12.10.18

Πώς γράφτηκε ο «Υμνος του ΕΛΑΣ» - Κείμενα της Ελλης Αλαξίου και της Σοφίας Μαυροειδή - Παπαδάκη

Ο ύμνος του ΕΛΑΣ, είναι αναμφίβολα το πιο γνωστό και πιο δημοφιλές τραγούδι της Αντίστασης.

Πώς γεννήθηκε όμως το τραγούδι αυτό;

Δυο γνωστές κυρίες των γραμμάτων μας, η Ελλη Αλεξίου που πήρε την εντολή για τη γραφή του και η Σοφία Μαυροειδή — Παπαδάκη που τον έγραψε, αφηγούνται τις συνθήκες κάτω από τις όποιες γεννήθηκε ο ύμνος αυτός, που συνδέεται με τις πιο ηρωικές και πιο όμορφες στιγμές της Εθνικής μας Αντίστασης.

Ελλη Αλεξίου: Ένας άγνωστος δίνει την εντολή

Το Μάρτη του 1944 ένα απόγευμα, ήρθε στο σπίτι μου, στη Καλλιθέα, ένα άγνωστος που τον έφερνε η Βούλα Δαμιανάκου. Μου είπε πως ερχόταν από το βουνό κι' έφερνε την εντολή σε μένα, που είχα την ευθύνη τριών ομάδων λογοτεχνών για το ΕΑΜ, να γραφτεί απ’ τους ποιητές τους έαμικούς ένας ύμνος για τον ΕΛΑΣ.
Μου όμως ότι ο ύμνος έπρεπε να είναι έτοιμος σε πέντε μέρες, που θα έφευγε πάλι για πίσω.
Του λέω ότι αυτό αποκλείεται, γιατί πρέπει να συνεδριάσουμε οι τρεις ομάδες και για να γίνει αυτό θα περάσουν τουλάχιστον δέκα μέρες, οπότε θα δώσω την εντολή. Αλλά τότε εάν δεχτούν να φτιάξουν τον ύμνο, θα τον έχουν έτοιμο; Δεν υπάρχει χρόνος. Πρέπει να μου δώσετε μεγαλύτερα περιθώρια.

Σε λίγο όμως σκέφτηκα και είπα: «Για στάσου, εδώ κοντά κάθεται η Μαυροειδή Παποδάκη που και καλή ποιήτρια είναι και πιο πειθαρχική στις εντολές και θα θελήσει σίγουρα να φτιάξει τον ύμνο». Του λέγω λοιπόν: « Θα ήθελες μήπως να σε πάω εδώ κοντά στη Μαυροειδή να δούμε τι θα μπορούσε να γίνει;».
Μου λέει: «Ευχαρίστως».

Τον πήρα λοιπόν και τραβήξαμε για το σπίτι της Παπαδάκη. Της είπαμε το σκοπό της επίσκεψής μας και στάθηκα παράμερα. Αντιλήφθηκα όμως ότι ο άγνωστος της έδινε εντολές πώς πρέπει νάναι ο ύμνος.
Της έλεγε: «Πρέπει να γράψεις κάτι που να έχει την μορφή εμβατηρίου, θούριου, που οι στρατοί μας να μπορούνε να τον τραγουδάνε περπατώντας με το βήμα».

Της έλεγε διάφορα τέτοια. Εγώ δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία. Υστερα ο άγνωστος σηκώθηκε κι' έφυγε. Όνομα δεν μας είπε, ούτε και κράτησα τη φυσιογνωμία του, γιατί φορούσε μια ρεπούμπλικα πολύ χαμηλά που του έκρυβε το μισό πρόσωπο. Τον δικαιολόγησα ότι δεν ήθελε να κρατήσουμε για λόγους συνωμοτικούς τη φυσιογνωμία του.

Την επόμενη μέρα είχαμε δώσει ραντεβού με τη Μαυροειδή ν' ανταμώσουμε ατό σπίτι μου και να κατεβούμε μαζί στην 'Αθήνα Ηρθε η Σοφία από το σπίτι και ξεκινήσαμε, αλλά .μέσα στο τράμ αντιλαμβανόμουνα πως βρισκότανε σ' ένα τρομερό εκνευρισμό, και όπως την ήξερα από παλιά της λέω σε μια στιγμή: «Δε μου λες, γιατί αυτός ο εκνευρισμός; που οφείλεται; Μήπως άρχισες και γράφεις τον ύμνο;». Μου λέει: «Τον έγραφα, δεν κοιμήθηκα όλη τη νύχτα». Λέω: «Καλά, τότε να μου τον πεις. Τον ξέρεις απ' έξω;» «Τον ξέρω».

Κουβεντιάζαμε ώσπου φτάσαμε ως το Σύνταγμα. Η μέρα ήτανε καταπληκτικά ωραία, ηλιόλουστη κι' ακόμη δεν είχε φύγει ο χειμώνας, και η λιακάδα έφερνε πολύ κόσμο στην ύπαιθρο, η δε πλατεία Συντάγματος ήτανε γεμάτη από Γερμανούς, Αλλοι καθόταν στο κέντρο κι' άλλοι πηγαίνανε πάνω κάτω. Εμείς πιαστήκαμε μπράτσο σφιχτά, και η Σοφία, ενώ οι Γερμανοί κυκλοφορούσαν στη λιακάδα, μου απάγγειλε στο αυτί μου τον ύμνο.

Τον άκουγα στην αρχή ήρεμα, αλλά όταν φτάσαμε πια στην οδό Σταδίου εγώ έκλαιγα. Αυτή ήτανε η πρώτη μου επαφή με τον ύμνο.

Υστερα δεν ξαναείδαμε τον άγνωστο, δεν ανοίγαμε κουβέντα, τίποτα περί του ύμνου κι' εγώ είχα βέβαια ότι θα τον πήρε και θα τον πήγε στο βουνό, ποιος ξέρει, για ποιο σκοπό.

Ήρθε η απελευθέρωση κι' ετοιμάζαμε τη μεγάλη διαδήλωση. Οι λογοτέχνες, είμαστε αποφασισμένοι, να συγκεντρωθούμε μπροστά στα Ολύμπια Μαζευόμασταν εκεί, κατενθουσιασμένοι και περιμέναμε να μας δοθεί το σύνθημα της εκκίνησης. Φτιάχναμε τις τετράδες μας, φροντίζοντας να βάλουμε στις πρώτες τετράδες τους ασπρομάλληδες, και εκεί σε μια στιγμή είδα ότι απέναντι από τα Ολύμπια, σ' ένα μπαλκόνι, ήτανε τέσσερις μουσικοί και παίζανε ένα κομμάτι συνεχώς, το ίδιο. Και ο αρχηγός τους, που τους διεύθυνε, έτσι με πολύ πάθος, επαναλάμβανε διαρκώς τους ίδιους ήχους. Και καθώς κοίταζα το μπαλκόνι, αυτός που ήτανε επικεφαλής και διεύθυνε την ορχήστρα, άρχισε να ρίχνει κάτω κάτι χαρτάκια.

Εσπευσα να πάρω ένα από τα χαρτάκια και προς μεγάλη μου έκπληξη βλέπω ότι ήτανε ο ύμνος που μου είχε απαγγείλει η Σοφία στη πλατεία του Συντάγματος.
Κατασυγκινημένη, παίρνω το χαρτάκι και τρέχω να βρω τη Σοφία Είχε έρθει κι αυτή για τη διαδήλωση, Της λέγω; «Για διάβασε εδώ, κοίταξε τι γίνεται».
Κι' ο άνθρωπος απ' το μπαλκόνι έλεγε; «Προσέξετε να μάθετε τούς ήχους». Σας το ξαναπαίζουμε, γιατί είναι ο ύμνος του ΕΛΑΣ. Προσπαθήστε να μάθετε τα λόγια, για να τον τραγουδάμε τώρα στη παρέλαση»

Η μουσική συνεχιζόταν, επαναλαμβανότανε ο ήχος, σε σημείο που πραγματικά όταν ξεκινούσαμε, τον ξέραμε και τον μουρμουρίζαμε όλοι από κάτω. Η Σοφία ήταν κατασυγκινημένη. Πιστεύω πως ο ύμνος είναι τα Αριστούργημα της Σοφίας.

Αλλά πρέπει να πούμε λίγο και για τον άγνωστο. Αυτός, ο άγνωστος ήρθε πάλι μετά την Απελευθέρωση και μου έκανε επίσκεψη στο σπίτι. Δεν φορούσε πια το καπέλο του χαμηλά - χαμηλά και τότε είδα ότι το ένα από τα μάτια του, ήταν ελαττωματικό, κάτι είχε. Και προφανώς έκρυβε τα μάτια του, γιατί σε περίπτωση είτε Ανάκρισης, είτε έρευνας, αν λέγαμε ότι ήτανε ένας άνθρωπος με ένα ελαττωματικό μάτι, αυτό θα ήτανε ένα στοιχείο επιβαρυντικό για τον άνθρωπο.

Ητανε ο Νίκος Τσάκωνας. Δεν τον έχω έκτοτε δει. Δέν ξέρω που βρίσκεται, αλλά μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση, η προσοχή του, η συνέπεια του και η ωραία του σύλληψη πάνω στα λόγια τής Σοφίας. Αΰτό είναι τό Ιστορικά του ύμνου τού ΕΛΑΣ...
Σοφία Μαυροειδή - Παπαδάκη.

Η γραφή του Υμνου και άλλων Αντιστασιακών τραγουδιών.

Mετά την Ελλη Αλεξίου, η σειρά της ποιήτριας του «Υμνου του ΕΛΑΣ» Σοφίας Μαυροειδή - Παπαδάκη:

Υστερα από τη γραφικότατη και τόσο συγκινητική για μένα αφήγηση της Ελλης Αλεξίου, που ξαναζωντάνεψε στη θύμησή μου τις αξέχαστες εκείνες στιγμές, με λεπτομέρειες, που είχα ολότελα ξεχάσει, δε μένει παρά να προσθέσω μια ατομική μου ανάμνηση.

Σ' εκείνη την έξαψη, που μ’ έκανε να συνδέσω αυτό το τραγούδι μέσα στη νύχτα, Εχω την εντύπωση πως πολύ είχε συντελέσει κι η γύρω πραγματικότητα. Ναι, το θυμούμαι καλά.
Το σούρουπο της ίδιας μέρας, περπατούσα στο περιβόλι μας, απορροφημένη στις σκέψεις μου για το θέμα του τραγουδιού, ενώ στους δρόμους αντιλαλούσαν οι πυροβολισμοί από τις συχνές συγκρούσεις που γίνονταν τότε και στην Καλλιθέα.

Κείνο τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής, οιστρηλατημένη απ’  το πλησίασμα της Λευτεριάς, κάθε γειτονιά έδινε τη μάχη της. Κάτω λοιπόν απ’ αυτή την υπόκρουση, σα νάπαιρνα κι εγώ μέρος στο χορό, φώναξα, σαν παρόρμηση, σαν κραυγή, σαν εκείνο το "Αέρα του 40", το «Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα".
Ετσι, περπατώντας, σε μια ξέφρενη ψυχική κατάσταση, έφτιαξα τα δυο τετράστιχα της επωδού. Κι όταν ήρθε η νύχτα κι έφερε κάποια γαλήνη, πήρα χαρτί και μολύβι και γράφοντας και σβήνοντας, τελείωσα το ποίημα, που το ήξερα πια απ' έξω και το 'λεγα και το ξανάλεγα σ’ έναν κάποιο ρυθμό, ώσπου ήρθε, την άλλη μέρα, ο Νίκος Τσάκωνας  -αργότερα μάθαμε τ' όνομά τον για να διαγράψει με την εξαίρετη μουσική του, την τύχη εκείνων των στίχων. 71

- Πότε πρωτοτυπώθηκε ο «Yμνος» κ. Παπαδάκη;

- Που να ξέρω; Ισως το πρώτο τον τύπωμα να ήταν εκείνο το σύννεφο τα χαρτάκια, που πετούσαν απ' το μπαλκόνι οι μουσικοί στο λαό.
Ολα τα αντιστασιακά ποιήματα κυκλοφορούσαν τότε, πολυγραφημένα ή δημοσιευμένα στον παράνομο τύπο. Το ίδιο και τα δικά μου: Το ποίημά μου «Σαν Θρύλος», που είχα γράψει για το «Σπίτι - Κάστρο» του Υμηττού, αμέσως μετά το ολοκαύτωμα του, κυκλοφόρησε σε 10 χιλιάδες αντίτυπα από την ΕΠΟΝ - Πειραιά, και μάλιστα εικονογραφημένο από το νέο τότε ζωγράφο, Γιάννη Στεφανίδη. Το «Επίγραμμα στους I 0 ήρωες» είχε σκαλιστεί από την ΕΠΟΝ της Αθήνας σε μαρμάρινη πλάκα κι είχε εντοιχιστεί στο σπιτάκι της οδού Μπιζανίαυ, που είχε γίνει προσκύνημα του λαού, στο σαρανταήμερο μνημόσυνο των 10 ηρώων της Καλλιθέας. Οι Γερμανοί το σεβάστηκαν. 'Εμεινε εκεί ως το Δεκέμβρη του 1944.

Για τον Υμνο όμως δεν ξέραμε τίποτε, γιατί, μια και θα 'παιρνε μέρος στο διαγωνισμό, που είχε προκηρύξει τότε το τμήμα Μουσικών και Λογοτεχνών του ΕΑΜ, δεν τον ανακοίνωσα παρά στην Ελλη, -που μου 'φερε και τον άνθρωπο της Επιτροπής,
Αργότερα βέβαια, καθιερωμένος πια σαν «Υμνος του ΕΛΑΣ», δημοσιεύτηκε -πολλές φορές στον ελεύθερο τύπο, σε ανθολογίες και συλλογές αντάρτικων τραγουδιών, μπήκε και σαν πρόλογος σε χρονικά του Αγώνα.

- Σε ποια ποιητική συλλογή σας έχει περιληφθεί;

- Στο ποιητικό μου βιβλίο «Της Νιότης και της Λευτεριάς» που κυκλοφόρησε το 1946 από τις έκδοσης «Νέα βιβλία», με. ξυλογραφίες του Α. Τάσσου και τιμήθηκε με το βραβείο Εθνικής Αντίστασης. Στην εισήγηση, που έκανε, για τι βράβευση, ο Μάρκος Αυγέρης εξαίρει ιδιαίτερα τον «Υμνο τού ΕΛΑΣ», που «μαζί με τη μουσική του Νίκου Τσάκωνα αγαπήθηκε τόσο απ' το λαό και κατά κάποιο τρόπο δικαιώθηκε κιόλας από τη ζωή...
Μαζί με το βιβλίο εκείνο πήρε χωριστό βραβείο κι ο μουσικός του Υμνου.

- Ποια άλλα σας ποιήματα είχαν μελοποιηθεί;

- Από τον ίδιο τον Τσάκωνα «Οι ανταρτοπούλες» κι από το Φοίβο Ανωγειανάκη, τα «Νιάτα», που είχε καθιερωθεί από το 1943, σαν ύμνος της ΕΠΟΝ. Αυτοί οι θαυμάσιοι νέοι, που μαζί τους αγωνίστηκα έκανα τα επικά χρόνια, σαν καλλιτεχνικός, να πούμε σύμβουλός τους, από λογοτεχνικό τομέα, πήραν αυτό το ποίημα και το έστειλαν σ' όλη την 'Ελλάδα, στα τμήματα της ΕΠΟΝ, και μελοποιήθηκε αλλιώτικα σε κάθε περιοχή.
Υστερα από την Απελευθέρωση, σ' ένα συνέδριο στην ‘Αθήνα, το ακούσαμε σε εφτά διαφορετικές συνθέσεις. Για μας όμως στην ’Αθήνα, τραγουδιόταν πάντα με την ωραιότατη μουσική του Φοίβου Άνωγειανάκη.

Μα και πόσα άλλα να 'χουν μελοποιηθεί και τραγουδηθεί, χωρίς να το ξέρουν οι ποιητές τους.
Τα τραγούδια εκείνα, αντιστασιακά κι αντάρτικα, του βουνού ή της πόλης, ανήκαν πια στο λαό, που πολεμούσε, τα ζύμωνε, τα ζωντάνευε και τα ζωντανεύει.

Ακόμα και σήμερα, σε παρόμοιες συνθήκες γιατί ήταν γραμμένα γι’ αυτόν εμπνευσμένα από το πάθος και την αγωνιστική του λαχτάρα για Λευτεριά, γιατί κλείναν μέσα την ίδια του την ψυχή...

Τα τραγούδια αυτά, στο σύνολό τους, που φλογίζονται απ’ την άμεση συγκίνηση, δεν αξιοποιούσαν τότε την αντίσταση. Εκαναν Αντίσταση! Δεν ήταν στίχοι και μουσική, ήταν όπλο κι αγωνιστική πράξη! Γι’ αυτό παράσερναν στον ίλιγγο τους και νέους και γέρους, μα πάνω απ' όλους τα διάπυρα νιάτα, -που είχαν για σύνθημα το «Πολεμάμε και τραγουδάμε».

Τελειώνω με κάτι που μου δίνει ακόμα και σήμερα ιδιαίτερη χαρά, όταν το διαβάζω στο ιστορικό σημείωμα που κλείνει την ποιητική συλλογή μου: Το ποίημα «Ειρηνικά» μελοποιήθηκε από τον επονίτη Μιχάλη Θεοδωράκη. Ο μεγάλος μας μουσικοσυνθέτης, ήταν τότε απλώς «ο επονίτης Μιχάλης Θοοδωράκης». 
Δε θυμάμαι τη μελωδία, μα κι ο ίδιος, όπως μου είπε κάποτε, την έχει ξεχάσει. Μου ζήτησε μάλιστα να του στείλω τα λόγια για να ξαναθυμηθεί τη μουσική.
 Μεσολάβησαν πολλά και δεν τ' άξιωθηκα.

- Μία τελευταία ερώτηση τώρα, πιο προσωπική. Τι νιώθατε τότε, που χιλιάδες λαού τραγουδούσαν τους στίχους σας και τι νιώθετε ακόμα και σήμερα όταν ακούτε τον Ύμνο;

- Μα απλούστατα, κείνο -που είπε ο Μάρκος Αυγέρης στην εισήγηση του: Μιά κάποια δικαίωση για τη ζωή μου.

Τα παραπάνω κείμενα τα αντιγράψαμε από το βιβλίο "Τα αντάρτικα τραγούδια της Κατοχής, της Απελευθέρωσης και του Εμφυλίου)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου