνονταν.
Για να κατανοηθούν οι αφηγήσεις των απόκρυφων ευαγγελίων για το Πάθος και την Ανάσταση θα πρέπει αρχικά να παρουσιαστεί σε γενικές γραμμές ο σχετικός λόγος των ευαγγελίων ώστε να σχηματιστεί πλήρης εικόνα.
Στο αρχαιότερο ευαγγέλιο, που είναι το Κατά Μάρκον, τα γεγονότα του Πάθους και της Ανάστασης ακολουθούν αυστηρή χρονολογική σειρά. Από το κεφ. 14 αρχίζει να γίνεται λόγος για τη συνωμοσία που κάνουν οι αρχιερείς και οι γραμματείς επειδή θέλουν να θανατώσουν τον Ιησού και για την απόφαση του Ιούδα του Ισκαριώτη να τον προδώσει.
Ακολουθεί ο Μυστικός Δείπνος, η πρόρρηση της άρνησης του Πέτρου, η προσευχή του Ιησού στη Γεθσημανή και η σύλληψή του, η δίκη στο Μεγάλο Συνέδριο, η άρνηση του Πέτρου, η δίκη από τον Πιλάτο, οι εμπαιγμοί και τέλος η σταύρωση και η ταφή του Ιησού. Αποκορύφωμα είναι η Ανάστασή του, που πιστοποιείται τόσο από τον νεαρό με τη λευκή στολή τον οποίο η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία, η μητέρα του Ιάκωβου, βρίσκουν μέσα στο κενό μνήμα όσο και από τις εμφανίσεις του στους μαθητές.
Οι ερευνητές έχουν κατατάξει τα απόκρυφα ευαγγέλια που αναφέρονται στο ίδιο θέμα σε μια ειδική κατηγορία, τα «Ευαγγέλια Πάθους, Καθόδου στον Αδη και Ανάστασης του Χριστού». Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται το Ευαγγέλιο Πέτρου, το Ευαγγέλιο Νικοδήμου, οι Πράξεις Πιλάτου, το Ευαγγέλιο Βαρθολομαίου, το Αφήγημα Ιωσήφ από Αριμαθαίας και η Επιστολή των Αποστόλων.
Στη συνέχεια θα παρουσιαστούν ενδεικτικά το Ευαγγέλιο Πέτρου, το Αφήγημα Ιωσήφ από Αριμαθαίας και το Ευαγγέλιο Νικοδήμου (η συνέχεια των Πράξεων Πιλάτου), τα οποία θα βοηθήσουν στην κατανόηση του σχετικού περιεχομένου των απόκρυφων ευαγγελίων.
«Ταύτη τη τιμή τιμήσωμεν τον υιόν του Θεού»
Η εύρεση του απόκρυφου κειμένου που ονομάστηκε Ευαγγέλιο του Πέτρου είναι πράγματι συναρπαστική. Βρέθηκε -μαζί με άλλα δύο κείμενα- τον χειμώνα του 1886 στον τάφο ενός μοναχού στην Akhmim της Αιγύπτου. Μεταξύ των ερευνητών υπήρξαν πολλές αντιτιθέμενες απόψεις, γι’ αυτό και οι σχετικές εργασίες που είδαν το φως της δημοσιότητας για την ερμηνεία του είναι πολλές.
Είναι πιθανό να γράφτηκε στο πρώτο μισό του 2ου αι. μ.Χ. στη Μικρά Ασία ενώ ο συγγραφέας του φαίνεται να γνώριζε καλά τα κανονικά ευαγγέλια.
Στην αρχή της διήγησης παρουσιάζεται η διαπίστωση ότι κανένας Ιουδαίος αξιωματούχος δεν ένιψε τα χέρια του όπως ο Πιλάτος. Ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία καταλαβαίνει ότι πρόκειται να σταυρώσουν τον Κύριο και ζητάει το σώμα του για να το ενταφιάσει. Στη συνέχεια περιγράφεται το Πάθος. Φορούν τον κόκκινο μανδύα στον Ιησού και τον βάζουν να καθίσει σε θρόνο, ενώ τον πειράζουν λέγοντάς του να κρίνει τον λαό. Τον χτυπούν, τον φτύνουν, τον μαστιγώνουν λέγοντας: «Ταύτη τη τιμή τιμήσωμεν τον υιόν του Θεού».
Σταυρώνουν μαζί του δύο κακούργους και πάνω στον σταυρό τοποθετούν την επιγραφή «ούτος έστιν ο βασιλεύς του Ισραήλ». Ο Ιησούς δεν αισθανόταν κανέναν πόνο. Το μεσημέρι της Σταύρωσης έπεσε σκοτάδι σε όλη την Ιουδαίο. Αγωνιούσαν τότε οι παρευρισκόμενοι για να μη δύσει ο ήλιος. Δίνουν στον Ιησού να πιει χολή και ξίδι ενώ αρκετοί άνθρωποι κυκλοφορούσαν με λυχνάρια σαν να ήταν νύχτα. Ο Κύριος τότε κραύγασε «Η δύναμίς μου, η δύναμις, κατέλειψάς με».
Αφαιρούν τότε τα καρφιά από τα χέρια του και τον τοποθετούν στη γη που σείστηκε και όλοι φοβήθηκαν. Βγήκε κατόπιν ο ήλιος, οι Ιουδαίοι χάρηκαν, ενώ οι στρατιώτες έδωσαν το σώμα του Χριστού στον Ιωσήφ.
Ο λαός τότε αναλογίστηκε το κακό που έκανε και άρχισε να θρηνεί. Μόλις το είδαν αυτό τα μέλη του συνεδρίου ζήτησαν από τον Πιλάτο στρατό για φρουρά του τάφου και τον σφραγίζουν με εφτά σφραγίσματα.
Πολλοί πήγαν να δουν τον τάφο. Καθώς ξημέρωνε η Κυριακή ακούστηκε δυνατή φωνή από τον ουρανό, που σχίστηκε, και δύο άντρες κατέβηκαν και άνοιξαν το μνημείο. Βγήκαν από αυτό με τον Χριστό, ενώ τους ακολουθούσε ένας σταυρός. Ακουγόταν δε φωνή από τον ουρανό που έλεγε: «Κήρυξα στους νεκρούς».
Η Μαρία η Μαγδαληνή με άλλες γυναίκες ήρθαν στον τάφο. Τον είδαν ανοιχτό και ένας νέος τις πληροφόρησε για την Ανάσταση. Η διήγηση τελειώνει βρίσκοντας τους μαθητές στην Ιερουσαλήμ να κλαίνε και να είναι θλιμμένοι, ενώ ο Πέτρος γύρισε στη λίμνη της Γαλιλαίος μαζί με τον Λευί του Αλφαίου.
Οπως αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης του απόκρυφου Ευαγγελίου του Πέτρου, πρόκειται για κείμενο που δανείζεται πολλά στοιχεία από τα κανονικά ευαγγέλια και τα χρησιμοποιεί με τον τρόπο που θέλει ο συγγραφέας του, ο οποίος δείχνει να επανερμηνεύει τα γεγονότα του Πάθους. Χαρακτηριστικό του είναι τα πολλά λαϊκά στοιχεία που υπάρχουν στο κείμενο, γεγονός που επιτρέπει την υπόθεση πως ήταν αρκετά δημοφιλές ανάγνωσμα και ότι κυκλοφορούσε ευρέως.
Οι μαθητές δεν φαίνεται να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο. Κρύβονταν γιατί καταζητούνταν από τις αρχές που πίστευαν ότι ήθελαν να βάλουν φωτιά στον ναό. Στο τέλος ο συγγραφέας παρουσιάζει τον Πέτρο και τον αδερφό του Ανδρέα να πηγαίνουν να ρίξουν τα δίχτυα τους στη λίμνη μαζί με τον Λευί τον γιο του Αλφαίου.
Οι δύο ληστές και ο πολυγραφότατος Πιλάτος
Η Υφήγησις Ιωσήφ, το αφήγημα του Ιωσήφ από την Αριμαθαία, επικεντρώνεται στην προδοσία του Ιούδα και στον ρόλο των δύο ληστών, των οποίων τα ονόματα δίνονται: Γέστας και Δημάς. Ο πρώτος ήταν μεγάλος κακούργος, ενώ ο δεύτερος παρουσιάζεται να κλέβει χρήματα από τους πλούσιους και να τα δίνει στους φτωχούς. Εκλεβε τα βιβλία του νόμου και είχε γυμνώσει τη θυγατέρα του Καϊάφα που ήταν ιέρεια.
Ο Ιούδας κάνει μηχανορραφίες για να παραδώσει τον Ιησού. Του δίνουν τριάντα χρυσά (!) αργύρια και συμφωνούν να προδώσει τον Κύριο με φίλημα και να έχει μαζί του στρατιώτες με μαχαίρια και ξύλα. Ετσι γίνεται και οδηγούν τον Ιησού στον Καϊάφα και στα άλλα μέλη του συνεδρίου, από το οποίο απείχαν ο Νικόδημος και ο Ιωσήφ. Ο Ρωμαίος επίτροπος Πιλάτος σταυρώνει τον Ιησού ανάμεσα στους δύο ληστές.
Πάνω στον σταυρό ο Δημάς, μετά την ειλικρινή μεταμέλειά του, παίρνει την υπόσχεση ότι θα είναι με τον Ιησού στον παράδεισο. Ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία κλείνεται στη φυλακή γιατί ζητάει το σώμα του Ιησού για να το θάψει. Του παρουσιάζεται ο Ιησούς μαζί με τον ληστή που μετανόησε, γκρεμίζεται η φυλακή, ελευθερώνεται και φεύγουν όλοι μαζί για τη Γαλιλαίο. Στον δρόμο έλαμψε μέγα φως και απλώθηκε ευωδία. Ο Ιησούς δεν ήταν όπως προηγουμένως, αλλά γεμάτος φως. Τέλος, παρουσιάζεται ο Ιωάννης και ο ληστής σαν βασιλιάς με μεγάλη δύναμη έχοντας τον σταυρό.
Στις Πράξεις Πιλάτου πρωταγωνιστεί ο Ρωμαίος διοικητής της Ιουδαίος, ο Πόντιος Πιλάτος. Περιλαμβάνονται αλληλογραφία του Ρωμαίου επιτρόπου με τον Ηρώδη Αντύπα, τετράρχη της Γαλιλαίος, και με τους αυτοκράτορες Κλαύδιο και Τιβέριο, μια αναφορά του Πιλάτου για τα γεγονότα του Πάθους, καθώς και η ανάκριση του Πιλάτου από τον αυτοκράτορα, η καταδίκη του και μια διήγηση για τον θάνατό του. Εννοείται ότι τα παραπάνω κείμενα είναι ψευδεπίγραφα και έχουν γραφτεί πολύ αργότερα, μάλλον κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα.
Στην επιστολή που ο Πιλάτος στέλνει στον Ηρώδη αρχικά τονίζεται η εμφάνιση του Ιησού μετά την Ανάσταση σε περισσότερους από πεντακοσίους ανθρώπους στη Γαλιλαίο. Στη συνέχεια η σύζυγος του Πιλάτου -η οποία στο κείμενο ονομάζεται Πρόκλα- παίρνει μαζί της στρατιώτες που ήταν παρόντες στην Ανάσταση και πηγαίνουν να βρουν τον Ιησού που διδάσκει. Στο τέλος ο Ιησούς λέει στον Πιλάτο πως θα τον ευγνωμονούν οι γενιές μιας και στις μέρες του συνέβησαν τα γεγονότα του Πάθους.
Στην επιστολή που υποτίθεται ότι ο Πιλάτος στέλνει στον Κλαύδιο ο επίτροπος περιγράφει τι έχει κάνει όταν του έφεραν εμπρός του τον Χριστό, ενώ δεν διστάζει να τονίσει ότι οι στρατιώτες που φύλαγαν τον τάφο του Ιησού τον είδαν αναστημένο.
Η επιστολή που στέλνει στον Τιβέριο αποτελεί την απολογία του Πιλάτου για τη συμμετοχή του στη σταύρωση του Ιησού, ενώ τον ίδιο σκοπό φαίνεται να εξυπηρετεί και η αναφορά του στον αυτοκράτορα, στην οποία επιχειρεί-ται σύγκριση του Χριστού με τους θεούς των Ρωμαίων.
Ολες οι παραπάνω διηγήσεις των πράξεων του Πιλάτου ήταν πολύ δημοφιλείς κατά τον Μεσαίωνα και διαβάζονταν ανελλιπώς. Αν και ήταν δύσκολο να εξαχθούν από αυτές κάποια πραγματικά στοιχεία για τα γεγονότα του Πάθους, εντούτοις προσεγγίζονταν με σεβασμό και ευλάβεια. Δεν είναι τυχαίο ότι χρησιμοποιήθηκαν από την αιθιοπική εκκλησία στην προσπάθειά της να ανακηρύξει άγιο τον Ρωμαίο επίτροπο, πράγμα που τελικά έγινε.
Οι εικόνες των αυτοκρατόρων προσκυνούν τον Μεσσία
Το απόκρυφο Ευαγγέλιο του Νικοδήμου είναι ένα σύνθετο κείμενο. Αποδίδεται στο επιφανές μέλος του Μεγάλου Συνεδρίου Νικόδημο, ο οποίος ήταν κρυφός μαθητής του Ιησού και είχε φροντίσει μαζί με τον Ιωσήφ από την Αριμαθαία να πάρουν το σώμα του Κυρίου και να το θάψουν.
Στην ουσία, όπως δέχεται η πλειονότητα των ερευνητών του έργου, είναι δημιούργημα πολλών πιστών, ο καθένας από τους οποίους πρόσθεσε τη δική του συμβολή, με αποτέλεσμα το κείμενο να αποκτήσει την τελική μορφή του με την οποία μας έχει σήμερα παραδοθεί.
Το Ευαγγέλιο του Νικοδήμου αρχίζει με τη δίκη του Ιησού από τον Πιλάτο. Οι Ιουδαίοι, εκτός από τις γνωστές κατηγορίες εναντίον του, του αποδίδουν και την κατηγορία της μαγείας. Με πολλές λεπτομέρειες περιγράφεται η κάθοδος του Χριστού στον Αδη και η εμφάνισή του μετά την Ανάσταση στον Ιωσήφ από την Αριμαθαία.
Πιο αναλυτικά, στο πρώτο μέρος υπάρχουν τα πρακτικά της δίκης του Χριστού, όπως τα έχει διασώσει ο Νικόδημος. Αρχικά οι αρχιερείς κατηγορούν τον Ιησού ενώπιον του Πιλάτου. Η κυριότερη κατηγορία είναι για μαγεία, μιας και έχει γιατρέψει αρρώστους ακόμη και την ημέρα της αργίας του Σαββάτου. Τότε ο Πιλάτος διατάζει τον αγγελιοφόρο του να φέρει τον Χριστό. Αυτός μόλις βλέπει τον Κύριο απλώνει κάτω τη χλαμύδα του για να πατήσει και τον προσκυνάει. Σε ερώτηση του επιτρόπου για την πράξη του, απαντάει πως προσκύνησε τον βασιλιά των Ιουδαίων.
Οταν ο Χριστός μπαίνει στο Πραιτώριο οι εικόνες των αυτοκρατόρων πέφτουν και τον προσκυνούν. Η γυναίκα του Πιλάτου στέλνει μήνυμα να μην του κάνει κακό. Οι αρχιερείς όμως είναι ανένδοτοι και επιμένουν να γίνει η δίκη. Αν και ο Πιλάτος δεν βρίσκει εναντίον του κατηγορία, αναγκάζεται να τον οδηγήσει στον σταυρό παρά την επέμβαση του Νικοδήμου και τις μαρτυρίες αυτών που είχαν ευεργετηθεί από τον Κύριο. Μαζί με τον Χριστό σταυρώνονται και οι δύο ληστές, ο Γέστας και ο Δυσμάς (πρόκειται για τον Δημά). Παρέδωσε το πνεύμα του στις δώδεκα το μεσημέρι και την ίδια ώρα σκοτάδι έπεσε στη γη.
Ο Νικόδημος παίρνει το σώμα του Κυρίου και γι’ αυτό φυλακίζεται από το Μεγάλο Συνέδριο, ενώ στη συνέχεια της διήγησης στρατιώτες που φύλαγαν τον τάφο διηγούνται τα σχετικά με την Ανάσταση γεγονότα. Ο Νικόδημος κατόπιν επισκέπτεται στη φυλακή τον Ιωσήφ και αυτός του διηγείται τη συνάντηση που είχε με τον αναστημένο Ιησού.
Εδώ τελειώνει το πρώτο μέρος του Ευαγγελίου του Νικοδήμου. Στο δεύτερο περιγράφεται η κάθοδος του Ιησού στον Αδη από τον δίκαιο Συμεών που αναστήθηκε και από τους δύο γιους του. Μόλις λοιπόν ο Χριστός κατέβηκε στον Αδη όλος ο σκοτεινός τόπος έλαμψε, πράγμα που γέμισε μεγάλη χαρά τους δίκαιους που βρίσκονταν εκεί. Ο Αδης παραδέχτηκε την ήττα του από τον βασιλιά της δόξης.
Ο Χριστός έπιασε τον προπάτορα Αδάμ και τον σήκωσε. Τον ευλόγησε στο μέτωπο και το ίδιο έκανε και με τους πατριάρχες του λαού του Θεού, τους προφήτες, τους μάρτυρες και τους προπάτορες. Κατόπιν τους πήρε μαζί του, ενώ στον παράδεισο βρέθηκε και ο μετανοημένος ληστής.
Το Ευαγγέλιο του Νικοδήμου, όπως αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης, είναι μια πολύ δυνατή διήγηση, αγαπητή στους πιστούς. Οι λεπτομέρειες που έχει είναι εντυπωσιακές, το ύφος του μεγαλοπρεπές και ποιητικό. Πρόκειται πράγματι για ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο που ενέπνευσε και την υμνογραφία και τη ζωγραφική της εκκλησίας, ενώ οι εργασίες των ερευνητών γι' αυτό συνεχώς αυξάνονται.
Ανακεφαλαιώνοντας τα παραπάνω φαίνεται ότι οι απόκρυφες αφηγήσεις για το Πάθος και την Ανάσταση, χρησιμοποιώντας έναν απλουστευτικό -εκ πρώτης όψεως- λόγο, που ταιριάζει όμως με τη νοοτροπία και τις αντιλήψεις των αποδεκτών του έργου τους και της εποχής που έγινε η καταγραφή τους, προσπαθούν να ερμηνεύσουν τα πλέον σημαντικά γεγονότα του χριστιανισμού που είχε αρχίσει πλέον να αποκτάει έντονη δυναμική και να επηρεάζει όλα τα κοινωνικά στρώματα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Θεωρούν ότι συμπληρώνουν τις ευαγγελικές αφηγήσεις στα σημεία που νομίζουν ότι αυτό χρειάζεται, έχοντας ως πηγή τους αντιλήψεις, διαδόσεις και αιρετικές διδασκαλίες, τις οποίες μπορεί και να δημιουργούν. Με αυτή την έννοια αποτελούν πολύτιμα έργα, αφού βοηθούν να κατανοηθούν
η εποχή που γράφτηκαν, ο τρόπος σκέψης και οι ιδέες των ανθρώπων μιας εποχής με πολλά κοινά με τη σημερινή. Βοηθούν με αυτό τον τρόπο τον σημερινό άνθρωπο να κάνει συγκρίσεις και να ερμηνεύσει την πραγματικότητα που βιώνει.
Η κατάβαση του Χριστού στον Αδη σε απόκρυφα κείμενα
Ενώ στα κανονικά κείμενα η περιγραφή της καθόδου ενός νεκρού θεού στον Αδη απουσιάζει εντελώς -μόνο ο Απόστολος Πέτρος στην A' Επιστολή του κάνει μια μικρή αναφορά-, το απόκρυφο Ευαγγέλιο του Νικοδήμου είναι παραστατικό στις λεπτομέρειες αυτού του περιστατικού.
A ’ Επιστολή Πέτρου
Διότι ο Χριστός πέθανε μία φορά για πάντα για αμαρτίες, ένας δίκαιος για αδίκους, ώστε να σας οδηγήσει στον Θεό. Θανατώθηκε ως σάρκα αλλά ζωοποιήθηκε ως πνεύμα. Με αυτή την υπόσταση πήγε και κήρυξε στα πνεύματα στη φυλακή, τα οποία στο παρελθόν είχαν γίνει ανυπάκουα όταν ο Θεός περίμενε υπομονετικά στις ημέρες του Νώε, ενόσω κατασκευαζόταν η κιβωτός, μέσα στην οποία λίγοι άνθρωποι, συγκεκριμένα οχτώ ψυχές, πέρασαν με ασφάλεια μέσα από το νερό.
Απόκρυφο Ευαγγέλιο του Νικοδήμου
Κεφάλαιο 16: Κι ενώ ο σατανάς και ο πρίγκιπας της κόλασης έλεγαν αυτά μεταξύ τους, ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή σαν κεραυνός και φύσημα ανέμων, που έλεγε, «Σηκώστε τις πύλες σας, πρίγκιπες· υψωθείτε πύλες αιώνιες και θα εισέλθει ο Βασιλιάς της Δόξας».
Οταν το άκουσε αυτό ο πρίγκιπας της κόλασης, είπε στον σατανά, «Φύγε από μπροστά μου και χάσου από τις κατοικίες μου. Αν είσαι δυνατός πολεμιστής, πολέμησε με τον Βασιλιά της Δόξας. Αλλά τι έχεις εσύ να κάνεις μαζί του;». Και τον έδιωξε από την κατοικία του.
Κι ο πρίγκιπας είπε στους ασεβείς αξιωματούχους του, «Κλείστε τις χάλκινες πύλες της ασπλαχνίας, στερεώστε τες με σιδερένιες μπάρες και πολεμήστε θαρραλέα, για να μην πιαστούμε αιχμάλωτοι».
Οταν όμως οι άγιοι τα άκουσαν αυτά, μίλησαν με φωνή έντονου θυμού στον πρίγκιπα της κόλασης, «Ανοιξε τις πύλες σου για να μπει ο Βασιλιάς της Δόξας».
Και ο θεϊκός προφήτης Δαβίδ φώναξε και είπε, «Προφήτευσα λοιπόν αληθινά όταν ήμουν στη γη και είπα, ας υμνούν τον Κύριο για τα ελέη του και για τα θαυμάσια έργα του προς τους γιους των ανθρώπων. Συνέτριψε τις χάλκινες πύλες και κατέκοψε τις σιδερένιες μπάρες. Κατανίκησε τους άφρονες για τις ανομίες τους και για τις αδικίες τους».
Υστερα ένας άλλος προφήτης, ο άγιος Ησαΐας, μίλησε με τον ίδιο τρόπο σε όλους τους αγίους και είπε, «Δεν σας προφήτευσα σωστά όταν ζούσα πάνω στη γη; Οι νεκροί θα ζήσουν και εκείνοι που είναι στους τάφους τους θ’ αναστηθούν και εκείνοι που είναι μέσα στο χώμα θα αγαλλιάσουν, γιατί η δρόσος που έρχεται απ’ τον Κύριο θα τους φέρει τη λύτρωση. Και σε άλλο σημείο είπα, “Ω θάνατε, πού είναι το κεντρί σου”».
Οταν όλοι οι άγιοι τα άκουσαν αυτά που είπε ο Ησαΐας, είπαν στον πρίγκιπα της κόλασης, «Ανοιξε τώρα τις πύλες σου και βγάλε τους σιδερένιους μοχλούς, γιατί τώρα θα αιχμαλωτιστείς και δεν θα έχεις καμιά δύναμη».
Ακούστηκε τότε μια μεγάλη φωνή σαν κεραυνός που έλεγε, «Σηκώστε τις πύλες σας, πρίγκιπες, και υψωθείτε πύλες της κόλασης και θα εισέλθει ο Βασιλιάς της Δόξας».
Ο πρίγκιπας της κόλασης, ακούγοντας την ίδια φωνή να επαναλαμβάνεται, φώναξε σαν να μη γνώριζε, «Ποιος είναι αυτός ο Βασιλιάς της Δόξας;».
Ο Δαβίδ απάντησε στον πρίγκιπα της κόλασης και είπε, «Καταλαβαίνω τα λόγια αυτής της φωνής, γιατί κάποτε τα είπα και εγώ με το πνεύμα του. Και τώρα, όπως είπα πιο πριν, σου απαντώ, "Είναι ο Κύριος ο κραταιός και ισχυρός, ο Κύριος ο δυνατός στον πόλεμο, αυτός είναι ο Βασιλιάς της Δόξας και ο Κύριος του ουρανού και της γης. Εστρεψε το βλέμμα του χαμηλά για ν’ ακούσει τους στεναγμούς των δέσμιων και για να ελευθερώσει εκείνους που είναι παραδομένοι στον θάνατο. Τώρα λοιπόν, εσύ ρυπαρέ και βρομερέ πρίγκιπα της κόλασης, άνοιξε τις πύλες σου για να εισέλθει ο Βασιλιάς της Δόξας, γιατί αυτός είναι ο Κύριος του ουρανού και της γης”».
Ενώ ο Δαβίδ έλεγε αυτά τα λόγια, εμφανίστηκε ο κραταιός Κύριος με μορφή ανθρώπου και φώτισε τα μέρη εκείνα που ήταν πριν στο σκοτάδι.
Και έκανε κομμάτια τις αλυσίδες που μέχρι τότε δεν μπορούσαν να σπάσουν· και με την ακατανίκητη δύναμή του επισκέφθηκε εκείνους που βρίσκονταν στο βαθύ σκοτάδι εξαιτίας της ανομίας και στη σκιά του θανάτου εξαιτίας της αμαρτίας.
Κεφάλαιο 17: Οταν άκουσαν αυτά τα πράγματα, ο ασεβής θάνατος και οι σκληροί αξιωματούχοι καταλήφθηκαν από φόβο μέσα στα διάφορα βασίλειά τους, βλέποντας την καθαρότητα του φωτός και τον ίδιο τον Χριστό να εμφανίζεται ξαφνικά στις διαμονές τους. Αρχισαν λοιπόν να φωνάζουν και να λένε, «Μας έχεις καθηλώσει. Θέλεις να μας αναστατώσεις ενώπιον του Κυρίου. Ποιος είσαι εσύ ο αδιάφθορος, μ’ αυτήν τη φωτεινή εμφάνιση που είναι μια πλήρης απόδειξη του μεγαλείου σου και που δεν φαίνεται να την προσέχεις και τόσο πολύ;
Ποιος είσαι εσύ, τόσο ισχυρός και τόσο αδύναμος, τόσο σπουδαίος και τόσο μικρός, ένας ταπεινός κι όμως ένας στρατιώτης πρώτης τάξης, που μπορεί να διατάζει έχοντας τη μορφή υπηρέτη σαν ένας κοινός στρατιώτης; Ο Βασιλιάς της Δόξας, νεκρός και ζωντανός, αν και τον σκότωσαν πάνω στον σταυρό;
Εσύ που ξάπλωσαν νεκρό στον τάφο, που κατέβηκες ζωντανός σε μας, που με τον θάνατό σου ρίγησαν όλα τα πλάσματα και σείστηκαν όλα τα άστρα κι έχεις τώρα την ελευθερία σου ανάμεσα στους νεκρούς και ταράζεις τις λεγεώνες μας;
Ποιος είσαι εσύ που απελευθερώνεις τους φυλακισμένους που κρατιούνταν από τις αλυσίδες του προπατορικού αμαρτήματος και τους ξαναφέρνεις στην παλιά τους ελευθερία;
Ποιος είσαι εσύ που απλώνεις ένα τόσο λαμπρό και θεϊκό φως πάνω σ’ εκείνους που είχαν τυφλωθεί από το σκοτάδι της αμαρτίας;».
Με όμοιο τρόπο, όλες οι λεγεώνες των διαβόλων καταλήφθηκαν απ’ τον ίδιο τρόμο και φώναξαν με την πιο φοβισμένη φωνή, «Πώς γίνεται, Ιησού Χριστέ, να είσαι ένας άνθρωπος τόσο ισχυρός και υπέροχος μέσα στο μεγαλείο σου, τόσο λαμπρός ώστε να μην έχεις ούτε ένα ψεγάδι και τόσο αγνός ώστε να μην έχεις ούτε μία αμαρτία; Γιατί αυτός ο κατώτερος κόσμος της γης, που μέχρι τώρα ήταν υποταγμένος σ’ εμάς κι απ’ τον οποίο παίρναμε φόρο υποτελείας, ποτέ πριν δεν μας έστειλε έναν τέτοιο νεκρό, ποτέ δεν έστειλε δώρα σαν κι αυτά στους πρίγκιπες της κόλασης.
Ποιος είσαι εσύ λοιπόν που με τέτοιο θάρρος μπαίνεις στο βασίλειό μας κι όχι μόνο δεν φοβάσαι να μας απειλήσεις με τις μεγαλύτερες τιμωρίες, αλλ’ επίσης προσπαθείς να σώσεις κι όλους τους άλλους από τις αλυσίδες με τις οποίες τους κρατάμε; Ισως να είσαι εκείνος ο Ιησούς για τον οποίο μόλις τώρα μίλησε ο σατανάς στον πρίγκιπά μας· εκείνος που με τον σταυρικό σου θάνατο απέκτησες δύναμη πάνω στο θάνατο».
Τότε ο Βασιλιάς της Δόξας ποδοπατώντας τον θάνατο, συνέλαβε τον πρίγκιπα της κόλασης, του αφαίρεσε όλες τις δυνάμεις και πήρε μαζί του τον γήινο πατέρα μας, τον Αδάμ, στη δόξα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου