Ανεπιτυχής ενέργεια κατά τραίνου Κυπαρισσίας - Πύργου
Η διοίκηση αποφάσισε να χτυπήσει ενεδρικά το τραίνο από Κυπαρισσία - Πύργο. Σαν κατάλληλη θέση κρίθηκε μια ντρετζέρα κοντά στο σταθμό Μπούζι Ολυμπίας. Θα το χτυπούσε η διμοιρία του Αμιστού Βασιλοπούλου από το χωρίο Χελιδόνι Ολυμπίας. Ακολουθούσε τη διμοιρία και ο Ντίνος Κλαρίνης από το χωριό Μερόπη της Μεσσηνίας. Είχε εκπαιδευτεί σαμποτέρ στον ΕΛΑΣ. Όταν λέμε είχε εκπαιδευτεί, είχε πάρει δυό -τρία μαθήματα.
Ζήτησα από το Σαρήγιαννη να πάω και γω. Με δισταγμούς με άφησε. Ξεκινήσαμε από το χωριό Μάτεσι απόγευμα και βαδίζαμε όλη τη νύχτα. Τα κατάφερα καλά. Είχα μια μαγκούρα που με βοήθησε πολύ. Πρόβλημα ήταν ο ιδρώτας που μούσκευε το βαμβάκι που είχα στο μάτι μου και μετά με έτσουζε φοβερά. Τελικά έβγαλα το μόνιμο σχεδόν βαμβάκι. Κουράστηκα όμως πολύ. Μετά τον τραυματισμό μου είχα χάσει την προσοχή. Δηλαδή τα πράγματα τα έβλεπα λίγο πιο δεξιά από ότι ήτανε. Έτσι σκόνταφτα που και που. Αυτό αργότερα με το πέρασμα του χρόνου σιγά - σιγά περιορίστηκε.
Την άλλη μέρα καθήσαμε σε αφάνεια κάτω από το χωριό Ζούρτσα Ολυμπίας. Η μέρα πέρασε ήσυχα. Το βραδάκι είχαμε πληροφορίες. Υπήρχε παντού ησυχία. Μόλις νύχτωσε ξεκινήσαμε και φθάσαμε στη θέση που έπρεπε. Όταν κόντευε να φωτίσει κατέβηκε στη γραμμή ο Κλαρίνης και τοποθέτησε τη νάρκη. Έκαμε όμως ένα σοβαρό λάθος. Η νάρκη θα πυροδοτούνταν με τράβηγμα της ασφαλιστικής περόνης, που την είχε δέσει με μια κλωστή. Η θέση όμως του Κλαρίνη που θα τραβούσε την κλωστή ήταν κάθετη προς τη διεύθυνση της ασφαλιστικής περόνης. Θα έπρεπε να μπήξει έναν πάσαλο στον όχτο να περνά από εκεί το σκοινί, έτσι η περόνη θα έβγαινε. Εκεί όπως ήταν τώρα δεν ήταν δυνατό να βγει, γιατί το τράβηγμα γίνονταν προς τα πάνω ενώ θα έπρεπε να γίνεται σε ευθεία προς τη θέσή της περόνης.
Πιάσαμε θέσεις και περιμέναμε. Οι δύο ομάδες έπιασαν ανατολικά στο χείλος της ντρετσέρας και η μια ομάδα δυτικά. Εγώ πήγα με τη μια ομάδα δυτικά για να την ενισχύσω με το αυτόματό μου. Έτσι απ’ αυτή τη μεριά θα υπήρχαν δύο αυτόματα κι ένα οπλοπολυβόλο κι από την άλλη τρία αυτόματα και δύο οπλοπολυβόλα.
Έφθασε το τραίνο, τράβηξε το σκοινί ο Κλαρίνης μέχρι που κόπηκε αλλά η ασφαλιστική περόνη δεν τραβήχτηκε κι έτσι η νάρκη δεν έσκασε και το τραίνο πέρασε ανενόχλητο. Η εντολή σ’ όλους ήταν να σκάσει η νάρκη και μετά να χτυπήσουμε. Αποτυχία αδικαιολόγητη. Ο Κλαρίνης τραβούσε τα μαλλιά του. Μετά κατάλαβε ότι ήταν λάθος τοποθετημένο το σχοινί.
Μετά από αυτό πήγαμε στο σταθμό Μπούζι. Καταστρέψαμε το τηλέφωνο και γυρίσαμε στη Ζούρτσα. Την άλλη μέρα ξαναγυρίσαμε στου Μάτεσι. Τώρα πια ξεκόλλησα από την καρέκλα. Ζωήρεψα αφού έκανα τόση νυχτερινή πορεία. Ο Σαρήγιαννης συμφώνησε να πάω στα μάχιμα τμήματα αφού δέ θέλω να μείνω στο επιτελείο της διοίκησης, σαν αξιωματικός πληροφοριών. Μέχρι που να φύγω έπρεπε να ολοκληρώσω τη δουλειά μου προς την Άνω Μεσσηνία.
Έφυγα για το χωριό Άνω Καρυές. Δυστυχώς δεν έκανα πολλά πράγματα. Άνοιξε μια καλή δουλειά αλλά χάλασε στην πορεία. Ήταν μεγάλο ψάρι. Αρχηγός συμμορίας χιτών εξεδήλωσε διάθεση να παραδοθεί ή μάλλον να προσχωρήσει κάτι τέτοιο. Τη δουλειά την ανέλαβε ο Ανδρέας Γιαλαμάς από το χωριό Γαράτζα. Καλός αγωνιστής και στέλεχος του κόμματος. Στην κατοχή ήταν γραμματέας της κομματικής οργάνωσης του χωριού Μελιγαλά. Τον έπιασαν οι ταγματασφαλίτες και τον παρέδοσαν στους Γερμανούς. Δραπέτευσε από τις φυλακές της Τρίπολης όταν τους έβγαλαν για αγγαρεία. Τραυματίστηκε στο πόδι και τον έπιασαν το 1949 απ’ έξω από το χωριό του οι χίτες και τον σκότωσε ο χιτοσυμμορίτης Τσέκερης, ένας εγκληματίας που υπεράσπιζε την ένομο τάξη.
Γιώργης Παπαϊωάννου δικηγόρος απ ’ τη Μεγαλόπολη. Στέλεχος του ΚΚΕ. Αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης. Γραμματέας ΕΑΜ Αρκαδίας. Υπεύθυνος του εκδοτικού μηχανισμού Αρχηγείου Μαίναλου του Δ.Σ.Ε. Καταδικάστηκε σε θάνατο απ' το στρατοδικείο της Τρίπολης και εκτελέστηκε την άνοιξη του 1949.
Γωγώ Μαντά - Παπαϊωάννου. Δασκάλα από την Τρίπολη. Στέλεχος του ΚΚΕ. Αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης. Διευθύντρια του Λαϊκού Διδασκαλείου το 1948 στο χωριό Κοντοβάζαινα Γορτυνίας. Καταδικάστηκε σε θάνατο απ' το στρατοδικείο της Τρίπολης κι εκτελέστηκε την άνοιξη του 1949.
Ο Αντρέας δεν πήρε πρωτοβουλία να υποσχεθεί στο Μήτσο τον Τσέκερη ή Κωνσταντόπουλο από το χωριό Χειράδες, αμνήστευση και συνεργασία.
Τότε ο Μήτσος Τσέκερης αρχηγός συμμορίας περνούσε δύσκολη περίοδο. Οι σχέσεις του με το κράτος ή και με άλλους συμμορίτες περνούσαν κρίση. Ίσως φοβόταν και γι’ αυτό αποφάσισε να ανοίξει ένα παραπόρτι. Από την εκτίμηση όλης της συμπεριφοράς του καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι, δεν ήθελε να έρθει μαζί μας αλλά μάλλον ν’ ανοίξει συνεργασία για πληροφορίες και για εφόδια. Τέλος πάντων ο ίδιος ο Τσέκερης ζήτησε το Γιαλαμά γιατί είχε σχέσεις φιλικές με τον πατέρα του Αντρέα. Ειδοποίησα τον Αντρέα και ανέλαβε τη δουλειά. Δυστυχώς αργήσαμε και το πουλάκι πέταξε. Αν ο Αντρέας έπαιρνε πρωτοβουλία ίσως θα είχαμε τη μεγαλύτερη επιτυχία στο Μωριά.
Στις Καρυές κάθισα δέκα μέρες. Εκεί ήρθε και ο Γιώργης Παπαϊωάννου, δικηγόρος από τη Μεγαλόπολη. Είμασταν πολύ φίλοι από την κατοχή. Ήταν από τα παλιά στελέχη του κόμματος. Έξυπνος άνθρωπος και ικανός. Τώρα όμως επειδή άργησε να βγει στο βουνό, ήταν παράνομος μέσα στην πόλη της Τρίπολης και επειδή θεωρήθηκε υπεύθυνος για την απώλεια κάποιου τυπογραφείου, είχε κατά ένα τρόπο τιμωρηθεί και είχε τοποθετηθεί υπεύθυνος του τμήματος της διαφώτισης του Αρχηγείου.
Κάθε μέρα συζητούσαμε με το Γιώργη. Μου έκαμε εντύπωση η άποψή του ότι το πρόβλημα της χώρας μας μπορεί μόνο να λυθεί με συμβιβασμό και με επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων. Εγώ είχα την άποψη ότι μόνο με τον πόλεμο θα λευτερώσουμε την Ελλάδα και δεν ήθελα να ακούσω για συμβιβασμό. Πίστευα ότι θα νικήσουμε. Καθόλου δεν λογάριαζα το ρόλο της Αμερικής. Πίστευα ότι τελικά το κράτος και ο στρατός των δοσιλόγων θα διαλυθεί κάτω από τα χτυπήματά μας. Μου είχε θολώσει το μυαλό η ανάπτυξη του αντάρτικου. Είχαμε ξεκινήσει είκοσι άνθρωποι και τώρα είμαστε χίλιοι. Πίστευα ότι σ’ ένα χρόνο θάμαστε χιλιάδες. Είχα αυταπάτες.
Η συζήτηση με το Γιώργη μου έδιωξε κάπως τον ενθουσιασμό. Τα επιχειρήματά του ήταν λογικά και πειστικά. Ο Γιώργης έβλεπε ή συμβιβασμό ή καταστροφή δική μας. Εκεί το πήγαινε. Δεν έλεγε βέβαια ανοιχτά ότι θα νικηθούμε αλλά σα μοναδική λύση έβλεπε τον συμβιβασμό. Πέρα από εκεί έβλεπε χάος, καταστροφές. Είχα πολύ καιρό να συζητήσω για την πολιτική κατάσταση. Ο πόλεμος δεν άφηνε περιθώρια για συζητήσεις παρά μόνο για λίγο ύπνο. Κέρδισα πολλά από αυτή τη συζήτηση, που κράτησε δέκα μέρες περίπου.
Δεύτερη επιχείρηση στην πόλη Ζαχάρω Ολυμπίας -Ιούλης 1948
Πήρα εντολή να κατέβω στο χωριό Μάτεσι. Όταν έφθασα εκεί με περίμενε σύνδεσμος που μου έδωσε έναν φάκελλο από τον διοικητή. Άνοιξα το φάκελλο. Έπρεπε να φύγω για την Ανδρίτσαινα. Εκεί είχε φθάσει μια διμοιρία με διμοιρίτη τον Κώστα Γιακουμή. Μου έδειξε τη διαταγή που είχε. Είχα και γω μια τέτοια. Η διαταγή έλεγε να συγκεντρώσω τους καπαπίτες, επιμελητές, το τμήμα πολιτοφυλακής Ανδρίτσαινας, τη διμοιρία του Γιακουμή και να συγκροτήσω μια δύναμη που θα είχε αποστολή να επιτηρεί όλους τους δρόμους που οδηγούν από την Ορεινή Ολυμπία —περιοχή Ανδρίτσαινας — προς την πόλη της Ζαχάρως. Εάν κινηθεί ο εχθρός να τον εμποδίσω να περάσει με κάθε θυσία. Τελικά συγκέντρωσα πενήντα αντάρτες με τρία οπλοπολυβόλα.
Την άλλη μέρα πήρα την πληροφορία ότι μια διλοχία στρατού βρίσκεται στο χωριό Άνω Καρυές. Πήρα το τμήμα και έπιασα τα υψώματα πάνω από την Ανδρίτσαινα. Επιτηρούσα το δρόμο από Καρύταινα - Μάτεσι και από Άνω Καρυές -Ανδρίτσαινα. Το μέρος ήταν δυνατό και θα μπορούσα να κρατήσω αρκετά καλά. Δύο τάγματα δικά μας, κάπου 350 αντάρτες χτύπησαν τη βάση της Ζαχάρως. Κατέλαβαν όλη την πόλη αλλά έμειναν τρεις εχθρικές βάσεις στο νεκροταφείο, καφενείο Μουσαμά και αστυνομία. Δεν είχαμε εκρηκτικές ύλες ούτε αντιαρματικά γι’ αυτό κράτησαν. Τότε δεν είχαμε πάρει τα πατζερ, τα μικρά εκείνα μπαζούκας που με δύο - τρία θα τέλειωνε η υπόθεση. Η διοίκηση δεν επέμενε γιατί θα χύνονταν πολύ αίμα και θα ήταν λίγο το κέρδος. Εγώ δεν αντιμετώπισα τίποτα.
Η διλοχία μόλις κινήθηκε από Άνω Καρυές για Νέδα - Ανδρίτσαινα κάπου σκάλωσε. Αργά το μεσημέρι έκαναν πως κινούνται. Μερικές ντουφεκιές κι αυτό ήταν όλο. Έγινε φανερό ότι γύρευαν πρόσχημα να μην προχωρήσουν. Με τις ντουφεκιές άλλαξε πορεία. Από Νέδα - Αμπελιώνα - Δέλγα κάτω Κοπάνιτσα. Νύχτωσε. Γύρισε πίσω. Από Καρύταινα - Δραγουμάνου - Μάτεσι δεν έγινε καμιά κίνηση όλη τη μέρα.
Όταν νύχτωσε άλλαξα θέσεις. Δεν μπορούσα πια να βλέπω και τους δύο δρόμους. Τη μέρα έβλεπα από μακρυά. Τη νύχτα ήταν αδύνατο. Καταλάβαινα ότι η επιχείρηση είχε τελειώσει αλλά έπρεπε να καθίσω εκεί για να σιγουρευτεί η αποχώρηση των τμημάτων. Η αποχώρηση θα γίνονταν προς την Ηραία - Ράχες -Χώρες. Έπιασα το δρόμο Ανδρίτσαινας - Ζαχάρως, στο μύλο. Εκεί περίμενα διαταγή.
Τα χαράματα ήρθε ο σύνδεσμος. Ευτυχώς που μας βρήκε αμέσως. Είχα αφήσει το Γιώργη Καούκη
στο μύλο. Η διαταγή έλεγε να κινηθώ και γω προς την Ηραία, αν δεν υπάρχει καμιά εχθρική κίνηση. Αν υπάρχει να μείνω όλη μέρα εκεί και να τους απασχολώ.
Δεν υπήρχε λόγος να μείνω. Κίνησα για να περάσω τον Αλφειό και να βγω απέναντι στα χωριά Λώτι - Πυρί. Πήρα μόνο τη διμοιρία του Γιακουμή. Οι άλλοι πήγαν στα πόστα τους. Η διμοιρία ήταν φρέσκια και είχε πολλές ελλείψεις, σε ρουχισμό και υπόδηση. Είπα στον Κώστα, γιατί δεν έκαμε κάτι για να διορθωθεί η κατάσταση. Μου είπε ότι δεν πήρε ακόμη μέρος σε επιχείρηση για να ντυθεί και να ποδεθεί η διμοιρία του. Ο εφοδιασμός μας ήταν ο εχθρός. Του είπα ότι μέχρι που να πάρεις μέρος θάχουν μείνει ξεβράκωτοι όλοι. Σκέφτηκα να μην περάσω αμέσως τον Αλφειό αλλά να ανεβώ πρώτα στο χωριό Ζάχα. Εκεί θα τρώγαμε και θα έπαιρνα παπούτσια και ρούχα για τους γδυτούς και τους ξυπόλυτους.
Πήγαμε εκεί μόλις φώτιζε. Ζήτησα τον Μπάρμπα Νιόνιο Ματράγκα. Ήταν άνθρωπός μας εκεί. Ο Μπάρμπα Νιόνιος ήταν λεβέντης άνθρωπος και πολύ δραστήριος. Τότε ήταν εβδομηντάρης περίπου αλλά, έβαζε δέκα κάτω. Πιστός και αφοσιωμένος αγωνιστής και έξυπνος στη δουλειά του, οι γερμανοί είχαν κρεμάσει το γιό του στον Ασπρόπυργο τον καιρό της Αντίστασης. Τον βρήκα μετά την καταστροφή μας στις φυλακές Αβέρωφ. Ήταν όπως τότε κεφάτος και όλο γλέντι. Βγήκε από τη φυλακή και πέθανε μετά από δύο - τρία χρόνια νομίζω. Ο Μπάρμπα Νιόνιος ήταν από το ίδιο υλικό που ήταν και ο Μπάρμπα Γιάννης Γεωργανάς από το χωριό Χειράδες. Εκατό τέτοιοι αγωνιστές έφτιαναν μια μεραρχία.
Όταν με είδε στη φυλακή ο Μπάρμπα Νιόνιος με φίλησε κι έκλαψε. Νόμιζε πως είχα σκοτωθεί. Μέρες πολλές καθίσαμε και είπαμε τα δικά μας βάσανα και καημούς. Εμείς χάσαμε το παν και για πάντα. Μας είχε μείνει μόνο η πίκρα και γιατί κανείς δεν μας βοήθησε και γιατί δεν είχαμε άξια ηγεσία. Τώρα στις πλαγιές ασπρίζουν τα κόκαλα των σκοτωμένων συντρόφων μας και οι ζωντανοί σαπίζουν στις φυλακές και τις εξορίες και σκορπίσαμε σαν του λαγού τα παιδιά, από τα ξερονήσια του Αιγαίου μέχρι την Τασκένδη κι ακόμη πιο μακρυά.
Μετά τον πόλεμο στην Ευρώπη είμασταν το μόνο κόμμα που αναγκαστήκαμε να αμυνθούμε με τα όπλα ενάντια στους παντοδύναμους και αφηνιασμένους ιμπεριαλιστές. Μετά από τρία χρόνια νικηθήκαμε γιατί δεν μπορούσαν να μας βοηθήσουν οι δικοί μας. Έπρεπε να κλείσουν τις δικές τους πληγές. Κι εμείς σταθήκαμε όρθιοι μπροστά απ’ αυτούς. Έτσι κερδίσανε τρία χρόνια οι δικοί μας και κρέμασαν κι αυτοί στην καδένα του ρολογιού τους τη δίκιά τους ατομική βόμβα. Το πουλάκι βγήκε από το αυγό και έκανε φτερά και πέταξε. Οι ιμπεριαλιστές όλης της γης έφαγαν εμάς αλλά έχασαν την πρώτη μεταπολεμική μεγάλη μάχη. Αργότερα στο Βιετνάμ θα έχαναν όλες τις μάχες. Δύο μικροί και άοπλοι λαοί τους ξεμασκάρεψαν. Τώρα οι Σοβιετικοί θα τους μάθαιναν, όπως έμαθαν και τους χιτλερικούς, να κάθονται φρόνιμα στ’ αυγά τους και στα σπίτια τους.
Ο Μπάρμπα Νιόνιος δεν είχε καμιά αμφιβολία για το τέλος. Εμείς χάσαμε, οι μετά από μας θα κερδίσουν. Και η θεία Νιόνιενα ήταν ζόρικη, ήταν αδιάλλακτη. Έστειλα συνεργεία στα σπίτια αυτών, που είχαν γιους στα σώματα ασφαλείας. Εκεί βρήκαν αρβύλες και στρατιωτικά ρούχα. Ντύθηκε όλη η διμοιρία και ποδέθηκαν οι ξυπόλητοι. Ήρθαν οι χωρικοί και μου έκαναν παράπονα, γιατί τους πήρανε τα ρούχα και τα παπούτσια. Τους απάντησα ότι μας έκανε η ανάγκη. Εμείς δεν έχουμε αμερικάνους να μας στέλνουν, ούτε το κράτος δικό μας να μας δίνει. Αυτοί έδωσαν στη Γερμανοφρειδερίκη τα παιδιά τους, ας δώσουν και σε μας ένα ζευγάρι αρβύλες κι ένα παντελόνι απ’ αυτά που τους έστειλαν τα παιδιά τους, από τη δούλεψή τους.
Όταν φθάσαμε στο ποτάμι είδαμε και τους δικούς μας που έρχονταν από τη μάχη της Ζαχάρως. Έγινε αναγνώριση και ανταμώσαμε στο ποτάμι. Ο καιρός ήταν υγρός και κρύος. Το ποτάμι είχε νερό. Έπρεπε να περάσουμε βουτώντας μέχρι τη μέση σχεδόν. Οι άντρες θα πέρναγαν με τα βρακιά. Οι γυναίκες όπως ήταν. Άρχισε το πέρασμα. Το δύσκολο ήταν μέχρι να βραχείς. Μετά ήταν όλα ευκολότερα. Περπατώντας θα στραγγίζαμε και θα στεγνώναμε. Παλιά δουλειά αυτό.
Το μεσημέρι φθάσαμε στην Κάπελη. Εκεί ξαπλώσαμε να κοιμηθούμε. Είχαμε στεγνώσει πια. Το απόγευμα κάναμε γλέντι γερό. Είχαμε μπόλικο κρέας, ψωμί και κρασί. Είχαμε και δύο κλαρίνα που τα κουβαλούσαν μαζί τους οι κλαριτζήδες αντάρτες. Μέσα στο δάσος της Κάπελης κάτω από τα δέντρα το γλέντι κράτησε μέχρι αργά. Οι αντάρτες γλεντούσαν δυνατά μέχρι που απόκαναν ιδρωμένοι από το χορό. Έτσι γίνονταν πάντα πριν από τις μάχες και μετά απ’ αυτές. Λένε ότι ήταν παλιά παράδοση σε τούτο τον τόπο.
Σ’ όλους τους τόπους έτσι πρέπει να είναι. Η ζωή σ ’ όλα τα μέρη έχει λίγο - πολύ τις ίδιες παραλλαγές. Είναι μια πάλη με τη φύση, με τις δυσκολίες, με τις δυσκολίες που δημιούργησε η ίδια η κοινωνική ζωή που κι αυτή δημιουργήθηκε για να κατανικηθούν άλλες δυσκολίες με την ομαδική, τη μαζική προσπάθεια. Αυτή η πάλη έχει αποτυχίες και επιτυχίες, έχει ανάπαυλες και εντατικές προσπάθειες. Οι πρωτόγονοι όταν ετοιμάζονταν για το κυνήγι γλεντούσαν για να πάρουν δύναμη κι όταν σκότωναν το θήραμα γλεντούσαν από χαρά. Σήμερα ακόμη στα χωριά γλεντούν όταν κάνουν ξέλαση, όταν δουλεύουν σε εργατιές. Αυτό που γίνεται στα ειρηνικά έργα, γίνεται και στον πόλεμο. Μόνο που εδώ ο χορός και το τραγούδι παίρνουν άλλο χρώμα, άλλη όψη. Είναι άγριοι, δυνατοί, νευρικοί, που οδηγούν στην υπερένταση πρώτα και μετά στην κάλμα. Η συναίσθηση του κινδύνου ότι αύριο ίσως να μην υπάρχεις και η άγρια χαρά ότι υπάρχεις, μετά τη μάχη είναι έντονες, πολύ έντονες που πρέπει να εκτονωθούν. Το γλέντι είναι ο καλύτερος τρόπος για να ισορροπίσει ο μαχητής ψυχικά.
Κανένας ψυχολόγος δεν το σύστησε. Η ίδια ζωή το ανακάλυψε. Εμείς στο βουνό που ζούσαμε μια τραχιά δύσκολη ζωή, γεμάτη στερήσεις, κούραση και θάνατο,συνήθως, βρίσκαμε διέξοδο στο τραγούδι. Έτσι μοιάζαμε σαν το σαλίγκαρο στα κάρβουνα που καίγεται και τραγουδά. Ο λαός έχει πλάσει τραγούδια για όλες τις ψυχικές καταστάσεις. Τα αθάνατα δημοτικά μας τραγούδια, φάρμακο, βάλσαμο για κάθε πονεμένο, για κάθε δοκιμασία, για κάθε χαρά. Ο λαός είναι μεγάλος δημιουργός, επιστήμονας και τεχνίτης. Το πείραμα, η πείρα, οι παροιμίες και τα γνωμικά, τι άλλα μπορεί να είναι εκτός από επιστημονική εργασία που την κάνουν εκατομμύρια μυαλά από γενιά σε γενιά σε χιλιάδες και χιλιάδες εργαστήρια; Ο δικός μας λαός έχει το πλεονέκτημα ότι είναι μέσα στους λίγους λαούς που από πολύ παλιά συστηματοποίησε αυτή την ομαδική προσπάθεια και ανέπτυξε αυτό που λέμε αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Είδα και ξένους στρατούς Γερμανούς, Εγγλέζους, Αμερικανούς. Έχω την εντύπωση ότι αυτοί οι στρατοί δηλαδή οι φαντάροι τους, δεν έμοιαζαν με μας τους Έλληνες. Δεν είχαν τραγούδια, δεν είχαν χορούς για να γλεντήσουν. Έπρεπε να μεθύσουν, να γίνουν γουρούνια, ζώα, να χάσουν τον άνθρωπο από μέσα τους.
Δεν γνώρισα τους λαϊκούς στρατούς τους, τους απελευθερωτικούς στρατούς τους. Αυτοί θα έμοιαζαν με μας. Τούτοι που γνώρισα εγώ ήταν καταχτητές. Γι’ αυτό δεν έμοιαζαν με μας. Ήταν φυλακισμένες ψυχές, ξεκομμένοι από το λαό τους.
Όταν μπήκαμε μετά την κατοχή, στην Τρίπολη είχαμε στις στρατώνες πέντε Γερμανούς αιχμαλώτους. Δεν ξέρω πως τη γλύτωσαν. Έτρωγαν ότι και μεις, από το ίδιο καζάνι. Κοιμόντουσαν σ’ ένα θάλαμο στο ισόγειο που ήταν πιο ζεστός από το δικό μας. Κακομοίριασαν, βουβάθηκαν, δεν τραγουδούσαν, δεν αντιδρούσαν στην κακιά τους μοίρα. Δε μιλούσαν ούτε μεταξύ τους.
Γρύλιζαν σαν τα γουρούνια κάπου - κάπου. Ψόφησαν σαν τσιμπουριασμένα σκυλιά ένας, ένας,χωρίς να βγάλει τσιμουδιά, κανένας τους. Γνώρισα και δεκαοχτώ Γερμανούς αιχμαλώτους που πήγαιναν για θάνατο. Το ίδιο βουβοί στάθηκαν τρεις μέρες, το ίδιο βουβοί και πάνω από το τάφο τους.
Εγγλέζους δεν είδα μπροστά στο θάνατο. Τους είδα όμως στην αιχμαλωσία. Γυρνούσαν εδώ και κει σαν κούκλες, κορδωτοί με τα ανέκφραστα γαλανά άψυχα ξεθωριασμένα μάτια τους. Γρύλιζαν κι αυτοί σαν γουρούνια μεταξύ τους. Δε άκουσα να πουν κι αυτοί ένα τραγούδι ούτε καν να σφυρίξουν ένα σκοπό. Άλλο πράγμα να πολεμάς για την πατρίδα σου κι άλλο για τον βασιλιά. Οι νεώτεροι Έλληνες κυρίως έκαναν απελευθερωτικούς πολέμους. Έχουν βέβαια και μερικά επεισόδια ντροπής, όπως την εκστρατεία στην Ουκρανία και την Κορέα. Για αυτά τώρα πια δεν μιλάει κανείς. Όλοι θέλουν να ξεχαστούν. Ακόμη και το αμερικανόδουλο κράτος των δοσιλόγων.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου