Η δίκη του Πιατακόφ και των τροτσκιστών
Στις 23 Σεπτέμβρη του 1936, μια σειρά εκρήξεων έπλητταν τα ορυχεία της Σιβηρίας, για δεύτερη φορά μέσα σε εννέα μήνες. Υπήρξαν 12 νεκροί. Τρεις μέρες αργότερα, ο Γιάγκοντα έγινε επίτροπος Επικοινωνιών και ο Γεζόφ αρχηγός του ΛΕΕ. Τουλάχιστον ως εκείνη τη μέρα, ο Στάλιν είχε υποστηρίξει τη μάλλον φιλελεύθερη πολιτική του Γιάγκοντα.
Οι έρευνες στη Σιβηρία οδήγησαν στη σύλληψη του Πιατακόφ, ενός πρώην τροτσκιστή, βοηθού του Ορτζονικίτζε, του επιτρόπου Βαριάς Βιομηχανίας. Ο Ορτζονικίτζε, στενός συνεργάτης του Στάλιν, είχε ακολουθήσει μια πολιτική χρησιμοποίησης και αναμόρφωσης των διαφόρων αστών ειδικών. Ετσι, το Φλεβάρη του 1936, είχε αμνηστεύσει εννέα «αστούς μηχανικούς» που είχαν καταδικαστεί το 1930 μετά την εκδίκαση μιας υπόθεσης δολιοφθοράς που είχε προκαλέσει σάλο.
Σε ό,τι αφορά στη βιομηχανία, είχαν εκδηλωθεί από πολύ καιρό αντιπαραθέσεις και διασπάσεις στους κόλπους της κομματικής ηγεσίας. Ριζοσπάστες, με επικεφαλής τον Μόλοτοφ, διαφωνούσαν για τους περισσότερους αστούς ειδικούς, τους οποίους θεωρούσαν ανάξιους εμπιστοσύνης από πολιτική σκοπιά και ζητούσαν κάθαρση. Αντίθετα, ο Ορτζονικίτζε, επίτροπος Βαριάς Βιομηχανίας, δήλωνε ότι τους είχαν ανάγκη και ότι έπρεπε να εκμεταλλευτούν τις ικανότητές τους.
Η παλιά αυτή αντιπαράθεση για τους ειδικούς με ύποπτο παρελθόν ξαναβγήκε στην επιφάνεια με αφορμή τις εκρήξεις στα ορυχεία της Σιβηρίας. Οι έρευνες αποκάλυψαν ότι ο Πιατακόφ είχε χρησιμοποιήσει σε ευρεία κλίμακα αστούς ειδικούς για το σαμποτάρισμα των ορυχείων.
Το Γενάρη του 1937 έγινε η δίκη των Πιατακόφ, Ράντεκ και άλων πρώην τροτσκιστών, που ομολόγησαν τις παράνομες δραστηριότητές τους. Για τον Ορτζονικίτζε, το χτύπημα ήταν τόσο σκληρό, που αυτοκτόνησε.
Φυσικά, αστοί συγγραφείς διαβεβαίωσαν ότι οι κατηγορίες για συστηματική δολιοφθορά είχαν εξ ολοκλήρου επινοηθεί με μοναδικό σκοπό την εξόντωση πολιτικών αντιπάλων. Δυστυχώς όμως γι’ αυτούς, ένας Αμερικανός μηχανικός εργάστηκε μεταξύ 1928 και 1937 ως διευθυντικό στέλεχος σε μεγάλο αριθμό ορυχείων της περιοχής των Ουραλίων και της Σιβηρίας που επλήγησαν από το σαμποτάζ. Η μαρτυρία αυτή του Τζον Λίτλπείτζ, ενός τεχνικού ξένου προς την πολιτική, παρουσιάζει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον.
Ο Λίτλπείτζ περιγράφει πώς, με το που έφτασε στα σοβιετικά ορυχεία το 1928, αντιλήφθηκε την έκταση του βιομηχανικού σαμποτάζ, της ιδιαίτερα προσφιλούς αυτής μεθόδου πάλης των εχθρών του σοβιετικού καθεστώτος. Υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι μέσα στις λαϊκές μάζες διατεθειμένοι να αγωνιστούν κατά της μπολσεβίκικης ηγεσίας, και αν ορισμένα υψηλά ιστάμενα κομματικά στελέχη αποφάσιζαν να ενθαρρύνουν ή απλά να προστατέψουν τους δολιοφθορείς, μπορεί να αποδυνάμωναν σημαντικά το καθεστώς.
Ας δούμε στη συνέχεια την αφήγηση του Λίτλπείτζ.
«Μια μέρα του 1928, μπήκα σε ένα σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας των ορυχείων του Κότσκαρ. Περνώντας, βούτηξα το χέρι μου στον κάδο μιας μεγάλης ντιζελομηχανής και ένιωσα κάτι σβολώδες μέσα στο λάδι. Διέταξα να σταματήσουν αμέσως τη μηχανή και βγάλαμε περίπου ένα λίτρο χαλαζιακή άμμο, που δεν μπορεί παρά να την είχαν ρίξει επίτηδες. Σε αρκετές άλλες περιπτώσεις, βρήκαμε στις νέες εγκαταστάσεις των εργοστασίων του Κότσκαρ άμμο σε μηχανήματα όπως οι επιβραδυντές, που είναι εντελώς κλειστοί από πάνω και δεν είναι δυνατό να ξεσκεπαστούν παρά μόνο αν σηκώσει κάποιος το καπάκι τους από τη λαβή.
Το βρόμικο αυτό βιομηχανικό σαμποτάζ ήταν τόσο συνηθισμένο σε όλους τους κλάδους της σοβιετικής βιομηχανίας, που οι Ρώσοι μηχανικοί δεν έδιναν πια σημασία και τους έκανε μεγάλη εντύπωση η ανησυχία μου όταν το διαπίστωσα για πρώτη φορά.
Γιατί, με ρώτησαν, το σαμποτάζ αυτού του είδους ήταν τόσο συνηθισμένο στη σοβιετική Ρωσία και τόσο σπάνιο στις άλλες χώρες; Τα άτομα που κάνουν παρόμοιες ερωτήσεις δεν έχουν αντιληφθεί ότι οι ρωσικές αρχές αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν ακόμα ολόκληρη σειρά από εμφύλιους πολέμους, ανοιχτούς ή συγκαλυμμένους. Στην αρχή, πολέμησαν και απαλλοτρίωσαν την παλιά αριστοκρατία, τους τραπεζίτες, τους μεγαλοκτηματίες και τους εμπόρους του τσαρικού καθεστώτος. Έπειτα, πολέμησαν και απαλλοτρίωσαν τους ανεξάρτητους μικροκαλλιεργητές, τους λιανοπωλητές και τους νομάδες της Ασίας.
Φυσικά, όλα αυτά είναι για το ίδιο τους το καλό, λένε οι κομμουνιστές. Όμως, πολλοί απ’ αυτούς τους ανθρώπους δεν μπορούν να δουν τα πράγματα με το ίδιο μάτι και παραμένουν άσπονδοι εχθροί των κομμουνιστών και των ιδεών τους, ακόμα κι όταν έχουν προσληφθεί σε μια κρατική βιομηχανία. Από τις ομάδες αυτές προέρχεται σημαντικός αριθμός εργατών, που εχθρεύονται με τέτοιο πείσμα τους κομμουνιστές, ώστε θα κατέστρεφαν χωρίς τύψεις όσο περισσότερες επιχειρήσεις μπορούσαν».
Το σαμποτάζ στα Ουράλια
Όταν εργαζόταν στα ορυχεία του Κάλατα, στην περιοχή των Ουραλίων, ο Λίτλπεϊτζ αντιμετώπισε συστηματικό σαμποτάζ από την πλευρά ορισμένων μηχανικών και στελεχών του Κόμματος. Του φαινόταν ξεκάθαρο ότι οι ενέργειες αυτές ξεκινούσαν από μια επιθυμία αποδυνάμωσης του μπολσεβίκικου καθεστώτος. Και αντιλαμβανόταν ότι ένα τόσο φανερό σαμποτάζ δε θα μπορούσε να γίνεται παρά μόνο με τη συναίνεση των ανώτατων αρχών της περιοχής των Ουραλίων.
Αναφέρουμε στη συνέχεια μια εξαιρετικά σημαντική έκθεση που κατέθεσε:
«Οι γενικές συνθήκες θεωρούνταν ιδιαίτερα αντίξοες στα ορυχεία χαλκού των Ουραλίων -τα ορυχεία που υπόσχονταν εκείνη την εποχή πολλά στη Ρωσία- παρ’ όλο που είχαν πάρει τη μερίδα του λέοντος κατά τον επιμερισμό των διαθέσιμων κεφαλαίων για την επίσπευση της παραγωγής. Δεκάδες Αμερικανοί μεταλλειολόγοι μηχανικοί είχαν προσληφθεί, και εκατοντάδες Αμερικανοί αρχιτεχνίτες είχαν κληθεί για να δώσουν οδηγίες σχετικά με τις εργασίες εξόρυξης και κατεργασίας. Τέσσερις-πέντε Αμερικανοί μεταλλειολόγοι μηχανικοί είχαν αναλάβει καθήκοντα σε καθένα από τα μεγάλα ορυχεία χαλκού των Ουραλίων, καθώς και Αμερικανοί μεταλλουργοί.
Οι άνθρωποι αυτοί είχαν επιλεγεί με ιδιαίτερη φροντίδα. Είχαν διακριθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ομως, εκτός από μερικές εξαιρέσεις, τα αποτελέσματα που πέτυχαν στη Ρωσία είχαν προκαλέσει απογοήτευση. Όταν ο Σερεμπρόφσκι ανέλαβε τον έλεγχο και των ορυχείων χαλκού και μολύβδου, πέρα από τα χρυσωρυχεία, θέλησε να μάθει γιατί αυτοί οι ειδικοί από το εξωτερικό δεν είχαν προωθήσει την παραγωγή όπως όφειλαν, και με έστειλε το Γενάρη του 1931, μαζί με έναν Αμερικανό μεταλλουργό και έναν κομμουνιστή Ρώσο διευθυντή, να ερευνήσω την κατάσταση στα ορυχεία των Ουραλίων και να προσπαθήσω να επισημάνω ό,τι δεν ήταν εντάξει και έπρεπε να διορθωθεί.
Ανακαλύψαμε, πρώτα απ' όλα, ότι οι Αμερικανοί μηχανικοί και μεταλλουργοί ήταν μεν εκεί, αλλά κανείς δε συνεργαζόταν μαζί τους. Δεν είχε γίνει καμιά προσπάθεια για να βρεθούν ικανοί διερμηνείς. Είχαν ελέγξει με ιδιαίτερη φροντίδα τις εκμεταλλεύσεις που τους είχαν ανατεθεί και είχαν κάνει συστάσεις που θα ήταν άμεσα ωφέλιμες, αν είχαν ληφθεί υπόψη. Αλλά οι συστάσεις αυτές είτε δεν είχαν μεταφραστεί στα ρωσικά είτε παρέμεναν στα χαρτιά.
Οι μέθοδοι εκμετάλλευσης ήταν τόσο λανθασμένες που κι ένας πρωτόπειρος μηχανικός θα είχε προσέξει πού χώλαιναν. Ανοίγονταν χώροι εκμετάλλευσης υπερβολικά εκτενείς, έτσι που δεν μπορούσε να υπάρχει πραγματικός έλεγχος, και το μετάλλευμα εξορυσσόταν χωρίς επαρκή υποστύλωση των στοών. Η απόπειρα να επιτευχθεί μια εσπευσμένη παραγωγή, προτού παρθούν οι προκαταρκτικές προφυλάξεις, είχε ως αποτέλεσμα να προκληθούν σοβαρές ζημιές σε κάμποσο ορυχεία, και διάφορα κοιτάσματα εγκαταλείφτηκαν αναγκαστικά την παραμονή της εξόρυξής τους.
Δε θα ξεχάσω ποτέ την κατάσταση που χρειάστηκε να αντιμετωπίσουμε στο Κάλατα. Εκεί, στα Βόρεια Ουράλια, βρισκόταν μια από τις πιο σημαντικές εκμεταλλεύσεις χαλκού στη Ρωσία, που περιλάμβανε έξι ορυχεία, ένα συμπυκνωτήρα, και ένα χυτήριο, με αναστρεψίφλογες καμίνους και αναρριπιστήρες. Επτά Αμερικανοί μεταλλειολόγοι μηχανικοί, πρώτης τάξεως, είχαν αναλάβει καθήκοντα, πριν από λίγο καιρό, στο μέρος αυτό και έπαιρναν μεγάλους μισθούς. Ο καθένας από αυτούς, αν του έδιναν την ευκαιρία, θα μπορούσε να ξαναβάλει την εκμετάλλευση σε τάξη μέσα σε μερικές εβδομάδες.
Ομως, όταν έφτασε εκεί η αποστολή μας, οι άνθρωποι αυτοί τσαλαβουτούσσν στα τέλματα της γραφειοκρατίας. Οι συστάσεις τους έμεναν νεκρό γράμμα. Δεν τους ανέθεταν συγκεκριμένη εργασία. Τους ήταν αδύνατο να μεταδώσουν τις γνώσεις τους στους Ρώσους μηχανικούς, επειδή δε μιλούσαν τη γλώσσα και δεν υπήρχαν ικανοί διερμηνείς. Φυσικά, γνώριζαν πού χώλαιναν τεχνικά τα ορυχεία και τα εργοστάσια του Κάλατα και γιατί η παραγωγή δεν ήταν παρά ένα κλάσμα αυτού που θα έπρεπε να είναι με τον εξοπλισμό και το προσωπικό που διέθεταν.
Η αποστολή μας επισκέφτηκε όλα τα μεγάλα ορυχεία χαλκού των Ουραλίων και τα επιθεώρησε σχολαστικά.
Παρά τις αξιοθρήνητες συνθήκες που περιγράφονται πιο πάνω, λίγα μόνο παράπονα είχαν εκφραστεί μέσα από το σοβιετικό τύπο, και αυτά αφορούσαν ένα σαμποτάζ στα ορυχεία χαλκού των Ουραλίων. Αυτό ήταν περίεργο, καθόσον οι κομμουνιστές είχαν το συνήθιο να αποδίδουν σε συνειδητή πρόθεση ένα μεγάλο μέρος της σύγχυσης και της ακαταστασίας που επικρατούσαν στο βιομηχανικό τομέα. Ομως οι κομμουνιστές των Ουραλίων, που έλεγχαν τα ορυχεία χαλκού, είχαν παραδόξως σιγήσει.
Τον Ιούλη του 1931, ο Σερεμπρόφσκι, αφού μελέτησε την έκθεσή μας, αποφάσισε να με ξαναστείλει στο Κάλατα, με την ιδιότητα του αρχιμηχανικού, για να δω αν θα μπορούσα να αξιοποιήσω κάπως αυτή τη μεγάλη εκμετάλλευση. Εβαλε να με συνοδέψει ένας κομμουνιστής Ρώσος διευθυντής, που δε γνώριζε την τέχνη της εξόρυξης, αλλά τον είχαν εξουσιοδοτήσει και προφανώς του είχαν δώσει την εντολή να με αφήσει να δράσω. Οι επτά Αμερικανοί μηχανικοί ανέπνευσαν όταν διαπίστωσαν ότι διαθέταμε πραγματικά αρκετή εξουσία, ώστε να περιορίσουμε τη γραφειοκρατία και να δώσουμε μια ευκαιρία στην εργασία να κάνει τα υπόλοιπα. Τους επόμενους μήνες, κατέβηκαν στα ορυχεία, μαζί με τους άντρες, σύμφωνα με την αμερικανική παράδοση. Οι εργασίες προχώρησαν γρήγορα και μέσα σε λίγους μήνες, η παραγωγή είχε αυξηθεί κατά 90%.
Ο κομμουνιστής διευθυντής ήταν πολύ δραστήριος άνθρωπος. Αλλά οι Ρώσοι μηχανικοί των ορυχείων αυτών, σχεδόν χωρίς εξαίρεση, επέδειξαν ραθυμία και κωλυσιέργησαν. Πρόβαλλαν αντιρρήσεις σε κάθε βελτίωση που προτείναμε. Δεν ήμουν συνηθισμένος σε κάτι τέτοιο: οι Ρώσοι μηχανικοί των ορυχείων χρυσού, όπου είχα δουλέψει, δεν είχαν ποτέ συμπεριφερθεί έτσι.
Ωστόσο, κατόρθωσα να επιβάλω να δοκιμαστούν οι μέθοδοί μου στα ορυχεία αυτά, γιατί ο κομμουνιστής διευθυντής υποστήριζε όλες μου τις συστάσεις. Και όταν οι μέθοδοι ευδοκίμησαν, οι Ρώσοι μηχανικοί έδειξαν να παραδέχονται αυτό που ήταν πια φανερό. Επειτα από πέντε μήνες, αποφάσιζα να εγκαταλείψω το χώρο αυτό. Τα ορυχεία και ο εξοπλισμός τους είχαν αναδιοργανωθεί εξ ολοκλήρου. Δε φαινόταν να υπάρχει λόγος να μη διατηρηθεί η παραγωγή στο ικανοποιητικό επίπεδο που είχαμε πετύχει.
Έγραψα λεπτομερείς οδηγίες για τις μελλοντικές εργασίες. Τις εξήγησα λεπτομερώς στους Ρώσους μηχανικούς και στον κομμουνιστή διευθυντή, που είχε αρχίσει να αποκτά ορισμένες γνώσεις γύρω από τη δουλειά. Ο τελευταίος με διαβεβαίωσε ότι θα ακολουθούσαν τις οδηγίες μου κατά γράμμα».
«Την άνοιξη του 1932, λίγο μετά την επιστροφή μου στη Μόσχα, πληροφορήθηκα ότι τα ορυχεία χαλκού του Κάλατα ήταν σε πολύ κακή κατάσταση. Η παραγωγή είχε πέσει πιο κάτω ακόμα κι απ’ το επίπεδο στο οποίο βρισκόταν πριν από την αναδιοργάνωση του προηγούμενου καλοκαιριού. Η αναφορά αυτή με κατέπληξε. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς είχαν αλλάξει τα πράγματα μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ όλα έδειχναν να πηγαίνουν τόσο καλά, όταν τα είχα αφήσει.
Ο Σερεμπρόφσκι μου ζήτησε να επιστρέφω στο Κάλατα για να δω τι έπρεπε να γίνει. Όταν έφτασα εκεί, βρέθηκα μπροστά σε μια αποκαρδιωτική σκηνή. Το διετές συμβόλαιο των Αμερικανών είχε λήξει χωρίς να ανανεωθεί, κι έτσι είχαν φύγει για τα σπίτια τους. Λίγους μήνες πριν από την άφιξή μου, ο κομμουνιστής διευθυντής είχε μετατεθεί από μια επιτροπή που είχε σταλεί από το Σβερντλόφσκ, όπου ήταν τα κεντρικά γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος της περιοχής των Ουραλίων. Η επιτροπή τον είχε κρίνει αμαθή και ανεπαρκή, παρ’ όλο που δεν καταλογίστηκε τίποτα το συγκεκριμένο σε βάρος του, και είχε ορίσει διάδοχό του τον πρόεδρο της επιτροπής ελέγχου - περίεργη διαδικασία!
Στη διάρκεια της προηγούμενης παραμονής μου, είχαμε ανεβάσει την ημερήσια απόδοση των υψικαμίνων στους 78 μετρικούς τόνους ανά τετραγωνικό μέτρο. Τους είχαν αφήσει να ξαναπέσουν στην παλιά τους απόδοση, δηλαδή στους 40 με 45 τόνους. Ακόμα χειρότερα, είχαν χαθεί οριστικά χιλιάδες τόνοι μεταλλεύματος υψηλής περιεκτικότητας, με την εφαρμογή, σε δύο ορυχεία, μεθόδων, για τα αποτελέσματα των οποίων είχα προειδοποιήσει ρητά. Όμως μάθαινα τώρα ότι, αμέσως μετά την αναχώρηση των Αμερικανών μηχανικών, οι ίδιοι Ρώσοι μηχανικοί, τους οποίους είχα προειδοποιήσει για τον κίνδυνο, είχαν εφαρμόσει τη μέθοδο εκείνη που ήταν κατάλληλη για ορισμένα μόνο ορυχεία, στα άλλα ορυχεία, με αποτέλεσμα την κατακόρυφη πτώση της παραγωγής τους και την απώλεια μεγάλης ποσότητας μεταλλεύματος. Προσπάθησα να ξαναβάλω τα πράγματα σε λειτουργία. Ανακάλυψα μια ωραία μέρα ότι ο νέος διευθυντής ακύρωνε κρυφά σχεδόν όλες τις εντολές που έδινα. Ανέφερα στον Σερεμπρόφσκι τις παρατηρήσεις μου από το Κάλατα. Ύστερα από λίγο καιρό, ο διευθυντής και μερικοί από τους μηχανικούς δικάστηκαν για σαμποτάζ. Ο διευθυντής καταδικάστηκε σε δεκαετή κάθειρξη και οι μηχανικοί σε μικρότερες ποινές φυλάκισης.
Ήμουν πεισμένος ότι υπήρχε κάποιο ανώτερο κέντρο λήψης αποφάσεων πίσω από τη μικρή αυτή ομάδα ανθρώπων του Κάλατα, αλλά δεν μπορούσα, φυσικά, να προειδοποιήσω τον Σερεμπρόφσκι για τα σημαίνοντα μέλη του ίδιου του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ήμουν όμως πεισμένος ότι υπήρχε κάτι σαθρό στις ανώτερες σφαίρες της πολιτικής διοίκησης των Ουραλίων. Μου φάνηκε αυτονόητο ότι η επιλογή της επιτροπής και οι ενέργειές της στο Κάλατα έπρεπε να οδηγήσουν την έρευνα ως τη ν ηγεσία του Σβερντλόφσκ, τα μέλη της οποίας ήταν ένοχα είτε για εγκληματική αμέλεια είτε για ενεργό συμμετοχή στα γεγονότα που είχαν εκτυλιχτεί στα ορυχεία.
Ωστόσο, ο πρώτος γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος στην περιοχή των Ουραλίων, ο Καμπακόφ, κατείχε τη θέση αυτή από το 1922. Τον θεωρούσαν τόσο ισχυρό, ώστε τον αποκαλούσαν «μπολσεβίκο αντιβασιλέα των Ουραλίων». Τίποτα δε δικαιολογούσε τη φήμη του. Στη διάρκεια της μακρόχρονης κυριαρχίας του, η περιοχή των Ουραλίων, από τις πιο πλούσιες της Ρωσίας σε ορυχεία, μια περιοχή που χρηματοδοτήθηκε απεριόριστα, ποτέ δεν παρήγαγε όσο έπρεπε.
Η επιτροπή του Κάλατα, τα μέλη της οποίας παραδέχτηκαν αργότερα τις προθέσεις τους για σαμποτάζ, είχε σταλεί απευθείας από τα κεντρικά γραφεία αυτού του ανθρώπου. Παρατήρησα τότε σε ορισμένους Ρώσους φίλους μου ότι θα έπρεπε να υπήρχαν πολύ περισσότερες μηχανορραφίες στα Ουράλια απ’ όσες είχαν αποκαλυφτεί και ότι θα έπρεπε να προέρχονταν από ψηλά.
Όλα αυτά τα επεισόδια ξεκαθάρισαν, σε ό,τι με αφορά, μετά τη δίκη για συνωμοσία που έγινε το Γενάρη του 1937, όταν ο Πιατακόφ, μαζί με αρκετούς από τους συνεργάτες του, ομολόγησαν μπροστά στο δικαστήριο ότι είχαν στήσει μια οργανωμένη επιχείρηση δολιοφθοράς των ορυχείων, των σιδηροδρόμων και άλλων βιομηχανικών επιχειρήσεων από τις αρχές του 1931. Μερικές βδομάδες αργότερα, ο πρώτος γραμματέας του Κόμματος στα Ουράλια, ο Καμπακόφ, που είχε συνεργαστεί στενά με τον Πιατακόφ, συνελήφθη με την κατηγορία της συνεργίας στην ίδια συνωμοσία».
Αξίζει να σταθούμε για λίγο στη γνώμη που εκφέρει εδώ ο Λίτλπείτζ για τον Καμπακόφ, αφού ο Χρουστσιόφ, στηνΈκθεσή του στο 20ό Συνέδριο το 1956 τον παραθέτει ως παράδειγμα αξιέπαινου ηγέτη, «που ανήκει στο Κόμμα από το 1914», και θύματος «των κατασταλτικών μέτρων που δε στηρίζονταν σε τίποτα το απτό»!
Το σαμποτάζ στο Καζαχστάν
Μιας και ο Λίτλπείτζ επισκέφτηκε πολλές περιοχές με ορυχεία, μπόρεσε να διαπιστώσει ότι αυτή η μορφή λυσσαλέου ταξικού αγώνα που αντιπροσώπευε το σαμποτάζ στη βιομηχανία, είχε αναπτυχτεί σε ολόκληρη τη σοβιετική επικράτεια.
Να πώς εξιστορεί αυτά που έζησε στο Καζαχστάν, ανάμεσα στο 1932 και το 1937, τη χρονιά της εκκαθάρισης;
«Τον Οκτώβρη του 1932, τα περίφημα ορυχεία ψευδαργύρου Ρίντερ, του Ανατολικού Καζαχστάν, κοντά στα σύνορα με την Κίνα, εξέπεμψαν SOS. (...) Μου παρήγγειλαν να αναλάβω το έργο από την αρχή, με την ιδιότητα του αρχιμηχανικού, και να εφαρμόσω τις μεθόδους που μου φαίνονταν κατάλληλες. Ταυτόχρονα, οι κομμουνιστές διευθυντές πήραν προφανώς εντολές να μου αφήσουν πλήρη ελευθερία κινήσεων και να με υποστηρίξουν.
Η κυβέρνηση είχε δαπανήσει τεράστια ποσά για να εξοπλίσει τα ορυχεία αυτά με σύγχρονα αμερικανικά μηχανήματα και άλλο εξοπλισμό, αλλά οι μηχανικοί είχαν επιδείξει τέτοια άγνοια στη χρήση τους και οι εργάτες τέτοια έλλειψη προσοχής και τέτοια ασχετοσύνη στο χειρισμό τους, που μεγάλος αριθμός από αυτά τα εισαγόμενα μηχανήματα είχαν υποστεί ανεπανόρθωτες ζημιές».
«Δύο από τους νεαρούς Ρώσους μηχανικούς των ορυχείων αυτών μου φάνηκαν ιδιαίτερα ικανοί και με πολύ κόπο τους εξήγησα γιατί τα πράγματα πήγαιναν άσχημα πριν, και πώς είχαμε ενεργήσει, προκειμένου να τα ξαναβάλουμε σε μια σειρά. Μου φαινόταν πως αυτοί οι νεαροί, με τις οδηγίες που τους έδωσα, θα μπορούσαν να διευθύνουν την εκμετάλλευση».
«Τα ορυχεία Ρίντερ είχαν λειτουργήσει αρκετά καλά στα δύο με τρία χρόνια που πέρασαν αφότου τα είχα αναδιοργανώσει το 1932. Οι δύο νεαροί μηχανικοί, που μου είχαν κάνει τόσο καλή εντύπωση, είχαν παραμείνει στη θέση τους και είχαν ακολουθήσει με αναμφισβήτητη επιτυχία τις οδηγίες που τους είχα αφήσει.
Έπειτα, μια επιτροπή έρευνας είχε καταφτάσει από την Αλμα-Ατά, παρόμοια με εκείνη που είχε σταλεί στα ορυχεία του Κάλατα. Από εκείνη τη στιγμή, παρ’ όλο που οι ίδιοι μηχανικοί παρέμειναν στα ορυχεία, εφαρμόστηκε ένα εντελώς διαφορετικό σύστημα -που κάθε σοβαρός μηχανικός θα είχε κρίνει ικανό να οδηγήσει στην απώλεια των ορυχείων μέσα σε μερικούς μήνες. Είχαν εκμεταλλευτεί ακόμα και τους όγκους που είχαμε αφήσει επίτηδες για την προστασία των κεντρικών φρεατίων, έτσι που το έδαφος είχε κάτσει ολόγυρα.
Οι δύο μηχανικοί που ανέφερα, δεν εργάζονταν πια στα ορυχεία, όταν επέστρεψα σ’ αυτά το 1937. Έμαθα ότι είχαν συλληφθεί, με την κατηγορία της συνεργίας σε μια συνωμοσία δολιοφθοράς των σοβιετικών βιομηχανιών, που είχε αποκαλυφτεί στη διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης των συνωμοτών του Γενάρη.
Όταν υπέβαλα την αναφορά μου, μου έδειξαν τις γραπτές ομολογίες των μηχανικών στους οποίους είχα προσφέρει τη φιλία μου το 1932. Ομολογούσαν ότι είχαν παρασυρθεί σε μια συνωμοσία κατά του καθεστώτος του Στάλιν από κομμουνιστές της αντιπολίτευσης που τους είχαν πείσει ότι ήταν αρκετά δυνατοί ώστε να ανατρέψουν τον Στάλιν και να πάρουν τον έλεγχο της κυβέρνησης. Οι συνωμότες τους είχαν αποδείξει ότι στηρίζονταν σε κομμουνιστές από τους πιο υψηλά ιστάμενους. Παρ’ όλο που οι μηχανικοί αυτοί ήταν πολιτικά αμέτοχοι, κάποια στιγμή αποφάσισαν ότι έπρεπε να ταχθούν υπέρ της μιας από τις δύο φατρίες και πόνταραν στο κακό άλογο.
Σύμφωνα με τις ομολογίες τους, η “επιτροπή έρευνας” απαρτιζόταν από συνωμότες που επισκέπτονταν το ένα ορυχείο μετά το άλλο για να αντικαταστήσουν συνεργάτες τους. Αφού πείστηκαν να μετάσχουν στη συνωμοσία, οι μηχανικοί των ορυχείων Ρίντερ είχαν χρησιμοποιήσει τις γραπτές οδηγίες μου... για το σαμποτάρισμα των ορυχείων. Είχαν εσκεμμένα εφαρμόσει τις μεθόδους για τα αποτελέσματα των οποίων προειδοποιούσα, κι έτσι παραλίγο να προκαλέσουν την απώλεια των ορυχείων»/
«Ποτέ μου δεν ενδιαφέρθηκα για τις λεπτομέρειες των πολιτικών ιδεών. Είμαι βαθιά πεισμένος ότι ο Στάλιν και οι στενοί συνεργάτες του χρειάστηκαν ορισμένο χρόνο για να αντιληφθούν ότι οι παραγκωνισμένοι κομμουνιστές ήταν οι πιο επικίνδυνοι εχθροί τους.
Η προσωπική μου εμπειρία επιβεβαιώνει την επίσημη εξήγηση, άμα αποβάλουμε τα λογομαχικά στοιχεία της και φτάσουμε στην απλή διαπίστωση ότι οι “απέξω” κομμουνιστές συνωμότησαν για να ανατρέψουν τους “από μέσα” κομμουνιστές και κατέφυγαν σε μια καταχθόνια συνωμοσία και σε ένα σαμποτάρισμα της βιομηχανίας, επειδή το σοβιετικό σύστημα κατέπνιξε όλα τα νόμιμα μέσα για τη διεξαγωγή ενός πολιτικού αγώνα.
Η διαμάχη μεταξύ κομμουνιστών πήρε τόσο τεράστιες διαστάσεις που πολλοί μη κομμουνιστές παρασύρθηκαν σε αυτή και αναγκάστηκαν να πάρουν θέση. Ικανός αριθμός ασήμαντων ανθρώπων πόσης φύσεως ήταν διατεθειμένοι να υποστηρίξουν οποιαδήποτε καταχθόνια αντιπολιτευτική απόπειρα, μόνο και μόνο επειδή ήταν δυσαρεστημένοι με την κατάσταση».
Ο Πιατακόφ στο Βερολίνο
Στη διάρκεια της δίκης του Γενάρη του 1937, ο Πιατακόφ, ο πρώην τροτσκιστής, καταδικάστηκε ως ο κύριος υπεύθυνος του σαμποτάζ στη βιομηχανία. Ο Λίτλπείτζ είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει προσωπικά ότι ο Πιατακόφ ήταν αναμιγμένος στις παράνομες δραστηριότητες. Να τι αναφέρει σχετικά:
«Την άνοιξη του 1931, ο Σερεμπρόφσκι μου μίλησε για μια αποστολή που θα έφευγε για το Βερολίνο για να κάνει ορισμένες μεγάλες αγορές. Επικεφαλής ήταν ο Γιούρι Πιατακόφ, ο οποίος ήταν τότε υποεπίτροπος Βαριάς Βιομηχανίας.
Εφτασα στο Βερολίνο σχεδόν ταυτόχρονα με την αποστολή.
Μεταξύ άλλων η αποστολή ζήτησε προσφορές για την αγορά αρκετών δεκάδων ανυψωτικών μηχανημάτων, ισχύος εκατό έως χιλίων ατμόιππων. Τα ανυψωτικά αυτά μηχανήματα αποτελούνται
συνήθως από μεταλλικά τύμπανα, μεταλλικό σκελετό, φορτωτικούς βραχίονες, γρανάζια κλπ., που είναι τοποθετημένα πάνω σε ένα υπόβαθρο από μεταλλικές μπάρες σε σχήμα I ή Η.
Η αποστολή είχε ζητήσει τιμές σε πφένιχ ανά χιλιόγραμμο. Διάφορες εταιρίες έκαναν τις προσφορές τους, αλλά με σημαντικές διαφορές -από πέντε μέχρι έξι πφένιχ ανά χιλιόγραμμο- ανάμεσα στις περισσότερες προσφορές και σ’ εκείνες δύο εταιριών, των οποίων οι τιμές ήταν σημαντικά κατώτερες. Οι διαφορές αυτές με έκαναν να εξετάσω από κοντά τα ειδικά χαρακτηριστικά των μηχανημάτων και ανακάλυψα ότι αυτές οι δύο εταιρίες είχαν αντικαταστήσει την κανονική βάση, που ήταν από ελαφρύ ατσάλι, με μια βάση από χυτοσίδηρο, έτσι ώστε αν οι προσφορές τους είχαν γίνει αποδεκτές, οι Ρώσοι θα είχαν στην πραγματικότητα πληρώσει παραπάνω, γιατί η βάση από χυτοσίδηρο ζύγιζε πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η βάση από ελαφρύ ατσάλι, αλλά θα τους είχε φανεί ότι είχαν πληρώσει λιγότερα κρίνοντας από την τιμή σε πφένιχ ανά χιλιόγραμμο.
Αυτό μου φάνηκε σαν τέχνασμα και χάρηκα φυσικά που είχα κάνει μια τέτοια ανακάλυψη. Το ανέφερα με ικανοποίηση στα μέλη της ρωσικής αποστολής. Με έκπληξη διαπίστωσα πως δεν έμειναν καθόλου ικανοποιημένοι. Μάλιστα, με πίεσαν να αποδεχτώ τη συμφωνία, λέγοντάς μου ότι δεν είχα καταλάβει καλά ποιο ήταν το ζητούμενο.
Δεν μπορούσα να εξηγήσω τη στάση τους. Σκέφτηκα ότι μπορεί πίσω απ’ όλα αυτά να κρυβόταν μια υπόθεση χρηματισμού».
Στη διάρκεια της δίκης του, ο Πιατακόφ έκανε τις ακόλουθες δηλώσεις μπροστά στο δικαστήριο:
«Το 1931, είχα σταλεί από την υπηρεσία μου στο Βερολίνο. Στα μέσα του καλοκαιριού του 1931, στο Βερολίνο, ο Σμιρνόφ I βάν Νίκιτιτς με πληροφόρησε ότι εκείνη την εποχή, ο τροτσκιστικός αγώνας ξανάρχιζε με νέες δυνάμεις κατά της σοβιετικής κυβέρνησης και της ηγεσίας του Κόμματος, και ότι αυτός, ο Σμιρνόφ, είχε μια συνάντηση στο Βερολίνο με το γιο του Τρότσκι, τον Σεντόφ, ο οποίος του είχε δώσει, έπειτα από παραγγελία του Τρότσκι, νέες οδηγίες. (...) Ο Σμιρνόφ με πληροφόρησε επίσης ότι ο Σεντόφ επιθυμούσε πολύ να με δει. Δέχτηκα αυτή τη συνάντηση. (...)
Ο Σεντόφ μου είπε ότι είχε δημιουργηθεί ένα τροτσκιστικό κέντρο. Επρόκειτο για την ενοποίηση όλων των δυνάμεων που ήταν σε θέση να διεξάγουν αγώνα κατά της σταλινικής ηγεσίας. Διερευνούσαν τη δυνατότητα ανασυγκρότησης μιας κοινής οργάνωσης με τους ζινοβιεφικούς. Ο Σεντόφ είπε επίσης ότι οι δεξιοί, τους οποίους εκπροσωπούσαν οι Τόμσκι, Μπουχάριν και Ρίκοφ, δεν είχαν ούτε αυτοί καταθέσει τα όπλα, ότι είχαν σιγήσει προσωρινά μόνο και ότι ήταν αναγκαίο να αποκατασταθεί η επαφή μαζί τους. (...)
Ο Σεντόφ είπε ότι το μόνο που ζητούσαν από μένα ήταν να δώσω όσο το δυνατό περισσότερες παραγγελίες στις δύο γερμανικές εταιρίες Μπόρσιχ και Ντέμαγκ, και ότι αυτός, ο Σεντόφ, θα κανόνιζε μαζί τους τον τρόπο με τον οποίο θα έβγαιναν τα αναγκαία χρηματικά ποσά, με τον όρο φυσικά ότι δε θα επέμενα πάρα πολύ στις τιμές. Και για να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, ήταν σαφές ότι οι υπερτιμολογήσεις που θα γίνονταν στις σοβιετικές παραγγελίες θα περνούσαν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στα χέρια του Τρότσκι για να εξυπηρετήσουν τους αντεπαναστατικούς σκοπούς του».
Ο Λίτλπείτζ κάνει σχετικά μ’ αυτό το ακόλουθο σχόλιο:
«Το απόσπασμα αυτό από την ομολογία του Πιατακόφ αποτελεί μια ευλογοφανή, κατά την αντίληψή μου, εξήγηση για το τι είχε συμβεί στο Βερολίνο το 1931, όταν μου είχαν δημιουργηθεί υπόνοιες επειδή οι Ρώσοι που περιέβαλλαν τον Πιατακόφ ήθελαν να με αναγκάσουν να εγκρίνω μια αγορά ανυψωτικών μηχανημάτων ορυχείων που όχι μόνο ήταν υπερβολικά ακριβά, αλλά και άχρηστα για τις εκμεταλλεύσεις για τις οποίες προορίζονταν. Δυσκολευόμουν να πιστέψω πως αυτοί οι άνθρωποι είχαν επιζητήσει απλά και μόνο να χρηματιστούν. Όμως, ήταν συνηθισμένοι στις μηχανορραφίες πριν από την επανάσταση ακόμα, και είχαν διακινδυνεύσει γι’ αυτό που θεωρούσαν πως ήταν ο σκοπός τους».
Το σαμποτάζ στο Μαγκνιτογκόρσκ
Ενας άλλος Αμερικανός, ο Τζον Σκοτ, επίσης μηχανικός, που εργάστηκε στο Μαγκνιτογκόρσκ, παραθέτει παρόμοια περιστατικά στο βιβλίο του Πέρα από τα Ουράλια. Σε ό,τι αφορά στην εκκαθάριση του 1937, γράφει ότι είχαν σημειωθεί σοβαρές και ενίοτε εγκληματικές παραλείψεις από τους υπεύθυνους. Το Μαγκνιτογκόρσκ γνώρισε κατάφωρες περιπτώσεις δολιοφθοράς μηχανημάτων, που είχαν διαπράξει πρώην κουλάκοι, οι οποίοι είχαν μηχανικός, ο Σκοτ εκφράζει την άποψή του για την εκκαθάριση με τα παρακάτω λόγια.
«Αρκετά από τα άτομα που συλλαμβάνονταν στο Μαγκνιτογκόρσκ με την κατηγορία της επιβουλής κατά του καθεστώτος, δεν ήταν παρά κλέφτες, λωποδύτες ή κακοποιοί. (...) Το 1937, η εκκαθάριση πήρε πιο δυναμική μορφή στο Μαγκνιτογκόρσκ. Συλλαμβάνονταν χιλιάδες άτομα. (...)
Η Οκτωβριανή Επανάσταση είχε γίνει πόλος έλξης του μίσους της παλιάς αριστοκρατίας, των αξιωματικών του τσαρικού στρατού και των διαφόρων στρατιωτικών σωμάτων των Λευκών, των δημόσιων υπαλλήλων της προπολεμικής περιόδου, των πάσης φύσεως εμπόρων, μικροκτηματιών και κουλάκων.
Όλα αυτά τα άτομα είχαν σοβαρούς λόγους να μισούν τη σοβιετική εξουσία, που τους είχε στερήσει τα υπάρχοντά τους. Επικίνδυνοι στο εσωτερικό της χώρας, οι άνθρωποι αυτοί αποτελούσαν εξαίρετο υλικό για τους ξένους πράκτορες με τους οποίους ήταν έτοιμοι να συνεργαστούν. Οι γεωγραφικοί όροι ήταν τέτοιοι, που υπερπληθή έθνη, όπως η Ιταλία και η Ιαπωνία, ή επιθετικά, όπως η Γερμανία, δε χρειαζόταν να σκεφτούν τα έξοδα για να στείλουν τους πράκτορές τους στη Ρωσία. Οι πράκτορες αυτοί έπρεπε να συγκροτήσουν και να λειτουργήσουν οργανώσεις, να ασκήσουν επιρροή. Η εκκαθάριση ήταν επιβεβλημένη. Τουφεκίστηκαν ή εκτοπίστηκαν πολλοί κατάσκοποι και δολιοφθορείς, μέλη ξένων παράνομων οργανώσεων. Αλλά, ακόμα περισσότεροι ήταν οι αθώοι που υπέφεραν από τα γεγονότα αυτά».
Η ΔΙΚΗ ΤΗΣ ΜΠΟΥΧΑΡΙΝΙΚΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΟΜΑΔΑΣ
Η απόφαση του Φλεβάρη του 1937 για την εκκαθάριση
Αρχές Μάρτη του 1937 πραγματοποιήθηκε μια κρίσιμη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος των μπολσεβίκων. Πάρθηκαν αποφάσεις για την αναγκαιότητα μιας εκκαθάρισης και για τον προσανατολισμό της. Μια εισήγηση του Στάλιν, κορυφαίο ντοκουμέντο, δημοσιεύτηκε μετά τη λήξη της συνεδρίασης. Στη διάρκεια της Ολομέλειας, η αστυνομία είχε συγκεντρώσει υλικό με
το οποίο αποδεικνυόταν ότι ο Μπουχάριν ήταν ενήμερος για τις συνωμοτικές δραστηριότητες των αντικομματικών ομάδων που είχαν αποκαλυφτεί στις δίκες του Ζινόβιεφ και του Πιατακόφ. Ο Μπουχάριν βρέθηκε αντιμέτωπος με τις κατηγορίες αυτές στη διάρκεια της Ολομέλειας. Ομως, αντίθετα με τις άλλες ομάδες, η ομάδα του Μπουχάριν βρισκόταν στο ίδιο το κέντρο του Κόμματος και η πολιτική επιρροή της ήταν σημαντική.
Ορισμένοι βεβαιώνουν όχι η εισήγηση του Στάλιν έδωσε το σύνθημα για την «τρομοκρατία» και την «εγκληματική αυθαιρεσία». Ας δούμε λοιπόν το πραγματικό περιεχόμενο αυτού του ντοκουμέντου.
Με την πρώτη του θέση βεβαιώνει ότι η έλλειψη επαναστατικής επαγρύπνησης και η πολιτική αφέλεια εξαπλώθηκαν μέσα στο Κόμμα. Η δολοφονία του Κίροφ ήταν μια πρώτη σοβαρή προειδοποίηση από την οποία δεν είχαν βγει όλα τα αναγκαία συμπεράσματα. Οι δίκες του Ζινόβιεφ και των τροτσκιστών αποκάλυψαν ότι τα στοιχεία αυτά ήταν πλέον έτοιμα για όλα, προκειμένου να καταλύσουν το καθεστώς. Ωστόσο, οι μεγάλες οικονομικές επιτυχίες δημιούργησαν μέσα στο Κόμμα ένα αίσθημα έπαρσης και ένα κλίμα νίκης. Ορισμένα στελέχη έχουν την τάση να ξεχνούν τον καπιταλιστικό κλοιό και τη διαρκώς οξυνόμενη ταξική πάλη σε διεθνές επίπεδο. Πολλοί είναι απορροφημένοι από τα μικροζητήματα διαχείρισης και δεν ασχολούνται καθόλου με τους μεγάλους προσανατολισμούς της πάλης σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
Ο Στάλιν λέει:
«Από τις εισηγήσεις που ακούσαμε στην Ολομέλεια και από τις συζητήσεις που επακολούθησαν, προκύπτει ότι έχουμε να κάνουμε με τα εξής τρία κύρια γεγονότα:
Πρώτον, το έργο δολιοφθοράς, κατασκοπείας και αποπροσανατολισμού των πρακτόρων των ξένων κρατών, ανάμεσα στους οποίους ήταν και οι τροτσκιστές που διαδραμάτισαν αρκετά ενεργό ρόλο, άγγιξε λίγο-πολύ όλες ή σχεδόν όλες τις οργανώσεις μας, τόσο τις οικονομικές όσο και τις διοικητικές και κομματικές.
Δεύτερον, πράκτορες των ξένων κρατών, και ανάμεσά τους τροτσκιστές, διείσδυσαν όχι μόνο στις οργανώσεις βάσης, αλλά και σε ορισμένες υπεύθυνες θέσεις.
Τρίτον, ορισμένα ηγετικά στελέχη, στο κέντρο όπως και στην επαρχία, όχι μόνο δεν μπόρεσαν να διακρίνουν το αληθινό πρόσωπο αυτών των δολιοφθορέων, των αποπροσανατολιστικών στοιχείων, των κατασκόπων και των δολοφόνων, αλλά φάνηκαν ανυποψίαστα, καλόπιστα και αφελή σε βαθμό που συνέβαλαν συχνά τα ίδια στην προώθηση των πρακτόρων των ξένων κρατών σ’ αυτές ή σ’ εκείνες τις υπεύθυνες θέσεις».
Με βάση αυτές τις διαπιστώσεις, ο Στάλιν βγάζει δύο συμπεράσματα:
Πρώτα απ' όλα, πρέπει να εξαλειφτούν η πολιτική ευπιστία και αφέλεια και να ενισχυθεί η επαναστατική επαγρύπνηση. Τα υπολείμματα των εκμεταλλευτριών τάξεων καταφεύγουν τώρα σε οξύτερες μορφές πάλης και προσηλώνονται σε πιο απελπισμένους τρόπους δράσης.
Το 1956, στη μυστική του έκθεση, ο Χρουστσόφ θα αναφερθεί σ’ αυτό το απόσπασμα. Θα ισχυριστεί ότι ο Στάλιν «δικαιολόγησε την πολιτική της μαζικής τρομοκρατίας» όταν πρόβαλε την ιδέα ότι «όσο προχωρούμε προς το σοσιαλισμό, τόσο εντείνεται η ταξική πάλη».
Πρόκειται για προσπάθεια εξαπάτησης. Η πιο «έντονη» μορφή ταξικής πάλης είναι ο γενικευμένος εμφύλιος πόλεμος που φέρνει αντιμέτωπες μεγάλες λαϊκές μάζες, όπως την περίοδο 1918-1920. Ο Στάλιν μιλάει για τα υπολείμματα των παλιών τάξεων που, καθώς βρίσκονται σε κατάσταση απελπισίας, καταφεύγουν σε οξείες μορφές πάλης: συνωμοτικές ενέργειες, δολοφονίες, δολιοφθορές.
Ο Στάλιν βγάζει ένα δεύτερο συμπέρασμα: Για να ενισχυθεί η επαγρύπνηση, πρέπει να βελτιωθεί η πολιτική διαπαιδαγώγηση των στελεχών του Κόμματος. Προτείνει έναν κύκλο μαθημάτων πολιτικής διαπαιδαγώγησης 4 έως 8 μηνών, για όλα τα στελέχη, από τους επικεφαλής των οργανώσεων βάσης μέχρι τα ανώτερα ηγετικά στελέχη.
Αν, με την πρώτη του παρέμβαση στις 3 Μάρτη, ο Στάλιν χρειάστηκε να επιμείνει ώστε τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής να συνειδητοποιήσουν τη σοβαρότητα της κατάστασης και να αντιληφθούν την έκταση των ανατρεπτικών ενεργειών, με την παρέμβασή του στις 5 Μάρτη καταπιάστηκε με την καταπολέμηση άλλων παρεκκλίσεων, και κυρίως του αριστερισμού και της γραφειοκρατίας.
Ο Στάλιν ξεκινάει με σαφή προειδοποίηση για τον κίνδυνο να διευρυνθούν με αυθαίρετο τρόπο οι εκκαθαρίσεις και η καταστολή.
«Μπορούμε να πούμε ότι πρέπει να χτυπήσουμε και να εξοντώσουμε όχι μόνο τους πραγματικούς τροτσκιστές, αλλά κι εκείνους που άλλοτε ταλαντεύονταν προς τον τροτσκισμό, και που, στη συνέχεια, εδώ και αρκετό καιρό, εγκατέλειψαν τον τροτσκισμό. Όχι μόνο αυτούς που είναι πραγματικά οι τροτσκιστές πράκτορες της δολιοφθοράς, αλλά και αυτούς που έτυχε να περάσουν από το δρόμο που είχε κάποτε περάσει ο τάδε ή ο δείνα τροτσκιστής; Τουλάχιστον, κάτι τέτοιο ακούστηκε εδώ, σ’ αυτή την Ολομέλεια. Δεν μπορούμε να βάλουμε όλο τον κόσμο στο ίδιο επίπεδο. Ο απλουστευτικός αυτός τρόπος εκτίμησης των ανθρώπων δεν μπορεί παρά να βλάψει τον αγώνα κατά των πραγματικών τροτσκιστών δολιοφθορέων και κατασκόπων».
Επρεπε, πάση θυσία, καθόσον προβλεπόταν πόλεμος, να εκκαθαριστεί το Κόμμα από τους εχθρούς που είχαν διεισδύσει σ’ αυτό. Ομως ο Στάλιν προειδοποιεί για τον κίνδυνο μιας αυθαίρετης επέκτασης αυτής της εκκαθάρισης που θα βλάψει τον αγώνα κατά των πραγματικών εχθρών.
Αν το Κόμμα απειλείται από το ανατρεπτικό έργο των εχθρικών στοιχείων που έχουν διεισδύσει σ’ αυτό, δεν απειλείται λιγότερο από τις σοβαρές παρεκκλίσεις ορισμένων στελεχών και κυρίως από την τάση να σχηματίζουν κλειστές κλίκες φίλων και να ξεκόβουν από τους αγωνιστές και τις λαϊκές μάζες με τη γραφειοκρατική συμπεριφορά τους.
Κατ’ αρχήν, ο Στάλιν επιτίθεται σε «αυτή την οικογενειακή ατμόσφαιρα» που καθιστά αδύνατη «την κριτική των λαθών στη δουλειά και την αυτοκριτική από την πλευρά αυτών που διευθύνουν τη δουλειά».
«Τις περισσότερες φορές, τα στελέχη επιλέγονται σύμφωνα με περιστασιακά, υποκειμενικά, στενά και ευτελή κριτήρια. Επιλέγονται τις περισσότερες φορές αυτό που λέμε γνωριμίες, φίλοι, συμπατριώτες, άνθρωποι προσωπικά αφοσιωμένοι, που έχουν αποδειχτεί μαέστροι στην εξύμνηση των προϊσταμένων τους».
Έπειτα, ο Στάλιν επικρίνει τη γραφειοκρατία που σε ορισμένα ζητήματα «είναι ανήκουστη». Στη διάρκεια των ελέγχων, πολλοί απλοί εργάτες διαγράφτηκαν από το Κόμμα για «παθητικότητα». Οι περισσότερες από τις διαγραφές αυτές δε δικαιολογούνταν και έπρεπε να είχαν ακυρωθεί από καιρό. Ομως, ορισμένα ηγετικά στελέχη υιοθετούσαν μια γραφειοκρατική στάση απέναντι στους κομμουνιστές αυτούς, που είχαν διαγράφει άδικα. «Ορισμένα από τα ηγετικά μας στελέχη πάσχουν από έλλειψη φροντίδας για τους ανθρώπους, δεν επιζητούν να γνωρίσουν τα μέλη του Κόμματος. Δεν υπολογίζουν τον προσωπικό παράγοντα. Ενεργούν συνήθως στην τύχη. Μόνο άνθρωποι κατά βάθος εχθρικοί απέναντι στο Κόμμα είναι δυνατό να συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο στα μέλη του Κόμματος».
Η γραφειοκρατία εμποδίζει επίσης τα ηγετικά στελέχη να διδαχτούν από τις μάζες. Ωστόσο, για να καθοδηγούν σωστά το Κόμμα και τη χώρα, οι κομμουνιστές ηγέτες οφείλουν να στηρίζονται στην πείρα των μαζών.
Τέλος, η γραφειοκρατία κάνει αδύνατο τον έλεγχο των ηγετικών στελεχών από τα μέλη του Κόμματος. Τα ηγετικά στελέχη οφείλουν να λογοδοτούν για τις πράξεις τους σε συνελεύσεις, να ακούν την κριτική της βάσης. Στις εκλογές, πρέπει να παρουσιάζονται πολλοί υποψήφιοι και, αφού συζητηθεί η υποψηφιότητα του καθενός, να ακολουθεί μυστική ψηφοφορία.
Η υπόθεση Ριούτιν
Το 1928-1930, ο Μπουχάριν είχε επικριθεί αυστηρά για τις σοσιαλδημοκρατικές ιδέες του, και κυρίως για την αντίθεσή του στην κολεκτιβοποίηση, για την πολιτική της «κοινωνικής ειρήνης» που ακολουθούσε απέναντι στους κουλάκους και την επιθυμία του να επιβραδυνθεί η εκβιομηχάνιση.
Προχωρώντας ακόμα πιο πέρα τις αντιλήψεις του Μπουχάριν, ο Μιχαήλ Ριούτιν συγκρότησε το 1931-1932 μια ομάδα με καθαρά αντεπαναστατικό προσανατολισμό. Ο Ριούτιν, πρώην αναπληρωματικό μέλος της Κ Ε, είχε διατελέσει γραμματέας του Κόμματος σε μια διοικητική περιφέρεια της Μόσχας ως το 1932. Περιστοιχιζόταν από αρκετούς πολύ γνωστούς νεαρούς μπουχαρινικούς, ανάμεσα στους οποίους ήταν και οι Σλεπκόφ, Μαρέτσκι και Πετρόφσκι.
Το 1931, ο Ριούτιν συνέταξε ένα ντοκουμέντο 200 σελίδων, πραγματικό πρόγραμμα μιας αστικής αντεπανάστασης. Διαβάζουμε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Ηδη από το 1924-1925 ο Στάλιν σχεδίασε να οργανώσει τη 18η Μπρυμαίρ” του. Οπως ακριβώς ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης ορκιζόταν μπροστά στο κοινοβούλιο πίστη στο Σύνταγμα και προετοίμαζε ταυτόχρονα την ανακήρυξή του σε αυτοκράτορα, (...) ο Στάλιν προετοίμαζε την “αναίμακτη” 18η Μπρυμαίρ προχωρώντας στον ακρωτηριασμό της μιας ομάδας μετά την άλλη. (...) Οσοι δεν ξέρουν να συλλογίζονται με μαρξιστικό τρόπο, πιστεύουν πως η εξόντωση του Στάλιν θα σήμαινε ταυτόχρονα ανατροπή της σοβιετικής εξουσίας. (...) Η δικτατορία του προλεταριάτου θα εκλείψει αναπόφευκτα εξαιτίας του Στάλιν και της κλίκας του. Εξοντώνοντας τον Στάλιν, θα έχουμε πολλές πιθανότητες να τη σώσουμε.
Τι πρέπει να γίνει;
Στο Κόμμα. 1. Εξάλειψη της δικτατορίας του Στάλιν και της κλίκας του. 2. Αντικατάσταση όλης της ηγεσίας του κομματικού μηχανισμού. 3. Σύγκληση αμέσως έκτακτου συνεδρίου του Κόμματος.
Στα σοβιέτ. 1. Νέες εκλογές που να αποκλείουν τους διορισμούς. 2. Αντικατάσταση της δικαστικής μηχανής και εφαρμογή αυστηρής νομιμότητας. 3. Αντικατάσταση και εκκαθάριση του μηχανισμού της Γ κε Πε Ου.
Στη γεωργία. 1. Διάλυση όλων των κολχόζ που δημιουργήθηκαν με τη βία. 2. Διάλυση όλων των ελλειμματικών σοβχόζ. 3. Άμεση διακοπή της λεηλάτησης των αγροτών. 4. Θέσπιση της εκμετάλλευσης της γης από τους ατομικούς ιδιοκτήτες και εκχώρηση των γαι-ών σε αυτούς για παρατεταμένο χρονικό διάστημα».
Το πρόγραμμα του «κομμουνιστή» Ριούτιν δε διαφέρει, στην ουσία, από εκείνο της αστικής αντεπανάστασης: απομάκρυνση της κομματικής ηγεσίας, κατάλυση του μηχανισμού της κρατικής Ασφάλειας και επαναφορά της εκμετάλλευσης της γης από τους ατομικούς ιδιοκτήτες και τους κουλάκους. Όμως το 1931, ο Ριούτιν, ακριβώς όπως ο Τρότσκι, είναι ακόμα υποχρεωμένος να καλύψει το πρόγραμμα αυτό χρησιμοποιώντας «αριστερή» φρασεολογία: κηρύσσει την παλινόρθωση του καπιταλισμού, βλέπετε, για να σώσει τη δικτατορία του προλεταριάτου και να βάλει τέλος στην αντεπανάσταση, δηλαδή στη «18η Μπρυμαίρ» ή στο «Θερμιδόρ».
Στη διάρκεια της δίκης του, το 1938, ο Μπουχάριν δήλωσε πως «νεαροί μπουχαρινικοί», με τη σύμφωνη γνώμη του και με πρωτοβουλία του Σλεπκόφ, είχαν συγκαλέσει στα τέλη του καλοκαιριού του 1932 μια διάσκεψη, όπου δεν εγκρίθηκε η ιδεολογική πλατφόρμα του Ριούτιν.
«Δήλωσα απόλυτα σύμφωνος με την πλατφόρμα αυτή και φέρω εξ ολοκλήρου την ευθύνη.»79
Ο αναθεωρητισμός του Μπουχάριν
Από το 1931, ο Μπουχάριν παίζει κυρίαρχο ρόλο στη δουλειά του Κόμματος μεταξύ των διανοουμένων. Η επιρροή του είναι μεγάλη μέσα στην επιστημονική κοινότητα της ΕΣΣΔ και στους κόλπους της Ακαδημίας Επιστημών. Ως αρχισυντάκτης της κυβερνητικής εφημερίδας Ισβέσπα, ο Μπουχάριν έχει τη δυνατότητα να προωθήσει το δικό του πολιτικό και ιδεολογικό ρεύμα. Στο πρώτο συνέδριο των συγγραφέων, ο Μπουχάριν πλέκει το εγκώμιο του Μπορίς Παστερνάκ που γίνεται κήρυκας της «αγωνιστικής απολιτικής στάσης» στη λογοτεχνία.
Ο Μπουχάριν, που παρέμεινε το είδωλο των εύπορων αγροτών, γίνεται επίσης σημαιοφόρος των νέων τεχνοκρατών.
Ο Αμερικανός Στίβεν Κοέν έγραψε μια βιογραφία με τίτλο Νίκολας Μπουχάριν. Η ζωή ενός μπολσεβίκου. Ο Κοέν ισχυρίζεται ότι ο Μπουχάριν συμμετείχε στο καθοδηγητικό έργο του Στάλιν, για να το πολεμήσει καλύτερα... Να ποια είναι η θέση που υποστηρίζει:
«Ήταν φανερό για τον Μπουχάριν ότι το Κόμμα και η χώρα εισέρχονταν σε μια νέα περίοδο αβεβαιότητας, αλλά και πιθανότητας να υπάρξουν αλλαγές στη σοβιετική εσωτερική και εξωτερική πολιτική. Για να μετάσχει στα γεγονότα αυτά και να τα επηρεάσει, έπρεπε κι αυτός να προσχωρήσει φαινομενικά στην ενότητα και στην ανεπιφύλακτη αποδοχή της καθοδήγησης που ασκούσε ο Στάλιν κατά το παρελθόν. Ήταν μια βιτρίνα πίσω από την οποία θα διεξαγόταν ο κρυφός αγώνας για το μελλοντικό προσανατολισμό της χώρας».
Την περίοδο 1934-1936, ο Μπουχάριν γράφει αφειδώς για το φασιστικό κίνδυνο και για τον αναπόφευκτο πόλεμο με το ναζισμό. Αναφερόμενος στα μέτρα που πρέπει να ληφθούν ώστε να προετοιμαστεί η χώρα για το μελλούμενο πόλεμο, ο Μπουχάριν καταρτίζει ένα πρόγραμμα που στην πραγματικότητα συνίσταται σε μια αναπαραγωγή των παλιών σοσιαλδημοκρατικών και δεξιών οπορτουνιστικών ιδεών του. Πρέπει, λέει, να εξαλειφθεί «η τεράστια δυσαρέσκεια του πληθυσμού», κυρίως των αγροτών.
Πρόκειται για μια νέα έκδοση της παλιάς του προτροπής για συμφιλίωση με τους κουλάκους - της μόνης πραγματικά «δυσαρεστημένης» τάξης της υπαίθρου τα χρόνια εκείνα. Για να προσβάλει το εγχείρημα της κολεκτιβοποίησης, ο Μπουχάριν αναπτύσσει μια προπαγάνδα με θέμα το «σοσιαλιστικό ανθρωπισμό», κριτήριο του οποίου θα ήταν «η ελευθερία της μέγιστης δυνατής ανάπτυξης του μέγιστου δυνατού αριθμού ανθρώπων». Στο όνομα του «ανθρωπισμού», ο Μπουχάριν κηρύσσει τον ταξικό συμβιβασμό και «την ελευθερία της μέγιστης δυνατής ανάπτυξης» για τα παλιά και νέα αστικά στοιχεία. Για να είναι η χώρα σε θέση να αντισταθεί στο φασισμό, πρέπει να γίνουν «δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις» και να εξασφαλιστεί «ευημερία» για τις μάζες. Όμως, μπροστά στην αναγκαιότητα για μεγάλες θυσίες εν όψει της αντίστασης, οι υποσχέσεις για «ευημερία» θυμίζουν δημαγωγία. Ωστόσο, σ’ αυτήν την ελάχιστα ακόμη αναπτυγμένη κοινωνία, οι τεχνοκράτες και οι γραφειοκράτες προσδοκούν ήδη «δημοκρατία» για το νέο τους αστικό ρεύμα και «ευημερία» σε βάρος των εργαζόμενων μαζών. Ο Μπουχάριν είναι το φερέφωνό τους.
Η ουσία του μπουχαρινικού προγράμματος ήταν η διακοπή της ταξικής πάλης, η διακοπή της πολιτικής επαγρύπνησης απέναντι στις αντισοσιαλιστικές δυνάμεις, η δημαγωγική υπόσχεση για άμεση βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, η δημοκρατία για τις σοσιαλδημοκρατικές και οπορτουνιστικές τάσεις.
Ο Κοέν, που είναι ένας στρατευμένος αντικομμουνιστής, δεν πέφτει έξω όταν διαβλέπει στο πρόγραμμα αυτό την προαγγελία της γραμμής Χρουστσόφ.
Ο Μπουχάριν και οι εχθροί του μπολσεβικισμού
Το 1936, ο Μπουχάριν στάλθηκε στο Παρίσι για να συναντήσει το μενσεβίκο Νικολάγεφσκι που είχε στην κατοχή του ορισμένα χειρόγραφα του Μαρξ και του Ένγκελς. Η Σοβιετική Ένωση ήθελε να τα αγοράσει. Ο Νικολάγεφσκι έγραψε για τις συναντήσεις του με τον Μπουχάριν:
«Ο Μπουχάριν έδινε την εντύπωση ότι προσδοκούσε την ηρεμία, μακριά από την κούραση που επέβαλλε η ζωή στη Μόσχα. Ήταν κουρασμένος».
«Ο Μπουχάριν άφησε έμμεσα να καταλάβω ότι είχε νιώσει να κυριεύεται από μεγάλη απαισιοδοξία στην Κεντρική Ασία και ότι είχε χάσει την επιθυμία του για τη ζωή. Ωστόσο, δεν ήθελε να αυτοκτονήσει».
Ετσι, ο Μπουχάριν εμφανίζεται το 1936 σαν ένας ηθικά τελειωμένος «γερο-μπολσεβίκος», κυριευμένος από πνεύμα υπαναχώρησης και από ηττοπάθεια.
Ο μενσεβίκος Νικολάγεφσκι συνεχίζει:
«Γνώριζα την εντολή του Κόμματος που απαγόρευε στους κομμουνιστές να μιλάνε σε όσους δεν ήταν μέλη για τις σχέσεις μέσα στο Κόμμα. Ωστόσο, είχαμε πολλές συζητήσεις για την κατάσταση στο εσωτερικό του Κόμματος. Ο Μπουχάριν ήθελε πολύ να μιλήσει γι’αυτά».
Ο Μπουχάριν, ο «γερο-μπολσεβίκος», παρέβη τους πιο στοιχειώδεις κανόνες ενός κομμουνιστικού κόμματος, μπροστά σε έναν πολιτικό αντίπαλο.
«Η Φάνι Γεζέρσκαγια προσπάθησε να τον πείσει να μείνει στο εξωτερικό. Του είπε ότι ήταν ανάγκη να ιδρυθεί μια αντιπολιτευτική εφημερίδα στο εξωτερικό, μια εφημερίδα που θα ήταν πραγματικά ενημερωμένη για ό,τι συνέβαινε στη Ρωσία και που θα μπορούσε να ασκήσει εκεί μεγάλη επιρροή. Δήλωνε κατηγορηματικά ότι ο Μπουχάριν ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να εκπληρώσει αυτό το ρόλο. Όμως, μου μετέφερε ότι ο Μπουχάριν της απάντησε: “Δεν πιστεύω πως θα μπορούσα να ζήσω χωρίς τη Ρωσία. Είμαστε όλοι συνηθισμένοι σ’ αυτό που συμβαίνει και στην ένταση που επικρατεί εκεί’’ ».
Ο Μπουχάριν άφησε να τον πλησιάσουν εχθροί που συνωμοτούσαν για την ανατροπή του μπολσεβίκικου καθεστώτος. Τ ο γεγονός ότι απάντησε με υπεκφυγές αποδεικνύει πως δεν τήρησε στάση αρχής στην προβοκατόρικη πρόταση που του έγινε να διευθύνει ένα αντιμπολσεβίκικο έντυπο στο εξωτερικό.
Η μαρτυρία του Νικολάγεφσκι συνεχίζεται ως εξής:
«Όταν ήμασταν στην Κοπεγχάγη, ο Μπουχάριν μου υπενθύμισε ότι ο Τρότσκι βρισκόταν σχετικά κοντά μας, στο Όσλο. Κλείνοντάς μου το μάτι, μου πρότεινε: “Δεν παίρνουμε αυτό το σκάφος να πάμε να περάσουμε μια μέρα στου Τρότσκι;” Και συνέχισε: “Φυσικά, χτυπηθήκαμε μέχρι θανάτου, αλλά αυτό δε μ’ εμποδίζει να νιώθω γι’ αυτόν το μεγαλύτερο σεβασμό”».
Στο Παρίσι, ο Μπουχάριν επισκέφτηκε επίσης το μενσεβίκο αρχηγό Φεντόρ Νταν, στον οποίο εμπιστεύτηκε ότι κατά τη γνώμη του ο Στάλιν δεν ήταν «άνθρωπος, αλλά διάβολος».
Το 1936, ο Τρότσκι υποστήριζε μια αντιμπολσεβίκικη εξέγερση. Ο Νταν ήταν ένας από τους πρωτοστάτες της σοσιαλδημοκρατικής αντεπανάστασης. Ο Μπουχάριν είχε προσεγγίσει πολιτικά τα δύο αυτά πρόσωπα. Ο Νικολάγεφσκι αναφέρει:
«Μια μέρα μου ζήτησε να του προμηθεύσω το Δελτίο του Τρότσκι για να μπορέσει να διαβάσει τα τελευταία τεύχη. Του έδωσα επίσης σοσιαλιστικά δημοσιεύματα, ανάμεσα στ’ άλλα και το Σοτσιαλιστίτσεσκι Βέστνικ»/
«Ένα άρθρο στο τελευταίο τεύχος περιείχε μια ανάλυση του σχεδίου του Γκόρκι που απέβλεπε στη συνένωση της διανόησης σε ξεχωριστό κόμμα που θα έπαιρνε μέρος στις εκλογές. Ο Μπουχάριν δήλωσε: Ένα δεύτερο κόμμα είναι απαραίτητο. Εάν υπάρχει ένα μόνο ψηφοδέλτιο, χωρίς αντιπολίτευση, αυτό ισοδυναμεί με ναζισμό”».
«Ο Μπουχάριν έβγαλε ένα στιλό. “Μ’ αυτό συντάχθηκε εξ ολοκλήρου το νέο σοβιετικό Σύνταγμα, από την πρώτη του ως την τελευταία λέξη”. Ο Μπουχάριν ήταν πολύ περήφανος για το Σύνταγμα αυτό. Στο σύνολό του, ήταν ένα καλά επινοημένο πλαίσιο για μια ειρηνική μετάβαση από τη δικτατορία ενός κόμματος σε μια αληθινή λαϊκή δημοκρατία».
Δείχνοντας «ενδιαφέρον» για τις ιδέες του Τ ρότσκι και των σοσιαλδημοκρατών, ο Μπουχάριν φτάνει στο σημείο να επαναλαμβάνει τη βασική θέση τους για την αναγκαιότητα ενός αντιμπολσεβί-κικου αντιπολιτευτικού κόμματος, που θα καταστεί αναπόφευκτα ο τόπος συγκέντρωσης όλων των αντιδραστικών δυνάμεων. Ο Νικο-λάγεφσκι συνεχίζει:
«Ο ανθρωπισμός του Μπουχάριν οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην απανθρωπιά της κολεκτιβοποίησης και οτη διαμάχη που προκάλεσε μέσα στο Κόμμα. (...) “Δεν είναι πια ανθρώπινα όντα”, έλεγε ο Μπουχάριν. “Κατάντησαν πραγματικά τα γρανάζια μιας τρομερής μηχανής. Οι άνθρωποι που δουλεύουν μέσα στο σοβιετικό μηχανισμό χάνουν εντελώς την ανθρωπιά τους”».
«Ο Μπογκντάνοφ είχε προβλέψει, στις αρχές της μπολσεβίκικης επανάστασης, τη γένεση της δικτατορίας μιας νέας τάξης οικονομικών καθοδηγητών. Αυθεντικός στοχαστής, και ο δεύτερος σε σπουδαιότητα ανάμεσα στους μπολσεβίκους, ο Μπογκντάνοφ έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαπαιδαγώγηση του Μπουχάριν. Ο Μπουχάριν δε συμφωνούσε με τα συμπεράσματα του Μπογκντάνοφ, αλλά καταλάβαινε ότι ο μεγάλος κίνδυνος του “πρώιμου σοσιαλισμού”, που επιχειρούσαν οι μπολσεβίκοι, βρισκόταν στη δημιουργία μιας δικτατορίας της νέας τάξης. Ο Μπουχάριν κι εγώ μιλήσαμε αρκετά γι’ αυτό το ζήτημα».
Στη διάρκεια των ετών 1918-1920, μπροστά στη βιαιότητα της ταξικής πάλης, όλοι οι οπορτουνιστές είχαν πάει με το μέρος της τσαρικής και ιμπεριαλιστικής αντίδρασης, στο όνομα του «ανθρωπισμού».
Υποστηρικτές της αγγλογαλλικής επέμβασης, και επομένως των πιο τρομοκρατικών αποικιοκρατιών καθεστώτων, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, από τον Τσερετέλι ως τον Μπογκντάνοφ, είχαν καταγγείλει τη «δικτατορία» και τη «νέα τάξη των μπολσεβίκων αριστοκρατών» στη Σοβιετική Ενωση.
Στις συνθήκες της ταξικής πάλης της δεκαετίας του ’30, ο Μπουχάριν ακολούθησε την ίδια πορεία.
Ο Μπουχάριν και η στρατιωτική συνωμοσία
Στη διάρκεια των ετών 1935-1936, ο Μπουχάριν είχε επίσης πλησιάσει ομάδες στρατιωτικών που συνωμοτούσαν για την ανατροπή της ηγεσίας του Κόμματος.
Στις 28 Ιούλη του 1936 πραγματοποιήθηκε μια παράνομη σύσκεψη της αντικομμουνιστικής οργάνωσης στην οποία ανήκε ο συνταγματάρχης Τοκάγεφ. Η ημερήσια διάταξη περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, μια συζήτηση για τα διάφορα προσχέδια του νέου σοβιετικού Συντάγματος. Ο Τοκάγεφ σημειώνει:
«Ο Στάλιν ήθελε τη δικτατορία ενός μόνο κόμματος και απόλυτη συγκεντροποίηση. Ο Μπουχάριν προσέβλεπε στην ύπαρξη πολλών κομμάτων, ακόμα και εθνικιστικών, και ήταν θιασώτης της μεγίστης δυνατής αποκέντρωσης. Ήθελε τη μεταβίβαση εξουσιών στις διάφορες Δημοκρατίες, οι πιο σημαντικές από τις οποίες θα είχαν μάλιστα τον έλεγχο των ιδιαίτερων εξωτερικών τους υποθέσεων. Γύρω στο 1936, ο Μπουχάριν προσέγγιζε από σοσιαλδημοκρατική άποψη την αριστερή πτέρυγα των σοσιαλιστών της Δύσης».
«Ο Μπουχάριν είχε μελετήσει το εναλλακτικό σχέδιο (Συντάγματος), που είχε συντάξει ο Ντεμοκράτοφ (μέλος της παράνομης οργάνωσης του Τοκάγεφ, NDLA), και στα ντοκουμέντα είχαν τώρα περιληφθεί ορισμένες σημαντικές παρατηρήσεις, βασισμένες στη δουλειά μας».
Οι συνωμότες στρατιωτικοί της ομάδας Τοκάγεφ δήλωναν οικείοι προς τις πολιτικές θέσεις που υπερασπιζόταν ο Μπουχάριν.
«Ο Μπουχάριν ήθελε αργές εξελίξεις για τους αγρότες και αναβολή του τέλους της ΝΕΠ. Πίστευε ακόμα ότι η επανάσταση δεν πρέπει να γίνεται παντού με τη βία και την ένοπλη εξέγερση. Ο Μπουχάριν πίστευε ότι κάθε χώρα έπρεπε να αναπτυχθεί σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητες της. Οι Μπουχάριν, Ρίκοφ και Τόμσκι κατόρθωσαν να δημοσιεύσουν τα βασικά σημεία του προγράμματος τους: 1. Να μην μπει τέλος στη ΝΕΠ, αλλά να συνεχιστεί για τουλάχιστον δέκα χρόνια, (...) 4. Συνεχίζοντας την εκβιομηχάνιση, έπρεπε να αφιερώνονται παράλληλα πολύ περισσότερες δυνάμεις στην ελαφριά βιομηχανία - ο σοσιαλισμός οικοδομείται από ευτυχισμένους, καλοθρεμμένους ανθρώπους και όχι από επαίτες που πεθαίνουν. 5. Να σταματήσει η αναγκαστική κολεκτιβοποίηση της γεωργίας και η εξόντωση των κουλάκων».
Το πρόγραμμα αυτό αποσκοπούσε στην προστασία των συμφερόντων της αστικής τάξης στη γεωργία, στο εμπόριο και στην ελαφριά βιομηχανία και στην ανακοπή της εκβιομηχάνισης. Η εφαρμογή του θα είχε αναμφίβολα επιφέρει την ήττα στη διάρκεια του αντιφασιστικού πολέμου.
Ο Μπουχάριν και το πρόβλημα του πραξικοπήματος
Στη διάρκεια της δίκης του, ο Μπουχάριν ομολόγησε ότι το 1918, μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης του Μπρεστ-Λιτόφσκ, καταστρώθηκε σχέδιο για τη σύλληψη των Λένιν, Στάλιν και Σβερντλόφ και για το σχηματισμό νέας κυβέρνησης, συγκροτημένης από «κομμουνιστές της Αριστεράς» και σοσιαλεπαναστάτες. Αλλά αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι υπήρξε επίσης σχέδιο εκτέλεσής τους.
Έτσι, ο Μπουχάριν ήταν έτοιμος να συλλάβει τον Λένιν τη στιγμή της κρίσης του Μπρεστ-Λιτόφσκ το 1918.
Δεκαοκτώ χρόνια αργότερα, το 1936, ο Μπουχάριν ήταν ένας άνθρωπος που είχε χάσει εντελώς το ηθικό του. Όσο πλησίαζε ο παγκόσμιος πόλεμος, η ένταση κορυφωνόταν. Απόπειρες πραξικοπήματος κατά της ηγεσίας του Κόμματος ήταν όλο και πιο πιθανές. Ο Μπουχάριν, με το γόητρο του «παλιού μπολσεβίκου», ο Μπουχάριν, μοναδικός ισάξιος «αντίπαλος» του Στάλιν, ο Μπουχάριν που απεχθανόταν την «ακραία σκληρότητα» του καθεστώτος του Στάλιν, που φοβόταν ότι οι «σταλινικοί» θα σχημάτιζαν μια «νέα αριστοκρατία», που πίστευε ότι μόνο η «δημοκρατία» μπορούσε να σώσει τη Σοβιετική Ενωση, πώς θα ήταν δυνατό να μη δεχτεί να περιβάλει με το κύρος του ένα ενδεχόμενο «δημοκρατικό» αντισταλινικό πραξικόπημα; Αυτός που είχε δεχτεί να συλλάβει τον Λένιν το 1918, πώς θα ήταν δυνατό, σε μια ακόμα πιο τεταμένη και δραματική κατάσταση, να μην περιβάλει με το κύρος του τη σύλληψη των Στάλιν, Ζντάνοφ, Μόλοτοφ και Καγκάνοβιτς;
Γιατί έτσι πραγματικά μπαίνει το ζήτημα. Άνθρωπος που είχε χάσει το ηθικό του και πολιτικά ξοφλημένος, ο Μπουχάριν αναμφίβολα δεν είχε πια τη δύναμη να διευθύνει έναν αποτελεσματικό αγώνα κατά του Στάλιν. Όμως άλλοι, επαναστάτες της Δεξιάς, ήταν σθεναρά αποφασισμένοι να δράσουν. Και ο Μπουχάριν θα τους χρησίμευε για προκάλυμμα. Το βιβλίο του συνταγματάρχη Τοκάγεφ επιτρέπει την κατανόηση της διανομής αυτής των ρόλων.
Το 1939, ο Τοκάγεφ και πέντε από τους συνεργάτες του, όλοι τους ανώτεροι αξιωματικοί, συναντιούνται στο διαμέρισμα ενός καθηγητή της Στρατιωτικής Ακαδημίας Μπουντιόνι. Συζητούν ένα σχέδιο ανατροπής του Στάλιν σε περίπτωση πολέμου.
«Ο Σμιτ (μέλος της Ναυτικής Ακαδημίας Βοροσίλοφ στο Λένινγκραντ), έκφρασε τη λύπη του για μια χαμένη ευκαιρία: αν είχαμε δράσει την εποχή της δίκης του Μπουχάριν, οι αγρότες θα είχαν εξεγερθεί στο όνομά του. Τώρα, κανένας δε διέθετε το κύρος του, ώστε να εμπνεύσει το λαό». Ενας από τους συνωμότες προτείνει να προσφερθεί η θέση του πρωθυπουργού στον Μπέρια, ο οποίος είχε γίνει αρκετά δημοφιλής από τότε που είχε ελευθερώσει πολλά άτομα που είχαν συλληφθεί την εποχή του Γεζόφ.
Τ ο απόσπασμα αυτό δείχνει καθαρά ότι οι συνωμότες στρατιωτικοί χρειάζονταν, σ’ έναν πρώτο χρόνο τουλάχιστον, μια «μπολσεβίκικη σημαία» για να πετύχουν το αντικομμουνιστικό πραξικόπημά τους. Εχοντας συνάψει καλές σχέσεις με τον Μπουχάριν, οι δεξιοί αυτοί στρατιωτικοί έχουν την πεποίθηση ότι αυτός θα αποδεχόταν το «τετελεσμένο γεγονός», αφού θα είχε πια εξουδετερωθεί ο Στάλιν.
Εξάλλου, το 1938, πριν από τη σύλληψη του Μπουχάριν, ο Τοκάγεφ και η ομάδα του είχαν ήδη κατά νου αυτή τη στρατηγική. Όταν ο Ράντεκ, στη φυλακή, είχε ομολογήσει κάποια πράγματα, ο «σύντροφος X», πολεμικό ψευδώνυμο του αρχηγού της οργάνωσης του Τοκάγεφ, κατόρθωσε να τα συσχετίσει. Ο Τοκάγεφ γράφει:
«Ο Ράντεκ έδωσε τα πιο σημαντικά “αποδεικτικά στοιχεία” με βάση τα οποία συνελήφθη, δικάστηκε και τουφεκίστηκε ο Μπουχάριν. Γνωρίζαμε την προδοσία του Ράντεκ δύο βδομάδες πριν από τη σύλληψη του Μπουχάριν, στις 16 Οκτώβρη του 1936, και προσπαθούσαμε να σώσουμε τον Μπουχάριν. Τ ου κάναμε συγκεκριμένη πρόταση, χωρίς διφορούμενα: “Μετά τα όσα κατέθεσε γραπτώς σε βάρος σου ο Ράντεκ, οι Γεζόφ και Βισίνσκι πρόκειται σύντομα να σε συλλάβουν για να προετοιμάσουν άλλη μια πολιτική δίκη. Σου συνιστούμε να ‘εξαφανιστείς’ χωρίς άλλη καθυστέρηση. Να τι προτείνουμε..." Δεν υπήρχαν πολιτικοί όροι σ' αυτή την πρόταση. Είχε γίνει (...) γιατί θα ήταν ένα θανάσιμο χτύπημα αν το ΛΕΕ μετέτρεπε τον Μπουχάριν, μπροστά στο δικαστήριο, σε έναν άλλο Κάμε-νεφ, Ζινόβιεφ ή Ράντεκ.,Κιη ιδέα ακόμα μιας αντιπολιτευτικής δράσης θα είχε χάσει την αξιοπιστία της σε όλη την ΕΣΣΔ. Ο Μπουχάριν εξέφρασε τη βαθιά ευγνωμοσύνη του για την προσφορά που του γινόταν, αλλά την αποποιήθηκε»,
«Αν ο Μπουχάριν δε στεκόταν στο ύψος των περιστάσεων και δεν κατόρθωνε να αποδείξει ότι οι κατηγορίες ήταν ψευδείς, το πράγμα θα κατέληγε σε τραγωδία: μέσα από την περίπτωση του Μπουχάριν, όλα τα άλλα μετριοπαθή αντιπολιτευτικά κινήματα θα κηλιδώνονταν».
Πριν από τη σύλληψη του Μπουχάριν, οι συνωμότες στρατιωτικοί υπολόγιζαν, λοιπόν, να τον χρησιμοποιήσουν για σημαία τους. Ταυτόχρονα, κατάλαβαν τον κίνδυνο μιας δημόσιας δίκης κατά του Μπουχάριν. Οι Κάμενεφ, Ζινόβιεφ και Ράντεκ είχαν ομολογήσει τη συνωμοτική δράση τους, είχαν «προδώσει» τα δίκαια της αντιπολίτευσης. Αν ο Μπουχάριν αναγκαζόταν να αναγνωρίσει μπροστά στο δικαστήριο ότι είχε αναμιχθεί σε συνωμοσία για την ανατροπή του καθεστώτος, όλη η αντικομμουνιστική αντιπολίτευση θα είχε δεχτεί ένα μοιραίο χτύπημα. Αυτό ήταν το νόημα της δίκης του Μπουχάριν, όπως το αντιλήφθηκαν εκείνη την εποχή οι χειρότεροι εχθροί του μπολσεβικισμού, που είχαν διεισδύσει στο Κόμμα και στο στρατό.
Την ώρα της ναζιστικής εισβολής, ο Τοκάγεφ αναλύει το κλίμα που επικρατούσε στη χώρα και μέσα στο στρατό.
«Αντιλαμβανόμασταν ότι οι άνθρωποι στην κορυφή τα είχαν χάσει. Ήξεραν πάρα πολύ καλά ότι το αντιδραστικό καθεστώς τους ήταν εντελώς αποστερημένο από πραγματική λαϊκή υποστήριξη. Ήταν βασισμένο στην τρομοκρατία και σε νοητικούς αυτοματισμούς και εξαρτιόταν από την ειρήνη. Ο πόλεμος τα είχε αλλάξει όλα».
Έπειτα, ο Τοκάγεφ περιγράφει τις αντιδράσεις αρκετών αξιωματικών. Ο Μπεσκαραβάινι προτείνει τη διαίρεση της Σοβιετικής Ένωσης: μια ανεξάρτητη Ουκρανία κι ένας ανεξάρτητος Καύκασος θα πολεμήσουν καλύτερα. (!) Ο Κλίμοφ προτείνει να υποχρεωθεί σε παραίτηση όλο το Πολιτικό Γραφείο, κι έπειτα ο λαός θα σώσει τη χώρα. Ο Κοκοριόφ είναι της γνώμης ότι οι Εβραίοι είναι η αιτία όλων των προβλημάτων.
«Είχαμε μονίμως το πρόβλημά μας ως επικεφαλής δημοκράτες επαναστάτες. Μήπως δεν ήταν η πιο κατάλληλη στιγμή για να προσπαθήσουμε να ανατρέψουμε τον Στάλιν; Πολλοί παράγοντες έπρεπε να ληφθούν υπόψη. (...) Τις μέρες αυτές, ο σύντροφος X ήταν πεισμένος ότι ο Στάλιν τα έπαιζε όλα για όλα. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν μπορούσαμε να δούμε τον Χίτλερ σαν ελευθερωτή. Για το λόγο αυτό, έλεγε ο σύντροφος X, έπρεπε να είμαστε προετοιμασμένοι για την κατάρρευση του καθεστώτος του Στάλιν, αλλά δεν έπρεπε να κάνουμε τίποτα για να το αποδυναμώσουμε».
Είναι προφανές ότι η μεγάλη αναστάτωση και η άκρα σύγχυση που προκάλεσαν οι πρώτες ήττες από τους ναζί, δημιούργησαν μια πολύ αβέβαιη πολιτική κατάσταση. Οι αστοί εθνικιστές, οι αντικομμουνιστές, αντισιμίτες πίστευαν όλοι ότι είχε έρθει η ώρα που περίμεναν. Τι θα είχε συμβεί, αν η εκκαθάριση δεν είχε συνεχιστεί με σθένος, αν μια οπορτουνιστική αντιπολίτευση είχε διατηρήσει σημαντικές θέσεις στην κορυφή του Κόμματος, αν ένας άνθρωπος όπως ο Μπουχάριν ήταν πάντοτε διαθέσιμος για μια «αλλαγή πολιτεύματος»; Σε αυτές τις στιγμές ακραίων εντάσεων, οι συνωμότες στρατιωτικοί και οι οπορτουνιστές θα βρίσκονταν σε πολύ ισχυρή θέση, ώστε να τα παίξουν όλα για όλα και να κάνουν το πραξικόπημα που σχεδίαζαν από καιρό.
Οι ομολογίες του Μπουχάριν
Στη διάρκεια της δίκης του, ο Μπουχάριν προέβη σε ομολογίες και στη διάρκεια των κατ’ αντιπαράσταση εξετάσεων μαζί με άλλους κατηγορούμενους, προσδιόρισε ορισμένες πλευρές της συνωμοσίας. Ο Τζόζεφ Ντέιβις, πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μόσχα και περιώνυμος δικηγόρος, παραβρέθηκε σε όλες τις συνεδριάσεις της δίκης. Δήλωσε την πεποίθησή του, την οποία συμμερίστηκαν όλοι οι αξιόπιστοι ξένοι παρατηρητές, ότι ο Μπουχάριν μίλησε ελεύθερα και ότι οι ομολογίες του ήταν ειλικρινείς. Στις 17 Μάρτη του 1938, ο Ντέιβις έστειλε ένα εμπιστευτικό μήνυμα στον υπουργό Εξωτερικών στην Ουάσιγκτον:
«Αν και είμαι προκατειλημμένος απέναντι στην κατ’ ομολογίαν απόδειξη και απέναντι σε ένα δικανικό σύστημα που δεν παραχωρεί, θα έλεγα, καμιά προστασία στον κατηγορούμενο, και αφού παρατήρησα προσεκτικά κάθε μέρα τους μάρτυρες και τον τρόπο που κατέθεταν, και σημείωσα τις ακούσιες επιβεβαιώσεις που προέκυψαν και άλλα γεγονότα που σημάδεψαν τη δίκη, πιστεύω, σύμφωνος ως προς αυτό με άλλους των οποίων η κρίση μπορεί να γίνει αποδεκτή, πως σε ό,τι αφορά στους κατηγορούμενους, διέπραξαν αρκετά εγκλήματα σύμφωνα με το σοβιετικό νόμο, εγκλήματα που αποδείχτηκαν με συγκεκριμένα στοιχεία και χωρίς να είναι δυνατή η εύλογη αμφισβήτησή τους, ώστε να δικαιολογούνται η ετυμηγορία που τους κρίνει ενόχους προδοσίας και η απόφαση που τους καταδικάζει στην προβλεπόμενη από τον Ποινικό Κώδικα της Σοβιετικής Ένωσης ποινή. Είναι κοινό το αίσθημα των διπλωματών που παραβρέθηκαν στη δίκη πως αποδείχτηκε η ύπαρξη μιας εξαιρετικά σοβαρής συνωμοσίας».
Στη διάρκεια των δεκάδων ωρών που κράτησε η δίκη του, ο Μπουχάριν επέδειξε απόλυτη πνευματική διαύγεια και εγρήγορση, συζητώντας, αμφισβητώντας, κάνοντας πνεύμα, αρνούμενος με σφοδρότητα ορισμένες κατηγορίες. Για εκείνους που παραβρέθηκαν στη δίκη όπως και για μας που μπορούμε σήμερα να διαβάσουμε τα πρακτικά της, η θεωρία της «χαλκευμένης δίκης», που προπαγανδίστηκε ευρέως από τους αντικομμουνιστές, δε στέκει. Ο Τοκάγεφ λέει ότι η αστυνομία δε βασάνισε τον Μπουχάριν από φόβο μήπως «φωνάξει την αλήθεια μπροστά σε όλο το δικαστήριο». Ο Τοκάγεφ μνημονεύει τις καυστικές απαντήσεις του Μπουχάριν στο δημόσιο κατήγορο και τις θαρραλέες αρνήσεις του, και καταλήγει:
«Ο Μπουχάριν επέδειξε υπέρτατο θάρρος», ο Βισίνσκι είχε χάσει. Ήταν μείζον σφάλμα να παραπεμφθεί ο Μπουχάριν σε δημόσια δίκη».
Θέλουμε να συγκρατήσουμε από αυτά τα λεγάμενα ότι ο Μπουχάριν ήταν σαφώς ο εαυτός του.
Η ανάγνωση των οκτακόσιων πενήντα σελίδων των πρακτικών είναι άκρως διδακτική. Αφήνει μια ισχυρή εντύπωση που δεν μπορούν να σβήσουν οι συνήθεις πολυλογίες για τις δήθεν «τραγελαφικές δίκες». Μέσα από τα πρακτικά φαίνεται ότι ο Μπουχάριν ήταν ένας οπορτουνιστής που επανειλημμένα ηττήθηκε πολιτικά και επικρίθηκε ιδεολογικά. Αλλά μην έχοντας καμιά διάθεση ν’ αλλάξει τις μικροαστικές αντιλήψεις του, κατάντησε ένας πικρόχολος που δεν τολμούσε να αντιταχθεί ανοιχτά στη γραμμή του Κόμματος και στα εντυπωσιακά επιτεύγματα του. Παραμένοντας στην κορυφή του Κόμματος, με ραδιουργίες και παρασκηνιακούς χειρισμούς έλπιζε να ανατρέψει μια μέρα την κομματική ηγεσία και να προωθήσει τις απόψεις του. Συμμετείχε στις συμπαιγνίες των πιο διαφορετικών αντικαθεστωτικών, ορισμένοι από τους οποίους ήταν φανατικοί αντικομμουνιστές. Ανίκανος να διεξαγάγει ανοιχτό πολιτικό αγώνα, ο Μπουχάριν εναπόθετε τις ελπίδες του σε ένα πραξικόπημα που θα προέκυπτε από μια συνωμοσία στο στρατό ή θα πραγματοποιόταν με την ευκαιρία μιας μαζικής εξέγερσης.
Η ανάγνωση των πρακτικών επιτρέπει επίσης τη διασαφήνιση των σχέσεων ανάμεσα στην πολιτική κατάπτωση του Μπουχάριν και των φίλων του και σ’ αυτή καθεαυτή την εγκληματική δραστηριότητα: δολοφονίες, εξεγέρσεις, κατασκοπεία, συμπαιγνία με ξένες δυνάμεις. Από το 1928-1929, ο Μπουχάριν υπερασπίστηκε αναθεωρητικές θέσεις που έκφραζαν τα συμφέροντα των κουλάκων και των άλλων εκμεταλλευτριών τάξεων. Ο Μπουχάριν υποστηρίχτηκε από τις πολιτικές φατρίες που εκπροσωπούσαν αυτές τις τάξεις, μέσα και έξω από το Κόμμα. Τη στιγμή που οξύνθηκε η ταξική πάλη, ο Μπουχάριν προσέγγισε ακόμα περισσότερο αυτές τις δυνάμεις. Ο παγκόσμιος πόλεμος που πλησίαζε κορύφωσε όλες τις εντάσεις και ορισμένοι αντιτιθέμενοι προς την κομματική ηγεσία προσανατολίστηκαν προς τη χρήση βίας και το πραξικόπημα. Ο Μπουχάριν αναγνωρίζει τις σχέσεις του με όλα αυτά τα άτομα, αλλά αρνείται κατηγορηματικά ότι οργάνωσε ο ίδιος δολοφονίες και ότι έκανε κατασκοπεία.
Όταν ο Βισίνσκι παρατηρεί «δεν μιλήσατε για τις διασυνδέσεις σας με τις ξένες υπηρεσίες κατασκοπείας και τους φασιστικούς κύκλους», ο Μπουχάριν αποκρίνεται: «Δεν έχω τίποτα να δηλώσω σχετικά». Ωστόσο, ο Μπουχάριν αναγκάζεται να παραδεχτεί ότι μέσα στο μπλοκ που διευθύνει, ορισμένοι συνήψαν σχέσεις με τη φασιστική Γερμανία. Σχετικά μ’ αυτό, ακολουθεί μία σελίδα από τα πρακτικά. Ο Μπουχάριν εξηγεί εδώ ότι ορισμένοι από τους πρωτοστάτες της συνωμοσίας λογάριαζαν να δημιουργήσουν προϋποθέσεις για ένα πραξικόπημα εκμεταλλευόμενοι τη σύγχυση που θα επέφεραν οι ήττες στο μέτωπο, σε περίπτωση πολέμου με τη Γερμανία:
«Μπουχάριν: Το 1935, ο Καραχάν έφυγε χωρίς να έχει προηγουμένως συνεννοηθεί με τα μέλη του διευθυντικού κέντρου, με εξαίρεση τον Τόμσκι. (...) Θυμάμαι ότι ο Τόμσκι μου έλεγε πως ο Καραχάν είχε καταφέρει να κλείσει με τη Γ ερμανία μια πιο συμφέ-ρουσα συμφωνία από εκείνη του Τρότσκι.
Βισίνσκι: Πότε είχατε τη συνομιλία σας κατά την οποία σχεδιάζατε να ανοίξετε το μέτωπο στους Γερμανούς;
Μπουχάριν: Όταν ρώτησα τον Τόμσκι πώς έβλεπε το μηχανισμό του πραξικοπήματος, μου απάντησε ότι αυτό ήταν υπόθεση της στρατιωτικής οργάνωσης που έπρεπε ν’ ανοίξει το μέτωπο.
Βισίνσκι: Άρα ο Τόμοκι προετοιμαζόταν ν’ ανοίξει το μέτωπο;
Μπουχάριν: Δεν είπε αυτό.
Βισίνσκι: Ο Τόμσκι είπε ν’ ανοίξει το μέτωπο;
Μπουχάριν: Θα σας το πω ακριβώς.
Βισίνσκι: Τι είπε;
Μπουχάριν: Ο Τόμσκι είπε ότι αυτό αφορούσε τη στρατιωτική οργάνωση που έπρεπε ν’ ανοίξει το μέτωπο.
Βισίνσκι: Γιατί έπρεπε ν’ ανοίξει το μέτωπο;
Μπουχάριν: Δεν το είπε.
Βισίνσκι: Γ ιατί έπρεπε ν’ ανοίξει το μέτωπο;
Μπουχάριν: Κατά την άποψή μου, δεν έπρεπε να ανοίξει το μέτωπο.
Βισίνσκι: Και κατά την άποψη του Τόμσκι;
Μπουχάριν: Εφόσον δεν πρόβαλλε αντιρρήσεις, άρα, μάλλον ήταν σύμφωνος κατά τα τρία τέταρτα.»109
Στις δηλώσεις του, ο Μπουχάριν παραδέχεται ότι ο αναθεωρηκός προσανατολισμός του τον ώθησε στην επιδίωξη παράνομων σχέσεων με άλλους αντιπολιτευόμενους, ότι ποντάρισε σε εξεγέρσεις στη χώρα για να πάρει την εξουσία κι έπειτα ότι υιοθέτησε την τακτική της τρομοκρατίας και του πραξικοπήματος.
Στη βιογραφία που έγραψε για τον Μπουχάριν, ο Κοέν προσπαθεί να διορθώσει «την ευρέως διαδεδομένη σφαλερή αυτή ιδέα» σύμφωνα με την οποία ο Μπουχάριν «είχε ομολογήσει ειδεχθή εγκλήματα» με σκοπό να «επιδείξει ειλικρινή μεταμέλεια για την εναντίωσή του στον Στάλιν, προσφέροντας έτσι μια τελευταία υπηρεσία στο Κόμμα».
Να πώς τα βγάζει πέρα ο Κοέν:
«Το σχέδιο του Μπουχάριν», λέει, «ήταν να μετατρέψει τη δίκη του σε αντιδίκη του σταλινικού καθεστώτος.» Η τακτική του ήταν να ομολογήσει ότι «ευθυνόταν πολιτικά για όλα», αλλά ταυτόχρονα να «αρνηθεί κατηγορηματικά κάθε ξεχωριστό έγκλημα». Ο Μπουχάριν άφηνε να εννοηθεί, βεβαιώνει ο Κοέν, ότι μιλώντας για την «αντεπαναστατική οργάνωσή» του και για το «αντισοβιετικό μπλοκ» του, ήθελε να πει: «το παλιό μπολσεβίκικο κόμμα». «Όταν ο Μπουχάριν δήλωσε: “Φέρω την ευθύνη για το μπλοκ”, σήμαινε για τον μπολσεβικισμό».
Ωραίο εύρημα... Ο Κοέν, αυτός ο εκπρόσωπος των αμερικανικών συμφερόντων, μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του έναν τέτοιο ελιγμό, εφόσον κανένας από τους αναγνώστες του δε θα ελέγξει τα λεγόμενό του μέσα από τα πρακτικά της δίκης.
Όμως, είναι πάρα πολύ διδακτικό να μελετήσει κανείς τα αποσπάσματα-κλειδιά της μαρτυρίας που ο Μπουχάριν κατέθεσε μπροστά στο δικαστήριο για την πολιτική του εξέλιξη. Ο Μπουχάριν είναι αρκετά έξυπνος, ώστε να αναγνωρίσει τα στάδια της δικής του πολιτικής κατάπτωσης και να καταλάβει πώς πιάστηκε στον ιστό μιας αντεπαναστατικής συνωμοσίας. Ο Κοέν και η αστική τάξη μπορούν να πασχίζουν να ανακηρύξουν αθώο τον «μπολσεβίκο» Μπουχάριν. Για τους κομμουνιστές, οι ομολογίες του Μπουχάριν προσφέρουν πολύτιμα διδάγματα για τους μηχανισμούς της αργής αλλοίωσης και της αντισοσιαλιστικής μεταστροφής. Βοηθούν να κατανοηθεί πώς εμφανίστηκαν αργότερα μορφές όπως των Χρουστσόφ και Μικογιάν, Μπρέζνιεφ και Γκορμπατσόφ. Ακολουθεί το κείμενο, όπου ο Μπουχάριν λέει:
«Προφανώς, οι δεξιοί αντεπαναστάτες αντιπροσώπευαν στην αρχή μια “παρέκκλιση”. (...) Συνέβη μέσα μας μια πολύ παράξενη διεργασία υπερεκτίμησης της ατομικής εκμετάλλευσης, το βαθμιαίο πέρασμα στην εξιδανίκευσή της, στην εξιδανίκευση του ιδιοκτήτη. Στο πρόγραμμα, είχαμε το πλούσιο αγρόκτημα του ατομικού καλλιεργητή· και ο κουλάκος, στην ουσία, γίνεται αυτοσκοπός. Το κολχόζ είναι ο σκοπός του μέλλοντος. Πρέπει να πολλαπλασιαστεί ο αριθμός των πλούσιων κτηματιών. Τέτοια ήταν η εκπληκτική μεταστροφή στον τρόπο που βλέπαμε τα πράγματα.
Ήδη το 1928, έδωσα ο ίδιος μια διατύπωση σχετικά με τη φεουδαρχοστρατιωτική εκμετάλλευση της αγροτιάς: καταλόγιζα το κόστος της ταξικής πάλης όχι πια στην εχθρική προς το προλεταριάτο τάξη, αλλά στην ίδια την ηγεσία του ίδιου του προλεταριάτου. (...) Αν θέλει κανείς να διατυπώσει πρακτικά την ιδεολογική πλατφόρμα μου, αυτή θα είναι, σε ό,τι αφορά στην οικονομία: ο κρατικός καπιταλισμός, ο εύπορος μουζίκος, η φειδωλή χρήση των κρατικών πόρων, ο περιορισμός των κολχόζ, οι παραχωρήσεις στους ξένους, η εγκατάλειψη του μονοπωλίου του εξωτερικού εμπορίου και, ως αποτέλεσμα, η παλινόρθωση του καπιταλισμού. (...) Στο εσωτερικό, το πρόγραμμά μας ήταν στην πραγματικότητα μια στροφή προς την αστική δημοκρατική ελευθερία, προς τη σύμπραξη, γιατί από το συνασπισμό με τους μενσεβίκους, τους σοσιαλεπαναστάτες και τους άλλους, απόρρεε η ελευθερία των κομμάτων, των συμμαχιών. Αν επιλέγει κανείς τους συμμάχους του για ν’ ανατρέψει την κυβέρνηση, την επομένη, σε περίπτωση ενδεχόμενης νίκης, αυτοί θα είναι συμμέτοχοι στην εξουσία. (...)
Γύρω στο 1928-1929 τοποθετείται η προσέγγισή μου με τους Τόμσκι και Ρίκοφ. Επακολούθησαν οι διασυνδέσεις και οι βολιδοσκοπήσεις ανάμεσα στα μέλη της τότε Κεντρικής Επιτροπής, οι μυστικές συσκέψεις, παράνομες αναφορικά με την Κεντρική Επιτροπή. (...)
Τότε είναι που άρχισαν οι διερευνητικές προσπάθειες για τη συγκρότηση ενός συνασπισμού. Πρώτα απ’ όλα, η συνάντησή μου με τον Κάμενεφ, στο σπίτι του. Δεύτερο, η συνάντησή μου με τον Πιατακόφ, στο νοσοκομείο, στην οποία παραβρέθηκε και ο Κάμενεφ. Τρίτο, η συνάντησή μου με τον Κάμανεφ, στο εξοχικό του Σμιτ. (...)
Τ ο 1930-1931 ξεκίνησε η επόμενη φάση. Η χώρα ζούσε τότε μια ισχυρή όξυνση της ταξικής πάλης, το σαμποτάζ των κουλάκων, την αντίσταση της τάξης των κουλάκων στην πολιτική του Κόμματος κλπ. (...)· Το τρίο (Μπουχάριν-Ρίκοφ-Τόμσκι) είχε εξελιχθεί σε παράνομο κέντρο. Αν, προηγουμένως, ήταν επικεφαλής των αντιπολιτευτικών κύκλων, τώρα γινόταν ο πυρήνας της παράνομης αντεπαναστατικής οργάνωσης. (...) Ο Ενουκίτζε προσχωρούσε ενεργά στο παράνομο αυτό κέντρο, με το οποίο συνδεόταν μέσω του Τόμσκι. (...)
Προς τα τέλη του 1931, όσοι μετείχαν στη λεγάμενη “σχολή του Μπουχάριν” στάλθηκαν στην επαρχία, στο Βορονέζ, στη Σαμάρα, στο Λένινγκραντ, στο Νοβοσιμπίρσκ, και, την εποχή αυτή κιόλας, η μετάθεσή τους στην επαρχία χρησιμοποιήθηκε για αντεπαναστατικούς σκοπούς. (...)
Κατά το φθινόπωρο του 1932 άρχισε η επόμενη φάση στην ανάπτυξη της οργάνωσης των δεξιών, δηλαδή το πέρασμα στην τακτική της ανατροπής της εξουσίας των σοβιέτ με τη βία. (...) Τη χρονολογώ από τη στιγμή που πήρε την οριστική της μορφή η λεγάμενη πλατφόρμα Ριούτιν. (...) Ήταν η πλατφόρμα μιας αντεπαναστατικής οργάνωσης δεξιών. (...) Είχε εγκριθεί στο όνομα του κέντρου των δεξιών. Η πλατφόρμα Ριούτιν προέβλεπε: “παλατιανή επανάσταση”, τρομοκρατία, προσανατολισμό προς ανοιχτή συμμαχία με τους τροτσκιστές.
Περίπου αυτή την εποχή ωρίμασε η ιδέα μιας “παλατιανής επανάστασης”. Στην αρχή, την ιδέα αυτή είχε ρίξει ο Τόμσκι, που συνδεόταν με τον Ενουκίτζε. Ο Τόμσκι έβλεπε τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί η επίσημη θέση του Ενουκίτζε που είχε τότε το πάνω χέρι στη φρουρά του Κρεμλίνου. (...) Στρατολογήθηκαν άντρες που θα έκαναν την “παλατιανή επανάσταση”. Τότε είναι που έγινε πραγματικότητα ο πολιτικός συνασπισμός με τους Κάμενεφ και Ζινόβιεφ. Την περίοδο εκείνη πραγματοποιήθηκαν οι συναντήσεις με τους Σιρτσόφ καιΛομινάτζε. (...) Στη διάρκεια της συνομιλίας μας το καλοκαίρι του 1932, ο Πιατακόφ μου μίλησε για τη συνάντησή του με τον Σεντόφ, για την οδηγία του Τρότσκι σχετικά με την τρομοκρατία. Τη στιγμή εκείνη, θεωρούσαμε, ο Πιατακόφ κι εγώ, ότι οι ιδέες αυτές δεν ταίριαζαν σ’ εμάς. Αλλά, αποφασίσαμε ότι θα φροντίζαμε πολύ σύντομα να βρούμε κοινή γλώσσα και ότι θα αίρονταν οι διαφωνίες που αφορούσαν στον αγώνα κατά της εξουσίας των σοβιέτ. (...)
Η δημιουργία της συνωμοτικής ομάδας μέσα στον Κόκκινο στρατό χρονολογείται από αυτή την περίοδο. Το είχα μάθει από τον Τόμσκι, που είχε ενημερωθεί απευθείας από τον Ενουκίτζε, με τον οποίο διατηρούσε προσωπικές σχέσεις. (...) Ο Τόμσκι και ο Ενουκίτζε με είχαν πληροφορήσει ότι, μέσα στην ηγεσία του Κόκκινου Στρατού, είχε γίνει τότε η συνένωση δεξιών, ζινοβιεφικών και τροτσκιστών. Μου είχαν δώσει τα ονόματα των Τουχατσέφσκι, Κορκ, Πριμακόφ και Πούτνα. Η σύνδεση με το κέντρο των δεξιών πραγματοποιόταν, λοιπόν, σύμφωνα με την ακόλουθη διάταξη: η στρατιωτική ομάδα, ο Ενουκίτζε, ο Τόμσκι και οι άλλοι».
«Το 1933-1934, η τάξη των κουλάκων συνθλίφτηκε, η εξέγερση δεν ανήκε πλέον στη σφαίρα του δυνατού. Ακολούθησε επομένως μια περίοδος, στη διάρκεια της οποίας η κεντρική ιδέα της οργάνωσης των δεξιών ήταν ο προσανατολισμός προς μια συνωμοσία, ένα αντεπαναστατικό πραξικόπημα. (...)
Οι δυνάμεις της συνωμοσίας ήταν οι δυνάμεις του Ενουκίτζε συν τον Γιάγκοντα, η οργάνωσή τους στο Κρεμλίνο και στο Επιτροπάτο του Λαού για τις Εσωτερικές Υποθέσεις. Τη στιγμή εκείνη, ο Ενουκίτζε κατόρθωσε, απ’ ό,τι θυμάμαι, να στρατολογήσει τον πρώην φρούραρχο του Κρεμλίνου, τον Πέτερσον, ο οποίος, ας το πούμε με την ευκαιρία αυτή, είχε διατελέσει τον καιρό που υπηρετούσε στο στρατό, υπεύθυνος του τρένου που μετέφερε τον Τρότσκι. Έπειτα, ήταν η στρατιωτική οργάνωση των συνωμοτών: Τουχατσέφσκι, Κορκ και άλλοι».
«Καθώς πλησίαζε το 17ο Συνέδριο του Κόμματος, ο Τόμσκι έριξε την ιδέα να χρησιμοποιηθεί η αντεπαναστατική ένοπλη δύναμη για να συμπέσει το πραξικόπημα με το συνέδριο. Σύμφωνα με την ιδέα του Τόμσκι, η σύλληψη αυτών που μετείχαν στο 17ο Συνέδριο του Κόμματος -τερατώδες έγκλημα- έπρεπε να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του πραξικοπήματος.
Η πρόταση του Τόμσκι εξετάστηκε, βιαστικά είναι η αλήθεια. Αντιρρήσεις προβλήθηκαν εναντίον της απ’ όλες τις πλευρές. (...) Ο Πιατακόφ τάχθηκε κατά της ιδέας αυτής για λόγους τακτικής, επειδή κάτι τέτοιο θα προκαλούσε υπέρμετρη αγανάκτηση στις μάζες. (...) Όμως, και μόνο το γεγονός της σύλληψης της ιδέας αυτής και της εξέτασής της μαρτυρεί αρκετά καθαρά τον εγκληματικό και τερατώδη χαρακτήρα αυτής της οργάνωσης».
«Το καλοκαίρι του 1934, ο Ράντεκ μου είπε ότι είχαν έρθει οδηγίες από τον Τρότσκι, ότι ο Τρότσκι βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς και ότι τους είχε ήδη υποσχεθεί ορισμένες εδαφικές παραχωρήσεις, μεταξύ άλλων την Ουκρανία. (...) Πρέπει να πω ότι την εποχή εκείνη, πρόβαλλα αντιρρήσεις στον Ράντεκ. Το επιβεβαίωσε στη διάρκεια της κατ’ αντιπαράσταση εξέτασής μας. Θεωρούσα ότι ήταν απαραίτητο αυτός, ο Ράντεκ, να γράψει στον Τρότσκι για να του πει ότι το παράκανε με τις διαπραγματεύσεις του και ότι διακινδύνευε όχι μόνο να εκτεθεί ο ίδιος, αλλά να εκθέσει και όλους τους συμμάχους του και πολύ περισσότερο όλους εμάς, τους δεξιούς συνωμότες, γεγονός που καθιστούσε την αποτυχία μας αναπόφευκτη. Εκτιμούσα ότι, λόγω του πατριωτισμού των μαζών, η στάση αυτή του Τρότσκι δεν ήταν λογική από πολιτική και στρατηγική σκοπιά. (...)
Από τη στιγμή που έμπαινε ζήτημα στρατιωτικού πραξικοπήματος, ο ρόλος της στρατιωτικής ομάδας των συνωμοτών γινόταν, από την ίδια τη λογική των πραγμάτων, ιδιαίτερα σημαντικός. Αυτή ακριβώς η μερίδα των αντεπαναοτατικών δυνάμεων θα διέθετε τότε υλικές δυνάμεις, και, επομένως, σημαντικές πολιτικές δυνάμεις, κάτι που θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα είδος βοναπαρτίστικου κινδύνου. Όσο για τους βοναπαρτιστές -είχα προπαντός υπόψη μου τον Τουχατσέφσκι- το πρώτο τους μέλη-μα θα ήταν να εξοντώσουν, ακολουθώντας το παράδειγμα του Ναπολέοντα, τους συμμάχους τους, εκείνους, θα λέγαμε, που θα τους είχαν εμπνεύσει. Στις συνομιλίες μας, αποκαλούσα πάντοτε τον Τουχατσέφσκι “δυνάμει μικρό Ναπολέοντα”. Όμως, ξέρουμε τι τους έκανε ο Ναπολέοντας αυτούς που ονομάζουμε ιδεολόγους.
Βισίνσκι: Και θεωρούσατε ότι είστε ιδεολόγος;
Μπουχάριν: Μεταξύ άλλων, ιδεολόγος του αντεπαναστατικού πραξικοπήματος και άνθρωπος που το βάζει σε εφαρμογή. Φυσικά, θα προτιμούσατε να πω ότι θεωρούσα τον εαυτό μου κατάσκοπο, αλλά δε θεωρώ καθόλου τον εαυτό μου έτσι.
Βισίνσκι: Κι όμως, αυτό θα ήταν πιο ακριβές.
Μπουχάριν: Είναι η άποψή σας, όχι η δική μου».
Όταν έφτασε η στιγμή της τελευταίας του δήλωσης, ο Μπουχάριν ήξερε ήδη ότι πήγαινε για εκτέλεση. Είναι δυνατόν ο Κοέν να μπορεί να διακρίνει μέσα από τα λόγια του μια «επιδέξια υπεράσπιση του αληθινού μπολσεβικισμού» και μια «καταγγελία του σταλινισμού». Αντίθετα, ένας κομμουνιστής θα αντιληφθεί μάλλον ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο που αγωνίστηκε πολλά χρόνια για το σοσιαλισμό, που έγειρε ανεπανόρθωτα προς τον αναθεωρητισμό και που, μπροστά στο θάνατο, αναλογίζεται πως, στα πλαίσια μιας δριμύτατης εθνικής και διεθνούς ταξικής πάλης, ο αναθεωρητισμός τον οδήγησε στην προδοσία.
«Η καθαρή λογική της πάλης συνοδεύτηκε από έναν εκφυλισμό των ιδεών, έναν ψυχολογικό εκφυλισμό. (...)
Έτσι, μου φαίνεται πιθανό ότι καθένας από μας, που καθόμαστε σ’ αυτό το εδώλιο των κατηγορουμένων, είχε έναν ιδιαίτερο διχασμό της συνείδησής του, μια ατελή πίστη στο αντεπαναστα-τικό έργο του. (...) Εξ ου και αυτό το είδος ημιπαραλυσίας της βούλησης, αυτή η επιβράδυνση των αντανακλαστικών. (...) Η αντίφαση ανάμεσα στην επιτάχυνση του εκφυλισμού μας και στην επιβράδυνση των αντανακλαστικών ερμηνεύει την κατάσταση του αντεπαναστάτη που ζει στο πλαίσιο της εξελισσόμενης σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Δημιουργήθηκε εδώ μια διπλή ψυχολογία. (...)
Καμιά φορά, ενθουσιαζόμουν από μόνος μου, δοξάζοντας μέσα από τα γραπτά μου τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Όμως, από την επομένη κιόλας, άλλαζα διάθεση με τις εγκληματικού χαρακτήρα πράξεις μου. Διαμορφώθηκε εδώ αυτό που, στη φιλοσοφία του Χέγκελ, ονομάζεται δυστυχισμένη συνείδηση. Αυτή η δυστυχισμένη συνείδηση διέφερε από τη συνηθισμένη συνείδηση στο ότι ήταν ταυτόχρονα μια εγκληματική συνείδηση. Η ισχύς του προλεταριακού κράτους δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι το προλεταριάτο συνέτριψε τις αντεπαναστατικές συμμορίες, αλλά και στο ότι αποσύνθεσε εσωτερικά τους εχθρούς του, αποδιοργάνωσε τη θέλησή τους. Πράγμα που δεν υπήρχε πουθενά αλλού, και δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει σε καμιά καπιταλιστική χώρα. (...)
Συχνά η μεταμέλεια ερμηνεύεται με κάθε είδους τελείως παράλογα πράγματα, όπως, για παράδειγμα, η σκόνη απ’ το Θιβέτ κλπ. Όσο για μένα, θα πω ότι στη φυλακή όπου έμεινα σχεδόν ένα χρόνο, εργάστηκα, απασχολήθηκα, διατήρησα τη διαύγεια του πνεύματός μου.
Γίνεται λόγος για ύπνωση. Όμως, στη δίκη αυτή, ανέλαβα την υπεράσπισή μου, προσαρμόστηκα αμέσως και λογομάχησα με το δημόσιο κατήγορο. Και καθένας, έστω κι αν δεν έχει πολλές γνώσεις στους διάφορους κλάδους της ιατρικής, θα αναγκαστεί να αναγνωρίσει ότι δε θα ήταν δυνατό να υπάρχει περίπτωση ύπνωσης. (...)
Τώρα, θέλω να μιλήσω για μένα, για τις αιτίες που προκάλεσαν τη μεταμέλειά μου. Βέβαια, πρέπει να πω ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της ενοχής μου παίζουν κι αυτά σημαντικό ρόλο. Επί τρεις μήνες, περιορίστηκα στο να αρνούμαι τις κατηγορίες. Ύστερα, αποφάσισα να ομολογήσω. Γιατί; Η αιτία έγκειται στο ότι μέσα στη φυλακή επανεξέτασα όλο μου το παρελθόν. Γιατί, όταν αναρωτιέται κανείς: Αν είναι να πεθάνεις, για ποιο πράγμα θα πεθάνεις; τότε είναι που εμφανίζεται ξαφνικά και επιβλητικά ένα απολύτως σκοτεινό βάραθρο. Δεν υπάρχει τίποτα για το οποίο να άξιζε να πεθάνω, αν ήταν να πεθάνω χωρίς να ομολογήσω τα σφάλματά μου. Και αντίθετα, όλα τα θετικά γεγονότα που απαυγάζουν στη Σοβιετική Ενωση παίρνουν διαφορετικές αναλογίες στη συνείδηση του ανθρώπου. Και αυτό είναι, σε τελική ανάλυση, που με αφόπλισε οριστικά. Αυτό είναι που με ανάγκασε να γονατίσω μπροστά στο Κόμμα και μπροστά στη χώρα. (...)
Βέβαια, το ζητούμενο δεν είναι η μεταμέλεια, ούτε ακόμα περισσότερο η δική μου μεταμέλεια. Το δικαστήριο μπορεί και χωρίς αυτή να εκδώσει την ετυμηγορία του. Οι κατηγορούμενοι δεν είναι υποχρεωμένοι να ομολογήσουν. Η ομολογία των κατηγορουμένων είναι μια μεσαιωνική νομική αρχή. Όμως, εδώ υπάρχει μια μύχια ήττα των αντεπαναστατικών δυνάμεων. Και πρέπει να είσαι Τρότσκι για να μην καταθέτεις τα όπλα. Καθήκον μου είναι να δείξω εδώ ότι, μέσα στα πλαίσια των δυνάμεων που διαμόρφωσαν την αντεπαναστατική τακτική, ο Τρότσκι ήταν η βασική κινητήρια μηχανή του κινήματος. Και οι βίαιες θέσεις-η τρομοκρατία, η κατασκοπεία, ο διαμελισμός της ΕΣΣΔ, η δολιοφθορά- προέρχονταν κατά κύριο λόγο από αυτή την πηγή.
Μπορώ να υποθέσω εκ των προτέρων ότι ο Τρότσκι και οι άλλοι συνεργοί μου στα εγκλήματα αυτά, καθώς και η Β' Διεθνής -πόσο μάλλον που μιλήσαμε γι’ αυτό με τον Νικολάγεφσκι- θα θελήσουν να μας υπερασπιστούν, κυρίως εμένα. Αποποιούμαι την υπεράσπιση αυτή, αφού στέκομαι γονατιστός μπροστά στη χώρα, μπροστά στο Κόμμα, μπροστά σε ολόκληρο το λαό».
Ο Στίβεν Φ. Κοέν εξέδωσε το 1973 μια εγκωμιαστική βιογραφία του Μπουχάριν, όπου τον παρουσιάζει ως τον «τελευταίο μπολσεβίκο». Είναι πολύ συγκινητικό να βλέπει κανείς πώς ένας φανατικός πολέμιος του κομμουνισμού «θρηνεί το τέλος του Μπουχάριν και του ρωσικού μπολσεβικισμού» ! Και ο Κοέν εξαιρεί μια σκέψη ενός άλλου οπαδού του Μπουχάριν, του Ρόι Μεντβέντιεφ:
«Ο σταλινισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ο μαρξισμός-λενινισμός τριών δεκαετιών. Πρόκειται για τη διαστρέβλωση που ο Στάλιν επέφερε στη θεωρία και την πρακτική του κομμουνιστικού κινήματος. Η διεργασία εξαγνισμού του κομμουνιστικού κινήματος, της εξάλειψης των στρωμάτων της σταλινικής ακαθαρσίας δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα».
Ο Κοέν και ο Μεντβέντιεφ παρουσιάζουν τη λενινιστική πολιτική που εφάρμοσε ο Στάλιν ως «διαστρέβλωση» του λενινισμού και αυτοί, οι πολέμιοι του μπολσεβικισμού, προτείνουν «τον εξαγνισμό του κομμουνιστικού κινήματος»! Φυσικά, εδώ πρόκειται για μια τακτική που αποδίδει τέλεια δεκαετίες τώρα. Οταν μια επανάσταση έχει θριαμβεύσει και έχει εδραιωθεί, οι χειρότεροι εχθροί της παρουσιάζονται ως οι πιο ένθερμοι υπερασπιστές της «αυθεντικής επανάστασης» απέναντι στους πρωτοστάτες της που «πρόδωσαν τα αρχικά ιδανικά». Ωστόσο, η θέση αυτή των Κοέν και Μεντβέντιεφ υιοθετήθηκε από σχεδόν όλους τους χρουστσιοφικούς κομμουνιστές. Ακόμα και ο Φιντέλ Κάστρο, επηρεασμένος κι αυτός από τις θεωρίες του Χρουστσόφ, δεν ξεφεύγει πάντοτε από αυτόν τον πειρασμό. Κι όμως, η ίδια τακτική ακολουθήθηκε... σε βάρος της κουβανικής επανάστασης. Ήδη από το 1961, η CIA εξαπέλυσε επίθεση για την «υπεράσπιση της κουβανικής επανάστασης» απέναντι στον «καταχραστή Φιντέλ Κάστρο» που είχε «προδώσει»...
Ήδη από το 1948, η Γιουγκοσλαβία ήταν η πρώτη σοσιαλιστική χώρα που μεταστράφηκε προς τον μπουχαρινισμό. Ο Τίτο υποστηρίχτηκε αποφασιστικά από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Επειτα οι τιτοϊκές θεωρίες παρείσδυσαν στις περισσότερες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του 70, το βιβλίο του Κοέν Ο Μπουχάριν και η μπολσεβίκικη επανάσταση, και αυτό που εξέδωσε ο Αγγλος σοσιαλδημοκράτης Κεν Κόουτς, πρόεδρος του «Bertrand Russell Peace Foundation», χρησίμευσαν ως βάση σε μια διεθνή εκστρατεία για την αποκατάσταση του Μπουχάριν. Η εκστρατεία αυτή συνένωσε τους αναθεωρητές των κομμουνιστικών κομμάτων της Ιταλίας και της Γαλλίας, τους σοσιαλδημοκράτες -από τον Πέλικαν ως τον Ζιλ Μαρτινέ- και, φυσικά, τις διάφορες τροτσκιστικές σέκτες. Τα ίδια αυτά ρεύματα υποστήριξαν τον Γκορμπατσόφ ως την ημέρα της πτώσης του. Όλοι διαβεβαίωναν ότι ο Μπουχάριν αντιπροσώπευε μια μπολσεβίκικη «εναλλακτική λύση» απέναντι στο σταλινισμό και ορισμένοι τον ανακήρυξαν πρόδρομο του ευρωκομμουνισμού. Ήδη το 1973, η κατευθυντήρια γραμμή όλης αυτής της εκστρατείας δόθηκε από τον Κοέν ως εξής:
«Ιδέες και πολιτικές μπουχαρινικού τύπου βρέθηκαν στις δόξες τους. Στη Γιουγκοσλαβία, την Ουγγαρία, την Πολωνία και την Τσεχοσλοβακία, κομμουνιστές μεταρρυθμιστές έγιναν συνήγοροι του σοσιαλισμού της αγοράς, της ισορροπημένης οικονομικής σχεδιοποίησης και ανάπτυξης, της εξελικτικής ανάπτυξης, της κοινωνικής ειρήνης, της μικτής γεωργικής οικονομίας και της αποδοχής του πολιτιστικού και κοινωνικού πλουραλισμού στα πλαίσια ενός μονοκομματικού κράτους.»120 Πρόκειται για έναν τέλειο ορισμό της βελούδινης αντεπανάστασης που τελικά θριάμβευσε στη διάρκεια του 1988-1989 στην Ανατολική Ευρώπη.
«Αν οι μεταρρυθμιστές κατορθώσουν να δημιουργήσουν έναν πιο φιλελεύθερο κομμουνισμό, ένα "σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο”, το όραμα του Μπουχάριν και το καθεστώς τύπου ΝΕΠ που υπερασπίστηκε, μπορεί να φανούν, τελικά, ως η αληθινή προαπεικόνιση του κομμουνιστικού μέλλοντος - η εναλλακτική λύση στο σταλινισμό μετά τον Στάλιν»,
Ο Γ κορμπατσόφ, στηριγμένος στα «πρωτοποριακά εγχειρήματα» των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης στη διάρκεια των δεκαετιών του ’60 και του 70, υιοθέτησε, και αυτός, το παλιό πρόγραμμα του Μπουχάριν. Δε χρειάζεται να προσθέσουμε ότι ο Κοέν έγινε δεκτός και επευφημήθηκε στη Σοβιετική Ενωση του Γκορμπατσόφ σαν μεγάλος πρόδρομος της «νέας σκέψης» και της «σοσιαλιστικής ανανέωσης».
Να προσθέσουμε ότι η «σχολή του Μπουχάριν» απέκτησε επιρροή στην Κίνα του Ντενγκ Χσιάοπινγκ.
Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΤΟΥΧΑΤΣΕΦΣΚΙ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΟ
Από τις αρχές Μάη τους βάρυναν υποψίες. Από τις 8 Μάη, είχε επανεισαχθεί στο στρατό ο θεσμός των πολιτικών επιτρόπων. Η επαναφορά αυτού του θεσμού, της εποχής του εμφύλιου πολέμου, αντικατόπτριζε το φόβο του Κόμματος για βοναπαρτιστικές τάσεις μέσα στο στρατό.
Με οδηγία της 13ης Μάη του 1927 του Επιτρόπου Άμυνας είχε μπει τέλος στον έλεγχο που ασκούσαν οι πολιτικοί επίτροποι στους ανώτερους αξιωματικούς. Ο στρατιωτικός διοικητής επωμίστηκε την ευθύνη της «γενικής πολιτικής καθοδήγησης, προκειμένου να πραγματοποιηθεί ένας ολοκληρωμένος συντονισμός των πολιτικών και στρατιωτικών υποθέσεων στις μονάδες». Ο «πολιτικός βοηθός» του έγινε υπεύθυνος για «το σύνολο της κομματικής δουλειάς». Όφειλε να δίνει αναφορά στο διοικητή για τις πολιτικές συνθήκες στη μονάδα. Η πολιτικοστρατιωτική Ακαδημία Τολμάτσεφ του Λένινγκραντ και οι επίτροποι της στρατιωτικής περιφέρειας της Λευκορωσίας διαμαρτυρήθηκαν κατά «της υποτίμησης και του περιορισμού του ρόλου των πολιτικών οργάνων του Κόμματος».
Ο Μπλόμπεργκ, Γερμανός ανώτερος αξιωματικός, σημείωσε στην αναφορά που υπέβαλε έπειτα από μια αποστολή στην ΕΣΣΔτο 1928 τα εξής:
«Απόψεις καθαρά στρατιωτικές αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία. Όλα τ’ άλλα υπάγονται σ’ αυτές».
Καθώς πολλοί στρατιώτες προέρχονταν από την ύπαιθρο, η επιρροή των κουλάκων γινόταν ιδιαίτερα αισθητή. Ο Ούνσλιχτ, ανώτερος αξιωματικός, διαβεβαίωνε το 1928 και το 1929 πως ο κίνδυνος της σοσιαλδημοκρατικής παρέκκλισης ήταν πιο μεγάλος στο στρατό παρά στις πολιτικές οργανώσεις του Κόμματος.
Το 1930, το 10% των αξιωματικών, δηλαδή 4.500 στρατιωτικοί, ήταν πρώην τσαρικοί αξιωματικοί. Στη διάρκεια της εκκαθάρισης των θεσμών, το φθινόπωρο του 1929, ο Ούνσλιχτ απαγόρευσε ν’ αρχίσει ένα ευρύ κίνημα κατά την πρώην τσαρικών αξιωματικών στο στρατό.
Όλα αυτά τα στοιχεία εξηγούν τη διατήρηση αστικών επιρροών στο στρατό, που τον κατέστησαν ένα από τα λιγότερο αξιόπιστα σώματα του σοσιαλιστικού συστήματος.
Συνωμοσία;
Ο Β. Λιχατσόφ ήταν το 1937-1938 αξιωματικός του Κόκκινου Στρατού στην Άπω Ανατολή. Στο βιβλίο του Η συνωμοσία στην Άπω Ανατολή, βεβαιώνει ότι οργανώθηκε πράγματι μεγάλη συνωμοσία μέσα στο στρατό.
Ο δημοσιογράφος Αλεξάντρ Γουερθ γράφει στο βιβλίο του Μόσχα 41 ένα κεφάλαιο με τίτλο «Η δίκη του Τουχατσέφσκι». Αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Είμαι πεισμένος ότι η εκκαθάριση στον Κόκκινο Στρατό είχε μεγάλη σχέση με το φόβο του Στάλιν για έναν επικείμενο πόλεμο με τη Γερμανία. Ποιος ήταν ο Τουχατσέφσκι; Άνθρωποι του γαλλικού δεύτερου γραφείου μου έλεγαν πριν από πολύ καιρό ότι ο Τουχατσέφσκι ήταν φιλογερμανός. Και οι Τσέχοι μου διηγούνταν την εκπληκτική ιστορία της επίσκεψης του Τουχατσέφοκι στην Πράγα, όταν στο τέλος ενός συμποσίου -όπου είχε πιει αρκετά- του ξέφυγε και είπε ότι μια συμφωνία με τον Χίτλερ ήταν η μόνη ελπίδα για την Τσεχοσλοβακία και τη Ρωσία. Και άρχισε να βρίζει τον Στάλιν. Οι Τσέχοι δεν παρέλειψαν να το αναφέρουν αυτό στο Κρεμλίνο, και αυτό ήταν το τέλος του Τουχατσέφοκι - και πολλών οπαδών του».
Ο Αμερικανός πρεσβευτής στη Μόσχα, Τζόζεφ Ντέιβις, σημείωσε τις εντυπώσεις του, στις 30 Ιούνη και στις 4 Ιούλη του 1937:
«Είπα στον Λιτβίνοφ ότι οι αντιδράσεις που προκάλεσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Δυτική Ευρώπη οι εκκαθαριστικές αυτές επιχειρήσεις και η εκτέλεση των στρατηγών ήταν σαφώς αρνητικές. (...) Ο Λιτβίνοφ ήταν πολύ ειλικρινής. Είπε ότι η κυβέρνηση είχε αναγκαστεί “να βεβαιωθεί” με τις εκκαθαριστικές αυτές επιχειρήσεις ότι δεν υπήρχε η δυνατότητα προδοσίας στη Ρωσία προς όφελος του Βερολίνου ή του Τόκιο και πρόσθεσε ότι ο κόσμος θα καταλάβαινε μια μέρα ότι η σοβιετική κυβέρνηση είχε ενεργήσει έτσι για να προστατευτεί απέναντι σε μια “απειλούμενη προδοσία”. Στην πραγματικότητα, είπε, η Ρωσία προσφέρει υπηρεσία σ’ ολόκληρο τον κόσμο προστατεύοντας τον εαυτό της από την απειλή που συνιστά το όνειρο του Χίτλερ και των ναζί για παγκόσμια κυριαρχία, και διατηρώντας έτσι τη δύναμη της Σοβιετικής Ένωσης σαν προπύργιο απέναντι στη ναζιστική απειλή. Μια μέρα, είπε, ο κόσμος θα δει πόσο σπουδαίος άνθρωπος είναι ο Στάλιν».
Παρακάτω, ο Ντέιβις γράφει:
«Τα πιο σοβαρά πνεύματα δείχνουν να πιστεύουν ότι κατά πάσα πιθανότητα βρισκόταν σε εξέλιξη μια συνωμοσία με στόχο ένα στρατιωτικό πραξικόπημα, μια συνωμοσία που στρεφόταν όχι τόσο εναντίον του Στάλιν προσωπικά όσο κατά του διοικητικού συστήματος και του Κόμματος, και που ο Στάλιν τσάκισε με την ετοιμότητά του, την τόλμη του και τη συνηθισμένη του δύναμη».
Το 1937, ο Αμπντουραχμάν Αφτορχάνοφ εργαζόταν σε μια υπηρεσία της Κεντρικής Επιτροπής του μπολσεβίκικου Κόμματος. Αστός εθνικιστής, λέει ότι είχε έρθει σε στενή επαφή με τους αρχηγούς της αντιπολίτευσης και με τους Καυκάσιους, μέλη της Κεντρικής Επιτροπής. Μετά τον πόλεμο, διέφυγε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο βιβλίο του Ο Στάλιν στην εξουσία, εκφράζει τη λύπη του που ο Τουχατσέφσκι δεν κατέλαβε την εξουσία το 1937. Βεβαιώνει ότι στις αρχές του 1937, μετά το ταξίδι του στην Αγγλία, ο Τ ουχατσέφσκι, μιλώντας μπροστά σε ανώτερους αξιωματικούς, είπε τα εξής:
«Εκείνο που χαρακτηρίζει το στρατό της Αυτού Μεγαλειότητας της Μεγάλης Βρετανίας, είναι ότι επικεφαλής του δε θα μπορούσε να βρίσκεται πράκτορας της Σκότλαντ Γιαρντ (υπαινιγμός για το ρόλο της κρατικής Ασφάλειας στην ΕΣΣΔ). Όσο για τους τσαγκάρηδες (υπαινιγμός για τον πατέρα του Στάλιν), δεν τους παίρνουν παρά μόνο στις αποθήκες τροφοδοσίας, και πάλι χωρίς κομματική ταυτότητα. Οι Άγγλοι δε μιλάνε πρόθυμα για τον πατριωτισμό τους, γιατί τους φαίνεται φυσικό να είναι αποκλειστικά Αγγλοι. Δεν υπάρχει, στην Αγγλία, ευθεία, καμπύλη ή “γενική” γραμμή, δεν υπάρχει παρά μία αγγλική πολιτική, που ένας λόρδος ή ένας εργάτης, ένας συντηρητικός ή ένας σοσιαλιστής, ένας αξιωματικός ή ένας στρατιώτης την υπηρετούν με τον ίδιο ζήλο. Βέβαια, ο Βρετανός στρατιώτης έχει παντελή άγνοια της ιστορίας του κόμματος και των δεικτών παραγωγής (υπαινιγμός για την ποιτική διαπαιδαγώγηση στον Κόκκινο Στρατό), όμως, γνωρίζει αντίθετα την τοπογραφία του κόσμου τόσο καλά όσο και το σπίτι όπου μένει. Εκεί κάτω, ο βασιλιάς, ξεχειλίζει από τιμές, αλλά δεν έχει προσωπική εξουσία. Για να σταδιοδρομίσει κανείς ως αξιωματικός, χρειάζεται δύο προσόντα: θάρρος και γνώση».
Ο Ρομπέρ Κουλόντρ ήταν πρεσβευτής της Γαλλίας στη Μόσχα το 1936-1938. Στα Απομνημονεύματά του, αναφέρεται στην τρομοκρατία της Γαλλικής Επανάστασης, που, το 1792, συνέτριψε τους αριστοκράτες και προετοίμασε το γαλλικό λαό για τον πόλεμο κατά των αντιδραστικών ευρωπαϊκών κρατών. Την εποχή εκείνη, οι εχθροί της Γαλλικής Επανάστασης, και κυρίως η Αγγλία και η Ρωσία, είχαν ερμηνεύσει την επαναστατική τρομοκρατία ως προμήνυμα της κατάρρευσης του καθεστώτος. Όμως, το αντίθετο ήταν αληθές. Το ίδιο, λέει ο Κουλόντρ, συμβαίνει σήμερα με τη σοβιετική επανάσταση.
«Λίγο μετά τη σύλληψη του Τουχατσέφσκι, ο υπουργός της Λιθουανίας, που είχε διασυνδέσεις με αρκετά ηγετικά στελέχη των μπολσεβίκων, μου είπε ότι ο στρατάρχης, εξοργισμένος από τα εμπόδια που όρθωνε το Κομμουνιστικό Κόμμα στην ανάπτυξη της στρατιωτικής δύναμης της Ρωσίας, κυρίως για την καλή οργάνωση του στρατού, είχε πράγματι τεθεί επικεφαλής ενός κινήματος που αποσκοπούσε στη διάλυση του Κόμματος και στην εγκαθίδρυση στρατιωτικής δικτατορίας. (...) Η αλληλογραφία μου θα μπορούσε να χρησιμεύσει σαν μαρτυρία πως απέδωσα στη “σοβιετική τρομοκρατία” το αληθινό της νόημα. Δεν έπαψα να γράφω ότι δεν πρέπει να βγει το συμπέρασμα πως το καθεστώς καταλύεται ή πως εξαντλούνται οι δυνάμεις της Ρωσίας. Πρόκειται αντίθετα για την αναπτυξιακή κρίση μιας χώρας που εξελίσσεται γοργά».
Ο Τσόρτσιλ γράφει στα Απομνημονεύματά του ότι ο Χίτλερ είχε υποσχεθεί στον Μπένες, τον πρόεδρο της Τσεχοσλοβακίας, ότι θα σεβαστεί την ακεραιότητα της χώρας του, με την προϋπόθεση ότι θα δεσμευόταν να παραμείνει ουδέτερος σε περίπτωση γαλλογερμανικού πολέμου.
«Το φθινόπωρο του 1936, ο πρόεδρος Μπένες πήρε ένα μήνυμα από υψηλή στρατιωτική προσωπικότητα της Γερμανίας που τον πληροφορούσε ότι, αν ήθελε να επωφεληθεί από τις προσφορές του Χίτλερ, έπρεπε να βιαστεί, γιατί σύντομα θα συνέβαιναν στη Ρωσία γεγονότα που θα επέτρεπαν στη Γερμανία να μη χρειάζεται τη βοήθεια των Τσέχων. Ενόσω ο Μπένες διερευνούσε το νόημα αυτού του ανησυχητικού υπαινιγμού, έμαθε ότι η γερμανική κυβέρνηση βρισκόταν σε επαφή με σημαντικές προσωπικότητες της Ρωσίας μέσω της σοβιετικής πρεσβείας στην Πράγα. Αυτό αποτελούσε μέρος της λεγάμενης στρατιωτικής συνωμοσίας και της σκευωρίας της παλιάς κομμουνιστικής φρουράς, που απέβλεπαν στην ανατροπή του Στάλιν και στην εγκαθίδρυση στη Ρωσία νέου καθεστώτος, η πολιτική του οποίου θα ήταν φιλογερμανική. Λίγο μετά, πραγματοποιήθηκε στη σοβιετική Ρωσία μια ανηλεής, αλλά αναμφίβολα χρήσιμη εκκαθάριση που εξυγίανε τους οικονομικούς και πολιτικούς κύκλους. (...) Ο ρωσικός στρατός εκκαθαρίστηκε από τα φιλογερμανικά στοιχεία του με οδυνηρές επιπτώσεις για την ικα-νόπμά του στη μάχη. Η σοβιετική κυβέρνηση ήταν πια έντονα προίδεασμένη κατά της Γερμανίας. Φυσικά, ο Χίτλερ διείδε πολύ καθαρά μέσα από τα γεγονότα, αλλά, απ’ ό,τι είμαι οε θέση να γνωρίζω, η βρετανική και η γαλλική κυβέρνηση δεν είχαν τόσο σαφή επίγνωση του τι συνέβαινε. Στον Μ. Τσάμπερλεν, στο βρετανικό και το γαλλικό Γενικό Επιτελείο, η εκκαθάριση του 1937 φάνηκε κυρίως σαν ένα επεισόδιο μιας αντιπαράθεσης που σπάραζε εσωτερικά το ρωσικό στρατό, και τους έδινε την εικόνα μιας Σοβιετικής Ένωσης που ήταν χωρισμένη στα δύο από τα μίση και τις ατελείωτες αντεκδικήσεις».
Ο τροτσκιστής Ντόιτσερ σπάνια χάνει ευκαιρία να κακολογήσει και να συκοφαντήσει τον Στάλιν. Ωστόσο, αυτός που βεβαιώνει ότι οι δίκες της Μόσχας δε στηρίζονται παρά σε μια «φανταστική συνωμοσία», αναγκάζεται να γράψει με αφορμή την εκτέλεση του Τουχατσέφσκι:
«Όλες οι μη σταλινικές εκδοχές συμφωνούν σε ένα σημείο: κάποιοι στρατηγοί σχέδιαζαν πραγματικά πραξικόπημα. Το έκαναν για προσωπικούς λόγους και με δική τους πρωτοβουλία, χωρίς να έχουν συνεννοηθεί με κάποια ξένη δύναμη. Το κύριο επεισόδιο αυτού του πραξικοπήματος θα ήταν μια εξέγερση σε επίπεδο κορυφής στο Κρεμλίνο, που θα κατέληγε στη δολοφονία του Στάλιν. Επίσης, προβλεπόταν μια καθοριστικής σημασίας στρατιωτική επιχείρηση έξω από το Κρεμλίνο, η αιφνιδιαστική κατάληψη του στρατηγείου της Γκε Πε Ου. Ο Τουχατσέφσκι ήταν η ψυχή της συνωμοσίας. (...) Εξάλλου, ήταν ο μόνος απ’ όλους τους στρατιωτικούς και πολιτικούς αρχηγούς της εποχής που, από πολλές απόψεις, έμοιαζε στον αυθεντικό Βοναπάρτη και θα μπορούσε να παίξει το ρόλο του Ρώσου Υπατου. Ο επικεφαλής πολιτικός επίτροπος του στρατού, Γκαμάρνικ, που αυτοκτόνησε αργότερα, μετείχε στη συνωμοσία. Ο στρατηγός Γιακίρ, διοικητής του Λένινγκραντ, θα εξασφάλιζε τη σύμπραξη της φρουράς του. Οι στρατηγοί Ουμπορέβιτς, διοικητής της Στρατιωτικής Ακαδημίας της Μόσχας, Πριμακόφ, βοηθός του Μπουντιόνι επικεφαλής του ιππικού, και μερικοί άλλοι, μετείχαν και αυτοί στη συνωμοσία».
Ο Ντόιτοερ, οαν συνεπής αντικομμουνιστής, ακόμα κι όταν παραδέχεται ότι υπήρξε πραγματικά συνωμοσία από τον Τουχατσέφσκι, σπεύδει να υπογραμμίσει τις «καλές προθέσεις» των συνωμοτών που ήθελαν «να σώσουν το στρατό και τη χώρα από την τρελή τρομοκρατία που προκάλεσαν οι εκκαθαρίσεις» και βεβαιώνει τους αναγνώστες του ότι ο Τουχατσέφσκι σε καμιά περίπτωση δεν ενεργούσε «προς όφελος της Γερμανίας»...
Ο ναζί Λεόν Ντεγκρέλ, σε ένα γραπτό του το 1977, αναφέρθηκε στην περίπτωση του Τουχατσέφσκι με τα εξής λόγια:
«Ποιος θα μπορούσε να σκεφτεί, μέσα στην Επανάσταση στη Γαλλία τον καιρό των εγκλημάτων της τρομοκρατίας, ότι θα πρόβαλλε, λίγο μετά, ένας Βοναπάρτης που θα ανόρθωνε, με τη σιδερένια πυγμή του, τη Γαλλία που είχε πέσει στο βάθος της αβύσσου; Μερικά χρόνια ακόμα και αυτός ο Βοναπάρτης θα έφτανε πολύ κοντά στο να δημιουργήσει την ενωμένη Ευρώπη! Ένας Ρώσος Βοναπάρτης μπορεί κι αυτός να προβάλει. Ο νεαρός στρατάρχης Τουχατσέφσκι, που θανατώθηκε από τον Στάλιν με προτροπή του Μπένες, διέθετε αυτό το ανάστημα το 1937».
Στις 8 Μάη του 1943, ο Γκέμπελς σημειώνει στην εφημερίδα του λίγα λόγια του Χίτλερ που δείχνουν ότι οι ναζί καταλάβαιναν απόλυτα το όφελος που μπορούσαν να αποκομίσουν από τις αντιπολιτευτικές και ηττοπαθείς τάσεις μέσα στον Κόκκινο Στρατό.
«Ο Φίρερ εξηγεί για άλλη μια φορά την περίπτωση Τουχατσέφσκι και εκφέρει τη γνώμη ότι πλανιόμασταν οικτρά την εποχή εκείνη, όταν πιστεύαμε ότι ο Στάλιν θα κατέστρεφε έτσι τον Κόκκινο Στρατό. Το αντίθετο είναι η αλήθεια: Ο Στάλιν απαλλάχτηκε από όλους τους αντιπολιτευτικούς κύκλους του Κόκκινου Στρατού και κατάφερε έτσι να μην υπάρχει πλέον ηττοπαθής τάση σ’ αυτό το στρατό. (...) Σε σχέση μ’ εμάς, ο Στάλιν έχει επιπλέον το πλεονέκτημα να μην έχει κοινωνική αντιπολίτευση, εφόσον ο μπολσεβικισμός την εξάλειψε κι αυτή στη διάρκεια των εκκαθαρίσεων των τελευταίων είκοσι πέντε χρόνων. (...) Ο μπολσεβικισμός εξάλειψε έγκαιρα τον κίνδυνο αυτό κι έτσι μπορεί να στρέψει όλη του τη δύναμη κατά του εχθρού του».
Αναφέρουμε επίσης τη γνώμη του Μόλοτοφ, του μόνου μέλους του Πολιτικού Γραφείου του 1953, μαζί με τον Καγκάνοβιτς, που δεν απαρνήθηκε ποτέ το επαναστατικό παρελθόν του. Σε συνεντεύξεις που του πήραν στη δεκαετία του '80, υπενθύμισε τις συνθήκες που έγινε η εκκαθάριση.
«Επικρατούσε εξαιρετική ένταση την περίοδο εκείνη. Ηταν ανάγκη να δράσουμε χωρίς τον παραμικρό οίκτο. Πιστεύω πως ήταν δικαιολογημένο. Αν οι Τουχατσέφσκι, Γιακίρ, Ρίκοφ και Ζινόβιεφ είχαν κάνει κίνημα σε καιρό πολέμου, θα διεξαγόταν ένας εξαιρετικά σκληρός αγώνας, ο αριθμός των θυμάτων θα ήταν κολοσσιαίος. Κολοσσιαίος. Και οι δύο πλευρές θα είχαν καταδικαστεί σε όλεθρο. Είχαν διασυνδέσεις που έφταναν ως τον Χίτλερ. Τόσο μακριά. Ο Τρότσκι είχε παρόμοιες διασυνδέσεις, δε χωράει αμφιβολία. Ο Χίτλερ ήταν ένας τυχοδιώκτης και ο Τρότσκι επίσης, είχαν κοινά χαρακτηριστικά. Και οι δεξιοί, Μπουχάριν και Ρίκοφ, συνδέονταν μ’ αυτούς. Και, φυσικά, πολλοί στρατιωτικοί διοικητές».
Η μιλιταριστική και βοναπαρτιστική τάση
Σε μια μελέτη που χρηματοδοτήθηκε από τον αμερικανικό στρατό και εκπονήθηκε στα πλαίσια της Rand Corporation, ο Ρόμαν Κόλκοβιτς ανέλυσε από την πολιτική σκοπιά που επικρατούσε στις στρατιωτικές υπηρεσίες πληροφοριών, τις σχέσεις ανάμεσα στο Κόμμα και στο στρατό στη Σοβιετική Ένωση. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι υποστηρίζει όλες τις τάσεις προς τον επαγγελματισμό, την απολιτική στάση, το μιλιταρισμό και τα προνόμια που αναπτύχθηκαν ήδη από τη δεκαετία του ’20 μέσα στον Κόκκινο Στρατό. Και, φυσικά, ο Κόλκοβιτς τα βάζει με τον Στάλιν που κατέστειλε τις αστικές και μιλιταριστικές αυτές τάσεις.
Αφού περιγράφει πώς καθόρισε ο Στάλιν στη διάρκεια της δεκαετίας του ’20 το καθεστώς του στρατού στη σοσιαλιστική κοινωνία, ο Κόλκοβιτς γράφει:
«Ο Κόκκινος Στρατός αναδείχτηκε μέσα από αυτή τη διαδικασία βοηθός της κομματικής ελίτ στην εξουσία. Αρνούνταν στους αξιωματικούς την πλήρη εξουσία που ήταν αναγκαία για την άσκηση του στρατιωτικού επαγγέλματος. Τους διατηρούσαν σε μια κατάσταση μόνιμης αβεβαιότητας σε ό,τι αφορά στη σταδιοδρομία τους. Και η στρατιωτική κοινότητα, που τείνει προς την αποκλειστικότητα, διατηρούνταν με τη βία ανοιχτή, χάρη σε ένα επεξεργασμένο σύστημα ελέγχου και κατήχησης».
Έπειτα, «ο Στάλιν ξεκίνησε ένα τεράστιο πρόγραμμα για να εξασφαλίσει στο σοβιετικό στρατό σύγχρονα όπλα, εξαρτύσεις και εκστρατευτικά μέσα, αλλά τον απασχολούσε ακόμα η τάση των στρατιωτικών προς τον ελιτισμό και την αποκλειστικότητα, μια προδιάθεση που οξύνθηκε με την επαγγελματική τους αναγέννηση. Η δυσπιστία αυτή έγινε τόσο κυρίαρχη, ώστε τη στιγμή που ένας επικείμενος κίνδυνος πολέμου παρουσιάστηκε στην Ευρώπη, ο Στάλιν χτύπησε τους στρατιωτικούς στη διάρκεια των μαζικών εκκαθαρίσεων του 1937. (...) Εγκλωβισμένη απ’ όλες τις πλευρές από τη μυστική αστυνομία, τα πολιτικά όργανα και τις οργανώσεις του Κόμματος και της Κομσομόλ, η ελευθερία δράσης των στρατιωτικών ήταν αυστηρά περιορισμένη».
Να λοιπόν που μάθαμε τι «απεχθάνεται» περισσότερο ο αμερικανικός στρατός στον Κόκκινο Στρατό: την πολιτική διαπαιδαγώγηση («κατήχηση») και τον πολιτικό έλεγχο (από τα πολιτικά όργανα, από το Κόμμα και την Κομσομόλ, από την Ασφάλεια). Αντίθετα, ο αμερικανικός στρατός βλέπει με πάρα πολύ καλό μάτι τις τάσεις για αυτονομία και προνόμια των ανώτερων αξιωματικών («τον ελιτισμό») και το μιλιταρισμό («την αποκλειστικότητα»).
Οι εκκαθαρίσεις αναλύονται από τον Κόλκοβιτς σαν ένα στάδιο στην πάλη του Κόμματος, που διεύθυνε ο Στάλιν κατά των τάσεων «επαγγελματισμού» και βοναπαρτισμού στους κύκλους των ανώτερων αξιωματικών. Οι αστικές αυτές τάσεις δεν μπόρεσαν να επιβληθούν παρά μόνο μετά το θάνατο του Στάλιν.
«Με το θάνατο του Στάλιν και τη διάσπαση που επακολούθησε στους κόλπους της κομματικής ηγεσίας, οι μηχανισμοί ελέγχου αποδυναμώθηκαν και τα ιδιαίτερα συμφέροντα και αξίες των στρατιωτικών εκφράστηκαν ανοιχτά. Στο πρόσωπο του στρατάρχη Ζούκοφ, μεγάλοι τομείς του στρατού αναγνώρισαν τον εκπρόσωπό τους. Ο Ζούκοφ κατόρθωσε να απαλλάξει τη στρατιωτική ελίτ από τον ενοχλητικό έλεγχο των πολιτικών οργάνων. Επέβαλε αυστηρή πειθαρχία και τη διάκριση των στρατιωτικών βαθμών και ζήτησε την αποκατάσταση των στρατιωτικών διοικητών που είχαν υποστεί τις συνέπειες των εκκαθαρίσεων και την τιμωρία εκείνων που τους είχαν ταλαιπωρήσει».
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι ο Ζούκοφ ήταν το οπλισμένο χέρι του Χρουστσιόφ στη διάρκεια των δύο πραξικοπημάτων του το 1953 (υπόθεση Μπέρια) και το 1957 (υπόθεση Μόλοτοφ-Μάλενκοφ-Καγκάνοβιτς).
Ο Βλάσοφ
Μήπως όμως είναι παράλογο να υποθέτει κανείς ότι οι στρατηγοί του Κόκκινου Στρατού θα μπορούσαν να εξετάζουν το ενδεχόμενο να συνεργαστούν με τον Χίτλερ; Αν δεν ήταν καλοί κομμουνιστές, δεν ήταν τουλάχιστον εθνικιστές οι στρατιωτικοί αυτοί;
Στην ερώτηση αυτή, ας απαντήσουμε πρώτα απ’ όλα με μια αντερώτηση. Γιατί αυτή η υπόθεση θα ήταν πιο παράλογη στην περίπτωση της Σοβιετικής Ενωσης απ’ ό,τι στην περίπτωση της Γαλλίας, για παράδειγμα; Ο στρατάρχης Πετέν, ο θριαμβευτής του Βερντέν, δεν ήταν το σύμβολο του γαλλικού σοβινιστικού πατριωτισμού; Ο στρατηγός Βεγκάν και ο ναύαρχος Νταρλάν, δεν ήταν φανατικοί υπερασπιστές της γαλλικής αποικιοκρατικής πολιτικής; Ωστόσο, έγιναν τα πρόσωπα-κλειδιά της γαλλικής συνεργασίας. Η ανατροπή του καπιταλισμού στη Σοβιετική Ενωση και η καταπίεση της αστικής τάξης, μήπως δεν αποτελούσαν για όλους τους νοσταλγούς της ελεύθερης επιχείρησης επιπλέον κίνητρα για συνεργασία με το γερμανικό «δυναμικό καπιταλισμό»;
Και μήπως ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος δεν έδειξε ότι αυτή η τάση που αντιπροσώπευε ο Πετέν στη Γαλλία υπήρχε στον ίδιο ακριβώς βαθμό σε ορισμένους σοβιετικούς αξιωματικούς;
Στα τέλη του 1941, ο στρατηγός Βλάσοφ παίζει σημαντικό ρόλο στην υπεράσπιση της Μόσχας. Μετά τη σύλληψή του από τους Γερμανούς, το 1942, περνάει με το μέρος τους. Όμως, μόλις στις 16 Σεπτέμβρη του 1944, έπειτα από μια συνάντηση με τον Χίμλερ, παίρνει την επίσημη έγκριση να ιδρύσει το ρωσικό απελευθερωτικό στρατό του, την πρώτη μεραρχία του οποίου είχε συγκροτήσει ήδη από το 1943. Κι άλλοι αιχμάλωτοι αξιωματικοί υπηρέτησαν τους ναζί. Ακολουθούν μερικά ονόματα:
Ο επιτελάρχης Τρούχιν, αρχηγός του επιχειρησιακού τμήματος του επιτελείου της περιοχής της Βαλτικής, καθηγητής στην Ακαδημία του Γενικού Επιτελείου. Ο επιτελάρχης Μαλίσκιν, αρχηγός του επιτελείου του 19ου Σώματος Στρατού. Ο επιτελάρχης Ζάκουτνι, καθηγητής στην Ακαδημία του Γ ενικού Επιτελείου. Οι επιτελάρχες Μπλαγκοβεστσένσκι, διοικητής ταξιαρχίας, Σαποβάλοφ, διοικητής συντάγματος ακροβολιστών, και Μέαντροφ.
Ο επίτροπος ταξιαρχίας Ζίλενκοφ, μέλος του στρατιωτικού συμβουλίου του 32ου Σώματος Στρατού.
Οι συνταγματάρχες Μάλτσεφ, Ζβέρεφ, Νεριάνιν και Μπουνια-τσένκο, διοικητής ο τελευταίος της 389ης θωρακισμένης μεραρχίας.
Ποιο ήταν το πολιτικό προφίλ των ανθρώπων αυτών; Ο πρώην Βρετανός μυστικός πράκτορας και ιστορικός σε θέματα πληροφοριών Κούκριτζ γράφει: «Το περιβάλλον του Βλάσοφ παρουσίαζε ένα περίεργο μείγμα. Ο πιο ευφυής από τους αξιωματικούς του ήταν ο συνταγματάρχης Μίλετι Ζίκοφ, ένας Εβραίος. (...) Είχε πάρει μέρος στο κίνημα της “δεξιάς παρέκκλισης” του Μπουχάριν και το 1936 είχε σταλεί στη Σιβηρία από τον Στάλιν για τετραετή εξαγνισμό. Ο στρατηγός Μαλίσκιν, πρώην αρχηγός του επιτελείου της Ανατολής, ήταν επίσης ένας από αυτούς που επέζησαν από τις δίκες του Στάλιν. Είχε φυλακιστεί τότε που εκδικαζόταν η υπόθεση Τουχατσέφσκι. Ο στρατηγός Ζίλενκοφ ήταν ένας πρώην πολιτικός επίτροπος του στρατού. Όπως πολλοί άλλοι αξιωματικοί που είχαν στρατολογηθεί από τον Γκέλεν, είχαν “αποκατασταθεί” στις αρχές του πολέμου, το 1941,».
Μαθαίνουμε λοιπόν ότι αρκετοί ανώτεροι αξιωματικοί, που καταδικάστηκαν και εκτοπίστηκαν στη Σιβηρία το 1937 και αποκαταστάθηκαν έπειτα στις αρχές του πολέμου, πέρασαν στην πλευρά του Χίτλερ! Προφανώς, οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη διάρκεια της μεγάλης εκκαθάρισης ήταν συχνά πέρα για πέρα αιτιολογημένες.
Για να δικαιολογήσει το γεγονός ότι πέρασε στην πλευρά των ναζί, ο Βλάσοφ δημοσίευσε μια ανοιχτή επιστολή:
«Γιατί εντάχθηκα στον αγώνα κατά του μπολσεβικισμού;»
Αυτά που διαβάζει κανείς σ’ αυτό το γράμμα είναι άκρως διαφωτιστικά.
Κατ’ αρχήν, η κριτική του για το σοβιετικό καθεστώς μοιάζει σαν δύο σταγόνες νερό, μ’ εκείνη που διαδόθηκε τόσο από τον Τρότσκι όσο και από τους δεξιούς ιδεολόγους της Δύσης.
«Έβλεπα ότι ο Ρώσος εργάτης είχε μια ανυπόφορη ζωή, ότι ο αγρότης είχε ενταχθεί με το ζόρι στα κολχόζ, ότι εκατομμύρια Ρώσων εξαφανίζονταν, συλλαμβάνονταν χωρίς πολλές πολλές διατυπώσεις».
Έπειτα, ο Βλάσοφ παρουσιάζει τη δική του ανάλυση για την κατάσταση στον Κόκκινο Στρατό:
«Ο θεσμός των επιτρόπων αποδιοργάνωνε τον Κόκκινο Στρατό. Η απουσία υπευθυνότητας, η επιτήρηση, η σπιουνιά καθιστούσαν το διοικητή παιχνίδι στα χέρια των ανώτερων στελεχών του Κόμματος είτε ήταν ένστολοι είτε με πολιτικά. (...) Χιλιάδες χιλιάδων από τους καλύτερους διοικητές, ακόμα και στρατάρχες, συνελήφθησαν και τουφεκίστηκαν».
Θα συγκρατήσουμε από τα λεγάμενα αυτά ότι ο Βλάσοφ ήταν θιασώτης ενός επαγγελματικού στρατού, που θα διαφύλασσε με ζήλο τη στρατιωτική αυτονομία του και θα ήταν απαλλαγμένος από τον κομματικό έλεγχο, όπως ακριβώς τον ήθελε η μελέτη του αμερικανικού στρατού που αναφέραμε πιο πάνω.
Ο Βλάσοφ εξηγεί επίσης πώς η ηττοπάθειά του τον ώθησε να πάει με το μέρος των ναζί. Θα δούμε παρακάτω ότι ο Τρότσκι και οι τροτσκιστές προπαγάνδιζαν με λύσσα την ηττοπάθεια.
«Έβλεπα ότι ο πόλεμος χανόταν για δύο λόγους: εξαιτίας της άρνησης του ρωσικού λαού να υπερασπίσει την μπολσεβίκικη εξουσία και το σύστημα βίας που είχε δημιουργηθεί, και εξαιτίας της ανεύθυνης διοίκησης του στρατού.» Τέλος, στην «αντικαπιταλιστι-κή» γλώσσα που τόσο αγαπούν οι ναζί, ο Βλάσοφ εξηγεί... ότι η Νέα Ρωσία πρέπει να ενταχθεί στη γερμανική Ευρώπη.
«(Πρέπει) να οικοδομηθεί μια νέα Ρωσία, χωρίς μπολσεβίκους και καπιταλιστές. (...) Τα συμφέροντα του ρωσικού λαού εναρμονίζονταν πάντοτε με τα συμφέροντα του γερμανικού λαού, με τα συμφέροντα όλων των λαών της Ευρώπης. Ο μπολσεβικισμός απομόνωσε το ρωσικό λαό από την Ευρώπη με ένα αδιαπέραστο τείχος».
ΣΥΝΈΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου