3.1.19

ΜΙΑ «ΒΟΛΙΚΗ» ΙΣΤΟΡΙΑ -Ποιος έγραψε το έτος 33 ή 53 ή 63 για τον «Ιησού που αναστήθηκε»;

Ασυγχρονίες, παρεμβάσεις και αντιφάσεις για τη ζωή και τη δράση του σε έργα -σχεδόν- συγχρόνων του συγγραφέων

Του Αρτέμη Ψαρομήλιγκου -Δημοσιογράφου, "Αιρετικά" Documento

Ο εκρωμαϊσμένος Εβραίος, σοφός και καιροσκόπος Φλάβιος Ιώσηπος (37-101 μ,Χ.Χ συγγραφέας της «Ιουδαϊκής αρχαιολογίας», θεωρεί χρήσιμο να περιγράφει τον τρόπο που κάποιος ιππότης, ο Δέκιος Μούνδος, κατάφερε την εποχή του Τιβέριου να αποπλανήσει μέσα στον ναό την ενάρετη Παυλίνα, και μάλιστα με την επίνευση του συζύγου της, υποδυόμενος τον θεό Ανουβι.

Το γεγονός έχει κάποια ελάχιστη ιστορική αξία απλώς και μόνο γιατί υπενθυμίζει πόσο συχνά οι αρχαίοι συνευρίσκοντο με τους θεούς τους ή τουλάχιστον υποτίθεται πως έτσι συνέβαινε. Η πραγματική ιστορική αξία της αναφοράς έγκειται στο ότι ο συγγραφέας μας δεν θεώρησε απαραίτητο να αναφέρει κάπου στο εκτενέστατο έργο του για κάποιον που «περπατούσε πάνω στα κύματα» ή «ανάσταινε νεκρούς». Και η απουσία αναφοράς είναι που καθιστά -αντιθετικά- τον Ιώσηπο
έναν από τους mo πολυσυζητημένους συγγραφείς μέχρι σήμερα για το θέμα της ιστορικής ή όχι υπόστασης του Ιησού (Jeshua).

Στο 18ο βιβλίο της «Αρχαιολογίας» του, κεφάλαιο 3.3 (Testimonium Flavianum), γράφει -ή υποτίθεται πως γράφει- τα εξής: «Τον καιρό εκείνο ζούσε ο Ιησούς, ένας σοφός άνθρωπος, αν μπορούμε να τον πούμε άνθρωπο, γιατί έκανε θαύματα. Δίδασκε τους ανθρώπους κι αυτοί με χαρά δέχονταν την αλήθεια κι έτσι μάζεψε πολλούς οπαδούς ανάμεσα στους Ιουδαίους και στους Ελληνες. Αυτός ήταν ο Χριστός. Υστερα, παρόλο που ο Πιλάτος τον καταδίκασε σε σταύρωση με βάση τις κατηγορίες των προεστών του λαού μας, του μείνανε ωστόσο πιστοί όσοι από την αρχή τον ακολουθήσανε. Γιατί παρουσιάστηκε και πάλι σ’ αυτούς την τρίτη μέρα αναστημένος, καθώς το είχανε προφητέψει οι προφήτες του Θεού μαζί με τόσα άλλα αξιοθαύμαστα πράγματα γι’ αυτόν. Απ’ αυτόν πήρανε το όνομα οι χριστιανοί που από τότε δεν έλειψε η αίρεσή τους».

Ομως σήμερα μη χριστιανοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι η αναφορά αυτή αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη (του 3ου ή 4ου αιώνα) που έκανε κάποιος φανατικός χριστιανός αντιγραφέας κειμένων, ο οποίος θεώρησε υποτιμητικό και βλάσφημο να μην αναφέρει ο Ιώσηπος κάτι για τον Ιησού.

Είναι γεγονός ότι ακόμη και αν ο Ιώσηπος κάνει αναφορά σε έναν από τους πολλούς Μεσαίες που σταδιοδρομούσαν τότε στην Παλαιστίνη (Ιούδας, Θευδάς, Μπαρ-Κοσμπά κ.ά.), η φράση «αν μπορούμε να τον πούμε άνθρωπο» τον παρουσιάζει περίπου σαν χριστιανό -ενώ γνωρίζουμε ότι ήταν ευλαβής Φαρισαίος- και αναιρεί την ακριβώς προηγούμενή της, ενώ μάλλον δείχνει ξένη προς την όλη δομή και κατεύθυνση του κειμένου. Ακόμη περισσότερο αναμφισβήτητο είναι το γεγονός ότι η προσθήκη «βολικών» εδαφίων στα κείμενα είχε πάρει, κυρίως στον Μεσαίωνα, διαστάσεις επιδημίας και έφτασε μέχρι τη συγγραφή ψευδεπίγραφων ευαγγελίων.

Το γεγονός ότι ένας Ιουδαίος συγγραφέας, ο οποίος έγραψε τα πρώτα έργα του στα αραμαϊκά και γεννήθηκε τέσσερα χρόνια μετά τη «σταύρωση», εμφανίζεται να γράφει έτσι για τον Ιησού καθιστά τον Ιώσηπο αρεστό στους σύγχρονους χριστιανούς.
Δεν συνέβαινε όμως έτσι πάντα: ο φανατικός Ωριγένης (185-254 μ.Χ.), που με τόση φροντίδα συνέλεγε οποιαδήποτε απόδειξη συνηγορούσε υπέρ των χριστιανικών θέσεων, περιφρονεί τον Ιώσηπο ως άπιστο. Αν όμως το όντως αποδεικτικό αυτό εδάφιο υπήρχε τον 2ο έως 3ο αιώνα, ο Ωριγένης θα έπρεπε να το αξιοποιήσει κατά τρόπο πανηγυρικό.

Το μόνο σίγουρο είναι πως ο Ιώσηπος κάνει αναφορά στον θάνατο του Ιακώβου, επισκόπου της Ιερουσαλήμ το 62 μ.Χ., «αδελφού του Ιησού, του λεγάμενου Χριστού».

Η πρώτη αναφορά σε εθνικό συγγραφέα

Ο Τάκιτος, γύρω στο 100 μ.Χ., είναι ο πρώτος εθνικός συγγραφέας που κάνει αναφορά στο κίνημα των χριστιανών με αφορμή τον εμπρησμό της Ρώμης από τον Νέρωνα: «Για να αντιδράσει ενάντια στη διάδοση παρουσίασε σαν υπαίτιους ανθρώπους που ήτανε μισητοί για τα κακουργήματά τους και ο λαός τούς ονόμαζε χριστιανούς και τους τιμώρησε με τις φοβερότερες ποινές. Ο αρχηγός τους, ο Χριστός, που απ’ αυτόν πήραν και τ’ όνομά τους, θανατώθηκε στον καιρό του Τιβέριου από τον έπαρχο Πόντιο Πιλάτο. Αυτή η δεισιδαιμονία, που καταπνίγηκε για μια στιγμή, φούντωσε πάλι ύστερα όχι μονάχα στην Ιουδαίο, την πρώτη εστία αυτού του κακού, μα και στην ίδια τη Ρώμη, όπου μαζεύονται από παντού και αυξαίνουν όλα τα βδελυρά και τα αισχρά πράγματα [...] Παρόλο που αυτοί ήταν κακούργοι και αξίζανε την πιο σκληρή τιμωρία, γεννήθηκε μια συμπάθεια γι’ αυτούς, σαν να πέφτανε θύματα όχι για το γενικό καλό, αλλά από τη λύσσα ενός μονάχα ανθρώπου».
 Ομως ο Ρωμαίος συγγραφέας περισσότερο θέλει να καυτηριάσει την κτηνωδία του Νέρωνα παρά να μιλήσει για τους χριστιανούς.

Ο Σουητώνιος, μετά τον Τάκιτο, κάνει αναφορά σε διωγμούς «ανθρώπων που ήταν παραδομένοι σε μια νέα και κακία δεισιδαιμονία».

Οι αντιφάσεις των ευαγγελίων

Αυτά γνωρίζουμε από εθνικούς συγγραφείς μέχρι τον Ιο αιώνα μ.Χ., δηλαδή 65 χρόνια έπειτα από ένα ανεπανάληπτο γεγονός όπως η ανάσταση ενός που πέθανε πάνω στον σταυρό. Η άλλη μεγάλη «βιογραφική» πηγή για τον Ιησού είναι βεβαίως τα ευαγγέλια, τα οποία όμως θεωρούνται από τους μη πεπεισμένους έργα μεταγενέστερα και προϊόντα μακραίωνης «διύλισης» μέχρι να αποκτήσουν τη σημερινή μορφή τους.
Ετσι, μια κριτική των ευαγγελίων που σκοπεύει να απευθυνθεί εξίσου σε χριστιανούς και μη θρησκευόμενους πρέπει αναγκαστικά να περιοριστεί στις εσωτερικές αντιφάσεις των τεσσάρων ευαγγελιστών και όχι στις εξ αποκαλύψεως επικλήσεις τους, τις οποίες άλλοι πιστεύουν και άλλοι δεν πιστεύουν.
Ο Λουκάς μνημονεύει σαν αρχιερείς της Ιερουσαλήμ τον Αννα και τον Καϊάφα, ενώ στην εβραϊκή θρησκεία δεν υπήρχε δυαρχία.

Στη γενεαλογία του Ιησού που αναφέρουν ο Ματθαίος (44 πρόσωπα, πλέον κάποια μη κατονομαζόμενα) και ο Λουκάς (77 πρόσωπα) υπάρχουν μόνο τρεις ταυτοπροσωπίες: ο Δαβίδ, ο Ιησούς και ο Ιωσήφ. Ο Ματθαίος μετά τον Δαβίδ αναφέρει τον Σολομώντα και τον Ροβοάμ. Ο Λουκάς καταγράφει σαν παππού του Χριστού τον Ελί και προγόνους τούς Ματθάν, Λευί, Μελχί.
Ο δε Ματθαίος αντίστοιχα και κατά κατιούσα σειρά τους Ιακώβ, Ματθάν, Ελεάζαρ, Ελιούδ.
Ο Μάρκος και ο Ιωάννης δεν αναφέρονται καν στη γέννηση του Ιησού. Ούτε ο (ισ)Απόστολος Παύλος, θεμελιωτής της εκκλησίας, αναφέρεται στη «φάτνη» αλλά ομολογεί ότι «ει δε και εγνώκαμεν κατά σάρκαν Χριστόν, αλλά νυν ουκέτι γιγνώσκομεν».

Χρονικές ανακολουθίες

Ο χρόνος συγγραφής των πρώτων ευαγγελίων -στην αραμαϊκή γλώσσα- παραμένει επιστημονικά αλλά και εκκλησιαστικά ανεξακρίβωτος. Βασικά δεν γνωρίζουμε καν τις χρονολογίες γέννησης και θανάτου των ίδιων των ευαγγελιστών και τον τρόπο θανάτου των περισσοτέρων από αυτούς. Από τους «12 μαθητές» η εκκλησιαστική παράδοση δεν γνωρίζει παρά ελάχιστα πράγματα για τέσσερις ή πέντε από αυτούς, ενώ οι υπόλοιποι «επικάθηνται» μετά τον 2ο αιώνα, όταν γίνεται και η απόδοση των ευαγγελίων στον ένα ή τον άλλον ευαγγελιστή εκ μέρους της πρωτοχριστανικής εκκλησίας.

Ολοι όμως συμφωνούν ότι η τοποθέτηση της συγγραφής του Κατά Μάρκον στο έτος 40 αποτελεί εντελώς αστήρικτη υπόθεση εκ μέρους της εκκλησίας. Εχει κατ’ επανάληψη επισημανθεί ότι η χρονολογική σειρά των ευαγγελίων (Κατά Μάρκον, περίπου το 70 έως 100 μ.Χ., και τα μεταγενέστερα Κατά Ματθαίον, Λουκάν και Ιωάννην) παρουσιάζεται «ευθέως ανάλογη» με την αύξηση των θαυμάτων. Οσο η χρονολογία συγγραφής αυξάνεται τόσο πληθαίνουν τα θαύματα.

Ετσι στο Κατά Μάρκον (Ε'), την κόρη του αρχισυνάγωγου την εγείρει, καθότι «το παιδίον ουκ απέθανεν, αλλά καθεύδει [...] και κρατήσας της χειρός του παιδιού λέγει αυτή-ταλιθά κούμι· ο έστι μεθερμηνευόμενος το κοράσιον, σοι λέγω έγειρε. Και ευθέως ανέστη το κοράσιον και περιεπάτει». Ομως στο Κατά Λουκάν (Ζ') ο γιος της χήρας της Ναΐν, αν και «εξεκομίζετο τεθνηκώς» [...] ανεκάθισεν ο νεκρός και ήρξατο λαλείν». Ενώ στο Κατά Ιωάννην (ΙΑ') ο Λάζαρος αν και «ήδη όζει τεταρταίος (νεκρός τεσσάρων ημερών) γαρ έστι [...] εξήλθενο τεθνηκώς δεδεμένος τους πόδας και τας χείρας».

Αυτή όμως η χρονολογική ακολουθία είναι «αντιστρόφως ανάλογη» -όπως παρατηρεί ο ηγέτης της Β' Διεθνούς Καρλ Κάουτσκι- με τη ριζοσπαστικότητα των μεσσιανικών ρήσεων, οι οποίες από τον Μάρκο μέχρι τον Ματθαίο και από τον Λουκά στον Ιωάννη διαρκώς εξομαλύνονται και λειαίνονται. Το «Μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην, αλλά μάχαιραν» (Ματθαίος Γ), στον Ιωάννη (ΙΗ') «στρογγυλεύεται» στο «Η βασιλεία η εμή, ουκ έστιν του κόσμου τούτου». Η παραίτηση αυτή των ευαγγελιστών και της διαμορφούμενης νέας θρησκείας από τα «εγκόσμια» είναι ένας από τους παράγοντες που συντείνουν ώστε η «κακιά δεισιδαιμονία» κατά Σουητώνιο τρεις αιώνες αργότερα να γίνεται αποδεκτή στα αυτοκρατορικά παλάτια.

Είναι ενδιαφέρουσα και γι’ αυτό πολυσυζητημένη η ιστορική ανακρίβεια της ευαγγελικής σφαγής των βρεφών από τον Ηρώδη τον Μεγάλο, ο οποίος έχει πεθάνει από το 4 π.Χ. Υπάρχει για την περίοδο αυτή και ένας άλλος αναχρονισμός, ενδιαφέρων κυρίως για τον τρόπο που επιχειρείται να διορθωθεί από Ελληνες θεολόγους.

«Εγένετο δε εν ταις ημέραις εκείναις εξήλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου απογράφεσθαι πάσαν την οικουμένην αύτη η απογραφή πρώτη εγένετο ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου» (Κατά Λουκάν Β).

Το σχετικό εδάφιο όμως μεταφράζεται ή μάλλον αποδίδεται ελεύθερα και ουσιαστικά παραφράζεται, ως εξής:

«2. Η απογραφή αυτή ήτο η πρώτη που έγινεν εις την Ιουδαίον, εις εποχήν που ο Κυρήνιος ήτο ηγεμών της Συρίας, και διακρίνεται από την δευτέραν απογραφήν, την οποίαν βραδύτερον ενήργησε ο αυτός Κυρήνιος».

Γιατί όμως τέτοιος μεταφραστικός οίστρος και το άγχος «υπομνηματισμού»; Μάλλον διότι σήμερα γνωρίζουμε από κείμενα της εποχής ότι ο κυβερνήτης Κυρήνιος πήγε στη Συρία δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του Ηρώδη του Μεγάλου, επί Ηρώδη Αντίπα, δηλαδή περίπου το 6 μ.Χ., έτος κατά το οποίο θα πρέπει να είχε γεννηθεί, σύμφωνα με τον ευαγγελιστή, ο Χριστός. Και όχι το έτος μηδέν. Αυτό κι αν είναι θαύμα!

Ο άνθρωπος και το κίνημά του

Ολα αυτά μοιάζουν λεπτομέρειες και γι’ αυτούς που θέλουν να πιστεύουν αλλά και γι’ αυτούς που δεν θέλουν να θρησκεύονται. Το ερώτημα αν υπήρξε ο Χριστός ως φυσικό πρόσωπο δεν απαντήθηκε τελεσίδικα επί 2.000 χρόνια. Αλλιώς ο κόσμος θα αποτελείτο είτε ολοκληρωτικά από «πιστούς» είτε από «άπιστους». Φοβάμαι ότι δεν θα απαντηθεί ούτε στο πλαίσιο αυτού του άρθρου. Μια εμμονική συζήτηση μπορεί να εκφυλιστεί σε δογματικό διάλογο για το φύλο των αγγέλων.

Ωστόσο, μπορεί να δοθεί μια απρόσβλητη απάντηση: Υπάρχει ο χριστιανισμός (και φυσικά ο ισλαμισμός, ο βουδισμός κ.λπ.) και αυτό είναι σημαντικότερο, καθότι αποτελεί βασικό συστατικό του σημερινού πολιτισμού μας - καλού ή κακού.

Υπάρχει μια θρησκεία -ένα σύστημα αξιωματικών διατυπώσεων και δογμάτων- που άντεξε 2.000 χρόνια, επιβιώνοντας τεσσάρων πολιτικοκοινωνικών συστημάτων (δουλοκτησία, φεουδαρχία, καπιταλισμός, κομμουνισμός), διατηρώντας τον μεσσιανικό χαρακτήρα της σε ό,τι αφορά το μεταφυσικό σκέλος της (τη σωτηριολογία) και αποβάλλοντας τις ριζοσπαστικότερες κοινωνικές αναφορές της, ώστε να γίνει και «πολυσυλλεκτική» και να αποτελέσει στοιχείο θεσμικού συντηρητισμού. Ετσι «η πόρνη Ρώμη» μετεξελίσσεται «ανεπαισθήτως» σε Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Ο χριστιανισμός, εκτός από συνέχεια, αποτελεί ταυτόχρονα και την οριστική απόκλιση από τον ιουδαϊσμό, αν και αναμφισβήτητα έχει τις ρίζες του στον μεσσιανισμό, ο οποίος κυριαρχούσε τότε στη μεσογειακή λεκάνη καθώς ο πολιτισμός εκείνος είχε εξαντλήσει τα όριά του.

Ο χαρακτηρισμός από τον Σουητώνιο της νέας θρησκείας σαν «κακιάς δεισιδαιμονίας» είχε περισσότερο να κάνει με τις κοινωνικές παραδοχές του χριστιανικού κινήματος παρά με τις οντολογικές απαντήσεις που έδινε. Στα θρησκευτικά θέματα, εξάλλου, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπήρξε όχι μόνο ανεκτική, αλλά και ανοιχτή, κυρίως σε επιρροές από την Αίγυπτο και την Ανατολή.

Ο χριστιανισμός -λένε, και όχι άδικα- μεταλλάχθηκε από πληβειακό, σκλαβικό ρεύμα σε «Ηρακλέα» διεφθαρμένων στεμμάτων και μέχρι σήμερα σε στυλοβά-τη του συντηρητισμού και της οπισθοδρόμησης. Από κίνημα μαρτύρων δεν εκφυλίστηκε σε συμβούλιο ιεροεξεταστών; Ομως, έτσι δεν συμβαίνει πάντα;
Η Γαλλική Επανάσταση δεν απέληξε σε νεοδεσποτικά καθεστώτα και η Ρωσική σε γραφειοκρατικές νομενκλατούρες;

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου