Εισήγηση του Φοίβου Μακρίδη για το διήμερο εκδηλώσεων του Κέντρου Κοινωνικών Ιστορικών Μελετών Θεσσαλονίκης «Βαρδάρης» με θέμα την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τη ναζιστική κατοχή.
Το διήμερο πραγματοποιήθηκε στις 23&24/10/2016 με περιήγηση στην πόλη κι ανοικτή συζήτηση.
Από την απελευθέρωση μέχρι να φτάσουμε στη Συμφωνία της Βάρκιζας, η περίοδος έχει χαρακτηριστεί ως περίοδος «εαμοκρατίας». Όχι άδικα, μιας κι η μόνη αρχή επί της ουσίας ήταν οι απελευθερωτές της πόλης, δηλαδή οι δυνάμεις του ΕΑΜ, με την Ομάδα Μεραρχιών Μακεδονίας (ΟΜΜ) του Ευριπίδη Μπακιρτζή και του Μάρκου Βαφειάδη.
Αυτή η περίοδος δεν έχει εξεταστεί πολύ. Κατ’ αρχήν είναι αρκετά σύντομη περίοδος. Μόλις 2,5 – 3 μήνες κράτησε αυτό το καθεστώς, από τις αρχές Νοέμβρη ’44 μέχρι τα μέσα του Γενάρη ’45, όταν η εξέγερση των Δεκεμβριανών στην Αθήνα είχε ηττηθεί, κι οι αντάρτικες δυνάμεις της Θεσσαλονίκης παρέδιδαν την εξουσία στην – αναγνωρισμένη από τους Βρετανούς – αστική κυβέρνηση. Επίσης, είναι λίγες οι γραπτές πηγές που αναφέρονται αναλυτικά στα γεγονότα, ίσως λόγω του ότι βρίσκεται μεταξύ δύο μεγάλων ιστορικών περιόδων: την κατοχή και την αντίσταση που προηγήθηκε και τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε, ενώ τέλος, την ίδια περίοδο το κέντρο βάρους των ελληνικών εξελίξεων ήταν στην Αθήνα και στα Δεκεμβριανά.
Πέρα, όμως, από αυτές τις προβληματικές, έχει ενδιαφέρον να δούμε τι πολιτικές ακολούθησε αυτή η… «πρώτη φορά Αριστερά» στη Θεσσαλονίκη.
1944: έτος επανάστασης κι αντεπανάστασης
Το 1944 ήταν μία χρονιά που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως χρονιά επανάστασης κι αντεπανάστασης. Αυτό που καθορίζει περισσότερο τις εξελίξεις δεν είναι η έκβαση των μαχών, αλλά η σκέψη για το πώς θα είναι η επόμενη μέρα, αφού ηττηθούν κι αποχωρήσουν οι ναζί από την Ελλάδα.
Οι δυνάμεις του ΕΑΜ μαζικοποιούνται περισσότερο. Ο ΕΛΑΣ φτάνει να έχει 100.000 άμεσα διαθέσιμους κι έφεδρους αντάρτες στα βουνά και στις πόλεις. Τον Μάρτη ’44 – υπό ναζιστική κατοχή ακόμα – οργανώνονται εκλογές, στις οποίες υπολογίζεται ότι συμμετείχε 1 εκατομμύριο, εκλέγεται Εθνοσυνέλευση (Βουλή) και σχηματίζεται η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης, δηλαδή η «κυβέρνηση του βουνού».
Οι αστοί πολιτικοί, επιθυμούν την αναβίωση της προ του ’36 ελληνικής πραγματικότητας, της δημοκρατίας δηλαδή (με ή χωρίς βασιλιά) που υπήρχε πριν τη δικτατορία του Μεταξά. Το Συνέδριο του Λιβάνου (Απρίλης) και της Καζέρτας (Σεπτέμβρης) είναι εν ολίγοις οι προσπάθειες του αστικού καθεστώτος, να δεσμεύσει τις δυνάμεις του ΕΑΜ/ΚΚΕ να τους «παραχωρήσει» την εξουσία, μιας και δεν είχαν ούτε στρατιωτικές δυνάμεις ούτε το πολιτικό κύρος.
Όσον αφορά το ελληνικό ναζιστικό μπλοκ, μπορεί να δίνουν λυσσασμένες μάχες εναντίον των ανταρτών – ας μην ξεχνάμε ότι στις μεγαλύτερες σφαγές των ναζί, οι Έλληνες συνεργάτες τους ήταν στην πρώτη γραμμή – όμως, μπροστά στον κίνδυνο της «εαμοκρατίας», θα μεταπηδήσουν στη συνέχεια στο μπλοκ των αστών και των Άγγλων.
Όσο, λοιπόν, πλησιάζουμε στην… επόμενη μέρα, τόσο πιο έντονες γίνονται οι στρατιωτικές κι οι πολιτικές συγκρούσεις. Όσο πλησιάζει η… επόμενη μέρα, τόσο πιο επιτακτικός γίνεται ο αγώνας απ’ όλες τις μεριές.
Ποιος θα ελέγχει τη Θεσσαλονίκη;
Τέλη Οκτώβρη, λοιπόν, απελευθερώνεται κι η Θεσσαλονίκη. Οι αντάρτες δίνουν μάχες για να σώσουν βασικές υποδομές της πόλης, συγκρούονται με τους συνεργάτες των ναζί, απελευθερώνουν συνοικίες και τελικά όλη την πόλη.
Η συμφωνία του ΕΑΜ με τη νέα κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και τους Άγγλους είναι οι αντάρτικες δυνάμεις να μην μπουν ως απελευθερωτές στις μεγάλες πόλεις. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ έμειναν εκτός Αθήνας και δεν μπήκαν ούτε όταν άρχισαν τα Δεκεμβριανά, αφήνοντας τον ΕΛΑΣ Αθήνας να δίνει μόνος του τις μάχες έναντι των Άγγλων.
Στη Θεσσαλονίκη, όμως, η ΟΜΜ, δηλαδή το αρχηγείο των αντάρτικων δυνάμεων, θα μπει στην πόλη, θα εγκατασταθεί στο Γ’ Σώμα Στρατού και θα αποτελέσει την πραγματική εξουσία για τους επόμενους μήνες.
Αν και τυπικά η εξουσία βρισκόταν στους αντιπροσώπους της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, δεν μπορούσαν να ελέγξουν τίποτα. Η στρατιωτική δύναμη των Άγγλων ήταν μόλις μία μεραρχία, που αποτελούνταν από Άγγλους κι Ινδούς (η Ινδία τότε αποτελούσε αγγλική αποικία) κι αποτελούνταν από 5.000 άνδρες, οι οποίοι έφτασαν στην πόλη στις 13 Νοεμβρίου. Παρότι οι Άγγλοι απαίτησαν να εγκατασταθούν αυτοί στο Γ’ Σώμα Στρατού, ο χώρος που τους δόθηκε ήταν το Καραμπουρνάκι και μάλιστα, η ΟΜΜ είχε εγκαταστήσει φρουρές επίσημα για να τους «προφυλάσσουν», στην πραγματικότητα για να τους περιορίσουν.
Στις 13 Νοέμβρη επίσης, φτάνει στην πόλη ο Γενικός Διοικητής Κεντρικής Μακεδονίας, διορισμένος από την επίσημη κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας Γεώργιος Μόδης. Αντιλήφθηκε κι ο ίδιος γρήγορα ότι ήταν διοικητής μόνο στον τίτλο. Στις αναμνήσεις του σημειώνει ότι «δεν είχε ούτε έναν χωροφύλακα» και συνεχίζει λέγοντας ότι «και αυτός ο ακόλουθός μου ήταν νεαρός Ελασίτης!».
Η ΟΜΜ αναγνωρίζει έστω και τυπικά την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, μέχρι το ξέσπασμα των Δεκεμβριανών, οπότε και την κήρυξε εκτός νόμου.
Πρόγραμμα λαοκρατίας
Ίσως ο πιο σημαντικός παράγοντας που μαζικοποίησε το ΕΑΜ ήταν το γεγονός ότι πέρα από τον σοβαρό απελευθερωτικό αγώνα που έδινε, έδινε κι ένα όραμα στην κοινωνία για την επόμενη μέρα της κατοχής. Ένα όραμα για μια πραγματική δημοκρατία, που δεν είχε να κάνει με την σαθρή κοινοβουλευτική δημοκρατία της δεκαετίας του ’30. Το πρόγραμμα του ΕΑΜ ήταν στην πραγματικότητα ένα προοδευτικό φιλολαϊκό πρόγραμμα, που «φλέρταρε» με τον σοσιαλισμό. Στα μάτια, όμως, των καπιταλιστικών δυνάμεων, το ΕΑΜ αντιπροσώπευε μια καθαρή «κομμουνιστική» απειλή.
Σ’ αυτούς τους μήνες της εαμοκρατίας στη Θεσσαλονίκη, το ΕΑΜ είχε την ευκαιρία να κάνει τα πρώτα βήματα του προγράμματος της «λαοκρατίας» του. Και τα βήματα αυτά, είχαν σαφή ταξική κατεύθυνση.
Φορολογία στους πλούσιους κι άνοιγμα καταστημάτων
Όταν ανέλαβε το ΕΑΜ, μπορεί να υπήρχε μια μεγάλη ευτυχία στις λαϊκές μάζες, αλλά την ίδια ώρα έτρεχαν – όπως συνέβαινε σ’ όλη την Ελλάδα – πολύ σημαντικά οικονομικά προβλήματα. Η δραχμή επί της ουσίας είχε χάσει την αξία της κι ο καθημερινός ανεφοδιασμός ήταν μια ανάγκη που έπρεπε να οργανωθεί από την αρχή.
Προκειμένου να πιεστεί η εαμική εξουσία της Θεσσαλονίκης, η οικονομική ελίτ, η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας κι οι Άγγλοι, χρησιμοποίησαν μεθόδους οικονομικού αποκλεισμού, ώστε να γιγαντωθούν οι ελλείψεις και να στραφεί η οργή του κόσμου προς το ΕΑΜ.
Ο Οργανισμός Περίθαλψης και Αποκατάστασης των Ηνωμένων Εθνών (United Nations Relief and Rehabilitation Administration), που είναι γνωστός ως ΟΥΝΡΑ (από τα αρχικά UNRRA) διέκοψε τον ανεφοδιασμό που παρείχε σε τρόφιμα. Την ίδια ώρα η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας σταμάτησε να παρέχει τα χρηματικά ποσά που ήταν αναγκαία ακόμα και για την πληρωμή των δημόσιων και δημοτικών υπαλλήλων.
Το ΕΑΜ αφενός στηρίχθηκε στην αλληλεγγύη που έδειξε ο κόσμος της επαρχίας, που στήριξε έμπρακτα τον ανεφοδιασμό, δίνοντας ψωμί στις επιτροπές του ΕΑΜ, το οποίο μπόρεσε να εξασφαλίσει πάνω από μισό κιλό ψωμί στον καθένα και να καλύψει έτσι τις βασικές τροφικές ανάγκες του πληθυσμού.
Ένα ακόμα μέτρο που πάρθηκε προκειμένου να καλυφθούν οι μισθοί των δημόσιων και δημοτικών υπαλλήλων ήταν η έκτακτη φορολόγηση εύπορων εμπόρων. Αυτή η κίνηση ενόχλησε αυτά τα στρώματα που αρνήθηκαν την καταβολή των φόρων.
Μια εξουσία κι ένα κράτος υφίσταται όταν από τη μία νομοθετεί κι από την άλλη έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει τη δικιά της νομοθεσία. Στην περίπτωση της εαμοκρατίας, το ΕΑΜ, πέρα από τα διατάγματα που έβγαζε, έδειξε τη διάθεση να εφαρμόσει μέσα από τις δικές του δομές, τα μέτρα που θα μπορούσαν να επωφελήσουν το λαό.
Μπροστά, λοιπόν, στο λοκ άουτ των εμπόρων, το ΕΑΜ έστελνε επιτροπές, οι οποίες άνοιγαν τα καταστήματα των εμπόρων που είχαν αρνηθεί την καταβολή της έκτακτης φορολογίας κι έπαιρναν σε προϊόντα ό,τι αντιστοιχούσε στη φορολογία. Ενίοτε γινόντουσαν και συλλήψεις, προκειμένου να καμθεί η αντίσταση των εμπόρων.
Ένα ακόμα οικονομικό μέτρο που πήρε η εαμική εξουσία στη Θεσσαλονίκη ήταν η κατάσχεση από την τράπεζα ενός ποσού 10.000 – 12.000 χρυσών λιρών. Μια μορφή «εθνικοποίησης» του τραπεζικού κεφαλαίου, χωρίς να αφορά όλες τις χρυσές λίρες που υπήρχαν στην τράπεζα. Ας σημειώσουμε, μάλιστα, ότι όταν μιλάμε για αποθέματα σε χρυσές λίρες επί ναζιστικής κατοχής, ας μη φανταζόμαστε ότι πρόκειται για τους «κόπους μιας ζωής» βιοπαλαιστών εργατών και μικρομεσαίων…
Τελικά, όμως, ύστερα από τις έντονες πιέσεις των Άγγλων και την υποχωρητική στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ στην Αθήνα, αυτό το μέτρο ακυρώθηκε.
Αποκατάσταση Εβραίων
Στα χρόνια της κατοχής έχουμε την έξαρση του αντισημιτισμού. Απ’ τους 50.000 περίπου Εβραίους που ζούσαν στη Θεσσαλονίκη, μετά τον πόλεμο επέστρεψαν μόλις 2.000, με τη πλειοψηφία να εξολοθρεύεται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Άουσβιτς και του Μπιρκενάου.
Το Ολοκαύτωμα των Εβραίων συμπεριλάμβανε τη φυσική εξόντωση του εβραϊκού πληθυσμού και τη δημόσια παρουσία τους (βλ καταστροφή εβραϊκού νεκροταφείου). Την ίδια ώρα, όμως, το Ολοκαύτωμα εξυπηρέτησε οικονομικά και κάποιους «πρόθυμους». Μάλιστα, οι ναζιστικές αρχές είχαν δημιουργήσει την Υπηρεσία Διαχείρισης Ισραηλιτικών Περιουσιών, ώστε να ‘ναι πλήρης και νόμιμη η λεηλασία και το πλιάτσικο των εβραϊκών περιουσιών.
Η εαμική εξουσία άρχισε να αποκαθιστά τους Εβραίους που επέστρεφαν στη Θεσσαλονίκη. Σε κάποιες περιπτώσεις, η επανεγκατάσταση των Εβραίων στα σπίτια τους ή τα μαγαζιά τους έγινε αυθόρμητα, μιας και πλέον δεν υπήρχε ο φόβος. Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, το ΕΑΜ, που διέθετε καταλόγους με τις εβραϊκές περιουσίες, παρενέβαινε κι αποκαθιστούσε τους Εβραίους που διεκδικούσαν πίσω τις περιουσίες τους. Σύνολο σαράντα με πενήντα περιουσίες δόθηκαν στους Εβραίους Θεσσαλονικείς, ύστερα από παρέμβαση του ΕΑΜ, χωρίς να υπολογίζεται ο αριθμός της αυθόρμητης ανάκτησης από τους ίδιους τους Εβραίους.
Ας σημειώσουμε ότι την περίοδο της εαμοκρατίας οι Εβραίοι που εμφανίζονταν ήταν αυτοί οι λίγοι που είχαν παραμείνει κρυφά στη Θεσσαλονίκη ή στην υπόλοιπη Ελλάδα κι αυτοί που είχαν ανέβει στο βουνό μαζί με τους αντάρτες. Οι επιζώντες του Ολοκαυτώματος που βρίσκονταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, άρχισαν να επιστρέφουν στη Θεσσαλονίκη μετά τον Μάη του ’45, λίγους μήνες δηλαδή μετά τη λήξη της εαμοκρατίας. Ολόκληρο το 1945, λοιπόν, και με πολλούς περισσότερους να επιστρέφουν, υπήρχαν μόλις 37 περιουσίες που αποδόθηκαν πίσω στους Εβραίους ιδιοκτήτες τους.
Γιατί δεν είχαμε Δεκεμβριανά;
Κλείνοντας, ένας από τους προβληματισμούς που μπαίνει μελετώντας την περίοδο της εαμοκρατίας είναι το γιατί, ενώ στην Αθήνα είχαμε έντονες μάχες με τα Δεκεμβριανά, στη Θεσσαλονίκη είχαμε μια επιφανειακή ηρεμία, με την καθημερινή ζωή να βρίσκει ρυθμούς και να ‘χουμε ακόμα και νέες θεατρικές παραστάσεις, όπως συνέβη με την παράσταση «Ρήγας ο Βελεστινλής», από το νεοσύστατο Λαϊκό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, που είχε ιδρυθεί από ανθρώπους του θεάτρου, ανάμεσά τους κι ο Μάνος Κατράκης. Γιατί στην Αθήνα είχαμε την κορύφωση της σύγκρουσης με τους Άγγλους, ενώ στη Θεσσαλονίκη δεν έπεσε ούτε ένας πυροβολισμός μεταξύ τους; Γιατί η Αθήνα ηττήθηκε κι η Θεσσαλονίκη φαινόταν να κερδίζει τη μάχη; Γιατί η ΟΜΜ ενώ κήρυξε εκτός νόμου την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, δεν προχώρησε στον αφοπλισμό των Άγγλων – που σκότωναν τον αθηναϊκό λαό την ίδια ώρα – και περιορίστηκε μόνο σε μαζικά συλλαλητήρια ακόμα και γενικές απεργίες, ως συμπαράσταση; Και γιατί ακόμα οι Άγγλοι, που ενώ στην Αθήνα συμπεριφέρθηκαν σαν να ‘ναι στρατός σε κατεχόμενη πόλη (όπως συμβούλευε κι ο ίδιος ο Τσώρτσιλ), στη Θεσσαλονίκη δεν κινήθηκαν από το Καραμπουρνάκι; Αυτά τα ζητήματα θίγουν κρίσιμα πολιτικά ζητήματα και ξεπερνούν τις προσωπικές διαθέσεις του τάδε καπετάνιου και του δείνα συνταγματάρχη.
Οι Άγγλοι κατά την περίοδο της ναζιστικής κατοχής ήταν πάντα μπροστά στο εξής δίλημμα: να στηρίξουμε ή όχι τον ΕΛΑΣ; Από τη μία οι «πολιτικοί» Άγγλοι δεν τον ήθελαν, γιατί τους τρόμαζε η προοπτική μιας εαμικής Ελλάδας, από την άλλη οι «στρατιωτικοί» Άγγλοι καταλάβαιναν ότι ήταν η μοναδική δύναμη για σοβαρή στρατιωτική δράση. Έτσι, από τις αρχές του 1944 εντείνονται οι πιέσεις προς το ΕΑΜ να συνθηκολογήσει μαζί τους.
Καταλάβαιναν ότι θα ‘ταν αδύνατο, εν μέσω κλιμάκωσης του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, να καταστείλουν στρατιωτικά έναν αντάρτικο στρατό με οργανωμένο δίκτυο στις πόλεις και μαζικές λαϊκές εκδηλώσεις υποστήριξης σ’ όλα τα στρώματα της κοινωνίας. Γι’ αυτό στράφηκαν προς μια «πολιτική» λύση, που δεν ήταν τίποτα άλλο από την πίεση προς το ΕΑΜ να παραδώσει τα όπλα και την εξουσία.
Όμως, το ΕΑΜ γιατί οδηγήθηκε στη συνθηκολόγηση; Το ΚΚΕ από τη μία αντιμετώπιζε έναν τουλάχιστον δισταγμό από τη Σοβιετική Ένωση, όσον αφορά το ζήτημα της κατάληψης της εξουσίας. Οι συζητήσεις που άνοιγαν σε διεθνές επίπεδο άφηναν «έκθετο» τον ελληνικό λαό, που δε θα αποφάσιζε αυτός για τη μοίρα του, αλλά οι συμφωνίες των Συμμάχων.
Το ΚΚΕ, επίσης, από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 είχε στραφεί σε μια πολιτική συμφιλίωσης με το «προοδευτικό» τμήμα της αστικής τάξης, που στη συγκεκριμένη περίπτωση μεταφραζόταν σε συμμαχία με τους Άγγλους εναντίον των Γερμανών. Χωρίς να πρέπει να προκαταβάλουμε ότι κάθε συμμαχία με μερίδα του αστικού κόσμου είναι «ανίερη», αποδείχθηκε ότι προκειμένου να επιτευχθεί αυτή η συμμαχία, το ΚΚΕ ήταν διατεθειμένο να εγκαταλείψει το πρόγραμμά του και να αφήσει ακόμα και τον Γεώργιο Παπανδρέου να γίνεται ο εκφραστής της «λαοκρατίας».
Έτσι, μετά την απελευθέρωση το ΕΑΜ καταλήγει να δίνει μάχες όχι για την πραγματική λαϊκή εξουσία, αλλά για τους εσωτερικούς πολιτικούς συσχετισμούς. Η Αθήνα θα πέσει και στη συνέχεια το ΕΑΜ θα παραδώσει την εξουσία και στη Θεσσαλονίκη.
Η περίοδος της εαμοκρατίας κλείνει, η Δεξιά ενσωματώνει στους κόλπους της κάθε αντικομμουνιστή, η «λαοκρατία» απομακρύνεται κι οι πραγματικοί απελευθερωτές της πόλης θα βρεθούν να είναι αυτοί οι ηττημένοι.
Διαβάστε
- Μάρκος Βαφειάδης, Απομνημονεύματα, Β’ τόμος (1940 – 1944), εκδόσεις Νέα Σύνορα Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα, 1985.
- Μαρκ Μαζάουερ, Θεσσαλονίκη πόλη των φαντασμάτων, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2006.
- Γιάννης Δ. Στεφανίδης, Η «ερυθρά συμπρωτεύουσα». Η κυριαρχία του ΕΑΜ στη Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος 1944 – Ιανουάριος 1945, δημοσιεύθηκε στον συλλογικό τόμο Μακεδονία και Θράκη 1941 – 1944: Κατοχή – Αντίσταση – Απελευθέρωση (διεθνές συνέδριο), εκδόσεις Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη, 1998.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου