20.8.17

Αφιέρωμα: Τα σοκάκια της Τρούμπας

Η Μελίνα Μερκούρη στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή» | 

 Αφιέρωμα: Τα σοκάκια της Τρούμπας 

«Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα από τα πιο όμορφα λιμάνια της Μεσογείου, τον Πειραιά, υπήρχε μια συνοικία, που ήταν το καμάρι του και η …ντροπή του» έγραφε η Σπεράντζα Βρανά στο βιβλίο της «Η Τρούμπα», αποτυπώνοντας γλαφυρά την «ταυτότητα» της περιοχής όπου χτυπάει η «καρδιά» του λιμανιού. 

Η περιοχή πήρε το όνομά της από μια τρόμπα (τρούμπα) νερού, που βρισκόταν στη διασταύρωση της οδού Β’ Μεραρχίας (παλαιά Αιγέως) με την Ακτή Μιαούλη, ενώ οι βασικοί δρόμοι της, οι οδοί Φίλωνος και Νοταρά, είναι από τους πρώτους της πόλης. 

Ο ίλαρχος Γ. Αγγελόπουλος στο έργο του «Στατιστική Πειραιώς» περιγράφοντας τον Πειραιά του 1852, με τους 5.526 κατοίκους, δεν χρησιμοποιεί τη λέξη «τρόμπα», πράγμα που σημαίνει ότι είναι μεταγενέστερη.

Απλώς αναφέρει ότι στη διασταύρωση αυτή υπήρχε πηγάδι, απ’ όπου έπαιρναν νερό τα πληρώματα των πλοίων. 

«Οι ναύται (…) αντλούσιν εκ του φρέατος τούτου δι’ ιβανών (= μάλλον σάκοι από φυτικές ίνες) ή ασκών, και διοχετεύουσι το ύδωρ διά δερματίνου σωλήνος εις τα εν τη εκεί πλησίον προσορμιζομένη λέμβω ενυπάρχοντα κατάλληλα αγγεία» σημειώνει ο συγγραφέας, προσθέτοντας ότι αυτή η εργασία γινόταν μέρα και νύχτα [Γ. Αγγελόπουλου, «Στατιστική Πειραιώς», επανέκδοση «ελεύθερη σκέψις», σελ. 10]. 

Από το ίδιο βιβλίο πληροφορούμαστε ότι εκείνη την εποχή η προβλήτα στην Ακτή Μιαούλη ονομαζόταν Μεγάλη Προβλήτα (αργότερα μετονομάστηκε σε προβλήτα Βασιλέως Κωνσταντίνου) και πως από τους βασικότερους δρόμους της πόλης η οδός Φίλωνος ήταν από τους ομορφότερους όχι μόνο για τις αξιόλογες οικοδομές της, αλλά και επειδή «κατά το πλείστον αυτής μέρος είνε ισοπεδωμένη και εις τινα μέρη εστολισμένη από δένδρα». 

Τρούμπα- Πειραιάς

Η κίνηση από το λιμάνι, πέρα από τα πολλά οφέλη για τους Πειραιώτες, είχε και ορισμένες άλλες… πλευρές, όπως η ανάγκη δημιουργίας των πρώτων «χαμαιτυπικών παραπηγμάτων». 

Είναι άγνωστο πότε ακριβώς και πού δημιουργήθηκαν, αλλά όπως έχει γράψει ο αν. καθηγητής του ΕΜΠ Νίκος Μπελαβίλας, σε άρθρο του στην «Αυγή της Κυριακής» (Οκτώβριος 2010), την πρώτη χρονιά ίδρυσης της πόλης (1834) ήταν καταγεγραμμένες δέκα «δημόσιες κοπέλες» και λίγα χρόνια αργότερα (1848) ανήλθαν σε 18, ηλικίας από 15 έως 41 ετών. 

Το 1855 εκδίδεται από τη Διεύθυνση Αστυνομίας Αθηνών και Πειραιώς κανονιστική ρύθμιση «περί κοινών γυναικών και οίκων ασωτείας», με την οποία προβλέπεται ότι μπορούν να δημιουργούνται «όπου είναι αναγκαίοι ένεκα του πλήθους των κατοίκων και της συρροής ξένων». 

Στον Πειραιά δημιουργούνται τέσσερις «οίκοι ασωτείας», με διευθύντριες ισάριθμες γυναίκες, και μάλιστα το ένα το είχαν δύο αδελφές, η Λουκία και η Αικατερίνη. 

Ομως σταδιακά αρχίζουν να γίνονται παράπονα από περίοικους και γι’ αυτό το 1867 ο δήμος ξεκινάει ενέργειες να συγκεντρώσει σε έναν χώρο τους οίκους ανοχής. 

Το σκεπτικό ήταν ν’ αποτραπεί η διάδοση μολυσματικών ασθενειών, πράγμα που βρίσκει σύμφωνο το Ιατροσυνέδριο καθώς κρίνει ότι «καμμία κοινή γυναίκα δεν θα αποφεύγει τον ιατρικό έλεγχο». 

Σε έγγραφα που υπάρχουν στο Ιστορικό Αρχείο του Δήμου Πειραιά αποτυπώνεται μεγάλο μέρος από την ιστορία της δημιουργίας του πρώτου «συγκροτήματος» οίκων ανοχής. 

Εγγραφο του Δήμου Πειραιά με τον προϋπολογισμό «διά την ανέγερσιν χαμαιτυπείου» στα Βούρλα [Πηγή, Ιστορικό Αρχείο Δήμου Πειραιά]  

Για την κατασκευή του επιλέχθηκε μια ερημική περιοχή πίσω από το τότε νεκροταφείο, στον Αγιο Διονύσιο, όπου υπήρχε έλος και από εκεί είχε πάρει το όνομα Βούρλα. 

Μετά από συνεχείς πιέσεις του δήμου η κυβέρνηση παραχώρησε σ’ αυτήμ την περιοχή 8 στρέμματα «εθνικών γαιών» για την ανέγερση «καταστημάτων» κοινών γυναικών. 

Ο προϋπολογισμός «διά την ανέγερση χαμαιτυπείου εις τον Πειραιά» ήταν 32.406 δραχμές και αποφασίζεται να κατασκευαστεί και να λειτουργήσει από ιδιώτη υπό την εποπτεία του δήμου (όπως θα λέγαμε σήμερα κατασκευάστηκαν με ΣΔΙΤ, Σύμπραξη Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα). 

Η πρώτη ανεπίσημη προσφορά για την ανάληψη του έργου γίνεται εγγράφως, στις 17 Μαΐου 1872, από μια γυναίκα που δηλώνει αγράμματη, υπογράφει ως «Μαριγώ χήρα Αντωνίου» και είναι ιδιοκτήτρια ενός από τους τέσσερις οίκους ανοχής του Πειραιά. 

Η Μαριγώ προτείνει στον δήμο να αναλάβει η ίδια την κατασκευή και αφού το λειτουργήσει για 50 χρόνια να περιέλθει σε αυτόν.

Η ίδια θα επανέλθει μετά ένα χρόνο (18.4.1873) με νέα, πιο αναλυτική, προσφορά για την κατασκευή τεσσάρων οίκων, με την καταβολή ενοικίου «εφ' όρου ζωής». 

Η προκήρυξη εκδίδεται τον Ιούλιο του ίδιου έτους και όπως προκύπτει από τα πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου Πειραιά (18 και 24.1.1874) κατατίθενται τελικά δύο προσφορές.

Η μία όμως, ενός γιατρού, απορρίφθηκε διότι πρότεινε τη δημιουργία του συγκροτήματος ως θεραπευτήριο για τα αφροδίσια νοσήματα. 

Τελικά υπογράφεται, το 1875, το συμβόλαιο με τον ανάδοχο για την κατασκευή του «συγκροτήματος», που αποτελούνταν από τρία κτίρια σε σχήμα «Π», με 66 κάμαρες όπου στεγάζονταν περίπου 70 γυναίκες.

Τα πορνεία ήταν περιφραγμένα και οι ιερόδουλες απαγορευόταν να βγουν από αυτά, ενώ δεν επιτρεπόταν και η είσοδος μετά τις 10 το βράδυ. 

Είναι αξιοσημείωτο ότι οι οίκοι ανοχής στα Βούρλα είχαν αποκλειστικό προνόμιο λειτουργίας. Μάλιστα, όπως διαβάζουμε σε εφημερίδες της εποχής («Εμπρός» 27.7.1907), μετά από μήνυση «της διευθύντριας των αμαρτωλών παρά τα Βούρλα Πειραιώς οίκων Τζοάννου» καταδικάστηκαν σε φυλάκιση τέσσερις «διευθύντριαι μυστικών οίκων», οι οποίοι και έκλεισαν. 

Γύρω από τη «μάντρα» άρχισαν να λειτουργούν καφενεία και άλλα καταστήματα όπου σύχναζαν οι «νταβατζήδες», οι οποίοι, παρά την απαγόρευση, έβρισκαν πάντα τρόπο να μπουν τη νύχτα στον φυλασσόμενο χώρο. 

Τα παιδιά της πιάτσας

Η «καρδιά» του λιμανιού του Πειραιά χτυπούσε για πολλά χρόνια στη μεγάλη προβλήτα, στην Ακτή Μιαούλη, ακριβώς κάτω από τη γειτονιά που έμεινε γνωστή με το όνομα Τρούμπα. 

Αυτό και μόνο δημιουργούσε μια μεγάλη «πελατεία», που θα παρέμενε για λίγο χρόνο πριν από ένα μεγάλο ταξίδι ζητώντας τη διασκέδαση, συνήθως με άφθονο αλκοόλ, και τον ολιγόωρο έρωτα. Από… κοντά ο λεγόμενος «υπόκοσμος».

Στην πραγματικότητα ο κόσμος της Τρούμπας είχε τις δικές του «τάξεις», τη δική του γλώσσα, την «αργκό», και τους δικούς τους άγραφους νόμους. Και φυσικά τις δικές του ιστορίες, συνήθως με πολύ πόνο και έρωτα. Σαν παραμύθια… 

Αυτές τις ιστορίες μετέφερε σε κάθε σπίτι ο αξέχαστος Νίκος Τσιφόρος, που με χρονογραφήματα, τα βιβλία του και έξυπνα σενάρια μας έκανε να γνωρίσουμε «Τα παιδιά της πιάτσας» και να μάθουμε ότι στη διαστρωμάτωση αυτού του κόσμου πάνω πάνω βρίσκονταν οι 20-30 παλικαράδες που έκαναν τις μεγάλες «δουλειές», εκμετάλλευση γυναικών, τυχερά παιχνίδια κ.ά. 

Ακολουθούσε η σωματοφυλακή των παραπάνω, μέχρι τους πιο… ταπεινούς, όπως οι κλεφτομπουγαδάδες και οι κλεφτοκοτάδες. 

Βέβαια υπήρξαν πολλές ιστορίες που φτάνουν από στόμα σε στόμα, σε παλιά καφενεία του Πειραιά, μέχρι τις μέρες μας.

Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη….» που θα έγραφε και ο Τσιφόρος

Εν αρχή ην τα Βούρλα- Το βασίλειο της Ντουντού

Οταν κάποιος εισερχόταν στα Βούρλα τη δεκαετία του 1920 και σχεδόν του ’30 έμπαινε στο βασίλειο της Ντουντού!

Η αποκαλούμενη «Δράκαινα των Βούρλων». Χοντρή, ογκώδης, αχανής, λιγομίλητη, σχεδόν άφωνη, που όλοι μα όλοι φοβόντουσαν.

Κρατούσε στα δυο της χέρια τα στοιχεία εκείνα που όποιος τα κατείχε αφέντευε όλη την περιοχή.

Tις μάρκες κατανάλωσης και τα κλειδιά των κελιών! Με αυτό τον υπέροχο τρόπο περιέγραφε, το 1929, το σύστημα της λειτουργίας των Βούρλων σε ένα μοναδικό του άρθρο ο Μανώλης Κανελλής. 

Ο Κανελλής αναφέρει ακόμα πως ο ενδιαφερόμενος που έμπαινε, πρώτα πήγαινε στην Ντουντού. Τα χρήματα που έδινε μετατρέπονταν σε μάρκες.

Βλέπετε τα χρήματα δεν έπρεπε ποτέ να καταλήγουν απευθείας σε χέρια ιερόδουλης. Αυτό ήταν δική της εργασία. 

Η Ντουντού δεν ήταν μόνη της στο έργο. Είχε δύο κατηγορίες βοηθών: τις «πορτιέρισσες» και τις «κουβαδίστρες».

Οι πρώτες, οι «πορτιέρισσες», οδηγούσαν τον πελάτη στο κελί εκείνο που ανταποκρινόταν στο ποσό που είχε πληρώσει, με αντίτιμο μία δραχμή η διαδρομή.

Οι δεύτερες, οι «κουβαδίστρες», κουβαλούσαν τους κάδους του νερού στις ιερόδουλες. Πέντε δραχμές για κάθε κουβά.

Το κόλπο έγινε ρεμπέτικο - Μανιταριτζήδες

Τα έξυπνα κόλπα που «λανσάρονταν» στην πιάτσα αποτελούσαν πηγή έμπνευσης για τους ρεμπέτες.

Στο φύλλο της 13ης Μαρτίου 1923 του «Ριζοσπάστη» διαβάζουμε: «Τρεις άγνωστοι χθες εις τον Πειραιά αφήρεσαν του εκ Σάμου Π. Μπ (όνομα δυσανάγνωστο) 22.000 δραχμάς διά της παμπαλαίας μεθόδου του μανιταρίου. Προς ανακάλυψιν και σύλληψίν των γίνεται η προσήκουσα ενέργεια».

Τι ήταν όμως το «μανιτάρι»; Ηταν μια μέθοδος απάτης με κλοπή, που την εφάρμοζε ο «μανιταριτζής».

Ο «μανιταριτζής» δεν δούλευε μόνος του. Χρειαζόταν 2- 3 συνεργάτες, που εμφανίζονταν ως αυτόπτες μάρτυρες…

Αυτή η παρέα πέταγε ένα άδειο πορτοφόλι στον δρόμο. Οταν κάποιος περαστικός το έβλεπε, έσκυβε και το έπιανε.

Τότε πεταγόταν ο «μανιταριτζής» και του ζητούσε το πορτοφόλι λέγοντας ότι είναι δικό του.

Ο ανύποπτος περαστικός, προερχόμενος, ίσως, και από επαρχία, όπως ο αναφερόμενος στην παραπάνω είδηση, έδινε το πορτοφόλι.

Τότε ο μάγκας το έπαιρνε στα χέρια του και άρχιζε να φωνάζει και να ζητάει τα χρήματα που -όπως έλεγε- είχε μέσα. Ταυτόχρονα εμφανίζονταν και οι «αυτόπτες» μάρτυρες, οι οποίοι επιβεβαίωναν τα γεγονότα.

Το θύμα, φοβισμένο από το γεγονός ότι βρισκόταν με ένα ξένο πορτοφόλι στα χέρια μπροστά σε μάρτυρες, για να γλιτώσει από πιθανά τραβήγματα, έδινε τα λεφτά και την κοπάναγε τρέχοντας.

Ετσι, το 1935, κυκλοφόρησε σε στίχους και μουσική του Ιάκωβου Μοντανάρη (Γιακουμή) το ρεμπέτικο «Ο Αμερικάνος», το οποίο περιγράφει πώς «πέντε μάγκες στον Περαία (…) πιάσαν’ ένα Αμερικάνο, στη μανίτα (σ.σ. στο μανιτάρι) σαν το χάνο».

Μέγαρο Ποτόγλου

(πρώην ξενοδοχείο «Σικάγο»). Στις οδούς Φίλωνος 119, Νοταρά 116 και Σκουζέ.

Είναι ίσως το πιο εντυπωσιακό απ’ όλα τα διατηρητέα της περιοχής, άρρηκτα συνδεδεμένο με την Τρούμπα, προκαλεί θαυμασμό ακόμα και στη σημερινή εγκατάλειψή του.

Κατασκευάσθηκε την περίοδο του Μεσοπολέμου. Αρχικά, στο ισόγειο στεγάστηκαν γραφεία και εμπορικά καταστήματα, τα οποία αργότερα έδωσαν τη θέση τους σε καμπαρέ, όπως η «Παριζιάνα», επί της οδού Νοταρά, το «Μουλέν Ρουζ» και το «Tony’s Bar», στη Φίλωνος. 

Στον 1ο όροφο κατοικούσε η οικογένεια Ποτόγλου, ενώ τον 2ο και τον 3ο καταλάμβανε το ξενοδοχείο «Σικάγο», με 90 δωμάτια, στα οποία, όπως διαβάζουμε σε εφημερίδες της εποχής (1956), «διαμένουν αποκλειστικώς γυναίκες εργαζόμεναι εις τα νυκτερινά κέντρα της Τρούμπας».

Ετσι, όταν ένας 30χρονος βρήκε σε ένα δωμάτιο την 22χρονη σύζυγό του, την σκότωσε με ένα ξυράφι! (2.6.1956).  

Λίγα χρόνια μετά, στον ίδιο χώρο θα στεγασθεί το ξενοδοχείο «Φαίδρα».

Πρόσφατα ανακαλύφθηκαν σημαντικά ευρήματα εντός του κτιρίου, όπως τοιχογραφίες και σκίτσα, που φανερώνουν τη χρήση του ως Διοικητηρίου της γερμανικής κατοχικής δύναμης, την περίοδο 1941-1945.

 Από το «καφφέ Σαντάν» στα καμπαρέ

«Καφωδεία ο Πειραιάς είχε πολλά γύρω στην Ντρούμπα. Απάνω στο πάλκο έπαιζαν τσιφτετέλια, ζεϊμπέκικο κ.λπ. Κάτω στο πάλκο ορχήστρα ευρωπαϊκή, πιάνο, βιολί και τζάζι για ταγκό κ.λπ. Και μπροστά χαμηλά, σχεδόν κάτω ήταν δώδεκα κορίτσια σε παράταξη άβαφτες Γερμανίδες που έπαιζαν με την σειρά τους βιολιά»

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η περιοχή των Βούρλων είναι μία από τις πολλές που θα συγκεντρώσουν πρόσφυγες. Γι’ αυτό σιγά σιγά θα αρχίσουν να εκφράζονται έντονα παράπονα και να υπάρχουν δημοσιεύματα σε εφημερίδες («Ακρόπολις», 18.9.1929) για τα προβλήματα στη συνύπαρξη οικογενειών με τους οίκους ανοχής.

Το ίδιο διάστημα λίγο πιο μακριά, στην Τρούμπα, η προβλήτα της συγκέντρωνε τη μεγαλύτερη κίνηση από πλοία και αυτό δημιουργούσε προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της διασκέδασης.

Τα πρώτα καφωδεία ή «καφφέ Σαντάν», όπως λέγονταν, είχαν εμφανιστεί από τις αρχές του 1900. Συγκέντρωναν κυρίως ναυτικούς και ήταν πολύ συχνά τα επεισόδια, κατά κανόνα για τα μάτια κάποιας γυναίκας.

Μια τέτοια μεγάλη συμπλοκή είχε γίνει (1905) «εις το παρά την Τρούμπαν ρωσσικόν καφωδείον μεταξύ Ιταλών ναυτών και Ελλήνων λεμβούχων εξ αιτίας μιας γυναικός», στην οποία μπλέχτηκαν πάνω από 40 άτομα...

Ο ρεμπέτης Νίκος Μάθεσης ή «Τρελάκιας» στα απομνημονεύματά του, όπως τα παρέδωσε στον Κώστα Χατζηδουλή (Κ. Χατζηδουλής. «Ρεμπέτικη Ιστορία 1», εκδόσεις Νεφέλη) περιγράφει τα καφωδεία του Πειραιά λέγοντας τα εξής:

«Καφωδεία ο Πειραιάς είχε πολλά γύρω στην Ντρούμπα. Απάνω στο πάλκο έπαιζαν τσιφτετέλια, ζεϊμπέκικο κ.λπ. Κάτω στο πάλκο ορχήστρα ευρωπαϊκή, πιάνο, βιολί και τζάζι για ταγκό κ.λπ. Και μπροστά χαμηλά, σχεδόν κάτω ήταν δώδεκα κορίτσια σε παράταξη άβαφτες Γερμανίδες που έπαιζαν με την σειρά τους βιολιά. Αυτή την διαρρύθμιση είχαν όλα τα καφωδεία της Τρούμπας. (…) Επίσης και τα παιχνίδια ήταν πάμπολλα (λέσχες)».

Η περιγραφή αυτή αποτυπώνει τη μεγάλη ποικιλία προγράμματος που προσέφεραν τα κέντρα της περιοχής, σύμφωνα με τα αντίστοιχα της Αθήνας, καθώς αυτή η διασκέδαση γνώριζε μεγάλη άνθηση σε όλη την Ευρώπη.

Ετσι και τα καμπαρέ του Πειραιά φρόντιζαν να παρουσιάζουν και κάποιο θέαμα «καλλιτεχνικής» φύσεως, το λεγόμενο αρχικώς βαριετέ!

Από τα πιο γνωστά καμπαρέ της εποχής ήταν το «Διεθνές» (αργότερα μετονομάστηκε «Ιντερνάσιοναλ»), στην οδό Αιγέως 6, που σε διαφημιστικές καταχωρίσεις στον Τύπο (1931) αναφερόταν ως «το μόνον τουριστικόν και αριστοκρατικόν Κέντρον».

Σε συγκεκριμένη διαφήμιση το κέντρο αναγράφεται ως «Ντάνσιγκ, Βαριεττέ, Καμπαρέ» και αναφερόταν ότι το πρόγραμμα θα περιλαμβάνει «το Μπαλέττο Ράι, καλλιτεχνικό συγκρότημα από 7 αγγελούδια εις εκκεντρικούς, ακροβατικούς και διεθνείς χορούς και την Διδα Μάγδαν Μπερς, διάσημος Βιενέζα χορεύτρια εις τους ημίγυμνους χορούς της και άλλα πολλά εκλεκτά νούμερα».

Αλλα καμπαρέ εκείνης της εποχής ήταν το «Φέμινα» του Στίνη και το «Περοκέ» της κυρίας Μαίρης 

Το γενικό πρόσταγμα στο «Ιντερνάσιοναλ» είχε η μαντάμ Ζενύ Λενώ, φιλενάδα του ιδιοκτήτη Γιάννη Παπαφίγκου ή Κρανιδιώτη, που αποκαλoύνταν από όλα τα κορίτσια «πατέρας» καθώς ήταν γνωστό πως «δεν έφαγε ποτέ δεκάρα» από εργαζόμενη.

Πάντως σε μια αναδρομή της εφημερίδας «Ελευθερία» (φ. 22.8.1966) διαβάζουμε ότι προπολεμικά το «βασίλειο» της Τρούμπας «το ώριζε και το εξουσίαζε ένας άσσος της τράπουλας και του μπαρμπουτιού, ο Κρανιδιώτης».

Ωστόσο όταν ο Κρανιδιώτης εγκατέλειψε τη Λενώ εκείνη πήγε, τον Ιούλιο του 1931, στην Αστυνομία και κατήγγειλε ότι ο πρώην φίλος της είχε πληρώσει έναν «μπράβο» για να σκοτώσει, προ διετίας, έναν πλούσιο κτηματία του Πειραιά, που ήθελε να συνάψει σχέση με την όμορφη αρτίστα του καμπαρέ, Ραμόνα.

Ο δράστης, ονόματι Τζώρτζης, είχε διαφύγει στην Αίγυπτο, όπου συνελήφθη και εκδόθηκε στην Ελλάδα για να γίνει η δίκη.

Τότε διαπιστώθηκε ότι το έγκλημα είχε γίνει για τα… μάτια της Ραμόνας, την οποία διεκδικούσαν δράστης και θύμα και όχι ο Κρανιδιώτης, που αθωώθηκε στο δικαστήριο.

Απεργία των καμπαρέ

«Μακεδονία» 8.6.1962 Η απεργία των καμπαρέ της Τρούμπας! «Μακεδονία» 8.6.1962 Η απεργία των καμπαρέ της Τρούμπας! | 

Στη «χρυσή δεκαετία» της Τρούμπας φαίνεται ότι μπορούσαν να συμβούν τα πάντα, ακόμα και απεργία των καμπαρέ!

«Οι ιδιοκτήται των καμπαρέ του Πειραιώς κατήλθον εις απεργίαν διαρκείας», ήταν ο τίτλος μιας απίστευτης είδησης, που γραφόταν, στις 8 Ιουνίου 1962, στις εφημερίδες.

Η επιτυχία της πρώτης απεργίας των καμπαρέ ήταν μεγάλη. Οπως ανέφερε το δημοσίευμα, «η οδός Φίλωνος παρουσίαζε την νύκτα εικόνα ερημώσεως. Κανένα από τα 17 καμπαρέ της δεν ήνοιξε».

Τα αιτήματά τους ήταν η μείωση ενός επιπλέον φόρου, που είχε επιβληθεί «κατά κεφαλήν πελάτου», και η… ηθική εξυγίανση της Τρούμπας, δηλαδή η απομάκρυνση των οίκων ανοχής διότι, όπως έλεγαν οι ιδιοκτήτες, «περισσότεραι από 600 γυναίκες ελευθερίων ηθών γυρίζουν όλο το βράδυ στους δρόμους της Τρούμπας και “ψαρεύουν” πελάτας, οι οποίοι ίσως να ήσαν πελάται των καμπαρέ».

Ενα τρίτο θέμα ήταν ο αθέμιτος ανταγωνισμός (!) από τα «σνακ μπαρ», τα οποία χωρίς να έχουν την ίδια πολυτέλεια και φορολογία με τα καμπαρέ «διαθέτουν… γυναίκες υπό ευνοϊκότερους όρους».

Η απεργία διήρκεσε δύο μέρες αλλά την τρίτη, όπως διαβάζουμε στις εφημερίδες, ο κατάπλους στον Πειραιά ενός μικρού πλοίου με 20 ναύτες «έγινεν αιτία να “σπάση” η απεργία».

Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, όλα ξεκίνησαν όταν ο «ιδιοκτήτης ενός από τα καμπαρέ, διά να μη “χάση την πελατείαν” ήνοιξε το κατάστημά του. Οι λοιποί ιδιοκτήται προσεπάθησαν να πείσουν τον συνάδελφόν των να κλείση εκ νέου το κατάστημά, αλλ' αυτός δεν συνεμορφώθη. Κατόπιν τούτου ηναγκάσθησαν να προβούν εις το άνοιγμα των καμπαρέ και οι λοιποί».

Είναι φανερό, λοιπόν, ότι το σεναριακό εύρημα της κινηματογραφικής ταινίας «Καλώς ήρθε το δολάριο», με τους διερμηνείς να ζητάνε αύξηση από τους ιδιοκτήτες των μπαρ, μόνο… φανταστικό δεν ήταν.

Αλλωστε, αυτή δεν ήταν η μόνη… συνδικαλιστική κίνηση των ιδιοκτητών των καμπαρέ της Τρούμπας.

Οπως διαβάζουμε σε ρεπορτάζ της εφημερίδας «Αθηναϊκή» της 3ης Δεκεμβρίου 1965 για τα καμπαρέ της Αθήνας, επειδή υπήρχε μεταξύ τους μεγάλος ανταγωνισμός, «αντιμετωπίζεται η περίπτωσις της συνενώσεως όλων των αθηναϊκών κέντρων με τα κέντρα του Πειραιώς, τα οποία έχουν ιδρύσει και σωματείον».

Δεν είναι γνωστό εάν δημιουργήθηκε το… καρτέλ των καμπαρέ Αθήνας και Πειραιά. Ομως στις εφημερίδες διαβάζουμε, στις 22 Ιουνίου 1966, ότι έγινε νέα απεργία των καμπαρέ…

Θα έμεναν κλειστά για τρεις ημέρες, «διότι, ως λέγεται, η αστυνομία δεν περιορίζει τις άσεμνες γυναίκες από τους δρόμους, τα μπαρ και τα ξενοδοχεία της περιοχής». Εναν χρόνο αργότερα, θα έσβηναν οριστικά τα «κόκκινα φανάρια»…

Απάτες αλλά και εγκλήματα πάθους

Οι πρωτάρηδες στα μπροστινά τραπέζια

Σταδιακά όλος ο κόσμος που δραστηριοποιούνταν γύρω από τα Βούρλα μεταφέρθηκε στην Τρούμπα, Πολλοί από τους θαμώνες έπεφταν θύματα με την είσοδό τους στα νυχτερινά κέντρα. Λέγεται ότι στην Τρούμπα, αντίθετα με τα ήθη των σημερινών νυχτερινών κέντρων, οι πλούσιοι και σημαντικοί πελάτες κάθονταν πίσω πίσω ενώ οι πελάτες, υποψήφια θύματα, μπροστά!

Ιδιαίτερη μάλιστα προτίμηση στα τραπεζοκαθίσματα της πρώτης σειράς έδειχναν οι άρτι αφιχθέντες από επαρχία πελάτες, καθώς δεν γνώριζαν πού ακριβώς βρίσκονταν!

Αυτοί δέχονταν να πληρώσουν το ποτήρι αλκοόλ τρεις φορές ακριβότερα, προκειμένου να απολαύσουν από… κοντά τις τολμηρές εμφανίσεις των χορευτριών, συνήθως αλλοδαπής προέλευσης.

Στο μεταξύ οι καλοί πελάτες που κάθονταν στις πίσω σειρές, δέχονταν τις πραγματικές φροντίδες των γυναικών του καταστήματος που μετά το πρόγραμμά τους κάθονταν στα δικά τους τραπέζια.

Μια χαρακτηριστική είδηση ήταν αυτή που δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες (31.5.1967) για έναν ναυτικό, που αφού ξεμπάρκαρε και εισέπραξε τις αποδοχές του (12.500 δραχμές), πήγε στο μπαρ «Μπλακ Κατ» στην Τρούμπα, όπου καθώς είχε μεθύσει διασκεδάζοντας με δύο «αρτίστες», του χρεώθηκαν 18 μπουκάλια σαμπάνια, 13 κοκτέιλ και άλλα ποτά και βρέθηκε μόνο με 500 δραχμές και ένα δολάριο!

Τέτοιες ιστορίες, με άσχημη κατάληξη, ήταν πολύ συχνές στα μαγαζιά της Τρούμπας.

Για τα μάτια μιας γυναίκας

Μία από αυτές απασχόλησε για μέρες τον Τύπο (Δεκέμβριο του 1962), καθώς ένας νέος είχε σκοτώσει τη θετή μητέρα του και τραυματίσει τον πατέρα του για να κλέψει τις τελευταίες οικονομίες τους (8.000 δραχμές) και να πάει για διασκέδαση με την «αρτίστα» Τούλα στο καμπαρέ «Φλώριδα», στην οδό Νοταρά.

Τα επεισόδια, οι ξυλοδαρμοί μεταξύ Ελλήνων και ξένων και τα εγκλήματα για τα… μάτια κάποιας γυναίκας ήταν σχεδόν καθημερινά στο αστυνομικό δελτίο. Φυσικά κάποιες ήταν πολύ όμορφες, όπως μια νεαρή κοπέλα που της είχαν δώσει το ψευδώνυμο «Σοράγια της Τρούμπας».

Δεν έλειπαν βέβαια και οι πράξεις εκδίκησης των γυναικών. Μια τέτοια ιστορία ήταν της Δέσποινας, που έμεινε γνωστή ως «η βιτριολίστρια» της Τρούμπας αφού μετά από καβγά με τον φίλο της, ιδιοκτήτη του μπαρ «Λίμπερτυ», του έριξε βιτριόλι στο πρόσωπο ενώ κοιμόταν, με αποτέλεσμα να τον τυφλώσει (Ιανουάριος 1957).

Μια άλλη ήταν η περίπτωση της Στέλλας από τη Λαμία, που εκμεταλλεύτηκε κάποιος Αντώνης και την έκανε πόρνη στην Τρούμπα και μια μέρα η Στέλλα τον πυροβόλησε στο πόδι.

Μέγαρο Βάττη

Μέγαρο Βάττη  Στις οδούς Μπουμπουλίνας 2, Ακτή Μιαούλη 15 και Αγ. Σπυρίδωνος.

 Κατασκευάστηκε από τους εφοπλιστές αδελφούς Βάττη. Ως έτος κατασκευής εμφανίζεται το 1925, ωστόσο σε καταχωρίσεις του Τύπου αναφέρονται ως εγκατεστημένες εκεί από τις 28 Σεπτεμβρίου 1924 ατμοπλοϊκές εταιρείες.

Είναι έργο του αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Νικολούδη, που σχεδίασε γνωστά κτίρια των Αθηνών, όπως το μέγαρο Λιβιεράτου (Πατησίων και Ηπείρου), η Λέσχη Αξιωματικών (Πλατεία Ρηγίλλης) κ.ά. Πρόκειται για πενταώροφο κτίριο, με στοιχεία μπαρόκ αρχιτεκτονικής.

Κατά καιρούς στέγασε εμπορικά και ναυτιλιακά γραφεία, ενώ στους δύο τελευταίους ορόφους λειτούργησε το ξενοδοχείο «Διεθνές», για το οποίο σε εφημερίδες της εποχής διαβάζουμε ότι διαθέτει: «Θέρμανση τελειοτάτου συστήματος, φωτισμός ηλεκτρικός άπλετος, πράγματι υπηρεσία πρόθυμος και εν γένει οργάνωση καθ' όλα ευρωπαϊκή. Αναβατήρ και τηλέφωνα συμπληρώνουν μαζί με λουτήρας και άφθονο ύδωρ, το ωραιότατον τούτο οικοδομικό κόσμημα του Πειραιώς».

Από το 1970 το κτίριο πέρασε στην ιδιοκτησία της Εθνικής Τράπεζας και έχει αποκατασταθεί πλήρως.

Ξενοδοχείο «Πειραιεύς»

Στις οδούς Ακτή Μιαούλη 13 και Μπουμπουλίνας 1 και Αγ. Σπυρίδωνος 1 (ιδιοκτησία Πανεπιστημίου Αθηνών).

Το ξενοδοχείο «Πειραιεύς» κατασκευάστηκε το 1872. Εχει σχήμα «Π» και η οργάνωση του όγκου και η διάταξη των χώρων του παρουσιάζουν αντιστοιχίες με το κτίριο των Παλαιών Ανακτόρων.

Στη γωνιακή αίθουσα του 2ου ορόφου, επί των οδών Μπουμπουλίνας και Ακτής Μιαούλη, όπου στεγαζόταν η Ενωση Μηχανικών Ατμόπλοιων, πραγματοποιήθηκε, από τις 17 έως και τις 23 Νοεμβρίου 1918, το 1ο Ιδρυτικό Συνέδριο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος (ΣΕΚΕ), το οποίο λίγα χρόνια αργότερα μετονομάστηκε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Σχετική επιγραφή έχει τοποθετηθεί στην είσοδο του κτιρίου.

Ο Α. Μπεναρόγια γράφει, μεταξύ άλλων, στα απομνημονεύματά του για το συνέδριο: «Μία χούφτα ανθρώπων περί τους 30 εν όλω έθετον τας βάσεις ενός νέου και ιστορικού κόμματος, του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ήνοιγον τον δρόμον της πολιτικής σταδιοδρομίας της νέας κοινωνικής τάξεως, του ελληνικού προλεταριάτου» (Αβ. Μπεναρόγια, «Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου», εκδόσεις Ολκός).

Αγιος Σπυρίδωνας - Γιαχνί Σοκάκι

Ο σημερινός ναός του Αγίου Σπυρίδωνα έχει οικοδομηθεί στα ερείπια Μοναστηριού που ήταν γνωστό από τον 12ο ή τον 16ο αιώνα και είναι το ένα από τα δύο όρια, που καθορίζουν την περιοχή της «Τρούμπας».

Το άλλο είναι ο ναός του Αγίου Νικολάου. Οι δύο εκκλησίες όριζαν τα τμήματα των οδών Φίλωνος και Νοταρά, που μαζί με την οδό 2ας Μεραρχίας αποτελούσαν τον πυρήνα του «Σόχο» του Πειραιά. 

Το Γιαχνί Σοκάκι είναι η σημερινή οδός Αγίου Σπυρίδωνος. Αυτή η ονομασία οφείλεται στους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής, που άνοιξαν μικρά μαγειρεία.

Στην οδό Αγίου Σπυρίδωνος, εκτός από τα μαγειρεία και εστιατόρια υπήρχαν τροχεία και ραφεία που εξυπηρετούσαν τους ναυτικούς.

 Από τους Γερμανούς κατακτητές στα Αμερικανάκια

Ο καλός κόσμος μας -Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια- αφού διασκέδαζε κατηφόριζε στην Τρούμπα για να πάρει ένα ποτό και να παρακολουθήσει στριπτίζ. Αριστερά: η Ελένη Ανουσάκη στην πρώτη της εμφάνιση με την Δέσπω Διαμαντίδου στην ταινία «Κόκκινα φανάρια»
 
Από το 1937, οπότε έκλεισαν τα Βούρλα και το εκεί συγκρότημα διαμορφώθηκε σε φυλακή, ο… επί πληρωμή έρωτας άρχισε να μεταφέρεται στην Τρούμπα.

Η αρχή έγινε στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, οπότε παλαιοί Πειραιώτες εγκατέλειψαν την περιοχή, που γινόταν στόχος συχνών βομβαρδισμών, και ταυτόχρονα λειτούργησαν ξανά ορισμένα καμπαρέ, με πελάτες Γερμανούς και μαυραγορίτες.

Να σημειώσουμε ότι πρόσφατα βρέθηκαν ευρήματα που δείχνουν ότι το Διοικητήριο των γερμανικών δυνάμεων κατοχής βρισκόταν στο μέγαρο Ποτόγλου, στις οδούς Νοταρά, Σκουζέ και Φίλωνος.

Με το τέλος του πολέμου η περιοχή είχε βρει τον… δρόμο της με λίγα «σπίτια», τα οποία πολλαπλασιάστηκαν από το 1956, όταν η κυβέρνηση Καραμανλή θέσπισε νόμο με τον οποίο έκλειναν οι ομαδικοί οίκοι ανοχής και κάθε σπίτι μπορούσε να έχει μέχρι δύο γυναίκες.

Αυτή η απόφαση θα μπορούσε να είναι ένα βήμα για την ανεξαρτητοποίηση των περίπου 500 δηλωμένων γυναικών της Τρούμπας.

Ομως, όπως θα αποκαλυφθεί αργότερα, με την ανοχή της Αστυνομίας η άδεια του κάθε «σπιτιού» δεν εκδιδόταν σε κάποια γυναίκα, αλλά στον «σωματέμπορο» που υπενοικίαζε το οίκημα για να στεγάζει τις γυναίκες, οι οποίες δούλευαν γι’ αυτόν.

Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει στις περιόδους που κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ο 6ος Αμερικανικός Στόλος.

Η Τρούμπα πλημμύριζε από ναύτες. Η τιμή της βίζιτας διπλασιαζόταν, από τις 27 δραχμές έφτανε τις 55.

Η έγκριση της προβολής της ταινίας «Ποτέ την Κυριακή»

Μετά την… ανακάλυψη της Τρούμπας από τον νεορεαλιστικό ελληνικό κινηματογράφο, η συνοικία άρχισε να παίρνει μυθικές διαστάσεις και το 1965 είχε γίνει πλέον «μόδα».

«Και ο καλός κόσμος μας -Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια- αφού διασκεδάση με μουσική Ζαμπέττα, κατηφορίζει με το αυτοκίνητό του στη "γειτονιά" αυτή, παίρνει ένα ποτό στα "κέντρα" της κι’ έπειτα τραβάει για το άνετο κρεβάτι του να κοιμηθή τον ύπνο του δικαίου, με την περίσσια ευχαρίστηση ότι χάρηκε και λίγο "χρώμα" της "λαϊκής" αυτής Πειραιώτικης γειτονιάς» έγραφε χαρακτηριστικά επιφυλλίδα της εφημερίδας «Ελευθερία» (φ.12.2.1965). Ανάλογο ρεπορτάζ διαβάζουμε στην εφημερίδα «Αθηναϊκή», με τίτλο «Η Τρούμπα, το νέο "χόμπυ" των Αθηναίων αργόσχολων» και υπότιτλο «Μπουζούκια, στρηπ-τηζ και ολίγος "κίνδυνος"».

Από τις εφημερίδες πάλι (σ.σ. παλιοί δημοσιογράφοι του πειραϊκού ρεπορτάζ έλεγαν, πολλά χρόνια αργότερα, ότι εάν για κάποιες μέρες δεν είχαν θέμα, έγραφαν κάτι για την Τρούμπα που πάντα είχε κάτι να… διηγηθεί) πληροφορούμαστε ότι το 1966 λειτουργούσαν 16 καμπαρέ, με περίπου 200 κορίτσια και 25 μπαρ.

Εκτός από τα κέντρα διασκέδασης, υπήρχαν και 57 «σπίτια», επίσημα δηλωμένα, που απασχολούσαν 340 γυναίκες δηλωμένες και περίπου 40 ανεπίσημα με περίπου 200 αδήλωτες γυναίκες, που προσέφεραν αγοραίο έρωτα.

Εχει μείνει χαρακτηριστικό ανάμεσα στο «σπίτια» να υπάρχει και κάποιο με την πρόχειρη ταμπέλα «εδώ μένει οικογένεια»!

Από το πιο γνωστά καταστήματα της Τρούμπας ήταν το καμπαρέ «Παριζιάνα», το οποίο είχε αρχικά ανοίξει κατά τη δεκαετία του 1940 στη συμβολή των οδών Φίλωνος και Φιλελλήνων και αργότερα μεταφέρθηκε στην οδό Νοταρά, το «Τόνυς Μπαρ», με ελληνική μουσική, και το «Τζων Μπουλ», του οποίου συνιδιοκτήτης ήταν ο Γιώργος Βεϊζαδές που μαζί με τη γυναίκα του Αντιγόνη είχαν κάψει με σίδερο τη 12χρονη υπηρέτριά τους Σπυριδούλα, συγκλονίζοντας το πανελλήνιο τη δεκαετία του 1950.

Αλλα γνωστά μπαρ ήταν το «Πόρτο Ρίκο», το «Κιτ Κατ», το «Μπλακ Κατ», η «Μασκώτ», οι «45 Γιάννηδες» του Τζίνο, όπου γυρίστηκαν σκηνές από την ταινία «Το κάθαρμα», κ.ά.

Σε ρεπορτάζ της εφημερίδας «Το Βήμα» (13.2.1966) γίνεται ένας υπολογισμός του τζίρου της Τρούμπας και προκύπτει ένα πολύ μεγάλο ποσό, ανάλογο των εισπράξεων του Οργανισμού Λιμένος Πειραιά! Ολα αυτά τελείωσαν μόλις λίγους μήνες μετά την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών.

Μέσα σε ένα βράδυ, στις 12 Σεπτεμβρίου 1967, έκλεισαν όλοι οι οίκοι ανοχής και απομακρύνθηκαν οι εκδιδόμενες γυναίκες από εκεί.

Αντίθετα, συνέχισαν να λειτουργούν ορισμένα μπαρ, που διαρκώς υποβαθμίζονταν και σταδιακά έκλειναν, για να φτάσουμε στις αρχές του 2000 να έχουν απομείνει μόνο 15.

Το τέλος επί χούντας

Αποφάσισαν και διέταξαν να κλείσουν οι οίκοι ανοχής σε τρεις μέρες

Οι τίτλοι τέλους για την Τρούμπα «έπεσαν» στις 12 Σεπτεμβρίου 1967, σε μια επίδειξη ψευδεπίγραφης «ηθικής» και δύναμης από τη χούντα και ιδιαίτερα τον… εκλεκτό της δήμαρχο Πειραιά Αρ. Σκυλίτση.
Οπως είπε, την επόμενη μέρα, ο ίδιος ο Σκυλίτσης στη συνεδρίαση του διορισμένου Δημοτικού Συμβουλίου¹ : «[…] η απόφασις διά το κλείσιμο της Τρούμπας ελήφθη από το Συμβούλιον Ασφαλείας».

Το Συμβούλιο Ασφαλείας ήταν ένα όργανο, που λειτούργησε επί χούντας και, όπως εξήγησε ο Σκυλίτσης, απαρτιζόταν από τον διορισμένο νομάρχη, τον εισαγγελέα, τον πρόεδρο Πρωτοδικών, από έναν εκπρόσωπο του στρατιωτικού διοικητή, από τον διοικητή του Τμήματος Ηθών και από τον διευθυντή της αστυνομίας.

Το Συμβούλιο είχε συγκληθεί το Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου και πήγε, αν και δεν προκύπτει ότι συμμετείχε, ο δήμαρχος, ο οποίος ζήτησε να ληφθεί απόφαση για την «εκκαθάριση» της Τρούμπας από τους οίκους ανοχής.

Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Αρ. Σκυλίτση στο Δημοτικό Συμβούλιο, η συνεδρίαση διήρκεσε δυόμισι ώρες, γεγονός που δείχνει ότι υπήρξαν επιφυλάξεις ή ενστάσεις, αλλά τελικά «απεφασίσθη η εκκαθάρισις της όλης περιοχής άνευ ουδεμίας υποχωρήσεως δι’ οιονδήποτε».

«Διότι έκριναν ότι διά λόγους ασφαλείας και διά πολλούς άλλους λόγους, κατόπιν της αιτήσεώς μου, ότι έπρεπε να λήξη αυτή η υπόθεσις, η οποία εμόλυνε το κέντρον της πόλεως. Κατόπιν ο Αστυνομικός Διευθυντής διετάχθη από τον Εισαγγελέα και το Συμβούλιο Ασφαλείας να προχωρήσει επί τω έργω», ανέφερε ο ίδιος.

Η προθεσμία που δόθηκε στους οίκους ανοχής για να κλείσουν εξέπνεε τα μεσάνυχτα της Τρίτης 12 Σεπτεμβρίου.

Στις Αρχές φαίνεται ότι είχε σημάνει… συναγερμός καθώς, όπως είχε πει ο Σκυλίτσης, έφταναν πληροφορίες ότι «επρόκειτο να γίνη αντίδρασις εκ μέρους των ευρισκομένων όλων εις τας οδούς».

Ομως, το πρωί της τελευταίας μέρας διαπιστώθηκε ότι οι «πληροφορίες» της χούντας ήταν όπως συνήθως… παραμύθια.

Ο διορισμένος δήμαρχος Πειραιά ανέφερε ότι οι ιερόδουλες έφυγαν από τα «σπίτια» και πήγαν στην Αστυνομική Διεύθυνση Πειραιά, ζητώντας να τους δοθεί άδεια «να μεταβούν εις την Επαρχίαν διά να εξακολουθήσουν την εξάσκησιν τους επαγγέλματός τους».

Ετσι, το βράδυ οι αστυνομικοί έκαναν περιπολίες στους άδειους δρόμους…

Φαίνεται ότι στην ήσυχη απομάκρυνση έπαιξαν ρόλο κάποιες «διαβεβαιώσεις» ότι το μέτρο ήταν προσωρινό.

Γι’ αυτό την επόμενη μέρα αθηναϊκές και πειραϊκές εφημερίδες (ακόμα και η φιλοχουντική «Ελεύθερος Κόσμος») έγραφαν στο ρεπορτάζ ότι οι ιερόδουλες πρόκειται να επανεγκατασταθούν σε καταλληλότερους χώρους στην περιοχή.

Ομως, ο Αρ. Σκυλίτσης φαίνεται ότι… κίνησε γη και ουρανό για να διαψευσθεί η είδηση περί προσωρινής απομάκρυνσης, κάνοντας μάλιστα και δηλώσεις στο (μοναδικό) ραδιόφωνο.

Πραγματικά, από τότε η Τρούμπα άρχισε να φθίνει. Οχι γιατί το θέλησε η χούντα, κυρίως διότι σταδιακά μετατοπίστηκε η κίνηση του λιμανιού προς το Ικόνιο και τα πληρώματα των πλοίων δεν έβγαιναν στην προβλήτα της Ακτής Μιαούλη, η οποία χρησιμοποιούνταν μόνο για ακτοπλοϊκά επιβατηγά.

Ετσι, τα μπαρ που είχαν απομείνει πρόσφεραν, τα επόμενα χρόνια, μια (από κάθε άποψη) φτηνή διασκέδαση σε αλλοδαπούς και ελάχιστους Ελληνες, συνήθως, ναυτικούς που βρίσκονταν εκεί αναζητώντας κάποιο «μπάρκο» ή έρχονταν από επαρχία, μέχρι που έκλεισαν σχεδόν όλα.

Για να «ξαναγεννηθεί», τα τελευταία χρόνια, η περιοχή προσφέροντας, πια, νεολαιίστικη διασκέδαση κρατώντας το πειραιώτικο χρώμα της.

¹ Τα πρακτικά της συνεδρίασης του Δημοτικού Συμβουλίου Πειραιά της 13ης Σεπτεμβρίου 1967 είναι από το Ιστορικό Αρχείο του δήμου.

Ξενοδοχείο «Γαλλία»

Διαμπερές, με πρόσοψη στην οδό Φίλωνος 117 και το πίσω μέρος στην οδό Νοταρά 114.
Είναι κτίριο τριώροφο με όψεις σε δύο παράλληλους δρόμους.

Χτίστηκε το 1929 και λειτούργησε αρχικά ως κλινική.

Αργότερα, στέγασε το ξενοδοχείο, που ήταν από τα χαρακτηριστικά της περιοχής, προσφέροντας δωμάτια για ολιγόωρη διαμονή.

Εχει χαρακτηριστεί έργο τέχνης, καθώς, όπως το παρακείμενο κτίριο Ποτόγλου, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα κτιρίου ειδικής χρήσης της εποχής του Μεσοπολέμου.

Ξενοδοχείο «Λουξ»

Φίλωνος 115.

Ηταν άλλο ένα ξενοδοχείο, σημείο αναφοράς για την Τρούμπα. Στο υπόγειό του λειτουργούσε το φημισμένο καμπαρέ «Maxim». Το τετραώροφο κτίριο άρχισε να χτίζεται το 1953.

Μετά την κατασκευή του και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 στέγαζε τον αγοραίο έρωτα, που προσέφεραν τα κορίτσια της Τρούμπας.

Λέγεται ότι το διαχειριζόταν, τουλάχιστον για κάποια χρόνια, η μαντάμ Σαρλότ, ένα τραβεστί από τη Ρουμανία, που το πραγματικό όνομά του ήταν Κάρολος και ήταν μια από τις χαρακτηριστικές μορφές της Τρούμπας.

Από τα χρόνια της χούντας το ξενοδοχείο είχε ερημώσει και άλλαξε διάφορους ιδιοκτήτες. Ομως, την τελευταία διετία, με την αναγέννηση της συνοικίας ως χώρου διασκέδασης, οι ιδιοκτήτες του το συντήρησαν, με σεβασμό στα χαρακτηριστικά και την ιστορία του, και πλέον αποτελεί ένα όμορφο και σύγχρονο ξενοδοχείο της πόλης.

Κινηματογράφος «Ολύμπικ»

Κινηματογράφος «Ολύμπικ» Φίλωνος 88.

Είναι ο μοναδικός από τους συνολικά τρεις κινηματογράφους, που λειτουργούσαν στην Τρούμπα και προέβαλλαν από το πρωί μέχρι τα μεσάνυχτα σε καθημερινή βάση ταινίες περιεχομένου «ακατάλληλου για ανηλίκους».

Αρχικά βρισκόταν σε αίθουσα, στην οδό Φίλωνος 68, ενώ οι άλλοι δύο, που δεν υπάρχουν πια ήταν το «Φως», στην οδό 2ας Μεραρχίας 4, και το «Ηλύσια» ή «Ιλίσια» (Φίλωνος 54).

1 σχόλιο: