28.10.18

Το ψυχολογικό προφίλ των ταγματασφαλιτών - Η περίπτωση Δάγκουλα

Follow the money. Κινούσα δύναμη υπήρξε το χρήμα το "χρυσίον" η λίρα

Του Δημήτρη Ψαρομήλιγκου - "Documento'

Προκαταρκτικά θα ομολογήσω πως έπειτα από τόσα χρόνια επαγγελματικής ενασχόλησης με ιστορικές εκδόσεις -κυρίως της επίμαχης περιόδου 1940-1950- είχα κενά και αυταπάτες σχετικά με τα κίνητρα των ανθρώπων που στελέχωσαν τις ένοπλες δωσιλογικές οργανώσεις.
Αποκαλυπτικό εν προκειμένω υπήρξε για μένα το βιβλίο του Ανδρέα Βενιανάκη «Δάγκουλας ο "δράκος” της Θεσσαλονίκης. Συμβολή στην ιστορία των Ταγμάτων επί Κατοχής (1941-1944)» (πρόλογος Στράτου Δορδανά - Βάιου Καλογρηά. Επίκεντρο, 2016).

Τα πατριωτικά κίνητρα τα είχα αποκλείσει εξαρχής. Μήπως, άραγε, ήταν τα πολιτικά; Δηλαδή το πολιτικό χάσμα μεταξύ της Αριστεράς και των πρόθυμων συνεργατών των δυνάμεων κατοχής; Μα, σε όλη την Ελλάδα -πλην της βασιλόφρονος Πελοποννήσου- οι ταγματασφαλίτες είχαν πλειοψηφικά βενιζελική πολιτική καταγωγή, δηλαδή προέρχονταν από έναν πολιτικό χώρο ο οποίος βαρύνεται με το «Ιδιώνυμο» αλλά από την άλλη λίγο πριν από τη δικτατορία του 1936 είχε τολμήσει να υπογράψει με το ΚΚΕ το (ατελέσφορο) Σύμφωνο Σοφούλη - Σκλάβαινα στο πλαίσιο της απόκρουσης του φασισμού.

Ο αντικομμουνιστικός, αντιΕΑΜικός σεληνιασμός που επέδειξαν οι προερχόμενοι από τον βενιζελισμό ταγματασφαλίτες απλώς καταδεικνύει την πολιτική διχοτόμηση του προπολεμικού «κέντρου». Του οποίου, πράγματι, το μεγάλο μέρος στελέχωσε πολιτικά το ΕΑΜ και επάνδρωσε στρατιωτικά τον ΕΛΑΣ.
Ενώ το υπόλοιπο τμήμα του βενιζελισμού επέλεξε την ουδετερότητα ή ενίσχυσε τα Τάγματα Ασφαλείας και τις αυτόκλητες «αστυνομικές ομάδες δίωξης».
Το «κέντρο» έτσι αναδείχτηκε σε κεντρική δύναμη του δωσιλογισμού και σε επίπεδο βάσης και σε επίπεδο κορυφής (Πλαστήρας, Πάγκαλος, Γονατάς, ΓΙούλος κ.ά.).

Τότε λοιπόν, αφού τα «πολιτικά κίνητρα» δεν αποτελούν αναγκαία και ικανή συνθήκη για να ερμηνεύσουν την αντιΕΑΜική ψύχωση, ποιος άλλος παράγοντας υπεισέρχεται στη δυσεπίλυτη εξίσωση;
Το συμπέρασμα (και) από το συγκεκριμένο βιβλίο -το οποίο καταγράφει διεξοδικά και τεκμηριωμένα εκατοντάδες εγκληματικές φυσιογνωμίες του υποκόσμου της «συνεργασίας»- είναι «follow the money». Το χρήμα, το «χρυσίον», η λίρα υπήρξε η κινούσα δύναμη.

Ο συγγραφέας καταθέτει μια επίπονη πολυετή δουλειά μυρμηγκιού. Εχει ερευνήσει σε ληξιαρχεία και νεκροτομεία, έχει αναδιφήσει σε δικαστικά έγγραφα, αρχεία, εφημερίδες και έχει συλλέξει προσωπικές μαρτυρίες επιζώντων.

Ο Ανδρ. Βενιανάκης δεν εξάγει κάποιο πολιτικό συμπέρασμα, όπως άλλωστε επιβάλλεται σε μια ιστορική έρευνα. Ζωγραφίζει όμως τόσο παραστατικά και ζωντανά τα πορτρέτα της άγριας συμμορίας που συγκροτήθηκε στη Θεσσαλονίκη από τα τέλη του 1943 και έδρασε μέχρι τον Οκτώβριο του 1944 με τη σοβαροφανή επωνυμία Εθνική Ελληνική Ασφάλεια Πόλεως Θεσσαλονίκης που τα συμπεράσματα αναβλύζουν αβίαστα. Οχι τόσο για την πολιτική αποτίμηση της δράσης τους -που είναι αυτονόητα αρνητική καθώς εντασσόταν στον σχεδίασμά της Βέρμαχτ- όσο για τη συγκρότηση της προσωπικότητας ενός εκάστου και κυρίως για τη ληστρική συμπεριφορά που ανέπτυξαν με προσχηματικό άξονα τη «δίωξη κομμουνιστών, ΕΑΜιτών και πρακτόρων των Αγγλων».

Αποθηρίωση μέσα σε μια κοινωνία χωρίς νόμους

Σε μια κοινωνία στην οποία είχαν σπάσει όλες οι δομές, οι νόμοι είχαν πάψει να λειτουργούν και δεν υπήρχαν δυνάμεις εφαρμογής τους (επίσημος στρατός, Δικαιοσύνη, αστυνομία), βγήκαν στην επιφάνεια τα πιο άγρια αταβιστικά χαρακτηριστικά. Κάποιοι φιλήσυχα -υπό τον φόβο του νόμου- ανθρωπάκια μετατράπηκαν στα ανθρωπολογικά τέρατα της «ένοπλης συνεργασίας».
Αυτό είναι το πρώτο συμπέρασμά μου από το βιβλίο.

Ο Αντώνιος Δάγκουλας ήταν Μικρασιάτης πρόσφυγας, νομοταγής φορτηγατζής από το 1929, που εκτελούσε μεταφορές Γρεβενά - Θεσσαλονίκη, «ομορφάντρας καλός οικογενειάρχης» και με μικρή «φιλανθρωπική δράση» (!), αδερφός αεροπόρου, ήρωα του ελληνοϊταλικού πολέμου. Μάλιστα η ακραία αυτή προσωπικότητα ο Α. Δάγκουλας, δεν είχε δεξιά πολιτική προέλευση. Καταγράφεται, προπολεμικά, ως «δημοκρατικός, βενιζελικός/

Αναγκεμένος για ανταλλακτικά αυτοκινήτου οδηγήθηκε στους Ιταλούς, οι οποίοι τον βοήθησαν να εισβάλει σε μαγαζί άλλου αυτοκινητιστή, το οποίο λεηλάτησαν. 
Από κει και πέρα ο Δάγκουλας έβγαλε το θηρίο που έκρυβε μέσα του. Προσέγγισε αρχικά τον ΕΛΑΣ για συγχωροχάρτι αλλά συνελήφθη για τέσσερις μήνες, μέχρι που δραπέτευσε τον Οκτώβριο του ’43.

Στα τέλη της ίδιας χρονιάς τον ξαναπροσέγγισαν οι ΠΑΟτζήδες, ενώ οι Γερμανοί τον έφεραν σε επαφή στη Θεσσαλονίκη με τους Νικ. Ζωγράφο (SD, Ενωση Φ Χίτλερ), Γεώργιο Σπυρίδη (χιτλερικός, καταδικασμένου τον Μάρτιο του 1943 σε πολυετή φυλάκιση για παράβάση του νόμου περί μεσαζόντων και αισχροκέρδεια καθότι έπαιρνε τρόφιμα από την Υπηρεσία Επισιτιστικών και Οικονομικών Αναγκών Μακεδονίας λέγοντας ότι θα τα μοίραζε σε άπορα μέλη του κόμματος και τα πουλούσε σε τιμές μαύρης αγοράς), Γρ. Παζιώνη (υπαρχηγός του Σπυρίδη), Διον. Αγάθο (αξιωματικός καταδικασμένος από στρατοδικείο «επί εσχάτη προδοσία» στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, άρπαγας ισραηλιτικών περιουσιών).

Ο Ζωγράφος επέλεξε για λογαριασμό των Γερμανών «20 αλήτες» για να στελεχώσουν βοηθητικό τμήμα καταδίωξη των ΕΑΜιτών: την Εθνική Ελληνική Aσφάλεια Πόλεως Θεσσαλονίκης. Από τις αρχές Ιανουαρίου 1944 άρχισαν να ελέγχουν επιβάτες και έμπορεύματα στους σταθμούς λεωφορείων. Πλιατσικολογούσαν δέματα και πολύτιμα αντικείμενα από τα πρακτορεία αυτοκινητιστών.

Οι Δαγκουλαίοι τριγύριζαν σε μεγάλες ομάδες στους δρόμους της Θεσσαλονίκης οπλισμένοι κάνοντας προσαγωγές. Είχαν παραλάβει 50 γκρίζες στολές σαν εκείνες της γερμανικής οργάνωσης Todt με τη νεκροκεφαλή.
Εκτελούσαν εν ψυχρώ ακόμη και αθώους περαστικούς που έκαναν το λάθος να περάσουν από το ξενοδοχείο-άντρο τους. Αρχικά στο Νέα Νίκη (Εγνατίας 15) και από τον Φεβρουάριο του 44 και στα Ανατολική Μακεδονία Νέα Ηλύσια και Ακροπόλ.
Εδρα του Δάγκουλα ήταν ένα τριώροφο βρομερό χάνι στην οδό Μοναστηριού.

Μια πράξη του Τσιτσάνη

Με τα λύτρα των εκβιασμών και τη λεία των αρπαγών τους γλεντοκοπούσαν μεθυσμένοι στα μπουρδέλα και τα ταβερνάκια της οδού Αγίας Ειρήνης. Στον Αετό (Εγνατίας 17), στο Κέρκυρα όπου τραγουδούσε ο Τσιτσάνης.
Ο συνθέτης είχε δύσκολη συμβίωση με τα αποβράσματα που πυροβολούσαν στον αέρα. Αφηγείται ο νεαρός τότε Τάκης Μπίνης:

- Ετσι, για πλάκα τα καθίκια σπάσανε το μπουζούκι του Νίκου Νεραντζόπουλου. Δεν τα σήκωνε αυτά, κάναμε ντου και τους πετάξαμε αναίσθητους στο δρόμο. Ο ταβερνιάρης μας είπε «μάγκες, μάστε τα».
Ο Νίκος και ο μάγειρας έμειναν για να διεκδικήσουν τα σπασμένα. Εξαφανίστηκαν, δεν βρέθηκαν ποτέ. Σκέφτηκα τον Τσιτσάνη και πάω στο Αμπέλι. Ψύχραιμα μου λέει: Κρύψου εδώ μέχρι το πρωί και μετά πήγαινε στη Σαλαμίνα στο Λούβαρη να σε περάσει στην Καλλικράτεια. Μου έδωσε και κάτι ψιλά και είπε «Πες ότι σε στέλνω εγώ».

Δύο κόσμοι, δυο πρότυπα ηθικής στάσης

Το κυνήγι του εύκολου πλην ματοβαμμένου χρήματος αύξησε σταδιακά τον αριθμό των Δαγκουλαίων στους 140. Εκμεταλλεύτηκαν τον πόνο των συγγενών με τον πιο κτηνώδη τρόπο. Παζάρευαν λίρες για να απελευθερώσουν συλληφθέντες, πολλούς από τους οποίους είχαν ήδη εκτελέσει!

Και στην άλλη όχθη; Ο Αρης Βελουχιώτης λένε πως πέρασε ανταρτοδικείο και εκτέλεσε ένα ανταρτόπουλο στο Ξεροκάμπι του Βάλτου τα Χριστούγεννα του 1942 επειδή έσφαξε την κότα ενός χωρικού για να χορτάσει την πείνα του. Εξ όνυχος τον λέοντα...

Ο Δάγκουλας ανταγωνιζόμενος για την «επαγγελματική ύλη», ήτοι τις επικερδείς δολοφονίες αριστερών ου μην και δεξιών, ήρθε σε σύγκρουση με τον Αντώνη Βήχο, αρχηγό της Πανελληνίου Οργανώσεως Εθνικιστικών Ταγμάτων.

Ως επιφανείς Δαγκουλαίοι καταγράφονται οι Αστέριος Τσέλκος, υπασπιστής του Δάγκουλα, Φώτης Σεϊτανίδης, Γ. Σαμαράς (δολοφονούσε αναίτια διαβάτες στον δρόμο), Δημ. Παπάς ή Οικονόμου (διοικητής του τμήματος, βαρύνεται με 84 δολοφονίες, ενώ πολλά από τα θύματα τα έπνιξε με τα ίδια του τα χέρια), Ζήσιμος Γαλανός (αποφάσιζε για τις εκτελέσεις, όπως τον κάρφωσε αργότερα ο Σεϊτανίδης), Γ. Μπαρτζιλιάνος (ισοβίτης από το 1928, πήρε χάρη το 1939), Αθ. Τολέρης, Στυλ. Αϊβάζογλου, Απόστ. Τζαμουτζάκος, Θοδ. Μεγαλοοικονόμου, Ηλ. Γιάγιας, Παν. Νεσλεχανίδης, Παν. Δασκαλάκης, Χρ. Τζάντας, Νικ. Βαλλίδης (χωροφύλακας). Πολλοί απότακτοι χωροφύλακες και οι Μιχ. Κάλφας, Παν. Σγουρός (καφετζής).

Σημαντικό ρόλο στη συμμορία έπαιζαν και γυναίκες. Η Σουλτάνα Μίτσιου (σύζυγος ίλαρχου), Ελένη Μαγκριώτη (ερωμένη του Δάγκουλα όπως και η Σάσα Μπεγλέρη, οι αδερφές Μαρία Παρπούτη και Ολγα Λουκέλη κ.ά.), Φρόσω Γαβριήλ (ερωμένη του Οικονόμου και χαφιές).

Το σεξ είχε υψηλή προτεραιότητα στα κίνητρά τους. Η Νόη Παπαθανασίου εκτελέστηκε από τους Δαγκουλαίους ύστερα από κατάδοση του οδοντιάτρου της, τις επιθυμίες του οποίου είχε αποκρούσει. Ο προαναφερθείς Τζάντας σκότωσε τον αρραβωνιαστικό μιας κοπελιάς που δεν ήθελε να γίνει ερωμένη του. Ο Βαλλίδης σκότωσε τον πατέρα της 18άχρονης ερωμένης του Γεωργίας Κατσικάτσιρου, ο οποίος δεν τον ήθελε για γαμπρό, και την οποία τελικά παντρεύτηκε με τη θέλησή της.
Η Σοφ. Ιωαννίδου κατέδωσε τον τέως σύζυγό της, έγινε καταδότρια και ακολούθησε τους Γερμανούς κατά την υποχώρηση.

Ο Παύλος Παγώνης προσπάθησε να ξεφύγει από τη φτώχεια και να γευτεί απολαύσεις απρόσιτες για τη χαμοζωή που ζούσε. Εκβίαζε εμπόρους και άρπαζε χρήματα και εμπορεύματα καθώς και από τους χωρικούς ολόκληρα κάρα με στάρι.

Ο Νικ. Χρυσικάκης (πρώην ΕΠΟΝίτης) σκότωσε ακόμη κι έναν Ιταλό στρατιώτη που είχε πουλήσει ένα περίστροφο σε ΕΛΑΣίτη.
Εξιστορούσε ο ίδιος: «Σήμερα πιάνω έναν Βούλγαρο γέρο, του τραβώ δυο με το πιστόλι και τον ξάπλωσα κάτω. Και ξέρετε κάτι; Εκλανε. Είχε και τούτο το ασημένιο δαχτυλίδι και το πήρα».
 Και ο αδερφός του εξομολογήθηκε: «Ητο κακής διαγωγής, ικανός να διαπράξει το οτιδήποτε κακόν και διά τον λόγον αυτόν εγώ δεν είχα σχέσεις μαζί του».

Δωδεκαμελές εκτελεστικό απόσπασμα -400 δολοφονημένοι και σκυλευμένοι

Το δωδεκαμελές εκτελεστικό απόσπασμα συγκροτούσαν οι Δημ. Οικονόμου (επικεφαλής του τμήματος Δίωξης Βαρδαρίου), Αντ. Καρέτσας, Ηρ. Μαρκούδης, Νικ. Σιάτρας, Χρ. Χατζής, Φωτ. Σεϊτανίδης (πράκτορας της Ειδικής από το 1932 - παρέδωσε για εκτέλεση τον Κων. Τούση), Μιχ. Λίτσκας, Στυλ. Θεοχαρίδης, Θωμ. Δούνης (απότακτος χωροφύλακας), Χρ. Μπέντζας, Ιω. Τσεβρεμίδης, Π. Κωστίδης. Εκ περιτροπής πλαισιωνόταν και από άλλους.

Οι εκτελέσεις-δολοφονίες λάμβαναν χώρα στα Λαδάδικα, στα στενά πλησίον της οδού Φράγκων, στον λάκκο της οδού Γαμβέτα ή «γέφυρα των στεναγμών», όπως την έλεγαν. «Στη χαράδρα του Μάρκου Μπότσαρη τα γυμνωμένα πτώματα [...] ήταν ολότελα παραμορφωμένα, αγνώριστα ακόμη κι απ’ τους συγγενείς τους. Κανόνας ήταν τα μάτια να είναι βγαλμένα, το τριχωτό μέρος του κεφαλιού να είναι γδαρμένο. Αν στο δάκτυλο τύχαινε να υπάρχει δαχτυλίδι, δεν έκαμναν τον κόπο να το βγάλουν, το δάκτυλο κοβόταν με τον μπαλτά, χρυσά δόντια δεν έμεναν ποτέ. [...] Κανένας σκοτωμένος δεν βρέθηκε να φορεί τα παπούτσια του και τα ρούχα του».

Αργότερα «μετακόμισαν» στον Γαλλικό ποταμό. Κάθε Παρασκευή μετά τις 9 το βράδυ φορτηγά αποβίβαζαν τους μελλοθανάτους.
ΕΑΜίτες, ΕΠΟΝίτες ΚΚΕδες, αγγλόφιλους αξιωματικούς ή ακόμη και άντρες τις γυναίκες των οποίων ορέγονταν. Φώτιζαν με τους προβολείς και ανάγκαζαν τα θύματά τους να σταθούν δεμένα με
σύρματα δυο δυο.
Την επομένη των εκτελέσεων η οικογένεια Αντωνιάδη, που διέμενε κοντά, αναλάμβανε την ταφή των απογυμνωμένων πτωμάτων για να μην τα κατασπαράξουν τα σκυλιά.
Σε μια περίπτωση ένας Γερμανός αξιωματικός ενοχλημένος από τις κραυγές των μελλοθανάτων πήρε το πολυβόλο του και έβαλε κατά των Δαγκουλαίων οι οποίοι σκόρπισαν πανικόβλητοι. 

Τον Ιούλιο του ’44 ο 18άχρονος Κων. Τούσης της ΕΠΟΝ Κυβελείων (συγγενής του Τάσου Τούση που είχε σκοτωθεί από χωροφύλακες τον Μάιο του 1936 και με αφορμή αυτό ο Ρίτσος έγραψε τον «Επιτάφιο») φυγοδικούσε αλλά συνελήφθη από τον Σεϊτανίδη στο κρησφύγετο του στο σπίτι της Μαργαρίτας Τέμπα.
Οι Δαγκουλαίοι το λεηλάτησαν απ’ ό,τι χρήσιμο. Το πτώμα της Τέμπα βρέθηκε στις 11 Αυγούστου 1944.
Ο πατέρας του Τούση απευθύνθηκε στον Μακρή, ο οποίος του ζήτησε 18 χρυσές λίρες. Απελευθερώθηκε και ο πατέρας είπε να τους κάνει ένα ευχαριστήριο τραπέζι. Εκεί ο Σεϊτανίδης, που ένιωσε ριγμένος από τις λίρες στον Μακρή, ξανασυνέλαβε τον νεαρό Τούση και τον έστειλε στη Γερμανία, απ’ όπου δεν γύρισε ποτέ.

Οι καταγραμμένες δολοφονίες του αποχαλινωμένου συρφετού ξεπέρασαν συνολικά τις 400 (!). 

Μόνο στις 29 Ιουλίου 1944 σκότωσαν στον Γαλλικό 14 άτομα.

Την 1η Αυγούστου εισέβαλαν στο σπίτι του συνταξιούχου ενωμοτάρχη Αθ. Κοκοτάκη, τον συνέλαβαν και τον πήγαν στα κρατητήρια. Το πτώμα του βρέθηκε έξι μέρες αργότερα στο νεκροτομείο.

Στις 5 Αυγούστου δολοφόνησαν 26 ομήρους από τη Νιγρίτα.

Στις 25 Αυγούστου 1944 τα «πρωτοπαλίκαρα» Γ. Μακρής και Ζήσης Γαλανός συνομιλούν:

- Τι γίνεται ο αρχηγός, έχουμε κανέναν καλόν σκοπό για να πιούμε κρασί και πόσα κουστούμια (συνθηματικό για τις εκτελέσεις) έχετε για κόψιμο;

- Δέκα.

- (Γελώντας) Τόσα λίγα;

Το δολοφονικό αμόκ των τελευταίων εβδομάδων

Οσο πλησίαζε η Απελευθέρωση τόσο οι Δαγκουλαίοι εκτραχηλίζονταν. Οι φόνοι πολλαπλασιάζονταν με γεωμετρική πρόοδο. Ο φόβος της τιμωρίας από τους νικητές Συμμάχους και οι τιμωρητικές εκτελέσεις εκ μέρους της ΟΠΛΑ τούς είχαν πλήρως αποθηριώσει.

Η γερμανική SD αποχώρησε από τη Θεσσαλονίκη τις τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη. Ο Δάγκουλας προσπάθησε να χτίσει γέφυρες με ομάδες που συνεργάζονταν με αγγλικές υπηρεσίες. Οι Γερμανοί τον πήραν μυρωδιά και μια έκθεσή τους αναφέρει: «Τώρα ο Ντάγκουλας έχει την πρόθεσιν να επιτεθή εις κατάλληλον στιγμήν κατά γερμανικών μονάδων εν συνεργασία με ωρισμένας αντικομμουνιστικάς ομάδας διά να δημιουργήσει μιαν καλήν δυνατότητα επιστροφής του εις την άλλην πλευράν».

Εκριναν όμως πως η καλύτερη τιμωρία του ήταν να τον αφήσουν στο έλεος του ΕΛΑΣ που αγνάντευε ήδη τη Θεσσαλονίκη από την Ανω Πόλη. Οι μάχες σιγά σιγά έφταναν στο κέντρο της πόλης, κοντά στο αρχηγείο τους στην οδό Ειρήνης. Στις 4 Οκτωβρίου άντρες του Δάγκουλα που μετρούσαν 15 νεκρούς σε μάχη με τον ΕΛΑΣ επιτέθηκαν επί δικαίων και αδίκων δολοφονώντας ανυποψίαστους περαστικούς, μεταξύ των οποίων και τον ανιψιό του μητροπολίτη Γενναδίου, Ευστράτιο Αλεξιάδη.

Αγκαλιά «με τους κόπους μιας ζωής», μια βαλίτσα λίρες

Επιχείρησε να διαφύγει με λίγους έμπιστούς του από τη Θεσσαλονίκη για να προσχωρήσει στον ΕΔΕΣ υπό τον ταγματάρχη Σφέτο. Οι συνθηκολογήσαντες Βούλγαροι τον έκοψαν στον Στρυμόνα και ο «δράκος της Θεσσαλονίκης» γύρισε άπρακτος.
Στη μάχη του Κιλκίς τραυματίστηκε από τον ΕΛΑΣ. Στην ιδιοκτήτρια του σπιτιού που πήγε να κρυφτεί δήλωσε «ΕΛΑΣίτης». Ενα Αετόπουλο τον αναγνώρισε και συνελήφθη στο κρεβάτι αγκαλιά με μια ασήκωτη βαλίτσα γεμάτη λίρες και χρυσαφικά η οποία παραδόθηκε στον καπετάν Ομηρο.

«Χτύπησα ελαφρά με το πόδι στα πλευρά του φορείου και του είπα: “Εσύ βρε είσαι ο Δάγκουλας”. Ανοιξε τα μάτια του, με κοίταξε μ’ ένα σχεδόν άψυχο βλέμμα και τα ξανάκλεισε».

Ο ΕΛΑΣ τον μετέφερε με ασθενοφόρο στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο. «Ασπρος σαν το πανί, καθόταν δίπλα στον οδηγό και κοίταγε το πλήθος που είχε μαζευτεί μέσα σε τρία λεπτά για να λιντσάρει τον εγκληματία. Τελικώς βγήκε ένας ανθυπολοχαγός του ΕΛΑΣ και εξήγησε στον κοσμάκη ότι ο Δάγκουλας είναι τραυματίας και ότι θα τον περάσουν Λαϊκό Δικαστήριο μετά τη θεραπεία του».

Διαπιστώθηκε βαριάς μορφής λοίμωξη από το τραύμα και κλήθηκε ο γιατρός Κ. Νεδέλκος που έκανε το ανθρωπίνως δυνατόν αλλά δεν μπόρεσε να αποφύγει τον ακρωτηριασμό του ποδιού. Στις 11 Νοεμβρίου στις 23.00 «ο 36άχρονος εξέπνευσε συνεπεία ουραιμίας».

Το πτώμα του «αρχηγού των SS Θεσσαλονίκης» πατάχτηκε στο πλήθος, δέθηκε σε ένα κάρο και διαπομπεύτηκε στους δρόμους προτού καταλήξει στον σκουπιδότοπο που βρισκόταν στο σημερινό πάρκινγκ των λεωφορείων στη Λαγκαδά.

Διαβάζοντας τις τελευταίες σελίδες αισθάνθηκα -για πρώτη φορά- αγανάκτηση για μια πλευρά της δράσης του ΕΛΑΣ. Την προστασία που παρείχε μεταπελευθερωτικά στον Δάγκουλα απέναντι στον αγανακτισμένο λαό.

Παρότι ανήκω σε αυτούς που ενστερνίζονται την -καθόλου δημοφιλή εντός της Αριστεράς- άποψη πως οι συμβιβαστικές πολιτικές που εφάρμοσαν ΕΑΜ και ΚΚΕ και στον Λίβανο και στην Καζέρτα και στη Βάρκιζα (αν αποδεχτούμε πως τα Δεκεμβριανά ήταν αναπόδραστα) ήταν, δυστυχώς, κινήσεις «φορσέ» λόγω του δυσμενούς διεθνούς συσχετισμού.
Γνωρίζω επίσης πως οι δεσμεύσεις για αποφυγή της αυτοδικίας ήταν απόρροια του Λιβάνου και της Καζέρτας. Πως η εντολή του Σιάντου για τιμωρία των δωσίλογων μόνο μέσω της Δικαιοσύνης ήταν απολύτως κάθετη και πολιτικά αιτιολογημένη.

Ωστόσο για την περίπτωση Δάγκουλα έμεινα με την αμφιβολία κατά πόσο ήταν ηθικά αποδεκτό από τον βασανισμένο κόσμο της Θεσσαλονίκης.

Πολύ περισσότερο που οι περισσότεροι «κανίβαλοι» έμειναν ατιμώρητοι.

Ο Σεϊτανίδης οδηγήθηκε δέσμιος στον ανακριτή και επέστρεψε αισιόδοξος και λυτός. Είχε δώσει πολλούς συνεργούς του. Απελευθερώθηκε μετά τη Βάρκιζα.

Ο Παπάς ή Οικονόμου έδωσε υψηλά ιστάμενα πρόσωπα. Πέθανε ανενόχλητος στη Νέα Ιωνία το 1981.

Ο Τσέλκος διέφυγε στη Βιέννη, όπου στρατολογήθηκε από αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1975 και πέθανε στο Βέλγιο το 1990.

Η γυναίκα του Δάγκουλα, Καλλιόπη, προσπάθησε να εξιλεωθεί για τα κρίματα του άντρα της προσφέροντας τρόφιμα σε φυλακισμένους αντάρτες του ΔΣΕ (!), όπως γράφει ο Βενιανάκης.

Για χρόνια το όνομα Δάγκουλας αποτελούσε αποσιωπημένη ενοχή, ένα απωθημένο τραύμα για τη Θεσσαλονίκη, «σαν ομίχλη που σκεπάζει συχνά το λιμάνι της πόλης», σημειώνει ο συγγραφέας.

Το άρθρο αυτό δεν φιλοδόξησε να υποκαταστήσει την κριτική βιβλίου. Αρκείται στη σύσταση πως πρόκειται για ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου