29.8.16

Δημήτρη Κουσουρή: «Δίκες των Δοσιλόγων, 1944-1949. Δικαιοσύνη, Συνέχεια του Κράτους και Εθνική Μνήμη». Μέρος 4ο

Για να σχηματίσουμε μια καλύτερη εικόνα του εθνικού αφηγήματος που διαμορφωνόταν, θα ήταν χρήσιμο να αντιπαραβάλουμε τα όσα λέγονταν στις δίκες με τα όσα γράφονταν στις εφημερίδες.

Οι δημοσιογράφοι που είχαν κληθεί να αναπαραστήσουν την εμπειρία του αντιστεκόμενου έθνους εκφράζονταν ταυτόχρονα, για το ίδιο θέμα, και στις εφημερίδες τους – ενίοτε μάλιστα και σε συνέχεια των όσων είχαν διαμειφθεί νωρίτερα. στις επ’ ακροατηρίου συζητήσεις. Η πιο εύγλωττη αντιπαράθεση ήταν μάλλον εκείνη του Ράλλη με τον διευθυντή της Ελευθερίας, κατά την εξέταση του τελευταίου.

Ο Ράλλης είχε αναφερθεί σε έναν πρώην στρατηγό 1 των Ταγμάτων της Εύβοιας, ο οποίος υπηρετούσε ακόμα σε κάποιο γειτονικό τμήμα, προκειμένου να υπογραμμίσει τους δεσμούς του τρέχοντος μηχανισμού με εκείνον της Κατοχής.
Περίπου μία εβδομάδα αργότερα, η εφημερίδα επιβεβαίωσε και κατήγγειλε το γεγονός, αποκαλύπτοντας έτσι το βασικό διακύβευμα της δεδομένης χρονικής στιγμής, που δεν ήταν άλλο από τον έλεγχο των μηχανισμών ασφαλείας του κράτους.

Ταυτόχρονα, δύο εκδοτικά σημειώματα της ίδιας εφημερίδας. που έκαναν τον απολογισμό των καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας, αποθέωναν την αντίσταση: τη χαρακτήριζαν «ωραιότερα εκδήλωσιν του λαού», που ο αυθόρμητος χαρακτήρας της είχε πάρα όλες τις μορφές, «από την αστραπή του μίσους εις το βλέμμα μέχρι του τολμηροτέρου σαμποτάζ».
Ήταν φανερό ότι επιδίωκαν κυρίως να πολιτικοποιήσουν το παρόν αποπολιτικοποιώντας το παρελθόν.

«Ή έφεσις τής άντιστάσεως καί ή άντίστασις προϋπήρξαν τής όργανωμένης προσπάθειας διά τήν διοχέτευσιν της σέ ώρισμένη κοίτη. Αν ή ηγεσία τής άκρας άριστεράς δέν ήτο τυφλή καί κατόρθωνε νά άνέλθη εις τό ύψος τής αγνότητος καί τής αυτοθυσίας τού λαού αυτού ή άπόδοσις -ή όποια είναι ήδη θαυμαστή- θά ήτο μεγαλυτέρα. Καθ’ ον χρόνον ή άκρα αριστερά έξεμεταλεύετο τήν διάχυτην αγωνιστικήν διάθεσιν τού έλληνικοϋ λαού, ή άκρα δεξιά έδιδε τους προδότας κυβερνήτας -πολιτικούς και στρατιωτικούς- τούς δειλούς άμεριμνοαμέριμνους. τούς άηδεϊς θαυμαστάς τής γερμανικής "κουλτούρ" και ισχύος και τούς καιροσκόπους τής πολιτικής όμφαλοσκοπίας. Προδοσία ή αδράνεια. Αύτή ύπήρξεν ή συμβολή τής ηγεσίας της άκρας δεξιάς κατά τήν διάρκειαν τής κατοχής. Διά τούτο καί τώρα είναι τόσον συγκινητική ή αλληλεγγύη καί ή συμπάθεια τήν όποια -έκτός έλαχίστων τιμητικών καί ευοίωνων έξαιρέσεων- αίσθάνεται ή άκρα δεξιά πρός τούς προδότας». 2

Αυτοί οι τελευταίοι.
«μικροί καί ανάξιοι δέν έτόλμων νά έμφανιστοϋν μετά τήν Άπελευθέρωσιν. Τήν ευκαιρίαν τούς τήν έδωσεν ή ανόητος έπανάστασις. Καί άρνούνται τήν αξίαν τού έθνικοαπελευθερωτικού άγώνος. Ωσάν αυτός νά ήταν έργον τών δεκασχιλίων ένόπλων πού έκαμαν τήν έπανάστασιν καί όχι όλοκλήρου του λαού ». 3

Παρουσιάζοντας την αντίσταση ως λαϊκό κίνημα τεράστιο και πολύμορφο, η σύνταξη της εφημερίδας πρότεινε επίσης μια νέα τριμερή κατηγοριοποίηση. που περιελάμβανε: α) την ένοπλη αντίσταση των ανταρτών ελεύθερων σκοπευτών, β) τη λαϊκή αντίσταση, δηλαδή τις διάφορες μορφές πολιτικής ανυπακοής, τις διαδηλώσεις και τις μαζικές απεργιακές κινητοποιήσεις- και. γ) τον μυστικό πόλεμο στις πόλεις. δηλαδή τα δίκτυα κατασκοπίας, τον παράνομο Τύπο, την οργάνωση σαμποτάζ και αποδράσεων.

Βάσει αυτής της κατηγοριοποίησης γινόταν και μια γενικότερη αποτίμηση, σύμφωνα με την οποία όσοι είχαν εργαστεί για τον «άγνωστο πόλεμο» αποτελούσαν το τέλειο και υπέρτατο πρότυπο του εθνικού αγωνιστή. 4 Τούτη η αποτίμηση είχε αποτέλεσμα να ανατραπεί η αξιακή ιεραρχία της εαμικής αντίστασης. Υπέρτατη αξία δεν ήταν πλέον η μαζική κινητοποίηση και ο λαϊκός στρατός που είχαν προκαλέσει επαναστατική ρήξη στην Κατοχή· ήταν, αντιθέτως,  ο αγώνας των κλειστών ομάδων πληροφοριών και κατασκοπίας,  εκείνων των εκπροσώπων των εθνικών ελίτ που στελέχωναν τα δίκτυα των Συμμάχων.

Και. αν η ηθική τους ανωτερότητα είχε να κάνα με το γεγονός ότι δεν τους δόθηκε το δικαίωμα να διεκδικήσουν ή να πανηγυρίσουν δημοσίως τον πατριωτισμό τους, τώρα που η Κατοχή είχε τελειώσει, είχε έρθει γι' αυτούς η στιγμή να κερδίσουν μια θέση στο εθνικό πάνθεον. Άλλωστε, η ιδιοποίηση του αντιστασιακού βιώματος από εκείνες τις ελίτ είχε ήδη ξεκινήσει από το ίδιο έντυπο, με τη συστηματική δημοσίευση, επί έξι μήνες, μιας σειράς καθημερινών άρθρων με τίτλο «Τέσσερα χρόνια άγνωστης ιστορίας»: από τον Μάρτιο έως τον Αύγουστο, η Ελευθερία έγραφε καθημερινά την ιστορία της Κατοχής, από την οπτική γωνία της εξόριστης κυβέρνησης του Κάιρου και των Βρετανών συμμάχων.

Έτσι, ενώ ο παράνομος Τύπος και τα παράνομα δίκτυα έβγαιναν στο φως, τα πλήθη των αγωνιστών του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα επέστρεφαν στη σκιά. Κατά τη διάρκεια της άνοιξης του 1945 επικράτησε η αναφορά στην εμπειρία της μάχης εναντίον του κατακτητή να γίνεται μέσω σύνδεσης με την ευρωπαϊκή εμπειρία, και με τον γαλλικής κοπής όρο «αντίσταση» αντί «εθνικοαπελευθερωτικός» ή «πατριωτικός» αγώνας. Το υποκείμενο της αντίστασης ήταν τώρα, γενικώς και αορίστως. «η Ελλάς»:

«Πρώτη από όλας τάς κατεχομένας χώρας ήρχισεν ή Ελλάς τήν άντίστασιν. Οί συνετοί την έσυμβούλευον. Οι δειλοί τήν άπέτρεπον. Οί άνανδροι την ήπείλουν. Δεν ήκουσε κανέναν. Καί εις μίαν ύπερτάτην άνάτασιν, που έπί γενεάς γενεών πρέπει νά γεμίζη υπερηφάνειαν τους "Ελληνας έδωσε τό πάν. χωρίς υπολογισμόν καί χωρίς μικρότηταν. Συνετοί, ή δειλοί ή άνανδροι ήσαν οί έκ παραδόσεως αρχηγοί της. Τους ήγνόησεν όλους καί έβάδισεν μόνη της». 5

Ως ενιαία και αδιαίρετη οντότητα, το «αγωνιζόμενο έθνος» παρέμενε δίχως πρόσωπο. Μοναδικό σημείο αναφοράς πλέον, «οι κατεχόμενες χώρες» για το παρελθόν, «αι συμμαχικαί δυνάμεις» για το παρόν. Την ώρα της ανοικοδόμησης της χώρας το τεράστιο ουτοπικό φορτίο που είχε τροφοδοτήσει τα κινήματα της αντίστασης όφειλε να διοχετευθεί σε νέα, ομαλή κοίτη, ώστε να επιτρέψει τη «δημιουργία νέων βάσεων, διά μίαν νέαν ζωήν σύμφωνην μέ τους πόθους όχι μιάς μαύρης μειοψηφίας άλλά τής απεράντου καί λευκής πλειοψηφίας τού έλληνικού λαού. ό όποιος χωρίς ήγέτας χωρίς συνθήματα. χωρίς ένίσχυσιν, άπεδύθη από τής πρώτης ημέρας εις τόν ώραιότερον αγώνα τής Ιστορίας του και τον  έκέρδισε».6

Με αυτό τον τρόπο, ο διαχωρισμός της κεφαλής από τον κορμό του έθνους ολοκληρωνόταν. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή της ιστορίας, το αγωνιζόμενο έθνος, η «απέραντος και λευκή πλειοψηφία του ελληνικού λαού», όφειλε να περάσει στην Ιστορία ως ακέφαλο σώμα.

Ωστόσο, η απόσταση που χώριζε αυτή τη μυθική αναπαράσταση του έθνους ως οργανισμού ενιαίου και αδιαίρετου από την πραγματική εμπειρία της Κατοχής, αλλά και από την εσωτερική πολιτική σύγκρουση που βρισκόταν σε εξέλιξη, ήταν μεγάλη. Επομένως, η ανασύνθεση της αντιστασιακής εμπειρίας, που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα του δικαστηρίου, είχε να διανύσει πολύ δρόμο ακόμα για να διαδοθεί και έξω από τα όριά της.

Οι μάρτυρες υπεράσπισης και η υπεράσπιση του καθεστώτος

Αφού ολοκληρώθηκαν οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, η συνέχεια απαιτούσε προσεκτικούς χειρισμούς από το δικαστήριο. Προτείνοντας έναν κατάλογο με περισσότερους από 200 μάρτυρες υπεράσπισης, μεταξύ των οποίων πολιτικοί της προπολεμικής περιόδου, βιομήχανοι, μητροπολίτες, ακόμα και μέλη φιλοβρετανικών αντικομμουνιστικών οργανώσεων. Οι κατηγορούμενοι θεωρούσαν ότι η πολυαναμενόμενη «ώρα των αποκαλύψεων» που θα αποδείκνυαν την αθωότητά τους είχε επιτέλους φτάσει.

Η αίσθηση πως οι δοσίλογα δεν είχαν και πολλά να φοβηθούν από τη Δικαιοσύνη ενισχύθηκε από μια καταδικαστική απόφαση εις  βάρος του πρώην πράκτορα των Ες Ες Ιάσονα Μανδηλάρη. η οποία εκδόθηκε στις 10 Μαρτίου 1945.
Αντίθετα από τη μεγάλη δίκη των κυβερνήσεων, οι δίκες του Ε' Τμήματος του Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων Αθηνών εστίαζαν αυστηρά στον ποινικό χαρακτήρα των υποθέσεων. Οι κατηγορίες που βάρυναν τον κατηγορούμενο βασίζονταν στα εδάφια 4. 6 και 7 του άρθρου 1 του νόμου «περί κυρώσεων»: ο Μανδηλάρης κατηγορούνταν ότι είχε οπλιστεί από τον κατακτητή και είχε εκουσίως τεθεί στην υπηρεσία του, καθώς και ότι είχε καταδώσει Έλληνες πολίτες για την αντιστασιακή τους δράση. 

Στο δικαστήριο έγινε αμέσως φανερό εκείνο που όλοι γνώριζαν, πως δηλαδή ο Μανδηλάρης είχε προφίλ ποινικού εγκληματία. Οι μάρτυρες κατηγορίας που παρέστησαν, Αθηναίοι αστοί ως επί το πλείστον, τον περιέγραψαν ως πράκτορα που είχε καταταγεί σαν διερμηνέας στις τάξεις των ελληνικών Ες Ες. Είχε καταδώσει πολλά μέλη αντιστασιακών οργανώσεων και συμμαχικών κατασκοπευτικών δικτύων, και είχε συμμετάσχει ενεργά στη σύλληψη και τον βασανισμό τους.

Το δικαστήριο διατύπωσε έξι βασικές κατηγορίες, που αφορούσαν τις παραπάνω πράξεις. Ωστόσο, η απουσία μαρτύρων από τον χώρο του ΕΑΜ. η οποία οφειλόταν πιθανότατα στο κύμα τρομοκρατίας που είχε ξεσπάσει εναντίον τους εκείνες τις εβδομάδες, καθώς και οι ανακρίβειες του εκτενούς κατηγορητηρίου που είχε συνταχθεί εσπευσμένα τις πρώτες ημέρες της Απελευθέρωσης, έδωσαν στο δικαστήριο την ευκαιρία να κάνει επίδειξη νομικού σχολαστικισμού.

Ο Μανδηλάρης εντέλει αθωώθηκε «λόγω αμφιβολιών» για πέντε από τις βασικές πράξεις που τον βάρυναν κατά το κατηγορητήριο, και οι οποίες είχαν να κάνουν κυρίως με εν ψυχρώ δολοφονίες μελών του ΕΛΑΣ στα γερμανικά μπλόκο, ή με εκτελέσεις αμάχων στα συλλογικά αντίποινα.
Στο τέλος, απαλλάχθηκε «λόγω αμφιβολιών» και από την κατηγορία ότι υπήρξε κατάσκοπος του εχθρού, έγκλημα που τιμωρούνταν με την εσχάτη των ποινών. Η ετυμηγορία καταδίκαζε τον κατηγορούμενο, σύμφωνα με τους όρους της Συντακτικής Πράξης υπ’ αριθ. 6. σε μόνο είκοσι έτη κάθειρξης, προκαλώντας αμέσως την έντονη αγανάκτηση της κοινής γνώμης για έναν από τους πλέον διαβόητους και ταυτισμένους με τον ναζισμό εγκληματίες. 7

Αυτό το πρώτο «δικαστικό σκάνδαλο» απειλούσε την εύθραυστη ισορροπία και τη λογική συμψηφισμού των εγκλημάτων που προωθούσαν οι δικαστικοί μηχανισμοί, με τις ταυτόχρονες αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων και του τακτικού κακουργιοδικείου. Εκείνες τις μέρες, αρχές Μαρτίου του 1945. εκδόθηκαν και οι πρώτες καταδίκες σε θάνατο αγωνιστών του ΕΑΜ Πειραιά για εγκλήματα «διαπραχθέντα κατά τη Δεκεμβριανή στάσιν».

Ανήσυχος, ο υπουργός Δικαιοσύνης παρενέβη αμέσως, για να καταδικάσει την απροκάλυπτη επιείκεια του δικαστηρίου απέναντι στους πράκτορες του εχθρού, επικαλούμενος τους κινδύνους που συνεπαγόταν «η βραχεία μνήμη ορισμένων δικαστών».
Επαναλαμβάνοντας την περιγραφή της συνεργασίας με τον εχθρό, που είχε αναπτυχθεί κατά τη δίκη των κυβερνήσεων, ο Καλυβάς παρατήρησε ότι;

«Δέν κατενοήθη ότι όλοι οί δοσίλογοι οι συκεργασθέντες μέ τους Γερμανούς είναι συνένοχοι τών έγκλημάτων τών Γερμανών και τών χιλιάδων φόνων  τους όποιους διέπραξαν». 9

Ήταν φανερό ότι οι νομικοί μηχανισμοί. που είχαν στηθεί έναν μήνα νωρίτερα, αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στην αποστολή τους να κλείσουν γρήγορα αυτό το κεφάλαιο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Ο Κολυβάς, που στην αρχή είχε σεβαστεί την ανεξαρτησία της Ποινικής Δικαιοσύνης, εγκατέλειψε τις επιφυλάξεις του και ανακοίνωσε τη λήψη νομοθετικών μέτρων για την επίσπευση των διαδικασιών:

«Πρέπει νά τελειώνωμεν. Είναι ανάγκη ή 'Ελλάς νά άναπνεύση. Νά ανασυγκροτηθώ οίκονομικώς. Νά ξαναγίνη κράτος.  Θά πρέπει νά τερματική όλη αύτή ή ιστορία τών άλληλομηνύσεων που κατακλύζουν τά είσαγγελικά γραφεία. Δέν πρέπει αυτές οί δίκες νά γίνουν θέαμα ή πρόσχημα ή νά έκφυλισθούν. Είμαι λοιπόν υποχρεωμένος νά είσηγηθώ εις τό προσεχές Υπουργικόν  Συμβούλιον τήν λήψιν νομοθετικών μέτρων διά τον ταχύν τερματισμόν τών υποθέσεων αυτών. Διά νά μην ευρεθώμεν μίαν ημέραν εις τήν δυσάρεστον έκπληξιν νά άνοίξωμεν τάς φυλακάς καί νά άφήσωμεν έλευθέρους τους δοσιλόγους ή τους έγκληματίας τής στάσεως. Τούτο θά έσήμαινεν χρεωκοπίαν τού Κράτους και προπαντός τής Δυκαιοσύνης».10

Η ένοπλη τρομοκρατία που βρισκόταν σε εξέλιξη, επηρέαζε τον πυρήνα των δικαστικών μηχανισμών. Όσο μαινόταν αυτή η σύγκρουση, η επιθυμία να αποκλειστεί ο πολιτικός αντίπαλος από την εθνική κοινότητα με τον χαρακτηρισμό του προδότη αποτελούσε κοινό παρονομαστή των δύο στρατοπέδων. Πολιτισμική σταθερά της ελληνικής κοινωνίας της εποχής. 11 
Ο υπουργός αποφάσισε να παρέμβει με νομοθετική ρύθμιση που είχε στόχο να τερματίσει τη σωρεία αλληλομηνύσεων που κατέκλυζαν τα εισαγγελικά γραφεία: «Δεν πρέπει αυτές οι δίκες να γίνουν θέαμα και ακρόαμα ή να εκφυλισθούν». 12

Σε συνέχεια μιας ένορκης διοικητικής εξέτασης της Εισαγγελίας σχετικά με τους δικαστές που δίκασαν τον Μανδηλάρη. η κυβέρνηση ετοίμασε μέσα σε δέκα μέρες έναν νόμο που επέφερε σημαντικές τροποποιήσεις στις προβλεπόμενες από τη ΣΠ υπ' αριθ. 6 διαδικασίες. Ο νόμος 217 δημοσιεύτηκε στις 29 Μαρτίου 1945. παραμονή της έναρξης των μαρτυρικών καταθέσεων της υπεράσπισης. 13

Οι κανόνες αλλάζουν: Μια πύρρειος νίκη;

Ο Ν. 217 προέβλεπε, πρώτα απ’ όλα μια σειρά μέτρων ενίσχυσης του προσωπικού των δικαστηρίων, ώστε να διευκολύνει η συγκρότηση των Ειδικών Δικαστηρίων και να επισπευσθεί η διεξαγωγή των δικών. Εξάλλου, με προφανή στόχο να ασκήσει έλεγχο στις αποφάσεις των δικαστών, ο νόμος έδινε στον Ειδικό Επίτροπο 14 το δικαίωμα να ζητά μονομερώς την αναθεώρηση μιας απόφασης, χωρίς άλλες προϋποθέσεις ή περιορισμούς. Οι  υποθέσεις αυτές θα δικάζονταν εκ νέου από το ίδιο δικαστήριο, αλλά με διαφορετική σύνθεση (άρθρο 11).

Επιπλέον  ο νομοθέτης παρενέβαινε απευθείας στις επ’ ακροατηρίου συζητήσεις, προκειμένου να επιταχύνει δραστικά τη διαδικασία.
Για να αντιμετωπίσει τη μακρηγορία των συνηγόρων υπεράσπισης, ο νόμος επέβαλλε χρονικό όριο στις αγορεύσεις.  Επιπλέον, επέτρεπε στον πρόεδρο του δικαστηρίου να διακόπτει κατά βούληση τους συνηγόρους, αν εκτιμούσε ότι επαναλαμβάνονταν (άρθρο 9). Εξάλλου, για να αναχαιτίσει την πλημμυρίδα των εκατοντάδων μαρτύρων υπεράσπισης επέβαλλε όριο έως πέντε μαρτύρων υπεράσπισης ανά κατηγορούμενο (άρθρο 7). Τέλος η προσωρινή κράτηση των κατηγορουμένων, μια απόφαση που ώς τότε εναπόκειτο στη διακριτική ευχέρια του εισαγγελέα, γινόταν τώρα υποχρεωτική - εκτός κα αν το δικαστήριο αποφάσιζε διαφορετικά.

Αυτές οι διατάξεις ήταν εφαρμοστέες «και επί τών τυχόν εκκρεμών εις  τό άκροατήριον κατά τήν δημόσιευσιν τού παρόντος δικών, έκδιδομένου εν τή περιπτώσει τούτη υπό τού επιτρόπου εντάλματος προφυλακίσεως εις πάσαν στάσιν τής δίκης» (άρθρο 5). Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση έδινε εντολή για τη σύλληψη των δεκατεσσάρων πρώην υπουργών που παρίσταντο στη δίκη, αλλά δεν είχαν τεθεί ακόμα υπό προσωρινή κράτηση. Συνοψίζοντας ο νόμος στόχευε κυρίως να προστατεύσει το δικαστήριο από τον νέο συσχετισμό δυνάμεων και να φρενάρει την εγκόλπωση των πρώην δοσιλόγων στις φίλο μοναρχικές ελίτ.

Γεγονός είναι ότι η κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να επέμβει πιο απροκάλυπτα στη διαδικασία μιας δίκης εν εξελίξει. Η πλευρά της υπεράσπισης εξανέστη ομόφωνα, κάνοντας λόγο για δικαστική παρωδία και υποστηρίζοντας πως ο νόμος προσέβαλλε το Δίκαιο και το Σύνταγμα. Στη συνέχεια, οι συνήγοροι απείλησαν να εγκαταλείψουν ομαδόν την αίθουσα, δηλώνοντας «στον ελεύθερο κόσμο ότι είμεθα ακόμη σκλάβοι». 15

Καταγγέλλοντας μια ευθεία, νομιμοφανή καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο Ράλλης και ο Τσολάκογλου δήλωσαν πως προτιμούν «να ποτίσουν με το αίμα των το δένδρον της Ελευθερίας, παρά να γίνουν συνεργοί μιας δικαστικής παρωδίας». 16

Υπό αυτές τις συνθήκες, η συνεδρίαση αναβλήθηκε για την επομένη. Το ίδιο απόγευμα, στο περιθώριο της δίκης, πραγματοποιήθηκαν επαφές και διαβουλεύσεις τόσο μεταξύ του προέδρου και των συνηγόρων υπεράσπισης, όσο και μεταξύ του υπουργού Δικαιοσύνης και του Ειδικού Επιτρόπου. Ο τελευταίος εξέδωσε αμέσως τα εντάλματα σύλληψης που προέβλεπε ο νόμος, εξουσιοδοτώντας το δικαστήριο να διατάξει την εκτέλεσή τους.

Μπροστά σε αυτή την αποφασιστική στάση της κυβέρνησης και του δικαστηρίου, η ενιαία γραμμή των κατηγορουμένων φάνηκε να σπάει, ανοίγοντας τον δρόμο προς έναν συμβιβασμό: την επομένη, αρκετοί κατηγορούμενοι παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο, ενώ τους παραχωρήθηκε το δικαίωμα να καλέσουν έναν ακόμα (έκτο) μάρτυρα υπεράσπισης.  Όσο για τους συνηγόρους διορίστηκαν εκ νέου αυτεπαγγέλτως και επέστρεψαν στις θέσεις τους προκειμένου να συνεχιστεί η εξέταση των μαρτύρων. 17

Από εκείνη τη στροφή της συγκυρίας και με ολοένα αυξανόμενη ένταση κατά τους επόμενους μήνες, παλαιοί βασιλικοί και βενεζελικοί, κληρονόμοι των παραδόσεων των δύο κυρίαρχων αστικών παρατάξεων του μεσοπολέμου, συγκρούονταν για τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού. 
Από τη μία οι βασιλόφρονες σίγουροι για τη στρατιωτική αλλά και ως εκ τούτου, εκλογική υπεροχή τους, ζητούσαν να οργανωθεί εσπευσμένα δημοψήφισμα για το πολιτειακό, και να προηγηθεί των εκλογών. Από την άλλη, οι αντιμοναρχικοί, υπό την καθοδήγηση του Πλαστήρα, έλεγχαν την εκτελεστική εξουσία και επιχειρούσαν να γείρουν την πλάστιγγα αποκλείοντας τους μοναρχικούς από την ηγεσία του στρατού, σε έναν πόλεμο θέσεων στο εσωτερικό του κρατικού μηχανισμού. 18

Οι νέοι κανόνες που επιβάλλονταν στο δικαστήριο εντάσσονταν σε αυτή την προσπάθεια των φιλελευθέρων, α οποίοι επιδίωκαν να ταυτίσουν τη βασιλική Δεξιά με τους δοσιλόγους.

Οι πρώτα μάρτυρες υπεράσπισης, που είχαν καταθέσει πριν από την εφαρμογή του Ν. 217, αμφισβήτησαν έντονα την αφήγηση του «αγωνιζόμενου έθνους» όπως εκτυλισσόταν ως εκείνη τη στιγμή, προκαλώντας την αμηχανία του δικαστηρίου. Μια σειρά πρώην υπουργών της μεσοπολεμικής περιόδου επί της ουσίας απλώς επαναλάμβανε, σε διάφορες παραλλαγές. τις βασικές γραμμές της αφήγησης των μαρτύρων κατηγορίας, σύμφωνα με την οποία, αν και τα μέλη των δοσλογικών κυβερνήσεων είχαν διοριστεί από τους κατακτητές. δεν ήταν Κουίσλινγκ. αλλά πιστοί και ευσυνείδητα πατριώτες.

Τα πράγματα πήραν τροπή προβληματική για την κυβέρνηση, όταν η υπεράσπιση επέλεξε να δώσει έμφαση στο δεύτερο σκέλος της παραπάνω διατύπωσης. Ο Κ. Ρέντης. πρώην φιλελεύθερος υπουργός της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, δήλωσε ότι ο Τσολάκογλου άξιζε συγχαρητήρια για την υπογραφή της συνθηκολόγησης. 

Ενας άλλος πρώην υπουργός, ο Γ. Στρατός, αναφέρθηκε στους διαύλους επικοινωνίας και τις επαφές του Ράλλη με την κυβέρνηση του Κάιρου- αλλά και σε μια μυστική συγκέντρωση, τον Σεπτέμβριο του 1944. στην Αθήνα, όπου ηγετικά στελέχη των αστικών κομμάτων και Βρετανοί αξιωματικοί αποκήρυξαν ομόφωνα την ενσωμάτωση των υπουργών του ΕΑΜ στην κυβέρνηση Παπανδρέου. καθώς και τη δημόσια καταδίκη των Ταμάτων Ασφαλείας 19.

Τα ισχυρότερα πλήγματα τα δέχτηκαν, ωστόσο, τα ένοπλα σώματα και οι οργανώσεις που είχαν στο μεταξύ αναχθεί σε σύμβολα του «αγωνιζόμενου έθνους». Τέτοια ήταν η «Η Ορεινή Ταξιαρχία», η «ελληνική δύναμη κρούσης» στο πλευρό των Συμμάχων, ο επικεφαλής της οποίας στρατηγός Θρασύβουλος Τσακαλώτος υπερασπίστηκε ανοιχτά τον Τσολάκογλου. παρουσιάζοντας τον ως εθνικό ήρωα που είχε διασφαλίσει τη συνοχή του στρατού.
Επίσης η ΠΕΑΝ, εμβληματική οργάνωση της αστικής πολιτικής αντίστασης για την οποία ένας από τους επικεφαλής της αποκάλυψε ότι λειτουργούσε με τη συνδρομή της κυβέρνησης Τσολάκογλου. 

Τέλος ο ΕΔΕΣ πτέρυγα της σημαντικότερης αντιεαμικής αντιστασιακής οργάνωσης που όπως υπογράμμισε στην κατάθεσή του ο Κ. Ροδοκανάκης  μέλος του διευθυντηρίου του ΕΔΕΣ Αθήνας είχε υποστηρίξει σθεναρά και σταθερά την κυβέρνηση Ράλλη. 0 ίδιος μάρτυρας, εξάλλου, εξέθεσε τις λεπτομέρειες μιας κοινής επιχείρησης ΕΔΕΣ, «X». Αστυνομίας και Ταγμάτων για την παραλαβή βρετανικών όπλων από τη Μέση Ανατολή στις παραμονές της Απελευθέρωσης, τον Σεπτέμβριο του 1944. 20

Εν τω μεταξύ. όσον αφορά το πολιτικό κλίμα της περιόδου, η επιβολή των νέων κανονισμών για τη διεξαγωγή της δίκης καθώς και η σύλληψη των κατοχικών υπουργών που ως τότε παρέμεναν ελεύθερα 21 αποτελούσαν πύρρειο νίκη για το αντιμοναρχικό στρατόπεδο. Ενώ και άλλα μέλη του ηγετικού πυρήνα του ΕΔΕΣ Αθήνας ήρθαν να επιβεβαιώσουν τη στενή τους επικοινωνία με υπουργούς και άλλα στελέχη της κυβέρνησης Ράλλη κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Ο υπαρχηγός της οργάνωσης Κομνηνός Πυρομάγλου ζήτησε να παραστεί στη δίκη ως μάρτυρας, για να αποκαταστήσει την αλήθεια. Αμέσως μετά απευθύνθηκε στον Τύπο με ανοιχτή επιστολή, αμφισβητώντας ότι εκείνοι α μάρτυρες ανήκαν στον ΕΔΕΣ, και χαρακτηρίζοντάς τους κοινούς δοσιλόγους. 22

Η αντεπίθεση του στρατοπέδου των βασιλοφρόνων ήταν άμεση και αποφασιστική. Την επομένη η εφημερίδα Ελληνικόν Αίμα δημοσίευσε επιστολή του πρωθυπουργού Ν. Πλαστήρα, γραμμένη τον Ιούλιο του 1941 στη Γαλλία του Βισύ. με παραλήπτη τον εκεί πρέσβη της Ελλάδας Πλούταρχο Μεταξά. Στην επιστολή του ο Πλαστήρας ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι στις παραμονές της γερμανικής εισβολής είχε προτρέψει το ελληνικό Γενικό Επιτελείο, μέσω του προσωπικού του φίλου Κ. Πυρομάγλου. να δεχτεί τη γερμανική μεσολάβηση για την ειρηνική διευθέτηση της ελληνοϊταλικής σύγκρουσης. 23

Δύο μέρες αργότερα, η κυβέρνηση Πλαστήρα παραιτήθηκε, και ο ναύαρχος Πέτρος Βούλγαρης ανέλαβε επικεφαλής ενός νέου κυβερνητικού σχήματος -με πλειοψηφία συντηρητικών βενιζελικών και μετριοπαθών βασιλοφρόνων-, επιφορτισμένου με το καθήκον να διοργανώσει ελεύθερες εκλογές και δημοψήφισμα για το πολιτειακό ζήτημα.

Παραπομπές

1 Πρόκειται γα τον στρατηγό X. Παπαθανασόπουλο των Ταγμάτων Ασφαλείας Ευβοίας οοποίος υπηρετούσε πλέον στη Βοιωτία. Βλ. «Πώρωσις». Ελευθερία, 23 Μαρτίου 1945.
2. «Οι απουσιάσαντες». Αυτόθι. 27 Μαρτίου 1945.
3. Οπου «επανάστασις», τα Δεκεμβριανά. Στο «Η αντίστασής». αυτόθι 22 Μαρτίου 1945
4. Αυτόθι.
5 Ελευθερία, 22 Μαρτίου 1945.
6 Αυτόθι. 27 Μαρτίου 1945.
7. ΕΔΔΑ/Β.Α/1/1945. δίκη υπ' αριθ. 10. Πρβλ. σειρά άρθρων στην Ελευθερία και τον Ριζοσπάστη, στις 11. 12. 15 Μαρτίου 1945.
8. βλπ. το εκδοτικό σημείωμα του Ριζοσπάστη. «Μονέδας-Λυγέρης και Μανδηλάρης-'Εξαρχος». 13 Μαρτίου 1945.
9. Ελευθερία. 13 Μαρτίου 1945. Πρβλ. εδώ το μοτίβο τη; έξωθεν βίας που προέρχεται από τον κατακτητή (occupier-driven violence)
10. Αυτόθι.
11. Η λεγόμενη «προδοτολογία», όπως ονομάστηκε από τις πρώτες κιόλας ημέρες της Απελευθέρωσης.  Ελευθερία. 28 Μαρτίου 1945.
12. Ελευθερία. ό.π.
13. Σχετικά με την έναρξη εσωτερικής έρευνας
14. Ν. 217 της 24ης Μαρτίου 1945. ο.π.
15. Εμπρός. Καθημερινή. 31 Μαρτίου 1945.
16. Αυτόθι. Η εθνικοποίηση της αντίστασης
17. Ελεύθερη Ελλάδα. Ελευθερία. 31 Μαρτίου. Εθνος 30 Μαρτίου.
18. Τα βασικά ερωτήματα είχαν να κάνουν με τον χρόνο διενέργειας των εκλογών και του δημοψηφίσματα; για την επιστροφή του βασιλιά, και κυρίως με την εντολή για τη διεξαγωγή τους Οι επί κεφαλής  του Λαϊκού Κόμματος υπολόγιζαν ότι υπέρ τη; επιστροφής του βασιλιά τασσόταν το 80% του πληθυσμού.
19. Έθνος. Ελευθερία. Καθημερινή. 28.29 Μαρτίου 1945.
20. Σχετικά με αυτές τις καταθέσεις, βλ.. αντιστοίχως. τα φύλλα της Ελευθερίας και της Ελεύθερης Ελλάδας στις 28,29.30 Μαρτίου 1945. και εκείνα του Έθνους, μία ημέρα νωρίτερα (ως βραδινή εφημερίδα).
21. Η δίκη ξανάρχισε την 1η Απριλίου και οι συλλήψεις έλαβαν χώρα το απόγευμα της 2ας Απριλίου, με εξαίρεση τον στρατηγό Ρουσόπουλο. που δεν συνελήφθη λόγω της κατάστασης της υγείας του. «δίχως αυτό να αποτελεί σε καμία περίπτωση πρόκριμα για την ετυμηγορία» (Ελευθερία. 2 και 3 Απριλίου 1945).
22. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, εκείνοι καρπώνονταν το κύρος της οργάνωσης (Ελευθερία. 4 Απριλίου 1945). Πρόκειται για τον πρώτο δημόσιο διαχωρισμό μεταξύ του πατριωτικού (ή αγωνιζόμενου) και του προδοτικού ΕΔΕΣ, τον οποίο ο Κομνηνός Πυρομάγλου επρόκειτο να κάνει και στην «Κριτική εισαγωγή» του στην ιστορία της Εθνικής Αντίστασης την οποία θα δημοσίευε δύο χρόνια αργότερα.
23. Η επιστολή δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελληνικόν Αίμα, στις  5 Απριλίου 1945. Σύμφωνα με τον Η. Richter, οι Βρετανοί, δύσπιστοι απέναντι στην απόπειρα του Πλαστήρα να μονοπωλήσει τον έλεγχο του στρατού επέτρεψαν να διαρρεύσει η επιστολή: βλ. Heinz Rkmter. Rrti&h Irtioventionin Greece.  Στο επίμαχο απόσπασμα της επιστολής, ο Πλαστήρας ανέφερε ότι λίγους μήνες νωρίτερα «κατά τό τέλος του μηνός Νοεμβρίου τού 1940 πληροφορούμαι βασίμως ότι υπάρχει έδαφος διευθετήσεως τής ιταλοελληνικής συρράξεως τή μεσολαβήσει της Γερμανίας. Έκαμα άτι ήταν δυνατόν, εις τήν περίπτωσιν αυτήν, ώστε ή Ελλάς νά έπωφεληθεί της ευκαιρίας, άλλ' ή εχθρική στάσις εναντίον μου και του καθεστώτος έν γένει. άλλά και τής πρεσβείας τού Βισύ. καθίστα αδύνατη τήν προσωπική μου ενέργεια. "Εστειλα πρώτον τόν φίλο μου κ. Πυρομάγλου νά έλθει σέ επαφήν μέ τήν πρεσβείαν και νά τούς πληροφορήση σχετικώς μέ τό σπουδαιόταταν αυτό ζήτημα, άλλ' ουτος δέν έγένετο δεκτός παρά λίαν δυσμενώς και παρά του συμβούλου τής πρεσβείας. Βραδύτερον κατά  Ιανουάριον καί Φεβρουάριον, ό κίνδυνος ήτο όφθαλμοφανής. Ανήσυχος μέχρι άπελπισίας ήθέλησα νά μεταβώ εις Αίγυπτον [...]. άλλά καί πάλι ή καλή διάθεσή τών Άγγλων προαεκρουσεν  είς τήν κατηγορτματικήν άπαίτησιν της κυβερνήσεως Μεταξά νά μήν μου έπιτραπή ή μετάβασις έπί Αιγυπτιακού εδάφους. Έσκέφθην τότε να έπιχειρήσω. όπως επιτύχω μετάβασιν είς Βηρυτόν, οπόθεν θά μου ήτο ευκολον νά επικοινωνήσω μέσω προσώπου τινός της Ελληνικής κυβερνήσεως».

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου