28.11.16

"Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 29

Γιώργος Πουλίδης. Δικηγόρος από την Αθήνα. Δολοφονήθηκε στην Τρίπολη στα σκαλοπάτια του δικαστηρίου στις 28.1.1948 που είχε υπερασπιστεί αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης.


Συνάντηση στο Μαίναλο μετά το μεγάλο σκοτωμό

Ώρα να μετρηθούμε:

Δεν μετριούνται οι νεκροί, μετριούνται μόνο οι ζωντανοί

Το βράδυ δώσαμε ραντεβού. Όταν συναντηθήκαμε χαρήκαμε και κλάψαμε. Αυτοί μας είχαν για σκοτωμένους το ίδιο και μεις. Ο μόνος που δεν ταράχτηκε ήταν ο Γκιουζέλης. Έδινε την εντύπωση ότι ήταν πολύ ψύχραιμος και ότι έκρυβε κάποιο μεγάλο μυστικό, που θα μας έβγαζε από το αδιέξοδο. Αυτά αποδείχτηκαν αβάσιμα. Ούτε μυστικό είχε ούτε πολύ ψύχραιμος ήταν. Πίστευε όμως ακράδαντα σε δύο πράγματα: Πρώτα - πρώτα στο Ζαχαριάδη και δεύτερο στο λαό. Πίστευε ότι ο Ζαχαριάδης θα βρει λύση σ ’ όλα και ότι ο λαός θα φτιάσει αντάρτικο, θα βγάλει κι άλλους αντάρτες για σκότωμα. Είχε την εντύπωση, γιατί το βρήκε έτοιμο, ότι το αντάρτικο γίνεται όπως μια απεργία όταν αποτυχαίνει η πρώτη. Έχω την εντύπωση ότι αυτός ο ήρωας ήταν έξω από τόπο και χρόνο. Σα να μην άκουγε, να μην έβλεπε, να μην αισθανότανε το που βρισκόμασταν. Όχι τώρα που πάθαμε τη συμφορά αλλά και τότε ακόμη που είμασταν στο αποκορύφωμα της δράσης μας.

Αφού είπαμε ο καθένας τα δικά του, πως γλύτωσε, πως τα κατάφερε κ.λπ., ολοκληρώσαμε μια γενική εικόνα της καταστροφής. Για τις δυνάμεις μας στον Πάρνωνα και τον Ταΰγετο, είχαμε τις λιγότερες πληροφορίες. Βέβαια εκεί υπήρχαν ασήμαντες δυνάμεις και δεν επρόκειτο να αλλάξει η κατάσταση μα ούτε και η τύχη τους θα ήταν διαφορετική. Από τον Αντρέα Αλεξόπουλο, από το χωριό Λυκούρεσι ή Δασοχώρι Μεσσηνίας, που ήταν αποκρυπτογράφος της Μεραρχίας, έμαθα για το πως γλύτωσε ο Γ κιουζέλης και ο Κονταλώνης από το χαλασμό στα Κερπινέϊκα Καλύβια της Γορτυνίας κάτω από το Δρακοβούνι, εκεί που διαλύθηκε ο λόχος μου.

Τότε έμαθα και ποιά ήταν η τύχη του άλλου αποκρυπτογράφου της Μεραρχίας που είχε φέρει ο Γκιουζέλης μαζί του όταν ήρθε στο Μωριά, του Παύλου Μπούσια από την Αθήνα. Αυτός με τις εκκαθαριστικές πελάγωσε όπως ήταν άμαθος, έχασε την τσάντα με τους κώδικες και ο Γκιουζέλης τον έστειλε να τους βρει. Δεν βρήκε τίποτε και ο Γκιουζέλης χωρίς να λάβει υπόψη του ότι αυτός γνωρίζει πολλά πρόσωπα και πράγματα τον έστειλε με το σύνδεσμο της Μεραρχίας Κώστα Φράγγο να ξεκουραστεί στο χωριό του Φράγγου στη Ρουσβάναγα ή Περιβόλια της Μεγαλόπολης. Εκεί κρύφτηκε κάμποσες μέρες και μετά παρουσιάστηκε στο στρατό. Είχε άσχημη κατάληξη, απ’ ότι έμαθα μετά. Εμάς δεν μας έκανε ζημιά γιατί δεν μπορούσε να μας κάνει. Εμείς δεν ήταν δυνατό να πάθουμε χειρότερα. Ζημιά, όπως έμαθα από άλλους, έκαμε στους Αθηναίους. Οσους ήξερε, και ήξερε πολλούς γιατί δούλευε στην αυτοάμυνα της Αθήνας, τους κουβάλησε στο φρέσκο. Τώρα πόσους άφησε και πόσους κατάδωσε κανένας δεν ξέρει παρά μόνο ο ίδιος. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις κανένας δεν πρέπει να είναι κατηγορηματικός γιατί οι υπηρεσίες του εχθρού διαδίδουν τόσα πολλά για δικούς τους σκοπούς, όπως να καλύψουν άλλους ή να σπείρουν σύγχυση ή να συκοφαντήσουν κ.λπ. Γεγονός όμως είναι ότι ο Μπούσιας δε δικάστηκε και αφέθηκε ελεύθερος.

Το λάθος ήταν του Γκιουζέλη. Κρίμα που δούλευε και παράνομα στην Αθήνα. Τέτοια στελέχη που δουλεύουν παράνομα ή σε βασικούς κρίκους, δεν τους στέλνουν για ξεκούραση, δεν τους ξεκόβουν από κοντά τους έτσι απότομα. Τους κρατούν μαζί τους ή σε ασφαλές μέρος, σ’ όποια κατάσταση κι αν βρίσκονται, για να προφυλάξουν την όλη δουλειά. Καμιά φορά, στην ανάγκη παίρνουν και σκληρά μέτρα. Αυτός είναι απαράβατος κανόνας της παράνομης δουλειάς. Όποιος τον παραβαίνει, όποιος δεν τον εφαρμόζει, έχει ευθύνες σοβαρές. Ουσιαστικά γίνεται συνεργός στη ζημιά. Και είναι γνωστό ότι στην πολιτική μετράει το ίδιο, η συνειδητή και η απρόσεχτη ζημιά.

Τέτοια λάθη δεν επιτρέπονται ούτε σε αρχάριους. Δεν τα κάναμε ούτε εμείς που είμασταν πιτσιρικάδες και είχαμε μάθει τους κανόνες από προφορικές νουθεσίες και εγκυκλίους. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι αμέσως με την έναρξη των εκκαθαριστικών, διαλύθηκε ο παράνομος μηχανισμός της οργάνωσης στο Μωριά κι έχασε η διοίκηση της Μεραρχίας κάθε επαφή με το Γενικό Αρχηγείο και την Αθήνα. Τουλάχιστον σ' αυτόν τον τομέα το κόμμα διαθέτει μια πλούσια πείρα και τα παλαιό στελέχη δεν δικαιολογούνται να κάνουν λάθη ή να δείξουν ανευθυνότητα. Και σ’ αυτόν τον τομέα ο Γκιουζέλης απέτυχε ολοκληρωτικά. Καλά στους άλλους τομείς η αποτυχία εξηγείται με την έλλειψη πείρας, μόρφωσης κ.λπ.. Σ’ αυτόν τον τομέα όμως πως να την εξηγήσουμε; Μόνο με τη διαπίστωση ότι δε διέθετε ούτε τις ελάχιστες ικανότητες για τέτοια καθοδηγητική δουλειά, για τέτοιο πόστο.

Προσκλητήριο και αναφορά

Παρόντες στο Μαίναλο μόνο 26

Τόσοι περίπου στο κάθε βουνό Πάρνωνα και Ταΰγετο

Απόντες 3000. Απρίλης 1949

Η ΙΙΙη Μεραρχία του Δ.Σ.Ε. είναι νεκρή

Εκεί λοιπόν βρεθήκαμε μετά το χαλασμό, είκοσι έξι, στελέχη κι αντάρτες. Εκτός από το Στέφανο Γκιουζέλη,το Μέραρχο και το Γιώργη Κονταλώνη, τον επιτελάρχη, ήταν εκεί ο Μουλόπουλος Κωστάκης κυβερνητικός αντιπρόσωπος στο Μωριά, ο Γιαννακούρας Δημήτρης ή Πέρδικας διοικητής τάγματος, ο Γιαλαμάς Αντρέας επίτροπος λόχου από το χωριό Άνω Μέλπεια Μεσσηνίας, ο Παναγιώτης Κατριβάνος επίτροπος λόχου από τους Γαργαλιάνους, ο Ετεοκλής Δουμουλάκης διοικητής λόχου από το χωριό Πολίχνη Μεσσηνίας, ο Βασίλης Κωνσταντόπουλος ή Λύσσαντρος διοικητής λόχου από το χωριό Αγρίδι Αρκαδίας, ο Αρίστος Βασιλόπουλος διοικητής λόχου από το χωριό Μπισκίνι Ολυμπίας, ο Πάνος Γεωργόπουλος επίτροπος για το διδασκαλείο από το χωριό Κερπινή Γορτυνίας, ο Μήτσος Αποστολάκος από το χωριό Πάκια Λακωνίας υπεύθυνος για τις αποκρύψεις στο Μαίναλο ο Νίκος Κόλιας απ’ το χωριό Γκλιάτα Μεσσηνίας. Η Ντίνα από το χωριό Παλιομοίρι Μεγαλόπολης, η Γιαννούλα από το χωριό Γλανιτσιά Γορτυνίας, ο Γιώργος Μπατίστας από το χωριό ΝτορίζαΜαντηνείας, ο Πέτρος Πέτρου ασυρματιστής από το χωριό Καστάνιτσα Αρκαδίας. Ο Αντρέας Αλεξόπουλος αποκρυπτογράφος της Μεραρχίας από το χωριό Δασοχώρι Μεσσηνίας. Ο Γιάννης Σπυρόπουλος αδερφός του Γιώργη Σπυρόπουλου ή Κάπα από το χωριό Πεταλίδι Μεσσηνίας, ο Γιώργης Λεμπέσης από το χωριό Πετα-λίδι Μεσσηνίας. Ο Κώστας Κανατάς από το χωριό Βαμπακού Λακωνίας, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου διμοιρίτης από το χωριό Βάστα Αρκαδίας, ο Παύλος Κούζουνας από τους Γαργαλιάνους Μεσσηνίας, ο Χαλάτσης Νίκος από το χωριό Σούρπη Αλμυρού Μαγνησίας διμοιρίτης στο Αρχηγείο Ηλείας. Ο Νίκος Ψειροφονιάς, από Μπεντένι Αρκαδίας, ο Γιώργης Κολοβέσιος από το χωριό Σκούπι Καλαβρύτων, ο Θανάστης Κολοβός από το χωριό Άγιος Φλώρος Μεσσηνίας, η Παναγιώτα Αναγνοστοπούλου από τη Χωτούσα Μαντινείας κι εγώ.

Ξαναγυρίσαμε λοιπόν, μετά από ένα ματωμένο κύκλο τριών χρόνων, εκεί που ξεκινήσαμε. Είκοσι έξι περίπου αντάρτες κι αντάρτισες, αν δεν ξέχασα κανέναν, όπως τότε το 1946. Η ημέρα που ιδρύθηκε το Αρχηγείο Μαινάλου ήταν η 15η Αυγούστου 1946. Τότε ο Μανώλης Σταθάκης που ήρθε με εντολή του κόμματος από τη Λακωνία, μάλιστα στην Τρίπολη ανέβηκε μαζί με την Αύρα Παρτσαλίδη, μπήκε στην αρχή υπεύθυνος αυτοάμυνας Αρκαδίας και μετά βγήκε στο βουνό. Έφθασε στο χωριό Βάγγου κι από εκεί στο Μαίναλο.

Στις 15 Αυγούστου συγκέντρωσε 16 παράνομους και τους μίλησε για το νέο αντάρτικο. Από τις δεκαπέντε Αυγούστου μέχρι τις εκλογές η ομάδα εξοπλίστηκε και κινήθηκε για να οργανώσει στέκια. Ανήμερα στις εκλογές έκαμε το πρώτο χτύπημα. Κάτω από το χωριό Ζώνη στο δρόμο προς τη Μεγαλόπολη χτύπησε ένα απόσπασμα της χωροφυλακής και των χιτών. Εκεί σκοτώθηκε ο χωροφύλακας Γρίβας που ήταν ο φόβος και ο τρόμος στη Μεγαλόπολη. Ακόμη σκοτώθηκε και ένας χίτης, μονόφθαλμος από το χωριό Καράτουλα που ακολουθούσε πάντοτε το απόσπασμα κι έδερνε, βίαζε, άρπαζε και υποδείκνυε ποιόν αριστερό θα συλλάβουν. Αυτό ήταν το πρώτο και σοβαρό χτύπημα στην Αρκαδία. Μετά το αντάρτικο εξελίχτηκε, έφθασε τους χίλιους και πάνω στην Αρκαδία και τώρα νάμαστε πάλι είκοσι έξι. Τόσοι περίπου ήταν σε κάθε βουνό Ταΰγετο και Πάρνωνα. Στ’ άλλα βουνά δεν υπήρχε τίποτα, παρά μόνον ξεκομμένοι και κείνοι ελάχιστοι.

Κι όμως εμείς είχαμε κουράγιο να συνεχίσουμε και ελπίζαμε ότι θα το ξαναχτίζαμε. Αυτό ήταν μια αυταπάτη. Ήταν ένα ρομαντικό όνειρο που στέκονταν πάνω σ’ έναν ογκόλιθο από πείσμα, και ανεξάντλητα αποθέματα υπομονής και επιμονής. Βέβαια δεν υπολογίζαμε να φτιάσουμε πάλι ότι είχαμε, υπολογίζαμε όμως να κρατήσουμε τη φυσιογνωμία του μετώπου στο Μωριά. Δυστυχώς τα πράγματα είχαν αλλάξει ριζικά. Πρώτα -πρώτα ο λαός είχε κουραστεί. Είχε κουραστεί πάρα πολύ. Δέκα χρόνια αιμορραγούσε, τρεις φορές έφθασε στην κορυφή και τρεις φορές τον γύρισαν πίσω. Δεύτερο, έχασε την εμπιστοσύνη του στην ηγεσία. Δεν πίστευε πια στην ικανότητά της να τον οδηγήσει στη νίκη και τρίτο τον λύγισε ο όγκος της Αμερικάνικης δύναμης. Ήθελε να πάρει μια ανάσα. Να συμμαζέψει τις πληγές του.

Αφού λοιπόν ο λαός κουράστηκε ότι και να κάναμε εμείς ήταν το λιγότερο. Δεν έφθανε. Αυτό που παρουσίαζε τώρα ο λαός δεν ήταν όμοιο μ’ αυτό που παρουσίαζε το Μάρτη του 1945. Τότε είχε δύναμη ακόμη. Τότε δεν ήθελε την εξόντωσή μας για να ησυχάσει. Τώρα απαιτεί να σταματήσουμε και το σταμάτημα το δικό μας, δηλαδή αυτό που ήταν στα βουνά του Μωριά, σήμαινε ή παράδοση ή θάνατο. Για τον πολύ κόσμο αυτό ήταν αναπόφευκτο αλλά και επιβεβλημένο. Έπρεπε με κάθε θυσία να σταματήσουμε, δηλαδή να χαθούμε. Ας πηγαίναμε κοντά στους άλλους και μεις οι λίγοι που μείναμε. Έτσι λοιπόν είμασταν καταδικασμένοι εμείς στο Μωριά και από τον εχθρό και από την ηγεσία μας και από τον κόσμο μας. Βέβαια τα δικά μας κεφάλια δεν άξιζαν περισσότερο από τα κεφάλια των συντρόφων μας που είχαν πέσει, αυτοί όμως δεν είδαν την καταδίκη μας από όλους.

Αυτό δεν το είχαμε συνειδητοποιήσει ακόμη την ώρα που καθόμασταν με τον Γκιουζέλη για να κουβεντιάσουμε, ή μάλλον να μας πει τα νέα μας καθήκοντα. Πάντοτε εμείς είχαμε όλο νέα καθήκοντα σαν αυτά που είχε ο μυθικός ήρωας Σύσιφος. Μας είπε λοιπόν ο Γκιουζέλης ότι πρέπει να ανασκουμπιοθούμε, να μαζέψουμε τους ξεκομένους, να φτιάσουμε γερές ομάδες που θα αναπτύξουν ελευθεροσκοπευτική δράση στις αρχές και μετά θα την αναπτύξουμε σε αντάρτικη. Πρέπει με κάθε θυσία να μη παγιώσει ο εχθρός τη δική του κατάσταση στο Μωριά, τώρα που η λύση του Ελληνικού προβλήματος βρίσκεται τόσο κοντά. Οπωσδήποτε θα δοθεί λύση, αρκεί να κρατήσουμε αναμμένη τη φλόγα. Τέλος μας είπε ότι δεν μπορεί να μας αφήσουν οι δικοί μας, η ηγεσία θα μας βοηθήσει. Δεν ξέρω αν το πίστευε ή όχι αυτό που έλεγε. Εμείς όμως το πιστεύαμε. Είχαμε ακόμη ακλόνητη εμπιστοσύνη στην ηγεσία μας όπως οι χριστιανοί στις θαυματουργές εικόνες που φτιάνουν οι καλόγεροι. Κι όμως σε δύσκολες στιγμές βοηθάει η τέτοια πίστη, αλλά δε λύνει αυτή το πρόβλημα. Το πρόβλημα το λύνει αυτός που έχει την πίστη, στις δικές του δυνάμεις.

Ο Γκιουζέλης μας είπε κι άλλα παινέματα κι άφησε να εννοηθεί ότι κάτι έχει αυτός υπόψη του. Μιλήσαμε και μεις. Συμφωνήσαμε να ανασκουμπωθούμε. Όταν όμως φθάσαμε στην
πράξη τα βρήκαμε μπαστούνια. Από τους 26 μόνο οι δέκα είχαμε τα όπλα μας. Οι υπόλοιποι, δηλαδή τα στελέχη είχαν μόνο τα πιστόλια τους. Πως λοιπόν θα πολεμάγαμε; Είχαμε μόνο ένα οπλοπολυβόλο κι αυτό από συμμαζέματα. Ήταν χαλασμένο και το φτιάξαμε από κάτι παλιά σκουριασμένα ανταλλακτικά. Κανένας όμως δεν ήθελε να το πάρει. Κι είχαν δίκιο. Ζύγιζε δέκα κιλά, ποιος μπορούσε πεινασμένος να το κουβαλάει. Έτσι όπως - όπως, κάναμε μια ομάδα. Την ομάδα την πήρα εγώ. Τ’ άλλα στελέχη περίμεναν όταν θα βρούμε κι άλλους αντάρτες.

Την άλλη μέρα έφυγε ο Πόνος Γεωργόπουλος να πάει εκεί στα χωριά Κερπινή - Γλανιτσιά - Τσιάρνη. Εκεί γύριζε ο Σταματόγιαννης από το χωριό Λαγκάδια και ο Βασίλης Κόκκινης από το χωριό Βαλτεσινίκο. Σε τρεις μέρες γύρισε μαζί με τους δυο. Ύστερα έφυγε μια αποστολή για τα χωριά του κάμπου της Μεγαλόπολης. Πήρε επαφή με τον Μπάρμπα Κώστα τον Τσίρμπα και το γυιό του Αλέξη από το χωριό Τσαπόγα ή Μαλωτά της Μεγαλόπολης. Τους έφεραν κι αυτούς.

Φτιάσαμε και δεύτερη ομάδα και την πήρε ο Ετεοκλής Δουμουλάκης. Ελπίζαμε ότι σιγά - σιγά θα ξαναφτιάναμε γερές αντάρτικες ομάδες. Είχαμε την τρέλα ή το κουράγιο να αρχίσουμε πάλι για τρίτη φορά από το μηδέν. Δυστυχώς όμως δεν έφτανε η θέληση μερικών, έλλειπαν πολλά. Οι δύο ομάδες ήταν σχεδόν άοπλες αφού ο καθένας είχε είκοσι φυσίγγια στο σακκίδιό του. Στο μοναδικό οπλοπολυβόλο είχαμε τρεις γεμιστήρες δηλαδή εξήντα φυσίγγια. Τι θα κάναμε μ’ αυτά; Δεν υπήρχε πουθενά, σε κανένα βουνό ούτε ένα φυσίγγι κρυμμένο, ούτε ένα όπλο. Υπήρχαν μόνο ανταλλακτικά από χαλασμένα όπλα. Ο Πέρδικας που είχε μόνο το πιστόλι του αναγκάστηκε να πάρει ένα εγγλέζικο όπλο με σπασμένο κοντάκι. Έπρεπε τώρα να κάνουμε κάποια ενέργεια για να βρούμε κάτι να φάμε. Είμασταν τριάντα άνθρωποι.

Πήγαμε λοιπόν προς το Ραπούνι. Εκεί κάπου οι επιμελητές είχαν κρύψει μερικά τρόφιμα, όπως θυμόταν ο Αποστολάκος Μήτσος. Δε βρήκαμε τρόφιμα. Τάχε βρει ο εχθρός. Ευτυχώς όμως δύο τσουβάλια φασόλια δεν τα πήραν αλλά τα σκόρπισαν γύρω εκεί. Καθίσαμε λοιπόν και τα μαζέψαμε σπυρί - σπυρί αυτά τα γυφτοφάσουλα. Είχαμε το καζάνι μας και ετοιμάσαμε μια καλή φασολάδα με νερό και φασόλια και τίποτα άλλο. Μετά από δύο μήνες φάγαμε φαγητό μαγειρεμένο. Με τα φασόλια αυτά περάσαμε τέσσερις μέρες. Απρίλης τώρα πια του 1949 κι ακόμη στο Μαίναλο τα χιόνια ήταν ένα μέτρο και πότε χιόνιζε και πότε είχε λιακάδα.

Αναγκαζόμασταν λοιπόν τη νύχτα να ανάβουμε φωτιές για να ξενυχτήσουμε. Αυτό ήταν επικίνδυνο γιατί το Μαίναλο ήταν γεμάτο στρατό και χωροφύλακες, που τώρα γύριζαν και τη νύχτα, με οδηγούς τους ντόπιους χιτομάϋδες. Νύχτα μέρα είμασταν στο πόδι με τεντωμένα αυτιά και ορθάνοιχτα μάτια. Μόλις χάραζε σβήναμε τη φωτιά, τη σκεπάζαμε με χώμα και πάνω ρίχναμε χιόνι. Έτσι δεν αφήναμε ίχνη. Μετά ανεβαίναμε ψηλά στις κορυφές. Εμείς ξαναθυμηθήκαμε τα παλιά μας τερτίπια. Ο μόνος όμως που δεν είχε πλήρη συνείδηση για τους κινδύνους που μας απειλούσαν ήταν ο Μέραρχός μας. Με χίλια δύο βάσανα το πρωί ξεκόλαγε από το γιατάκι μας. Εμείς οι ξεροκέφαλοι, ενώ βλέπαμε τα στραβά καμώματα δεν σηκώναμε κεφάλι και να του τα πούμε έξω από τα δόντια.

Έτσι λοιπόν με το λίγο - λίγο μια μέρα παραλίγο να μας τσακίσουν στη φωτιά. Τη μέρα εκείνη η ομάδα η δίκιά μου είχε αναλάβει την ασφάλεια. Όταν χάραξε, τους ξύπνησα όλους και έδωσα εντολή να σβήσουν οι φωτιές. Όλοι τις έσβησαν. Ο Γκιουζέλης όμως δεν άφησε να σβήσουν τη δική του φωτιά. Είχε βάλει νερό σ’ ένα τρίκιλο για να λουστεί. Φώτισε καλά κι ακόμη δεν έδινε εντολή να τραβηχτούμε. Τότε αναγκάστηκα να προωθήσω ένα ακουστικό φυλάκιο από δύο αντάρτες μέσα στο δάσος προς την κατεύθυνση του περάσματος. Καθώς οι αντάρτες πήγαιναν να πιάσουν τη θέση τους άκουσαν τσάχαλο και ψιθυρίσματα. Γύρισαν πίσω τρέχοντος. Ανέφεραν ότι άκουσαν. Έτρεξα με όλη την ομάδα κι έπιασα θέσεις. Αμέσως συγκρουστήκαμε. Τους χτυπήσαμε πρώτοι. Τραβηχτήκαμε όμως πίσω γιατί δεν είχαμε φυσίγγια για τέτοια σύγκρουση. Έτσι ο εχθρός ανακάλυψε το λημέρι μας και διαπίστωσε πια χειροπιαστά ότι μέσα στο δάσος ξαναμαζευόμαστε. Από εκεί και ύστερα λύσσαξε. Γιόμισε το δάσος στρατό. Κινούνταν μέρα νύχτα επίμονά και μεθοδικά, όσο βέβαια μπορούσαν. Εμείς τώρα έπρεπε να πάρουμε τρόφιμα με κάθε θυσία.

Μόλις νύχτωσε και οι δύο ομάδες βγήκαμε για τρόφιμα. Πήγαμε στο Χρυσοβίτσι. Το χωριό ήταν πιασμένο. Το ίδιο και το χωριό Γαρζενίκου - Πυργάκι - Πιάνα. Τραβήξαμε για το χωριό Αλωνίσταινα. Ευτυχώς το χωριό ήταν ελεύθερο. Εκείνη την ημέρα είχε αδειάσει. Γίνονταν αντικατάσταση, την άλλη μέρα ίσως θάρχονταν άλλοι. Μπήκαμε στο χωριό κι αρχίσαμε να μαζεύουμε τρόφιμα. Εμένα με είχε πάρει ο διάολος. Με πονούσε ένα δόντι, τραπεζίτης. Έκλαιγαν τα μάτια μου από τον πόνο. Πήγα στο καφενεδάκι και μπούκωνα ούζο για να σταματήσει ο πόνος. Μπούκωνα κι έπινα, συνεχώς μέχρι που ο πόνος πέρασε αλλά εγώ σχεδόν μέθυσα. Ήρθα στα κέφια και δεν έλεγα να φύγουμε από το χωριό. Τελικά με επιμονή του Ετεοκλή φύγαμε από το χωριό με αρκετά τρόφιμα. Το πρωί σμίξαμε με τους άλλους.

Το πρόβλημα των τροφίμων ήταν το μόνο που μας απασχολούσε. Το Μαίναλο ήταν γεμάτο μέσα κι έξω στρατό και χωροφύλακες αλλά αυτό δεν μας απασχολούσε. Ούτε που μας έβλεπαν καθόλου. Εμείς όμως τους παρακολουθούσαμε συνεχώς από κοντά. Πολλές φορές τη νύχτα ακούγαμε και τις ομιλίες τους από τον ασύρματο. Αρχίσαμε μια προσπάθεια να μαζέψουμε όσους έχουν μείνει. Το κακό είναι ότι μόλις έρχονταν και έβλεπαν τα χάλια μας, δηλαδή έβλεπαν τη διοίκηση της Μεραρχίας με τριάντα αντάρτες όλους κι όλους απογοητεύονταν κι έφευγαν ξανά για τα χωριά τους. Έτσι η υπόθεση είχε καταντήσει τρύπιο τσουβάλι .Από πάνω βάζαμε κι από κάτω έβγαιναν. Εμείς όμως ξεροκέφαλοι όπως είμασταν συνεχίζαμε τη δουλειά μας κι ελπίζαμε ότι θα τα καταφέρουμε να ξαναφτιάσουμε τουλάχιστον εκατό αντάρτες σε κάθε βουνό.

Όσοι έφευγαν για τα χωριά τους ήταν ξεγραμμένοι. Εκεί μόνοι τους γυρόφερναν μέχρι που έπαιρναν επαφή με τους δικούς τους και ή θα παραδίδονταν ή θα τους σκότωναν οι χιτομάϋδες. Όσοι συγγενείς ανταρτών πίστεψαν στα ωραία λόγια των τοπικών παραγόντων της δεξιάς και πίεζαν τα παιδιά τους ή τα αδέρφια τους να παραδοθούν, έγιναν αίτιοι και μάρτυρες πολλές φορές της εξόντωσης των δικών τους μέσα στο ίδιο το χωριό τους. Η διεφθαρμένη δεξιά μεταχειρίζονταν όλα τα μέσα, όλα τα κόλπα για να μην αφήσει ούτε έναν ζωντανό. Όπως η Στρίγγλα των παραμυθιών ζούσε μόνο με αίμα, ρουφούσε αχόρταγα μόνο αίμα, τέσσερα χρόνια τώρα κι όσο ρουφούσε τόσο άναβε το πάθος της για αίμα, όπως ο ναυαγός όταν αρχίσει να πίνει νερό από τη θάλασσα. Πίστευε ότι με το αίμα θα ξανανοιώσει.

Η Δικαιοσύνη με το φερετζέ, τα στρατοδικεία - θανατοδικεία δουλεύουν και τις Κυριακές

Μέσα σε κείνη την κραιπάλη του αίματος, ξεφύτρωσαν όλα εκείνα τα σκουλήκια, τα παράσιτα και οι βδέλλες που τρέφονται μόνο με αίμα. Όλοι οι κομματάρχες της δεξιάς, όλοι οι τραμπούκοι, όλα εκείνα τα απομεινάρια των κοτζαμπάσηδων, βγήκαν στο φως της ημέρας κι έγιναν σωτήρες και προστάτες. Μοίραζαν υποσχέσεις, έπαιρναν την ευθύνη πάνω τους, έβγαζαν λόγους κι όλα αυτά με το αζημίωτο βέβαια. Ξανάζησε ο λαός τις εφιαλτικές μέρες της κατοχής που πούλησε ότι είχε και δεν είχε για να λαδώσει το χαφιέ, που 'αναλάμβανε να γλυτώσει το δικό του και που δεν προλάβαινε την τελευταία στιγμή.

Μεγάλες δουλειές άνοιξαν για τρεις - τέσσερις δικηγόρους σε κάθε πόλη που δούλευε στρατοδικείο. Οι κύριοι, αυτοί, που ίσως σήμερα είναι βουλευτές και καθηγητές και υπουργοί, έστησαν ένα ωραίο ψεύτικο σκηνικό με σκοπό να μετατρέψουν το αίμα των εκτελεσμένων σε λίρες. Διέδοσαν κατάλληλα ότι αυτοί έχουν τον τρόπο να γλυτώνουν ανθρώπους από το εκτελεστικό απόσπασμα. Επόμενο ήταν ο κόσμος να τρέχει σ’ αυτούς. Τσέπωναν ότι τους έδιναν, δεν έκαναν διακρίσεις, υπόσχονταν να κάνουν ότι μπορούν και ελπίζουν ότι θα πετύχουν την καταδίκη του κατηγορούμενου σε ισόβια. Καλού - κακού έλεγαν αν πετύχουν την σύνθεση που θέλουν, ή αν δεν κατηγορείται για εγκλήματα.

Όλα αυτά ήταν κουραφέξαλα. Ήταν στάχτη στα μάτια του κόσμου για να μη βλέπει το αισχρό παιχνίδι. Οι κύριοι αυτοί έπαιρναν μέρος συνειδητά σε μια κωμωδία απονομής της δικαιοσύνης, της δικαιοσύνης της άρχουσας τάξης, που όλα τα δικαιολογεί κι όλα τα δικάζει ανάλογα, που είναι τυφλή αλλά έχει άριστη όσφρηση και καταπληκτικά αυτιά και οσφρίζεται και ακούει τους εχθρούς και τους φίλους του καθεστώτος. Έτσι λοιπόν μετά την καταστροφή του αντάρτικου πήραν όλοι θάρρος και βγήκαν στο μεϊντάνι. Τώρα πια πέρασαν στο περιθώριο οι χιτοσυμμορίτες. Τώρα την δουλειά τους την ανέλαβε το επίσημο κράτος - συμμορίτης. Έστησε τις καρμανιόλες και θέριζε κεφάλια. Όλα κι όλα όμως, τα κεφάλια έπεφταν με όλους τους τύπους. Και στο τέλος της κωμωδίας, τους εκτελεσμένους πριν εκτελεστούν τους επισκέπτονταν ο παπάς για να ευλογήσει τα κεφάλια που θα πέσουν. Κι όλοι αυτοί που πρωτοστατούσαν στον πάγκο, όλοι αυτοί οι ανθρωποπίθηκοι ήταν νομικοί, εισαγγελείς, πρωτόδικες, δικηγόροι και βάλε.

Πρωτοπίθηκοι στην Τρίπολη ήταν οι δύο πρόεδροι των δύο στρατοδικείων. Ο ένας εισαγγελέας στο επάγγελμα, επιστρατευμένος, και ο άλλος νομίζω ήταν της στρατιωτικής δικαιοσύνης. Αυτοί οι δύο λοιπόν πιθήκιζαν ακόμη και τις Κυριακές κι έπαιζαν το ρόλο του δικαστή. Πιο πάνω έγραψα για τη δική μας δικαιοσύνη κι ανάφερα ότι εμείς, ανίδεοι από κανόνες και αρχές δικαίου, από δικονομίες, είχαμε το θάρρος να αντιταχθούμε στην επέμβαση της διοίκησης και πετύχαμε πολλές φορές την επανόρθωση. Αυτοί οι πίθηκοι και σήμερα ακόμη περηφανεύονται για το ότι «συνετέλεσαν στην καταστολή της ανταρσίας».

Υπήρξαν και έντιμοι δικηγόροι που δεν δέχτηκαν να παίξουν το ρόλο του πιθήκου, δε δέχτηκαν να πάρουν μέρος σα δικηγόροι στα στρατοδικεία. Αυτοί ξεντρόπιασαν το επάγγελμά τους. Πρώτος - πρώτος ανάμεσά τους ένας δικηγόρος από την Αθήνα που κατέβηκε στην Τρίπολη, τον έλεγαν Πουλίδη. Τον δολοφόνησαν έξω από το δικαστήριο γιατί δε δέχτηκε να συμβιβαστεί ή να εγκαταλείψει τη δίκη. Άλλοι όμως έκαναν πολλά χρήματα.

Γύρω λοιπόν από το πτώμα του Δημοκρατικού Στρατού, πολλοί χόρευαν σαν κανίβαλοι και έχτιζαν την ευημερία τους. Αισχρά υποκείμενα που ντροπιάζουν τον άνθρωπο. Βύθισαν τα σπίτια των ανταρτών στο πένθος και στη θλίψη γιατί τους ξεγέλασαν και βοήθησαν στο θάνατό τους. Όσοι απ’ αυτούς που ξέκοβαν αν δεν παραδίνονταν, εξοντώνονταν ένας - ένας σε ενέδρες από τα αποσπάσματα. Αργά πήραμε είδηση ότι δεν υπάρχει πια ελπίδα ανασυγκρότησης του αντάρτικου. Η φάση αυτής της προσπάθειας κράτησε τέσσερις μήνες δηλαδή από το Φλεβάρη του 1949 μέχρι το Μάη. Τότε πια περάσαμε στη φάση της επιβίωσής μας σαν ομάδες ή και σαν άτομα. Από εκεί και ύστερα:

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου