Η «Ματωμένη Κυριακή» της 3ης Δεκέμβρη 1944
Σε μια εκδήλωση διαμαρτυρίας (ίσως και επίδειξης ισχύος) από το ΕΑΜ για τον αφοπλισμό που ουσιαστικά επρόκειτο για μονόπλευρη διάλυση του ΕΛΑΣ, διοργανώθηκε την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 1944 μεγάλο παναθηναϊκό συλλαλητήριο στην Πλατεία Συντάγματος, παρά την κυβερνητική απαγόρευση.
Για τον επιδιωκόμενο μονόπλευρο αφοπλισμό του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ υπάρχει και επίσημη ομολογία του Γεωργίου Παπανδρέου, όπως προκύπτει από την επιστολή του στην «Καθημερινή» (2.3.1948) όπου αναφέρει: «Την 21ην Αυγούστου 1944 συνηντήθην εις την Ρώμην με τον Βρετανόν Πρωθυπουργόν. Και όταν μου έθεσε το ερώτημα, ποια είναι η πολιτική μου, απήντησα: “Εξοπλισμός του Κράτους - Αφοπλισμός του ΕΑΜ”...»! Και σε άλλο σημείο της ίδιας επιστολής: «Και εις την Ελλάδα το ΚΚΕ είχε καταστή παντοδύναμον και είχε συγκροτήσει και την Κυβέρνησιν των Βουνών - την ΠΕΕΑ. Και η αγωνία, από την οποία αδιαλείπτως κατειχόμην ήτο: Πώς θα κατελύετο; Δύο ήσαν τα στάδια διά να φθάσωμεν εις την Νίκην: Πρώτον, η έλευσις εις τας Αθήνας! Και δεύτερον, ο αφοπλισμός του ΚΚΕ»!
Παρεμπιπτόντως, όπως γράφει ο ιστορικός Γ.Α. Λεονταρίτης, φαίνεται ότι η απαγόρευση προκάλεσε πιο μαζική συμμετοχή του εαμικού κόσμου στο συλλαλητήριο, και σχολιάζει: «Δεν πρέπει να αποκλειστεί και η άποψη ότι απαγορεύτηκε η συγκέντρωση με τη βεβαιότητα ότι δεν θα πειθαρχήσει το ΕΑΜ και έτσι θα μπορούσε να καταγγελθεί ότι άρχισε την εξέγερση και ότι η Κυβέρνηση υποχρεώθηκε να αμυνθεί ένοπλα…».
Υπολογίζεται ότι πήραν μέρος πάνω από 100.000 άνθρωποι, ενώ κάποιοι ιστορικοί τους ανεβάζουν και στις 500.000. Το συλλαλητήριο βάφτηκε στο αίμα, καθώς οι διαδηλωτές δέχθηκαν καταιγισμό πυρών από την πλευρά των δυνάμεων ασφαλείας, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 24 άτομα/κατ' άλλες πηγές 28 ή 33 και να τραυματισθούν περίπου 150 (σ' αυτούς τους αριθμούς συγκλίνουν οι περισσότερες πηγές). Άγγλοι δημοσιογράφοι, που σοκαρισμένοι παρακολουθούσαν και κατέγραφαν από το ξενοδοχείο «Μ. Βρετανία» το μακελειό, ανέφεραν ότι πάνω από μία ώρα οι αστυνομικοί πυροβολούσαν στο ψαχνό τους διαδηλωτές – παρά τις διαμαρτυρίες κάποιων παριστάμενων βρετανών αξιωματικών – και ο τόπος γέμισε νεκρούς και τραυματίες, ανάμεσά τους και γυναικόπαιδα (ανταπόκριση των «Times» του Λονδίνου στις 4/12).
Την επομένη (4 Δεκέμβρη), το ΕΑΜ εκτός από τη γενική απεργία – άγγιξε το 100%, καθώς κανένα εργοστάσιο δεν κινήθηκε, κανένα μαγαζί δεν άνοιξε – οργάνωσε νέα διαδήλωση. Η συμμετοχή του λαού της Αθήνας και του Πειραιά ήταν τεράστια – το πλήθος ξεπέρασε τις 600.000 –, σε μια συγκλονιστική ατμόσφαιρα πένθους και μαχητικότητας, συνοδεύοντας τους νεκρούς της προηγούμενης μέρας στο Α' νεκροταφείο όπου έγινε η κηδεία τους.
Όταν ο όγκος της πένθιμης πομπής έφτασε στο Σύνταγμα, οι διαδηλωτές γονάτισαν, ορκίστηκαν στη μνήμη των νεκρών και έψαλαν το «Πένθιμο Εμβατήριο». («Επέσατε θύματα, αδέλφια εσείς, σε άνιση πάλη κι αγώνα...»). Από εκείνο το μεγαλειώδες δεύτερο συλλαλητήριο έχει μείνει στην Ιστορία – αποτυπωμένο και σε φωτογραφία – το σύνθημα του πανό που κρατούσαν οι μαυροφορεμένες κοπέλες: «Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας, διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα – ΕΑΜ».
Στην επιστροφή από το νεκροταφείο, όμως, πραγματοποιήθηκε νέα δολοφονική επίθεση κατά του πλήθους από το ξενοδοχείο «Μητρόπολις» (κέντρο του ΕΔΕΣ), τη Γενική Ασφάλεια, καθώς κι από μέλη της Οργάνωσης Χ και πρώην ταγματασφαλίτες που διέμεναν σε ξενοδοχεία της Ομόνοιας, με τραγικό απολογισμό άλλους 34 νεκρούς και 70 τραυματίες! Την ίδια μέρα ο ΕΛΑΣ εξουδετέρωνε τη σφηκοφωλιά των Χιτών στο Θησείο (παρά την επέμβαση με άρματα μάχης των Βρετανών, οι οποίοι ωστόσο μπόρεσαν και μετέφεραν τον αρχηγό της Οργάνωσης Χ, Γεώργιο Γρίβα, στο αγγλοκρατούμενο κέντρο της Αθήνας), ενώ ως το απόγευμα ο ΕΛΑΣ είχε καταφέρει να αφοπλίσει το 60% των αστυνομικών τμημάτων της πρωτεύουσας και σχεδόν όλων στον Πειραιά.
Στις 5 Δεκέμβρη και αφού οι διαδηλωτές χτυπιούνται για τρίτη συνεχή μέρα, δυνάμεις του ΕΛΑΣ χτυπούν ξανά κι αυτές και οι συγκρούσεις γενικεύονται. Ταυτόχρονα, μπαίνουν για τα καλά στη μάχη οι Εγγλέζοι χρησιμοποιώντας τανκς και εν συνεχεία βομβαρδιστικά αεροπλάνα!
Για το ποιοι άνοιξαν πυρ τη ματωμένη Κυριακή της 3ης Δεκέμβρη, κατά καιρούς διατυπώθηκαν διάφορες εκδοχές. Οι κυριότερες: α) ότι πυροβόλησε απρόκλητα η αστυνομία β) ότι τα πυρά ήταν βρετανικά για τη δημιουργία προβοκάτσιας γ) ότι πυροβόλησαν κάποιοι από το πλήθος, με αποτέλεσμα να απαντήσουν οι αστυνομικές δυνάμεις.
Ποια είναι η αλήθεια; Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, ο (τότε) αρχηγός της Αστυνομίας Αθηνών Άγγελος Έβερτ (σσ. πατέρας του μετέπειτα προέδρου της ΝΔ Μιλτιάδη Έβερτ), παραδέχτηκε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Ακρόπολις» (5.12.1958) ότι ο ίδιος έδωσε τη διαταγή: «Βάσει των υπευθύνων διαταγών, τας οποίας είχα, διέταξα υπευθύνως την βιαίαν διάλυσίν των»! Υπηρεσιακά, λοιπόν, την εντολή την έδωσε ο Έβερτ, αλλά το θέμα είναι ποιος έδωσε την πολιτική εντολή στον Έβερτ. Επ' αυτού, οι περισσότεροι υποστηρίζουν ότι το (δι)έπραξε ο Γ. Παπανδρέου, αλλά υπάρχει και η εκδοχή ότι ήταν δάχτυλος κύκλων της μοναρχικής Δεξιάς που είχαν πρόσβαση στα Σώματα Ασφαλείας και τον στρατό.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, εκείνο το αιματοβαμμένο βράδυ της 3ης Δεκεμβρίου '44 δήλωνε από τον ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών: «Σήμερα η συνείδησή μας είναι καθαρή. Όλη η ευθύνη ενώπιον της Ιστορίας και του Έθνους, ανήκει στους ηγέτες της άκρας αριστεράς», ισχυριζόμενος ότι «οι ομάδες των διαδηλωτών ήταν εξοπλισμένοι, πυροβόλησαν τα όργανα της τάξεως και αυτά αμυνόμενα αντιπυροβόλησαν και σημειώθηκαν θύματα»!..
Πώς όμως εξηγείται το γεγονός ότι μόνο οι διαδηλωτές είχαν θύματα, ενώ στα «αμυνόμενα όργανα της τάξεως που πυροβολήθηκαν» δεν υπήρξαν όχι νεκροί αλλά ούτε τραυματίες; Επί πλέον, αυτόπτες μάρτυρες υπεράνω πάσης υποψίας τον διέψευδαν! Όπως αναφέρει ο Γ. Λεονταρίτης στο βιβλίο του «Ποιοι ήθελαν τα Δεκεμβριανά», ο Άγγλος αξιωματικός Μπίφορντ Τζόουνς είχε δηλώσει: «Όσοι από τους θεατές βρισκόμασταν στη γραμμή του πυρός, περιμέναμε από στιγμή σε στιγμή το ΕΑΜ να απαντήσει με όπλα. Πάνω στη σκεπή των κεντρικών γραφείων του ΚΚΕ, που βρίσκονταν στην πλατεία, υπήρχαν πολυβόλα, τα οποία μπορούσαν να γαζώσουν ολόκληρη τη γειτονιά με καταιγιστικό πυρ. Το ΕΑΜ όμως περιορίστηκε σε βρισιές και απειλές. Δεν νομίζω πως υπήρχαν οπλισμένοι διαδηλωτές. Η οργή του πλήθους ήταν τέτοια, ώστε, εάν ήσαν οπλισμένοι, θα είχε ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος εκείνη τη στιγμή»…
Ανάλογες δηλώσεις με την παραπάνω του Τζόουνς είχαν κάνει ο Αμερικανός πρεσβευτής Μακ Βη και ο βοηθός στρατιωτικός ακόλουθος της αμερικανικής πρεσβείας, λοχαγός Μακ Νηλ.
Αλλά και ο Heinz Richter στο βιβλίο του «Η Εθνική Αντίσταση και οι συνέπειές της» έχει γράψει: «Η απρόσκοπτη επιστροφή της ελληνικής εξόριστης Κυβέρνησης τον Οκτώβρη του 1944 επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά ότι το ΕΑΜ και το ΚΚΕ δεν επιδίωκαν σε καμιά περίπτωση ανάληψη της εξουσίας (...) Οι Βρετανοί και η Κυβέρνηση, αντίθετα, επιδίωκαν την αντιπαράθεση, η οποία και πραγματοποιήθηκε στις 3 του Δεκέμβρη 1944, όταν η ελληνική Αστυνομία άνοιξε πυρ ενάντια σε μια αποδεδειγμένα άοπλη διαδήλωση της Αριστεράς». Να σημειωθεί ότι τα αιτήματα του συλλαλητηρίου ήταν «ομαλότητα, κατοχύρωση των λαϊκών ελευθεριών μέσω άμεσης διεξαγωγής δημοψηφίσματος και η προετοιμασία διενέργειας ελεύθερων εκλογών».
Επίσης, στο βιβλίο «Αυτός ήταν ο Δεκέμβρης» των Μενέλαου Λουντέμη και Μέλπως Αξιώτη, αναφέρεται ότι στις 2 Δεκέμβρη ο Υπουργός Εφοδιασμού Θεμιστοκλής Τσάτσος είπε στον βρετανό πρεσβευτή Λίπερ: «Το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να δώσει στην Αστυνομία εντολή να σταματήσει τη διαδήλωση ακόμη και με τα όπλα».
Ακόμη αξίζει να σημειωθεί ότι στο βιβλίο «Ο Δεκέμβριος 1944» του Βάσου Μαθιόπουλου, αναφέρεται ότι ο στρατηγός Λεωνίδας Σπαής, Υφυπουργός στρατιωτικών στην Κυβέρνηση Παπανδρέου τον Δεκέμβριο του 1944, έχει γράψει: «…αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν κατά του ΕΑΜ τα Τάγματα Ασφαλείας. Η εισήγηση ήταν των Άγγλων, η απόφαση δική μου… Χρησιμοποιήσαμε 12.000» (σσ. από τις 27.000 ταγματασφαλίτες).
Αποκαλυπτική είναι και η ακόλουθη δήλωση του Γ. Παπανδρέου στις 30 Δεκέμβρη 1944: «Το ΕΑΜ μέχρι ηλιθιότητος, επιμένει στην πολιτική της εθνικής ενότητος» (Γρ. Φαράκου «Μαρτυρίες και Στοχασμοί»). Κατόπιν όλων των προαναφερθέντων, προκύπτει ότι: «Τα “Δεκεμβριανά” τα προκάλεσαν και τα ξεκίνησαν οι Άγγλοι, με την κυβέρνηση Παπανδρέου και τις αντιΕΑΜικές δυνάμεις. Όχι “εν βρασμώ” ή από λάθος υπολογισμούς, αλλά μεθοδευμένα από καιρό».
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Σε μια εκδήλωση διαμαρτυρίας (ίσως και επίδειξης ισχύος) από το ΕΑΜ για τον αφοπλισμό που ουσιαστικά επρόκειτο για μονόπλευρη διάλυση του ΕΛΑΣ, διοργανώθηκε την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 1944 μεγάλο παναθηναϊκό συλλαλητήριο στην Πλατεία Συντάγματος, παρά την κυβερνητική απαγόρευση.
Για τον επιδιωκόμενο μονόπλευρο αφοπλισμό του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ υπάρχει και επίσημη ομολογία του Γεωργίου Παπανδρέου, όπως προκύπτει από την επιστολή του στην «Καθημερινή» (2.3.1948) όπου αναφέρει: «Την 21ην Αυγούστου 1944 συνηντήθην εις την Ρώμην με τον Βρετανόν Πρωθυπουργόν. Και όταν μου έθεσε το ερώτημα, ποια είναι η πολιτική μου, απήντησα: “Εξοπλισμός του Κράτους - Αφοπλισμός του ΕΑΜ”...»! Και σε άλλο σημείο της ίδιας επιστολής: «Και εις την Ελλάδα το ΚΚΕ είχε καταστή παντοδύναμον και είχε συγκροτήσει και την Κυβέρνησιν των Βουνών - την ΠΕΕΑ. Και η αγωνία, από την οποία αδιαλείπτως κατειχόμην ήτο: Πώς θα κατελύετο; Δύο ήσαν τα στάδια διά να φθάσωμεν εις την Νίκην: Πρώτον, η έλευσις εις τας Αθήνας! Και δεύτερον, ο αφοπλισμός του ΚΚΕ»!
Παρεμπιπτόντως, όπως γράφει ο ιστορικός Γ.Α. Λεονταρίτης, φαίνεται ότι η απαγόρευση προκάλεσε πιο μαζική συμμετοχή του εαμικού κόσμου στο συλλαλητήριο, και σχολιάζει: «Δεν πρέπει να αποκλειστεί και η άποψη ότι απαγορεύτηκε η συγκέντρωση με τη βεβαιότητα ότι δεν θα πειθαρχήσει το ΕΑΜ και έτσι θα μπορούσε να καταγγελθεί ότι άρχισε την εξέγερση και ότι η Κυβέρνηση υποχρεώθηκε να αμυνθεί ένοπλα…».
3 Δεκεμβρίου 1944: Νεκροί διαδηλωτές του ΕΑΜ στην πλατεία Συντάγματος (φωτ. Ντμίτρι Κέσελ)
Υπολογίζεται ότι πήραν μέρος πάνω από 100.000 άνθρωποι, ενώ κάποιοι ιστορικοί τους ανεβάζουν και στις 500.000. Το συλλαλητήριο βάφτηκε στο αίμα, καθώς οι διαδηλωτές δέχθηκαν καταιγισμό πυρών από την πλευρά των δυνάμεων ασφαλείας, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 24 άτομα/κατ' άλλες πηγές 28 ή 33 και να τραυματισθούν περίπου 150 (σ' αυτούς τους αριθμούς συγκλίνουν οι περισσότερες πηγές). Άγγλοι δημοσιογράφοι, που σοκαρισμένοι παρακολουθούσαν και κατέγραφαν από το ξενοδοχείο «Μ. Βρετανία» το μακελειό, ανέφεραν ότι πάνω από μία ώρα οι αστυνομικοί πυροβολούσαν στο ψαχνό τους διαδηλωτές – παρά τις διαμαρτυρίες κάποιων παριστάμενων βρετανών αξιωματικών – και ο τόπος γέμισε νεκρούς και τραυματίες, ανάμεσά τους και γυναικόπαιδα (ανταπόκριση των «Times» του Λονδίνου στις 4/12).
Την επομένη (4 Δεκέμβρη), το ΕΑΜ εκτός από τη γενική απεργία – άγγιξε το 100%, καθώς κανένα εργοστάσιο δεν κινήθηκε, κανένα μαγαζί δεν άνοιξε – οργάνωσε νέα διαδήλωση. Η συμμετοχή του λαού της Αθήνας και του Πειραιά ήταν τεράστια – το πλήθος ξεπέρασε τις 600.000 –, σε μια συγκλονιστική ατμόσφαιρα πένθους και μαχητικότητας, συνοδεύοντας τους νεκρούς της προηγούμενης μέρας στο Α' νεκροταφείο όπου έγινε η κηδεία τους.
Όταν ο όγκος της πένθιμης πομπής έφτασε στο Σύνταγμα, οι διαδηλωτές γονάτισαν, ορκίστηκαν στη μνήμη των νεκρών και έψαλαν το «Πένθιμο Εμβατήριο». («Επέσατε θύματα, αδέλφια εσείς, σε άνιση πάλη κι αγώνα...»). Από εκείνο το μεγαλειώδες δεύτερο συλλαλητήριο έχει μείνει στην Ιστορία – αποτυπωμένο και σε φωτογραφία – το σύνθημα του πανό που κρατούσαν οι μαυροφορεμένες κοπέλες: «Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας, διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα – ΕΑΜ».
Αστυνομικοί πυροβολούν στο πλήθος των διαδηλωτών στις 3 Δεκεμβρίου 1944 (φωτ. Ντμίτρι Κέσελ)
Στην επιστροφή από το νεκροταφείο, όμως, πραγματοποιήθηκε νέα δολοφονική επίθεση κατά του πλήθους από το ξενοδοχείο «Μητρόπολις» (κέντρο του ΕΔΕΣ), τη Γενική Ασφάλεια, καθώς κι από μέλη της Οργάνωσης Χ και πρώην ταγματασφαλίτες που διέμεναν σε ξενοδοχεία της Ομόνοιας, με τραγικό απολογισμό άλλους 34 νεκρούς και 70 τραυματίες! Την ίδια μέρα ο ΕΛΑΣ εξουδετέρωνε τη σφηκοφωλιά των Χιτών στο Θησείο (παρά την επέμβαση με άρματα μάχης των Βρετανών, οι οποίοι ωστόσο μπόρεσαν και μετέφεραν τον αρχηγό της Οργάνωσης Χ, Γεώργιο Γρίβα, στο αγγλοκρατούμενο κέντρο της Αθήνας), ενώ ως το απόγευμα ο ΕΛΑΣ είχε καταφέρει να αφοπλίσει το 60% των αστυνομικών τμημάτων της πρωτεύουσας και σχεδόν όλων στον Πειραιά.
Στις 5 Δεκέμβρη και αφού οι διαδηλωτές χτυπιούνται για τρίτη συνεχή μέρα, δυνάμεις του ΕΛΑΣ χτυπούν ξανά κι αυτές και οι συγκρούσεις γενικεύονται. Ταυτόχρονα, μπαίνουν για τα καλά στη μάχη οι Εγγλέζοι χρησιμοποιώντας τανκς και εν συνεχεία βομβαρδιστικά αεροπλάνα!
Για το ποιοι άνοιξαν πυρ τη ματωμένη Κυριακή της 3ης Δεκέμβρη, κατά καιρούς διατυπώθηκαν διάφορες εκδοχές. Οι κυριότερες: α) ότι πυροβόλησε απρόκλητα η αστυνομία β) ότι τα πυρά ήταν βρετανικά για τη δημιουργία προβοκάτσιας γ) ότι πυροβόλησαν κάποιοι από το πλήθος, με αποτέλεσμα να απαντήσουν οι αστυνομικές δυνάμεις.
Ποια είναι η αλήθεια; Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, ο (τότε) αρχηγός της Αστυνομίας Αθηνών Άγγελος Έβερτ (σσ. πατέρας του μετέπειτα προέδρου της ΝΔ Μιλτιάδη Έβερτ), παραδέχτηκε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Ακρόπολις» (5.12.1958) ότι ο ίδιος έδωσε τη διαταγή: «Βάσει των υπευθύνων διαταγών, τας οποίας είχα, διέταξα υπευθύνως την βιαίαν διάλυσίν των»! Υπηρεσιακά, λοιπόν, την εντολή την έδωσε ο Έβερτ, αλλά το θέμα είναι ποιος έδωσε την πολιτική εντολή στον Έβερτ. Επ' αυτού, οι περισσότεροι υποστηρίζουν ότι το (δι)έπραξε ο Γ. Παπανδρέου, αλλά υπάρχει και η εκδοχή ότι ήταν δάχτυλος κύκλων της μοναρχικής Δεξιάς που είχαν πρόσβαση στα Σώματα Ασφαλείας και τον στρατό.
Οι πρώτοι νεκροί της 3ης του Δεκέμβρη 1944 στην πλατεία Συντάγματος (φωτ. Ντμίτρι Κέσελ)
Πώς όμως εξηγείται το γεγονός ότι μόνο οι διαδηλωτές είχαν θύματα, ενώ στα «αμυνόμενα όργανα της τάξεως που πυροβολήθηκαν» δεν υπήρξαν όχι νεκροί αλλά ούτε τραυματίες; Επί πλέον, αυτόπτες μάρτυρες υπεράνω πάσης υποψίας τον διέψευδαν! Όπως αναφέρει ο Γ. Λεονταρίτης στο βιβλίο του «Ποιοι ήθελαν τα Δεκεμβριανά», ο Άγγλος αξιωματικός Μπίφορντ Τζόουνς είχε δηλώσει: «Όσοι από τους θεατές βρισκόμασταν στη γραμμή του πυρός, περιμέναμε από στιγμή σε στιγμή το ΕΑΜ να απαντήσει με όπλα. Πάνω στη σκεπή των κεντρικών γραφείων του ΚΚΕ, που βρίσκονταν στην πλατεία, υπήρχαν πολυβόλα, τα οποία μπορούσαν να γαζώσουν ολόκληρη τη γειτονιά με καταιγιστικό πυρ. Το ΕΑΜ όμως περιορίστηκε σε βρισιές και απειλές. Δεν νομίζω πως υπήρχαν οπλισμένοι διαδηλωτές. Η οργή του πλήθους ήταν τέτοια, ώστε, εάν ήσαν οπλισμένοι, θα είχε ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος εκείνη τη στιγμή»…
Ανάλογες δηλώσεις με την παραπάνω του Τζόουνς είχαν κάνει ο Αμερικανός πρεσβευτής Μακ Βη και ο βοηθός στρατιωτικός ακόλουθος της αμερικανικής πρεσβείας, λοχαγός Μακ Νηλ.
Αλλά και ο Heinz Richter στο βιβλίο του «Η Εθνική Αντίσταση και οι συνέπειές της» έχει γράψει: «Η απρόσκοπτη επιστροφή της ελληνικής εξόριστης Κυβέρνησης τον Οκτώβρη του 1944 επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά ότι το ΕΑΜ και το ΚΚΕ δεν επιδίωκαν σε καμιά περίπτωση ανάληψη της εξουσίας (...) Οι Βρετανοί και η Κυβέρνηση, αντίθετα, επιδίωκαν την αντιπαράθεση, η οποία και πραγματοποιήθηκε στις 3 του Δεκέμβρη 1944, όταν η ελληνική Αστυνομία άνοιξε πυρ ενάντια σε μια αποδεδειγμένα άοπλη διαδήλωση της Αριστεράς». Να σημειωθεί ότι τα αιτήματα του συλλαλητηρίου ήταν «ομαλότητα, κατοχύρωση των λαϊκών ελευθεριών μέσω άμεσης διεξαγωγής δημοψηφίσματος και η προετοιμασία διενέργειας ελεύθερων εκλογών».
Βρετανοί στρατιώτες μεταφέρουν σε φορείο τραυματίες και νεκρούς (φωτ. Ντμίτρι Κέσελ)
Επίσης, στο βιβλίο «Αυτός ήταν ο Δεκέμβρης» των Μενέλαου Λουντέμη και Μέλπως Αξιώτη, αναφέρεται ότι στις 2 Δεκέμβρη ο Υπουργός Εφοδιασμού Θεμιστοκλής Τσάτσος είπε στον βρετανό πρεσβευτή Λίπερ: «Το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να δώσει στην Αστυνομία εντολή να σταματήσει τη διαδήλωση ακόμη και με τα όπλα».
Ακόμη αξίζει να σημειωθεί ότι στο βιβλίο «Ο Δεκέμβριος 1944» του Βάσου Μαθιόπουλου, αναφέρεται ότι ο στρατηγός Λεωνίδας Σπαής, Υφυπουργός στρατιωτικών στην Κυβέρνηση Παπανδρέου τον Δεκέμβριο του 1944, έχει γράψει: «…αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν κατά του ΕΑΜ τα Τάγματα Ασφαλείας. Η εισήγηση ήταν των Άγγλων, η απόφαση δική μου… Χρησιμοποιήσαμε 12.000» (σσ. από τις 27.000 ταγματασφαλίτες).
Αποκαλυπτική είναι και η ακόλουθη δήλωση του Γ. Παπανδρέου στις 30 Δεκέμβρη 1944: «Το ΕΑΜ μέχρι ηλιθιότητος, επιμένει στην πολιτική της εθνικής ενότητος» (Γρ. Φαράκου «Μαρτυρίες και Στοχασμοί»). Κατόπιν όλων των προαναφερθέντων, προκύπτει ότι: «Τα “Δεκεμβριανά” τα προκάλεσαν και τα ξεκίνησαν οι Άγγλοι, με την κυβέρνηση Παπανδρέου και τις αντιΕΑΜικές δυνάμεις. Όχι “εν βρασμώ” ή από λάθος υπολογισμούς, αλλά μεθοδευμένα από καιρό».
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου