«Εάν οι Βούλγαροι προπαγανδισταί συγκεντρώσωσι 1.000 ζεύγη μαλλίνων καλτσών υπέρ του Γερμανικού στρατού,
να συγκεντρωθώσι προς αντίδρασιν 1.500 υπό του Ελληνικού πληθυσμού»
να συγκεντρωθώσι προς αντίδρασιν 1.500 υπό του Ελληνικού πληθυσμού»
Αθανάσιος Χρυσοχόου (19/3/1942)
29 Ιανουαρίου 1971. Η χούντα αποφασίζει να τιμήσει ένα υψηλόβαθμο στέλεχος της κατοχικής Ελληνικής Πολιτείας, δίνοντας το όνομά του σε δρόμο της Θεσσαλονίκης. Γεγονός που δεν εκπλήσσει κανέναν, καθώς το δικτατορικό καθεστώς είχε ήδη αναγνωρίσει ακόμη και τον ένοπλο δωσιλογισμό στο πλευρό της Βέρμαχτ σαν «εθνική αντίσταση», ανταμείβοντας τους συνεργάτες των Γερμανών με ουκ ολίγα υλικά ευεργετήματα (Ν.Δ. 169/1969, άρθρα 1β και 16).
23 Αυγούστου 2016. Με εισήγηση του Τριαντάφυλλου Μηταφίδη, η αρμόδια επιτροπή του δημοτικού συμβουλίου Θεσσαλονίκης αποφασίζει τη μετονομασία της οδού Αθανασίου Χρυσοχόου σε οδό Αλμπέρτου Ναρ, τιμώντας αντί του κατοχικού γενικού διοικητή έναν ντόπιο Εβραίο λογοτέχνη. Η πρόταση θα εγκριθεί από την ενεχόμενη δημοτική κοινότητα αλλά θ’ απορριφθεί από την επιτροπή μετονομασιών της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας-Θράκης [ΑΔΜΘ (6/6/2017)], ως «ανεπαρκώς δικαιολογημένη» όσον αφορά τη δωσίλογη πολιτεία τού υπό αποκαθήλωση στρατηγού. Ο δήμος ζήτησε πληροφορίες από το Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης (ΚΙΘ), που την 1/12/2017 υπέβαλε σχετικό βιογραφικό σημείωμα του Αθανασίου Χρυσοχόου, συνταγμένο από υπάλληλό του ιστορικό. Στις 16/2/2018 η επιτροπή της ΑΔΜΘ γνωμοδότησε υπέρ της μετονομασίας.
5 Μαρτίου 2018. Ο εγγονός του Χρυσοχόου, δικηγόρος Ηρακλής Σπανός, απευθύνει εν ονόματι και των λοιπών απογόνων του επιστολή στον συντάκτη της έκθεσης του ΚΙΘ κατηγορώντας τον πως όχι μόνο «στερείται της αναγκαίας ιστορικής αντικειμενικότητας και τεκμηρίωσης», αλλά υπηρετεί εσκεμμένα «τον στόχο εκπροσώπων συγκεκριμένης ιδεολογικής αντίληψης για τη σπίλωση και βάναυση προσβολή της μνήμης του Αθανασίου Χρυσοχόου». Προειδοποιεί, δε, ότι προτίθενται «να ασκήσουν όλα τα νόμιμα δικαιώματά τους για την αποκατάσταση της μνήμης του στρατηγού».
Ακόμη πιο εύγλωττες υπήρξαν οι αντίστοιχες δημόσιες παρεμβάσεις του σωματείου «Ηπειρωτική Εστία»: ένα κείμενο «αποφοίτου του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου», με πρωτεύουσα βιβλιογραφική αναφορά σε άρθρο του ακροδεξιού περιοδικού «Τότε» (1997), αντλημένο από την ανάρτησή του σε ακροδεξιό ιστότοπο, και κυρίως η παρέμβαση της γ.γ. της Εστίας, Αθηνάς Τοτοκώση, στην αρμόδια επιτροπή της ΑΔΜΘ (16/2).
Το πρώτο υπερασπίζεται ρητά όχι μόνο τον Χρυσοχόου, αλλά και τον κατοχικό πρωθυπουργό Τσολάκογλου, ενώ η δεύτερη προβαίνει σε υποδείξεις για τις πηγές που έπρεπε να προτιμηθούν κατά την αποτίμηση του έργου του στρατηγού: ένα βιβλίο του Δημοσθένη Κούκουνα, αντί για τον τοπικό Τύπο, κυρίως όμως «οι ιστορικοί ερευνητές Στράτος Δορδανάς και Βάιος Καλογρηάς» μαζί με «μέλη της οικογένειας του εκλιπόντος».
Το νόημα της παρέμβασής της συμπυκνώθηκε, πάντως, στη διακήρυξη πως «εμείς είμαστε πολύ μικροί για να κρίνουμε τέτοιες προσωπικότητες», σαν τον κατοχικό γενικό επιθεωρητή Νομαρχιών, φρούραρχο Θεσσαλονίκης και γενικό διοικητή Μακεδονίας...
Διαβάζοντας τα παραπάνω και την έκθεση του ΚΙΘ, μένουμε κυριολεκτικά εμβρόντητοι. Αν μη τι άλλο, το επίμαχο βιογραφικό στηρίζεται σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό στο έργο ακριβώς εκείνων των ερευνητών που επικαλείται η «Ηπειρωτική Εστία»: 59 από τις 77 συνολικά υποσημειώσεις της έκθεσης (76,6%) παραπέμπουν σε δικά τους κείμενα – 50 στου Καλογρηά και 9 στου Δορδανά!
Η μεταξύ τους αναλογία είναι δε εξίσου σημαντική, καθώς το έργο του Καλογρηά επιχειρεί την απροκάλυπτη πολιτική αποκατάσταση τόσο του υπηρεσιακού όσο και του ένοπλου δωσιλογισμού ως καλοπροαίρετων «εθνικιστών» που πάλεψαν ενάντια στην «εαμοκρατία».
Και, πάνω απ’ όλα, την αποκατάσταση του ίδιου του Χρυσοχόου μέσω της ένθερμης αναπαραγωγής των ισχυρισμών που αυτός πρόβαλε μεταπολεμικά στα βιβλία και τα απολογητικά υπομνήματά του: τα τελευταία καλύπτουν το 61% των παραπομπών (59 στις 74) του άρθρου του Καλογρηά «Αντίσταση και συνεργασία. Η περίπτωση του συνταγματάρχη Αθανασίου Χρυσοχόου» (στο συλλογικό «“Εχθρός” εντός των τειχών. Οψεις του δωσιλογισμού στην Ελλάδα της Κατοχής», Αθήνα 2006, σ. 209-29) και πάνω από τις μισές (31 στις 60) του σχετικού κεφαλαίου της διδακτορικής διατριβής του («Το αντίπαλο δέος», Θεσ/νίκη 2012, σ. 157-166).
Κάλτσες για τη Βέρμαχτ
Τι ακριβώς έκανε, όμως, ο συνταγματάρχης Χρυσοχόου στη διάρκεια της τριπλής Κατοχής;
Για τη σκιαγράφηση των πεπραγμένων του δεν χρειάζεται να καταφύγουμε στα εχθρικά προς αυτόν κείμενα της ΕΑΜικής αντίστασης, που τον στολίζουν με όλα τα κοσμητικά επίθετα, αποδίδοντάς του τη συγκρότηση και δράση κάθε είδους αντίπαλων σχηματισμών – προκειμένου, κατά κανόνα, να πείσουν για τον δωσιλογισμό (αποδεδειγμένο ή απλώς εικαζόμενο) αυτών των τελευταίων.
Απείρως πιο εύγλωττα, και κυρίως πειστικά, αποδεικνύονται επ’ αυτού τα κείμενα του ίδιου και των συνεργατών του εκείνης της εποχής.
Επιτελάρχης του στρατηγού Τσολάκογλου κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, ο συνταγματάρχης Χρυσοχόου διαδραμάτισε κομβικό ρόλο στη συνθηκολόγηση του 1941.
Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς ο προϊστάμενός του, κατοχικός πρωθυπουργός πλέον, τον διόρισε γενικό επιθεωρητή Νομαρχιών της Μακεδονίας (όσης είχε απομείνει μετά τον ακρωτηριασμό της από τους νικητές), με αποστολή την καταπολέμηση της εκεί βουλγαρικής και ρουμανικής προπαγάνδας.
Στα απομνημονεύματά του ο ίδιος ισχυρίζεται ότι οργάνωσε μιαν«ευρείαν υπηρεσίαν, εκτεινομένην μέχρι του απωτάτου μακεδονικού χωρίου, διά την συστηματικήν παρακολούθησιν» των ξένων προπαγανδιστών «και την διαφώτισιν του λαού περί της επιβαλλομένης στάσεως αυτού» («Η Κατοχή εν Μακεδονία», τ. Β1, Θεσ/νίκη 1950, σ. 6).
Στην πράξη, όπως διαπιστώνουμε από το σωζόμενο τμήμα του αρχείου του που φυλάσσεται στο ΕΛΙΑ, αυτός ο μηχανισμός ταυτιζόταν με τις υφιστάμενές του αστυνομικές και διοικητικές αρχές.
Κεντρικό πυλώνα της δραστηριότητάς του αποτέλεσε η πλήρης ταύτιση με τις γερμανικές κατοχικές αρχές, με αμείλικτη καταστολή κάθε αντιστασιακής ενέργειας που έθετε σε κίνδυνο αυτή την ισορροπία.
Το πιστοποιούν, μεταξύ άλλων, οι αναλυτικές «οδηγίες» του προς τους νομάρχες και επάρχους (19/3/1942, αρ. Ε.Π. 666) που φυλάσσονται στο Αρχείο του (φ. 7, εγγρ. 127), επικυρωμένες από τον Τσολάκογλου με την εντολή προς τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας και «άπαντα τα Υπουργεία» να «αποτελέσωσι βάσιν των υμετέρων εκάστοτε διαταγών και των ενεργειών των υφ’ υμάς οργάνων» (Εν Αθήναις 6/4/1942, αρ. 370 εμπ.).
Ο Χρυσοχόου απαιτεί εκεί όχι μόνον «απολύτως νομοταγή στάσιν» απέναντι στα γερμανοϊταλικά στρατεύματα κατοχής, αλλά και «πλήρη ικανοποίησιν των πολεμικών αναγκών» τους, με πλειοδοσία δουλοπρέπειας έναντι των Βουλγάρων συμμάχων τους:
«Είναι φυσικόν ότι ετέρα βασική κατεύθυνσις δέον να τεθή η απολύτως νομοταγής στάσις έναντι των στρατών κατοχής. Πάσα ενέργεια δυναμένη να δώση έστω και υπόνοιαν ότι δύναται να παραβλάψη τα συμφέροντα του στρατού κατοχής, γίνεται αμέσως αντικείμενον εκμεταλλεύσεως εκ μέρους της καιροφυλακτούσης ανθελληνικής προπαγάνδας, εκτός, εννοείται, των λοιπών συνεπειών τας οποίας έχει κατά του Ελληνικού πληθυσμού. Πρέπει να ληφθή υπ’ όψιν ότι ασχέτως της επιβαλλομένης υπό των πολεμικών συνθηκών, ο Γερμανικός λαός είναι ο πλέον εγκύψας εις τας κλασικάς μελέτας, είναι ο καλλίτερον κατατοπισμένος παντός άλλου επί της αξίας του Ελληνικού ονόματος. Οι μεγαλύτεροι αρχαιολόγοι, οι διασημότεροι Ελληνισταί είναι Γερμανοί. Συνεπώς δεν είναι δυνατόν να μας αδικήσωσι. Χρειάζεται εν τούτοις ιδιαζόντως λεπτή συμπεριφορά, ανάλογος προς τας σημερινάς συνθήκας. Χρειάζεται η επίδρασις ημών προς τας ανθελληνικάς προπαγάνδας ουχί μόνον να μη θίγη τα πολεμικά συμφέροντα τούτων, αλλά και ει δυνατόν να τα ικανοποιή εφ’ όσον και οι άλλοι εκμεταλλεύονται το στοιχείον τούτον. Εάν οι Βούλγαροι προπαγανδισταί π.χ. κατορθώσωσι να συγκεντρώσωσι 1.000 ζεύγη μαλλίνων καλτσών υπέρ του Γερμανικού στρατού, είναι λίαν ευχερές να συγκεντρωθώσι προς αντίδρασιν 1.500 υπό του Ελληνικού πληθυσμού».
Αντιμέτωπος μ’ αυτή την απροκάλυπτη εντολή συνεργασίας, ο Καλογρηάς σπεύδει ν’ αθωώσει τον Χρυσοχόου με μια αμήχανη υπόθεση εργασίας (2012, σ. 162): «Αν η τελευταία αυτή δήλωση ειπώθηκε με ειλικρίνεια είναι αμφισβητήσιμο και μάλλον πρέπει να υποτεθεί ότι ο Γενικός Επιθεωρητής Νομαρχιών ήθελε με αυτό τον τρόπο να αποφύγει πιθανή λογοκρισία»!
Δικαιολογία που δεν σκέφτηκε ούτε ο ίδιος ο συντάκτης του εγγράφου, ο οποίος στα βιβλία του προτίμησε απλώς να εξαφανίσει την επίμαχη παράγραφο...
Οπως διαβάζουμε άλλωστε λίγο παρακάτω στο ίδιο πόνημα (σ. 176), «ο Χρυσοχόου δεν ήταν υποχρεωμένος να γνωστοποιεί το περιεχόμενο των εγκυκλίων του στους Γερμανούς»!
Χαρτοπόλεμος και μυστικά κονδύλια
Κ. ΠΑΡΑΣΧΟΣ, «Η ΚΑΤΟΧΗ»
Η αποτελεσματικότητα του Χρυσοχόου αμφισβητήθηκε από ουκ ολίγους συνεργάτες του.
Ο Πελοποννήσιος αξιωματικός Κωνσταντίνος Καρμής, που έδρασε στη Μακεδονία αρχικά ως μέλος της εθνικόφρονος ΥΒΕ/ΠΑΟ και κατόπιν του ΕΛΑΣ, περιέγραψε στην υπηρεσιακή απολογία του (22/10/1945) ως εξής την εμπειρία του από τη Γενική Επιθεώρηση Νομαρχιών το 1942:
«Ενα πράγμα ήτο άξιον προσοχής κατά την επίσκεψίν μου εις τα γραφεία του κ. Χρυσοχόου:
α) Ουδεμία ανησυχία κατά τον φόβον των Γερμανών
β) Οι περί αυτόν είχον άψογον και κομψοτάτην ενδυμασίαν
γ) Θρέψιν και όψιν ουδόλως ηλαττωμένην
δ) Παρούσαι πάντοτε θελκτικαί δεσποινίδες, και
ε) Κατά το θέρος εκδρομαί με κούρσαν εις τα δροσερά παράλια της Θεσσαλονίκης.
Λόγια, λόγια, τσιγαροσυσκέψεις, χαρτιά, και ότε επλησίαζε το μεσημέρι “τι ώρα είναι;”»
α) Ουδεμία ανησυχία κατά τον φόβον των Γερμανών
β) Οι περί αυτόν είχον άψογον και κομψοτάτην ενδυμασίαν
γ) Θρέψιν και όψιν ουδόλως ηλαττωμένην
δ) Παρούσαι πάντοτε θελκτικαί δεσποινίδες, και
ε) Κατά το θέρος εκδρομαί με κούρσαν εις τα δροσερά παράλια της Θεσσαλονίκης.
Λόγια, λόγια, τσιγαροσυσκέψεις, χαρτιά, και ότε επλησίαζε το μεσημέρι “τι ώρα είναι;”»
(Γιάννης Πριόβολος, «Αντιπαραθέσεις και διαμάχες στην κατεχόμενη Μακεδονία», Θεσ/νίκη 2013, σ. 219).
Ακόμη οξύτερες είναι οι διατυπώσεις του ταγματάρχη Ιωάννη Παπαθανασίου, στενού συνεργάτη του γενικού επιθεωρητή και ιδρυτή της ΥΒΕ/ΠΑΟ.
Ο Χρυσοχόου, διαβάζουμε στα μεταπολεμικά απομνημονεύματά του, «εθελοντικώς ανέλαβε υπηρεσία εις την Κατοχική και προδοτική Κυβέρνησι των Κουίσλιγκ και έθεσε τον εαυτόν του εις την υπηρεσίαν των Γερμανών. [...] Εξηκολούθησε παραμένων ως Γεν. Επιθ. Νομαρχιών μέχρις ότου προήχθη υπό των Γερμανών εις Γεν. Διοικητήν Μακεδονίας, ζων ακινδύνως, τρώγων τας ας εδικαιούτο δύο μερίδας τροφής εκ της Υπηρεσίας Επισιτισμού και προεδρεύων εις συσκέψεις διαφόρων “κρατικών” υπηρεσιών. Ο κατοχικός πρωθυπουργός Τσολάκογλου του παρεχώρησε, διά ειδικής Διαταγής και το επί της οδού Βασ. Σοφίας οίκημα, το οποίο προ της Κατοχής διετίθετο ως κατοικία του Διοικητού του Γ΄ Σώματος Στρατού, όπου και διέμεινε μέχρι τέλους. Του παρεχώρησε επίσης σοβαρά χρηματικά ποσά εκ των διαφόρων “μυστικών κονδυλίων...” του κατοχικού κράτους, τα οποία και διεχειρίζετο μέχρι τέλους, ουδέποτε αποδώσας λογαριασμό. [...] Εις τον χαρτοπόλεμον απέδωσεν άριστα, διότι έγραψε πάρα πολλά σ’ αυτά τα χρόνια. Αλλά και αυτός ακόμη ο χαρτοπόλεμός του εστρέφετο κυρίως εναντίον κατά του κομμουνισμού, κατά πιστό αντίγραφο των ομιλιών του Γκαίμπελς. Ούτε μία φορά δεν ασχολήθηκε με τους κατακτητάς» («Για τον ελληνικό Βορρά», Αθήνα 1997, σ. 786-7).
«Εξοπλίστε νοικοκυραίους»
Αυτά όσον αφορά την πρώτη περίoδο της Κατοχής. Γιατί το πρόβλημα με τη δράση του Χρυσοχόου βρίσκεται κυρίως στη δεύτερη, όταν διεκδίκησε τον ρόλο κεντρικού συντονιστή της καταστολής του ΕΑΜικού αντιστασιακού κινήματος από κάθε λογής «νομιμόφρονα» δίκτυα – της ΠΑΟ και των ανοιχτά δωσιλογικών παραφυάδων της συμπεριλαμβανομένων.
Αψευδής μάρτυρας, κι εδώ, οι δημοσιευμένες εγκύκλιοί του (Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, «Αρχεία Εθνικής Αντίστασης», Αθήνα 1998, τ. 5ος, σ. 105-148).
Η αντικατοχική αντίσταση είχε αρχίσει να φουντώνει όταν ο Χρυσοχόου δίνει γραμμή για την κατάδοσή της – με δικαιολογία, πάντα, τον αντιβουλγαρικό αγώνα:
«Υπάρχουσι σοβαραί ενδείξεις ότι πολλοί κομμουνισταί κατέστησαν όργανα της βουλγαρικής προπαγάνδας και υπό τας οδηγίας ταύτης εμφανίζονται διακηρύττοντες οτέ μεν αναρχικά οτέ δε απελευθερωτικά κηρύγματα, αποσκοπούντα μόνον και μόνον να εκθέσωσι τον Ελληνισμόν εις τας Αρχάς Κατοχής. Η αποκάλυψις τούτων και των επιδιωκομένων σκοπών αναμφισβητήτως θ’ απετέλει σοβαράν εθνικήν υπηρεσίαν».
Με το ίδιο ακριβώς σκεπτικό διατάσσεται, ως «μεγίστη δυνατή εξυπηρέτησις της εθνικής υποθέσεως», η ανακάλυψη όσων επιχειρούν σαμποτάζ κατά του στρατού κατοχής (σ. 114-5, εγκύκλιος Ε.Π. 2306 της 10/8/1942).
Στην ίδια κατεύθυνση κινούνταν και οι «Επιτροπές Λαϊκής Διαφωτίσεως» που συγκρότησε τον ίδιο μήνα (εγκύκλιος Ε.Π. 3771 της 31/8/1942), με σκοπό την «εξύψωσιν του εθνικού φρονήματος», την «διαφώτισιν» και «οργάνωσιν του Λαού διά την αντιμετώπισιν και την εξουδετέρωσιν των προσπαθειών» της «βουλγαρικής, ρουμανικής και κομμουνιστικής προπαγάνδας», καθώς και για την «διαφώτισιν των Αρχών Κατοχής επί των δικαίων του Ελληνισμού, της ανωτερότητος των Ελλήνων και των σκοτίων μέσων των αντεθνικών και ξένων προπαγανδών».
Δεδομένου ότι Βούλγαροι και Ρουμάνοι ήταν συνεταίροι του Αξονα, προς τον οποίο έπρεπε να επιδεικνύεται νομιμοφροσύνη, το κέντρο βάρους της προσπάθειας έπεφτε λογικά στην καταπολέμηση της ΕΑΜικής αντίστασης.
Τα παραρτήματα αυτών των επιτροπών στα χωριά, «με συνεργάτας υπαλλήλους και εθνικόφρονας πατριώτας», όφειλαν να «παρακολουθώσι πάσαν ύποπτον κίνησιν της προπαγάνδας, πάσαν εκδήλωσιν προσχωρησάντων» και να διαβιβάζουν τις σχετικές πληροφορίες στους προϊσταμένους τους, «διά την άμεσον εκδήλωσιν αντιδράσεως δι’ όλων των μέσων» (σ. 118).
Σε κεντρικότερο επίπεδο, ο Χρυσοχόου συγκρότησε μια «Υπηρεσία Λαϊκής Διαφωτίσεως» με έδρα τα γραφεία του, μέλη τον πρύτανη του ΑΠΘ Στίλπωνα Κυριακίδη, τους γενικούς επιθεωρητές πρωτοβάθμιας και μέσης εκπαίδευσης, τους διευθυντές Εσωτερικών και Χωροφυλακής της ΓΔΜ και τον επίσκοπο Ολύμπου Καλλίνικο (σ. 120-1, εγκύκλιος Ε.Π 380 της 5/10/1942).
Η υπηρεσία περιελάμβανε έξι επιμέρους επιτροπές: «διαφωτίσεως εν γένει του Λαού», «διαφωτίσεως Ανωτέρων Κοινωνικών Τάξεων», «διαφωτίσεως της μαθητιώσης νεολαίας», «διαφωτίσεως του Κλήρου», «διαφωτίσεως υπαλλήλων εν γένει» και «διαφωτίσεως των Αρχών Κατοχής».
Προς απογοήτευσή του, όμως, πέντε από τις έξι αυτές επιτροπές, «παρά τας κατ’ επανάληψιν γενομένας συνεδριάσεις αυτών, δεν κατέληξαν εις ουδέν θετικόν αποτέλεσμα». Ασχολήθηκαν κυρίως με «την εξέτασιν των παρουσιαζομένων αμφιβολιών περί της επιβαλλομένης σκοπιμότητος εμφανίσεως αντιδράσεως εις το έργον της κομμουνιστικής προπαγάνδας, των μελών αυτών τηρούντων κατά τας διαφόρους συνεδριάσεις επιφυλάξεις και εν τέλει εγκαταλειψάντων το έργον» (σ. 124-5).
Η παραπάνω εικόνα επιβεβαιώνεται από έκθεση της συντηρητικότατης «Εθνικής Δράσεως» των Μαρκεζίνη - Ζαλοκώστα - Σιφναίου προς το Κάιρο (22/12/1943): κατά της ρουμανοβουλγαρικής προπαγάνδας, διαβάζουμε, «εγένετο και ημιεπίσημος αντίδρασις υπό ομίλου αξιωματικών εργαζομένων εν τη επιθεωρήσει Νομαρχιών, παρά τη Γενική Διοικήσει Μακεδονίας, υπό τον Συνταγματάρχην Χρυσοχόου. Η κίνησις όμως αύτη εβαρύνετο από την ανοχήν των Γερμανών και από την στενήν σχέσιν του Χρυσοχόου με τον Τσολάκογλου. Κατέστη τελείως αντιδημοτική και εγκατελείφθη παρά πάντων, διά λόγους εθνικούς, όταν ο Χρυσοχόου ηθέλησε να παρακολουθήση την αντικομμουνιστικήν προπαγάνδαν των Γερμανών» («Ιστορικό Αρχείο Εμμανουήλ Ι. Τσουδερού», Αθήνα 1990, τ. Γ2, σ. 858).
Στόχος των εγκυκλίων του Χρυσοχόου γίνεται έτσι όχι μόνον το ΕΑΜ, αλλά και όσοι αποφεύγουν να συμμετάσχουν στην καταπολέμησή του: «Πας όστις ενδιαφέρεται διά την τάξιν, πας όστις αγαπά την Πατρίδα, πιστεύει εις την θρησκείαν μας και σέβεται τον θεσμόν της οικογενείας, πρέπει να σκεφθή σοβαρώς αν είναι πλέον επιτρεπτόν εις αυτόν να συντρέχη διά της ουδετερότητος το κομμουνιστικόν σχέδιον» (σ. 129, αρ. 1084 της 21/4/1943).
Δεν διστάζει μάλιστα να καταγγείλει στον κατοχικό υπουργό Εσωτερικών Ταβουλάρη τους υψηλόβαθμους υφισταμένους του για ανεπαρκή ζήλο στην καταστολή του αντιστασιακού κινήματος: «Δεν είναι νοητόν αι Αρχαί Χωροφυλακής να μη λαμβάνωσιν θέσιν επί του δημιουργουμένου κινδύνου, να μη ανακαλύπτωσιν ουδεμίαν δράσιν του Κομμουνισμού, να μη ανευρίσκωσιν ουδέν μυστικόν τυπογραφείον, να μη καθίστανται ενήμεροι των κινήσεων τουλάχιστον των Κομμουνιστών. Δεν είναι δυνατόν αι υπηρεσίαι να μη παρακολουθώσι τους υπαλλήλους, ν’ ανέχωνται την ύπαρξιν τοιούτων εμφανώς εκδεδηλωμένων υπέρ των αναρχικών στοιχείων» (σ. 146, Ε.Π. 380 της 30/4/1943).
Αποκαλυπτικότατες είναι και οι προτάσεις που υποβάλλει στον Ταβουλάρη για την ανάσχεση του κακού:
● «Ενημερουμένων των Αρχών Κατοχής, να ζητηθή ο εξοπλισμός της Χωροφυλακής και η συγκρότησις ολίγων μόνον αστυνομικών Σταθμών, κατ’ επίκαιρα Κέντρα, ικανής όμως δυνάμεως και ισχυρών μεταβατικών αποσπασμάτων».
● «Να ανακινηθή το ζήτημα της συγκροτήσεως πολιτοφυλακής και να εξοπλισθώσιν εις την ύπαιθρον οι Οικοκυραίοι και Κτηματίαι, οίτινες τοπικώς θα εγγυώνται διά την δυνατήν εξασφάλισιν των όπλων, υπάρχουσι δε πολλοί τοιούτοι».
● «Παν κρατικόν όργανον, αδρανούν επί της κατευθύνσεως αντιδράσεως και αντιμετωπίσεως, ν’ απομακρύνηται αμέσως, παραχωρούν την θέσιν των προς τα άτομα άτινα, εν επιγνώσει του Εθνικού συμφέροντος, είναι διατεθειμένα να εργασθώσιν» (σ. 147-8).
Καθοδηγητής ταγματασφαλιτών
Μ. ΚΑΤΣΙΓΕΡΑΣ, «ΕΛΛΑΔΑ 20ός ΑΙΩΝΑΣ. ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ»
Το τελευταίο δεκαοκτάμηνο της Κατοχής σημαδεύτηκε, ως γνωστόν, από την ανάπτυξη των ένοπλων δωσιλογικών σχηματισμών και τη συστηματική γερμανική υπόθαλψη των εμφύλιων ενδοελληνικών συγκρούσεων.
Ο ρόλος του Χρυσοχόου σ’ αυτή την εξέλιξη υπήρξε κάτι παραπάνω από κομβικός και απαντάται σε ουκ ολίγες αφηγήσεις.
Χαρακτηριστική η αυτοβιογραφική μαρτυρία του Φραγκίσκου Κολλάρα, καπετάνιου του δωσίλογου Εθνικού Ελληνικού Στρατού (ΕΕΣ), για τη διαδικασία στρατολόγησής του:
«Εκλήθην από τη Χαλκιδική επειγόντως εις Θεσσαλονίκη από τα γραφεία της ΠΑΟ, 24 Ιουλίου [1944]. [Στις] 25 παρουσιάζομαι με τον μακαρίτη Δασκαλάκη, αξιωματικόν του πυροβολικού, εις Γενική Διοίκηση, εις τον επιτελάρχη του Γ΄ Σώματος Στρατού Χρυσοχόου και μου λέγει: Καπετάνιε αρκετά ξεκουράστηκες, αύριον με ομάδα αξιωματικών φεύγεις διά Ζαρκαδόπετρα Κοζάνης, θα βρείτε εκεί τον Παπαβασιλείου με τον Μιχάλαγα και σεβαστή δύναμη οπλίτας και με μυαλό να δράσετε. Μας δίνει και χρήματα από 1.000.000 δρχ. [...] Το πρώτο αμάξι ξεκινάει, είχε μέσα αξιωματικούς και έναν ενωματάρχη, και ένα χωροφύλακα και 30 όπλα επάνω εις την ταράτσα» (Ιωάννης Κολιόπουλος, «Λεηλασία φρονημάτων», τ. Α', Αθήνα 1995, σ. 291).
Βεβαίως, ο Χρυσοχόου δεν ήταν πλέον επιτελάρχης του Γ' Σ.Σ., αλλά φρούραρχος Θεσσαλονίκης (Καλογρηάς 2012, σ. 177).
Οπως πληροφορούμαστε δε από τα απομνημονεύματα του τελευταίου διοικητή τους, «οι οπλίτες του ΕΕΣ φορούσαν περιβραχιόνιο άσπρο με αγκυλωτό σταυρό και τη σφραγίδα του γερμανικού φρουραρχείου Κοζάνης για να ξεχωρίζουν» (Τάσος Μουμτζής, «Σκόρπιες αντίκες», Θεσ/νίκη 1976, σ. 67).
Στην αγκαλιά της Ιντέλιτζενς
Ενα επιχείρημα που επικαλούνται οι υπερασπιστές του Χρυσοχόου προκειμένου να αποσείσουν τις κατηγορίες για δωσιλογισμό είναι η συνεργασία του με το κατασκοπευτικό δίκτυο «Ζευς» που έδρασε στη Θεσσαλονίκη από τον Αύγουστο του 1942 μέχρι την απελευθέρωση.
Πρόκειται για δίκτυο που υπαγόταν όχι στη SOE ή τη Συμμαχική Στρατιωτική Αποστολή, αλλά απευθείας στην Ιντέλιτζενς Σέρβις, γνωστή τότε με τον παραπλανητικό κωδικό ISLD.
Συγκέντρωνε δε πληροφορίες όχι μόνο στρατιωτικού αλλά και καθαρά πολιτικού περιεχομένου, με βάση συγκεκριμένα ερωτηματολόγια που του υπέβαλε το κλιμάκιο της ISLD στη Σμύρνη (Βασίλης Γούναρης, «Οργάνωσις Ζευς», στο συλλογικό «Η Θεσσαλονίκη μετά το 1912», Θεσ/νίκη 1986, σ. 229-36).
Στις μεταπολεμικές εκθέσεις του επικεφαλής του δικτύου προς το υπουργείο Αμυνας, ο Χρυσοχόου εμφανίζεται ως στέλεχός του (ΔΙΣ, ό.π., τ. 7ος, σ. 150 & 271).
Ενδιαφέρουσα είναι ωστόσο η ειδίκευσή του: «Τομεύς πληροφοριών Ηπείρου - Αλβανίας - Σερβίας - Βουλγαρίας» – εκτός, δηλαδή, εδαφικής επικράτειας της υπηρεσιακής δικαιοδοσίας του!
Σύγχρονο με τα γεγονότα είναι ένα έγγραφο από το αρχείο της οργάνωσης που μνημονεύεται στην έκθεση του ΚΙΘ, εξοργίζοντας τους υπερασπιστές του στρατηγού: η άρνηση της κυβέρνησης Παπανδρέου (3/10/1944) να εγκρίνει τον διορισμό του Χρυσοχόου από την κυβέρνηση Ράλλη (2/9/1944) και τους Γερμανούς (21/9/1944) ως γενικού διοικητή Μακεδονίας.
Διορισμό που αυτός αποδέχθηκε τελικά (7/10/1944) και, όπως πιστοποιούν τα γερμανικά αρχεία, εντασσόταν στα σχέδια της Βέρμαχτ για πρόκληση γενικευμένης αιματοχυσίας κατά την αποχώρησή της.
Ο ίδιος ο Χρυσοχόου είχε άλλωστε καταστρώσει το δικό του σχέδιο επ’ αυτού – και στα τέλη Ιουλίου 1944 το γνωστοποίησε τόσο στην κυβέρνηση Ράλλη όσο και στην κυβέρνηση Παπανδρέου, με σχεδόν πανομοιότυπες εκθέσεις που σώζονται στο Αρχείο Φίλιππου Δραγούμη (φ. 62, έγγρ. 105 & 106).
«Η εκδηλωθείσα πλέον εμφανώς κομμουνιστική κατεύθυνσις του ανταρτικού αγώνος του ΕΑΜ», υποστηρίζει, «εδημιούργησεν ήδη σαφή εντύπωσιν εις σύμπαντα τον εθνικόφρονα λαόν περί του επικρεμαμένου σοβαροτάτου εθνικού κινδύνου. Απόρροια τούτου υπήρξεν η υπό του λαού λήψις σαφούς θέσεως εν τω εσωτερικώ ζητήματι, προ του οποίου παν έτερον ζήτημα παραμερίζεται. [...] Προβάλλει επιτακτική η ανάγκη γενικής περισυλλογής των εθνικών δυνάμεων και μέσων ανασυγκροτήσεως αυτών», τα οποία πρέπει να παράσχουν κατά δύναμη, τόσο «η κυβέρνησις των Αθηνών» όσο και «το εξωτερικόν»· για προφανείς λόγους, η δεύτερη σύσταση απευθύνεται πάντως μόνο στο Κάιρο, που καλείται να συμβάλει με «αρρωγήν εις μέσα και χρήμα δι’ αποστολών ή ρίψεων».
Το ενιαίο αντικομμουνιστικό μέτωπο θα συγκροτούνταν από τη Χωροφυλακή, τους αξιωματικούς, τις «υπάρχουσες [αντιΕΑΜικές] οργανώσεις» και κάθε λογής ταγματασφαλίτες, με μόνη εξαίρεση το σώμα του Πούλου.
«Αι εξωπλισμέναι υπό των αρχών κατοχής ομάδες να πλαισιωθώσι καταλλήλως και κατά το δυνατόν υπό αξιωματικών και να ενισχυθώσιν εις οικονομικά μέσα», συμβουλεύει τον Ράλλη, ενώ από το Κάιρο απαιτεί πρωτίστως πολιτική κάλυψη:
«Ο προσεταιρισμός των υπό των Αρχών Κατοχής εξωπλισμένων ομάδων και η πλαισίωσις αυτών υπό Αξιωματικών, ώστε να καταστώσιν αύται υποχείριοι της ενιαίας κατευθύνσεως, επιβάλλεται όπως τύχη της εγκρίσεως της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Η έγκρισις αύτη θα προσδώση ηθικήν ισχύν εις την όλην ενέργειαν και θα διαλύση πάσαν αμφιβολίαν και των πλέον διστακτικών, ώστε να εκλείψη η εξ αμφιβολίας αδράνεια, ήτις τόσον εζημίωσε κατά το παρελθόν το εθνικόν συμφέρον».
Εμφυλιοπολεμική «διαφώτιση»
Η σαρωτική προέλαση του ΕΛΑΣ κι η απροθυμία των Βρετανών για πρόωρη μετωπική αναμέτρηση μαζί του αχρήστευσαν πλήρως αυτά τα σχέδια.
Ο Χρυσοχόου παραδόθηκε στο ΕΑΜ (27/10/1944) και κατά τα Δεκεμβριανά μεταφέρθηκε ως όμηρος στην Αριδαία, τελικά όμως την έβγαλε μάλλον φτηνά για τα δεδομένα της εποχής.
Ακόμη καλύτερη μεταχείριση του επιφύλαξε το μεταβαρκιζιανό κράτος: απαλλάχθηκε με βούλευμα από την κατηγορία του δωσιλογισμού (16/3/1946) και στη διάρκεια του εμφυλίου ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία ως προπαγανδιστής.
Το 1948 πραγματοποιεί ραδιοφωνικές ομιλίες με τίτλο «Το ΚΚΕ εις την υπηρεσίαν των εχθρών της πατρίδος» και το 1949 εκδίδει το πρώτο από τα επτά βιβλία του της σειράς «Η Κατοχή εν Μακεδονία», με θέμα «Η δράσις του ΚΚΕ» και περιεχόμενο την κατασυκοφάντηση των αγωνιστών της Αντίστασης.
Τα έξοδα κάλυψε η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών του κατοχικού συνεργάτη του, Στίλπωνα Κυριακίδη, με το σκεπτικό πως οι «αποκαλύψεις» του «θέλουσι συντελέσει εις την διαφώτισιν του Ελληνικού λαού επί της πραγματικής δράσεως του κομμουνισμού κατά την περίοδον της κατοχής» και «την ανάνηψιν των εισέτι πλανωμένων» (σ. 5-6).
Ακολούθησαν τέσσερις τόμοι για τη βουλγαρική προπαγάνδα (1950-1952) κι ένας για την «ιταλορουμανική» (1951), με οφθαλμοφανή σκοπό –όπως επισημαίνει ο Παπαθανασίου– «ν’ απαλείψη τας δυσμενείς δι’ αυτόν εντυπώσεις του Ελληνικού λαού εκ της συνεργασίας του μετά των κατακτητών» (ό.π., σ. 785).
Το τελευταίο πόνημά του, με τίτλο «Οι Γερμανοί εν Μακεδονία» (1962), προκάλεσε ωστόσο την οργή των παλιών συνεργατών του, που «επέτυχον την μη κυκλοφορίαν αυτού».
Μέρτεν, ο παρεξηγημένος
Κύκνειο άσμα του Χρυσοχόου, οκτώ χρόνια πριν από τον θάνατό του, υπήρξε η κατάθεσή του ως «μάρτυρα κατηγορίας» στην πολύκροτη δίκη του Γερμανού εγκληματία πολέμου Μαξ Μέρτεν (17/2/1959).
Ολες ανεξαίρετα οι εφημερίδες αποτύπωσαν στους τίτλους τους την απροσδόκητη συνηγορία του υπέρ του κατηγορουμένου: «Ο κ. Χρυσοχόου καταθέτει υπέρ του Μέρτεν» («Μακεδονία»)· «Η κατάθεσις του στρατηγού Χρυχοχόου ελαφρυντική διά τον κατηγορούμενον» («Καθημερινή»)· «Ελλην στρατηγός μεταβάλλεται σε υπερασπιστήν του Μαξ Μέρτεν» («Αυγή»)· «Ο στρατηγός κ. Χρυσοχόου καταθέτει ότι ο Μέρτεν ήτο ξένος προς τους διωγμούς των Ισραηλιτών» («Εθνικός Κήρυξ»)· «Αι αντιφάσεις του κ. Χρυσοχόου διά τον Μαξ Μέρτεν. Φιλέλλην και κύριος...» («Εθνος»)· «Ελαφρυντικά διά τον Μέρτεν καταθέτει μάρτυς κατηγορίας» («Ελευθερία»)· «Ελλην μάρτυς λέγει ότι ο Μέρτεν ήτο επιεικής, αντιφάσκων με την πρώτη του κατάθεσιν» («Νέα»).
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν κάποιες λεπτομέρειες αυτής της συνηγορίας, όπως καταγράφηκαν στον Τύπο της επομένης:
● Για τα βασανιστικά ομαδικά καψώνια σε βάρος χιλιάδων Εβραίων στην πλατεία Ελευθερίας (10/11/1942), ο Χρυσοχόου ισχυρίστηκε «ότι δεν διετάχθησαν αλλά τα έκαμαν στρατιώται με ιδικήν των πρωτοβουλίαν» και τα σταμάτησε αυτοπροσώπως ο Μέρτεν, που εμφανιζόταν «ως σωτήρ των δοκιμαζομένων Ισραηλιτών».
● Για τον ρόλο του Μέρτεν στις κατοχικές διώξεις, υποστήριξε: «Δεν νομίζω ότι έστειλε στα στρατόπεδα, διότι δεν είχε την δύναμιν. Πολλοί πάντως τον εξυμνούν, διότι τους έδωσε εβραϊκά καταστήματα».
● Στο ενεργητικό του Μέρτεν καταλόγισε, τέλος, «την εξυγίανσιν του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης», ότι «ήνοιξε το Εθνικόν Θέατρον Θεσσαλονίκης» και κυρίως την καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου: «Ηταν γενικόν αίτημα των χριστιανών της Θεσσαλονίκης να φύγη από το κέντρον της πόλεως το νεκροταφείον [...]. Ελέχθη ότι αυτό που θέλαμε να κάνουμε το εκάναμε διά του Μέρτεν».
Μια επινοημένη «δίωξη»
Το copy paste μπορεί να οδηγήσει σε γκάφες, όπως διαπιστώνουμε από το βιογραφικό σημείωμα του Χρυσοχόου που συνέταξε το ΚΙΘ.
Το 1941, διαβάζουμε, ο τελευταίος «συνέγραψε δύο κείμενα, από τα οποία το πρώτο στρεφόταν εναντίον των βουλγαρικών βλέψεων στις βόρειες ελληνικές επαρχίες και το δεύτερο είχε ως θέμα τους Βλάχους της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου.
Τα δύο κείμενα διανεμήθηκαν, στις αρχές του 1942, μυστικά στους Ελληνες που κατοικούσαν σε συνοριακές περιοχές, γεγονός που επέφερε τις διαμαρτυρίες των Βουλγάρων και την επέμβαση των Γερμανών που δεν επέτρεψαν τη συνέχιση της διανομής τους» (σ.4).
Ως μοναδική πηγή αναφέρεται η διατριβή του Καλογρηά (σ. 160), που με τη σειρά του παραπέμπει σε δυο άλλες πηγές: τα βιβλία του ίδιου του Χρυσοχόου κι ένα άρθρο του καθηγητή Βασίλη Γούναρη, δημοσιευμένο το 2002.
Εχοντας υπόψη ότι τα δυο φυλλάδια, στους τίτλους των οποίων παραπέμπει το επίμαχο απόσπασμα, είχαν κυκλοφορήσει επισημότατα το 1942 ως εκδόσεις της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, διασταυρώσαμε τις πηγές.
Τα αποτελέσματα ήταν άκρως αποκαλυπτικά:
● Ο Καλογρηάς μιλά για «δυο διαφωτιστικά κείμενα» που «διανεμήθηκαν παράνομα στις αρχές του 1942 στους Ελληνες κατοίκους των συνοριακών περιοχών» και «φαίνεται» πως οι Γερμανοί απαγόρευσαν την περαιτέρω διανομή τους.
● Ο Χρυσοχόου διευκρινίζει πως τα βιβλιαράκια τυπώθηκαν σε 3.000 αντίτυπα το καθένα και «εν πάση μυστικότητι διενεμήθησαν δωρεάν εις τους κατοίκους των επικαίρων χωρίων της υπαίθρου» (ακριβέστερα: στους «υπερόχους επιτοπίους παράγοντας» που ασχολούνταν με την ανάσχεση των «προπαγανδών»). Ισχυρίζεται δε πως οι Γερμανοί, ύστερα από βουλγαρική απαίτηση, «διέταξαν την κατάσχεσίν των και έλαβον αυστηρά μέτρα διά την πρόληψιν επανεκδόσεων τούτων».
● Ο Γούναρης, ωστόσο, γράφει τα ακριβώς αντίθετα απ' ό,τι φέρεται να πιστοποιεί. Μολονότι, διαβάζουμε, η λογοκρισία οδήγησε το 1941 σε αναστολή έκδοσης των «Μακεδονικών» και κατασχέθηκε ένα βιβλίο του Ιωάννη Βασδραβέλλη με ενοχλητικό τίτλο («Οι Μακεδόνες εις τους υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνας 1796-1832»), «όμως, έναν μόλις χρόνο αργότερα, με επιχορήγηση της Γενικής Διοικήσεως Μακεδονίας, δημοσιεύθηκαν δυο βιβλία του ίδιου του χορηγού, του Γενικού Διοικητή Αθανασίου Χρυσοχόου». Τελεία και παύλα.
Πηγή του Γούναρη ήταν ο δημοσιευμένος απολογισμός της ΕΜΣ, που μεταπολεμικά είχε κάθε λόγο να υπερτονίζει τις τριβές της με τον κατακτητή.
Το περιεχόμενό τους επιβεβαιώνει πλήρως τα γραφόμενά του: τα δυο πονήματα του Χρυσοχόου αναφέρεται απλώς ότι «εξεδόθησαν παρά τους επικρεμάμενους διά τους διοικούντας την Εταιρείαν κινδύνους», καθώς απ’ αυτά «θίγονται επονείδιστοι σύμμαχοι των κατακτητών», δίχως την παραμικρή μνεία οποιασδήποτε επιπλοκής («Μακεδονικά», τ.2, 1953, σ.810, 830 & 841).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου