28.11.16

"Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 28


Παναγιώτης Μπάρτζος από το χωριό Μερόπη Μεσσηνίας. Αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης. Επίτροπος λόχου του ΔΣΕ του Αρχηγείου Ταϋγετου. Σκοτώθηκε το χειμώνα του 1949

Κάψανε ζωντανούς στην Τρίπολη τον Μπότη και τον ΑΘανασούλια

Το εκτελεστικό απόσπασμα στην Τρίπολη, δούλευε συνέχεια. Κάθε πρωί θέριζαν τα πολυβόλα λεβέντες που είχαν δικαστεί σε θάνατο. Κι όχι μόνο λεβέντες αλλά και λεβέντισσες. Το αίμα χύνονταν άφθονο, χωρίς κανείς να ενδιαφερθεί να το σταματήσει. Εκείνες τις μέρες (Μάρτης 1949) όπως έμαθα αργότερα στο στρατόπεδο, κάψανε δυο κατάδικους αντάρτες. Η απόφαση του Στρατοδικείου ήτανε και για τους δυο σε θάνατο.

Καμιά απόφαση δεν εκδόθηκε που ν’ αναφέρει σαν τρόπο θανάτωσης των αγωνιστών το κάψιμο. Αυτόν τον εφάρμοσε σε τούτη την περίπτωση ο Λοχαγός Γιάννης Κ... από την Κορινθία, που είχε υπηρετήσει στη κατοχή στα Τάγματα Ασφαλείας Τρίπολης σαν Ανθ/γός. Παρέλαβε από το βασανιστή αρχιφύλακα των φυλάκων Τρίπολης Χατζάκο τους δυό κατάδικους. Τον Παναγιώτη Θανόπουλο (Μπότη) από το χωριό Στεμνίτσα Γορτυνίας, ΕΛΑΣίτη και τον Λεωνίδα Σπηλιόπουλο (Αθανασούλια) από το Λέχαιο Κορινθίας καπετάνιο του ΕΛΑΣ. Τους οδήγησε στο άλσος Μαϊθανασάκου, ένα χιλ/τρο από το κέντρο της πόλης, στο δεξιό μέρος του δρόμου Τρίπολης - Καλαμάτας. Εκεί μαζί με τη κουστωδία του, τους ράντισαν με βενζίνη και τους πυρπόλησαν.
Η ταυτότητα του κτήνους αυτού και των συνεργατών του θ’ αναγράφει ασφαλώς ότι είναι Έλληνες υπήκοοι και Χριστιανοί Ορθόδοξοι». Άξιοι μαθητές του Χίτλερ οι ταγματασφαλίτες αξιωματικοί.

Γυρίσαμε στο Τετράζι. Ανάψαμε φωτιά στο Καλύβι του Γιάννη Κουλούρη και φτιάσαμε καφέ. Όλα τα είχε η Μαριωρή και της έλειπε ο καφές. Καφετζής ήταν ο Γιαλαμάς. Είχε αδυναμία στον καφέ. Ανάψαμε τσιγάρο και με τη σειρά παίρναμε μια ρουφηξιά από την καραβάνα που την περνούσαμε από χέρι σε χέρι. Έκαιγε κι έτσι κανένας δεν μπορούσε να ρουφήξει πιο πολύ από τον άλλον. Κάθε τραγική κατάσταση έχει και την κωμική πλευρά. Ο καιρός εξακολουθούσε να είναι άσχημος. Ακόμη χιόνιζε κι ας κόντευε να βγει ο Μάρτης του 1949.

Λημεριάσαμε στο καλύβι του Γιάννη Γιαννιά ή Κουλούρη, στη θέση Βρυσούλες. Καθήσαμε εκεί γιατί το βουνό ήταν γυμνό. Η θέση δεν ήταν καλή. Στις 10 το πρωί ακούσαμε ριπές. Οι Μπασταίοι μάϋδες και το απόσπασμα χωροφυλακής έριχναν στο βρόντο για διασκέδαση. Ηταν καταχνιά και οι ριπές φάνηκε ότι έπεσαν πάρα πολύ κοντά. Συμβαίνει αυτό όταν έχει καταχνιά. Οι θόρυβοι ακούγονται πολύ κοντά.

Πεταχτήκαμε έξω από το καλυβάκι και γρήγορα - γρήγορα πιάσαμε την κορυφή του Αϊ - Λια. Όταν σηκώθηκε η καταχνιά είδαμε, ότι δεν υπήρχε κίνηση πουθενά γύρω. Τώρα όμως δεν μπορούσαμε να κινηθούμε. Φαινόμασταν σα μύγες μέσα στο γάλα. Καθίσαμε μέσα στα κοντολούζια μαζεμένοι στα τέσσερα σαν λαγοί. Η πασπάλα το χιόνι ήταν παγωμένο και δεν τινάζονταν από τα κοντόλουζα. Καθήσαμε εκεί ακίνητοι μέχρι τις πέντε το απόγευμα. Παγώσαμε μέχρι το λαιμό. Ο βοριάς μας κοκκάλιασε. Ο Παναγιώτης Κατριβάνος, άρχισε να κλαίει από το κρύο. Το ίδιο και μεις υποφέραμε όπως κι αυτός αλλά κάναμε υπομονή. Τέλος μας είπε ότι τούρχεται λιποθυμιά και θολώνουν τα μάτια του. Τι να κάναμε μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση; Περιμέναμε λίγο να πέσει η καταχνιά. Μόλις έπεσε σηκωθήκαμε. Είχαμε πιαστεί.

Εκείνη τη μέρα νοστάλγησα πάρα πολύ το σπίτι μου. Έβλεπα τους Γαρατζαίους πέρα στο ριζόβραχο που όργωναν τα ξεροχώραφά τους για να τα σπείρουν αραποσίτι και θυμήθηκα τον πατέρα μου. Θυμήθηκα ότι καμιά φορά μ’ έπαιρνε μαζί του να ρίχνω το σπόρο ακολουθώντας την αυλακιά. Πηγαίναμε κι ερχόμαστε, πηγαίναμε και ερχόμαστε συνεχώς κι αυτό με διασκέδαζε πολύ. Το στενό υνί έκοβε λίγο - λίγο το χώμα και γω βιαζόμουνα να μαυρίσει όλο το λακκούλι. Νεύριαζα που προχωρούσαμε αργά - αργά και φώναζα στα ζώα. Ο πατέρας μου όμως είχε υπομονή. Όλοι οι αγρότες έχουν υπομονή. Ξέρουν ότι δεν πρέπει να βιάζονται. Σταθερά, υπομονετικά, συνεχώς οργώνουν, σπέρνουν, σκαλίζουν, θερίζουν, μαζεύουν τον καρπό και πάλι από την αρχή. Τη γη τη θεωρούν ζωντανό πράμα σαν την κατσίκα τους. Την πονούν, την περιποιούνται και ξέρουν αυτοί να παίρνουν όμορφα με το καλό τους καρπούς της, ξέρουν να τη θηλάζουν όπως τα μικρά παιδιά τη μάνα τους. Μόνο τον εαυτό τους δεν λυπούνται οι αγρότες. Ούτε και κανένας άλλος δεν πονά γι ’ αυτούς.

Οι ζευγολάτες έκαναν το κολατσιό τους. Μετά, το μεσημεριανό τους. Πόσο νόστιμα τάβρισκα τώρα όλα εκείνα! Το απόγευμα μόλις άρχισε να μαζεύει η μέρα, μάζεψαν κι αυτοί τα ζωντανά τους και ξεκίνησαν για το χωριό τους. Πέρα μακρυά στο χωριό Πάνω Γαράτζα - Άγιος Θανάσης, τα τζάκια κάπνιζαν και η νοικοκυρά τους θα ετοίμαζε το φτωχικό βραδινό τους, συνήθως φασόλια ή κραμπολάχανα. Κοίταζα τον καπνό και έφερνα στο νου μου το τζάκι, τη ζεστασιά του χειμωνιάτικου. Ο ζευγολάτης αφού θα τακτοποιούσε και θα πάχνιζε τα ζωντανά του, θα ξάπλωνε στο παραγώνι να ζεσταθεί και να ξεκουραστεί. Τώρα εγώ εκεί πάνω, μέσα στα κοντολούζια τρεμοτουρτούριζα σαν αγρίμι. Ερήμωσε ο τόπος γύρω και μόνο εμείς και τ’ αλέτρια των αγροτών μείναμε έξω, στο ύπαιθρο, στην παγωνιά, χωρίς κατάλυμα.

Όταν ζούσα στο χωριό μου όλα μου φαίνονταν πληκτικά, άχρηστα, χωρίς αξία, χωρίς νόημα, χωρίς ομορφιά. Ήθελα να φύγω από το χωριό. Να φύγω, να φύγω όσο πιο γρήγορα γίνεται. Τώρα εκτίμησα πόσο όμορφή ήταν η ζωή στο χωριό. Πόσο όμορφο ήταν το σπίτι μου! Τι ομορφιές είχε η χωριάτικη ζωή. Ζήλευα τους ζευγολάτες για την ευδαιμονία τους. Θάτρωγαν και θα ξάπλωναν στο ζεστό παραγώνι τους. Θυμήθηκα τον πατέρα μου όταν αγανακτούσα που μου έλεγε: Υπάρχουν και χειρότερα. Μη βιάζεσαι να φύγεις από το σπίτι σου. Ο αγρότης που φεύγει από το σπίτι του είναι σαν το δέντρο που ξεριζώνεται. Άκου εμένα που έζησα είκοσι χρόνια στην ξενητειά. Έζησα στην Αμερική. Σαν το χωριό μου δε βρήκα καλύτερα πουθενά. Δε τα έπαιρνα στα σοβαρά αυτά τότε.

Τώρα τα σκεφτόμουνα και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Λίγο φαΐ ζεστό από τα χέρια της μάνας μου και μετά να χωθώ στα ρούχα κοντά στη φωτιά, στο τζάκι του σπιτιού μου και μετά ας γίνει ότι θέλει. Κουράστηκα πια, απόκαμα, θέλω να πάρω ανάσα, να γευτώ δέκα λεπτά σπιτίσια ζωή. Όνειρα, μικροόνειρα για μια μιζέρικη ζωή όπως αυτή του χωριού.

Κλειστές για τους νικημένους κι οι πόρτες των σπιτιών τους

Νύχτωσε και κατεβήκαμε στο καλύβι του Μιχάλη Λαμπρακόπουλου στη θέση Ρέματα. Ανάψαμε φωτιά. Αποφάσισα να μπω τη νύχτα στο χωριό μου. Ήξερα ότι ήταν γεμάτο μάϋδες και χωροφύλακες. Δεν μ’ ένοιαζε όμως. Δεν τους λογάριαζα. Δε θα έπαιρναν είδηση κι αν έπεφταν επάνω μου, αυτοί θα μετάνοιωναν για τη συνάντηση. Εκτός αν είχαν στήσει καρτέρι μέσα στο σπίτι μου. Τότε θα έφευγα άπραγος. Πήρα τον Ετεοκλή Δουμουλάκη και ξεκινήσαμε. Ο Γιαλαμάς όταν έφευγα μου είπε να πω στην ξαδέρφη του, που ήταν γυναίκα του αδερφού μου, να μας φτιάσει χιλοπίττες στραγγιχτές. Άκου τι ζητάγαμε μέσα σε κείνον το χαλασμό!. Και γω ονειρευόμουνα παστό χοιρινό μ ’ αυγά και χιλοπίττες στραγγιχτές. Κάναμε σαν τη γριά που ζητάει πεπόνι το μεσοχείμωνο.

Χαθήκαμε μέσα στο σκοτάδι και από τόπο σε τόπο παράμερα από το δρόμο φτάσαμε στην άκρη του χωριού μου. Το σπίτι μου από την είσοδο είναι σχεδόν στο κέντρο, από το νότιο μέρος και το δυτικό είναι άκρη, κοντά σε μια ρεματιά. Έτσι καθώς το σκοτάδι ήταν βαθύ έφθασα από το πίσω μέρος στον κήπο κάτω από τις βεράντες. Εκεί καθίσαμε περίπου μια ώρα για να στήσουμε αυτί. Το σπίτι φαίνονταν έρημο. Αν ήταν μέσα μάϋδες θάβγαζαν σκοπό στη βεράντα. Άνοιξα ένα παράθυρο του υπογείου χωρίς να κάνω θόρυβο και μπήκα στο κατώγι. Ήθελα να χτυπήσω για να ακούσουν από κάτω, από το πάτωμα. Δεν έπρεπε να χτυπήσω από την πόρτα γιατί καθώς ήταν ησυχία θάκουγαν και οι γείτονες. Ακόμη έτσι θα καταλάβαιναν οι δικοί μου ότι είμαι εγώ, γιατί ποιος άλλος θα μπορούσε να μπει στο κατώγι;

Άφησα τον Ετεοκλή Δουμουλάκη έξω στον κήπο και του είπα: αν είναι μέσα μάϋδες με το χτύπημα στο υπόγειο θα πεταχτούν από τις πόρτες για να κυκλώσουν το σπίτι. Όταν ανοίξουν οι πόρτες και βγουν, χτύπα στα ίσια και θα τους σαρώσεις έναν πάνω στον άλλον. Χτύπα ώσπου να βγω. Καθώς βάδιζα στο σκοτάδι έπεσα πάνω στο γάιδαρό μας. Ένα ρίγος έτρεξε σ’ όλο μου το σώμα. Τον αγκάλιασα και τον χάιδεψα με το χέρι μου πολλές φορές. Το καημένο το ζώο στέκονταν ακίνητο και σταμάτησε να ροκανάει το άχυρό του. Τέτοια επίσκεψη μεσάνυχτα δεν είχε δεχτεί ποτέ, ούτε και τέτοιες φιλοφρονήσεις τέτοια ώρα. Δεν αγριεύτηκε όμως, ίσως να με γνώρισε. Τα ζώα θυμούνται πολύ.

Χτυπήσαμε το πάτωμα τρεις - τέσσερις φορές. Καμιά απάντηση. Ξαναχτύπησα. Ακούστηκαν βήματα. Ανοιξε η είσοδος κι αμέσως άκουσα τη γυναίκα του αδερφού μου να φωνάζει: «Κλέφτες! κλέφτες! Γειτόνοι κλέφτες!». Αλίμονο!. Αυτό δεν το περίμενα. Έτρεξα, πήδησα έξω από το παράθυρο και βγήκα στη γωνία του σπιτιού. Φώναξα στη γυναίκα του αδερφού μου για να την ησυχάσω. Τότε αυτή άρχισε να μου πετά πέτρες και να φωνάζει. Ευτυχώς που με φύλαξε η κολώνα της βεράντας. Αγρίεψα. Νόμισα ότι με γνώρισε και γι’ αυτό πετούσε πέτρες. Παραλίγο να τη χτυπήσω με το όπλο. Ευτυχώς ήρθε ο Ετεοκλής και με τράβηξε για να φύγουμε. Ήταν το καλύτερο. Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα έπρεπε να φύγουμε.

Πηδήσαμε από τον κήπο και βγήκαμε απέναντι από το χωριό. Οι χωροφύλακες και οι μάϋδες άρχισαν το ντουφεκίδι και με τα κλεφτοφάναρα άρχισαν να γυρίζουν μέσα στο χωριό. Είπα στον Ετεοκλή: «Πάμε από τους κήπους και να τη στήσουμε στο κέντρο του χωριού. Σε μισή ώρα θα τους έχουμε ξεπαστρέψει καθώς γυρίζουν μέσα στο σκοτάδι και πυροβολούν». Αυτό ήταν εύκολο. Οι μόνοι που θα ξέραμε που βαράμε θα είμασταν εμείς. Ίσως χτυπιόνταν και μόνοι τους. Ο Ετεοκλής όμως δε συμφώνησε γιατί δεν γνώριζε το χωριό. Ακόμη μου είπε: «Αν τους χτυπήσουμε, αύριο θα σκοτώσουν τα παιδιά του αδερφού σου. Σκέψου τι πας να κάνεις». Αυτή η κουβέντα με ηρέμησε. Τρόμαξα μόλις την άκουσα. Καθίσαμε λίγο και μετά φύγαμε.

Καθώς βαδίζαμε ο Ετεοκλής κοντοστάθηκε λίγο, κουλουριάστηκε και μετά σωρώθηκε βογγώντας. Τον είχε πιάσει ένας φοβερός πόνος στην κοιλιά. Το πάθαινε πότε - πότε. Το ίδιο είχε πάθει και στη μάχη της Στρέζοβας τον Ιούλιο του 1947. Κόντεψε τότε να μείνει. Ευτυχώς τον έπιασε ο πόνος, μόλις καταλάβαμε το φυλάκιο των μάϋδων στ’ αλώνια. Τότε είμασταν πολλοί. Τον κουβαλήσαμε κάμποσο και μετά τον φορτώσαμε σ’ ένα γάιδαρο και τον πήραμε μαζί μας. Το καλό είναι ότι δεν του κρατούσε πολύ. Τώρα ήμουνα όμως μόνος. Τι να έκανα; πως να τον κουβαλούσα; Τον ξάπλωσα κάτω και του έτριψα λίγο το στομάχι. Φοβήθηκα ότι θα μου μείνει εκεί. Ευτυχώς, είχαμε λίγη ζάχαρη απ’ αυτήν που μας είχε δώσει ο Μπάρμπα Νι... Κ.... Έφαγε μια κουταλιά. Κάθισα δίπλα του και περίμενα ή να σηκωθεί ή να πεθάνει. Χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτε.

Αυτός μούγκριζε από τον πόνο. Σιγά - σιγά λιγόστευε ο πόνος. Μετά από μια ώρα, στήθηκε στα πόδια του. Πήρα εγώ τα όπλα του και το σακκίδιό του στον ώμο, πέρασε το αριστερό χέρι του στον σβέρκο μου κι αρχίσαμε σιγά - σιγά να ανεβαίνουμε την πλαγιά μέσα στα κοντολούζια. «Από δω περνά ο δρόμος για τη Λαϊκή Δημοκρατία Ετεοκλή» του είπα. Αυτός αναστέναξε βαθειά και είπε: «Και ποιος ξέρει από που αλλού! Αχ ρε Μπελά, δόσμου μια στο κεφάλι να ησυχάσω. Δεν μπορώ να ακολουθήσω πια. Κόπηκαν τα πόδια μου». «Έλα κάνε κουράγιο και θα φάμε σε λίγο καγιανά και χιλοπίττες στραγγιχτές με μπόλικη μυζήθρα» του είπα. Γελάσαμε και οι δυό. Ωραίο φαΐ κάναμε. Συμφωνήσαμε να πούμε στον Γιαλαμά και στους άλλους ότι φάγαμε καγιανά και χιλοπίττες και καθώς βγαίναμε από το χωριό μας κυνήγησαν και πετάξαμε το τρίκιλο γεμάτο φαγητό που τους φέρναμε. Όπως είχαν ακούσει το ντουφεκίδι θάπιανε το αστείο.

Βαδίζαμε σιγά - σιγά γιατί ο Ετεοκλής αγκομαχούσε. Αργήσαμε πολύ. Κόντευε να φωτίσει όταν φθάσαμε. Οι δικοί μας είχαν ακούσει το ντουφεκίδι κι είχαν ανησυχήσει. Τους είπαμε όσα έγιναν. Πίστεψαν και το αστείο. Δεν κράτησε πολύ το αστείο. Τους φανερώσαμε την αλήθεια. Πέσαμε όλοι σε συλλογή. Ο Γιαλαμάς έκοψε τη σιωπή και είπε: «άντε πάμε να χαθούμε. Αφού και οι δικοί μας, μας κυνηγούν, λίγα είναι τα ψωμιά μας. Έτσι ξεπατώθηκε και η κλεφτουριά το 1805. Είχε δίκιο. Μέσα σε έξι μήνες σκοτώθηκαν όλοι κι έμεινε μόνον ο Ετεοκλής Δουμουλάκης. Είχε κι αυτός μαρτυρικό τέλος, έμεινε ο τελευταίος αντάρτης στο Μωριά, γράφω σ’ άλλο σημείο το τέλος του.

Ο Γιαλαμάς μετά από έξι μήνες περίπου, εκεί κοντά τραυματίστηκε σε ενέδρα. Τον έπιασαν, τον πήγαν στο χωριό του και τον σκότωσαν. Ο Βασίλης σκοτώθηκε ύστερα από προδοσία ενός συγχωριανού μας, τούκοψαν το κεφάλι και το κρέμασαν στο καμπαναριό του χωριού μας. Τον Κανατά, τον τραυμάτισαν έξω από τη Μεγαλόπολη. Αναγκάστηκε να παραδοθεί και τον σκότωσαν κάπου στο δρόμο από τη Μεγαλόπολη προς την Τρίπολη ή Τρίπολη - Σπάρτη. Τον Κατριβάνο τον εκτέλεσαν στην Καλαμάτα. Ήρθαν έτσι τα πράγματα και έμεινα εγώ γιατί έτσι το θέλησε ο Βυσίνσκυ. Ο Γιαλαμάς ήταν ο μόνος που είχε συνειδητοποιήσει τότε την καταστροφή. Εγώ πίστευα ακόμη σε χίμαιρες. Είχα τότε τυφλή εμπιστοσύνη στον Αρχηγό. Πίστευα ότι κάτι θα κάνει και γρήγορα θα βγούμε από αυτήν την κατάσταση. Περίμενα θαύματα όπως οι μάρτυρες του Ιαχωβά. Δεν λέω σαν τους Χριστιανούς γιατί αυτοί τώρα τόχουν ρίξει στο παπατζιδιλίκι.

Κόντευε να φωτίσει και δεν μας έπαιρνε η ώρα να φύγουμε μακρυά. Προτιμήσαμε την κορυφή του Αϊ Λια που έβλεπε γύρω - γύρω μακρυά. Λουφάξαμε στη θέση Τσαγγαράκη. Μας τάραξε το κρύο. Ακούσαμε ντουφεκιές κατά την Ψηλή Ράχη. Ήταν μεσημέρι. Σηκωθήκαμε και περάσαμε στο Ξεροβούνι απέναντι από το χωριό Γαράτζα. Εκεί περάσαμε τη μέρα. Το βράδυ κατεβήκαμε στο χωριό Αράχωβα. Εκεί μέσα στη νύχτα με γνώρισε μια εξαδέρφη της γυναίκας του αδερφού μου. Απ ’ αυτήν έμαθα φοβερά πράγματα. Έμαθα ότι είχαν συλλάβει τη μάνα μου και τον πατέρα μου που ήταν άρρωστος από ημιπληγία. Τον φόρτωσαν ευτυχώς σ ’ ένα μουλάρι κι αυτό γιατί κάποιος λοχαγός τον ρώτησε, ποιον ψήφιζε και ο πατέρας μου του είπε ότι ψήφιζε το γέρο Βενιζέλο. Φαίνεται ότι ο λοχαγός ήταν φιλελεύθερος. Έτσι ο πατέρας μου γλύτωσε το ξύλο και τα βασανιστήρια. Τους πέρασαν στρατοδικείο. Δίκασαν τον πατέρα μου είκοσι χρόνια φυλακή κι αθώωσαν τη μάνα μου.

Στον πατέρα μου έστησαν παγίδα. Εμφανίστηκαν στο χωριό, μια νύχτα, σαν αντάρτες και του πήραν κουβέντες. Ευτυχώς οι κουβέντες ήταν καλές. Όλη αυτή την σκηνοθεσία την έστησε ο εξυπνάκιας λοχαγός του Α2 σ’ ένα τάγμα. Λεγόταν Μοιράγιας από το χωριό Κολλίνες της Αρκαδίας. Ένας ανέντιμος άνθρωπος χωρίς φιλότιμο και ντροπή. Στην κατοχή βγήκε στο βουνό αλλά γρήγορα τα παράτησε και χώθηκε στο καβούκι του. Τώρα έγινε υπερπατριώτης και στήνει παγίδες σε άρρωστους γέρους.Μέσα στα πατριωτικά του καθήκοντα νόμισε ότι ήταν και η ληστεία. Άρπαξε από το σπίτι μου τη ραπτομηχανή της αδερφής μου, που την είχαμε ενθύμιο γιατί αυτή είχε πεθάνει. Άρπαξε ακόμη μια μηχανή από τον τσαγγάρη του χωριού τον Χρήστο Ζαχαρόπουλο ή Τσιόκα. Τον έκλεισε κιόλας στη φυλακή. Ο κύριος αυτός τώρα θα είναι υπερεθνικόφρων και θα παίρνει μεγάλο μισθό.

Τον αδερφό μου τον πήγαν εξορία κι άφησε πίσω στους πέντε δρόμους τη γυναίκα του με τρία παιδιά. Λήστεψαν το σπίτι μου. Σκότωσαν και το σκύλο μου. Γι ’ αυτό δεν τον βρήκα προχθές το βράδυ που πήγα σπίτι μου. Αργότερα έμαθα ότι την προηγούμενη νύχτα οι μάΰδες του χωριού έκαναν προβοκάτσια στο σπίτι του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Χτυπούσαν την πόρτα τη νύχτα και έκαναν τους αντάρτες. Ακόμη έμαθα από εκείνη τη γυναίκα ότι με είχαν για σκοτωμένο. Τότε εξήγησα όλα όσα συνέβησαν, όταν πήγα στο σπίτι μου. Έτσι εξήγησα τη συμπεριφορά της νύφης μου. Τι κρίμα! Παραλίγο να την σκοτώσω γιατί νόμισα ότι πέρασαν όλοι εναντίον μας.

Γυρίσαμε πίσω στο Τετράζι κι από εκεί κατεβήκαμε στη θέση Τσιούκα κοντά στο χωριό Γαράτζα. Εκεί ήταν τα μαντριά των Γιαλαμαΐων. Ήθελε ο Αντρέας να πάρει επαφή με τους δικούς του. Όλη μέρα οι Λυκουρεσαίοι μάϋδες, έψαχναν τις ρεματιές για μας. Μόλις νύχτωσε πήγε στο πέρα χωριό της Γαράτζας στον Άγιο Νικόλαο. Πήγε στο σπίτι της αδερφής του. Δεν τον καλοδέχτηκε. Πήρε μισό καρβέλι ψωμί και ένα μπουκάλι λάδι κι έφυγε. Της έδωσε ραντεβού νάρθει την άλλη μέρα στα μαντριά και να φέρει ψωμί: να βάλει μια τεψόπιττα μέσα στο τσουβάλι που θα κουβαλούσε φουσκί. Εκεί στα μαντριά είχαν αφήσει ένα τελεμένο αρνί. Δεν το πήραμε γιατί νομίζαμε ότι αν έρθουν και δεν το βρουν θα μας καταλάβουν. Αφήσαμε να πάρουμε πρώτα επαφή.

Την άλλη μέρα ήρθε η αδερφή του. Εμείς είμασταν στο δάσος. Δεν έφερε ψωμί. Πήρε και το αρνάκι κι έφυγε. Πήγαμε το βράδυ. Ψάξαμε για ψωμί δε βρήκαμε τίποτα. Τότε ο Αντρέας έγινε θηρίο. Αγανάκτησε με τη συμπεριφορά της αδερφής του. Τρομάξαμε να τον ησυχάσουμε. Του είπαμε πάλι καλά που δεν έφερε και τη χωροφυλακή. Τότε μας είπε για άλλη μια φορά «λίγα τα ψωμιά μας: Όλοι θέλουν να δουν τα κεφάλια μας κρεμασμένα από τ’ αυτί μας. Έχω γυναίκα και παιδί. Μάνα, Πατέρα, αδέρφια κι αδερφή. Όλους τους έχουν ρίξει στις φυλακές και στις εξορίες. Μόνο αυτή την άχρηστη άφησαν έξω για να ριμάξει το σπίτι του πατέρα μου. Αυτή και ο άντρας της είναι τέρατα, αφού έφθασαν στο σημείο ακόμη και το τελεμένο αρνί να πάρουν για να πεθάνω από την πείνα. Ποιά αδερφή θα έκανε ένα τέτοιο πράγμα, να μη δώσει ψωμί στον αδερφό της. Μια χάρη θέλω από εσάς. Αν σκοτωθώ κι όποιος από σας ζήσει να πει στα αδέρφια μου, στη μάνα μου και στον πατέρα μου, να μην πάνε ούτε στη χαρά της ούτε στη λύπη της. Να μην της πουν καλημέ-ρα ποτέ και να μην τους αφήσουν να πατήσουν το πόδι τους στο σπίτι μας. Αυτή δεν είναι αδερφή».

Τα γράφω τώρα γιατί ήταν απαίτησή του να το μάθουν οι δικοί του. Είδα και τα αδέρφια του και την αδερφή του όταν βγήκα από τη φυλακή μετά από δεκαέξι χρόνια. Τόπα μόνο στο μεγαλύτερο αδερφό του κι ας έκανε αυτός ότι νόμιζε. Είναι δύσκολη δουλειά να μεταφέρεις τέτοιες παραγγελίες. Σκέφτηκα να μην πω τίποτα. Κανένας δεν θα με έλεγχε. Δεν μπορούσα όμως να το κάνω. Ήταν απαίτηση ενός νεκρού συντρόφου μου. Αφού έτσι ήρθαν τα πράγματα να ζήσω μόνο εγώ, θα πρέπει να τελειώσω κι αυτές τις αποστολές, σ’ άλλους να μεταφέρω παραγγελιές, σ’ άλλους θλιβερά μαντάτα κι άλλα πολλά.

Ήταν δοκιμασία για μένα, και είναι ακόμη, κάθε φορά που ήμουνα υποχρεωμένος να κάνω αυτή τη δουλειά. Δεν πρέπει όμως να το κρύψω. Δοκίμασα, σε μερικές περιπτώσεις, αφάνταστη πικρία όταν κατάλαβα ότι οι συγγενείς ενός νεκρού στενοχωρήθηκαν γιατί έζησα εγώ και δεν σκοτώθηκα όπως ο δικός τους. Δεν μπορώ να καταλάβω τι θα κέρδιζαν αν χανόμουνα κι εγώ. Περισσεύει καμιά φορά η μικροψυχία. Αυτές είναι πολύ λίγες περιπτώσεις, μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ο πολύς κόσμος, όλος ο άλλος κόσμος που έμαθε ότι δεν σκοτώθηκα, ότι δεν εκτελέστηκα, χάρηκε. Όποιος με συναντά με αγκαλιάζει και με φιλά σα να φιλά το δικό του που χάθηκε. Κι όταν του μεταφέρω κάτι, έχει την εντύπωση ότι γυρίζω από εκείνον τον κόσμο που χάθηκε.

Η πολύχρονη φυλακή δημιούργησε ψευδαισθήσεις. Θυμάμαι στο χωριό μου όταν γύριζε κανένας από την Αμερική μετά από σαράντα χρόνια, έφερνε ειδήσεις για όλους ακόμη και γι’ αυτούς που είχαν πεθάνει εκεί στα ξένα. Οι δικοί τους εδώ ρωτούσαν να μάθουν λεπτομέρειες λες και έβλεπαν το δικό τους ή λες κι αυτός που τα διηγούνταν έρχονταν από τον κάτω κόσμο.

Προχθές, ακόμη, είχα μια τέτοια συνάντηση. Ένας αντάρτης της πολυβολαρχίας του Τσουκόπουλου, ο Κώστας Μαλαπέρδας από το χωριό Γλανιτσιά της Γορτυνίας, θυρωρός σε μια πολυκατοικία τώρα, παππούς πια, ήρθε να πληρωθεί από την εταιρεία. Δέκα χρόνια έρχονταν κάθε μήνα να πληρωθεί. Δέκα χρόνια εγώ του ετοίμαζα την απόδειξη. Δέκα χρόνια μ’ έβλεπε και δεν ήξερε ποιος είμαι. Δεν τόβαζε ο νους του γιατί είχε μάθει ότι σκοτώθηκα. Τόφερε η κουβέντα λοιπόν προχθές και διηγούνταν για το αντάρτικο. Έλεγε και για μένα. Τον ρώτησα αν τον ήξερε καλά, αν τον γνώριζε καλά αυτόν για τον οποίο μας έλεγε. Κι αυτός απάντησε με έκπληξη: «Άντε καϋμένε τώρα! Αλλοίμονο, τον Μπελά δεν γνώριζα; Καλύτερα από τον αδερφό μου». Όταν του είπα ότι είμαι εγώ, γούρλωσε τα μάτια και δεν το πίστευε. Πάνω στην αμηχανία του, είπε: «άντε ρε, αυτός ήταν παίδαρος, ποιόν πας να κοροϊδέψεις». Γελάσαμε. Γέλασε κι αυτός κι είπε: «μπερδεύτηκα ρε παιδιά, πάνε τριάντα χρόνια τώρα!» Νόμιζε λοιπόν κι αυτός ότι γύρισα πίσω από τον τάφο κι άρχισε να ρωτά για τον έναν και για τον άλλον ενώ ήξερε ότι είχαν σκοτωθεί.

Τότε λοιπόν, εκεί που είχαν φθάσει τα πράγματα, όλοι ήθελαν να χαθούμε, αν όχι όλοι οι πιο πολλοί. Κι ας γράφουν μερικοί που χώθηκαν στις Λαϊκές Χώρες και στη Σοβιετική Ένωση, ότι θέλουν. Αυτοί βρήκαν σπίτι, κρεβάτι και φαΐ, βρήκαν και κεχρί και τόριξαν στην γκρίνια και τους καυγάδες. Τώρα μερικοί βρίζουν αυτούς που τους φιλοξένησαν. Αχάριστοι και αναίσχυντοι. Είχε δίκιο ο Γιαλαμάς. Είχαμε γίνει βάρος, κουβαλάγαμε μαζί μας τη συμφορά για τους δικούς μας και για τους αντιπάλους μας. Αυτή είναι η μοίρα του νικημένου. Όλοι τον κατακρίνουν, όλοι τον γιουχαΐζουν, όλοι τον περιφρονούν. Λίγοι τον λυπούνται και τον συμπαθούν. Οι αντίπαλοι τον κλωτσούν γιατί τον νίκησαν. Οι δικοί του τον περιφρονούν γιατί δεν νίκησε, γιατί δεν τους χάρισε τη νίκη. Λίγο λογαριάζουν γιατί νικήθηκε. Κι ο νικημένος καλύτερα τόχει να τον μισούν παρά να τον λυπούνται, να τον συμπαθούν. Αλήθεια σας λέω,είναι μερικές φορές που η συμπάθεια και η λύπηση του άλλου είναι φορτίο χειρότερο από το μίσος του. Εγώ τόζησα αυτό, όπως και τόσοι άλλοι του Δημοκρατικού Στρατού, ειδικά στις φυλακές, τότε στις αρχές. Όταν θάρθει η σειρά θα δούμε και κείνη την υποδοχή.

Τώρα, το Μάρτη του 1949, όλοι μας αντιμετώπιζαν σαν να είχαμε χολέρα. Παντού κυνηγητό και γιούχα. Κι εμείς τόσο πεισματώναμε. Τα βάζαμε με όλους, παλεύαμε ενάντια σ’ όλους. Ακόμη και ο καιρός δεν έλεγε να φτιάξει. Ο καλός θεός, όπως έγραφε η ταγματασφαλίτικη εφημερίδα «Αλήθεια», της Τριπολιτσάς, που την έβγαζε ο δοσίλογος Τζαβέλλας, εξακολουθούσε να στέλνει το «θείο δώρο» δηλαδή το χιόνι.

Αποφασίσαμε να φύγουμε από κείνα τα μέρη και να γυρίσουμε στο Μαίναλο, στο σπίτι μας. Εκεί στα έλατά μας. Το βράδυ ο Αντρέας Γιαλαμάς πήγε στην πέρα Γαράτζα. Δεν πήγε στο σπίτι της αδερφής του. Ήταν επικίνδυνο. Πήγε πιο κάτω σ’ ένα γέρο. Δε θυμάμαι το όνομά του. Πήρε μια μυζήθρα και μισό καρβέλι ψωμί και γύρισε. Φύγαμε και την άλλη μέρα λημεριάσαμε ανάμεσα στα χωριά Βάστα - Ντερμπούνι ή Λύκειο, απέναντι από τη θέση Μαυρόγια. Ήταν εκεί κάτι πουρνάρια. Άχρηστο μέρος και επικίνδυνο. Εκεί μετά από πέντε μήνες περίπου σκοτώθηκε ο Βασίλης Παπακωνταντίνου, ξάδερφός μου από το χωριό Βάστα. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες σκοτώθηκε είναι άγνωστες στις λεπτομέρειες. Είναι σίγουρο όμως ότι δολοφονήθηκε ενώ κοιμόταν ή μόλις ξύπνησε.

Όλη τη μέρα καθόμασταν σ’ αναμμένα κάρβουνα γιατί το μέρος ήταν ακατάλληλο αφού δεν είχε καλή ή ανεκτή κάλυψη, δεν είχε ορατότητα και το κυριότερο δεν είχε δρόμο διαφυγής παρά μόνο προς τη θέση Καμπιά, ένα μικρό δάσος ανάμεσα Ίσιωμα Καρυών - Καλύβια Καρύων - Απιδίτσα. Περάσαμε ώρες αγωνίας μέχρι να γείρει ο ήλιος. Νύχτωσε κάποτε και βγήκαμε από τη λούφα. Πέσαμε στον κάμπο της Μεγαλόπολης και ψάχναμε για κάτι φαγώσιμο. Σ’ ένα μαντρί βρήκαμε μια καρδάρα γάλα. Τη ρουφήξαμε και μαλάκωσε το στομάχι μας. Σωστό βάλσαμο ήταν. Κάναμε όμως την κουταμάρα και δεν πήραμε ένα σφαχτό. Κι αυτό έγινε γιατί την άλλη μέρα λογαριάζαμε να λημεριάσουμε στο Βαγγικέϊκο κουμαρόλογγο ανάμεσα στα χωριά Μερζέ ή Εκκλησούλα και Βάγγου κι εκεί δεν μπορούσαμε να το ψήσουμε ή να το βράσουμε στο τρίκιλο. Υπολογίζαμε να πάρουμε από κει κανένα σφαχτό.

Λημεριάσαμε κάτω από τον Άγιο Λια το Μερζέϊκο. Όλη μέρα βλέπαμε το δρόμο Μεγαλόπολης - Βάγγου, Μεγαλόπολης - Καρύταινας, Μεγαλόπολης - Τρίλοφο κ.λπ. Συνεχώς κινούνταν στρατιωτικά αυτοκίνητα και στα Μαιναλοχώρια όπως και στα χωριά του κάμπου ακούγονταν πότε δω και πότε εκεί ντου-φεκίδι. Ο φασισμός γλεντούσε για την επιτυχία του. Πέτυχε γρήγορη και ανέλπιστη νίκη. Διέλυσε και εξόντωσε ένα τμήμα του Δημοκρατικού Στρατού από τα πιο δοκιμασμένα και πλαισιωμένο από τα πιο έμπειρα στελέχη που διέθετε ο Δημοκρατικός Στρατός. Δεν πίστευαν αυτοί ποτέ, ότι θα πετύχαιναν μια τέτοια νίκη. Δεν το πίστευαν, δεν το περίμεναν γιατί δεν ήξεραν, δεν γνώριζαν ότι η διοίκηση μας είχε κακά χάλια, είχε ανεπάρκεια που έφτανε τα όρια της ανυπαρξίας της. Ο μέραρχός μας ήταν άσχετος με τη δουλειά του. Το επιτελείο μας ποτέ δεν οργανώθηκε καλά, ποτέ δεν υπήρξε σαν όργανο και συνεπώς δε λειτούργησε σαν τέτοιο.

Η τελευταία αναδιάρθωση που είχε γίνει με τη μετάθεση του επιτελάρχη, Κώστα Κανελλόπουλου, μόνιμου λοχαγού του αστικού στρατού, στη διοίκηση της σχολής αξιωματικών και την τοποθέτηση του Γιώργη Κονταλώνη, σαν επιτελάρχη δεν άλλαξε την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί.

Ο Κονταλώνης σα διοικητής τμήματος ήταν από τους πιο καλούς. Άλλο πράγμα όμως διοικητής τμήματος κι άλλο επιτελάρχης. Άλλο πράγμα η διοίκηση ενός αντάρτικου τμήματος σ’ ένα καθορισμένο χώρο κι άλλο η επεξεργασία της τακτικής μιας μονάδας, που θα δράσει κάτω από ειδικές, εντελώς ιδιόμορφες συνθήκες, όπως αυτές που είχαν διαμορφωθεί τότε στο Μωριά: εξήντα χιλιάδες τακτικού στρατού, εθνοφρουρά, χωροφυλακή, εξοπλισμένος καλά με πορυβολικό τανκς αεροπλάνα κι άφθονα πυρομαχικά. Χιλιάδες Μάϋδες και δεξιούς οπλισμένους. Κοντά σ ’ αυτά η κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού, της παπαδοκρατίας, των παλιών πολιτικών τζακιών. Αποψίλωση της υπαίθρου από κάθε στοιχείο δημοκρατικό, πογκρόμ συλλήψεων, εκτοπίσεων. Πέντε στρατοδικεία που λειτουργούσαν ακόμη και τις Κυριακές. Και τέλος άφθονες εφεδρείες. Αυτές οι συνθήκες είχαν διαμορφωθεί τότε στο Μωριά. Αυτές έβαζαν τρομερά προβλήματα μπροστά στην ηγεσία μας.

Η αντιμετώπιση όλων αυτών των προβλημάτων, απαιτούσε το συντονισμό των προσπαθειών πολλών στελεχών και οργάνων στρατιωτικών και πολιτικών. Αυτόν τον συντονισμό και την ορχήστρωση έπρεπε να την κάνει ο Μέραρχος ή κάποιος που θα μπορούσε, στην πράξη, να τον παραμερίσει, να τον υπερπηδήσει, αφού αυτός ήταν άσχετος. Αυτή τη δουλειά δεν μπόρεσε να την κάνει ο Κονταλώνης. Ο Κονταλώνης δεν κατάλαβε τον πραγματικό του ρόλο δηλαδή να αντικαταστήσει στην ουσία το Μέραρχο. Όλα αυτά αποδείχνουν ότι είχε δίκιο ο Ρογκάκος όταν διαφώνησε με την γραμμή της μονοπρόσωπης καθοδήγησης δηλ. τη συγκέντρωση της κομματικής και στρατιωτικής ευθύνης σ’ ένα πρόσωπο. Ιδιαίτερα για το Μωριά που ήταν μια δύσκολη κι ιδιόμορφη περιοχή. Έτσι, από ένα χρόνο πριν, άρχισε η διαδικασία για τη γρήγορη, απότομη, αναπάντεχη και για μας και για τον εχθρό πτώση μας.

Τα έγραψα αυτά κι αλλού, τώρα όμως που έφθασα στην εξιστόρηση της τελευταίας φάσης, δηλαδή της φάσης μετά τις εκκαθαριστικές, πρέπει να τα ξαναγράψω, για να μπορέσει ο αναγνώστης να αντιληφθεί καλύτερα τα γεγονότα και να βγάλει δικά του συμπεράσματα. Υπενθυμίζω μερικά γεγονότα σημαδιακά, όπως η απώλεια του δεύτερου καϊκιού από ανοργανωσιά, η περιπέτεια του τρίτου καϊκιού, η απώλεια των μαχών στο μοναστήρι της Βλασίας, της Δημητσάνας, της Ζαχάρως τη τρίτη φορά, η τυφλή εφαρμογή της απόφασης της Ζαχαριαδικής ηγεσίας για τη συγκρότηση Ταξιαρχιών, χωρίς την απαιτούμενη υποδομή σε στελέχη σε μέσα και σε πείρα. Κοντά στα άλλα, αυτή η ηλίθια απόφαση μετέτρεπε το 30% των μάχιμων δυνάμεων, δηλαδή τις δυνάμεις που έμεναν στη διάθεση των Αρχηγείων, σε περιφερόμενους από χωριό σε χωριό ή και από κορυφή σε κορυφή αργόσχολους ζυμωτάδες, επιμελητές και καταναλωτές. Αυτές οι μονάδες ήταν ανίκανες για κάθε πολεμική δράση έτσι όπως είχε διαμορφωθεί η κατάσταση στο Μωριά, από την άποψη της διάταξης των δυνάμεων του εχθρού.

Ο εχθρός είχε οργανώσει μεγάλες βάσεις και κινείτο με δύναμη τάγματος και πάνω. Τι θα του έκανε ο ένας λόχος που διέθετε το κάθε Αρχηγείο; Μόνο αέρα για να μη συγκαίγεται, τίποτε άλλο. Άλλο σημαδιακό γεγονός είναι η έλλειψη κάθε προετοιμασίας του χώρου από την άποψη αποθεμάτων σε τρόφιμα. Όλα αυτά προετοίμασαν τη γρήγορη πτώση μας. Ήρθε και η ανυπαρξία σχεδίου για την αντιμετώπιση των εκκαθαριστικών και ολοκλήρωσε την καταστροφική προετοιμασία, τη διάλυσή μας χωρίς να δώσουμε σοβαρές μάχες. Η ήττα μας ήταν αναπόφευχτη, μετά από το συσχετισμό των δυνάμεων που δημιουργήθηκαν. Γι’ αυτό το συσχετισμό, καθοριστικό ρόλο έπαιξαν και τα λάθη στην περίοδο προετοιμασίας και έναρξης του ένοπλου αγώνα. Για τη διάλυσή μας όμως, εκτός από το συσχετισμό που διαμορφώθηκε, καθοριστικό ρόλο έπαιξαν και οι αιτίες που ανάφερα.

Βιαζόμασταν να μπούμε στο Μαίναλο να δούμε τι έχει απομείνει μετά την κοσμοχαλασιά. Είχαμε μάθει ότι σκοτώθηκε ο Σαρήγιαννης, ο Σταθάκης, ο Κανελλόπουλος, αλλά δεν έλεγαν τίποτα για Γκιουζέλη, Κονταλώνη. Ίσως να μην είχαν σκοτωθεί. Στο Μαίναλο γυρίζαμε τρεις μέρες να δούμε πια κατάσταση υπάρχει. Οι εχθρικές δυνάμεις είχαν εγκατασταθεί στη θέση Ραπούνι, Βλάχικα και στις Στεμνιτσιώτικες Λάκκες. Κάθε μέρα έκαναν εξερευνήσεις πότε δω και πότε εκεί. Αυτό δε μας παρεξένεψε. Ανησυχούσαμε όμως γιατί στα λημέρια μας, στα περάσματα, στα γούπατα δεν βλέπαμε ίχνη δικών μας. Τυχαία συναντήσαμε τους Ψυχαραίους, μια οικογένεια δίκιά μας παράνομη από το χωριό Χρυσοβίτσι. Ήταν τρία αδέρφια, μια αδερφή με τον άντρα της και τα παιδιά της και ο πεθερός της. Αυτοί μας είπαν μαύρα μαντάτα για πολλούς. Είχαν μάθει και ψέματα. Αυτοί μας έφεραν σ’ επαφή με τον Γκιουζέλη, Κονταλώνη, Πέρδικα που βρίσκονταν στο Μαίναλο.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου