Ο μακαρθισμός επιβλήθηκε για να παγώσει κάθε περαιτέρω διεκδίκηση ριζοσπαστικών αλλαγών. Η μακαρθική ρητορική της αντικομμουνιστικής "σταυροφορίας" έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επιστροφή των Ρεπουμπλικάνων στην εξουσία ύστερα από 20 χρόνια και την πειθάρχηση του συνόλου της κοινωνίας
Του Βαγγέλη Βάγια - Ιστορικού, Hot History
Στις 9 Φεβρουάριου του 1950 ο γερουσιαστής ΜακΚάρθι (Joseph Raymond McCarthy) από την πολιτεία του Ουισκόνσιν σε ομιλία του για την Ημέρα του Αίνκολν στη Ρεπουμπλικανική Λέσχη Γυναικών στο Γουίλινγκ στη Δυτική Βιρτζίνια κατήγγειλε ότι 205 κομμουνιστές είχαν διεισδύσει και εργάζονταν στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και μάλιστα ο ίδιος κατείχε μια λίστα με τα ονόματά τους.
Η καταγγελία προκάλεσε πάταγο και ο ΜακΚάρθι άρχισε να παρελαύνει στα μέσα ενημέρωσης. Οταν όμως κλήθηκε να δώσει επισήμως τα ονόματα ενώπιον του Κογκρέσου, μιάμιση εβδομάδα αργότερα, υποστήριξε ότι οι ύποπτοι ήταν 57 και όχι 205, αλλά ότι ασφαλώς υπήρχαν και άλλοι, τους οποίους γνώριζε ο υπουργός Εξωτερικών Ντιν Ατσεσον (Dean Acheson).
Ο ΜακΚάρθι βασίστηκε στο γεγονός ότι πριν από τρία χρόνια ο πρόεδρος Τρούμαν είχε δημιουργήσει μια επιτροπή για να ελέγξει τη νομιμοφροσύνη των υπαλλήλων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Εκατοντάδες χαρακτηρίστηκαν ύποπτοι και 80 αποπέμφθηκαν. Από αυτή την άποψη ο ΜακΚάρθι δεν πρωτοτυπούσε, καθώς ο έλεγχος των φρονημάτων και η δίωξη της ελεύθερης έκφρασής τους είχαν ήδη καθιερωθεί και θεσμοθετηθεί, όχι μόνο για τους κρατικούς υπαλλήλους αλλά και για το σύνολο των πολιτών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 1947 το υπουργείο Δικαιοσύνης είχε καταρτίσει έναν κατάλογο οργανώσεων που θεωρούνταν ανατρεπτικές και επικίνδυνες, στις οποίες όχι μόνο η συμμετοχή αλλά και η σχέση συμπάθειας αποτελούσαν απόδειξη μη νομιμοφροσύνης.
Στον κατάλογο συμπεριλαμβάνονταν, εκτός -φυσικά- από το κομμουνιστικό κόμμα, εκατοντάδες οργανώσεις, όπως η Επιτροπή για τη Συμμετοχή των Μαύρων στις Καλές Τέχνες, το Λαϊκό Θέατρο, η Ενωση Βιβλιοπωλείων της Ουάσινγκτον, το Πολιτιστικό Κέντρο Σοπέν και... η Λέσχη Γιουγκοσλάβων Ναυτικών.
Ωστόσο, ο ΜακΚάρθι κατάφερε να προκαλέσει σάλο εξαιτίας του απίστευτα προκλητικού και ακραίου τρόπου με τον οποίο εκτόξευε δημόσια κατηγορίες.
Κατηγορίες κατά των πάντων, που συνήθως δεν ήταν παρά ψεύδη και συκοφαντίες και εκτοξεύονταν με τη μεγαλύτερη άνεση και χωρίς κανέναν ηθικό ενδοιασμό, με σκοπό την καταπολέμηση της «κομμουνιστικής συνωμοσίας», για την οποία ο καθένας ήταν δυνάμει ύποπτος. Ετσι, κάθε Αμερικανός έπρεπε να αισθάνεται την υποχρέωση να αποδείξει ότι... δεν είναι ελέφαντας και να ζει υπό τον φόβο της τιμωρίας σε περίπτωση που δεν θα κατόρθωνε να το αποδείξει.
Καθώς ο ΜακΚάρθι επέμενε στους ισχυρισμούς του σχετικά με το... σιδηρούν παραπέτασμα του Στέι Ντιπάρτμεντ, συστάθηκε μια επιτροπή της Γερουσίας, υπό τον γερουσιαστή των Δημοκρατικών Μίλαρντ Τάιντινγκς (Μ. Tydings), για να ερευνήσει την υπόθεση.
Αν και στο εσωτερικό της επιτροπής αναπτύχθηκαν διαφωνίες, στην τελική αναφορά της οι κατηγορίες του ΜακΚάρθι θεωρήθηκαν αβάσιμες.
Είναι ενδεικτικό των μεθόδων που χρησιμοποιούσε ο ΜακΚάρθι ότι κάποιοι από αυτούς που κατηγόρησε είτε δεν είχαν δουλέψει ποτέ στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ είτε δεν δούλευαν πλέον εκεί. Πάντως ο ΜακΚάρθι δεν δίστασε στη συνέχεια να κατηγορήσει ανοικτά και τον Τάιντινγκς ότι «προστάτευε τους κομμουνιστές και τους προδότες».
Βέβαια, η αμετροέπειά του αυτή ενισχυόταν και από τη στήριξη που του παρείχε σημαντική μερίδα του Δημοκρατικού Κόμματος. Ταυτόχρονα απολάμβανε την εύνοια της Καθολικής Εκκλησίας, ενώ διέθετε και αρκετούς ένθερμους υποστηρικτές στον Τύπο.
Με τις εντυπωσιακές αυτές καταγγελίες που έκανε στο Γουίλινγκ ξεκίνησε η εκτόξευση του γερουσιαστή ΜακΚάρθι στο πολιτικό στερέωμα, όπου και θα μεσουρανούσε κατά τα έτη 1950-54. Κατά την περίοδο αυτή απέκτησε μεγάλη δημοσιότητα και δημοφιλία, ενώ έπαιξε σημαντικό ρόλο και στην επιστροφή των Ρεπουμπλικάνων στην εξουσία ύστερα από 20 χρόνια διακυβέρνησης των Δημοκρατικών με τους προέδρους Ρούσβελτ και Τρούμαν, με τις εκλογές του 1952, οπότε και εκλέχτηκε πρόεδρος ο στρατηγός Αϊζενχάουερ, στην εκλογική νίκη του οποίου βοήθησε και η μακαρθική ρητορική της αντικομμουνιστικής «σταυροφορίας».
Εντέλει έφτασε να γίνει εκείνος από τον οποίο πήρε το όνομά της μια ολόκληρη πολιτική καταστολής και διώξεων, κοινωνικής καταπίεσης και ιδεολογικής τρομοκρατίας, της οποίας ο ΜακΚάρθι δεν ήταν ούτε εμπνευστής και σχεδιαστής αλλά ούτε κύριος πρωταγωνιστής.
Υπήρξε, απλώς, μια προσωπικότητα που ταίριαζε τόσο πολύ στον ρόλο του σύγχρονου ιεροεξεταστή ώστε ξεχώρισε έτσι ως ο πιο κατάλληλος για να αναδειχθεί σε εμβληματική φυσιογνωμία αυτής της πολιτικής, της πολιτικής του μακαρθισμού.
Μιας πολιτικής που κατέχει δεσπόζουσα θέση στη μεταπολεμική εξέλιξη των ΗΠΑ, ειδικά κατά τα έτη 1947-51 -οπότε εμφανίζεται και το «φαινόμενο ΜακΚάρθι»- που αποτέλεσε «πιθανότατα την πιο εκρηκτική περίοδο» του Ψυχρού Πολέμου.
Πρόκειται για το διάστημα μεταξύ της εξαγγελίας του Δόγματος Τρούμαν (Μάρτιος 1947) και της αποπομπής του στρατηγού Ντάγκλας ΜακΑρθουρ (Απρίλιος 1951_, διοικητή των αμερικανικών δυνάμεων στην Κορέα, η επιθετικότητα του οποίου προκαλούσε τον κίνδυνο αμερικανοσοβιετικού πολέμου.
Η πολιτική που σύμβολό της έγινε ο ΜακΚάρθι διαμορφώθηκε στις ΗΠΑ μέσα από τις αλλαγές στις οικονομικές και πολιτικές συνθήκες και στον συνολικό συσχετισμό των διεθνών δυνάμεων, τις δραματικές εκείνες αλλαγές που προ-κλήθηκαν από την εξέλιξη και την έκβαση του Β' Παγκόσμιου Πολέμου.
Μετά τη λήξη του πολέμου η συγκυριακή και ετερογενής συμμαχία μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ενωσης, δηλαδή μεταξύ δύο ανταγωνιστικών κοινωνικοοικονομικών συστημάτων, διαλύεται και δίνει τη θέση της στον ανοιχτό ανταγωνισμό του Ψυχρού Πολέμου. Οι ΗΠΑ έχουν βγει από τον πόλεμο ως η ισχυρότερη παγκόσμια δύναμη και έχουν τεθεί κατά αδιαμφισβήτητο τρόπο επικεφαλής του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος. Η επιβεβαίωση και η διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας τους απαιτούν την εξασφάλιση της ομαλής αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων σε διεθνή κλίμακα.
Ο βασικός, επομένως, στόχος της μεταπολεμικής αμερικανικής στρατηγικής είναι η «αναχαίτιση» της σοβιετικής ισχύος και επιρροής, παρόλο που η Σοβιετική Ενωση δεν δείχνει ούτε επιθετικές διαθέσεις από στρατιωτική άποψη -σε αντίθεση με τις ΗΠΑ- ούτε επεκτατική συμπεριφορά,
έχοντας προτεραιότητα την ανοικοδόμησή της, ταυτόχρονα ωστόσο με την αποφασιστικότητά της να διατηρήσει τη σταθερότητα στη δική της ζώνη επιρροής όπως αυτή καθορίστηκε από τα τετελεσμένα του πολέμου.
Από την άλλη όμως, η Σοβιετική Ενωση έχει βγει από τον πόλεμο με ενισχυμένη επιρροή και κύρος, γεγονός που αντανακλάται -έστω εν μέρει- και στην ανοδική τάση των κομμουνιστικών και επαναστατικών δυνάμεων διεθνώς, μέσα από κινήματα που ούτως ή άλλως προβάλλουν ως απειλή για τα αμερικανικά ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, δεδομένης αφενός της αστάθειας στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών χωρών-συμμάχων των ΗΠΑ (όπως στην Ιταλία, όπου οι ΗΠΑ απειλούν με στρατιωτική επέμβαση σε περίπτωση νίκης των κομμουνιστών στις εκλογές του 1948 ή, αφετέρου της κατάστασης στις χώρες εκείνες που αρχίζουν να σπάνε τα δεσμά της αποικιοκρατίας και της εξάρτησης, χωρίς όμως να μπορεί να προβλεφθεί ο μελλοντικός προσανατολισμός τους (η νίκη των κομμουνιστών στην Κίνα το 1949 προκάλεσε μεγάλο σοκ στις ΗΠΑ).
Συνεπώς, οι Αμερικανοί έχουν βάσιμους λόγους να ανησυχούν, την επαύριον του πολέμου, για τη σταθερότητα του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, σχεδιάζοντας την πολιτική τους σ’ αυτό το πλαίσιο. Πράγματι, οι πολιτικοστρατιωτικοί άξονες του Δόγματος Τρούμαν και οι οικονομικές κατευθύνσεις του Σχεδίου Μάρσαλ, λειτουργώντας αλληλοσυμπληρωματικά, έπαιξαν σημαντικότατο ρόλο στη διάσωση
Συνεπώς, η ψυχροπολεμική αμερικανική στρατηγική επιδιώκει επίσης να αναχαιτίσει την αναπτυσσόμενη διεθνή δυναμική των επαναστατικών, αντιιμπεριαλιστικών ή και απλώς δημοκρατικών κινημάτων (στον βαθμό που αντιστρατεύονται τα αμερικανικά συμφέροντα).
Ετσι, στο στόχαστρο μπαίνουν συνολικά το εργατικό κίνημα, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό των ΗΠΑ, καθώς και οι σύμμαχοι του εργατικού κινήματος. Γιατί ένας βασικός στόχος του μακαρθισμού είναι να διαλυθεί το κοινωνικοπολιτικό μέτωπο που σχηματίστηκε στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1930 -ως μέτωπο των αντιφασιστικών δυνάμεων- και ενισχύθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου, ώστε να επιτευχθούν η πειθάρχηση του συνόλου της κοινωνίας και η πλήρης ευθυγράμμισή της με τους στρατηγικούς στόχους του αμερικανικού ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Επιδιώκεται να παραμεριστούν όλα τα εσωτερικά εμπόδια για την εφαρμογή αυτής της πολιτικής, αλλά και να καμφθεί κάθε κοινωνική αντίσταση απέναντι στις οικονομικές κατευθύνσεις της ψυχροπολεμικής στρατηγικής.
Η στρατιωτικοποιημένη μορφή με την οποία υλοποιείται η πολιτική της «αναχαίτισης» αποτελεί επίσης στρατηγική επιλογή της αμερικανικής οικονομικής και πολιτικής ελίτ. Οι ΗΠΑ βγαίνοντας από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο αντιμετωπίζουν το φάσμα της επιστροφής της οικονομικής κρίσης που τόσο ταλάνισε την αμερικανική οικονομία και κοινωνία κατά τον μεσοπόλεμο, οπότε και είχε σχεδιαστεί ως «θεραπεία» η πολιτική του Νιου Ντιλ του Φραγκλίνου Ρούσβελτ, η οποία περιλαμβάνει και κάποιες φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις, ως ένα βαθμό τουλάχιστον.
Η μεταπολεμική πολιτική για την αναχαίτιση μιας νέας κρίσης συνίσταται στη μαζική μεταφορά κεφαλαίων στην πολεμική βιομηχανία. Αυτό σήμαινε αλματώδη αύξηση των εξοπλιστικών δαπανών, ειδικά μετά την ίδρυση του ΝΑΤΟ και τη σταδιακή μετατροπή του σε επεκτατική και πλήρως στρατιωτικοποιημένη συμμαχία.
Η αμερικανική οικονομία αποκτά χαρακτήρα πολεμικής οικονομίας, εξασφαλίζοντας τεράστια κέρδη για τις μεγάλες εταιρείες του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος. Σύμφωνα με ένα αμερικανικό οικονομικό περιοδικό στα 1950, «ο Ψυχρός Πόλεμος είναι ο καταλύτης. Είναι μέσο αναθέρμανσης της οικονομίας. Γυρίστε έναν διακόπτη και το κοινό θα φωνάξει για περισσότερα όπλα».
Ομως η πολιτική αυτή σήμαινε επίσης και τεράστια μεταφορά πόρων εις βάρος της κάλυψης των εγχώριων κοινωνικών αναγκών και ολοκληρωτική εξάλειψη της κοινωνικής πολιτικής του Ρούσβελτ. Κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει δεκτό χωρίς αντιδράσεις από το εργατικό κίνημα, όπως φάνηκε και με τις μεγάλες απεργίες του 1945-1946. Γι’ αυτό και ο Τ.Ε. Ουίλσον, πρόεδρος της General Electric, δήλωνε στις 10 Οκτωβρίου του 1946: «Τα προβλήματα των ΗΠΑ μπορούν να περιοριστούν σε δύο λέξεις: Ρωσία στο εξωτερικό, εργάτες στο εσωτερικό».
Μια βασική διάσταση της εφαρμογής του ψυχροπολεμικού προγράμματος ήταν η καταστολή του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος με τον νόμο Ταφτ - Χάρτλεϊ που έπληξε σε μεγάλο βαθμό τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των εργατών.
Η ψυχροπολεμική στρατηγική όμως δεν πηγάζει μόνοαπό την ακόρεστη επιθυμία των αμερικανικών μονοπολίων για υπερκέρδη. Εκφράζει πρωτίστως την "υπαρξιακή" αγωνία ίου καπιταλισμού έναντι των δυνάμεων του σοσιαλισμού στη μεταξύ τους παγκόσμια πάλη.
Γιατί, υπό το πρίσμα των συνθηκών του 1945, κατά κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε κάποιος να μιλήσει με βεβαιότητα για την έκβαση αυτής της αναμέτρησης.
Υπό αυτήν την έννοια, ο μακαρθισμός εκφράζει την επιθετικότητα μιας άρχουσας τάξης που νιώθει ότι διατρέχει θανάσιμο κίνδυνο. Κάτι τέτοιο είναι έκδηλο και στον τόνο της ψυχροπολεμικής ρητορικής -που θυμίζει Αποκάλυψη-, ειδικά της αμερικανικής πλευράς. Και αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό των εκφραστών αυτής της πολιτικής, στις διαφορετικές εκδοχές της, από την άποψη του Κέναν ότι «οι εξοπλισμοί είναι η καλύτερη λύση για να διατηρηθεί η ειρήνη», μέχρι την ακραία εκδοχή του Τζέιμς Φόρεσταλ (James Forrestal) υπουργού Αμυνας της κυβέρνησης Τρούμαν, ο οποίος υποστήριζε ότι ο πόλεμος θα ξεσπάσει σύντομα και ότι «δεν είναι δυνατή η ειρηνική επίλυση του ρωσικού προβλήματος».-- Με οποιαδήποτε απόχρωση, πυρήνας της πολιτικής του μακαρθισμού είναι ο αδιάλλακτος αντικομμουνισμός.
Ο αντικομμουνισμός δεν εμφανίζεται στην αμερικανική πολιτική ως προϊόν του Ψυχρού Πολέμου. Ως συστατικό στοιχείο της ιδεολογίας και πολιτικής της άρχουσας τάξης αρχίζει να διαμορφώνεται κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μέσα από τη ραγδαία οικονομική και βιομηχανική ανάπτυξη των ΗΠΑ και τη συνακόλουθη εμφάνιση και ανάπτυξη του εργατικού κινήματος.
Απέναντι του οι κεφαλαιοκρατικοί κύκλοι προβάλλουν την άποψη ότι ο συνδικαλισμός και οι εργατικές ενώσεις είναι εκδήλωση «αντιαμερικανισμού» όχι μόνο λόγω της αυξημένης συμμετοχής ξένων εργατών αλλά και εξαιτίας της ασυμβατότητάς του με τις αμερικανικές αξίες, θεμέλιο των οποίων θεωρούν την ατομική πρωτοβουλία.
Κατά τη διάρκεια του A' Παγκόσμιου Πολέμου περίπου 900 άνθρωποι φυλακίστηκαν για παραβάσεις του νόμου περί κατασκοπείας που είχε ψηφιστεί από το Κογκρέσο τον Ιούνιο του 1917. Επρόκειτο κυρίως για σοσιαλιστές που ήταν αντίθετοι με τη συμμετοχή των ΗΠΑ στον πόλεμο, ενώ για τον ίδιο λόγο υπέστησαν διώξεις πάνω από 10.000 άτομα.
Η νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης, θέτοντας σε συναγερμό την αστική τάξη παγκοσμίως, επιτάχυνε και στις ΗΠΑ τη διαμόρφωση μιας πιο επιθετικής αντικομμουνιστικής πολιτικής τόσο σε επίπεδο ρητορικής όσο και πρακτικής.
To FBI, από το 1919 και έπειτα, έκανε συχνότατα επιδρομές στα γραφεία των κομμουνιστικών οργανώσεων, αναγκάζοντας τους κομμουνιστές να κινούνται στα όρια της παρανομίας και με βάση μυστικούς πυρήνες, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να τις διαβρώσει, καταφέρνοντας μάλιστα να τοποθετήσει και έναν πράκτορά του μεταξύ των ηγετικών στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Ολα αυτά γίνονταν συνήθως με μεθόδους εκτός των ορίων της συνταγματικής νομιμότητας και κατά παράβαση της νομοθεσίας και των αποφάσεων της Δικαιοσύνης.
Με την ανάληψη της ηγεσίας του FBI από τον Εντγκαρ Χούβερ (J.E. Hoover) το 1924 πραγματοποιείται μια αποφασιστική στροφή στη λειτουργία της υπηρεσίας και πλέον κύρια αποστολή της γίνεται η αντιμετώπιση του «εσωτερικού εχθρού».
Με «αιχμή του δόρατος» το FBI, η δίωξη του κομμουνισμού αποκτά σταδιακά όλο και πιο εκτεταμένη θεσμική μορφή. Καθοριστικής σημασίας βήμα προς αυτή την κατεύθυνση υπήρξε η ψήφιση του νόμου Σμιθ (Smith Act) από το Κογκρέσο στα 1940. Με βάση αυτό τον νόμο οι διατάξεις του νόμου περί κατασκοπείας ίσχυαν πλέον και σε καιρό ειρήνης. Επιπλέον, ο νέος νόμος απαγόρευε τη διατύπωση απόψεων υπέρ της βίαιης ανατροπής της κυβέρνησης και καθιστούσε ποινικό αδίκημα τη συμμετοχή σε οποιαδήποτε οργάνωση πρέσβευε κάτι τέτοιο. Επίσης, με νόμο του 1939 (Hatch Act) είχαν ήδη τεθεί σε ισχύ σοβαρές απαγορεύσεις για την απασχόληση κομμουνιστών στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Μέσα από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οι δυνάμεις της Αριστερός και του εργατικού κινήματος στις ΗΠΑ βγήκαν ιδιαίτερα ενισχυμένες. Το Κομμουνιστικό Κόμμα αύξησε τα μέλη του, φτάνοντας περίπου τις 100.000.
Δεν ήταν μεγάλος αριθμός αλλά έκαναν αισθητή την παρουσία τους στα συνδικάτα, ειδικά μεταξύ των βιομηχανικών εργατών του Congress of Industrial Organization (CIO), στους κύκλους των καλλιτεχνών και των διανοουμένων, στο Χόλιγουντ και σε επιστημονικές ενώσεις.
Τα μέλη των εργατικών συνδικάτων αυξήθηκαν από 8.980.400 το 1940 σε 14.776.000 το 1945. Συνέπεια του πολέμου ήταν να επεκταθούν τα όρια των ελευθεριών στην αμερικανική κοινωνία. Οι γυναίκες εισέρχονται μαζικά στη βιομηχανία και η συνδικαλιστική συμμετοχή τους υπερτετραπλασιάζεται.
Το 1944 «οι μαύροι δουλεύουν κατά χιλιάδες σε εξειδικευμένες βιομηχανίες που ποτέ πριν δεν τους είχαν δεχτεί»,13 ενώ 850.000 μαύροι είναι πλέον μέλη συνδικάτων.
Ο μακαρθισμός επιβλήθηκε για να παγώσει όχι μόνο κάθε περαιτέρω διεκδίκηση ριζοσπαστικών αλλαγών αλλά και οποιαδήποτε κίνηση στην αμερικανική κοινωνία προς την κατεύθυνση της διεύρυνσης των ελευθεριών, των δικαιωμάτων και των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων.
Για τον σκοπό αυτό έπρεπε να διεμβολιστεί το κοινωνικό μπλοκ που είχε σχηματιστεί στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας ως αντανάκλαση της διεθνούς αντιφασιστικής συμμαχίας που επικράτησε στον πόλεμο και να δεθούν τα μεσαία και μικροαστικά στρώματα στο άρμα της επιθετικής πολιτικής του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Επίσης, να καταλυθούν όλοι οι δεσμοί που είχαν αναπτυχθεί ανάμεσα στην αμερικανική Αριστερά και τμήματα του παραδοσιακού δημοκρατικού χώρου. Η εξασφάλιση ευρείας κοινωνικής συναίνεσης για την προώθηση της ψυχροπολεμικής στρατηγικής απαιτούσε την αναμόρφωση του πολιτικού σκηνικού, με τον βίαιο τερματισμό της προσέγγισης ανάμεσα σε ριζοσπαστικά και φιλελεύθερα στοιχεία και την εδραίωση μιας σταθερής συμμαχίας συντηρητικών - φιλελευθέρων.”
Μέσω της πολιτικής του μακαρθισμού μεγάλο μέρος των φιλελεύθερων, που είχαν στηρίξει την πολιτική Ρούσβελτ, καλούνταν τώρα ή να προσχωρήσουν στη νέα συμμαχία ή να σιωπήσουν.
Τον Ιανουάριο του 1945 ο Ρούσβελτ είχε παρουσιάσει το σχέδιο ενός Οικονομικού Χάρτη Δικαιωμάτων που προέβλεπε σημαντικές μεταρρυθμίσεις υπέρ της εργατικής τάξης, ενώ παράλληλα υποστήριζε την άποψη ότι η αμερικανοσοβιετική συνεννόηση θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για σταθερή ειρήνη.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν ο Ρούσβελτ θα κατόρθωνε να προχωρήσει στην υλοποίηση μιας τέτοιας πολιτικής. Το σίγουρο είναι ότι η πολιτική που επικράτησε στις ΗΠΑ μετά τον θάνατό του απαιτούσε τον εξοβελισμό τέτοιων απόψεων.
Ηδη τον Οκτώβριο του 1944 δεκατρείς Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές διακίνησαν εκατομμύρια αντίτυπα ενός εγγράφου με το οποίο διατείνονταν ότι «η κυβέρνηση Ρούσβελτ ήταν μέρος μιας γιγαντιαίας συνωμοσίας με σκοπό την παράδοση των ΗΠΑ στους κομμουνιστές».
Ο μακαρθισμός αποτέλεσε το εργαλείο προκειμένου να αλλάξει το κλίμα στην αμερικανική κοινωνία, έτσι ώστε η επιθυμία για ειρήνη να αντικατασταθεί από μια φιλοπόλεμη διάθεση.
Το κυνήγι επομένως των κομμουνιστών δεν στόχευε μόνο στον περιορισμό της κομμουνιστικής επιρροής. Χτυπώντας τους κομμουνιστές έπρεπε να τρομοκρατηθούν και όλοι οι υπόλοιποι. Ούτε άλλωστε όσοι κυνηγήθηκαν ήταν μόνο κομμουνιστές ή «συμπαθούντες».
Βέβαια ο Γιουτζίν Ντένις, γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος, φυλακίστηκε το 1947 γιατί αψήφησε την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών, όπως και πολλά άλλα μέλη του κόμματος. Ωστόσο, ανάμεσα στους δεκάδες ανθρώπους που φυλακίστηκαν, πολλοί δεν είχαν καμία σχέση με το κομμουνιστικό κίνημα, απλώς κρίθηκαν ως «μη νομιμόφρονες».
Περίπου 6.600.000 Αμερικανοί ανακρίθηκαν μεταξύ του 1947 και του 1952, απ’ όταν εγκαινιάστηκε το πρόγραμμα εσωτερικής ασφάλειας του Τρούμαν.
Καμία συνωμοσία δεν ανακαλύφτηκε. Ομως το κλίμα τρομοκρατίας επιβλήθηκε. Ακόμη και η Αμερικανική Ενωση Πολιτικών Ελευθεριών έκανε πίσω και ελάχιστα κινητοποιήθηκε για να προστατεύσει όχι μόνο διωκόμενους κομμουνιστές αλλά ακόμη και μέλη του συμβουλίου της που κατηγορήθηκαν.
Η οργάνωση αυτής της καταστολής έγινε μέσα από τη δημιουργία ενός εκτεταμένου πλέγματος το οποίο συνδύαζε τη δράση των μυστικών υπηρεσιών με τις κοινοβουλευτικές δραστηριότητες των διάφορων επιτροπών αντικομμουνιστικού ελέγχου.
Το δίκτυο των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών διογκώνεται μεταπολεμικά, ειδικά με την ίδρυση της CIA και την επέκταση των δραστηριοτήτων της στο εσωτερικό και το εξωτερικό, ενώ και το FBI πλέον αναλαμβάνει ενεργότερο ρόλο, όχι μόνο στον εντοπισμό αλλά και στην κατασκευή υπόπτων.
Ο Χούβερ διατηρούσε συχνές επαφές με τον ΜακΚάρθι και του έδινε πληροφορίες από τους φακέλους Αμερικανών πολιτών, παρέχοντάς του όλο το υλικό που χρησιμοποιούσε στις «παραστάσεις» του ο γερουσιαστής.
Σύμφωνα με τον στενό συνεργάτη του Μακ-Κάρθι, Ρόι Κον (Roy Cohn), το 1949, λίγο προτού ο γερουσιαστής ξεκινήσει τις ακρότητές του, τον προσέγγισε ένας αξιωματικός και του παρέδωσε μια έκθεση του FBI για την «κομμουνιστική ανατρεπτική δράση» στις ΗΙΊΑ.
Σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, πέρα από την παλαιότερη Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών, γνωστή και από το κυνήγι μαγισσών που εξαπέλυσε στο Χόλιγουντ, συστάθηκαν αρκετές επιτροπές για την εκκαθάριση διάφορων τομέων του δημόσιου βίου.
Η σημαντικότερη ήταν η Επιτροπή Εσωτερικής Ασφάλειας, που ήταν η κυρίως επιφορτισμένη με τις έρευνες εναντίον των κομμουνιστών καθώς και με τον έλεγχο του Τύπου.
Η δράση της έφερε σκοτεινές μέρες στην αμερικανική δημοσιογραφία. Η λίστα υπόπτων της επιτροπής περιλάμβανε πάνω από 500 ονόματα δημοσιογράφων, από τους οποίους δεκάδες κλήθηκαν να καταθέσουν και να καταδώσουν φίλους και συναδέλφους τους ως κομμουνιστές.
Οσοι αρνούνταν αντιμετώπιζαν ποινές και το ενδεχόμενο να χάσουν τη δουλειά τους. Η ελευθερία του Τύπου περιορίστηκε σημαντικά, ωστόσο αρκετοί δημοσιογράφοι τόλμησαν να εναντιωθούν στον μακαρθισμό.
Η Μόνιμη Υποεπιτροπή Ερευνών της Γερουσίας αποτέλεσε το εφαλτήριο για την άνοδο και του ίδιου του Μακ-Κάρθι. Η επιτροπή αυτή ερευνούσε κυρίως υποθέσεις σχετικές με τη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού.
Ο ΜακΚάρθι, ως πρόεδρος, διόρισε τον Ρόι Κον επικεφαλής σύμβουλο και τον έστειλε να περιοδεύσει στην Ευρώπη, εξετάζοντας τους καταλόγους των βιβλιοθηκών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και των πρεσβειών των ΗΠΑ, σε αναζήτηση «ακατάλληλων» και φιλοκομμουνιστικών βιβλίων, με βάση έναν κατάλογο που είχε καταρτίσει και στη συνέχεια έδωσε στη Γερουσία και στον Τύπο.
Τελικά αποσύρθηκαν κάπου 40 τίτλοι, μεταξύ των οποίων και η «Ανθολογία έργων» του Τόμας Τζέφερσον. Επίσης ύποπτη για κομμουνιστική διείσδυση θεωρήθηκε η Φωνή της Αμερικής, το κρατικό ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο παγκόσμιας εμβέλειας των ΗΠΑ.
Πολλά μέλη του προσωπικού ανακρίθηκαν μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες με επιχειρήματα εντελώς αβάσιμα, ενώ ένας από τους τεχνικούς αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει κατά την ανάκριση.
Ομως η ακάθεκτη προέλαση του ΜακΚάρθι κατέληξε σε αναδίπλωση όταν διόρισε ως διευθυντή της υποεπιτροπής τον Τζόζεφ Μάθιους (J.B. Matthews), ο οποίος είχε φτάσει στο σημείο να κατηγορήσει τους προτεστάντες κληρικούς των ΗΠΑ ως στήριγμα του κομμουνισμού.
Η αντίδραση πολλών γερουσιαστών ανάγκασε τον ΜακΚάρθι να απομακρύνει τον Μάθιους. Ηταν ένα μήνυμα ότι είχε αρχίσει να ξεπερνά κάποια όρια -που μπορεί για τον ίδιο να μην υπήρχαν- ενοχλώντας έτσι ακόμη και τους «αρχιτέκτονες» της αντικομμουνιστικής υστερίας.
Για να επιβληθεί αποτελεσματικά η ψυχροπολεμική και αντικομμουνιστική πολιτική ήταν απαραίτητη και η κατάλληλη προσαρμογή του κρατικού μηχανισμού στις απαιτήσεις της. Ετσι σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε μια επιχείρηση «κάθαρσης» των κρατικών υπηρεσιών από κάθε δημοκρατικό στοιχείο, με την αποπομπή οποιοσδήποτε μπορεί να φαινόταν απρόθυμος να στηρίξει πλήρως την πολιτική αυτή.
Το πλαίσιο αυτής της επιχείρησης περιέγραφε η μπροσούρα «Κομμουνιστές στην κυβέρνηση: Τα γεγονότα και ένα πρόγραμμα» που εξέδωσε το Εμπορικό Επιμελητήριο των ΗΠΑ το 1947, η οποία αποτέλεσε βασική πηγή έμπνευσης και του γερουσιαστή ΜακΚάρθι.
Εκεί αναφερόταν και το Νιου Ντιλ ως κομμουνιστική συνωμοσία.
Αλλά η κορυφαία περίπτωση πολιτικής δίωξης υπήρξε αυτή του Αλγκερ Χις (Alger Hiss), διακεκριμένου μέλους της κυβέρνησης Γούζβελτ.
Στο πρόσωπο του Χις στόχος γινόταν συνολικά η προεδρία Γούσβελτ.
Στις 5 Αυγούστου 1948 ο Χις παρουσιάστηκε ενώπιον της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών, μέλος της οποίας ήταν και ο Γίτσαρντ Νίξον, μετέπειτα πρόεδρος των ΗΠΑ. Αν και ο Χις αντέκρουσε τις κατηγορίες, η επιτροπή διατήρησε επιφυλάξεις, τις οποίες μάλιστα διοχέτευσε στον Τύπο, με αποτέλεσμα να στιγματιστεί ο Χις από έντυπα και ραδιοφωνικά μέσα. Παρόλο που η υπόθεση την οποία αφορούσαν οι κατηγορίες αυτές είχε παραγραφεί, έπρεπε οπωσδήποτε να φυλακιστεί. Ετσι κατηγορήθηκε για ψευδορκία. Τελικά, το 1950 καταδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό για ψευδορκία και φυλακίστηκε για τέσσερα χρόνια. Επρόκειτο για παραδειγματική τιμωρία, μια δημόσια πολιτική τελετουργία εξαγνισμού της ψυχροπολεμικής πολιτικής.
Στυμμένη λεμονόκουπα
Το 1949 η Σοβιετική Ενωση αποκτά κι αυτή ατομική βόμβα. Την ίδια χρονιά η Κίνα γίνεται κομμουνιστική και το 1950 ξεσπά ο πόλεμος της Κορέας. Τα γεγονότα αυτά οξύνουν την αντικομμουνιστική υστερία στο εσωτερικό των ΗΠΑ.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ανάβει η πυρά για τους Ρόζενμπεργκ,
Ζευγάρι επιστημόνων με αριστερές πεποιθήσεις που έγιναν τα θύματα μιας δημόσιας παράστασης εφάμιλλης των δικών της Ιεράς Εξέτασης. Κατηγορήθηκαν για κατασκοπεία και καταδικάστηκαν, παρά την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων και ενώ για την Εθελ δε μπορούσε να διατυπωθεί καν κατηγορία. Εκτελέστηκαν στις 19 Ιουνίου 1953 ηλεκτρική καρέκλα.
Παράλληλα στο εσωτερικό του αμερικανικού κατεστημένου διεξάγονται αντιπαραθέσεις για το πόσο επιθετική έχει να γίνει η διεθνής πολιτική των ΗΠΑ.
Ο ΜακΚάρθρι τίθεται επικεφαλής του πιο επιθετικού μπλοκ. Το 1951 δημοσιεύει ένα βιβλίο με τίτλο «Η αμερικανική υποχώρηση μπροστά στη νίκη. Η ιστορία του Μάρσαλ», όπου κατηγορεί τον πρώην στρατηγό για προδοσία θεωρώντας τον υπεύθυνο για την απώλεια της Κίνας.
Στη συνέχεια επιτίθεται στον Τρούμαν για την αποπομπή του ΜακΑρθουρ, υποστηρίζοντας τον στρατηγό που πρότεινε τη χρήση πυρηνικών όπλων κατά της Κίνας.
Ο ΜακΚάρθι δεν αμβλύνει την .πολεμική του ούτε μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Αϊζενχάουερ,, στον οποίο καταλογίζει ολιγωρία απέναντι στις προσπάθειες των κομμουνιστών να διαβρώσουν την CIA.
Τον Ιούλιο του 1953 κατηγορεί έναν υπάλληλό της επιδιώκοντας να ξεκινήσει έλεγχο και ανακρίσεις και στην CIA, έχοντας και τη στήριξη της εφημερίδας "Chicago Tribune".
Η προσπάθειά του σκοντάφτει στον διευθυντή Αλεν Ντάλες (Allen Dulles), ο οποίος, με τη σύμφωνη και του Αϊζενχάουερ, αρνείται κάθε κοινοβουλευτικό έλεγχο στην υπηρεσία,
Την άνοιξη του 1954 ο ΜακΚάρθι ξεκινά έρευνα για τον εντοπισμό υποτιθέμενων ανατρεπτικών στοιχείων στον στρατό των ΗΠΑ.
Προκαλεί την αντίδραση τόσο των Δημοκρατικών όσο και των Ρεπουμπλικάνων. Είναι φανερό ότι πλέον έχει αποχαλινωθεί εντελώς.
Ο γερουσιαστής Ρ. Φλάντερς (R. Flanders) καταθέτει πρόταση μομφής κατά του ΜακΚάρθι προκειμένου να τον απομακρύνει από τη θέση του προέδρου της υποεπιτροπής.
Στις 2 Δεκεμβρίου 1954 η Γερουσία, με μεγάλη πλειοψηφία, καταδικάζει τον ΜακΚάρθι για περιφρόνηση των κανόνων της υποεπιτροπής καθώς και για ανάρμοστη συμπεριφορά.
Ο ΜακΚάρθι, αμφισβητώντας τη νομιμοφροσύνη στρατιωτικών στελεχών, προκαλούσε ανεπιθύμητους κλυδωνισμούς στο ίδιο το ψυχροπολεμικό κατεστημένο που τον είχε στρατολογήσει και αναδείξει.
Επιπλέον, επιτιθέμενος όχι μόνο στην Αριστερά αλλά ακόμη και κατά των φιλελεύθερων με τέτοια σφοδρότητα, «έθετε σε κίνδυνο την ευρεία συμμαχία φιλελεύθερων - συντηρητικών» που ήταν αναγκαία για τη σταθερότητα του ψυχροπολεμικού πολιτικού οικοδομήματος.
Από ένα σημείο και έπειτα δεν ήταν πλέον χρήσιμος αλλά ενοχλητικός. Σύμφωνα με τον Νίξον και τον γερουσιαστή Ρ. Ταφτ, ήταν ένας «επιδέξιος αλλά απερίσκεπτος performer». Δεν υπήρξε ποτέ ο ιθύνων νους της αντικομμουνιστικής πολιτικής που προώθησε, αλλά ήταν ιδανικός για να προβληθεί ως η δημόσια εικόνα αυτής της πολιτικής, ειδικά σε μια εποχή που αυξανόταν ο ρόλος των ραδιοτηλεοπτικών μέσων, κυρίως δετής τηλεόρασης.
Ωστόσο, η απόσυρση του ΜακΚάρθι δεν σήμαινε και το τέλος της πολιτικής του μακαρθισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κένεντι κέρδισε τις εκλογές του 1960 χρησιμοποιώντας ακραία αντικομμουνιστική ατζέντα.
Το πέπλο του φόβου στην αμερικανική κοινωνία θα αρχίσει να υποχωρεί μόνο κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960, με τα κινήματα αμφισβήτησης που θα αναδυθούν ως συνέπεια του πολέμου στο Βιετνάμ.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Του Βαγγέλη Βάγια - Ιστορικού, Hot History
1.0 ΜακΚάρθι βγαίνει στη σκηνή
Στις 9 Φεβρουάριου του 1950 ο γερουσιαστής ΜακΚάρθι (Joseph Raymond McCarthy) από την πολιτεία του Ουισκόνσιν σε ομιλία του για την Ημέρα του Αίνκολν στη Ρεπουμπλικανική Λέσχη Γυναικών στο Γουίλινγκ στη Δυτική Βιρτζίνια κατήγγειλε ότι 205 κομμουνιστές είχαν διεισδύσει και εργάζονταν στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και μάλιστα ο ίδιος κατείχε μια λίστα με τα ονόματά τους.
Η καταγγελία προκάλεσε πάταγο και ο ΜακΚάρθι άρχισε να παρελαύνει στα μέσα ενημέρωσης. Οταν όμως κλήθηκε να δώσει επισήμως τα ονόματα ενώπιον του Κογκρέσου, μιάμιση εβδομάδα αργότερα, υποστήριξε ότι οι ύποπτοι ήταν 57 και όχι 205, αλλά ότι ασφαλώς υπήρχαν και άλλοι, τους οποίους γνώριζε ο υπουργός Εξωτερικών Ντιν Ατσεσον (Dean Acheson).
Ο ΜακΚάρθι βασίστηκε στο γεγονός ότι πριν από τρία χρόνια ο πρόεδρος Τρούμαν είχε δημιουργήσει μια επιτροπή για να ελέγξει τη νομιμοφροσύνη των υπαλλήλων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Εκατοντάδες χαρακτηρίστηκαν ύποπτοι και 80 αποπέμφθηκαν. Από αυτή την άποψη ο ΜακΚάρθι δεν πρωτοτυπούσε, καθώς ο έλεγχος των φρονημάτων και η δίωξη της ελεύθερης έκφρασής τους είχαν ήδη καθιερωθεί και θεσμοθετηθεί, όχι μόνο για τους κρατικούς υπαλλήλους αλλά και για το σύνολο των πολιτών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 1947 το υπουργείο Δικαιοσύνης είχε καταρτίσει έναν κατάλογο οργανώσεων που θεωρούνταν ανατρεπτικές και επικίνδυνες, στις οποίες όχι μόνο η συμμετοχή αλλά και η σχέση συμπάθειας αποτελούσαν απόδειξη μη νομιμοφροσύνης.
Στον κατάλογο συμπεριλαμβάνονταν, εκτός -φυσικά- από το κομμουνιστικό κόμμα, εκατοντάδες οργανώσεις, όπως η Επιτροπή για τη Συμμετοχή των Μαύρων στις Καλές Τέχνες, το Λαϊκό Θέατρο, η Ενωση Βιβλιοπωλείων της Ουάσινγκτον, το Πολιτιστικό Κέντρο Σοπέν και... η Λέσχη Γιουγκοσλάβων Ναυτικών.
Ωστόσο, ο ΜακΚάρθι κατάφερε να προκαλέσει σάλο εξαιτίας του απίστευτα προκλητικού και ακραίου τρόπου με τον οποίο εκτόξευε δημόσια κατηγορίες.
Κατηγορίες κατά των πάντων, που συνήθως δεν ήταν παρά ψεύδη και συκοφαντίες και εκτοξεύονταν με τη μεγαλύτερη άνεση και χωρίς κανέναν ηθικό ενδοιασμό, με σκοπό την καταπολέμηση της «κομμουνιστικής συνωμοσίας», για την οποία ο καθένας ήταν δυνάμει ύποπτος. Ετσι, κάθε Αμερικανός έπρεπε να αισθάνεται την υποχρέωση να αποδείξει ότι... δεν είναι ελέφαντας και να ζει υπό τον φόβο της τιμωρίας σε περίπτωση που δεν θα κατόρθωνε να το αποδείξει.
Καθώς ο ΜακΚάρθι επέμενε στους ισχυρισμούς του σχετικά με το... σιδηρούν παραπέτασμα του Στέι Ντιπάρτμεντ, συστάθηκε μια επιτροπή της Γερουσίας, υπό τον γερουσιαστή των Δημοκρατικών Μίλαρντ Τάιντινγκς (Μ. Tydings), για να ερευνήσει την υπόθεση.
Αν και στο εσωτερικό της επιτροπής αναπτύχθηκαν διαφωνίες, στην τελική αναφορά της οι κατηγορίες του ΜακΚάρθι θεωρήθηκαν αβάσιμες.
Είναι ενδεικτικό των μεθόδων που χρησιμοποιούσε ο ΜακΚάρθι ότι κάποιοι από αυτούς που κατηγόρησε είτε δεν είχαν δουλέψει ποτέ στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ είτε δεν δούλευαν πλέον εκεί. Πάντως ο ΜακΚάρθι δεν δίστασε στη συνέχεια να κατηγορήσει ανοικτά και τον Τάιντινγκς ότι «προστάτευε τους κομμουνιστές και τους προδότες».
Βέβαια, η αμετροέπειά του αυτή ενισχυόταν και από τη στήριξη που του παρείχε σημαντική μερίδα του Δημοκρατικού Κόμματος. Ταυτόχρονα απολάμβανε την εύνοια της Καθολικής Εκκλησίας, ενώ διέθετε και αρκετούς ένθερμους υποστηρικτές στον Τύπο.
Με τον γερουσιαστή των Δημοκρατικών Μίλαρντ Τίντινγκς (Μάρτιος του 1950), επικεφαλής της επιτροπής έρευνας για την κομμουνιστική διείσδυση. Οταν ο ΜακΚάρθι παρουσίασε ανυπόστατα στοιχεία, κατηγόρησε τον Τίντινγκς πως "προστάτευε τους κομμουνιστές και τους προδότες"
Με τις εντυπωσιακές αυτές καταγγελίες που έκανε στο Γουίλινγκ ξεκίνησε η εκτόξευση του γερουσιαστή ΜακΚάρθι στο πολιτικό στερέωμα, όπου και θα μεσουρανούσε κατά τα έτη 1950-54. Κατά την περίοδο αυτή απέκτησε μεγάλη δημοσιότητα και δημοφιλία, ενώ έπαιξε σημαντικό ρόλο και στην επιστροφή των Ρεπουμπλικάνων στην εξουσία ύστερα από 20 χρόνια διακυβέρνησης των Δημοκρατικών με τους προέδρους Ρούσβελτ και Τρούμαν, με τις εκλογές του 1952, οπότε και εκλέχτηκε πρόεδρος ο στρατηγός Αϊζενχάουερ, στην εκλογική νίκη του οποίου βοήθησε και η μακαρθική ρητορική της αντικομμουνιστικής «σταυροφορίας».
Υπήρξε, απλώς, μια προσωπικότητα που ταίριαζε τόσο πολύ στον ρόλο του σύγχρονου ιεροεξεταστή ώστε ξεχώρισε έτσι ως ο πιο κατάλληλος για να αναδειχθεί σε εμβληματική φυσιογνωμία αυτής της πολιτικής, της πολιτικής του μακαρθισμού.
Μιας πολιτικής που κατέχει δεσπόζουσα θέση στη μεταπολεμική εξέλιξη των ΗΠΑ, ειδικά κατά τα έτη 1947-51 -οπότε εμφανίζεται και το «φαινόμενο ΜακΚάρθι»- που αποτέλεσε «πιθανότατα την πιο εκρηκτική περίοδο» του Ψυχρού Πολέμου.
Πρόκειται για το διάστημα μεταξύ της εξαγγελίας του Δόγματος Τρούμαν (Μάρτιος 1947) και της αποπομπής του στρατηγού Ντάγκλας ΜακΑρθουρ (Απρίλιος 1951_, διοικητή των αμερικανικών δυνάμεων στην Κορέα, η επιθετικότητα του οποίου προκαλούσε τον κίνδυνο αμερικανοσοβιετικού πολέμου.
2. Από τη συμμαχία στον Ψυχρό Πόλεμο
Η πολιτική που σύμβολό της έγινε ο ΜακΚάρθι διαμορφώθηκε στις ΗΠΑ μέσα από τις αλλαγές στις οικονομικές και πολιτικές συνθήκες και στον συνολικό συσχετισμό των διεθνών δυνάμεων, τις δραματικές εκείνες αλλαγές που προ-κλήθηκαν από την εξέλιξη και την έκβαση του Β' Παγκόσμιου Πολέμου.
Μετά τη λήξη του πολέμου η συγκυριακή και ετερογενής συμμαχία μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ενωσης, δηλαδή μεταξύ δύο ανταγωνιστικών κοινωνικοοικονομικών συστημάτων, διαλύεται και δίνει τη θέση της στον ανοιχτό ανταγωνισμό του Ψυχρού Πολέμου. Οι ΗΠΑ έχουν βγει από τον πόλεμο ως η ισχυρότερη παγκόσμια δύναμη και έχουν τεθεί κατά αδιαμφισβήτητο τρόπο επικεφαλής του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος. Η επιβεβαίωση και η διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας τους απαιτούν την εξασφάλιση της ομαλής αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων σε διεθνή κλίμακα.
Η καταστολή του συνδικαλιστικού κινήματος με τον νόμο Ταφτ-Χάρτλεί, που έπληξε σε μεγάλο βαθμό τα δικαιώματα των εργατών, υπήρξε βασική παράμετρος του ψυχροπολεμικού προγράμματος. Ηγέτης των συνδικάτων μιλά σε συγκέντρωση στη Νέα Υόρκη στις 4 Μαΐου 1947
Ο βασικός, επομένως, στόχος της μεταπολεμικής αμερικανικής στρατηγικής είναι η «αναχαίτιση» της σοβιετικής ισχύος και επιρροής, παρόλο που η Σοβιετική Ενωση δεν δείχνει ούτε επιθετικές διαθέσεις από στρατιωτική άποψη -σε αντίθεση με τις ΗΠΑ- ούτε επεκτατική συμπεριφορά,
έχοντας προτεραιότητα την ανοικοδόμησή της, ταυτόχρονα ωστόσο με την αποφασιστικότητά της να διατηρήσει τη σταθερότητα στη δική της ζώνη επιρροής όπως αυτή καθορίστηκε από τα τετελεσμένα του πολέμου.
Το FBI διεισδύει στο Κομμουνιστικό Κόμμα ΗΠΑ και ο Χούβερ θεσμοποιεί την αντιμετώπιση του "εσωτερικού εχθρού". Πρωτομαγιάτικη παρέλαση ολιγάριθμων κομμουνιστών στη Νέα Υόρκη το 1935
Συνεπώς, οι Αμερικανοί έχουν βάσιμους λόγους να ανησυχούν, την επαύριον του πολέμου, για τη σταθερότητα του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, σχεδιάζοντας την πολιτική τους σ’ αυτό το πλαίσιο. Πράγματι, οι πολιτικοστρατιωτικοί άξονες του Δόγματος Τρούμαν και οι οικονομικές κατευθύνσεις του Σχεδίου Μάρσαλ, λειτουργώντας αλληλοσυμπληρωματικά, έπαιξαν σημαντικότατο ρόλο στη διάσωση
Τα μέλη των εργατικών συνδικάτων αυξάνονται από 8.980.400 το 1940 σε 14.776.000 το 1945. Διαδήλωση απεργών της ford το 1945 στο Ντιτρόιτ
Συνεπώς, η ψυχροπολεμική αμερικανική στρατηγική επιδιώκει επίσης να αναχαιτίσει την αναπτυσσόμενη διεθνή δυναμική των επαναστατικών, αντιιμπεριαλιστικών ή και απλώς δημοκρατικών κινημάτων (στον βαθμό που αντιστρατεύονται τα αμερικανικά συμφέροντα).
Ετσι, στο στόχαστρο μπαίνουν συνολικά το εργατικό κίνημα, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό των ΗΠΑ, καθώς και οι σύμμαχοι του εργατικού κινήματος. Γιατί ένας βασικός στόχος του μακαρθισμού είναι να διαλυθεί το κοινωνικοπολιτικό μέτωπο που σχηματίστηκε στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1930 -ως μέτωπο των αντιφασιστικών δυνάμεων- και ενισχύθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου, ώστε να επιτευχθούν η πειθάρχηση του συνόλου της κοινωνίας και η πλήρης ευθυγράμμισή της με τους στρατηγικούς στόχους του αμερικανικού ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Επιδιώκεται να παραμεριστούν όλα τα εσωτερικά εμπόδια για την εφαρμογή αυτής της πολιτικής, αλλά και να καμφθεί κάθε κοινωνική αντίσταση απέναντι στις οικονομικές κατευθύνσεις της ψυχροπολεμικής στρατηγικής.
Η στρατιωτικοποιημένη μορφή με την οποία υλοποιείται η πολιτική της «αναχαίτισης» αποτελεί επίσης στρατηγική επιλογή της αμερικανικής οικονομικής και πολιτικής ελίτ. Οι ΗΠΑ βγαίνοντας από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο αντιμετωπίζουν το φάσμα της επιστροφής της οικονομικής κρίσης που τόσο ταλάνισε την αμερικανική οικονομία και κοινωνία κατά τον μεσοπόλεμο, οπότε και είχε σχεδιαστεί ως «θεραπεία» η πολιτική του Νιου Ντιλ του Φραγκλίνου Ρούσβελτ, η οποία περιλαμβάνει και κάποιες φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις, ως ένα βαθμό τουλάχιστον.
Η μεταπολεμική πολιτική για την αναχαίτιση μιας νέας κρίσης συνίσταται στη μαζική μεταφορά κεφαλαίων στην πολεμική βιομηχανία. Αυτό σήμαινε αλματώδη αύξηση των εξοπλιστικών δαπανών, ειδικά μετά την ίδρυση του ΝΑΤΟ και τη σταδιακή μετατροπή του σε επεκτατική και πλήρως στρατιωτικοποιημένη συμμαχία.
Η αμερικανική οικονομία αποκτά χαρακτήρα πολεμικής οικονομίας, εξασφαλίζοντας τεράστια κέρδη για τις μεγάλες εταιρείες του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος. Σύμφωνα με ένα αμερικανικό οικονομικό περιοδικό στα 1950, «ο Ψυχρός Πόλεμος είναι ο καταλύτης. Είναι μέσο αναθέρμανσης της οικονομίας. Γυρίστε έναν διακόπτη και το κοινό θα φωνάξει για περισσότερα όπλα».
Ομως η πολιτική αυτή σήμαινε επίσης και τεράστια μεταφορά πόρων εις βάρος της κάλυψης των εγχώριων κοινωνικών αναγκών και ολοκληρωτική εξάλειψη της κοινωνικής πολιτικής του Ρούσβελτ. Κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει δεκτό χωρίς αντιδράσεις από το εργατικό κίνημα, όπως φάνηκε και με τις μεγάλες απεργίες του 1945-1946. Γι’ αυτό και ο Τ.Ε. Ουίλσον, πρόεδρος της General Electric, δήλωνε στις 10 Οκτωβρίου του 1946: «Τα προβλήματα των ΗΠΑ μπορούν να περιοριστούν σε δύο λέξεις: Ρωσία στο εξωτερικό, εργάτες στο εσωτερικό».
Μια βασική διάσταση της εφαρμογής του ψυχροπολεμικού προγράμματος ήταν η καταστολή του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος με τον νόμο Ταφτ - Χάρτλεϊ που έπληξε σε μεγάλο βαθμό τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των εργατών.
Θύμα της μανίας καταδίωξης και το ζεύγος Ρόζενμπεργκ που καταδικάστηκε για κατασκοπία. Η αναγγελία της εκτέλεσης και οι σοροί της Εθελ και του Τζούλιο.
Η ψυχροπολεμική στρατηγική όμως δεν πηγάζει μόνοαπό την ακόρεστη επιθυμία των αμερικανικών μονοπολίων για υπερκέρδη. Εκφράζει πρωτίστως την "υπαρξιακή" αγωνία ίου καπιταλισμού έναντι των δυνάμεων του σοσιαλισμού στη μεταξύ τους παγκόσμια πάλη.
Γιατί, υπό το πρίσμα των συνθηκών του 1945, κατά κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε κάποιος να μιλήσει με βεβαιότητα για την έκβαση αυτής της αναμέτρησης.
Υπό αυτήν την έννοια, ο μακαρθισμός εκφράζει την επιθετικότητα μιας άρχουσας τάξης που νιώθει ότι διατρέχει θανάσιμο κίνδυνο. Κάτι τέτοιο είναι έκδηλο και στον τόνο της ψυχροπολεμικής ρητορικής -που θυμίζει Αποκάλυψη-, ειδικά της αμερικανικής πλευράς. Και αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό των εκφραστών αυτής της πολιτικής, στις διαφορετικές εκδοχές της, από την άποψη του Κέναν ότι «οι εξοπλισμοί είναι η καλύτερη λύση για να διατηρηθεί η ειρήνη», μέχρι την ακραία εκδοχή του Τζέιμς Φόρεσταλ (James Forrestal) υπουργού Αμυνας της κυβέρνησης Τρούμαν, ο οποίος υποστήριζε ότι ο πόλεμος θα ξεσπάσει σύντομα και ότι «δεν είναι δυνατή η ειρηνική επίλυση του ρωσικού προβλήματος».-- Με οποιαδήποτε απόχρωση, πυρήνας της πολιτικής του μακαρθισμού είναι ο αδιάλλακτος αντικομμουνισμός.
Δεν είχε πια σταματημό. Καταλόγισε ολιγωρία απέναντι στις προσπάθειες των κομμουνιστών να διαβρώσουν τη CIA και στον πρόεδρο Αϊζενχάουερ. Εδειξε άγνοια κινδύνου και όταν ο Τύπος κατηγόρησε τον ίδιο για προδοσία.
3. «Κόκκινη απειλή» και οργάνωση της καταστολής
Ο αντικομμουνισμός δεν εμφανίζεται στην αμερικανική πολιτική ως προϊόν του Ψυχρού Πολέμου. Ως συστατικό στοιχείο της ιδεολογίας και πολιτικής της άρχουσας τάξης αρχίζει να διαμορφώνεται κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μέσα από τη ραγδαία οικονομική και βιομηχανική ανάπτυξη των ΗΠΑ και τη συνακόλουθη εμφάνιση και ανάπτυξη του εργατικού κινήματος.
Απέναντι του οι κεφαλαιοκρατικοί κύκλοι προβάλλουν την άποψη ότι ο συνδικαλισμός και οι εργατικές ενώσεις είναι εκδήλωση «αντιαμερικανισμού» όχι μόνο λόγω της αυξημένης συμμετοχής ξένων εργατών αλλά και εξαιτίας της ασυμβατότητάς του με τις αμερικανικές αξίες, θεμέλιο των οποίων θεωρούν την ατομική πρωτοβουλία.
Κατά τη διάρκεια του A' Παγκόσμιου Πολέμου περίπου 900 άνθρωποι φυλακίστηκαν για παραβάσεις του νόμου περί κατασκοπείας που είχε ψηφιστεί από το Κογκρέσο τον Ιούνιο του 1917. Επρόκειτο κυρίως για σοσιαλιστές που ήταν αντίθετοι με τη συμμετοχή των ΗΠΑ στον πόλεμο, ενώ για τον ίδιο λόγο υπέστησαν διώξεις πάνω από 10.000 άτομα.
Η νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης, θέτοντας σε συναγερμό την αστική τάξη παγκοσμίως, επιτάχυνε και στις ΗΠΑ τη διαμόρφωση μιας πιο επιθετικής αντικομμουνιστικής πολιτικής τόσο σε επίπεδο ρητορικής όσο και πρακτικής.
Ο Γιουτζίν Ντένις (τρίτος από αριστερά) γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος ΗΠΑ φυλακίστηκε το 1947 γιατί αψήφισε την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών. Με τον Γουίλιαμ Φόστερ (πρώτος) και άλλα ηγετικά στελέχη.
Ολα αυτά γίνονταν συνήθως με μεθόδους εκτός των ορίων της συνταγματικής νομιμότητας και κατά παράβαση της νομοθεσίας και των αποφάσεων της Δικαιοσύνης.
Με την ανάληψη της ηγεσίας του FBI από τον Εντγκαρ Χούβερ (J.E. Hoover) το 1924 πραγματοποιείται μια αποφασιστική στροφή στη λειτουργία της υπηρεσίας και πλέον κύρια αποστολή της γίνεται η αντιμετώπιση του «εσωτερικού εχθρού».
Με «αιχμή του δόρατος» το FBI, η δίωξη του κομμουνισμού αποκτά σταδιακά όλο και πιο εκτεταμένη θεσμική μορφή. Καθοριστικής σημασίας βήμα προς αυτή την κατεύθυνση υπήρξε η ψήφιση του νόμου Σμιθ (Smith Act) από το Κογκρέσο στα 1940. Με βάση αυτό τον νόμο οι διατάξεις του νόμου περί κατασκοπείας ίσχυαν πλέον και σε καιρό ειρήνης. Επιπλέον, ο νέος νόμος απαγόρευε τη διατύπωση απόψεων υπέρ της βίαιης ανατροπής της κυβέρνησης και καθιστούσε ποινικό αδίκημα τη συμμετοχή σε οποιαδήποτε οργάνωση πρέσβευε κάτι τέτοιο. Επίσης, με νόμο του 1939 (Hatch Act) είχαν ήδη τεθεί σε ισχύ σοβαρές απαγορεύσεις για την απασχόληση κομμουνιστών στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Μέσα από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οι δυνάμεις της Αριστερός και του εργατικού κινήματος στις ΗΠΑ βγήκαν ιδιαίτερα ενισχυμένες. Το Κομμουνιστικό Κόμμα αύξησε τα μέλη του, φτάνοντας περίπου τις 100.000.
Δεν ήταν μεγάλος αριθμός αλλά έκαναν αισθητή την παρουσία τους στα συνδικάτα, ειδικά μεταξύ των βιομηχανικών εργατών του Congress of Industrial Organization (CIO), στους κύκλους των καλλιτεχνών και των διανοουμένων, στο Χόλιγουντ και σε επιστημονικές ενώσεις.
Τα μέλη των εργατικών συνδικάτων αυξήθηκαν από 8.980.400 το 1940 σε 14.776.000 το 1945. Συνέπεια του πολέμου ήταν να επεκταθούν τα όρια των ελευθεριών στην αμερικανική κοινωνία. Οι γυναίκες εισέρχονται μαζικά στη βιομηχανία και η συνδικαλιστική συμμετοχή τους υπερτετραπλασιάζεται.
Το 1944 «οι μαύροι δουλεύουν κατά χιλιάδες σε εξειδικευμένες βιομηχανίες που ποτέ πριν δεν τους είχαν δεχτεί»,13 ενώ 850.000 μαύροι είναι πλέον μέλη συνδικάτων.
Ο μακαρθισμός επιβλήθηκε για να παγώσει όχι μόνο κάθε περαιτέρω διεκδίκηση ριζοσπαστικών αλλαγών αλλά και οποιαδήποτε κίνηση στην αμερικανική κοινωνία προς την κατεύθυνση της διεύρυνσης των ελευθεριών, των δικαιωμάτων και των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων.
Για τον σκοπό αυτό έπρεπε να διεμβολιστεί το κοινωνικό μπλοκ που είχε σχηματιστεί στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας ως αντανάκλαση της διεθνούς αντιφασιστικής συμμαχίας που επικράτησε στον πόλεμο και να δεθούν τα μεσαία και μικροαστικά στρώματα στο άρμα της επιθετικής πολιτικής του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Επίσης, να καταλυθούν όλοι οι δεσμοί που είχαν αναπτυχθεί ανάμεσα στην αμερικανική Αριστερά και τμήματα του παραδοσιακού δημοκρατικού χώρου. Η εξασφάλιση ευρείας κοινωνικής συναίνεσης για την προώθηση της ψυχροπολεμικής στρατηγικής απαιτούσε την αναμόρφωση του πολιτικού σκηνικού, με τον βίαιο τερματισμό της προσέγγισης ανάμεσα σε ριζοσπαστικά και φιλελεύθερα στοιχεία και την εδραίωση μιας σταθερής συμμαχίας συντηρητικών - φιλελευθέρων.”
Μέσω της πολιτικής του μακαρθισμού μεγάλο μέρος των φιλελεύθερων, που είχαν στηρίξει την πολιτική Ρούσβελτ, καλούνταν τώρα ή να προσχωρήσουν στη νέα συμμαχία ή να σιωπήσουν.
Τον Ιανουάριο του 1945 ο Ρούσβελτ είχε παρουσιάσει το σχέδιο ενός Οικονομικού Χάρτη Δικαιωμάτων που προέβλεπε σημαντικές μεταρρυθμίσεις υπέρ της εργατικής τάξης, ενώ παράλληλα υποστήριζε την άποψη ότι η αμερικανοσοβιετική συνεννόηση θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για σταθερή ειρήνη.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν ο Ρούσβελτ θα κατόρθωνε να προχωρήσει στην υλοποίηση μιας τέτοιας πολιτικής. Το σίγουρο είναι ότι η πολιτική που επικράτησε στις ΗΠΑ μετά τον θάνατό του απαιτούσε τον εξοβελισμό τέτοιων απόψεων.
Ηδη τον Οκτώβριο του 1944 δεκατρείς Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές διακίνησαν εκατομμύρια αντίτυπα ενός εγγράφου με το οποίο διατείνονταν ότι «η κυβέρνηση Ρούσβελτ ήταν μέρος μιας γιγαντιαίας συνωμοσίας με σκοπό την παράδοση των ΗΠΑ στους κομμουνιστές».
Ο μακαρθισμός αποτέλεσε το εργαλείο προκειμένου να αλλάξει το κλίμα στην αμερικανική κοινωνία, έτσι ώστε η επιθυμία για ειρήνη να αντικατασταθεί από μια φιλοπόλεμη διάθεση.
Το κυνήγι επομένως των κομμουνιστών δεν στόχευε μόνο στον περιορισμό της κομμουνιστικής επιρροής. Χτυπώντας τους κομμουνιστές έπρεπε να τρομοκρατηθούν και όλοι οι υπόλοιποι. Ούτε άλλωστε όσοι κυνηγήθηκαν ήταν μόνο κομμουνιστές ή «συμπαθούντες».
Βέβαια ο Γιουτζίν Ντένις, γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος, φυλακίστηκε το 1947 γιατί αψήφησε την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών, όπως και πολλά άλλα μέλη του κόμματος. Ωστόσο, ανάμεσα στους δεκάδες ανθρώπους που φυλακίστηκαν, πολλοί δεν είχαν καμία σχέση με το κομμουνιστικό κίνημα, απλώς κρίθηκαν ως «μη νομιμόφρονες».
Περίπου 6.600.000 Αμερικανοί ανακρίθηκαν μεταξύ του 1947 και του 1952, απ’ όταν εγκαινιάστηκε το πρόγραμμα εσωτερικής ασφάλειας του Τρούμαν.
Καμία συνωμοσία δεν ανακαλύφτηκε. Ομως το κλίμα τρομοκρατίας επιβλήθηκε. Ακόμη και η Αμερικανική Ενωση Πολιτικών Ελευθεριών έκανε πίσω και ελάχιστα κινητοποιήθηκε για να προστατεύσει όχι μόνο διωκόμενους κομμουνιστές αλλά ακόμη και μέλη του συμβουλίου της που κατηγορήθηκαν.
Υπήρξαν φωνές που αντιστάθηκαν. Ο Εντ Μάροου, ήρωας του φιλμ ¨Καληνύχτα και καλή τύχη" και ο δημοσιογράφος του NBC Ντρου Πίρσον
Η οργάνωση αυτής της καταστολής έγινε μέσα από τη δημιουργία ενός εκτεταμένου πλέγματος το οποίο συνδύαζε τη δράση των μυστικών υπηρεσιών με τις κοινοβουλευτικές δραστηριότητες των διάφορων επιτροπών αντικομμουνιστικού ελέγχου.
Το δίκτυο των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών διογκώνεται μεταπολεμικά, ειδικά με την ίδρυση της CIA και την επέκταση των δραστηριοτήτων της στο εσωτερικό και το εξωτερικό, ενώ και το FBI πλέον αναλαμβάνει ενεργότερο ρόλο, όχι μόνο στον εντοπισμό αλλά και στην κατασκευή υπόπτων.
Ο Χούβερ διατηρούσε συχνές επαφές με τον ΜακΚάρθι και του έδινε πληροφορίες από τους φακέλους Αμερικανών πολιτών, παρέχοντάς του όλο το υλικό που χρησιμοποιούσε στις «παραστάσεις» του ο γερουσιαστής.
Σύμφωνα με τον στενό συνεργάτη του Μακ-Κάρθι, Ρόι Κον (Roy Cohn), το 1949, λίγο προτού ο γερουσιαστής ξεκινήσει τις ακρότητές του, τον προσέγγισε ένας αξιωματικός και του παρέδωσε μια έκθεση του FBI για την «κομμουνιστική ανατρεπτική δράση» στις ΗΙΊΑ.
Σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, πέρα από την παλαιότερη Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών, γνωστή και από το κυνήγι μαγισσών που εξαπέλυσε στο Χόλιγουντ, συστάθηκαν αρκετές επιτροπές για την εκκαθάριση διάφορων τομέων του δημόσιου βίου.
Η σημαντικότερη ήταν η Επιτροπή Εσωτερικής Ασφάλειας, που ήταν η κυρίως επιφορτισμένη με τις έρευνες εναντίον των κομμουνιστών καθώς και με τον έλεγχο του Τύπου.
Η δράση της έφερε σκοτεινές μέρες στην αμερικανική δημοσιογραφία. Η λίστα υπόπτων της επιτροπής περιλάμβανε πάνω από 500 ονόματα δημοσιογράφων, από τους οποίους δεκάδες κλήθηκαν να καταθέσουν και να καταδώσουν φίλους και συναδέλφους τους ως κομμουνιστές.
Οσοι αρνούνταν αντιμετώπιζαν ποινές και το ενδεχόμενο να χάσουν τη δουλειά τους. Η ελευθερία του Τύπου περιορίστηκε σημαντικά, ωστόσο αρκετοί δημοσιογράφοι τόλμησαν να εναντιωθούν στον μακαρθισμό.
4. Οταν ο... Ρόι λογόκρινε τον Τόμος Τζέφερσον!
Η Μόνιμη Υποεπιτροπή Ερευνών της Γερουσίας αποτέλεσε το εφαλτήριο για την άνοδο και του ίδιου του Μακ-Κάρθι. Η επιτροπή αυτή ερευνούσε κυρίως υποθέσεις σχετικές με τη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού.
Ο ΜακΚάρθι, ως πρόεδρος, διόρισε τον Ρόι Κον επικεφαλής σύμβουλο και τον έστειλε να περιοδεύσει στην Ευρώπη, εξετάζοντας τους καταλόγους των βιβλιοθηκών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και των πρεσβειών των ΗΠΑ, σε αναζήτηση «ακατάλληλων» και φιλοκομμουνιστικών βιβλίων, με βάση έναν κατάλογο που είχε καταρτίσει και στη συνέχεια έδωσε στη Γερουσία και στον Τύπο.
Τελικά αποσύρθηκαν κάπου 40 τίτλοι, μεταξύ των οποίων και η «Ανθολογία έργων» του Τόμας Τζέφερσον. Επίσης ύποπτη για κομμουνιστική διείσδυση θεωρήθηκε η Φωνή της Αμερικής, το κρατικό ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο παγκόσμιας εμβέλειας των ΗΠΑ.
Πολλά μέλη του προσωπικού ανακρίθηκαν μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες με επιχειρήματα εντελώς αβάσιμα, ενώ ένας από τους τεχνικούς αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει κατά την ανάκριση.
Ομως η ακάθεκτη προέλαση του ΜακΚάρθι κατέληξε σε αναδίπλωση όταν διόρισε ως διευθυντή της υποεπιτροπής τον Τζόζεφ Μάθιους (J.B. Matthews), ο οποίος είχε φτάσει στο σημείο να κατηγορήσει τους προτεστάντες κληρικούς των ΗΠΑ ως στήριγμα του κομμουνισμού.
Η αντίδραση πολλών γερουσιαστών ανάγκασε τον ΜακΚάρθι να απομακρύνει τον Μάθιους. Ηταν ένα μήνυμα ότι είχε αρχίσει να ξεπερνά κάποια όρια -που μπορεί για τον ίδιο να μην υπήρχαν- ενοχλώντας έτσι ακόμη και τους «αρχιτέκτονες» της αντικομμουνιστικής υστερίας.
Για να επιβληθεί αποτελεσματικά η ψυχροπολεμική και αντικομμουνιστική πολιτική ήταν απαραίτητη και η κατάλληλη προσαρμογή του κρατικού μηχανισμού στις απαιτήσεις της. Ετσι σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε μια επιχείρηση «κάθαρσης» των κρατικών υπηρεσιών από κάθε δημοκρατικό στοιχείο, με την αποπομπή οποιοσδήποτε μπορεί να φαινόταν απρόθυμος να στηρίξει πλήρως την πολιτική αυτή.
Το πλαίσιο αυτής της επιχείρησης περιέγραφε η μπροσούρα «Κομμουνιστές στην κυβέρνηση: Τα γεγονότα και ένα πρόγραμμα» που εξέδωσε το Εμπορικό Επιμελητήριο των ΗΠΑ το 1947, η οποία αποτέλεσε βασική πηγή έμπνευσης και του γερουσιαστή ΜακΚάρθι.
Εκεί αναφερόταν και το Νιου Ντιλ ως κομμουνιστική συνωμοσία.
Αλλά η κορυφαία περίπτωση πολιτικής δίωξης υπήρξε αυτή του Αλγκερ Χις (Alger Hiss), διακεκριμένου μέλους της κυβέρνησης Γούζβελτ.
Στο πρόσωπο του Χις στόχος γινόταν συνολικά η προεδρία Γούσβελτ.
Στις 5 Αυγούστου 1948 ο Χις παρουσιάστηκε ενώπιον της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών, μέλος της οποίας ήταν και ο Γίτσαρντ Νίξον, μετέπειτα πρόεδρος των ΗΠΑ. Αν και ο Χις αντέκρουσε τις κατηγορίες, η επιτροπή διατήρησε επιφυλάξεις, τις οποίες μάλιστα διοχέτευσε στον Τύπο, με αποτέλεσμα να στιγματιστεί ο Χις από έντυπα και ραδιοφωνικά μέσα. Παρόλο που η υπόθεση την οποία αφορούσαν οι κατηγορίες αυτές είχε παραγραφεί, έπρεπε οπωσδήποτε να φυλακιστεί. Ετσι κατηγορήθηκε για ψευδορκία. Τελικά, το 1950 καταδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό για ψευδορκία και φυλακίστηκε για τέσσερα χρόνια. Επρόκειτο για παραδειγματική τιμωρία, μια δημόσια πολιτική τελετουργία εξαγνισμού της ψυχροπολεμικής πολιτικής.
5. Η παράσταση τελειώνει.
Στυμμένη λεμονόκουπα
Το 1949 η Σοβιετική Ενωση αποκτά κι αυτή ατομική βόμβα. Την ίδια χρονιά η Κίνα γίνεται κομμουνιστική και το 1950 ξεσπά ο πόλεμος της Κορέας. Τα γεγονότα αυτά οξύνουν την αντικομμουνιστική υστερία στο εσωτερικό των ΗΠΑ.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ανάβει η πυρά για τους Ρόζενμπεργκ,
Ζευγάρι επιστημόνων με αριστερές πεποιθήσεις που έγιναν τα θύματα μιας δημόσιας παράστασης εφάμιλλης των δικών της Ιεράς Εξέτασης. Κατηγορήθηκαν για κατασκοπεία και καταδικάστηκαν, παρά την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων και ενώ για την Εθελ δε μπορούσε να διατυπωθεί καν κατηγορία. Εκτελέστηκαν στις 19 Ιουνίου 1953 ηλεκτρική καρέκλα.
Παράλληλα στο εσωτερικό του αμερικανικού κατεστημένου διεξάγονται αντιπαραθέσεις για το πόσο επιθετική έχει να γίνει η διεθνής πολιτική των ΗΠΑ.
Ο ΜακΚάρθρι τίθεται επικεφαλής του πιο επιθετικού μπλοκ. Το 1951 δημοσιεύει ένα βιβλίο με τίτλο «Η αμερικανική υποχώρηση μπροστά στη νίκη. Η ιστορία του Μάρσαλ», όπου κατηγορεί τον πρώην στρατηγό για προδοσία θεωρώντας τον υπεύθυνο για την απώλεια της Κίνας.
Στη συνέχεια επιτίθεται στον Τρούμαν για την αποπομπή του ΜακΑρθουρ, υποστηρίζοντας τον στρατηγό που πρότεινε τη χρήση πυρηνικών όπλων κατά της Κίνας.
Ο ΜακΚάρθι δεν αμβλύνει την .πολεμική του ούτε μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Αϊζενχάουερ,, στον οποίο καταλογίζει ολιγωρία απέναντι στις προσπάθειες των κομμουνιστών να διαβρώσουν την CIA.
Τον Ιούλιο του 1953 κατηγορεί έναν υπάλληλό της επιδιώκοντας να ξεκινήσει έλεγχο και ανακρίσεις και στην CIA, έχοντας και τη στήριξη της εφημερίδας "Chicago Tribune".
Η προσπάθειά του σκοντάφτει στον διευθυντή Αλεν Ντάλες (Allen Dulles), ο οποίος, με τη σύμφωνη και του Αϊζενχάουερ, αρνείται κάθε κοινοβουλευτικό έλεγχο στην υπηρεσία,
Την άνοιξη του 1954 ο ΜακΚάρθι ξεκινά έρευνα για τον εντοπισμό υποτιθέμενων ανατρεπτικών στοιχείων στον στρατό των ΗΠΑ.
Προκαλεί την αντίδραση τόσο των Δημοκρατικών όσο και των Ρεπουμπλικάνων. Είναι φανερό ότι πλέον έχει αποχαλινωθεί εντελώς.
Ο γερουσιαστής Ρ. Φλάντερς (R. Flanders) καταθέτει πρόταση μομφής κατά του ΜακΚάρθι προκειμένου να τον απομακρύνει από τη θέση του προέδρου της υποεπιτροπής.
Στις 2 Δεκεμβρίου 1954 η Γερουσία, με μεγάλη πλειοψηφία, καταδικάζει τον ΜακΚάρθι για περιφρόνηση των κανόνων της υποεπιτροπής καθώς και για ανάρμοστη συμπεριφορά.
Ο ΜακΚάρθι, αμφισβητώντας τη νομιμοφροσύνη στρατιωτικών στελεχών, προκαλούσε ανεπιθύμητους κλυδωνισμούς στο ίδιο το ψυχροπολεμικό κατεστημένο που τον είχε στρατολογήσει και αναδείξει.
Επιπλέον, επιτιθέμενος όχι μόνο στην Αριστερά αλλά ακόμη και κατά των φιλελεύθερων με τέτοια σφοδρότητα, «έθετε σε κίνδυνο την ευρεία συμμαχία φιλελεύθερων - συντηρητικών» που ήταν αναγκαία για τη σταθερότητα του ψυχροπολεμικού πολιτικού οικοδομήματος.
Από ένα σημείο και έπειτα δεν ήταν πλέον χρήσιμος αλλά ενοχλητικός. Σύμφωνα με τον Νίξον και τον γερουσιαστή Ρ. Ταφτ, ήταν ένας «επιδέξιος αλλά απερίσκεπτος performer». Δεν υπήρξε ποτέ ο ιθύνων νους της αντικομμουνιστικής πολιτικής που προώθησε, αλλά ήταν ιδανικός για να προβληθεί ως η δημόσια εικόνα αυτής της πολιτικής, ειδικά σε μια εποχή που αυξανόταν ο ρόλος των ραδιοτηλεοπτικών μέσων, κυρίως δετής τηλεόρασης.
Ωστόσο, η απόσυρση του ΜακΚάρθι δεν σήμαινε και το τέλος της πολιτικής του μακαρθισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κένεντι κέρδισε τις εκλογές του 1960 χρησιμοποιώντας ακραία αντικομμουνιστική ατζέντα.
Το πέπλο του φόβου στην αμερικανική κοινωνία θα αρχίσει να υποχωρεί μόνο κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960, με τα κινήματα αμφισβήτησης που θα αναδυθούν ως συνέπεια του πολέμου στο Βιετνάμ.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου