Στρατηγός Τζέιμς Βαν Φλιτ (29/9/1967)
Υπήρξε το κατεξοχήν παράδειγμα βρόμικου ιμπεριαλιστικού πολέμου σε βάρος μιας μικρής τριτοκοσμικής χώρας, αλλά και νικηφόρας ηρωικής αντίστασης του λαού της ενάντια στους εισβολείς.
Μια ολόκληρη γενιά σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης, από το Σικάγο και το Παρίσι μέχρι το Τόκιο και το Μοντεβιδέο, είδε σ’ αυτή την άνιση τιτανομαχία ένα πρότυπο ζωής και αγώνα –και μεγάλο μέρος της σημαδεύτηκε για πάντα πολιτικά από εκείνη την εμπειρία.
Παρά την εθνική ανάνηψη της χολιγουντιανής προπαγάνδας, που μετέφερε σταδιακά το κέντρο βάρους του αφηγήματος από την ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα στα ψυχικά τραύματα των εισβολέων, ο πόλεμος του Βιετνάμ εξακολουθεί ν’ αντιμετωπίζεται σε Ανατολή και Δύση ως η εποποιία ενός ασιατικού Δαβίδ ενάντια στον πανίσχυρο βορειοαμερικανό Γολιάθ.
Στη χώρα μας, η κοινή γνώμη της οποίας σημαδεύτηκε από την κυπριακή τραγωδία του 1974 («ΝΑΤΟ-CIA-προδοσία») και, δυο δεκαετίες αργότερα, από τη διάψευση των επαγγελιών της κυβέρνησης Μητσοτάκη για «ηγετικό ρόλο στα Βαλκάνια» ως ανταμοιβή της σύμπραξης με τους νικητές του Ψυχρού Πολέμου, το ερμηνευτικό αυτό σχήμα αποτελεί επίσης κοινό τόπο τόσο για την Αριστερά όσο και για την εθνικιστική σκληροπυρηνική Δεξιά.
Πώς όμως αντιμετώπιζε η ελληνική Δεξιά τον αγώνα των Βιετκόνγκ, όταν αυτός δεν είχε ακόμη κριθεί αλλά αποτελούσε ζωντανή πραγματικότητα;
Μισόν αιώνα μετά το αποκορύφωμά του, την αιφνιδιαστική επίθεση του Τετ -της βιετναμικής Πρωτοχρονιάς- σε 114 αστικά κέντρα του Νότιου Βιετνάμ και στην ίδια την αμερικανική πρεσβεία της Σαϊγκόν (30/1/1968), οι μετέπειτα εξελίξεις έχουν εκτοπίσει από τη συλλογική μνήμη το κομβικότερο ίσως συστατικό της τότε εθνικοφροσύνης: την απαρέγκλιτη μέχρι κεραίας συστράτευση με τις ΗΠΑ και τις ιμπεριαλιστικές εξορμήσεις τους ανά την υφήλιο. Καιρός να το θυμηθούμε, με την ευκαιρία αυτής της πεντηκοστής επετείου.
Τεκμήριο νομιμοφροσύνης
Μολονότι ξεκίνησε όταν την Ελλάδα κυβερνούσε ο Γεώργιος Παπανδρέου, το μεγαλύτερο μέρος της αμερικανικής επέμβασης στο Βιετνάμ συνέπεσε χρονικά με τη στρατιωτική χούντα του 1967-1974.
Από την ηγεσία της τελευταίας, τους κατεξοχήν δηλαδή εθνικόφρονες της εποχής, η όλη σύρραξη έγινε αντιληπτή πρωτίστως ως ευκαιρία για συστράτευση με τις ΗΠΑ και διασφάλιση της υποστήριξής τους.
Μία βδομάδα μετά το πραξικόπημα, ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα Φίλιπς Τάλμποτ ενημέρωσε λ.χ. το Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την πρώτη ανεπίσημη συνάντησή του με τον Παττακό «στο σπίτι ενός αξιωματικού της Αμερικανικής Στρατιωτικής Αποστολής, με τον οποίο ο Παττακός σχετιζόταν στο Φορτ Νοξ [στρατιωτικό εκπαιδευτικό κέντρο των ΗΠΑ] στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και συνεργάστηκε μαζί του κατά τους τελευταίους μήνες για ζητήματα του ΚΕΤΘ».
Ο Παττακός ήταν «αρχικά κάπως συγκρατημένος» αλλά γρήγορα «ξανοίχτηκε», εκφράζοντας «φιλοαμερικανικές θέσεις» και κατονομάζοντας «τις διασυνδέσεις του στην Αμερική» –ανάμεσά τους και δυο ξαδέρφια του, αξιωματικούς των ΗΠΑ, ο ένας εκ των οποίων «στρατιωτικός οδοντίατρος στο Βιετνάμ».
Δεν ήταν η πρώτη φορά που το όνομα της μακρινής χώρας εμφανιζόταν στην πρεσβευτική αλληλογραφία. Δυο μέρες μετά την 21η Απριλίου ο Τάλμποτ εισηγήθηκε στα κεντρικά την εφαρμογή στην Ελλάδα του «βιετναμικού μοντέλου» μετάβασης σ’ έναν στρατοκρατούμενο ψευδοκοινοβουλευτισμό, προκειμένου ν’ αποσπαστεί κάποια μορφή «συναίνεσης των κυβερνωμένων» για την εκτροπή που είχε ήδη επέλθει.
Η χούντα των στρατηγών Νγκουέν Βαν Τιέου και Νγκουέν Κάο Κι, που κατέλαβε την εξουσία στη Σαϊγκόν το 1965 και διατήρησε τα ηνία μέχρι την τελική νίκη των κομμουνιστών το 1975, είχε γαρ οργανώσει φαρσοκωμωδία «εκλογών για συντακτική συνέλευση» το 1966 και ετοιμαζόταν για (εξίσου εικονικές) «προεδρικές εκλογές» τον επόμενο Σεπτέμβριο.
Σε κάθε περίπτωση ο αντιπρόεδρος της ελληνικής χούντας δεν έπαψε να επικαλείται το Βιετνάμ ως παράδειγμα στις επαφές του με τους συμμάχους.
Χαρακτηριστικό δείγμα, από τα επίσημα αμερικανικά πρακτικά των συνομιλιών του στην Ουάσινγκτον με τον νέο προεδρικό σύμβουλο εθνικής ασφαλείας, Χένρι Κίσινγκερ (31/3/1969):
«Ο κ. Παττακός είπε ότι τα πράγματα στην Ελλάδα πηγαίνουν καλά, παρ' όλα όσα λένε οι εφημερίδες. Η πολιτική της Ελλάδας έναντι των ΗΠΑ είναι ειλικρινής και σαφής. Θα εξακολουθήσουν να είναι φίλοι ακόμη κι αν οι ΗΠΑ δεν κάνουν τίποτα γι’ αυτούς και κατανοούν τη διακοπή παροχής όπλων. Γνωρίζουν τον Πρόεδρο [Νίξον] και ξέρουν επίσης πως είναι μεγάλος άνδρας. Κατανοούν αυτό που κάνουμε στο Βιετνάμ και συνειδητοποιούν πως ο κομμουνισμός πρέπει να καταπολεμηθεί» («Foreign Relations of the United States, 1969-1972», τ.29, Ουάσινγκτον 2007, σ.619).
Απείρως πιο εύγλωττο απ’ αυτή τη στρατιωτικοδιπλωματική γλώσσα υπήρξε την ίδια εποχή το βιβλιαράκι του «εθνικιστή» συνταγματάρχη Λαδά, που παρουσιάζουμε αναλυτικά στις επόμενες σελίδες.
Αλλά και ο βασιλόφρων στρατηγός Σπαντιδάκης, κατά τη συνάντησή του με τον Αμερικανό υπουργό Αμυνας Μακναμάρα στις Βρυξέλλες (9/5/1967), την «ανάγκη ν’ αποφευχθεί επανάληψη του ανταρτοπολέμου (“ένα νέο Βιετνάμ”) στην Ελλάδα»επικαλέστηκε για ν’ αποσπάσει επανάληψη της στρατιωτικής βοήθειας.
Στον δημόσιο λόγο των ημερών, η πανηγυρικότερη διατύπωση αυτού του επιχειρήματος θα γίνει πάντως από αμερικανικά χείλη.
Επισκεπτόμενος την Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1967, ο απόστρατος στρατηγός Τζέιμς Βαν Φλιτ, πάλαι ποτέ επικεφαλής της αμερικανικής στρατιωτικής αποστολής στον Εμφύλιο και αρχηγός των στρατευμάτων «του ΟΗΕ» στην Κορέα, ξεσπαθώνει κατά της «ψυχρότητας» της επίσημης Ουάσινγκτον απέναντι στους ντόπιους εθνοσωτήρες:
«Η στρατιωτική κυβέρνησις της Ελλάδος έσωσε την Αμερικήν από ένα νέο Βιετνάμ. Δι’ εμέ είναι αδιανόητον ν’ αποστέλλωμεν τα πολύτιμα τέκνα της Αμερικής ανά τον κόσμον διά να πολεμήσουν τον κομμουνισμόν εις την Ασίαν με μεγίστας απωλείας εις αίμα και χρήμα, και εδώ εις την Ελλάδα να παραμένουν αι Ηνωμέναι Πολιτεία σιωπηλαί, ενώ ο νομοταγής ελληνικός στρατός έσωσε την χώραν από τον κομμουνισμόν, χωρίς την συμμετοχήν του εμψύχου αμερικανικού υλικού».
Οπως ήταν αναμενόμενο, οι δηλώσεις του έγιναν πρωτοσέλιδο σε όλο τον αθηναϊκό Τύπο, από τον «Ελεύθερο Κόσμο» μέχρι τα «Νέα».
Αντιστροφή του ίδιου επιχειρήματος επιχειρήθηκε στην πορεία και από το αντιδικτατορικό κίνημα του εξωτερικού, στην προσπάθειά του να μεταβάλει τη στάση των ΗΠΑ απέναντι στο καθεστώς.
Χαρακτηριστική η πολυσέλιδη έκθεση του Ηλία Δημητρακόπουλου προς το Κογκρέσο, με τίτλο «Ελλάδα: ένα νέο Βιετνάμ;» (Hudson Institute Discussion Paper, 1/8/1969).
«Αν αυτή η πολιτική συνεχιστεί», διαβάζουμε, «οι κομμουνιστές θα έχουν την ευκαιρία να οργανώσουν και καθοδηγήσουν ένα απελευθερωτικό κίνημα στην Ελλάδα, για πρώτη φορά από τα τέλη της δεκαετίας του ’40, με ευρεία υποστήριξη από μη κομμουνιστικά στοιχεία [...] Στο τέλος οι Ελληνες θα γκρεμίσουν από την εξουσία τους καταπιεστές τους. Διαδικασία ενδεχομένως αιματηρή, που θα μπορούσε να εμπλέξει τις ΗΠΑ σε μια ακόμη κατάσταση τύπου Βιετνάμ» (σ.11-12 & 29).
Προπαγανδιστικές εκδόσεις
Αναφορά στο σημαδιακό παράδειγμα της Ελλάδας του 1947 συναντάμε και στη «Λευκή Βίβλο» που εξέδωσε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ τον Ιανουάριο του 1965, για να δικαιολογήσει την κλιμάκωση της αμερικανικής επέμβασης.
Το ντοκουμέντο κυκλοφόρησε επίσημα και σε ελληνική μετάφραση, αντίτυπο της οποίας φυλάσσεται (μαζί με διάφορα προπαγανδιστικά υλικά της Σαϊγκόν) στην Εθνική Βιβλιοθήκη.
Η καταφανώς διαφορετική κλίμακα της αμερικανικής εμπλοκής στις δύο περιπτώσεις επέβαλλε ωστόσο εδώ μια εξίσου σαφή διάκριση:
«Το Βιετνάμ δεν είναι μία δεύτερη Ελλάς, όπου τοπικές ανταρτικές δυνάμεις χρησιμοποιούσαν σαν καταφύγιό τους το έδαφος γειτονικών φιλικών κρατών. [...] Στην περίπτωση του Βιετνάμ μια κομμουνιστική κυβέρνησις επετέθη απρόκλητα με σκοπό να κατακτήση ένα κυρίαρχο λαό ενός γειτονικού κράτους» (σ.3).
Την επίσημη προπαγάνδα συμπλήρωνε η γκρίζα. Το βιβλίο του Ινδού δημοσιογράφου Μ. Σιβαράμ «Τούτος ο πόλεμος - Γιατί;» κυκλοφόρησε το 1966 από τις εκδόσεις Γκόνη, υποστηρίζοντας πως η αμερικανική συνδρομή «στον αντιστασιακό πόλεμο εναντίον των εισβολών [sic] στο Νότιο Βιετνάμ» συνιστούσε «αγνή ανθρωπιστική προσπάθεια» (σ.109-10), διέθετε την πλήρη υποστήριξη του πληθυσμού και «δεν μπορεί να τερματισθή παρά μόνο όταν οι κομμουνισταί αναστείλουν την εισβολή»(σ.131).
Σύμφωνα με τον πρόλογο του βιβλίου, ο συγγραφέας έζησε ένα τετράμηνο στη Σαϊγκόν ως υπότροφος του Διεθνούς Ινστιτούτου Τύπου (σ.11-2).
Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξε επίσης γραμματέας Προπαγάνδας της εξόριστης ινδικής «κυβέρνησης» που είχε στήσει ο Αξονας στη Σιγκαπούρη, γεγονός που φυσικά αποσιωπάται στην έκδοση.
Οπως αποσιωπάται και η λεπτομέρεια ότι το πόνημά του ήταν παραγγελία της Αμερικανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (USIA), που αγόρασε τα δικαιώματα για 31 γλώσσες κι «επεξεργάστηκε» το περιεχόμενό του (Claude Julien, «L’Empire Americain», Παρίσι 1968, σ.304).
Διαφορετικής τάξης προπαγάνδα διεκπεραίωνε η βιογραφία του Τομ Ντούλεϊ, εμβληματικής μορφής του αμερικανικού αντικομμουνιστικού ανθρωπισμού, από τον Βέλγο συγγραφέα Franz Weyergans («Ενας γιατρός στο Βιετνάμ», Αθήνα 1967, εκδ. Ελαφος).
Η έμφαση δίνεται εδώ στην περίθαλψη και τα βιώματα χιλιάδων προσφύγων που εγκατέλειψαν το 1954-1955 το Βόρειο Βιετνάμ για ν’ αποφύγουν τον «κομμουνιστικό ζυγό».
Φυσικά πουθενά δεν γράφεται πως ο ήρωας του βιβλίου στην πραγματικότητα εργαζόταν για τη CIA, εφοδιάζοντάς τη με ονομαστικούς καταλόγους φρονημάτων των πελατών του.
Το Βιετνάμ του Τύπου
Βασική πηγή ενημέρωσης του κοινού εκείνη την εποχή αποτελούσαν οι εφημερίδες και τα περιοδικά.
Αν για τα έντυπα της Αριστεράς δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πώς έβλεπαν τα γεγονότα, ακόμη πιο ενδιαφέρουσα αποδεικνύεται η επισκόπηση των υπολοίπων:μέχρι την 21η Απριλίου και την επιβολή προληπτικής λογοκρισίας, η διάκριση μεταξύ δεξιών και κεντροαριστερών εντύπων (αλλά και μεταξύ εκείνων της άκρας και της μετριοπαθούς Δεξιάς) αντανακλάται ευκρινώς στον τρόπο που καλύπτουν τον πόλεμο.
Τα κεντροαριστερά αμφισβητούν ρητά την αμερικανική εκδοχή των πραγμάτων, δίχως να ταυτίζονται ανοιχτά με τους Βιετκόνγκ· οι συσχετισμοί με την Ελλάδα της δεκαετίας του ’40 είναι συνήθως εδώ έμμεσοι και υπαινικτικοί.
Τα ακροδεξιά υπερασπίζονται απροκάλυπτα την αμερικανική επέμβαση, υπενθυμίζοντας διαρκώς την ελληνική εμπειρία και προφητεύοντας σταθερά την οριστική συντριβή των «συμμοριτών».
Τα μετριοπαθή, τέλος, ισορροπούν ανάμεσα στις δύο εκδοχές, υποστηρίζοντας διακριτικά τους Αμερικανούς.
Ο πλουραλισμός αυτός αναβίωσε μετά την κατάργηση της προληπτικής λογοκρισίας τον Οκτώβριο του 1969.
«Στη διάρκεια του 1971 οι εφημερίδες ξαναπόκτησαν μεγάλο μέρος από την παλιά τους προσωπικότητα» εξηγεί σε κείμενό της εκείνης της εποχής η Ελένη Βλάχου.
«Το μυστικό είναι απλό και βρίσκεται στις εξωτερικές ειδήσεις. Επειδή είναι επικίνδυνο να αγγίξει κανείς ακόμα και τα πιο αθώα θέματα που αφορούν την οικονομία, την πολιτική ή την εξωτερική πολιτική αν συνδέονται με την Ελλάδα, οι εφημερίδες αποφάσισαν να επιμένουν στα εξωτερικά πολιτικά θέματα, στα διεθνή σκάνδαλα, στην ξένη οικονομία, στις ξένες εκλογές, στις ξένες καταστροφές, στις ξένες επαναστάσεις, ακόμα και στα ξένα σήριαλς και στις ξένες κριτικές των ξένων βιβλίων και των ξένων θεαμάτων. Ενα θέμα από μόνο του, ο πόλεμος του Βιετνάμ για παράδειγμα, είναι αρκετό να χαρακτηρίσει μια εφημερίδα σαν άκρα δεξιά, φιλελεύθερη ή αριστερή, μόνο και μόνο επειδή θα δημοσιεύσει το άρθρο του ενός ή του άλλου αμερικανού αρθρογράφου. Δεν ήταν καθόλου δύσκολο να αναγνωρίσει κανείς αν το δράμα του Μάι Λάι και οι περιπέτειες των αξιωματικών Κάλεϋ και Μεντίνα κρίνονταν από δεξιά ή αριστερή σκοπιά» («Οι συνταγματάρχες και ο Τύπος», σε Γ. Γιαννόπουλος - R. Clogg [επιμ.], «Η Ελλάδα κάτω από στρατιωτικό ζυγό», Αθήνα 1976 [1η έκδοση: Λονδίνο 1972], σ.132).
Για τον σκληρό πυρήνα της εθνικοφροσύνης οι αποκαλύψεις των ίδιων των αμερικανικών ΜΜΕ για την πραγματική φύση του βρόμικου πολέμου δεν είχαν άλλωστε την παραμικρή σημασία.
Ο απεσταλμένος π.χ. του «Ελεύθερου Κόσμου», Τέρπος Πηλείδης, που επισκέφτηκε το Βιετνάμ το 1971, θεωρεί τις αναλογίες με την Ελλάδα του «συμμοριτοπολέμου» σαν το μόνο ερμηνευτικό σχήμα: «οι κάτοικοι των χωριών και των κωμοπόλεων έχουν οργανωθή σε σώματα αυτοαμύνης, ακριβώς κάτι σαν τα δικά μας ΤΕΑ» (3/3)· οι ομαδικοί τάφοι θυμάτων των Βιετκόγκ στη Χουέ θυμίζουν «τα φοβερά εκείνα πηγάδια της Πελοποννήσου, μέσα στα οποία ο περιβόητος ΕΛΑΣ έρριξε τα πτώματα των εθνικιστών εχθρών του ή και εντελώς αμετόχων πολιτών» (4/3)· η εισβολή του 1970 στην Καμπότζη παρομοιάζεται με την τελική εξόρμηση του Εθνικού Στρατού στο Βίτσι και τον Γράμμο (3/3)· οι σκοτωμένοι αντάρτες έπεσαν κι εδώ «μαχόμενοι κατά της πατρίδος τους» (3/3)· μοναδική αιτία για «την σχετική υποστήριξι και ενίσχυσι που βρίσκουν οι Βιετκόνγκ, τόσο μέσα στα αστικά κέντρα όσο και στην ύπαιθρο» θεωρεί, τέλος, τον φόβο, φαινόμενο που «δύσκολα μπορούν να καταπολεμήσουν οι αρχές, όπως το παραδέχθηκεν ακόμα και ο αρχηγός της Ψυχολογικής Υπηρεσίας του στρατού» (5/3).
Την ενότητα των δύο κόσμων επισφραγίζει η συνέντευξη, προς τον ίδιο δημοσιογράφο, του Νοτιοβιετναμέζου Υπ.Εξ. Τραν Βαν Λαμ (28/2):
«Εχει εκπληκτικήν ενημερότητα στα πολιτικά της Ελλάδος. Εκφράζει την εμπιστοσύνην του στο σημερινό ελληνικό καθεστώς, που το θεωρεί σαν μια αναγκαία μεταβατική περίοδο για να εισέλθη η χώρα μας στην οδό των δημοκρατικών θεσμών. Μου ζητεί λεπτομέρειες για το νέο ελληνικό Σύνταγμα και ακούει τις εξηγήσεις μου με ενδιαφέρον. Βρίσκει πως υπάρχουν πολλές ομοιότητες μεταξύ της πολιτικής καταστάσεως της Ελλάδος και της χώρας του κατά τα τελευταία χρόνια».
Η ανταποκρίτρια της διπλανής πόρτας
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ» 3/8/1966
Tο πιο χαρακτηριστικό δείγμα απόκλισης ανάμεσα στην τότε και την τωρινή αντιμετώπιση της αμερικανικής επέμβασης στο Βιετνάμ από τους εκφραστές της εγχώριας εθνικοφροσύνης αποτελούν τα γραπτά μιας επώνυμης πένας του χώρου.
Δημοσιογράφος του «Ελεύθερου Κόσμου» τότε, χρονογράφος της «Βραδυνής» και της «Εστίας» αργότερα, η Αλεξάνδρα Στεφανοπούλου κάλυψε τον πόλεμο το καλοκαίρι του 1966 και κατέθεσε τη μαρτυρία της αρχικά στην εφημερίδα και κατόπιν σε βιβλίο («Μια Ελληνίδα στον πόλεμο του Βιετνάμ», Αθήναι 1967, εκδόσεις Κ. Κακουλίδη).
Η ματιά της εκεί αξίζει ν’ αντιπαραβληθεί με όσα η ίδια αφηγείται κατόπιν εορτής στα γαργαλιστικά απομνημονεύματά της («Scoop. Οσα δεν δημοσιεύθηκαν», Αθήνα 2008, εκδ. Φερενίκη).
Σύμφωνα μ’ αυτά τα τελευταία, η Στεφανοπούλου, απόφοιτη Αγγλικής Φιλολογίας δίχως την παραμικρή δημοσιογραφική προϋπηρεσία, επιλέχθηκε ως πολεμική ανταποκρίτρια ακριβώς λόγω της επαγγελματικής απειρίας της: ο εκδότης Σάββας Κωνσταντόπουλος «σκέφτηκε ότι θα προξενούσε μεγαλύτερη εντύπωση» στο κοινό των πρώτων κρίσιμων φύλλων της εφημερίδας αν, αντί για κάποιον επώνυμο άρρενα δημοσιογράφο, «έστελναν» στον πόλεμο «ένα νέο, άγνωστο κορίτσι».
Αυτός και ο διευθυντής της εφημερίδας, Κώστας Τριανταφυλλίδης, «δεν εξέτασαν καν εάν διέθετα τα προσόντα και αν θα είχα τη δυνατότητα να στέλνω ανταποκρίσεις» εξηγεί με αφοπλιστική ειλικρίνεια η παλαίμαχη πλέον δημοσιογράφος. «Θα μπορούσαν να γράφουν οι ίδιοι από τα τηλεγραφήματα του Associated Press και να βάζουν από κάτω την υπογραφή μου! Αυτό που τους ενδιέφερε ήταν να στέλνω φωτογραφίες μου σε διάφορα “τοπία” του πολέμου. Υπολόγιζαν ότι σαν γυναίκα που ήμουν και με τη λαχτάρα να διακριθώ σαν δημοσιογράφος, θα πόζαρα συνέχεια στον φωτογραφικό φακό. Μπορεί και να εξέθετα τον εαυτό μου σε κίνδυνο λόγω της απειρίας μου. Αν συνέβαινε κάτι δυσάρεστο, δεν θα το άφηναν ανεκμετάλλευτο. “Σκοτώθηκε η απεσταλμένη μας στο Βιετνάμ”, τίτλος οκτάστηλος, που θα έκανε ανάρπαστη την εφημερίδα! Ετυχε αργότερα να βρίσκουν ενδιαφέρουσες τις ανταποκρίσεις που τους έστελνα» (σ.17-8).
Δημοσιογράφος-«φαινόμενον»
Η ίδια ανταποκρίθηκε πλήρως σ’ αυτές τις προσδοκίες. Από την πρώτη παράγραφο της παρθενικής ανταπόκρισής της, το προσωπικό προφίλ που έχτισε ήταν αυτό μιας «αντισυμβατικής» απόλυτης ταύτισης με το εγχείρημα των ΗΠΑ:
«Τείνω να μεταβληθώ εις φαινόμενον, διότι απλώς δεν αισθάνομαι την διάθεσιν να συμμορφωθώ με την εδώ επικρατούσαν γενικώς δημοσιογραφικήν μόδαν, η οποία επιβάλλει την αναμετάδοσιν ανταποκρίσεων δυσμενών διά την αμερικανικήν θέσιν επί του προβλήματος του Βιετ-Ναμ και την εξέλιξιν των επιχειρήσεων κατά των Βιετκόγκ. Το φαινόμενον προκαλεί την έκδηλον έκπληξιν και αυτών ακόμη των αμερικανικών στρατιωτικών αρχών –έκπληξιν ευχάριστον, εάν κρίνω από την προθυμίαν των να με βοηθήσουν εις τας εξορμήσεις μου προς παρακολούθησιν των επιχειρήσεων» (27/7/1966, σ.1).
Την ίδια εικόνα αναπαράγει και στο βιβλίο που έβγαλε την επόμενη χρονιά, με διακηρυγμένο στόχο «να δώση στους ανθρώπους καλής θελήσεως την πραγματική εικόνα του αγώνα που γίνεται εκεί κάτω από τον ελεύθερο κόσμο για την Δημοκρατία. Εναν αγώνα που εμείς οι Ελληνες καταλαβαίνουμε πολύ καλά, γιατί ζήσαμε τις τραγικές στιγμές του συμμοριτοπολέμου» (σ.12).
Η αντοχή των Βιετκόνγκ αποδίδεται σε «γκαγκστερική» τρομοκράτηση του πληθυσμού (σ.64) και «παιδομάζωμα» των αγοριών, «γνωστή κομμουνιστική μέθοδο» από τα καθ’ ημάς (σ.73-5).
Ο αναγνώστης διαβεβαιώνεται πάντως ότι τα πράγματα πάνε καλά: «το Νότιο Βιετ-Ναμ έχει αποκτήσει πολιτική σταθερότητα» (σ.83), «οι συμμορίτες δεν κατάφεραν να σημειώσουν ούτε μια νίκη στα δυο τελευταία χρόνια» (σ.76-7) και «οι Αμερικανοί δεν επιδιώκουν να κερδίσουν τον πόλεμο μόνο στον στρατιωτικό τομέα. Αγωνίζονται για να εκπολιτίσουν τον τόπο» (σ.170).
Η νεαρή δημοσιογράφος δεν διστάζει να καταγγείλει όσους συναδέλφους της δημοσίευαν αρνητικές ειδήσεις σαν εκούσια ή ακούσια όργανα του εχθρού: «Οι ανταποκριτές που παρακολουθούν τον πόλεμο του Βιετ-Ναμ ανήκουν σε διάφορες πολιτικές παρατάξεις. Ανάμεσά τους βρίσκονται και οι δήθεν αντικειμενικοί, που στην πραγματικότητα εξυπηρετούν τα κομμουνιστικά συμφέροντα. Και η κομμουνιστική προπαγάνδα αρπάζει την κάθε ευκαιρία, για να την εκμεταλλευθή όπως την συμφέρει. Το Ανόι φθάνει στο σημείο να δίνη στον Τύπο ψεύτικες πληροφορίες, φτιαχτές συνεντεύξεις και σκηνοθετημένες φωτογραφίες, που παρουσιάζουν δήθεν Αμερικανούς να τυραννούν άκακους πολίτες. Αν και από την Σαϊγκόν δεν γίνη προσπάθεια να μην τροφοδοτήται η κομμουνιστική προπαγάνδα, τότε ο αγώνας για τη δημοκρατία θα δυσφημίζεται άδικα» (σ.113).
Μη αρκούμενη στις συμβουλές, δίνει η ίδια έμπρακτα το παράδειγμα. Για τον βομβαρδισμό ενός χωριού με ναπάλμ, με 24 νεκρούς κι 82 τραυματίες μεταξύ του άμαχου πληθυσμού, αποφαίνεται έτσι κατηγορηματικά ότι έφταιγαν οι Βιετκόνγκ που «προκάλεσαν» με τα λιανοτούφεκά τους τα αμερικανικά αεροσκάφη.
Η ανταπόκριση κλείνει με το πολιτικά ορθό συμπέρασμα: «Ο πόλεμος στοιχίζει πάντα ανθρώπινες ζωές. Οσο κι αν ψάξουμε, δε θα βρούμε καμμιά ιστορία πολέμου που να μη στοίχισε και τη ζωή των αθώων. Σημασία έχει όμως να ξέρουμε ποιος φταίει πραγματικά γι’ αυτό» (17/8/1966, σ.1).
H ερωτευμένη μαριονέτα
Στον «Ελεύθερο Κόσμο» η Στεφανοπούλου διαβεβαίωνε λ.χ. για την υποδειγματική ηρεμία της νοτιοβιετναμικής πρωτεύουσας:
«Μετά από τόσα χρόνια πόλεμο περίμενα να βρω μια πόλη κατεστραμμένη, με κτίρια τρυπημένα από οβίδες, όπως έγινε μια φορά στην Αθήνα τον καιρό του κινήματος. [...] Αν όμως εξαιρέση κανένας μερικά τσουβαλάκια γεμισμένα με άμμο, που βρίσκονταν στις εισόδους των μεγάλων στρατιωτικών κτιρίων, τίποτε άλλο στη Σαϊγκόν δεν έχει την όψι του πολέμου. [...] Οι κάτοικοι χαμογελούν ξένοιαστοι, σα να μη γίνεται πόλεμος εκεί τριγύρω» (28/7/1966).
Στα απομνημονεύματα η εικόνα είναι πολύ διαφορετική (σ.24):
«Από την πρώτη στιγμή που αντίκρυσα την εικόνα του αεροδρομίου, είχα τρομοκρατηθεί. Στο δρόμο για το ξενοδοχείο είχα ακούσει θόρυβο από εκρήξεις και ριπές όπλων. Οπως με πληροφόρησαν οι συνοδοί μου, οι Βιετ Κονγκ δρούσαν ημέρα και νύχτα και προέβαιναν σε ανατινάξεις κτιρίων και σε ρίψεις χειροβομβίδων σε καταστήματα και σε μπαρ. Ηταν τόσο πυκνοί οι θόρυβοι από εκρήξεις, ώστε είχαν φύγει όλα τα πουλιά από τη Σαϊγκόν!»
Εκ των υστέρων, πάλι, ο Νοτιοβιετναμέζος πρόεδρος Νγκουέν Βαν Τιέου κι ο πρωθυπουργός του Κάο Κι δεν είναι παρά «μαριονέτες που υποστήριζαν οι Αμερικανοί» (σ.15).
Στο βιβλίο του 1967, αντίθετα, ο Κι σκιαγραφείται ως ηγέτης πρώτου μεγέθους, ένας «Τσώρτσιλ της Απω Ανατολής» (σ.137), που «έχει να κάνη πολλά, μέχρι να ειρηνεύση τον τόπο του και να δη το Βιετ-Ναμ ευτυχισμένο» (σ.139).
Δεν λείπει ούτε η απαραίτητη πινελιά λάιφ στάιλ: «Ο στρατηγός και η γυναίκα του είναι το πιο κομψό, το πιο ερωτευμένο και το πιο φωτογραφημένο ζευγάρι του Βιετ-Ναμ. “Δεν μου αρέσουν οι τελετές και οι κοσμικές εμφανίσεις”, μου εμπιστεύθηκε η κυρία Κυ, “αλλά πρέπει να γίνονται όλα αυτά, για να βοηθώ τον άνδρα μου στη δουλειά του”» (σ.125-6).
Οι ασιατικές «Θερμοπύλες» της αμερικανικής νεολαίας
Η πιο ένθερμη συνηγορία υπέρ της αμερικανικής επέμβασης στο Βιετνάμ που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του πολέμου τυπώθηκε το 1969 και υπογράφεται από τον κατεξοχήν «σκληρό εθνικιστή» της απριλιανής χούντας: τον συνταγματάρχη Ιωάννη Λαδά, μέλος του «επαναστατικού συμβουλίου» και γενικό γραμματέα του υπουργείου Εσωτερικών.
Ηταν ένα δεκαεξασέλιδο βιβλιαράκι μικρού σχήματος με τον αποστομωτικό τίτλο «Υπόθεσις Βιέτ-Ναμ. Η προσφορά των Αμερικανών εις την ιδέα της ελευθερίας» και ανάλογο περιεχόμενο.
Η δομή και το είδος της επιχειρηματολογίας του οδηγεί στην υπόθεση εργασίας ότι στη σύνταξή του είχε πιθανότατα συμβάλει ο στενός συνεργάτης και κουμπάρος του Λαδά, Κώστας Πλεύρης, πρόσφατο πόνημα του οποίου περιέχει ανεκδοτολογικές πληροφορίες για τις επαφές τους με τον πρέσβη της Σαϊγκόν στην Αθήνα.
Σε κάθε περίπτωση η ανάγνωσή του αποδεικνύεται εξαιρετικά διαφωτιστική για την πλήρη ταύτιση των κατεξοχήν εκπροσώπων του ελληνικού «εθνικισμού» με τους υπερατλαντικούς πάτρονές τους.
Ενιαίος αγών
Εκείνο δε που «πραγματικώς υπάρχει» είναι η πλανητική σύγκρουση «κομμουνισμού και ελευθέρου κόσμου» (σ.4), μεταξύ των οποίων «είναι αδύνατος και αδιανόητος πάσα συνεννόησις» (σ.5). Η ειρηνική συνύπαρξη των δύο συνασπισμών δεν αποτελεί παρά «αδιάκοπον προετοιμασίαν» για τον επερχόμενο παγκόσμιο πόλεμο (σ.7), γεγονός που επιβάλλει τις δέουσες στοιχίσεις:
«Ο αντικομμουνιστικός αγών είναι ενιαίος. Δηλαδή οι ελεύθεροι λαοί οφείλουν να θεωρούν κάθε αγώνα εναντίον του κομμουνισμού ως ιδικήν των υπόθεσιν, έστω και αν διεξάγεται εις την άλλην άκρην της γης. Η Δύσις υποχρεούται, χάριν των αρχών της, να μην αφήση ούτε το ελάχιστον σημείον προόδου εις τον Μαρξισμόν. Εντός της αμύνης ταύτης εμπίπτει ολόκληρος η υπόθεσις του Βιετ-Ναμ» (σ.11).
Οι διακηρύξεις περί «ελευθέρων λαών» από τον εκπρόσωπο της σκληροπυρηνικής πτέρυγας μιας στρατοκρατικής δικτατορίας είναι βέβαια τραγελαφικές.
Εξίσου τραγελαφική είναι και η προσπάθειά του να εμφανίσει την αδελφή χούντα του Νοτίου Βιετνάμ σαν τον θεματοφύλακα ενός αυθεντικού εθνικισμού, θεμελιωμένου στην πάλη εναντίον (όχι των Αμερικανών εισβολέων αλλά) των γειτονικών λαών:
«Χώρα αρχαιοτάτη, με πολιτισμόν και ανεπτυγμένα ήθη και έθιμα και κυρίως το αίσθημα της ελευθερίας, ηγωνίσθη κατά των κατακτητών της Κινέζων και απέκτησε την ανεξαρτησίαν της» (σ.11).
Η γαλλική αποικιοκρατία ζωγραφίζεται, απεναντίας, με σχεδόν ειδυλλιακά χρώματα: «Διάφοροι Ευρωπαϊκοί λαοί οι οποίο διήλθον εκείθεν ή και εδημιούργησαν αποικίας, εσεβάσθησαν την ελευθερίαν εκείνων των ανθρώπων» (σ.11).
Ομως «οι Γάλλοι προφανώς δεν εχειρίσθησαν όπως έπρεπε τα ζητήματα της χερσονήσου, με αποτέλεσμα οι ελάχιστοι κομμουνισταί να εκμεταλλευθούν υπέρ αυτών τον αντιαποικιακόν αγώνα του λαού» (σ.11).
Η Συνθήκη της Γενεύης, που διχοτόμησε «προσωρινά» τη χώρα (20/7/1954), προέβλεπε ρητά ελεύθερες εκλογές για την επανένωσή της μέσα σε μια διετία.
Αυτοί που αντιτάχθηκαν σ’ αυτή την εξέλιξη (και τη βέβαιη επικράτηση των κομμουνιστών, που είχαν καθοδηγήσει το αντιαποικιακό κίνημα) ήταν οι ΗΠΑ και ο ντόπιος πελάτης τους, δικτάτορας Νγκο Ντιν Ντιεμ.
Αντιγράφοντας την αμερικανική προπαγάνδα των ημερών, ο γ.γ. της ελληνικής χούντας δεν έχει φυσικά κανένα πρόβλημα ν’ αντιστρέψει πλήρως αυτά τα πασίγνωστα δεδομένα: «Μολονότι επρόκειτο να γίνουν εκλογαί εις ολόκληρον την χώραν, οι κομμουνισταί παρεσπόνδισαν και αντί εκλογών αιματοκύλησαν το Εθνος, το οποίον, βάσει των διεθνών νομίμων και βάσει της ανάγκης υπάρξεώς του, εζήτησε την βοήθειαν των ΗΠΑ» (σ.12).
Οι Λεωνίδες και η αντλία
Καρδιά του πονήματος Λαδά αποτελεί το κεφάλαιο «Επρεπε οι Αμερικανοί να επέμβουν;».
Το ερώτημα αποδεικνύεται, φυσικά, καθαρά ρητορικό:
«Σάλος ηγέρθη μετά την επέμβασιν των Αμερικανών. Ποίοι τον ήγειραν; Οι κομμουνισταί και οι συνοδοιπόροι.
Η ποιότης των φωνασκούντων κατά των ΗΠΑ εδικαίωσε την επέμβασίν των.
Η επέμβασις των ΗΠΑ ασφαλώς δεν υπήρξεν επέμβασις εις τα εσωτερικά μιας χώρας.
Προσεκλήθησαν χάριν της σωτηρίας αυτής της χώρας από τους Σοβιετικούς, οι οποίοι επενέβαινον προς κυρίευσίν της.
Προσεκλήθησαν και μετέβησαν εκεί, διότι αν δεν το έπραττον, οι κομμουνισταί θα εκυριάρχουν του Βιετ-Ναμ και θα ήνοιγαν αλλού νέαν πληγήν.
Επενέβησαν οι Αμερικανοί και δι’ ένα άλλον λόγον ακόμη. Η υπόθεσις του κομμουνισμού δεν είναι υπόθεσις του Βιετ-Ναμ αλλά ολοκλήρου του ελευθέρου κόσμου, ο οποίος δικαιούται και νομιμοποιείται να αμύνεται οπουδήποτε ο κομμουνισμός επιτίθεται.
Ετσι ακριβώς είχε συμβεί το 1946-49 εις την Ελλάδα, όπου μας συμπαρεστάθη η Αμερική υλικώς, ηθικώς και διπλωματικώς διά να ανταπεξέλθωμεν εις την σοβιετικήν απειλήν.
Και εσώθημεν τότε, όπως θα εσώζοντο και άλλα Εθνη αν πάντοτε ηκολουθείτο το σωτήριον αμυντικόν δόγμα, το οποίον προανεφέρθη» (σ.12-3).
Η ποιότης των φωνασκούντων κατά των ΗΠΑ εδικαίωσε την επέμβασίν των.
Η επέμβασις των ΗΠΑ ασφαλώς δεν υπήρξεν επέμβασις εις τα εσωτερικά μιας χώρας.
Προσεκλήθησαν χάριν της σωτηρίας αυτής της χώρας από τους Σοβιετικούς, οι οποίοι επενέβαινον προς κυρίευσίν της.
Προσεκλήθησαν και μετέβησαν εκεί, διότι αν δεν το έπραττον, οι κομμουνισταί θα εκυριάρχουν του Βιετ-Ναμ και θα ήνοιγαν αλλού νέαν πληγήν.
Επενέβησαν οι Αμερικανοί και δι’ ένα άλλον λόγον ακόμη. Η υπόθεσις του κομμουνισμού δεν είναι υπόθεσις του Βιετ-Ναμ αλλά ολοκλήρου του ελευθέρου κόσμου, ο οποίος δικαιούται και νομιμοποιείται να αμύνεται οπουδήποτε ο κομμουνισμός επιτίθεται.
Ετσι ακριβώς είχε συμβεί το 1946-49 εις την Ελλάδα, όπου μας συμπαρεστάθη η Αμερική υλικώς, ηθικώς και διπλωματικώς διά να ανταπεξέλθωμεν εις την σοβιετικήν απειλήν.
Και εσώθημεν τότε, όπως θα εσώζοντο και άλλα Εθνη αν πάντοτε ηκολουθείτο το σωτήριον αμυντικόν δόγμα, το οποίον προανεφέρθη» (σ.12-3).
Η κορύφωση της εξύμνησης του νέου έπους επέρχεται -πώς αλλιώς;- με την ταύτιση του αμερικανικού εκστρατευτικού σώματος με τους 300 του Λεωνίδα:
«Τελικώς θα εκυριάρχουν οι κομμουνισταί, αν δεν αντιπαρετάσσετο εις την σοβιετικήν πανουργίαν η σθεναρά θέλησις των ΗΠΑ να μη αφήσουν, να μη εγκαταλείψουν την δοκιμαζομένην χώραν.
Το αντίτιμον υπήρξε βαρύ. Μία αντλία εστήθη εις τας φοβεράς ζούγκλας και ήρχισεν το μακάβριο έργον της, την απορρόφησιν του αίματος των Αμερικανοπαίδων.
Οι νέοι των ΗΠΑ που πίπτουν εις το Βιετ-Ναμ πίπτουν εν ονόματι και υπέρ υψηλών ιδεωδών, χάριν των οποίων αξίζει η θυσία της ζωής.
Η θυσία όμως των Αμερικανών ενέχει και άλλη σημασίαν. Δίνεται όχι μόνον διά την Πατρίδα των, αλλά και δι’ ολόκληρον την ανθρωπότητα.
Είναι όπως αι Θερμοπύλαι και ο Μαραθών που έγιναν από τους Ελληνας διά την Ελλάδα, αλλά και διά την ανθρωπότητα ολόκληρον, διότι και την ανθρωπότητα ωφέλησαν.
Οθεν η ακτινοβολία της θυσίας των Αμερικανών είναι παγκόσμιος. [...]
Ο Αμερικανός νέος, πρόμαχος μεγάλος ιδεωδών, στέλλει παντού και προς τους αιώνας το μήνυμά του: Να μην πάη χαμένη η θυσία του.
Αυτό ας το εκτιμήσουν αι μεταγενέστεραι και αι υπάρχουσαι γενεαί της Αμερικής.
Οι Ελληνες το θαυμάζουν διότι γνωρίζουν από αγώνας και θυσίας, χάριν ιδανικών.
Εις την δικαίαν κρίσιν της Ιστορίας οι Αμερικανοί στρατιώται και το Αμερικανικόν Εθνος με τον αγώνα του Βιετ-Ναμ κατέκτησαν επαξίως αξιοζήλευτον θέσιν.
Ο Ελληνικός Λαός, ο οποίος εδεινοπάθησεν από τον κομμουνισμόν, καταλαβαίνει και τιμά εκείνον τον υπέροχον αγώνα του υπερόχου Αμερικανού αγωνιστού, που δεν μπορή παρά να κλείση με νίκην.
Με την νίκην του πνεύματος κατά της ύλης, της ελευθερίας κατά της βίας, του πολιτισμού κατά της βαρβαρότητος» (σ.14-15).
Το αντίτιμον υπήρξε βαρύ. Μία αντλία εστήθη εις τας φοβεράς ζούγκλας και ήρχισεν το μακάβριο έργον της, την απορρόφησιν του αίματος των Αμερικανοπαίδων.
Οι νέοι των ΗΠΑ που πίπτουν εις το Βιετ-Ναμ πίπτουν εν ονόματι και υπέρ υψηλών ιδεωδών, χάριν των οποίων αξίζει η θυσία της ζωής.
Η θυσία όμως των Αμερικανών ενέχει και άλλη σημασίαν. Δίνεται όχι μόνον διά την Πατρίδα των, αλλά και δι’ ολόκληρον την ανθρωπότητα.
Είναι όπως αι Θερμοπύλαι και ο Μαραθών που έγιναν από τους Ελληνας διά την Ελλάδα, αλλά και διά την ανθρωπότητα ολόκληρον, διότι και την ανθρωπότητα ωφέλησαν.
Οθεν η ακτινοβολία της θυσίας των Αμερικανών είναι παγκόσμιος. [...]
Ο Αμερικανός νέος, πρόμαχος μεγάλος ιδεωδών, στέλλει παντού και προς τους αιώνας το μήνυμά του: Να μην πάη χαμένη η θυσία του.
Αυτό ας το εκτιμήσουν αι μεταγενέστεραι και αι υπάρχουσαι γενεαί της Αμερικής.
Οι Ελληνες το θαυμάζουν διότι γνωρίζουν από αγώνας και θυσίας, χάριν ιδανικών.
Εις την δικαίαν κρίσιν της Ιστορίας οι Αμερικανοί στρατιώται και το Αμερικανικόν Εθνος με τον αγώνα του Βιετ-Ναμ κατέκτησαν επαξίως αξιοζήλευτον θέσιν.
Ο Ελληνικός Λαός, ο οποίος εδεινοπάθησεν από τον κομμουνισμόν, καταλαβαίνει και τιμά εκείνον τον υπέροχον αγώνα του υπερόχου Αμερικανού αγωνιστού, που δεν μπορή παρά να κλείση με νίκην.
Με την νίκην του πνεύματος κατά της ύλης, της ελευθερίας κατά της βίας, του πολιτισμού κατά της βαρβαρότητος» (σ.14-15).
Συντάκτης: Τάσος Κωστόπουλος - "Εφημερίδα των Συντακτών"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου