Το μακελειό που επιφύλαξαν οι επαναστατημένοι στους πολιορκημένους στην πρωτεύουσα του Μοριά υπήρξε ένα αποτρόπαιο γεγονός, το οποίο η επίσημη εθνική ιστοριογραφία αποσιώπησε
Του Θανάση Τριαρίδη, Συγγραφέα - "Αιρετικά"
Οι θρησκείες χρησιμοποιούν τους ανθρώπινους μύθους και τους μετατρέπουν σε φριχτές «μεγάλες αλήθειες» που σκλαβώνουν και αιματοκυλίζουν τους ανθρώπους.
Ψάχνοντας μια αντιπρόταση στις θρησκείες, μοιραία κανείς αναλογίζεται την ελευθερία - εξάλλου με ετούτη τη λέξη ορίζουμε τον αντίποδα της σκλαβιάς. Μα η ελευθερία (η δυνατότητα να υπάρχουμε δίχως αφέντες που προστατεύουν και ορίζουν τη ζωή μας) όσο προσπαθείς να τη ζυγώσεις μοιάζει με μαγική εικόνα - ή με τον ίσκιο της μυθικής Ευρυδίκης: για αιώνες η φιλοσοφία πασχίζει να την περιγράφει, να την καταστήσει κάτι χειροπιαστό, κάτι περισσότερο από όνειρο, αυταπάτη, θαμπό αντικατοπτρισμό που ωστόσο δίνει νόημα στη ματαιότητά μας.
Πιθανώς γι’ αυτό να γοητεύει τόσο πολύ τους ανθρώπους - για τον ίδιο λόγο που τους τρομάζει: γιατί η ελευθερία είναι μια παρτίδα που πρέπει να ρισκάρουν αφήνοντας κατά μέρος βεβαιότητες, γιατί είναι κομμάτι της τραγωδίας τους - δηλαδή είναι κομμάτι της ζωής που έχουν να ζήσουν.
Κι όμως, εδώ και διακόσια χρόνια μια από τις χειρότερες στρεβλώσεις της ανθρώπινης ιστορίας, ο εθνικισμός, καπηλεύτηκε ετούτη τη μεταιχμιακή και διαρκώς αναζητούμενη ανθρώπινη ελευθερία και την έκανε πρόσχημα και σύνθημα σφαγών, μακελειού, μίσους και θανάτου.
Συμβαίνει με όλες τις ωραίες λέξεις (και με όλους τους ωραίους μύθους): γίνονται εύκολα αφιόνι που μετατρέπει τους ανθρώπους σε δολοφόνους.
Παρόμοια και η ελευθερία: ως λέξη διαστρεβλώθηκε, ως ιδέα βιάστηκε, έγινε πρόφαση για γενοκτονίες και ολοκαυτώματα, για ομαδικούς τάφους σφαγμένων, για μνημεία που δοξάζουν εγκλήματα και φονιάδες, για γιορτές και παρελάσεις μίσους.
Κι αν οι θρησκείες αιματοκυλίζουν τους ανθρώπους για να τους κρατήσουν υποχείριά τους τα τελευταία χίλια εφτακόσια χρόνια, οι φονικοί εθνικισμοί ήρθαν στο ξεκίνημα του 19ου αιώνα για να συμπληρώσουν το παμπάλαιο έργο των θρησκειών: να ρημάξουν το σώμα και να σκλαβώσουν τον νου. Κι εκεί που οι θρησκείες βάζουν τη «Σωτηρία», οι εθνικισμοί βάζουν, δυστυχώς, την «Ελευθερία», έτσι, με κεφαλαίο Εψιλον...
Δεν υπάρχει χώρα που να μην έχει διαπράξει εθνικιστικά εγκλήματα, που να μην έχει στα θεμέλια της εθνικής βιτρίνας της (στο σκοτεινό υπόγειό της, έγραψα άλλοτε) πτώματα αθώων.
Φυσικά όλοι μιλούμε για τα εγκλήματα των άλλων - για τα δικά μας βυθιζόμαστε στη βολική σιωπή. Ισως γι’ αυτό στέκομαι και ξαναστέκομαι (μονότονα επαναληπτικά) σε μια ιστορία που όλοι όσοι ζούμε στην Ελλάδα την ξέρουμε μα δεν μιλάμε γι’ αυτήν: είναι μια ιστορία φρίκης την οποία για δύο αιώνες ένας ολόκληρος λαός πασχίζει (αλίμονο, εντελώς συνειδητά) να τη μετατρέψει σε «σελίδα δόξας» - ή έστω σε εφαρμογή κανόνων ιστορικής νομοτέλειας.
Τα γεγονότα είναι γνωστά: στις 22 Σεπτεμβρίου του 1821 οι δυνάμεις των επαναστατημένων Ελλήνων υπό την αρχηγία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη καταλαμβάνουν την Τριπολιτσά, όπου έχουν συγκεντρωθεί περίπου 40.000 Τούρκοι και Εβραίοι της ηπειρωτικής Πελοπον-νήσου και μαζί τους 1.500 ένοπλοι Αρβανίτες (ετούτοι οι τελευταίοι αποτελούν και την ουσιαστική άμυνα της πόλης).
Η σφαγή που ακολουθεί είναι από τις μεγαλύτερες (πιθανώς η μεγαλύτερη) που γνώρισε ποτέ η Πελοπόννησος: επί τρεις ημέρες οι Ελληνες σφαγιάζουν τους άμαχους Τούρκους και Εβραίους, τις γυναίκες, τα παιδιά και τα βρέφη (αφού προηγουμένως βίασαν, βασάνισαν, εκπαραθύρωσαν, έκαψαν, έλιωσαν κεφάλια μωρών σε τοίχους - δηλαδή έκαναν τα «ιερό χρέος» τους σύμφωνα με τα ελληνικά σχολικά βιβλία).
Ο εκ των θεμελιωτών του φιλελληνικού κλίματος στη δυτική Ευρώπη περιηγητής και ιστορικός Φρανσουά Πουκεβίλ δεν διστάζει να γράψει ότι «μονάχα αν βάλει κανείς στον νου τους τις χειρότερες βιβλικές καταστροφές, όπου σφάζανε ακόμη και τα κατοικίδια ζώα, θα έχει μια πιο πιστή εικόνα της σφαγής της Τριπολιτσάς».
Ο Ελληνας ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων είναι ακόμη γλαφυρότερος γράφοντας για τη σφαγή: «Γυναίκες ων η λευκότης διεφιλονείκει και προς αυτήν την χιόνα, νεανίδες, ων ουδ’ ο θάνατος κατεμάρανε την χιόνα, βρέφη, τα μεν χειραπτάζοντα τους μαστούς και βαλάζοντα, τα δε το στόμα έχοντα επί μαστού αιμοφύρτου, νέοι, γέροντες, άντρες, ανάμικτοι κατέκειντο θέαμα βαρυπενθές... Ιδίως δε η εκ της πύλης των Καλαβρύτων μέχρι του σατραπείου λεωφόρος από λιθοστρώτου μετεσχηματίσθη, ιν’ είπωμεν, εις πτωματόστρωτον, και ουθ’ ο πεζός, ουθ’ ο ίππος επάτει επί της γης, αλλά επί πτωμάτων».
Αλλά και ο ίδιος ηθικός αυτουργός της σφαγής Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (αφού φρόντισε να διαφύγουν σώοι οι 1.500 οπλισμένοι Αρβανίτες, με τους οποίους είχε κάνει συμφωνία - γεγονός που αποδεικνύει πως είχε τον απόλυτο έλεγχο του ασκεριού του, άρα το επιχείρημα περί του «ανήμπορου Κολοκοτρώνη να ελέγξει τη δίκαιη εκδικητική ορμή των στρατιωτών του» πέφτει στο κενό) μιλάει στα «Απομνημονεύματά» του (τα οποία υπαγόρευσε το 1839 στον Γεώργιο Τερτσέτη) με πρωτοφανή ειλικρίνεια (και εντυπωσιακή λακωνικότητα):
«Το ασκέρι όπου ήτον μέσα το ελληνικό έκοβε και εσκότωνε από Παρασκευή έως Κυριάκη, γυναίκες, παιδιά και άντρες, 32.000, μια ώρα ολόγυρα της Τριπολιτσάς...» (βλ. «Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής - Απομνημονεύματα Κολοκοτρωναίων», Εκδόσεις Νόστου, τόμος 1, σελ. 112).
Υστερα από τρεις ημέρες σφαγής δεν υπήρχαν άλλοι ζωντανοί άμαχοι για να δολοφονηθούν: «Η φρενίτις εκείνη της φυλετικής εκδικήσεως δεν εγνώρισεν όρια. Εφτασε μέχρι των τάφων. Το τουρκικόν κοιμητήριον ανεσκάφη, και οστά και νεκροί ταφέντες προ ολίγου καιρού ερρίφθησαν εις τους δρόμους» (Διονυσίου Κόκκινου, «Η Ελληνική Επανάστασις», Μέλισσα, 1957, τόμος Γ', σελ. 318).
Πολύ σύντομα τα έκθετα πτώματα των 32.000 σφαγμένων μαζί με τα ξεθαμμένα κουφάρια προκάλεσαν θανατηφόρα επιδημία που απλώθηκε σε ολόκληρη την Πελοπόννησο (Κόκκινος, ό.π. σελ. 334).
Για να αισθητοποιήσουμε τον αριθμό των σφαγμένων, θυμίζω: τα σκοτωμένα παιδιά του σχολείου στο Μπεσλάν ήταν 350, οι νεκροί της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 περίπου 4.000, οι νεκροί της Σάμπρα και της Σατίλα 2.000, οι νεκροί της Σρεμπρένιτσα περίπου 8.000.
Η σφαγή της Τριπολιτσάς ήταν εξαρχής αδιαμφισβήτητο γεγονός (για να το αρνηθεί κάποιος θα έπρεπε να βγάλει τρελούς όλους τους Ελληνες και ξένους ιστορικούς, αλλά και τον ίδιο τον Κολοκοτρώνη, μαζί του και τον Τερτσέτη): μοιραία ολάκερη η επίσημη «ελληνική ιστοριογραφία» (δηλαδή η «ελληνική» εκδοχή της αλήθειας) επιχείρησε να βρει ηθική υπόσταση στη σφαγή (!), αποδίδοντάς τη στη «δίκαιη αγανάκτηση των Ελλήνων για τα 400 χρόνια της σκλαβιάς», υποσημειώνοντας πως «όλα δείχνουν ότι οι νεκροί δεν ήταν 32.000 αλλά μέχρι 12.000», θαρρείς και 12.000 νεκροί είναι ένα «νόμιμο» νούμερο σφαγμένων αμάχων (ο θλιβερός αυτός ισχυρισμός έχει την ακόμη θλιβερότερη συνέχεια ότι ο γέρος του Μόριά είχε ξεμωραθεί ελαφρώς όταν υπαγόρευε στον Τερτσέτη).
Γενικό συμπέρασμα όλων αυτών: ναι μεν η σφαγή έγινε, αλλά ούτε ο Κολοκοτρώνης έφταιγε, διότι
ήταν «ανήμπορος να ελέγξει το δίκαιο μένος του στρατού του, μόλο που το προσπάθησε», ούτε το ασκέρι των σφαγιαστών έφταιγε, διότι «είχε στην πλάτη του τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς». Ποιος έφταιγε λοιπόν; Αλίμονο, κατά την κυρίαρχη εκδοχή του εθνοφασισμού έφταιγαν οι ίδιοι οι σφαγμένοι, οι άμαχοι, οι γυναίκες και τα βρέφη, διότι ήσαν «μιαρά σκυλιά».
Φυσικά όλα αυτά είναι χοντροειδέστατα ψέματα τα οποία (κι αυτό είναι το χειρότερο) πέρασαν στο θυμικό της συντριπτικής πλειονότητας ενός ολόκληρου λαού, στην εκπαίδευση και τη λογοτεχνία, την καθημερινή ρητορική μας. Ενα από τα χαρακτηριστικά του εθνοφασισμού είναι η λατρεία του απόλυτου παραλόγου: όλοι ξέρουμε πως η σφαγή των 32.000 αμάχων Τούρκων και Εβραίων έγινε με συνειδητή απόφαση του Κολοκοτρώνη - πολλοί φιλέλληνες (ενδεικτικά αναφέρω τον Σάμιουελ Χάου) πιστοποιούν αυτό που οι ελληνικές ιστορίες συνήθως αποκρύπτουν, την υφαρπαγή και το διαγούμισμα των περιουσιών των Τούρκων από μέρους όλων των Ελλήνων αρχηγών, του Κολοκοτρώνη, του Πετρόμπεη, του Γιατράκου ή ακόμη και της Μπουμπουλίνας (η οποία, κατά μία εκδοχή, μπήκε μέσα στην πολιορκημένη πόλη για να μαζέψει τα κοσμήματα από τις πλούσιες Τουρκάλες τάζοντάς τους απατηλές υποσχέσεις σωτηρίας).
Ωστόσο η υφαρπαγή και το διαγούμισμα των τουρκικών περιουσιών ήταν εφικτά (πιθανώς και αποδοτικότερα) και χωρίς τη σφαγή των 32.000 - έτσι το ερώτημα γιατί αποφασίστηκε μια σφαγή (η οποία μάλιστα κινδύνευε να αμαυρώσει οριστικά την εικόνα των Ελλήνων στο εξωτερικό) παραμένει ανοιχτό.
Δυστυχώς η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι προφανής - και εξαιρετικά πικρή: ο Κολοκοτρώνης πίστευε (και όχι μόνο αυτός) πως για να αναγνωριστεί η Ελληνική Επανάσταση έπρεπε να δημιουργηθεί άμεσα μια «εθνικώς καθαρή ελληνική επικράτεια».
Αυτή η «επικράτεια» δεν μπορούσε να ήταν άλλη από την Πελοπόννησο: από την άνοιξη του 1821 οι ένοπλες ομάδες των εξεγερμένων Ελλήνων αρχίζουν κλιμακούμενες σφαγές άμαχων Τούρκων (ενδεικτικά αναφέρω: Πάτρα, Καλαμάτα, Ναυαρίνο, Μονεμβασία, Ακροκόρινθο).
Μοιραία, ιδίως μετά τις νίκες των Ελλήνων στο Βαλτέτσι (12-13 Μαΐου 1821) και στα Βέρβαινα (18 Μαΐου 1821), ο έντρομος τουρκικός και εβραϊκός πληθυσμός της Πελοποννήσου είχε καταφύγει στην Τριπολιτσά κατά πρώτον και στα λιμάνια του Ναυπλίου και της Μεθώνης κατά δεύτερον. Ως εκ τούτου, μια καθολική σφαγή στην Τριπολιτσά (την οποία επί της ουσίας δεν μπορούσαν να διανοηθούν οι γερλίσιοι Τούρκοι, δηλαδή οι Τούρκοι που για αιώνες ζούσαν στην Πελοπόννησο - yerli = ντόπιος) θα προκαλούσε την άμεση φυγή όσων είχαν συγκεντρωθεί σε Ναύπλιο και Μεθώνη - άρα η Πελοπόννησος θα γινόταν «ελληνική επικράτεια» μέσα σε λίγες μέρες.
Τα υπόλοιπα ήταν ευκολότερα: το ασκέρι των Ελλήνων μπήκε ασύδοτο στην Τριπολιτσά για να κάψει και να σκοτώσει - και σταμάτησε μονάχα όταν έσφαξε όλους τους ανθρώπους και όλα τα ζώα, στρώνοντας το κατά Φιλήμονα «πτωματόστρωτο».
Ο Κολοκοτρώνης παρουσιάζει τον εαυτό του στα «Απομνημονεύματά» του να μην κάνει επί τρεις μέρες την παραμικρή προσπάθεια να σταματήσει τη σφαγή (ούτε καν μια υποκριτική έστω επίκληση πριν ή κατά τη διάρκεια της σφαγής) - κι όταν τελειώνει το μακελειό, μονάχα τότε μπαίνει στην Τριπολιτσά (περνώντας καβαλάρης πάνω από το «πτωματόστρωτο») για να σταθεί νικητής στον πλάτανο της πλατείας.
Μα πώς ονομάζεται αυτό; «Αλωση», «πτώση», «απελευθέρωση», όπως μας έμαθαν στα σχολεία μας; Οχι· ονομάζεται σφαγή και εθνοκάθαρση.
Ανοίγουμε τα λεξικά: «εθνοκάθαρση, η: η βίαιη μετακίνηση των μελών μιας εθνότητας από μια περιοχή ή/ και ο μαζικός αφανισμός τους, η εξόντωσή τους».
Ας μην παίζουμε με τις λέξεις: αυτό που έγινε στην Τριπολιτσά εκείνο τον Σεπτέμβριο του 1821 είναι ο απόλυτος ορισμός της εθνοκάθαρσης.
Διόλου μη αναμενόμενο: η προσχώρηση των ανθρώπων στον εθνικισμό δεν είναι τίποτε άλλο από μια ιστορία διαρκών εθνοκαθάρσεων - που με τη σειρά τους γεννούν εθνοκαθάρσεις.
Δεν είναι τυχαίο πως μετά την Τριπολιτσά η εθνοκάθαρση έγινε η κυρίαρχη βαλκανική πρακτική (τι πήγε να εφαρμόσει ο Ιμπραήμ της Αιγύπτου και πάλι στην Πελοπόννησο μόλις τέσσερα χρόνια αργότερα, τούτη τη φορά επί των Ελλήνων;).
Αρκεί κανείς να διαλέξει μια τυχαία περίοδο, ας πούμε τα χρόνια 1912-22, και να αναλογιστεί τι έγινε στα Βαλκάνια και στη Μικρά Ασία (πώς «εκκαθάρισαν» -διάβαζε: σφάγιασαν- οι Τούρκοι διαδοχικά Αρμενίους, Ποντίους και Μικρασιάτες Ρωμιούς ή πώς επιχείρησαν να «εκκαθαρίσουν» οι Ελληνες τους Μικρασιάτες Τούρκους την τριετία 1919-22) για να διαπιστώσει το πλέγμα της φρίκης: κάθε φενακισμένη «εθνική γιορτή», κάθε τρομερή «παρέλαση», κάθε απαίσια «επέτειος νίκης» του ενός «έθνους» σημαίνει την καταστροφή, την εθνοκάθαρση, τον χαλασμό ενός λαού - μια αλλόκοτη τραγωδία αιώνων που κρατάει γερά μέχρι σήμερα.
Ο χαρακτηρισμός των σφαγμένων αμάχων της Τριπολιτσάς ως «μιαρών σκύλων» γίνεται σε ένα πολύστροφο ποίημα πρωτοφανούς εθνικιστικού μίσους που γράφτηκε το 1823, περίπου το ένα τέταρτο του οποίου αφιερώνεται για να περιγράφει την πτώση της «άθλιας Τριπολιτσάς» μηδενίζοντας τα θύματα και δοξάζοντας τους σφαγιαστές.
Το ποίημα αυτό ονομάζεται, αλίμονο, «Υμνος εις την Ελευθερίαν» και δημιουργός του είναι ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της ελληνικής γλώσσας. Για χρόνια το διαβάζουμε και καμωνόμαστε πως δεν καλοκαταλάβαμε τι λέει. Μιλάει για μια απαίσια και στρεβλωμένη «Ελευθερία» που σφάζει αμάχους.
Ο «Υμνος εις την Ελευθερίαν» του Διονυσίου κόμη Σολωμού λέγεται πως γράφτηκε μέσα σε έναν μήνα (τον Μάιο του 1823) ύστερα από παρότρυνση του Σπυρίδωνα Τρικούπη και δημοσιεύτηκε το 1824.
Οι δυο πρώτες στροφές αυτού του ύμνου έγιναν ο «εθνικός ύμνος» του ελληνικού κράτους - τις ξέρουμε όλοι. Σαφώς λιγότεροι έχουμε διαβάσει τις υπόλοιπες 156 στροφές, στις οποίες περιγράφονται διάφορα περιστατικά της Ελληνικής Επανάστασης - και στις οποίες κατά καιρούς επαναλαμβάνεται η εμβληματική δεύτερη στροφή «απ' τα κόκαλα βγαλμένη...» - σε καθαρά ποιητικό επίπεδο μια από τις πιο μεγάλες μεταφορές που έγιναν ποτέ.
Για 195 χρόνια διαβάζουμε το ποίημα: στις 39 κεντρικές στροφές του (35-73) περιγράφεται η σφαγή της «αθλίας Τριπολιτσάς». Μα τι διαβάζουμε λοιπόν; Η «Ελευθερία» που είναι «βγαλμένη από τα κόκαλα των Ελλήνων τα ιερά» τώρα απαιτεί τη σφαγή των «μιαρών σκυλιών», των άμαχων γυναικών, παιδιών και αντρών της Τριπολιτσάς. Αλλιώς, διαβάζουμε ένα κείμενο στο οποίο δοξολογείται η σφαγή αμάχων, όπου το αίμα είναι φύρα και η ανθρώπινη ζωή απαξιώνεται. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να είναι ύμνος στην ελευθερία - κάτι τέτοιο είναι ένας ύμνος στους δολοφόνους.
Παρένθεση (σχεδόν επιβεβλημένη): έχω γράψει πολλές φορές πως ο Σολωμός είναι από τους πιο μεγάλους ποιητές της Ευρώπης - πιθανώς ο πιο μεγάλος του ρομαντισμού. Επίσης γνωρίζω (σωστότερα: υποψιάζομαι) τι οφείλει στον Σολωμό η γλώσσα την οποία μιλώ και στην οποία γράφω - ίσως γι’ αυτό είναι ακόμη πιο αντιφατικό να διαβάζεις από την πένα του ένα ποίημα με το οποίο δοξολογούνται σφαγείς αμάχων.
Τέλος, γνωρίζω πως τις δύο πρώτες στροφές του σολωμικού ύμνου τις τραγούδησαν πραγματικοί ήρωες μπροστά στα αποσπάσματα των φασιστών (αυτό που τραγούδησαν οι διακόσιοι της Καισαριανής εκείνη την Πρωτομαγιά του 1944 ή αυτό που τραγούδησαν οι εξεγερμένοι του Πολυτεχνείου το βράδυ της Παρασκευής προς Σάββατο 17 Νοεμβρίου 1973 ήταν αναμφίβολα κάτι πέρα από εθνοφασιστικός ύμνος).
Ωστόσο, η άρνηση του εθνικισμού ως μηχανισμού απανθρωπιάς προϋποθέτει αποδόμηση στερεοτύπων που συγκροτούν το εγώ ή το εμείς μας: δεν μπορώ να αρνηθώ ότι ο «Υμνος» του Σολωμού είναι ένα κομμάτι από τη ζωή μας - μα, δυστυχώς, είναι και το έμβλημα του εθνοφασισμού μας.
Απόσπασμα κειμένου που περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Σημειώσεις για το τρεμάμενο σώμα» που εκδόθηκε τον Μάιο του 2006 στη σειρά «Αντιρρήσεις» των Εκδόσεων Τυπωθήτω
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Του Θανάση Τριαρίδη, Συγγραφέα - "Αιρετικά"
Οι θρησκείες χρησιμοποιούν τους ανθρώπινους μύθους και τους μετατρέπουν σε φριχτές «μεγάλες αλήθειες» που σκλαβώνουν και αιματοκυλίζουν τους ανθρώπους.
Ψάχνοντας μια αντιπρόταση στις θρησκείες, μοιραία κανείς αναλογίζεται την ελευθερία - εξάλλου με ετούτη τη λέξη ορίζουμε τον αντίποδα της σκλαβιάς. Μα η ελευθερία (η δυνατότητα να υπάρχουμε δίχως αφέντες που προστατεύουν και ορίζουν τη ζωή μας) όσο προσπαθείς να τη ζυγώσεις μοιάζει με μαγική εικόνα - ή με τον ίσκιο της μυθικής Ευρυδίκης: για αιώνες η φιλοσοφία πασχίζει να την περιγράφει, να την καταστήσει κάτι χειροπιαστό, κάτι περισσότερο από όνειρο, αυταπάτη, θαμπό αντικατοπτρισμό που ωστόσο δίνει νόημα στη ματαιότητά μας.
Πιθανώς γι’ αυτό να γοητεύει τόσο πολύ τους ανθρώπους - για τον ίδιο λόγο που τους τρομάζει: γιατί η ελευθερία είναι μια παρτίδα που πρέπει να ρισκάρουν αφήνοντας κατά μέρος βεβαιότητες, γιατί είναι κομμάτι της τραγωδίας τους - δηλαδή είναι κομμάτι της ζωής που έχουν να ζήσουν.
Καλώς ήρθατε στην εποχή του εθνικιστικού μίσους
Κι όμως, εδώ και διακόσια χρόνια μια από τις χειρότερες στρεβλώσεις της ανθρώπινης ιστορίας, ο εθνικισμός, καπηλεύτηκε ετούτη τη μεταιχμιακή και διαρκώς αναζητούμενη ανθρώπινη ελευθερία και την έκανε πρόσχημα και σύνθημα σφαγών, μακελειού, μίσους και θανάτου.
Συμβαίνει με όλες τις ωραίες λέξεις (και με όλους τους ωραίους μύθους): γίνονται εύκολα αφιόνι που μετατρέπει τους ανθρώπους σε δολοφόνους.
Παρόμοια και η ελευθερία: ως λέξη διαστρεβλώθηκε, ως ιδέα βιάστηκε, έγινε πρόφαση για γενοκτονίες και ολοκαυτώματα, για ομαδικούς τάφους σφαγμένων, για μνημεία που δοξάζουν εγκλήματα και φονιάδες, για γιορτές και παρελάσεις μίσους.
Κι αν οι θρησκείες αιματοκυλίζουν τους ανθρώπους για να τους κρατήσουν υποχείριά τους τα τελευταία χίλια εφτακόσια χρόνια, οι φονικοί εθνικισμοί ήρθαν στο ξεκίνημα του 19ου αιώνα για να συμπληρώσουν το παμπάλαιο έργο των θρησκειών: να ρημάξουν το σώμα και να σκλαβώσουν τον νου. Κι εκεί που οι θρησκείες βάζουν τη «Σωτηρία», οι εθνικισμοί βάζουν, δυστυχώς, την «Ελευθερία», έτσι, με κεφαλαίο Εψιλον...
Δεν υπάρχει χώρα που να μην έχει διαπράξει εθνικιστικά εγκλήματα, που να μην έχει στα θεμέλια της εθνικής βιτρίνας της (στο σκοτεινό υπόγειό της, έγραψα άλλοτε) πτώματα αθώων.
Φυσικά όλοι μιλούμε για τα εγκλήματα των άλλων - για τα δικά μας βυθιζόμαστε στη βολική σιωπή. Ισως γι’ αυτό στέκομαι και ξαναστέκομαι (μονότονα επαναληπτικά) σε μια ιστορία που όλοι όσοι ζούμε στην Ελλάδα την ξέρουμε μα δεν μιλάμε γι’ αυτήν: είναι μια ιστορία φρίκης την οποία για δύο αιώνες ένας ολόκληρος λαός πασχίζει (αλίμονο, εντελώς συνειδητά) να τη μετατρέψει σε «σελίδα δόξας» - ή έστω σε εφαρμογή κανόνων ιστορικής νομοτέλειας.
Τα γεγονότα είναι γνωστά: στις 22 Σεπτεμβρίου του 1821 οι δυνάμεις των επαναστατημένων Ελλήνων υπό την αρχηγία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη καταλαμβάνουν την Τριπολιτσά, όπου έχουν συγκεντρωθεί περίπου 40.000 Τούρκοι και Εβραίοι της ηπειρωτικής Πελοπον-νήσου και μαζί τους 1.500 ένοπλοι Αρβανίτες (ετούτοι οι τελευταίοι αποτελούν και την ουσιαστική άμυνα της πόλης).
Η σφαγή που ακολουθεί είναι από τις μεγαλύτερες (πιθανώς η μεγαλύτερη) που γνώρισε ποτέ η Πελοπόννησος: επί τρεις ημέρες οι Ελληνες σφαγιάζουν τους άμαχους Τούρκους και Εβραίους, τις γυναίκες, τα παιδιά και τα βρέφη (αφού προηγουμένως βίασαν, βασάνισαν, εκπαραθύρωσαν, έκαψαν, έλιωσαν κεφάλια μωρών σε τοίχους - δηλαδή έκαναν τα «ιερό χρέος» τους σύμφωνα με τα ελληνικά σχολικά βιβλία).
Ο εκ των θεμελιωτών του φιλελληνικού κλίματος στη δυτική Ευρώπη περιηγητής και ιστορικός Φρανσουά Πουκεβίλ δεν διστάζει να γράψει ότι «μονάχα αν βάλει κανείς στον νου τους τις χειρότερες βιβλικές καταστροφές, όπου σφάζανε ακόμη και τα κατοικίδια ζώα, θα έχει μια πιο πιστή εικόνα της σφαγής της Τριπολιτσάς».
Ο Ελληνας ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων είναι ακόμη γλαφυρότερος γράφοντας για τη σφαγή: «Γυναίκες ων η λευκότης διεφιλονείκει και προς αυτήν την χιόνα, νεανίδες, ων ουδ’ ο θάνατος κατεμάρανε την χιόνα, βρέφη, τα μεν χειραπτάζοντα τους μαστούς και βαλάζοντα, τα δε το στόμα έχοντα επί μαστού αιμοφύρτου, νέοι, γέροντες, άντρες, ανάμικτοι κατέκειντο θέαμα βαρυπενθές... Ιδίως δε η εκ της πύλης των Καλαβρύτων μέχρι του σατραπείου λεωφόρος από λιθοστρώτου μετεσχηματίσθη, ιν’ είπωμεν, εις πτωματόστρωτον, και ουθ’ ο πεζός, ουθ’ ο ίππος επάτει επί της γης, αλλά επί πτωμάτων».
Η ειλικρινής ομολογία του γέρου του Μόριά
Αλλά και ο ίδιος ηθικός αυτουργός της σφαγής Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (αφού φρόντισε να διαφύγουν σώοι οι 1.500 οπλισμένοι Αρβανίτες, με τους οποίους είχε κάνει συμφωνία - γεγονός που αποδεικνύει πως είχε τον απόλυτο έλεγχο του ασκεριού του, άρα το επιχείρημα περί του «ανήμπορου Κολοκοτρώνη να ελέγξει τη δίκαιη εκδικητική ορμή των στρατιωτών του» πέφτει στο κενό) μιλάει στα «Απομνημονεύματά» του (τα οποία υπαγόρευσε το 1839 στον Γεώργιο Τερτσέτη) με πρωτοφανή ειλικρίνεια (και εντυπωσιακή λακωνικότητα):
«Το ασκέρι όπου ήτον μέσα το ελληνικό έκοβε και εσκότωνε από Παρασκευή έως Κυριάκη, γυναίκες, παιδιά και άντρες, 32.000, μια ώρα ολόγυρα της Τριπολιτσάς...» (βλ. «Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής - Απομνημονεύματα Κολοκοτρωναίων», Εκδόσεις Νόστου, τόμος 1, σελ. 112).
Υστερα από τρεις ημέρες σφαγής δεν υπήρχαν άλλοι ζωντανοί άμαχοι για να δολοφονηθούν: «Η φρενίτις εκείνη της φυλετικής εκδικήσεως δεν εγνώρισεν όρια. Εφτασε μέχρι των τάφων. Το τουρκικόν κοιμητήριον ανεσκάφη, και οστά και νεκροί ταφέντες προ ολίγου καιρού ερρίφθησαν εις τους δρόμους» (Διονυσίου Κόκκινου, «Η Ελληνική Επανάστασις», Μέλισσα, 1957, τόμος Γ', σελ. 318).
Πολύ σύντομα τα έκθετα πτώματα των 32.000 σφαγμένων μαζί με τα ξεθαμμένα κουφάρια προκάλεσαν θανατηφόρα επιδημία που απλώθηκε σε ολόκληρη την Πελοπόννησο (Κόκκινος, ό.π. σελ. 334).
Για να αισθητοποιήσουμε τον αριθμό των σφαγμένων, θυμίζω: τα σκοτωμένα παιδιά του σχολείου στο Μπεσλάν ήταν 350, οι νεκροί της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 περίπου 4.000, οι νεκροί της Σάμπρα και της Σατίλα 2.000, οι νεκροί της Σρεμπρένιτσα περίπου 8.000.
Η σφαγή της Τριπολιτσάς ήταν εξαρχής αδιαμφισβήτητο γεγονός (για να το αρνηθεί κάποιος θα έπρεπε να βγάλει τρελούς όλους τους Ελληνες και ξένους ιστορικούς, αλλά και τον ίδιο τον Κολοκοτρώνη, μαζί του και τον Τερτσέτη): μοιραία ολάκερη η επίσημη «ελληνική ιστοριογραφία» (δηλαδή η «ελληνική» εκδοχή της αλήθειας) επιχείρησε να βρει ηθική υπόσταση στη σφαγή (!), αποδίδοντάς τη στη «δίκαιη αγανάκτηση των Ελλήνων για τα 400 χρόνια της σκλαβιάς», υποσημειώνοντας πως «όλα δείχνουν ότι οι νεκροί δεν ήταν 32.000 αλλά μέχρι 12.000», θαρρείς και 12.000 νεκροί είναι ένα «νόμιμο» νούμερο σφαγμένων αμάχων (ο θλιβερός αυτός ισχυρισμός έχει την ακόμη θλιβερότερη συνέχεια ότι ο γέρος του Μόριά είχε ξεμωραθεί ελαφρώς όταν υπαγόρευε στον Τερτσέτη).
Γενικό συμπέρασμα όλων αυτών: ναι μεν η σφαγή έγινε, αλλά ούτε ο Κολοκοτρώνης έφταιγε, διότι
ήταν «ανήμπορος να ελέγξει το δίκαιο μένος του στρατού του, μόλο που το προσπάθησε», ούτε το ασκέρι των σφαγιαστών έφταιγε, διότι «είχε στην πλάτη του τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς». Ποιος έφταιγε λοιπόν; Αλίμονο, κατά την κυρίαρχη εκδοχή του εθνοφασισμού έφταιγαν οι ίδιοι οι σφαγμένοι, οι άμαχοι, οι γυναίκες και τα βρέφη, διότι ήσαν «μιαρά σκυλιά».
Η καθαρότητα της «φυλής» είναι μεγάλο πράγμα
Φυσικά όλα αυτά είναι χοντροειδέστατα ψέματα τα οποία (κι αυτό είναι το χειρότερο) πέρασαν στο θυμικό της συντριπτικής πλειονότητας ενός ολόκληρου λαού, στην εκπαίδευση και τη λογοτεχνία, την καθημερινή ρητορική μας. Ενα από τα χαρακτηριστικά του εθνοφασισμού είναι η λατρεία του απόλυτου παραλόγου: όλοι ξέρουμε πως η σφαγή των 32.000 αμάχων Τούρκων και Εβραίων έγινε με συνειδητή απόφαση του Κολοκοτρώνη - πολλοί φιλέλληνες (ενδεικτικά αναφέρω τον Σάμιουελ Χάου) πιστοποιούν αυτό που οι ελληνικές ιστορίες συνήθως αποκρύπτουν, την υφαρπαγή και το διαγούμισμα των περιουσιών των Τούρκων από μέρους όλων των Ελλήνων αρχηγών, του Κολοκοτρώνη, του Πετρόμπεη, του Γιατράκου ή ακόμη και της Μπουμπουλίνας (η οποία, κατά μία εκδοχή, μπήκε μέσα στην πολιορκημένη πόλη για να μαζέψει τα κοσμήματα από τις πλούσιες Τουρκάλες τάζοντάς τους απατηλές υποσχέσεις σωτηρίας).
Ωστόσο η υφαρπαγή και το διαγούμισμα των τουρκικών περιουσιών ήταν εφικτά (πιθανώς και αποδοτικότερα) και χωρίς τη σφαγή των 32.000 - έτσι το ερώτημα γιατί αποφασίστηκε μια σφαγή (η οποία μάλιστα κινδύνευε να αμαυρώσει οριστικά την εικόνα των Ελλήνων στο εξωτερικό) παραμένει ανοιχτό.
Δυστυχώς η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι προφανής - και εξαιρετικά πικρή: ο Κολοκοτρώνης πίστευε (και όχι μόνο αυτός) πως για να αναγνωριστεί η Ελληνική Επανάσταση έπρεπε να δημιουργηθεί άμεσα μια «εθνικώς καθαρή ελληνική επικράτεια».
Αυτή η «επικράτεια» δεν μπορούσε να ήταν άλλη από την Πελοπόννησο: από την άνοιξη του 1821 οι ένοπλες ομάδες των εξεγερμένων Ελλήνων αρχίζουν κλιμακούμενες σφαγές άμαχων Τούρκων (ενδεικτικά αναφέρω: Πάτρα, Καλαμάτα, Ναυαρίνο, Μονεμβασία, Ακροκόρινθο).
Μοιραία, ιδίως μετά τις νίκες των Ελλήνων στο Βαλτέτσι (12-13 Μαΐου 1821) και στα Βέρβαινα (18 Μαΐου 1821), ο έντρομος τουρκικός και εβραϊκός πληθυσμός της Πελοποννήσου είχε καταφύγει στην Τριπολιτσά κατά πρώτον και στα λιμάνια του Ναυπλίου και της Μεθώνης κατά δεύτερον. Ως εκ τούτου, μια καθολική σφαγή στην Τριπολιτσά (την οποία επί της ουσίας δεν μπορούσαν να διανοηθούν οι γερλίσιοι Τούρκοι, δηλαδή οι Τούρκοι που για αιώνες ζούσαν στην Πελοπόννησο - yerli = ντόπιος) θα προκαλούσε την άμεση φυγή όσων είχαν συγκεντρωθεί σε Ναύπλιο και Μεθώνη - άρα η Πελοπόννησος θα γινόταν «ελληνική επικράτεια» μέσα σε λίγες μέρες.
Τα υπόλοιπα ήταν ευκολότερα: το ασκέρι των Ελλήνων μπήκε ασύδοτο στην Τριπολιτσά για να κάψει και να σκοτώσει - και σταμάτησε μονάχα όταν έσφαξε όλους τους ανθρώπους και όλα τα ζώα, στρώνοντας το κατά Φιλήμονα «πτωματόστρωτο».
Ο Κολοκοτρώνης παρουσιάζει τον εαυτό του στα «Απομνημονεύματά» του να μην κάνει επί τρεις μέρες την παραμικρή προσπάθεια να σταματήσει τη σφαγή (ούτε καν μια υποκριτική έστω επίκληση πριν ή κατά τη διάρκεια της σφαγής) - κι όταν τελειώνει το μακελειό, μονάχα τότε μπαίνει στην Τριπολιτσά (περνώντας καβαλάρης πάνω από το «πτωματόστρωτο») για να σταθεί νικητής στον πλάτανο της πλατείας.
Μα πώς ονομάζεται αυτό; «Αλωση», «πτώση», «απελευθέρωση», όπως μας έμαθαν στα σχολεία μας; Οχι· ονομάζεται σφαγή και εθνοκάθαρση.
Ανοίγουμε τα λεξικά: «εθνοκάθαρση, η: η βίαιη μετακίνηση των μελών μιας εθνότητας από μια περιοχή ή/ και ο μαζικός αφανισμός τους, η εξόντωσή τους».
Ας μην παίζουμε με τις λέξεις: αυτό που έγινε στην Τριπολιτσά εκείνο τον Σεπτέμβριο του 1821 είναι ο απόλυτος ορισμός της εθνοκάθαρσης.
Διόλου μη αναμενόμενο: η προσχώρηση των ανθρώπων στον εθνικισμό δεν είναι τίποτε άλλο από μια ιστορία διαρκών εθνοκαθάρσεων - που με τη σειρά τους γεννούν εθνοκαθάρσεις.
Δεν είναι τυχαίο πως μετά την Τριπολιτσά η εθνοκάθαρση έγινε η κυρίαρχη βαλκανική πρακτική (τι πήγε να εφαρμόσει ο Ιμπραήμ της Αιγύπτου και πάλι στην Πελοπόννησο μόλις τέσσερα χρόνια αργότερα, τούτη τη φορά επί των Ελλήνων;).
Αρκεί κανείς να διαλέξει μια τυχαία περίοδο, ας πούμε τα χρόνια 1912-22, και να αναλογιστεί τι έγινε στα Βαλκάνια και στη Μικρά Ασία (πώς «εκκαθάρισαν» -διάβαζε: σφάγιασαν- οι Τούρκοι διαδοχικά Αρμενίους, Ποντίους και Μικρασιάτες Ρωμιούς ή πώς επιχείρησαν να «εκκαθαρίσουν» οι Ελληνες τους Μικρασιάτες Τούρκους την τριετία 1919-22) για να διαπιστώσει το πλέγμα της φρίκης: κάθε φενακισμένη «εθνική γιορτή», κάθε τρομερή «παρέλαση», κάθε απαίσια «επέτειος νίκης» του ενός «έθνους» σημαίνει την καταστροφή, την εθνοκάθαρση, τον χαλασμό ενός λαού - μια αλλόκοτη τραγωδία αιώνων που κρατάει γερά μέχρι σήμερα.
Το έθνος και οι σφαγές του θέλουν τον ποιητή τους
Ο χαρακτηρισμός των σφαγμένων αμάχων της Τριπολιτσάς ως «μιαρών σκύλων» γίνεται σε ένα πολύστροφο ποίημα πρωτοφανούς εθνικιστικού μίσους που γράφτηκε το 1823, περίπου το ένα τέταρτο του οποίου αφιερώνεται για να περιγράφει την πτώση της «άθλιας Τριπολιτσάς» μηδενίζοντας τα θύματα και δοξάζοντας τους σφαγιαστές.
Το ποίημα αυτό ονομάζεται, αλίμονο, «Υμνος εις την Ελευθερίαν» και δημιουργός του είναι ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της ελληνικής γλώσσας. Για χρόνια το διαβάζουμε και καμωνόμαστε πως δεν καλοκαταλάβαμε τι λέει. Μιλάει για μια απαίσια και στρεβλωμένη «Ελευθερία» που σφάζει αμάχους.
Ο «Υμνος εις την Ελευθερίαν» του Διονυσίου κόμη Σολωμού λέγεται πως γράφτηκε μέσα σε έναν μήνα (τον Μάιο του 1823) ύστερα από παρότρυνση του Σπυρίδωνα Τρικούπη και δημοσιεύτηκε το 1824.
Οι δυο πρώτες στροφές αυτού του ύμνου έγιναν ο «εθνικός ύμνος» του ελληνικού κράτους - τις ξέρουμε όλοι. Σαφώς λιγότεροι έχουμε διαβάσει τις υπόλοιπες 156 στροφές, στις οποίες περιγράφονται διάφορα περιστατικά της Ελληνικής Επανάστασης - και στις οποίες κατά καιρούς επαναλαμβάνεται η εμβληματική δεύτερη στροφή «απ' τα κόκαλα βγαλμένη...» - σε καθαρά ποιητικό επίπεδο μια από τις πιο μεγάλες μεταφορές που έγιναν ποτέ.
Για 195 χρόνια διαβάζουμε το ποίημα: στις 39 κεντρικές στροφές του (35-73) περιγράφεται η σφαγή της «αθλίας Τριπολιτσάς». Μα τι διαβάζουμε λοιπόν; Η «Ελευθερία» που είναι «βγαλμένη από τα κόκαλα των Ελλήνων τα ιερά» τώρα απαιτεί τη σφαγή των «μιαρών σκυλιών», των άμαχων γυναικών, παιδιών και αντρών της Τριπολιτσάς. Αλλιώς, διαβάζουμε ένα κείμενο στο οποίο δοξολογείται η σφαγή αμάχων, όπου το αίμα είναι φύρα και η ανθρώπινη ζωή απαξιώνεται. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να είναι ύμνος στην ελευθερία - κάτι τέτοιο είναι ένας ύμνος στους δολοφόνους.
Παρένθεση (σχεδόν επιβεβλημένη): έχω γράψει πολλές φορές πως ο Σολωμός είναι από τους πιο μεγάλους ποιητές της Ευρώπης - πιθανώς ο πιο μεγάλος του ρομαντισμού. Επίσης γνωρίζω (σωστότερα: υποψιάζομαι) τι οφείλει στον Σολωμό η γλώσσα την οποία μιλώ και στην οποία γράφω - ίσως γι’ αυτό είναι ακόμη πιο αντιφατικό να διαβάζεις από την πένα του ένα ποίημα με το οποίο δοξολογούνται σφαγείς αμάχων.
Τέλος, γνωρίζω πως τις δύο πρώτες στροφές του σολωμικού ύμνου τις τραγούδησαν πραγματικοί ήρωες μπροστά στα αποσπάσματα των φασιστών (αυτό που τραγούδησαν οι διακόσιοι της Καισαριανής εκείνη την Πρωτομαγιά του 1944 ή αυτό που τραγούδησαν οι εξεγερμένοι του Πολυτεχνείου το βράδυ της Παρασκευής προς Σάββατο 17 Νοεμβρίου 1973 ήταν αναμφίβολα κάτι πέρα από εθνοφασιστικός ύμνος).
Ωστόσο, η άρνηση του εθνικισμού ως μηχανισμού απανθρωπιάς προϋποθέτει αποδόμηση στερεοτύπων που συγκροτούν το εγώ ή το εμείς μας: δεν μπορώ να αρνηθώ ότι ο «Υμνος» του Σολωμού είναι ένα κομμάτι από τη ζωή μας - μα, δυστυχώς, είναι και το έμβλημα του εθνοφασισμού μας.
Απόσπασμα κειμένου που περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Σημειώσεις για το τρεμάμενο σώμα» που εκδόθηκε τον Μάιο του 2006 στη σειρά «Αντιρρήσεις» των Εκδόσεων Τυπωθήτω
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Καλά τους κάνανε........
ΑπάντησηΔιαγραφή