του Διονύση Ελευθεράτου
Μνήμες, σε φόντο …χακί – μαύρο! Η 14η Δεκεμβρίου συνέπεσε με την επέτειο ενός ξεχασμένου συμβάντος, του οποίου η υπόμνηση αξίζει θα αφιερωθεί στους αδαείς ή υποκριτές που αναμασούν το κωμικοτραγικό κλισέ περί «αδιάφθορης, τίμιας» χούντας που «δεν έφαγε λεφτά». Ποιο ήταν το γεγονός; Η εξαγγελία (1968) εκ μέρους του δικτάτορα Παπαδόπουλου ενός έργου μέγιστης «ελληνοχριστιανικής» σημασίας: Τον «Τάματος του Έθνους», ενός γιγάντιου ναού…
Ο ναός δεν ανεγέρθηκε ποτέ, αλλά …εγέρθηκαν και «φτερούγισαν» εκατοντάδες εκατομμύρια δραχμές από το Ταμείο που συστάθηκε γι” αυτό το λόγο. Το Τάμα συγκαταλέγεται στα πλέον εμβληματικά από τα αναρίθμητα μικρά ή μεγάλα, σκάνδαλα -κάθε είδους- της δικτατορίας. Προτού δούμε εκ του σύνεγγυς ορισμένα από αυτά (όσα, τέλος πάντων, χωρούν σε ένα -εξ ορισμού ανεπαρκές- δισέλιδο!) ας «ακτινογραφήσουμε» εν τάχει τα σαθρά «άλλοθι» όσων περιβάλλουν με ιδιότυπο φωτοστέφανο τη χούντα. Πώς ακριβώς «αποδεικνύεται» ότι το φασιστικό καθεστώς φρουρούσε, σαν Κέρβερος, το δημόσιο χρήμα και τις αρχές της «χρηστής διοίκησης»;
Οι περισσότερες απαντήσεις συγκλίνουν σε αυτό που είπε ο Γ. Καρατζαφέρης, την 21η Απριλίου 2008: «Αυτοί τουλάχιστον πέθαναν στην ψάθα» (ο Μιχαλολιάκος απλώς θα παρέλειπε το «τουλάχιστον»). Δεν είναι άραγε απύθμενος κρετινισμός να κρίνεται ο βίος και η πολιτεία των δικτατόρων, βάσει της εικόνας παρακμής που εξέπεμπαν έπειτα από την αποκαθήλωσή τους;
Υπάρχει όμως και συμπληρωματικό «επιχείρημα»: «Και οι συγγενείς των στελεχών του καθεστώτος έζησαν -κατά κανόνα- λιτά στις επόμενες δεκαετίες. Άρα…».
Όλα αυτά, όμως, παραπέμπουν σε διαφορετικά θέματα: πόσο οξυδερκείς και προετοιμασμένοι για το ενδεχόμενο της πτώσης τους ήταν οι δικτάτορες, πού πρόλαβαν και πού όχι να διοχετεύσουν χρήμα κλπ. Αλήθεια, πόσα πρέπει να …παραγράψουμε (και γιατί), ώστε να κάνουμε το χατίρι σε «νοσταλγούς» και καταναλωτές παραμυθιών, ειδικά ως προς το σκέλος του ισχυρισμού τους περί «τίμιων» και «λιτοδίαιτων» δικτατόρων; Τι να …πρωτοξεχάσουμε; Τη χλιδή με την οποία ζούσε το («αντιβασιλικό») ζεύγος Ζωιτάκη; Την ύψους 1,1 εκ. δραχμών δουλειά με τον Δήμο Αθηναίων (κατασκευή υπόγειου γκαράζ στην Κλαυθμώνος, τεχνικές μελέτες), στην οποία φρόντισε ο Παττακός να «χώσει» τον γαμπρό του, Αντρέα Μεϊντάση; Την εξωφρενική επίδειξη πλούτου που έκανε ο αρχηγός της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, Μ. Ρουφογάλης;
Η χούντα συμπλήρωνε μισό έτος ζωής, όταν ο προπαγανδιστικός στυλοβάτης της, ο εκδότης του Ελεύθερου Κόσμου, Σάββας Κωνσταντόπουλος, εκμυστηρευόταν σε επιστολή του προς τον Κ. Καραμανλή: «Ενεφανίσθη και αναπτύσσεται μία νεο-φαυλοκρατία. Ατομικά ρουσφέτια, προσωπικοί εξυπηρετήσεις, τακτοποιήσεις συγγενών, ατομική προβολή και ούτω κάθ” εξής)» (Αρχείο Καραμανλή, τ.7ος). Ήταν μόνο η αρχή…
Σάββατο, 14 Δεκεμβρίου 1968. Εκφωνώντας λόγο για τα σχέδια της «εθνοσωτηρίου», ο Παπαδόπουλος έταξε …Τάμα. «Το έθνος μας … έταξε εις τον σωτήρα του θεόν την ανέγερσιν ενός ναού. Και το Τάμα δεν επραγματοποιήθη ακόμη μέχρι σήμερον. Δεν είναι ελληνική συνέπεια η τοιαύτη και δη προς τον θεόν. Κατά το 1969, ο ελληνικός λαός θα αρχίσει την εκτέλεσιν του Τάματος». Λίγες ημέρες αργότερα, η χουντική προπαγάνδα άρχιζε να διαφημίζει περιπτώσεις ανθρώπων που κατέθεταν τον οβολό τους, γι” αυτόν τον «ιερό σκοπό». Ως τόπος ορίστηκαν τα Τουρκοβούνια.
Το Τάμα αντιπροσώπευε στο έπακρο τη μεγαλομανία του καθεστώτος. «Θα αποτελέσει, μετά την οικοδόμησίν του, το τρίτο αρχιτεκτονικό οικοδόμημα των Αθηνών, μετά τον κλασικό Παρθενώνα και τον Βυζαντινό Λυκαβηττό», έγραφε η Ηχώ των Ενόπλων Δυνάμεων τον Ιούνη του 1973. Μέχρι τότε, δεν είχαν γίνει καν τα οριστικά σχέδια. Ούτε θα γίνονταν ποτέ, μολονότι η προετοιμασία έδειχνε… άψογη.
Τον Μάιο του ’69 συγκροτήθηκε «Ανώτατη Επιτροπή», με πρόεδρο τον πρωθυπουργό Παπαδόπουλο και μέλη τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο και πέντε υπουργούς. Ανάμεσα τους, οι Παττακός (Εσωτερικών) και Μακαρέζος (Συντονισμού). Εν ολίγοις, ολόκληρη η κορυφαία χουντική «τριανδρία» επέβλεπε τα του έργου, έχοντας την αρωγή και ενός «Γνωμοδοτικού Συμβουλίου», που το απάρτιζαν πρυτάνεις, ακαδημαϊκοί, ο δήμαρχος Δημ. Ρίτσος και άλλοι. Από τον Ιούνιο του ’69 επέβλεπαν και το Ειδικό Ταμείο που συστάθηκε τότε για την οικονομική διαχείριση του έργου.
Τον Ιανουάριο του 1974 δημοσιεύθηκε ο απολογισμός του Ειδικού Ταμείου. Σε αυτό είχαν εισρεύσει 453,3 εκατομμύρια δρχ., εκ των οποίων είχαν εξαφανιστεί τα 406 εκατομμύρια! Όλα αυλοτριώσεις, «προπαρασκευαστικά έργα», «μελέτες», εργασίες «διοικήσεως και λειτουργικά»-• Από τα 453,3 εκατομμύρια τα 230 ήταν δάνεια. Τα 180 προήλθαν από εισφορές και δωρεές, τμήμα των οποίων κάλυψαν φορείς του Δημοσίου – π.χ. η Αγροτική Τράπεζα έδωσε 10 εκατομμύρια. Τα υπόλοιπα 43,3 εκατομμύρια ήταν «επιχορήγηση» από τον τακτικό προϋπολογισμό.
Κάτι ακόμη: Στην τριετία 1970-73 έγιναν τρεις διαγωνισμοί για προσχέδια του Τάματος. Απέτυχαν παταγωδώς και κηρύχθηκαν άγονοι. Υποβλήθηκαν 73 προτάσεις, καμία όμως δεν κρίθηκε ικανοποιητική. Κι όμως, μοιράστηκε -μαζί με τους επαίνους για τις σχετικές προσπάθειες- το ποσό των 3.650.000 δρχ. Ποσό που υπερέβαινε …900 φορές το μέσο μισθό ενός εργαζόμενου στον ιδιωτικό τομέα.
Ουδείς γνωρίζει πόσοι …αστέρες του καθεστώτος έλαβαν μέρος -με τους ευνοούμενους τους- σε αυτό το τρομακτικών διαστάσεων φαγοπότι. Την «επίβλεψη» πάντως την είχε -όπως προείπαμε- σύσσωμη η αφρόκρεμα του καθεστώτος. Αν, τώρα, κάποιοι διερωτώνται πώς «βγήκαν στη φόρα» τα οικονομικά στοιχεία του Τάματος προτού καταρρεύσει η χούντα, ας λάβουν υπόψη κάτι: Είχε ήδη αποκαθηλωθεί -προ δύο μηνών ο Παπαδόπουλος κι ο νέος «ισχυρός άντρας», ο «αόρατος δικτάτορας» Δ. Ιωαννίδης δεν είχε κανένα λόγο να κρύβει τη «φαυλοκρατία» των «άλλων».
Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, πριν από τη Μεταπολίτευση αποκαλύφθηκε ένα ακόμη …εμβληματικό σκάνδαλο: Τα «κρέατα Μπαλόπουλου», όπως ονομαζόταν ο υφυπουργός Εμπορίου που έμελλε να καθίσει στο εδώλιο, μαζί με τον γενικό διευθυντή του υπουργείου, Παπαμιχαλόπουλο. Όλα άρχισαν με γραπτή εντολή του Παττακού, στις 21 Σεπτεμβρίου 1972: Να «διατεθούν το ταχύτερον εις την κατανάλωσιν» τα κρέατα. Ποια κρέατα; Της Αργεντινής. Αυτά που «μαύριζαν», αυτά που θα «ξέμεναν». Ας τα έτρωγε ο κοσμάκης έτσι «μαυρισμένα»
Με το χρόνο αποδείχθηκε τι συνέβαινε: Μεγαλέμποροι της Ροδεσίας (νυν Ζιμπάμπουε) είχαν δωροδοκήσει αξιωματούχους του καθεστώτος, για να αποκτήσουν μονοπωλιακά προνόμια στην εισαγωγή κρέατος (οι ανατιμήσεις του κρέατος οφείλονταν μεταξύ άλλων και στη συγκέντρωση αδειών εισαγωγής σε λίγα χέρια). Για να προωθηθούν στην αγορά τα προβληματικά κρέατα, απαγορεύτηκε για κάποιο διάστημα η διάθεση των ντόπιων.
Μολονότι, όπως έδειξε η γραπτή εντολή Παττακού, το πράγμα «βρομούσε» από …πολύ ψηλά, τελικά την πλήρωσε μόνο ο Μπαλόπουλος. Καταδικάστηκε τον Ιούνιο του ’74 σε ποινή φυλάκισης 3,5 ετών, η οποία μειώθηκε σε 14 μήνες το 1976. Το σκάνδαλο των κρεάτων ήταν το μοναδικό που «έστειλε» στο εδώλιο αξιωματούχους της χούντας, προτού αυτή καταρρεύσει. Ο Μπαλόπουλος, τον οποίον περιέβαλλαν επίσης επίμονες φήμες για ατασθαλίες στον ΕΟΤ, τιμήθηκε δεόντως στα …γήπεδα: Εάν κάποιος ποδοσφαιριστής δεν απέδιδε καλά, η κερκίδα τον αποκαλούσε με ευκολία «βόδι Αργεντινής» ή «κρέας του Μπαλόπουλου».
Σήμερα, υποκριτές και ανίδεοι αντιδιαστέλλουν την κατά (δική τους) φαντασία «τιμιότητα» της χούντας προς τα του αστικού πολιτικού κόσμου. Στην «καλύτερη» περίπτωση κραυγάζουν πως όσα συνέβησαν το 1967-74 ωχριούν μπροστά στην προγενέστερη ή μετέπειτα διαφθορά, διαπλοκή και ιδιοτέλεια. Είναι άγνωστο ποια διανοητική διαστροφή μας καλεί να …διαλέξουμε κάτι ανάμεσα στα σκάνδαλα της εποχής Κ. Καραμανλή (π.χ. ΠΕΣΙΝΕ), στις μίζες του Τσοχατζόπουλου και στα χακί λαμόγια της «εθνοσωτηρίου». Γνωστά είναι, όμως, πολλά απ” όσα θα έπρεπε να κάνουν τους υμνητές της χουντικής «τιμιότητας» να το βουλώσουν!
Πώς; «Δεν τους ένοιαζαν τα λεφτά»; Ω, ναι. Γι” αυτό προτού καλά καλά προλάβουν να …ζεστάνουν τις καρέκλες των αξιωμάτων που κατέλαβαν, οι συνταγματάρχες νομοθέτησαν την αύξηση των αποδοχών τους. Σχεδόν διπλασίασαν τον πρωθυπουργικό μισθό: Από τις 23.600 τον ανέβασαν στις 45.000 δρχ. Αύξησαν τις αποδοχές των υπουργών και υφυπουργών από τις 22.400 στις 35.000 δρχ. Θέσπισαν επίσης και ημερήσια «εκτός έδρας» – χίλιες δρχ. για τον πρωθυπουργό και 850 για υπουργούς και υφυπουργούς. Έτσι, για αρχή…
Πώς; «Δεν υπήρχε οικογενειοκρατία», ούτε «εξυπηρετήσεις ημετέρων»; Σταχυολογούμε: Ο Παπαδόπουλος έκανε τον έναν αδελφό του, τον Κωνσταντίνο, στρατιωτικό ακόλουθο, γενικό γραμματέα του υπουργείου Προεδρίας, Περιφερειακό Διοικητή Αττικής και «υπουργό παρά τω πρωθυπουργώ». Ο άλλος αδελφός, ο Χαράλαμπος, αρκέστηκε στη Γενική Γραμματεία του υπουργείου Δημόσιας Τάξης, στην οποία αναρριχήθηκε «ώσπου να πεις κύμινο»…
Για τον γαμπρό του Παττακού, τα είπαμε. Ο Μακαρέζος διόρισε τον κουνιάδο του, Αλέξανδρο Ματθαίου, υπουργό Γεωργίας και -αργότερα- Βόρειας Ελλάδας. «Αι βέβαιοι μικρολοβιτούραι του Ματθαίου» συμπεριλαμβάνονταν στα πολλά συμπτώματα διαφθοράς του καθεστώτος, που διέγνωσε και κοινοποίησε με επιστολή του στον Κ. Καραμανλή ο γνωστός «γεφυροποιός», Ευάγγελος Αβέρωφ (Οκτώβριος 1968). Κατά τα φαινόμενα όμως, ο Ματθαίου ήταν …περιστερών εν συγκρίσει προς δυο άλλους «εθνοσωτήρες». Τον Ιωάννη Λαδά και τον Μιχάλη Ρουφογάλη.
Ο Λαδάς απέκτησε το σκωπτικό παρατσούκλι «κύριος καθαρά χέρια», χάρη στη ροπή του προς τα …θαλασσοδάνεια. Ο Ρουφογάλης, αρχηγός της ΚΥΠ, έγινε διάσημος για δυο βασικές συνήθειες του. Η μία: Με τη γυναίκα του Ντέλλα, φωτομοντέλο που νυμφεύθηκε το ’73, επιδόθηκαν σε «θορυβώδεις δεξιώσεις, δημοσίας εμφανίσεις με μεγαλοπλουσίους, επίδειξιν πλούτου» (εκφράσεις του Σάββα Κωσταντόπουλου). Η άλλη συνήθεια: Η εξασφάλιση δανειοδοτήσεων σε «ημετέρους», φυσικά με επιβάρυνση των κρατικών τραπεζών. Τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1974, το περιοδικό Ταχυδρόμος αποκάλυψε δύο σχετικά έγγραφα του Ρουφογάλη. Μια κατηγορία δανείων αναφερόταν ως «χαριστικά και επισφαλή». Στα «χορηγηθέντα» δάνεια καταγραφόταν ποσό άνω του 1,5 δισεκατομμυρίου και στα «υπό έγκρισιν» άνω του 1,6 δισεκατομμυρίου δρχ.
Το 1970 οι δικτάτορες θεσμοθέτησαν τη στεγαστική αποκατάσταση «αξιωματικών διαδραματισάντων εξέχοντα ρόλον» στο πραξικόπημα. Διότι, καλοί οι μισθοί, καλά τα αξιώματα και τα ρουσφέτια, αλλά αν δεν είχες -βρε αδελφέ- ένα εγγυημένο, καλό κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου, κινδύνευες. Θα σε πετύχαινε ο αναρχοκομμουνισμός «ασκεπή» και θα σου άνοιγε το κεφάλι…
Είχαν και οι συνταγματάρχες νόμο «περί ευθύνης υπουργών» – από τις 30 Δεκεμβρίου 1970. Μεταβατική διάταξη (παρ. 48) του ΝΔ 802 όριζε ότι δεν μπορούσε να ασκηθεί δίωξη εναντίον υπουργού ή υφυπουργού, παρά μόνο εάν το αποφάσιζαν οι …συνάδελφοι του. Για να έχουν απολύτως ήσυχο το κεφάλι τους, συμπεριέλαβαν κάτι ακόμη στη ρύθμιση: «Έσβησαν» όλα τα εγκλήματα «διά τα οποία δεν ησκήθη ποινική δίωξις μέχρι της ημέρας συγκλήσεως» κάποιας Βουλής, μελλοντικής. Εάν καρποφορούσε το κατοπινό εγχείρημα της λεγόμενης «φιλελευθεροποίησης» με τον Μαρκεζίνη, πιθανότατα θα επιβίωνε αυτή η ασυλία που πρόσφεραν στην αφεντιά τους οι συνταγματάρχες. Δυστυχώς γι” αυτούς, έπειτα από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, αυτό έγινε ανέφικτο.
Αν το 1967 έγραφε στον Κ. Καραμανλή για «νεοφαυλοκρατία» της -φρέσκιας, τότε- χούντας, τον Δεκέμβριο του ’73 ο Σάββας Κωνσταντόπουλος έκανε …αναβαθμισμένες διαπιστώσεις: «Εδημιουργήθη μία αποπνικτική ατμόσφαιρα σκανδάλων» έγραψε (Αρχείο Καραμανλή, τ. 7ος). Στην …ωραία αυτή ατμόσφαιρα, μεταξύ άλλων βασίλευαν η διαπλοκή και οι εξωφρενικές συμβάσεις…
Πώς; Α, ναι. «Οι χουντικοί δεν είχαν δοσοληψίες με τους ισχυρούς του χρήματος». Ας ρωτήσουν και τη Ντέλλα Ρουφογάλη η οποία, περιγράφοντας την πολυτελή ζωή της, κάπου ανάμεσα στο «καλύτερο χαβιάρι της Περσίας» και τα «παγωμένα καβούρια της Αλάσκας» (όλα αυτά στον αρραβώνα της), είχε πει μεταξύ άλλων: «Εξακολουθώ να φέρομαι φιλικά προς τους παλιούς γνωστούς και τους καινούριους, πλούσιους επιχειρηματίες που πληθαίνουν μέρα με τη μέρα μαζί με τα ραβασάκια για ρουσφέτια. Αισθάνομαι πως έχω υποχρέωση να εξυπηρετήσω τους πάντες. Ο Μιχάλης συνήθως δεν αρνείται. Γεύομαι τη δύναμη της εξουσίας, με μαγεύει», (Λεωνίδας Παπάγος, Σημειώσεις 1967-1977).
Στο γάμο της με το Ρουφογάλη παρευρέθηκαν, όπως η ίδια θυμάται: «Ο Παύλος Βαρδινογιάννης, ο εφοπλιστής Θεοδωρακόπουλος με το γιο του τον Τάκη, ο Κώστας Δρακόπουλος των διυλιστηρίων, ο Νίκος Ταβουλάρης των ναυπηγείων, το ζεύγος Μποδοσάκη, ο Άγγελος Κανελλόπουλος των τσιμέντων Τιτάν με τη γυναίκα του, ο Τομ Πάππας, ο Γ. Λύρας, ο Γιώργος Ταβλάριος, εφοπλιστής από τη Νέα Υόρκη με τη γυναίκα του και ο Γιάννης Λάτσης με τη μεγάλη του κόρη».
Ας πάμε στις «κορυφές»: Ο Παπαδόπουλος είχε στη διάθεση του δύο βίλες, στην Πάρνηθα και το Λαγονήσι. Η δεύτερη, στην οποία διέμενε αντί αστείου ενοικίου, ανήκε στον Ωνάση. «Σύμπτωση»: Ο Παπαδόπουλος στήριζε τον Ωνάση στη διαμάχη του με άλλους «Κροίσους», για το περιβόητο τρίτο διυλιστήριο της χώρας. Αντιθέτως, ο Μακαρέζος τάχθηκε στο πλευρό του Νιάρχου. Οι ενδοχουντικές διαμάχες κορυφής καταλάγιασαν το 1972, όταν ο Ωνάσης αποσύρθηκε και το τρίτο διυλιστήριο ανέλαβαν οι Ανδρεάδης – Λάτσης.
Ξεχωριστό μεγάλο κεφάλαιο, οι τερατώδεις συμβάσεις. Στις 15 Μαΐου 1967 η χούντα ανέθεσε στην αμερικανική εταιρεία Λίτον την παροχή «υπηρεσιών οργανώσεως και διεκπεραιώσεως της οικονομικής αναπτύξεως», στην Κρήτη και τη Δ. Πελοπόννησο. Υποτίθεται ότι η εταιρεία θα φρόντιζε να γίνουν επενδύσεις ύψους 840 εκατομμυρίων δολαρίων, για 12 χρόνια. Το ελληνικό Δημόσιο έδωσε ως προκαταβολή 1,2 εκ. δολάρια. Ανέλαβε επίσης να καλύψει τα έξοδα της Λίτον για το «αναπτυξιακό έργο», συν 11% ποσοστό κέρδους, συν προμήθεια 2% επί της αξίας κάθε επένδυσης, από τις αναμενόμενες. Ανάλογη ρύθμιση για τη Λίτον είχε προωθήσει το 1966η κυβέρνηση Στεφανόπουλου, αλλά οι αντιδράσεις ακύρωσαν τότε το εγχείρημα.
Η Λίτον δεν προσέλκυε επενδυτές, δήλωνε όμως έξοδα και πληρωνόταν από το ελληνικό κράτος! Εμπράκτως η ίδια η χούντα αναγνώρισε το φιάσκο, τερματίζοντας την ισχύ της σύμβασης, στις 15 Οκτωβρίου 1969. Όμως -όλα κι όλα- η Λίτον πήρε και το επιπρόσθετο 11% επί των δηλωθέντων εξόδων της!
«Τα κέρδη μας είναι μεγάλα, διότι ουσιαστικά δεν κάνουμε εμείς επενδύσεις», είχε δηλώσει νωρίτερα -ευθαρσώς- στο περιοδικό Ράμπαρτς ο Ρόμπερτ Άλαν, υπεύθυνος της Λίτον στην Αθήνα. Στο στόμα του Άλαν έσταζε …μέλι για τη χούντα. Όταν κλήθηκε να σχολιάσει τα βασανιστήρια και τις διώξεις, είπε: «Οι περισσότεροι εξόριστοι και φυλακισμένοι ζουν σε νησιά, όπως είναι η Καταλίνα (σ.σ. θέρετρο στην Καλιφόρνια). Αναπνέουν καθαρό αέρα, βρίσκονται κάθε μέρα σε ωραίο ηλιόλουστο περιβάλλον. Απλώς δεν έχουν επικοινωνία με τον έξω κόσμο».
Το 1969 ο Μακαρέζος υπέγραψε σύμβαση με τον αμερικανό εργολάβο Ρόμπερτ Μακντόναλντ, για την κατασκευή της Εγναντίας Οδού. Το έργο είχε υπολογιστεί στα 150 εκ. δολάρια, εκ των οποίων σχεδόν το 1/3 θα το κάλυπτε το ελληνικό κράτος. Επιπροσθέτως, οι γαλαντόμοι «εθνοσωτήρες» της στρατοκρατούμενης ελληνικής Μπανανιάς εγγυήθηκαν τα δάνεια του Μακντόναλντ, τον διευκόλυναν με αμέτρητα ομόλογα, του έδωσαν 4,5 εκ. δολάρια ως προκαταβολή και όρισαν την αμοιβή του επί των εξόδων, συνυπολογίζοντας σε αυτά τη χρηματοδότηση του … Δημοσίου!
Το φοβερό ήταν ότι θα διεκπεραίωναν το έργο γηγενείς εργολάβοι – ο Αμερικανός απλώς θα μεριμνούσε για μελέτες και δάνεια. Εάν ο Μακντόλαντ διαπίστωνε πως δεν επαρκούσαν τα 150 εκ. δολάρια, είχε δυο επιλογές. Να βρει χρηματοδότες ή «να θεωρηθή εκτελέσας την σύμβασιν άμα τη συμπληρώσει της κατασκευής τμήματος της οδού, ούτινος η αξία ανέρχεται εις 150 εκ. δολάρια». Ο άνθρωπος δεν βρήκε χρηματοδότες, βρήκε όμως την …τύχη του. Πήρε τα μπογαλάκια του κι έφυγε, έχοντας τσεπώσει 4,5 εκ. δολάρια συν 33,4 εκ. σε ομόλογα ελληνικού Δημοσίου.
Το 1968 η χούντα έκανε μεγάλο «δώρο» στον ελληνοαμερικανό επιχειρηματία Τομ Πάππας, δίνοντας άδεια για τα εργοστάσια εμφιάλωσης της Κόκα Κόλα. Άδεια που είχαν αρνηθεί οι προδικτατορικές κυβερνήσεις, θεωρώντας το συγκεκριμένο σχέδιο του επιχειρηματία άκρως ανταγωνιστικό προς την εγχώρια παραγωγή αναψυκτικών. Το 1972 οι συνταγματάρχες απάλλαξαν τον Πάπας από τις αντισταθμιστικές υποχρεώσεις για έξι αγροτοβιομηχανικές μονάδες σε διάφορες περιοχές της χώρας.
Ο Πάππας ήταν διαπρύσιος υποστηρικτής της χούντας. Τόσο γρήγορα συντελέστηκε η μεταξύ τους διαπλοκή, ώστε το 1967, στην κυβέρνηση Κόλλια, διορίστηκε υπουργός Δημόσιας Τάξης ένας προσωπάρχης του επιχειρηματία: Ο Παύλος Τοτόμης, που αργότερα έγινε πρόεδρος της ΕΤΒΑ.
Κατά τα φαινόμενα ο Πάππας βρήκε τρόπο να ενώσει τις δυο μεγάλες …συμπάθειες του: Την ελληνική χούντα και τον Νίξον, του οποίου ήταν βασικός χρηματοδότης. “Οπως αποκάλυψε ο έλληνας δημοσιογράφος Ηλίας Δημητρακόπουλος, που ζούσε στην Ουάσινγκτον, η χούντα ενίσχυσε το ταμείο της προεκλογικής εκστρατείας του Νίξον (για την αναμέτρηση του 1968) με 549.000 δολάρια. Μετρητά, ζεστά – ζεστά… Είχαν «ζεσταθεί» από τη συνεχή κίνηση! Τα χρήματα αυτά τα είχε διοχετεύσει η CIA στην ΚΥΠ, αλλά κατ” εντολή Παπαδόπουλου και με μοχλό το Ρουφογάλη όδευσαν προς τον Τζον Μίτσελ, υπεύθυνο της προεκλογικής εκστρατείας του Νίξον. Μπορεί επί χούντας οι μαθητές να έγραφαν εκθέσεις για τα «αγαθά της αποταμιεύσεως», αλλά κι η… κίνηση των χρημάτων καλά κρατούσε.
Δημοσιεύθηκε στο ΠΡΙΝ της 16/12/2012
Μνήμες, σε φόντο …χακί – μαύρο! Η 14η Δεκεμβρίου συνέπεσε με την επέτειο ενός ξεχασμένου συμβάντος, του οποίου η υπόμνηση αξίζει θα αφιερωθεί στους αδαείς ή υποκριτές που αναμασούν το κωμικοτραγικό κλισέ περί «αδιάφθορης, τίμιας» χούντας που «δεν έφαγε λεφτά». Ποιο ήταν το γεγονός; Η εξαγγελία (1968) εκ μέρους του δικτάτορα Παπαδόπουλου ενός έργου μέγιστης «ελληνοχριστιανικής» σημασίας: Τον «Τάματος του Έθνους», ενός γιγάντιου ναού…
Ο ναός δεν ανεγέρθηκε ποτέ, αλλά …εγέρθηκαν και «φτερούγισαν» εκατοντάδες εκατομμύρια δραχμές από το Ταμείο που συστάθηκε γι” αυτό το λόγο. Το Τάμα συγκαταλέγεται στα πλέον εμβληματικά από τα αναρίθμητα μικρά ή μεγάλα, σκάνδαλα -κάθε είδους- της δικτατορίας. Προτού δούμε εκ του σύνεγγυς ορισμένα από αυτά (όσα, τέλος πάντων, χωρούν σε ένα -εξ ορισμού ανεπαρκές- δισέλιδο!) ας «ακτινογραφήσουμε» εν τάχει τα σαθρά «άλλοθι» όσων περιβάλλουν με ιδιότυπο φωτοστέφανο τη χούντα. Πώς ακριβώς «αποδεικνύεται» ότι το φασιστικό καθεστώς φρουρούσε, σαν Κέρβερος, το δημόσιο χρήμα και τις αρχές της «χρηστής διοίκησης»;
Οι περισσότερες απαντήσεις συγκλίνουν σε αυτό που είπε ο Γ. Καρατζαφέρης, την 21η Απριλίου 2008: «Αυτοί τουλάχιστον πέθαναν στην ψάθα» (ο Μιχαλολιάκος απλώς θα παρέλειπε το «τουλάχιστον»). Δεν είναι άραγε απύθμενος κρετινισμός να κρίνεται ο βίος και η πολιτεία των δικτατόρων, βάσει της εικόνας παρακμής που εξέπεμπαν έπειτα από την αποκαθήλωσή τους;
Υπάρχει όμως και συμπληρωματικό «επιχείρημα»: «Και οι συγγενείς των στελεχών του καθεστώτος έζησαν -κατά κανόνα- λιτά στις επόμενες δεκαετίες. Άρα…».
Όλα αυτά, όμως, παραπέμπουν σε διαφορετικά θέματα: πόσο οξυδερκείς και προετοιμασμένοι για το ενδεχόμενο της πτώσης τους ήταν οι δικτάτορες, πού πρόλαβαν και πού όχι να διοχετεύσουν χρήμα κλπ. Αλήθεια, πόσα πρέπει να …παραγράψουμε (και γιατί), ώστε να κάνουμε το χατίρι σε «νοσταλγούς» και καταναλωτές παραμυθιών, ειδικά ως προς το σκέλος του ισχυρισμού τους περί «τίμιων» και «λιτοδίαιτων» δικτατόρων; Τι να …πρωτοξεχάσουμε; Τη χλιδή με την οποία ζούσε το («αντιβασιλικό») ζεύγος Ζωιτάκη; Την ύψους 1,1 εκ. δραχμών δουλειά με τον Δήμο Αθηναίων (κατασκευή υπόγειου γκαράζ στην Κλαυθμώνος, τεχνικές μελέτες), στην οποία φρόντισε ο Παττακός να «χώσει» τον γαμπρό του, Αντρέα Μεϊντάση; Την εξωφρενική επίδειξη πλούτου που έκανε ο αρχηγός της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, Μ. Ρουφογάλης;
Η χούντα συμπλήρωνε μισό έτος ζωής, όταν ο προπαγανδιστικός στυλοβάτης της, ο εκδότης του Ελεύθερου Κόσμου, Σάββας Κωνσταντόπουλος, εκμυστηρευόταν σε επιστολή του προς τον Κ. Καραμανλή: «Ενεφανίσθη και αναπτύσσεται μία νεο-φαυλοκρατία. Ατομικά ρουσφέτια, προσωπικοί εξυπηρετήσεις, τακτοποιήσεις συγγενών, ατομική προβολή και ούτω κάθ” εξής)» (Αρχείο Καραμανλή, τ.7ος). Ήταν μόνο η αρχή…
Σάββατο, 14 Δεκεμβρίου 1968. Εκφωνώντας λόγο για τα σχέδια της «εθνοσωτηρίου», ο Παπαδόπουλος έταξε …Τάμα. «Το έθνος μας … έταξε εις τον σωτήρα του θεόν την ανέγερσιν ενός ναού. Και το Τάμα δεν επραγματοποιήθη ακόμη μέχρι σήμερον. Δεν είναι ελληνική συνέπεια η τοιαύτη και δη προς τον θεόν. Κατά το 1969, ο ελληνικός λαός θα αρχίσει την εκτέλεσιν του Τάματος». Λίγες ημέρες αργότερα, η χουντική προπαγάνδα άρχιζε να διαφημίζει περιπτώσεις ανθρώπων που κατέθεταν τον οβολό τους, γι” αυτόν τον «ιερό σκοπό». Ως τόπος ορίστηκαν τα Τουρκοβούνια.
Το Τάμα αντιπροσώπευε στο έπακρο τη μεγαλομανία του καθεστώτος. «Θα αποτελέσει, μετά την οικοδόμησίν του, το τρίτο αρχιτεκτονικό οικοδόμημα των Αθηνών, μετά τον κλασικό Παρθενώνα και τον Βυζαντινό Λυκαβηττό», έγραφε η Ηχώ των Ενόπλων Δυνάμεων τον Ιούνη του 1973. Μέχρι τότε, δεν είχαν γίνει καν τα οριστικά σχέδια. Ούτε θα γίνονταν ποτέ, μολονότι η προετοιμασία έδειχνε… άψογη.
Τον Μάιο του ’69 συγκροτήθηκε «Ανώτατη Επιτροπή», με πρόεδρο τον πρωθυπουργό Παπαδόπουλο και μέλη τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο και πέντε υπουργούς. Ανάμεσα τους, οι Παττακός (Εσωτερικών) και Μακαρέζος (Συντονισμού). Εν ολίγοις, ολόκληρη η κορυφαία χουντική «τριανδρία» επέβλεπε τα του έργου, έχοντας την αρωγή και ενός «Γνωμοδοτικού Συμβουλίου», που το απάρτιζαν πρυτάνεις, ακαδημαϊκοί, ο δήμαρχος Δημ. Ρίτσος και άλλοι. Από τον Ιούνιο του ’69 επέβλεπαν και το Ειδικό Ταμείο που συστάθηκε τότε για την οικονομική διαχείριση του έργου.
Τον Ιανουάριο του 1974 δημοσιεύθηκε ο απολογισμός του Ειδικού Ταμείου. Σε αυτό είχαν εισρεύσει 453,3 εκατομμύρια δρχ., εκ των οποίων είχαν εξαφανιστεί τα 406 εκατομμύρια! Όλα αυλοτριώσεις, «προπαρασκευαστικά έργα», «μελέτες», εργασίες «διοικήσεως και λειτουργικά»-• Από τα 453,3 εκατομμύρια τα 230 ήταν δάνεια. Τα 180 προήλθαν από εισφορές και δωρεές, τμήμα των οποίων κάλυψαν φορείς του Δημοσίου – π.χ. η Αγροτική Τράπεζα έδωσε 10 εκατομμύρια. Τα υπόλοιπα 43,3 εκατομμύρια ήταν «επιχορήγηση» από τον τακτικό προϋπολογισμό.
Κάτι ακόμη: Στην τριετία 1970-73 έγιναν τρεις διαγωνισμοί για προσχέδια του Τάματος. Απέτυχαν παταγωδώς και κηρύχθηκαν άγονοι. Υποβλήθηκαν 73 προτάσεις, καμία όμως δεν κρίθηκε ικανοποιητική. Κι όμως, μοιράστηκε -μαζί με τους επαίνους για τις σχετικές προσπάθειες- το ποσό των 3.650.000 δρχ. Ποσό που υπερέβαινε …900 φορές το μέσο μισθό ενός εργαζόμενου στον ιδιωτικό τομέα.
Ουδείς γνωρίζει πόσοι …αστέρες του καθεστώτος έλαβαν μέρος -με τους ευνοούμενους τους- σε αυτό το τρομακτικών διαστάσεων φαγοπότι. Την «επίβλεψη» πάντως την είχε -όπως προείπαμε- σύσσωμη η αφρόκρεμα του καθεστώτος. Αν, τώρα, κάποιοι διερωτώνται πώς «βγήκαν στη φόρα» τα οικονομικά στοιχεία του Τάματος προτού καταρρεύσει η χούντα, ας λάβουν υπόψη κάτι: Είχε ήδη αποκαθηλωθεί -προ δύο μηνών ο Παπαδόπουλος κι ο νέος «ισχυρός άντρας», ο «αόρατος δικτάτορας» Δ. Ιωαννίδης δεν είχε κανένα λόγο να κρύβει τη «φαυλοκρατία» των «άλλων».
Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, πριν από τη Μεταπολίτευση αποκαλύφθηκε ένα ακόμη …εμβληματικό σκάνδαλο: Τα «κρέατα Μπαλόπουλου», όπως ονομαζόταν ο υφυπουργός Εμπορίου που έμελλε να καθίσει στο εδώλιο, μαζί με τον γενικό διευθυντή του υπουργείου, Παπαμιχαλόπουλο. Όλα άρχισαν με γραπτή εντολή του Παττακού, στις 21 Σεπτεμβρίου 1972: Να «διατεθούν το ταχύτερον εις την κατανάλωσιν» τα κρέατα. Ποια κρέατα; Της Αργεντινής. Αυτά που «μαύριζαν», αυτά που θα «ξέμεναν». Ας τα έτρωγε ο κοσμάκης έτσι «μαυρισμένα»
Με το χρόνο αποδείχθηκε τι συνέβαινε: Μεγαλέμποροι της Ροδεσίας (νυν Ζιμπάμπουε) είχαν δωροδοκήσει αξιωματούχους του καθεστώτος, για να αποκτήσουν μονοπωλιακά προνόμια στην εισαγωγή κρέατος (οι ανατιμήσεις του κρέατος οφείλονταν μεταξύ άλλων και στη συγκέντρωση αδειών εισαγωγής σε λίγα χέρια). Για να προωθηθούν στην αγορά τα προβληματικά κρέατα, απαγορεύτηκε για κάποιο διάστημα η διάθεση των ντόπιων.
Μολονότι, όπως έδειξε η γραπτή εντολή Παττακού, το πράγμα «βρομούσε» από …πολύ ψηλά, τελικά την πλήρωσε μόνο ο Μπαλόπουλος. Καταδικάστηκε τον Ιούνιο του ’74 σε ποινή φυλάκισης 3,5 ετών, η οποία μειώθηκε σε 14 μήνες το 1976. Το σκάνδαλο των κρεάτων ήταν το μοναδικό που «έστειλε» στο εδώλιο αξιωματούχους της χούντας, προτού αυτή καταρρεύσει. Ο Μπαλόπουλος, τον οποίον περιέβαλλαν επίσης επίμονες φήμες για ατασθαλίες στον ΕΟΤ, τιμήθηκε δεόντως στα …γήπεδα: Εάν κάποιος ποδοσφαιριστής δεν απέδιδε καλά, η κερκίδα τον αποκαλούσε με ευκολία «βόδι Αργεντινής» ή «κρέας του Μπαλόπουλου».
Σήμερα, υποκριτές και ανίδεοι αντιδιαστέλλουν την κατά (δική τους) φαντασία «τιμιότητα» της χούντας προς τα του αστικού πολιτικού κόσμου. Στην «καλύτερη» περίπτωση κραυγάζουν πως όσα συνέβησαν το 1967-74 ωχριούν μπροστά στην προγενέστερη ή μετέπειτα διαφθορά, διαπλοκή και ιδιοτέλεια. Είναι άγνωστο ποια διανοητική διαστροφή μας καλεί να …διαλέξουμε κάτι ανάμεσα στα σκάνδαλα της εποχής Κ. Καραμανλή (π.χ. ΠΕΣΙΝΕ), στις μίζες του Τσοχατζόπουλου και στα χακί λαμόγια της «εθνοσωτηρίου». Γνωστά είναι, όμως, πολλά απ” όσα θα έπρεπε να κάνουν τους υμνητές της χουντικής «τιμιότητας» να το βουλώσουν!
Πώς; «Δεν τους ένοιαζαν τα λεφτά»; Ω, ναι. Γι” αυτό προτού καλά καλά προλάβουν να …ζεστάνουν τις καρέκλες των αξιωμάτων που κατέλαβαν, οι συνταγματάρχες νομοθέτησαν την αύξηση των αποδοχών τους. Σχεδόν διπλασίασαν τον πρωθυπουργικό μισθό: Από τις 23.600 τον ανέβασαν στις 45.000 δρχ. Αύξησαν τις αποδοχές των υπουργών και υφυπουργών από τις 22.400 στις 35.000 δρχ. Θέσπισαν επίσης και ημερήσια «εκτός έδρας» – χίλιες δρχ. για τον πρωθυπουργό και 850 για υπουργούς και υφυπουργούς. Έτσι, για αρχή…
Πώς; «Δεν υπήρχε οικογενειοκρατία», ούτε «εξυπηρετήσεις ημετέρων»; Σταχυολογούμε: Ο Παπαδόπουλος έκανε τον έναν αδελφό του, τον Κωνσταντίνο, στρατιωτικό ακόλουθο, γενικό γραμματέα του υπουργείου Προεδρίας, Περιφερειακό Διοικητή Αττικής και «υπουργό παρά τω πρωθυπουργώ». Ο άλλος αδελφός, ο Χαράλαμπος, αρκέστηκε στη Γενική Γραμματεία του υπουργείου Δημόσιας Τάξης, στην οποία αναρριχήθηκε «ώσπου να πεις κύμινο»…
Για τον γαμπρό του Παττακού, τα είπαμε. Ο Μακαρέζος διόρισε τον κουνιάδο του, Αλέξανδρο Ματθαίου, υπουργό Γεωργίας και -αργότερα- Βόρειας Ελλάδας. «Αι βέβαιοι μικρολοβιτούραι του Ματθαίου» συμπεριλαμβάνονταν στα πολλά συμπτώματα διαφθοράς του καθεστώτος, που διέγνωσε και κοινοποίησε με επιστολή του στον Κ. Καραμανλή ο γνωστός «γεφυροποιός», Ευάγγελος Αβέρωφ (Οκτώβριος 1968). Κατά τα φαινόμενα όμως, ο Ματθαίου ήταν …περιστερών εν συγκρίσει προς δυο άλλους «εθνοσωτήρες». Τον Ιωάννη Λαδά και τον Μιχάλη Ρουφογάλη.
Ο Λαδάς απέκτησε το σκωπτικό παρατσούκλι «κύριος καθαρά χέρια», χάρη στη ροπή του προς τα …θαλασσοδάνεια. Ο Ρουφογάλης, αρχηγός της ΚΥΠ, έγινε διάσημος για δυο βασικές συνήθειες του. Η μία: Με τη γυναίκα του Ντέλλα, φωτομοντέλο που νυμφεύθηκε το ’73, επιδόθηκαν σε «θορυβώδεις δεξιώσεις, δημοσίας εμφανίσεις με μεγαλοπλουσίους, επίδειξιν πλούτου» (εκφράσεις του Σάββα Κωσταντόπουλου). Η άλλη συνήθεια: Η εξασφάλιση δανειοδοτήσεων σε «ημετέρους», φυσικά με επιβάρυνση των κρατικών τραπεζών. Τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1974, το περιοδικό Ταχυδρόμος αποκάλυψε δύο σχετικά έγγραφα του Ρουφογάλη. Μια κατηγορία δανείων αναφερόταν ως «χαριστικά και επισφαλή». Στα «χορηγηθέντα» δάνεια καταγραφόταν ποσό άνω του 1,5 δισεκατομμυρίου και στα «υπό έγκρισιν» άνω του 1,6 δισεκατομμυρίου δρχ.
Το 1970 οι δικτάτορες θεσμοθέτησαν τη στεγαστική αποκατάσταση «αξιωματικών διαδραματισάντων εξέχοντα ρόλον» στο πραξικόπημα. Διότι, καλοί οι μισθοί, καλά τα αξιώματα και τα ρουσφέτια, αλλά αν δεν είχες -βρε αδελφέ- ένα εγγυημένο, καλό κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου, κινδύνευες. Θα σε πετύχαινε ο αναρχοκομμουνισμός «ασκεπή» και θα σου άνοιγε το κεφάλι…
Είχαν και οι συνταγματάρχες νόμο «περί ευθύνης υπουργών» – από τις 30 Δεκεμβρίου 1970. Μεταβατική διάταξη (παρ. 48) του ΝΔ 802 όριζε ότι δεν μπορούσε να ασκηθεί δίωξη εναντίον υπουργού ή υφυπουργού, παρά μόνο εάν το αποφάσιζαν οι …συνάδελφοι του. Για να έχουν απολύτως ήσυχο το κεφάλι τους, συμπεριέλαβαν κάτι ακόμη στη ρύθμιση: «Έσβησαν» όλα τα εγκλήματα «διά τα οποία δεν ησκήθη ποινική δίωξις μέχρι της ημέρας συγκλήσεως» κάποιας Βουλής, μελλοντικής. Εάν καρποφορούσε το κατοπινό εγχείρημα της λεγόμενης «φιλελευθεροποίησης» με τον Μαρκεζίνη, πιθανότατα θα επιβίωνε αυτή η ασυλία που πρόσφεραν στην αφεντιά τους οι συνταγματάρχες. Δυστυχώς γι” αυτούς, έπειτα από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, αυτό έγινε ανέφικτο.
Αν το 1967 έγραφε στον Κ. Καραμανλή για «νεοφαυλοκρατία» της -φρέσκιας, τότε- χούντας, τον Δεκέμβριο του ’73 ο Σάββας Κωνσταντόπουλος έκανε …αναβαθμισμένες διαπιστώσεις: «Εδημιουργήθη μία αποπνικτική ατμόσφαιρα σκανδάλων» έγραψε (Αρχείο Καραμανλή, τ. 7ος). Στην …ωραία αυτή ατμόσφαιρα, μεταξύ άλλων βασίλευαν η διαπλοκή και οι εξωφρενικές συμβάσεις…
Χαβιάρι Περσίας, συμβάσεις .. Μπανανίας, Ωνάσης και Τομ Πάπας
Πώς; Α, ναι. «Οι χουντικοί δεν είχαν δοσοληψίες με τους ισχυρούς του χρήματος». Ας ρωτήσουν και τη Ντέλλα Ρουφογάλη η οποία, περιγράφοντας την πολυτελή ζωή της, κάπου ανάμεσα στο «καλύτερο χαβιάρι της Περσίας» και τα «παγωμένα καβούρια της Αλάσκας» (όλα αυτά στον αρραβώνα της), είχε πει μεταξύ άλλων: «Εξακολουθώ να φέρομαι φιλικά προς τους παλιούς γνωστούς και τους καινούριους, πλούσιους επιχειρηματίες που πληθαίνουν μέρα με τη μέρα μαζί με τα ραβασάκια για ρουσφέτια. Αισθάνομαι πως έχω υποχρέωση να εξυπηρετήσω τους πάντες. Ο Μιχάλης συνήθως δεν αρνείται. Γεύομαι τη δύναμη της εξουσίας, με μαγεύει», (Λεωνίδας Παπάγος, Σημειώσεις 1967-1977).
Στο γάμο της με το Ρουφογάλη παρευρέθηκαν, όπως η ίδια θυμάται: «Ο Παύλος Βαρδινογιάννης, ο εφοπλιστής Θεοδωρακόπουλος με το γιο του τον Τάκη, ο Κώστας Δρακόπουλος των διυλιστηρίων, ο Νίκος Ταβουλάρης των ναυπηγείων, το ζεύγος Μποδοσάκη, ο Άγγελος Κανελλόπουλος των τσιμέντων Τιτάν με τη γυναίκα του, ο Τομ Πάππας, ο Γ. Λύρας, ο Γιώργος Ταβλάριος, εφοπλιστής από τη Νέα Υόρκη με τη γυναίκα του και ο Γιάννης Λάτσης με τη μεγάλη του κόρη».
Ας πάμε στις «κορυφές»: Ο Παπαδόπουλος είχε στη διάθεση του δύο βίλες, στην Πάρνηθα και το Λαγονήσι. Η δεύτερη, στην οποία διέμενε αντί αστείου ενοικίου, ανήκε στον Ωνάση. «Σύμπτωση»: Ο Παπαδόπουλος στήριζε τον Ωνάση στη διαμάχη του με άλλους «Κροίσους», για το περιβόητο τρίτο διυλιστήριο της χώρας. Αντιθέτως, ο Μακαρέζος τάχθηκε στο πλευρό του Νιάρχου. Οι ενδοχουντικές διαμάχες κορυφής καταλάγιασαν το 1972, όταν ο Ωνάσης αποσύρθηκε και το τρίτο διυλιστήριο ανέλαβαν οι Ανδρεάδης – Λάτσης.
Ξεχωριστό μεγάλο κεφάλαιο, οι τερατώδεις συμβάσεις. Στις 15 Μαΐου 1967 η χούντα ανέθεσε στην αμερικανική εταιρεία Λίτον την παροχή «υπηρεσιών οργανώσεως και διεκπεραιώσεως της οικονομικής αναπτύξεως», στην Κρήτη και τη Δ. Πελοπόννησο. Υποτίθεται ότι η εταιρεία θα φρόντιζε να γίνουν επενδύσεις ύψους 840 εκατομμυρίων δολαρίων, για 12 χρόνια. Το ελληνικό Δημόσιο έδωσε ως προκαταβολή 1,2 εκ. δολάρια. Ανέλαβε επίσης να καλύψει τα έξοδα της Λίτον για το «αναπτυξιακό έργο», συν 11% ποσοστό κέρδους, συν προμήθεια 2% επί της αξίας κάθε επένδυσης, από τις αναμενόμενες. Ανάλογη ρύθμιση για τη Λίτον είχε προωθήσει το 1966η κυβέρνηση Στεφανόπουλου, αλλά οι αντιδράσεις ακύρωσαν τότε το εγχείρημα.
Η Λίτον δεν προσέλκυε επενδυτές, δήλωνε όμως έξοδα και πληρωνόταν από το ελληνικό κράτος! Εμπράκτως η ίδια η χούντα αναγνώρισε το φιάσκο, τερματίζοντας την ισχύ της σύμβασης, στις 15 Οκτωβρίου 1969. Όμως -όλα κι όλα- η Λίτον πήρε και το επιπρόσθετο 11% επί των δηλωθέντων εξόδων της!
«Τα κέρδη μας είναι μεγάλα, διότι ουσιαστικά δεν κάνουμε εμείς επενδύσεις», είχε δηλώσει νωρίτερα -ευθαρσώς- στο περιοδικό Ράμπαρτς ο Ρόμπερτ Άλαν, υπεύθυνος της Λίτον στην Αθήνα. Στο στόμα του Άλαν έσταζε …μέλι για τη χούντα. Όταν κλήθηκε να σχολιάσει τα βασανιστήρια και τις διώξεις, είπε: «Οι περισσότεροι εξόριστοι και φυλακισμένοι ζουν σε νησιά, όπως είναι η Καταλίνα (σ.σ. θέρετρο στην Καλιφόρνια). Αναπνέουν καθαρό αέρα, βρίσκονται κάθε μέρα σε ωραίο ηλιόλουστο περιβάλλον. Απλώς δεν έχουν επικοινωνία με τον έξω κόσμο».
Το 1969 ο Μακαρέζος υπέγραψε σύμβαση με τον αμερικανό εργολάβο Ρόμπερτ Μακντόναλντ, για την κατασκευή της Εγναντίας Οδού. Το έργο είχε υπολογιστεί στα 150 εκ. δολάρια, εκ των οποίων σχεδόν το 1/3 θα το κάλυπτε το ελληνικό κράτος. Επιπροσθέτως, οι γαλαντόμοι «εθνοσωτήρες» της στρατοκρατούμενης ελληνικής Μπανανιάς εγγυήθηκαν τα δάνεια του Μακντόναλντ, τον διευκόλυναν με αμέτρητα ομόλογα, του έδωσαν 4,5 εκ. δολάρια ως προκαταβολή και όρισαν την αμοιβή του επί των εξόδων, συνυπολογίζοντας σε αυτά τη χρηματοδότηση του … Δημοσίου!
Το φοβερό ήταν ότι θα διεκπεραίωναν το έργο γηγενείς εργολάβοι – ο Αμερικανός απλώς θα μεριμνούσε για μελέτες και δάνεια. Εάν ο Μακντόλαντ διαπίστωνε πως δεν επαρκούσαν τα 150 εκ. δολάρια, είχε δυο επιλογές. Να βρει χρηματοδότες ή «να θεωρηθή εκτελέσας την σύμβασιν άμα τη συμπληρώσει της κατασκευής τμήματος της οδού, ούτινος η αξία ανέρχεται εις 150 εκ. δολάρια». Ο άνθρωπος δεν βρήκε χρηματοδότες, βρήκε όμως την …τύχη του. Πήρε τα μπογαλάκια του κι έφυγε, έχοντας τσεπώσει 4,5 εκ. δολάρια συν 33,4 εκ. σε ομόλογα ελληνικού Δημοσίου.
Το 1968 η χούντα έκανε μεγάλο «δώρο» στον ελληνοαμερικανό επιχειρηματία Τομ Πάππας, δίνοντας άδεια για τα εργοστάσια εμφιάλωσης της Κόκα Κόλα. Άδεια που είχαν αρνηθεί οι προδικτατορικές κυβερνήσεις, θεωρώντας το συγκεκριμένο σχέδιο του επιχειρηματία άκρως ανταγωνιστικό προς την εγχώρια παραγωγή αναψυκτικών. Το 1972 οι συνταγματάρχες απάλλαξαν τον Πάπας από τις αντισταθμιστικές υποχρεώσεις για έξι αγροτοβιομηχανικές μονάδες σε διάφορες περιοχές της χώρας.
Ο Πάππας ήταν διαπρύσιος υποστηρικτής της χούντας. Τόσο γρήγορα συντελέστηκε η μεταξύ τους διαπλοκή, ώστε το 1967, στην κυβέρνηση Κόλλια, διορίστηκε υπουργός Δημόσιας Τάξης ένας προσωπάρχης του επιχειρηματία: Ο Παύλος Τοτόμης, που αργότερα έγινε πρόεδρος της ΕΤΒΑ.
Κατά τα φαινόμενα ο Πάππας βρήκε τρόπο να ενώσει τις δυο μεγάλες …συμπάθειες του: Την ελληνική χούντα και τον Νίξον, του οποίου ήταν βασικός χρηματοδότης. “Οπως αποκάλυψε ο έλληνας δημοσιογράφος Ηλίας Δημητρακόπουλος, που ζούσε στην Ουάσινγκτον, η χούντα ενίσχυσε το ταμείο της προεκλογικής εκστρατείας του Νίξον (για την αναμέτρηση του 1968) με 549.000 δολάρια. Μετρητά, ζεστά – ζεστά… Είχαν «ζεσταθεί» από τη συνεχή κίνηση! Τα χρήματα αυτά τα είχε διοχετεύσει η CIA στην ΚΥΠ, αλλά κατ” εντολή Παπαδόπουλου και με μοχλό το Ρουφογάλη όδευσαν προς τον Τζον Μίτσελ, υπεύθυνο της προεκλογικής εκστρατείας του Νίξον. Μπορεί επί χούντας οι μαθητές να έγραφαν εκθέσεις για τα «αγαθά της αποταμιεύσεως», αλλά κι η… κίνηση των χρημάτων καλά κρατούσε.
Δημοσιεύθηκε στο ΠΡΙΝ της 16/12/2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου