2.3.19

«Σαν χρέος να μιλήσω γι' αυτά που έζησα»

Ενα μικρό αφιέρωμα στην λογοτέχνη και αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης, Βικτώρια Θεοδώρου, που «έφυγε» πρόσφατα από τη ζωή

Η Βικτώρια Θεοδώρου γεννήθηκε στα Χανιά της Κρήτης το 1926. O πρόωρος θάνατος του πατέρα της - όταν ήταν μόλις οχτώ χρόνων - και η φτώχεια της μητέρας της την υποχρέωσαν να μεγαλώσει σε ορφανοτροφείο στο Ηράκλειο. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, στα μαθητικά της χρόνια οργανώνεται στην ΕΠΟΝ. Mε την Απελευθέρωση έρχεται στην Αθήνα, όπου τελειώνει το Γυμνάσιο και εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή. Οι σπουδές της διακόπτονται, μιας και η Βικτώρια ακολουθεί τον δρόμο χιλιάδων αγωνιστών στις φυλακές και τις εξορίες. Μένει κρατούμενη από το 1948 έως το 1952, από τα 22 έως τα 26 της χρόνια, στη Χίο, στο Τρίκερι, στη Μακρόνησο και ξανά στο Τρίκερι - ως «ανεπίδεκτη αναμορφώσεως». Το 1952 επιστρέφει στην Αθήνα ως αδειούχος εξόριστη και καταφέρνει να ολοκληρώσει τις σπουδές της στο πανεπιστήμιο. Παντρεύτηκε με τον Χαρίδημο Σπανουδάκη και το 1956 απέκτησε τις κόρες της.
Κάθε στίχος της είναι ποίηση αληθινή και ανθρώπινη
Στα Γράμματα πρωτοπαρουσιάστηκε το 1955, με ποιήματά της που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης». «Η ποίηση ήταν για εμένα ένα καταφύγιο ενάντια στις δυσκολίες που αντιμετώπισα αλλά και κάτι σαν χρέος να μιλήσω για αυτά που έζησα... Ηταν όμως και χαρά, αφού μπόρεσα να ακουμπήσω τις αναμνήσεις μου και να τις μεταδώσω. Δεν πήγαν χαμένες», έχει αναφέρει η ίδια. Και πράγματι, με δώδεκα ποιητικές συλλογές, εφτά πεζά, σκόρπια ποιήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά, μεταφράσεις κυρίως σλαβόφωνων ποιητών, η Β. Θεοδώρου αναγνωρίζεται από την αρχή κιόλας ως μια από τις πιο γνήσιες και ανεπιτήδευτες φωνές που παρουσιάστηκαν στην πρώτη γενιά της μεταπολεμικής ποίησης.
Αν και σαφώς η ποίησή της έχει επηρεαστεί από την ήττα του επαναστατικού κινήματος στη χώρα μας, εντούτοις δεν παραιτείται. «Στ' αλήθεια ευτύχησα γιατί δεν έγινα / δούλος κι αφέντης κανενός». Και αυτό ακριβώς είναι και το σημείο που την διαφοροποιεί από πολλούς άλλους σύγχρονούς της ποιητές. Στο έργο της δεν διακρίνεται η απογοήτευση, αλλά η ελπίδα και η σιγουριά ότι στο μέλλον αυτοί οι αγώνες θα βρουν τη δικαίωσή τους. Μέσα από τα έργα της διαφαίνεται η αγάπη της για τον απλό άνθρωπο, ο θαυμασμός της για το μεγαλείο του ανθρώπου και του αγώνα του. Η σημασία τού να στέκει κανείς ορθός και όχι προσκυνημένος, όπως αναφέρει σε ποιήματά της. Η ποίησή της είναι εμπνευσμένη από τις μεγάλες στιγμές της ταξικής πάλης στη χώρα μας. Αντλεί υλικό από τα συνταρακτικά γεγονότα της ίδιας της ζωής της. Θέλει να κρατήσει τη Μνήμη ζωντανή, τόσο για τη δικιά της γενιά, όσο και γι' αυτές που θα έρθουν. Γνωρίζει ότι αυτό είναι το Χρέος της. «Δε τραγουδώ, δεν κλαίω, μόνο θυμίζω / σημάδι έχω τη φωλιά μου εδώ, δε φεύγω / μαζί με τ' άλλα τα πουλιά για να ξεχειμωνιάσω».
Το χαρακτικό στο εξώφυλλο είναι του Γιώργη Βαρλάμου
Το χαρακτικό στο εξώφυλλο είναι του Γιώργη Βαρλάμου
«Ονειρεύομαι να κάνω ποίηση κι ομορφιά καθαρή, τη ζωή, τα αισθήματα, τις ελπίδες των ασήμαντων ανθρώπων, σαν τη μάνα μου, που δεν τους προσέχει κανείς, μα που αξίζουν», έλεγε σε συνέντευξή της στην «Επιθεώρηση Τέχνης» το 1961. Και πράγματι, σε πολλά από τα ποιήματά της «πρωταγωνιστεί» η μάνα, η συναγωνίστρια, η συνεξόριστη, πολλές φορές αναφέρει τα ονόματά τους, για να μείνουν «ζωντανά»... «Κάθε στίχος σου είναι ποίηση - ποίηση αληθινή, ουσιαστική, ανθρώπινη», της έγραφε ο Γιάννης Ρίτσος το 1962. Αυτή λοιπόν είναι η ποίηση της Β. Θεοδώρου, η απλή και λιτή μορφή των ποιημάτων της αντιστοιχεί στο περιεχόμενο, που δεν είναι άλλο από την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον.
Ας έχουμε επίγνωση της ανεπάρκειάς μας.
Ας μην ταυτίζουμε το γήρας μας μ' αυτό
του Κόσμου.
Μην όλα τα μετράμε με τα μέτρα μας.
Γεγονός πως φεύγουμε αδικαίωτοι.
Ομως οι δρόμοι καθόλου δεν τελειώνουν.
Τα οράματα θα συνεχίσουν την τροχιά τους
κι οι εξεγέρσεις αλλεπάλληλες
σαν τις εκρήξεις του άστρου της ημέρας
αέναα θα ξεσπούν.
Ολα θα οικοδομούνται και χωρίς εμάς
Ολα θα βαίνουν στην αρχή τους και
στο τέλος τους.
(«Χωρίς εμάς», Μειλίγματα, 1990)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου