Καρέ μπλαν, λευκό τετράγωνο, λέγαμε Τo άγραφο καρέ στο κινηματογραφικό φιλμ. Αλλά δεν είναι όμως η άγραφη σελίδα στο χαρτί. Είναι το καρέ που έχει πάρει πολύ φως, τόσο πολύ που έχει καεί. Αυτό στο αρνητικό φιλμ. Στο θετικό βγαίνει το αντίστροφο, μαύρη μαυρίλα. Εμ, δεν έχει μία όψη η ζωή
Του Νίκου Θεοδοσίου - Σκηνοθέτη - HotDoc
Λίγες βδομάδες πριν ο Σταύρος με ρώτησε: «Πώς γίνεται και δεν έχεις κάνει ακόμη ταινία για τον Τέο; Πρέπει να έχεις πολύ υλικό».
Από την άλλη, ο Τέος κάθε τόσο επανέρχεται: «Πότε θα κάνεις την ταινία για την Μπλανς;». Πάντα Μπλανς τη λέει, ποτέ Λευκή.
Ο λόγος είναι ο ίδιος. Αυτός που με έχει κάνει να μην έχω γράψει τίποτε για τον Μάη του ’68 στο Παρίσι - πέρα από κάτι οργισμένα ποιητικά ξεσπάσματα της εποχής εκείνης, που έκλεισαν κιόλας με τον αφορισμό ότι η ποίηση πλέον είναι στην άκρη του δρόμου. Τίποτε, σου λέω. Κι ας πέρασαν πενήντα χρόνια.
Αλλά δεν είναι θέμα χρόνου. Δεν είναι θέμα αναμνήσεων. Είναι κάτι βαθύτερο, πιο ουσιαστικό, που δεν λέγεται με λέξεις. Είναι συναισθήματα πολύ έντονα. Η λογιστική της ζωής εδώ σηκώνει τα χέρια. Γιατί αυτά τα πράγματα δεν έχουν λογική.
Ουσιαστικά για να γράψεις κάτι χρειάζεται να πάρεις μια απόσταση. Να σηκωθείς λίγο πιο ψηλά, να έχεις πιο σφαιρική, πιθανόν πιο ψύχραιμη αντίληψη. Να μην είναι άναρθρες κραυγές. Οταν όμως αυτό είναι εδώ, παρόν, ζωντανό όσο ποτέ, δεν γίνεται. Η ανάσα του διπλανού καθώς τρέχεις να ξεφύγεις το ρόπαλο ακόμη στ’ αυτί.
Η Μπλανς απέναντι μου. Κουβεντιάζουμε ήρεμα στη κουζίνα του μικρού διαμερίσματος της στην Αθήνα.
Τσιμπώντας τυριά και πίνοντας κρασί. Το "ήρεμα" βάλ’ το σε εισαγωγικά. Τρίτη συνάντηση μετά σαράντα χρόνια που την ψάχναμε με τον Τέο.
Είναι η ίδια! Γλυκιά μορφή. Λόγος ευθύς, καθαρός. Οπως τον μάθαμε τότε στα σκληρά λιθόστρωτα, κουβέντα ένα διαρκές πηγαινέλα. Δεν νικήσαμε αλλά; και δεν ηττηθήκαμε. Αν είχε συμβεί αυτό, τα πράγματα θα πήγαιναν πίσω. Αλλά δεν πήγαν.
Πήγαν μπροστά; Το παλιό πάντως δέχτηκε ένα σκληρό χτύπημα. Κι αν δεν άλλαξε ο κόσμος, άλλαξαν οι άνθρωποι. Aλλαξαν οι συνήθειες, οι νοοτροπίες. Νέες σκέψεις με συνεπήραν. Οι άνθρωποι άρχισαν να κουβεντιάζουν πια για τα μεγάλα. Τίποτε δεν θα είναι όπως πριν. Το πιστέψουμε.
Carre blanc: Οταν έβγαλαν τους πρώτους γρανιτένιους κυβόλιθους από τα μπουλβάρ ανακάλυψαν έπληκτοι ότι από κάτω υπήρχε θαλασσινή άμμος. Αυτή ήταν η τεχνική κατασκευής τους. Κάποιος την απλή διαπίστωση την έγραψε στον τοίχο. «Κάτω από τις πέτρες υπάρχει παραλία».
Κι έγινε σύνθημα Γιατί ο καθένας στη θαλασσινή άμμο προέβαλε όποια εικόνα διέγειρε σε αυτόν η καλοκαιρινή προσδοκία. Το πρώτο ούνθημα-χαϊκού!
Μονπαρνάς, Μπουλβάρ Ρασπάιγ, Καφέ Ζιμνάζ, «ασπρόμαυρη» Μπλανς. Μόλις στα 16. Τότε που βλέπεις ακόμη τα πράγματα όπως είναι και ό,τι λες το εννοείς.
Η Φρανσουάζ έπαθε την πλάκα της. Το σχολείο, όπως όλα, σε κατάληψη. Η Μπλανς κόλλησε σε ένα και μόνο σύνθημα: «Να κάψουμε τα σχολεία».
Η Φρανσουάζ, οργανωμένη τροτσκίστρια, στην ηγεσία της κατάληψης. Κάθε πρωί είχε να αντιμετωπίσει την επίθεση της Μπλανς: «Λοιπόν, πότε θα κάψουμε το σχολείο;».
Απηύδησε η Φρανσουάζ με την εμμονή της και τρέχει, αυτή η επαναστάτρια, στον πατέρα της. «Κύριε Ιάσονα, σας παρακαλούμε κάντε κάτι, η Μπλανς θέλει να κάψει το σχολείο»! Το σχολείο φυσικά δεν κάηκε. Αλλά εμείς ψηθήκαμε.
Ο Μάης ήταν καμίνι. Κι εμείς χώμα. Αλλά το χώμα άμα το βάλεις στο καμίνι ψήνεται, αποκτά άλλη υφή, γίνεται σκληρό σαν πέτρα. Μιλάμε τώρα γι' αυτούς που πέρασαν από μέσα. Τους χιλιάδες ανώνυμους. Οχι τους ξώφαλτσους. Αυτούς που πήραν μια γεύση και το παίζουν παλαιοί πολεμιστές.
Ο Μάης δεν έχει παλαιούς πολεμιστές γιατί απλώς δεν τελείωσε. Το κρασί όμως τελειώνει και η νύχτα κινδυνεύει να γίνει μέρα. Λες και κάνουμε γενική συνέλευση, πρέπει να καταλήξουμε σε πρακτικά συμπεράσματα.
Καταστρώνουμε με την Μπλανς σχέδια Πολλά. Λες και έχουμε όλη τη ζωή μπροστά μας. Ακόμη και τα σαράντα χρόνια που χάσαμε τα προσθέτουμε κι αυτά.
Απ’ όλα τα σχέδια κρατάω ένα. Να βγάλουμε στην επιφάνεια τους αφανείς. Φωνές που βγήκαν έξω από τη «χορωδία» του κατεστημένου, έβγαλαν μια δυνατή κραυγή, έδωσαν μια γροθιά στην Ιστορία, αλλά τους τύλιξαν στη σιωπή.
Μιλάμε για τους Ελληνες «καταραμένους» του Παρισιού και βάζουμε μπρος να κάνουμε ταινίες για τον Αρη Αλεξάνδρου, τον Γιώργη Ζιούτο, τον Γιώργη Βιτσώρη...
Carre blanc: Τέταρτη συνάντηση με την Μπάανς λίγες μέρες μετά στο A ' Νεκροταφείο. Δεν τόλμησα να σηκώσω το κεφάλι να δω ούτε το φέρετρο. Πάλι χάθηκε αυτή η κοπέλα. Κι άφησε πολλές εκκρεμότητες!
Επιστροφή στο Καφέ Ζιμνάζ, φιλμ των 16 χιλιοστών, κάμερα κουρδιστή, μαλλιά φουντωτά, «ασπρόμαυρος» Τέος. Ετσι που τον κόβω δεν ξέρω αν θα μπορούσε να αναλάβει άλλον ρόλο. Ο μικρός Gavoche των γαλλικών επαναστάσεων που μεγάλωσε κι είπε να βγει μπροστά να παίξει κάποιον ουσιαστικό ρόλο. Και μάλιστα πιο μπροστά από την πρώτη γραμμή. Στην υποδοχή των δακρυγόνων!
Εεε, ο Τέος ήταν εκεί. Στο Παρίσι έχει ένα πολύ ωραίο σύστημα για τον καθαρισμό των δρόμων. Κατά διαστήματα υπάρχουν κρουνοί που όταν τους ανοίξεις ρέει άφθονο νερό στα ρείθρα των δρόμων. Οι οδοκαθαριστές δεν έχουν παρά να ανοίξουν αυτούς τους κρουνούς και απλώς να σπρώξουν τα σκουπίδια εκεί. Το νερό θα τα παρασύρει στους υπονόμους.
Οταν έπεφταν βροχή τα δακρυγόνα οι φοιτητές άνοιγαν τους κρουνούς. Οι ομάδες κρούσης είχαν αναλάβει το έργο να υποδέχονται τα δακρυγόνα και να τα κλοτσούν γρήγορα στο νερό να σβήσουν. Οχι και τόσο εύκολο άθλημα. Οι θεατές διαδηλωτές παρακολουθούσαν τους «χορευτές» συντρόφους τους στην εκτέλεση δύσκολων χορογραφιών.
Μια στιγμή ο γαβριάς-Τέος πετυχαίνει ένα δακρυγόνο στον αέρα. Δυνατή κλοτσιά, πετυχημένη βολή, αλλά το δακρυγόνο αντί να πάει μπροστά, πάει πίσω. Και σκάει στο κεφάλι ενός διαδηλωτή. Ολη η «αρένα» ξεσπά σε χειροκροτήματα και ζητωκραυγές. Η ένταση της στιγμής που ζητάει εκτόνωση.
Φυσικά η πραγματικότητα δεν ήταν τόσο απλή. Εμείς μάθαμε ότι δεν είμαστε ταυρομάχοι να χορεύουμε με τους ταύρους προσπαθώντας να τους αποφύγουμε. Εμείς πρέπει να πιάσουμε τον ταύρο από τα κέρατα. Αλλά αυτός έχει μεγαλύτερη δύναμη. Τότε πρέπει να τον κοιτάξεις στα μάτια και να τον καθηλώσεις με τη δύναμη της θέλησης. Οχι τη μυϊκή. Αυτή δεν την έχεις. Την έχει εκείνος. Εσύ έχεις τη θέληση και την Ιστορία. Δεν είναι εύκολο αλλά είναι δοκιμασμένο.
Carre blanc: Αν θες να πάρεις μια γεύση Μάη, βάλε τα τραγούδι του Λεό Φερέ «Καλοκαίρι του ’68» από τη ζωντανή ηχογράφηση στη ΜιτιαΡιτέ, όχι τις άλλες τις ψόφιες, κι όταν φτάσει στο τέλος ούρλιαξε μαζί του «Ca ira! Ca ira!», που πάει να πει: "Θα τα πάμε καλλά, θα τα καταφέρουμε".
Νομίζω ότι ο Τέος έλυσε το πρόβλημα της αναγκαίας απόστασης με τον δικό του τρόπο. Βέβαια παράτησε το σινεμά και τα μεγαλεπήβολα σχέδιά μας και ρίχτηκε στο γράψιμο. Ισως γιατί δεν χρειαζόταν «προϋπολογισμούς». Εκεί, παίζοντας με τις λέξεις, ανακατεύει έντεχνα την πραγματικότητα με τον μύθο, το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον και έτσι μπορεί να σου περιγράψει για παράδειγμα πώς έγινε η κατάληψη του Ελληνικού Σπιτιού στην πανεπιστημιούπολη, γιατί τα παράτησε και ξαναβγήκε στους δρόμους. Πήγε στη Σορβόννη να πάρει «δίπλωμα»!
Ο Τέος τώρα αγναντεύει το πέλαγος και παλεύει με τους δικούς του «δαίμονες», τον αναρχικό Πλωτίνο Ροδοκανάκη, τον πειρατή Γεώργιο Μαύρο, τον δάσκαλο Γιώργο Κηπιώτη. Πορεία ευθεία κόντρα σε όλους τους ανέμους... Αν το ήξερε η Μπλανς θα ήταν πολύ χαρούμενη.
Αναγκαστική επιστροφή στο Καφέ Ζιμνάζ. Γιατί πρέπει να κλείσω. Τώρα έχει χειμωνιάσει. Ο Μάης έχει φύγει αλλά εμείς συνεχίζουμε. Εχουμε γύρισμα. Κάμερα βρήκαμε (τρελή ιστορία πώς την αποχτήσαμε), ιδέες και σενάρια άφθονα, τα μοιράζαμε από δω κι από κει. Είχα την τρελή ιδέα να βάλω να πρωταγωνιστήσουν ο Τέος και η Μπλανς. Οπως ο Μάης, κι ας πέρασαν πολλές άνοιξες από τότε, η ταινία δεν ολοκληρώθηκε. Μάλλον δεν ήθελε. Το φιλμ έμεινε στα κουτιά. Καμιά φορά το βάζω και το βλέπω. Είναι σαν μια γερή γροθιά στο στομάχι και μια σπρωξιά: σήκω, μαλάκα, προχώρα! Ο παλιός κόσμος είναι πίσω σου και σε κυνηγάει.
Τίτλος της ημιτελούς ταινίας; Carre blanc.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Του Νίκου Θεοδοσίου - Σκηνοθέτη - HotDoc
Σημειώσεις για μια άνοιξη που δεν λέει να τελειώσει
Λίγες βδομάδες πριν ο Σταύρος με ρώτησε: «Πώς γίνεται και δεν έχεις κάνει ακόμη ταινία για τον Τέο; Πρέπει να έχεις πολύ υλικό».
Από την άλλη, ο Τέος κάθε τόσο επανέρχεται: «Πότε θα κάνεις την ταινία για την Μπλανς;». Πάντα Μπλανς τη λέει, ποτέ Λευκή.
Ο λόγος είναι ο ίδιος. Αυτός που με έχει κάνει να μην έχω γράψει τίποτε για τον Μάη του ’68 στο Παρίσι - πέρα από κάτι οργισμένα ποιητικά ξεσπάσματα της εποχής εκείνης, που έκλεισαν κιόλας με τον αφορισμό ότι η ποίηση πλέον είναι στην άκρη του δρόμου. Τίποτε, σου λέω. Κι ας πέρασαν πενήντα χρόνια.
Αλλά δεν είναι θέμα χρόνου. Δεν είναι θέμα αναμνήσεων. Είναι κάτι βαθύτερο, πιο ουσιαστικό, που δεν λέγεται με λέξεις. Είναι συναισθήματα πολύ έντονα. Η λογιστική της ζωής εδώ σηκώνει τα χέρια. Γιατί αυτά τα πράγματα δεν έχουν λογική.
Ουσιαστικά για να γράψεις κάτι χρειάζεται να πάρεις μια απόσταση. Να σηκωθείς λίγο πιο ψηλά, να έχεις πιο σφαιρική, πιθανόν πιο ψύχραιμη αντίληψη. Να μην είναι άναρθρες κραυγές. Οταν όμως αυτό είναι εδώ, παρόν, ζωντανό όσο ποτέ, δεν γίνεται. Η ανάσα του διπλανού καθώς τρέχεις να ξεφύγεις το ρόπαλο ακόμη στ’ αυτί.
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΕΤΡΕΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΑΡΑΛΙΛ
Η Μπλανς απέναντι μου. Κουβεντιάζουμε ήρεμα στη κουζίνα του μικρού διαμερίσματος της στην Αθήνα.
Τσιμπώντας τυριά και πίνοντας κρασί. Το "ήρεμα" βάλ’ το σε εισαγωγικά. Τρίτη συνάντηση μετά σαράντα χρόνια που την ψάχναμε με τον Τέο.
Είναι η ίδια! Γλυκιά μορφή. Λόγος ευθύς, καθαρός. Οπως τον μάθαμε τότε στα σκληρά λιθόστρωτα, κουβέντα ένα διαρκές πηγαινέλα. Δεν νικήσαμε αλλά; και δεν ηττηθήκαμε. Αν είχε συμβεί αυτό, τα πράγματα θα πήγαιναν πίσω. Αλλά δεν πήγαν.
Πήγαν μπροστά; Το παλιό πάντως δέχτηκε ένα σκληρό χτύπημα. Κι αν δεν άλλαξε ο κόσμος, άλλαξαν οι άνθρωποι. Aλλαξαν οι συνήθειες, οι νοοτροπίες. Νέες σκέψεις με συνεπήραν. Οι άνθρωποι άρχισαν να κουβεντιάζουν πια για τα μεγάλα. Τίποτε δεν θα είναι όπως πριν. Το πιστέψουμε.
Carre blanc: Οταν έβγαλαν τους πρώτους γρανιτένιους κυβόλιθους από τα μπουλβάρ ανακάλυψαν έπληκτοι ότι από κάτω υπήρχε θαλασσινή άμμος. Αυτή ήταν η τεχνική κατασκευής τους. Κάποιος την απλή διαπίστωση την έγραψε στον τοίχο. «Κάτω από τις πέτρες υπάρχει παραλία».
Κι έγινε σύνθημα Γιατί ο καθένας στη θαλασσινή άμμο προέβαλε όποια εικόνα διέγειρε σε αυτόν η καλοκαιρινή προσδοκία. Το πρώτο ούνθημα-χαϊκού!
Μονπαρνάς, Μπουλβάρ Ρασπάιγ, Καφέ Ζιμνάζ, «ασπρόμαυρη» Μπλανς. Μόλις στα 16. Τότε που βλέπεις ακόμη τα πράγματα όπως είναι και ό,τι λες το εννοείς.
Η Φρανσουάζ έπαθε την πλάκα της. Το σχολείο, όπως όλα, σε κατάληψη. Η Μπλανς κόλλησε σε ένα και μόνο σύνθημα: «Να κάψουμε τα σχολεία».
Η Φρανσουάζ, οργανωμένη τροτσκίστρια, στην ηγεσία της κατάληψης. Κάθε πρωί είχε να αντιμετωπίσει την επίθεση της Μπλανς: «Λοιπόν, πότε θα κάψουμε το σχολείο;».
Απηύδησε η Φρανσουάζ με την εμμονή της και τρέχει, αυτή η επαναστάτρια, στον πατέρα της. «Κύριε Ιάσονα, σας παρακαλούμε κάντε κάτι, η Μπλανς θέλει να κάψει το σχολείο»! Το σχολείο φυσικά δεν κάηκε. Αλλά εμείς ψηθήκαμε.
Ο Μάης ήταν καμίνι. Κι εμείς χώμα. Αλλά το χώμα άμα το βάλεις στο καμίνι ψήνεται, αποκτά άλλη υφή, γίνεται σκληρό σαν πέτρα. Μιλάμε τώρα γι' αυτούς που πέρασαν από μέσα. Τους χιλιάδες ανώνυμους. Οχι τους ξώφαλτσους. Αυτούς που πήραν μια γεύση και το παίζουν παλαιοί πολεμιστές.
Ο Μάης δεν έχει παλαιούς πολεμιστές γιατί απλώς δεν τελείωσε. Το κρασί όμως τελειώνει και η νύχτα κινδυνεύει να γίνει μέρα. Λες και κάνουμε γενική συνέλευση, πρέπει να καταλήξουμε σε πρακτικά συμπεράσματα.
Καταστρώνουμε με την Μπλανς σχέδια Πολλά. Λες και έχουμε όλη τη ζωή μπροστά μας. Ακόμη και τα σαράντα χρόνια που χάσαμε τα προσθέτουμε κι αυτά.
Απ’ όλα τα σχέδια κρατάω ένα. Να βγάλουμε στην επιφάνεια τους αφανείς. Φωνές που βγήκαν έξω από τη «χορωδία» του κατεστημένου, έβγαλαν μια δυνατή κραυγή, έδωσαν μια γροθιά στην Ιστορία, αλλά τους τύλιξαν στη σιωπή.
Μιλάμε για τους Ελληνες «καταραμένους» του Παρισιού και βάζουμε μπρος να κάνουμε ταινίες για τον Αρη Αλεξάνδρου, τον Γιώργη Ζιούτο, τον Γιώργη Βιτσώρη...
Carre blanc: Τέταρτη συνάντηση με την Μπάανς λίγες μέρες μετά στο A ' Νεκροταφείο. Δεν τόλμησα να σηκώσω το κεφάλι να δω ούτε το φέρετρο. Πάλι χάθηκε αυτή η κοπέλα. Κι άφησε πολλές εκκρεμότητες!
ΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ ΣΤΟΥΣ ΠΑΡΙΖΙΑΝΙΚΟΥΣ ΥΠΟΝΟΜΟΥΣ
Επιστροφή στο Καφέ Ζιμνάζ, φιλμ των 16 χιλιοστών, κάμερα κουρδιστή, μαλλιά φουντωτά, «ασπρόμαυρος» Τέος. Ετσι που τον κόβω δεν ξέρω αν θα μπορούσε να αναλάβει άλλον ρόλο. Ο μικρός Gavoche των γαλλικών επαναστάσεων που μεγάλωσε κι είπε να βγει μπροστά να παίξει κάποιον ουσιαστικό ρόλο. Και μάλιστα πιο μπροστά από την πρώτη γραμμή. Στην υποδοχή των δακρυγόνων!
Εεε, ο Τέος ήταν εκεί. Στο Παρίσι έχει ένα πολύ ωραίο σύστημα για τον καθαρισμό των δρόμων. Κατά διαστήματα υπάρχουν κρουνοί που όταν τους ανοίξεις ρέει άφθονο νερό στα ρείθρα των δρόμων. Οι οδοκαθαριστές δεν έχουν παρά να ανοίξουν αυτούς τους κρουνούς και απλώς να σπρώξουν τα σκουπίδια εκεί. Το νερό θα τα παρασύρει στους υπονόμους.
Οταν έπεφταν βροχή τα δακρυγόνα οι φοιτητές άνοιγαν τους κρουνούς. Οι ομάδες κρούσης είχαν αναλάβει το έργο να υποδέχονται τα δακρυγόνα και να τα κλοτσούν γρήγορα στο νερό να σβήσουν. Οχι και τόσο εύκολο άθλημα. Οι θεατές διαδηλωτές παρακολουθούσαν τους «χορευτές» συντρόφους τους στην εκτέλεση δύσκολων χορογραφιών.
Μια στιγμή ο γαβριάς-Τέος πετυχαίνει ένα δακρυγόνο στον αέρα. Δυνατή κλοτσιά, πετυχημένη βολή, αλλά το δακρυγόνο αντί να πάει μπροστά, πάει πίσω. Και σκάει στο κεφάλι ενός διαδηλωτή. Ολη η «αρένα» ξεσπά σε χειροκροτήματα και ζητωκραυγές. Η ένταση της στιγμής που ζητάει εκτόνωση.
Φυσικά η πραγματικότητα δεν ήταν τόσο απλή. Εμείς μάθαμε ότι δεν είμαστε ταυρομάχοι να χορεύουμε με τους ταύρους προσπαθώντας να τους αποφύγουμε. Εμείς πρέπει να πιάσουμε τον ταύρο από τα κέρατα. Αλλά αυτός έχει μεγαλύτερη δύναμη. Τότε πρέπει να τον κοιτάξεις στα μάτια και να τον καθηλώσεις με τη δύναμη της θέλησης. Οχι τη μυϊκή. Αυτή δεν την έχεις. Την έχει εκείνος. Εσύ έχεις τη θέληση και την Ιστορία. Δεν είναι εύκολο αλλά είναι δοκιμασμένο.
Carre blanc: Αν θες να πάρεις μια γεύση Μάη, βάλε τα τραγούδι του Λεό Φερέ «Καλοκαίρι του ’68» από τη ζωντανή ηχογράφηση στη ΜιτιαΡιτέ, όχι τις άλλες τις ψόφιες, κι όταν φτάσει στο τέλος ούρλιαξε μαζί του «Ca ira! Ca ira!», που πάει να πει: "Θα τα πάμε καλλά, θα τα καταφέρουμε".
Νομίζω ότι ο Τέος έλυσε το πρόβλημα της αναγκαίας απόστασης με τον δικό του τρόπο. Βέβαια παράτησε το σινεμά και τα μεγαλεπήβολα σχέδιά μας και ρίχτηκε στο γράψιμο. Ισως γιατί δεν χρειαζόταν «προϋπολογισμούς». Εκεί, παίζοντας με τις λέξεις, ανακατεύει έντεχνα την πραγματικότητα με τον μύθο, το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον και έτσι μπορεί να σου περιγράψει για παράδειγμα πώς έγινε η κατάληψη του Ελληνικού Σπιτιού στην πανεπιστημιούπολη, γιατί τα παράτησε και ξαναβγήκε στους δρόμους. Πήγε στη Σορβόννη να πάρει «δίπλωμα»!
Ο Τέος τώρα αγναντεύει το πέλαγος και παλεύει με τους δικούς του «δαίμονες», τον αναρχικό Πλωτίνο Ροδοκανάκη, τον πειρατή Γεώργιο Μαύρο, τον δάσκαλο Γιώργο Κηπιώτη. Πορεία ευθεία κόντρα σε όλους τους ανέμους... Αν το ήξερε η Μπλανς θα ήταν πολύ χαρούμενη.
Αναγκαστική επιστροφή στο Καφέ Ζιμνάζ. Γιατί πρέπει να κλείσω. Τώρα έχει χειμωνιάσει. Ο Μάης έχει φύγει αλλά εμείς συνεχίζουμε. Εχουμε γύρισμα. Κάμερα βρήκαμε (τρελή ιστορία πώς την αποχτήσαμε), ιδέες και σενάρια άφθονα, τα μοιράζαμε από δω κι από κει. Είχα την τρελή ιδέα να βάλω να πρωταγωνιστήσουν ο Τέος και η Μπλανς. Οπως ο Μάης, κι ας πέρασαν πολλές άνοιξες από τότε, η ταινία δεν ολοκληρώθηκε. Μάλλον δεν ήθελε. Το φιλμ έμεινε στα κουτιά. Καμιά φορά το βάζω και το βλέπω. Είναι σαν μια γερή γροθιά στο στομάχι και μια σπρωξιά: σήκω, μαλάκα, προχώρα! Ο παλιός κόσμος είναι πίσω σου και σε κυνηγάει.
Τίτλος της ημιτελούς ταινίας; Carre blanc.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου