Το κείμενο που ακολουθεί είναι η εισήγησης του ιστορικού και συγγραφέα του βιβλίου, (Η εμπειρία της κατοχής και της αντίστασης στην Αθήνα) ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ στην εκδήλωση της Αριστερής Κίνησης Περιστερίου με θέμα: «Όψεις του Εαμικού Κινήματος στην πόλη της Αθήνας».
Από την αυτενέργεια στη συντονισμένη αντιστασιακή δράση. Η ύφεση του λιμού ως αφετηρία για την ανάπτυξη του ΕΑΜ
Οι πρώτοι εαμικοί αντιστασιακοί πυρήνες συγκροτήθηκαν όπου προϋπήρχαν αντίστοιχοι του Κομμουνιστικού Κόμματος και σε πλήρη σύνδεση μαζί τους. Ήδη από το Μεσοπόλεμο, το κύριο βάρος της κομμουνιστικής δράσης στην Αθήνα εστιαζόταν στους μαζικούς χώρους όπως τα εργοστάσια και τα πανεπιστήμια, οι οποίοι υπήρξαν προνομιακοί χώροι στρατολόγησης μελών και πεδία οργάνωσης μαζικών κινητοποιήσεων.
Όπως ήταν φυσικό, το ΕΑΜ εκμεταλλεύτηκε την προϊστορία αυτή θέτοντας ως αφετηρία της αντιστασιακής του δράσης τους μαζικούς χώρους. Ένας ακόμη παράγοντας που συνέβαλε στην ανάπτυξη κοινών παράνομων πρακτικών ανάμεσα στους εαμικούς και τους κομματικούς πυρήνες του ΚΚΕ, ήταν η δυσκολία που συνάντησε το ΕΑΜ στο να δημιουργήσει άμεσα μαζικές οργανώσεις λόγω του κατοχικού λιμού. Ουσιαστικά σε όλη τη διάρκεια του λιμού οι εαμικές ομάδες δεν κατόρθωσαν να ξεπεράσουν αριθμητικά τους αντίστοιχους κομμουνιστικούς πυρήνες στους μαζικούς χώρους. Σε μια κατοχική Αθήνα όπου κυριαρχούσε η τρομοκρατία του θανάτου από πείνα, όπου οι ειδήσεις από τα μέτωπα του πολέμου πιστοποιούσαν την πλήρη επικράτηση των δυνάμεων του Άξονα και όπου το ΕΑΜ δεν είχε δείξει ακόμη δείγματα γραφής, οι διαθεσιμότητες των κατοίκων για την ένταξη σε αυτό ήταν σαφώς περιορισμένες.
Αυτή η κατάσταση, που οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό και σε οργανωτικές ανεπάρκειες και συγχύσεις ανάμεσα στο διαφορετικό έργο που επιτελούσε η εαμική σε σχέση με την κομματική οργάνωση, οδήγησε αρχικά στην ταυτόσημη οργανωτική λειτουργία ΚΚΕ και ΕΑΜ σε επίπεδο βάσης. Η προπολεμική κομμουνιστική οργανωτική δομή της τριάδας καθιερώθηκε και στις εαμικές οργανώσεις, περιορίζοντας πολλές φορές το έργο τους στα στενά όρια που έθετε η τήρηση των αυστηρών συνωμοτικών μέτρων. Η τακτική αυτή ελαχιστοποιούσε τις δυνατότητες μαζικοποίησης του κινήματος, κάτι που ανάγκαζε την Επιτροπή Πόλης της ΚΟΑ να κάνει συνεχείς εκκλήσεις, ακόμη και στα μέσα του 1943, για την αποτροπή δημιουργίας των εαμικών ομάδων «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του κομματικού πυρήνα» και την αποβολή του «σεχταριστικού» πνεύματος από τις εαμικές οργανώσεις. Η υπέρβαση της κατάστασης αυτής πραγματοποιήθηκε με τις οργανωτικές αλλαγές που προώθησε η ηγεσία του εαμικού συνασπισμού, στην προσπάθειά της να προσαρμοστεί στη μεταβολή των συνθηκών στην κατεχόμενη Αθήνα.
Η έναρξη των αποστολών επισιτιστικής βοήθειας από το Δ.Ε.Σ. το καλοκαίρι του 1942, επέφερε την ύφεση του λιμού. Η εισροή τροφίμων στην Αθήνα δημιούργησε μια ιδιόμορφη κανονικότητα μέσα στις έκτακτες συνθήκες της Κατοχής. Τα τρόφιμα έφταναν πλέον στους κατοίκους της πόλης, είτε μέσω της επέκτασης του δικτύου διανομών, είτε μέσω της μαύρης αγοράς. Η εξέλιξη αυτή αποδέσμευσε ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της Αθήνας από τους καταναγκασμούς της διαρκούς αναζήτησης τροφής, που λειτουργούσαν ανασταλτικά σε κάθε προσπάθεια συλλογικής δράσης. Βέβαια, η σταδιακή αποδέσμευση των Αθηναίων από τον τρόμο της πείνας δεν συνεπαγόταν από μόνη της τη στροφή τους προς την Αντίσταση. Αυτό που συνέδεσε την αυτενέργεια των Αθηναίων με την εαμική αντίσταση ήταν η συνάντηση των στρατηγικών επιβίωσης με την αντιστασιακή δράση.
Με στόχο τη δημιουργία ενός μαζικού διεκδικητικού κινήματος, το ΕΑΜ ενοποίησε τις μεμονωμένες, κατά τη διάρκεια του λιμού, δράσεις της αυτενέργειας των Αθηναίων. Αυτό που διαφοροποιούσε τη δράση του ΕΑΜ αλλά και τη στάση των Αθηναίων απέναντί του στα μέσα του 1942 σε σχέση με τον προηγούμενο χειμώνα, ήταν ότι οι εαμικοί πυρήνες είχαν πλέον αναπτυχθεί στους μαζικούς χώρους, ο λιμός βρισκόταν σε ύφεση και υπήρχε διατροφικό απόθεμα προς διεκδίκηση. Από το καλοκαίρι του 1942 και μετά είχαν ήδη διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις για την εμπλοκή των κατοίκων της πόλης στο αντιστασιακό κίνημα.
Η εμπειρία της μαύρης αγοράς, η είσοδος της παρανομίας στην καθημερινότητα των κατοίκων της πόλης, η εξοικείωση με τον κίνδυνο, η απαξίωση της κεντρικής εξουσίας, η αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού λόγω των διαλυτικών συνεπειών του λιμού, ήταν οι κύριοι παράγοντες που ευνόησαν την εκδήλωση της αυτενέργειας των Αθηναίων. Αυτό που πρόσφερε η Αντίσταση ήταν η μετατροπή των ατομικών αντιδράσεων σε συντονισμένη συλλογική δράση πολιτικής ανυπακοής αλλά και η πολιτική θεμελίωση της δράσης αυτής. Η αυτενέργεια των κατοίκων της πόλης κατά την περίοδο του λιμού λειτούργησε ως μια προεργασία ένταξής τους στην οργανωμένη αντίσταση. Πλάι στις μερικές εκατοντάδες αποφασισμένων να αντισταθούν, ήδη από την πρώτη μέρα της Κατοχής, η εμπειρία του λιμού προσέθεσε μερικές χιλιάδες. Το ΕΑΜ βρήκε στους εξεγερμένους φοιτητές, στους εξαθλιωμένους δημοσίους υπαλλήλους και στους μαζικά απολυμένους και υποαπασχολούμενους εργάτες, τους πρώτους συμμάχους στην προσπάθειά του να ενεργοποιήσει ευρύτερα κοινωνικά σύνολα στον αντιστασιακό αγώνα.
Ο αγώνας για το επισιτιστικό. Η ανάπτυξη του κινηματικού χαρακτήρα του ΕΑΜ
Αν η εκδήλωση του λιμού αποδιοργάνωσε τη ζωή στην πόλη, η άφιξη της επισιτιστικής βοήθειας του Δ.Ε.Σ., οδήγησε στη μερική ανασυγκρότησή της. Η σταδιακή αποκατάσταση του διατροφικού ισοζυγίου των κατοίκων και η αναθέρμανση της μαύρης αγοράς, με ποσότητες τροφίμων που διέρρεαν προς αυτή κατά τη μεταφορά τους από τα αμπάρια των πλοίων του Δ.Ε.Σ. στα ράφια των παντοπωλείων ή των φούρνων που διενεργούσαν τις διανομές, δημιούργησαν κανονικότητες που προσπάθησε να εκμεταλλευτεί όχι μόνο η οργανωμένη αντίσταση, αλλά και η κατοχική κυβέρνηση.
Το διατροφικό απόθεμα, αν και τη διαχείρισή του την είχε αποκλειστικά ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός, δημιούργησε προσδοκίες στους κυβερνητικούς αξιωματούχους για την πολιτική του εκμετάλλευση, καθώς το κράτος επανακτούσε μέρος του ρυθμιστικού του ρόλου, τον οποίο είχε απολέσει πλήρως τον πρώτο χρόνο της Κατοχής. Η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη συσπείρωση γύρω από την κατοχική κυβέρνηση ατόμων και ομάδων που εξυπηρετούσαν τις προσωπικές τους πολιτικές και οικονομικές φιλοδοξίες. Άλλωστε, στις αρχές του 1942, περισσότεροι Αθηναίοι συνδέονταν παρασιτικά με την κατοχική κυβέρνηση και τους κατακτητές (εργολάβο, στρατιωτικοί, επιχειρηματίες κ.λπ.) παρά με τις πρωτοεμφανιζόμενες αντιστασιακές οργανώσεις.
Η προσπάθεια της κυβέρνησης να αντλήσει πολιτικό κύρος από την εκμετάλλευση της επισιτιστικής βοήθειας δεν στέφθηκε με επιτυχία. Στα μάτια των Αθηναίων, όπως και όλων των Ελλήνων, οι κατοχικές κυβερνήσεις έφεραν το στίγμα της συνεργασίας με τις δυνάμεις κατοχής. Η διαφθορά αποτελούσε δομικό στοιχείο του κρατικού μηχανισμού από τη στιγμή που πολιτικοί και στρατιωτικοί αξιωματούχοι, εργολάβοι του δημοσίου και επιφανείς επιχειρηματίες, εμπλέκονταν στα δίκτυα της μαύρης αγοράς, σε συνεργασία πολλές φορές με τη στρατιωτική διοίκηση των δυνάμεων κατοχής. Η εικόνα που αποκόμισαν οι Αθηναίοι από τη διεφθαρμένη λειτουργία των κρατικών συσσιτίων πριν αναλάβει τη διαχείρισή τους ο Δ.Ε.Σ., ήταν αδύνατο να αναστραφεί.
Το πρώτο ισχυρό πλήγμα που δέχτηκε η κυβέρνηση, ήρθε με την πρώτη μεγάλη απεργία που ξέσπασε στις 12 Απριλίου 1942. Το γεγονός ότι η απεργία δεν εκδηλώθηκε στους παραδοσιακούς χώρους κοινωνικής αναταραχής αλλά μέσα στον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό, ανέδειξε τους έντονους κοινωνικούς κραδασμούς που προκάλεσε η εμπειρία του λιμού. Η απεργία των δημοσίων υπαλλήλων κατάφερε ένα ισχυρό πλήγμα στην κυβέρνηση Τσολάκογλου, κάτι που πιστοποιείται και από την έντονη αντίδρασή της. Σε δηλώσεις του που δημοσιεύθηκαν στον τύπο, ο πρωθυπουργός κήρυξε παράνομη την απεργία και τη χαρακτήριζε ως «αδικαιολόγητο πραξικόπημα» που εκδηλώθηκε από «παρασυρθέντες από τα φληναφήματα των επιβουλευομένων την Πατρίδα μας και το κοινωνικόν καθεστώς.» Αν και η κινητοποίηση των δημοσίων υπαλλήλων δεν οφείλονταν αποκλειστικά στη δράση των οργανωμένων στο ΕΑΜ συναδέλφων τους, η επιτυχής κατάληξη της απεργίας έκανε ορατά στους δοκιμαζόμενους Αθηναίους τα οφέλη που προέκυπταν από την οργανωμένη συλλογική διεκδίκηση των αιτημάτων τους.
Λίγες ημέρες πριν από το ξέσπασμα της απεργίας, το ΕΑΜ από κοινού με άλλες οργανώσεις γιόρτασε δημόσια την εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου. Στην κινητοποίηση συμμετείχαν κυρίως μέλη της νεολαίας (φοιτητές και μαθητές γυμνασίων) με τη δυναμική αλλά και συμβολική παρουσία των αναπήρων του αλβανικού μετώπου. Αν και είχαν σημειωθεί κάποιες κινητοποιήσεις για τον εορτασμό των εθνικών επετείων ήδη κατά τον πρώτο εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου το 1941, η διαδήλωση των νέων στους δρόμους της Αθήνας και το στεφάνωμα ανδριάντων των αγωνιστών του 1821, υπήρξε η πρώτη σημαντική εκδήλωση του πατριωτικού χαρακτήρα της εαμικής αντίστασης.
Με αυτού του είδους τους εορτασμούς, οι οποίοι τα επόμενα χρόνια της Κατοχής γίνονταν όλο και μαζικότεροι, το ΕΑΜ απευθυνόταν στον πατριωτισμό των Ελλήνων, προσπαθώντας να συνδέσει τον απελευθερωτικό αγώνα ενάντια στις δυνάμεις του Άξονα με τον αντίστοιχο της ελληνικής επανάστασης του 1821. Οι εορτασμοί των εθνικών επετείων υπήρξαν τμήμα της συνολικότερης πατριωτικής πολιτικής που προώθησε συστηματικά το ΕΑΜ. Αυτό που προσπαθούσε να επιτύχει εκμεταλλευόμενο τη ρήξη της κατοχικής περιόδου, ήταν να ανατρέψει παγιωμένες νοοτροπίες που αντιμετώπιζαν την ελληνική αριστερά ως περιθωριακή και εθνικά επικίνδυνη πολιτική δύναμη. Έτσι, αποπειράθηκε να προσεγγίσει τις μάζες όχι μόνο μέσα από τη συνδρομή στην προσπάθεια επιβίωσής τους, αλλά και μέσα από την ενεργοποίηση του συλλογικού φαντασιακού, με την αντιστασιακή νοηματοδότηση του εορτασμού των εθνικών επετείων.
Από την άνοιξη του 1942, το ΕΑΜ, εκμεταλλευόμενο και την εδραίωση των παράνομων πυρήνων του, πραγματοποίησε το πρώτο του «άνοιγμα», μέσα από τη συστηματική δραστηριοποίησή του στους μαζικούς χώρους, με κύριο πεδίο δράσης του τον αγώνα για την επίλυση των επισιτιστικών αιτημάτων. Στα πανεπιστήμια, τις δημόσιες υπηρεσίες, τα γυμνάσια και τα εργοστάσια, το ΕΑΜ συνάντησε τα τμήματα αυτά του αθηναϊκού πληθυσμού που δοκιμάζονταν περισσότερο από τον κατοχικό λιμό, που παραδοσιακά υπήρξαν τα μαχητικότερα τμήματά του και που παράλληλα αποτελούσαν το καταλληλότερο, για πολιτικούς και κοινωνικούς λόγους, κομμάτι της αθηναϊκής κοινωνίας επάνω στο οποίο μπορούσε να στηρίξει την περαιτέρω επέκταση της επιρροής του.
Το ΕΑΜ έκανε όλο και περισσότερο αισθητή την παρουσία του στην Αθήνα, διευρύνοντας τα πεδία της αντιστασιακής του δράσης. Η εξέλιξη αυτή δεν πέρασε απαρατήρητη από τις δυνάμεις κατοχής:
«Το “Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο”, εκμεταλλευόμενο την επισιτιστική ένδεια, που εντείνεται με το πλησίασμα του χειμώνα, ανάπτυξε ζωηρή δραστηριότητα με προκηρύξεις και κέρδισε έδαφος […] Όλες τις νύχτες τα σπίτια σ’ όλα τα μέρη της Αθήνας και του Πειραιά βάφονται με αγωνιστικά συνθήματα κατά των δυνάμεων του Άξονα, μοιράζονται προκηρύξεις και τοιχοκολλούνται αφίσες με φανατικό περιεχόμενο. Προκηρύξεις και εφημερίδες, που μέχρι λίγο πριν έβγαιναν μόνο με πολύγραφο, τώρα εκδίδονται σε τυπογραφεία […]».
Η επισήμανση στην κατάληξη του παραπάνω αποσπάσματος, φανερώνει την οργανωτική ωρίμανση των παράνομων μηχανισμών του ΕΑΜ. Το φθινόπωρο του 1942, ο εαμικός αντιστασιακός και πολιτικός λόγος έφτανε στους αποδέκτες του όχι μόνο μέσα από τον περιορισμένο αριθμό αυτοσχέδιων, πολλές φορές χειρόγραφων εφημερίδων και προκηρύξεων. Η μετάβαση από τους πολυγράφους στα τυπογραφεία, μαρτυρά την ανάπτυξη του παράνομου εαμικού εκδοτικού μηχανισμού η οποία αντανακλούσε τη συνεχώς διευρυνόμενη επιρροή που ασκούσε το ΕΑΜ στους Αθηναίους.
Αν λοιπόν το αρχικό στάδιο στην ανάπτυξη της εαμικής αντιστασιακής δράσης ήταν αυτό της δημιουργίας των πρώτων πυρήνων σε αυστηρές συνθήκες συνωμοτικότητας, το επόμενο είχε να κάνει με την ενεργοποίηση των πυρήνων αυτών προς την κατεύθυνση της συνεχούς διεύρυνσης της επιρροής τους στους μαζικούς χώρους. Η διεύρυνση αυτή επιχειρήθηκε μέσω της πρακτικής της υποκίνησης των μαζών σε αντιστασιακή δράση. Σε κάθε μαζικό χώρο, οι αντιστασιακοί πυρήνες οργάνωναν δράσεις για την ικανοποίηση επισιτιστικών και ειδικότερων αιτημάτων. Στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο (1942), όπου η επιρροή του αντιστασιακού κινήματος εξαπλωνόταν στους μαζικούς χώρους αλλά όχι στην υπόλοιπη κοινωνία, η τακτική της κινητοποίησης των μαζών εξασφάλιζε παράλληλα και την προφύλαξη των οργανωμένων μελών από τους κινδύνους που συνεπαγόταν η άμεση δημόσια έκθεσή τους.
Οι εαμικοί αντιστασιακοί πυρήνες λειτουργούσαν ως το «αόρατο χέρι» των μαζικών κινητοποιήσεων. Η δράση τους, όπως αναφέρει ο μετέπειτα Γραμματέας του 6ου Τομέα της ΕΠΟΝ Μιχάλης Λιαρούτσος για την περίπτωση του Πανεπιστημίου Αθηνών στις αρχές του 1942, δημιουργούσε την αίσθηση ότι υπήρχε «μια κατάσταση που έδειχνε κάποιο μυαλό, κάποια οργάνωση. Εκεί ακούς ορισμένα πράγματα “α! αυτός είναι του Γραφείου. Ποιου Γραφείου;” Εννοούσε του Γραφείου της ΟΚΝΕ […] “Τι είναι το Γραφείο;”. Και απορούσες σε ορισμένα πράγματα».
Η περίπτωση της παράνομης δράσης του ΕΑΜ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών είναι χαρακτηριστική. Μέλη του ΕΑΜ Νέων και της ΟΚΝΕ, δημιουργώντας νέους συλλόγους ή αναλαμβάνοντας τα διοικητικά συμβούλια αυτών που βρίσκονταν ήδη σε λειτουργία, κατάφεραν να κινητοποιούν τα μέλη τους σε συλλογικές δράσεις αντιστασιακού χαρακτήρα. Το τελευταίο τρίμηνο του 1942, μέσα από την ενεργοποίησή τους στον Εκπολιτιστικό Όμιλο του Πανεπιστημίου (ΕΟΠ), στο Σύλλογο Επαρχιωτών Φοιτητών (ΣΕΦ), στο Ταμείο Απόρων Φοιτητών (ΤΑΦ), στους συνεταιρισμούς του Πανεπιστημίου και στο φοιτητικό συσσίτιο, τα 118 μέλη της ΟΚΝΕ και τα 74 του ΕΑΜ Νέων κινητοποιούσαν 4.700 φοιτητές και φοιτήτριες.
Η υποκίνηση των Αθηναίων σε αντιστασιακή δράση και η εκδήλωσή της με ογκώδεις και δυναμικές διαδηλώσεις στο κέντρο της πόλης, ήταν ένας από τους βασικότερους τρόπους διάδοσης του αντιστασιακού πνεύματος. Η κομβική σημασία της αντιστασιακής τακτικής της κινητοποίησης των μαζών, φάνηκε στη μεγάλη γενική απεργία που ξέσπασε στις 7 Σεπτεμβρίου 1942 και έληξε τέσσερις ημέρες αργότερα. Σύμφωνα με έκθεση επιτελάρχη της στρατιωτικής διοίκησης Νοτίου Ελλάδος:
«Κομμουνιστές υποκινητές εκμεταλλεύτηκαν την πολύ άσχημη οικονομική και χρηματική κατάσταση του πληθυσμού για να τον φανατίσουν. Για τις 7.9. είχε προκηρυχθεί από την κομμουνιστική πλευρά γενική απεργία. Τα κομμουνιστικά τμήματα που υπάρχουν μέσα στα εργοστάσια και τις αρχές (υπουργεία) είχαν πραγματοποιήσει προηγούμενα συγκεντρώσεις και είχαν κρατήσει μεταξύ τους επαφή μέσω συνδέσμων […] Από τις προκηρύξεις της “Εθνικής Αλληλεγγύης” […] καθώς και της “Κεντρικής Πανυπαλληλικής Επιτροπής” βγαίνει ξεκάθαρα ότι ανεύθυνα στοιχεία εκμεταλλεύτηκαν την κακή επισιτιστική κατάσταση και τη γενική αντιπάθεια προς τον υπουργό Επισιτισμού και Οικονομικών Γκοτζαμάνη.»
Η εαμική αντιστασιακή δράση γινόταν πλέον ορατή από τους Αθηναίους, καθώς όλο και περισσότεροι συμπολίτες τους συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις που αυτό οργάνωνε για την επίλυση του επισιτιστικού προβλήματος. Την ίδια εικόνα είχαν αποκομίσει και οι δυνάμεις κατοχής, καθώς ο συντάκτης της παραπάνω έκθεσης συγκρίνοντας την εν λόγω απεργιακή κινητοποίηση με την αντίστοιχη των δημοσίων υπαλλήλων στις 12 Απριλίου του ιδίου χρόνου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «πήρε πολύ μεγαλύτερη έκταση», αλλά και ότι επεκτάθηκε στους εργάτες «ζωτικών και σημαντικών για τον πόλεμο εργοστασίων».
Η οργανωτική και αντιστασιακή εμπειρία που απέκτησε το εαμικό κίνημα στη διάρκεια του 1942, απέδωσε καρπούς κατά τη διοργάνωση και υλοποίηση της μαζικότερης, έως τότε, αντιστασιακής του ενέργειας. Στις 22 Δεκεμβρίου 1942 πραγματοποιήθηκε στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας μαζική διαδήλωση υπό την καθοδήγηση του ΕΑΜ και του ΕΑΜ Νέων. Η συγκεκριμένη αντιστασιακή ενέργεια κατέχει ξεχωριστή θέση στην ιστορία του εαμικού κινήματος της Αθήνας. Μέχρι τη διαδήλωση του Δεκέμβρη, η αντιστασιακή δράση του ΕΑΜ περιοριζόταν κάθε φορά σε ένα συγκεκριμένο μαζικό χώρο. Η αιχμή του αντιστασιακού κινήματος στην Αθήνα – φοιτητές, δημόσιοι υπάλληλοι και εργάτες – συμμετείχαν σε αντιστασιακές δράσεις του κάθε κλάδου χωριστά. Η διαδήλωση της 22ας Δεκεμβρίου 1942 υπήρξε η πρώτη συντονισμένη κινητοποίηση που έφερε στους δρόμους της πόλης από κοινού, φοιτητές, εργάτες, υπαλλήλους και μαθητές, καταδεικνύοντας την ωρίμανση των οργανωτικών μηχανισμών του ΕΑΜ.
Αυτή όμως, δεν ήταν η μοναδική καινοτομία της συγκεκριμένης αντιστασιακής ενέργειας. Το κεντρικό της αίτημα, που ήταν όπως σε όλες τις κινητοποιήσεις του 1942 το επισιτιστικό, πλαισιώθηκε για πρώτη φορά με αμιγώς πολιτικά αιτήματα που στρέφονταν κατά των συλλήψεων, των βασανιστηρίων και των εκτελέσεων Ελλήνων πολιτών από τις δυνάμεις κατοχής. Η συνθηματολογία αυτή υποδήλωνε το σταδιακό μετασχηματισμό που συντελούνταν στο εσωτερικό του μαζικού διεκδικητικού κινήματος, με τη μετάβαση από τα αμιγώς επισιτιστικά αιτήματα στις πολιτικές διεκδικήσεις. Η σταδιακή πολιτικοποίηση του κινήματος άρχισε να πραγματοποιείται στο ευνοϊκό, για την Αντίσταση, κλίμα που δημιούργησαν οι εξελίξεις που προηγήθηκαν, οι οποίες αναπτέρωσαν το ηθικό και την αγωνιστική διάθεση των Αθηναίων. Στις 25/26 Νοεμβρίου 1942 υλοποιήθηκε η πρώτη μεγάλη και επιτυχής επιχείρηση του ελληνικού αντάρτικου με την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου. Μια εβδομάδα πριν, στις 19 Νοεμβρίου 1942, πραγματοποιήθηκε η πρώτη αντεπίθεση του Κόκκινου Στρατού στο Στάλινγκραντ, ενώ στις αρχές του Νοέμβρη έγινε γνωστή η μεγάλη νίκη των συμμάχων στο Ελ Αλαμέιν.
Ένα ακόμη στοιχείο που διαφοροποίησε τη διαδήλωση της 22ας Δεκεμβρίου από τις προγενέστερες αντιστασιακές εκδηλώσεις, ήταν ο πρώτος καταγεγραμμένος νεκρός του μαζικού αντιστασιακού κινήματος στην Αθήνα, ο φοιτητής Μήτσος Κωνσταντινίδης. Το κίνημα αποκτούσε πλέον τους μάρτυρές του, τα θύματα του αντιστασιακού αγώνα που πιστοποιούσαν, με τον πιο τραγικό τρόπο, την αδυναμία της κυβέρνησης και των κατοχικών αρχών να διαχειριστούν την κατάσταση. Όσο το ΕΑΜ αύξανε τις δυνάμεις του και διεύρυνε την πολιτική του επιρροή, τόσο πιο βίαιη γινόταν η αντίδραση των κατοχικών δυνάμεων. Η διαδήλωση 30 έως 40 χιλιάδων Αθηναίων που εξέφραζαν δημόσια την αντίθεσή τους στο κατοχικό καθεστώς, πιστοποιούσε τη μετατροπή των ολιγάριθμων αντιστασιακών πυρήνων των αρχών του 1942, σε πολιτική δύναμη αμφισβήτησης της κατοχικής εξουσίας στα τέλη του ίδιου χρόνου.
Ο κίνδυνος της πολιτικής επιστράτευσης. Η πολιτικοποίηση του εαμικού αντιστασιακού κινήματος
Οι πρώτες νίκες του μαζικού κινήματος «υπό την αιγίδα» του ΕΑΜ το 1942 που είχαν να κάνουν αποκλειστικά με την ικανοποίηση επισιτιστικών και συνδικαλιστικών αιτημάτων, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την πολιτικοποίηση της αντιστασιακής δράσης του κινήματος το 1943. Η μορφή που έλαβε το κίνημα τη χρονιά αυτή, καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις επιπτώσεις που είχε στην πολιτική των δυνάμεων κατοχής στην Ελλάδα, η εξέλιξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων στα μεγάλα μέτωπα του πολέμου.
Η δυσμενής εξέλιξη του πολέμου για τις δυνάμεις του Άξονα – μετά τη συνθηκολόγηση του Στρατάρχη Πάουλους (Friedrich Paulus) στο Στάλινγκραντ στις 2 Φεβρουαρίου 1943 και τη διαφαινόμενη ήττα των στρατευμάτων του Στρατάρχη Ρόμμελ (Erwin Rommel) στο μέτωπο της Βορείου Αφρικής – έφερε τους κατοίκους των κατεχόμενων ευρωπαϊκών κρατών αντιμέτωπους με τον κίνδυνο της πολιτικής επιστράτευσης. Οι διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες του γερμανικού στρατού σε έμψυχο δυναμικό, μετακύλησαν μέρος του κόστους της συνέχισης του πολέμου στους πολίτες των κατεχόμενων χωρών, οι οποίοι καλούνταν πλέον να καλύψουν τις θέσεις εργασίας που εγκατέλειπαν οι Γερμανοί εργάτες για να σταλούν στα μέτωπα του πολέμου.
Πέρα από τους παραπάνω εξωγενείς παράγοντες, η εαμική αντιστασιακή δράση το 1943 καθορίστηκε και από μια κεντρικής σημασίας εσωτερική εξέλιξη. Το Φεβρουάριο του 1943 πραγματοποιήθηκε η πολυαναμενόμενη ενοποίηση των νεανικών αντιστασιακών οργανώσεων στο οργανωτικό σχήμα της ΕΠΟΝ. Στις 23 Φεβρουαρίου 1943 συνήλθε η ιδρυτική σύσκεψη της ΕΠΟΝ στην Αθήνα. Το ιδρυτικό της συνυπέγραψαν εννέα οργανώσεις νέων που δραστηριοποιούνταν στην πρωτεύουσα και την επαρχία, καθώς και αντιπρόσωποι της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ και του Εθνικού Συμβουλίου του ΕΑΜ Νέων. Η ίδρυση της ΕΠΟΝ έφερε μια νέα δυναμική στο εαμικό κίνημα, καθώς η ευρύτητα των στόχων της - εθνικοαπελευθερωτικοί, πολιτικοί και πολιτιστικοί – και ο εξ αρχής μαζικός προσανατολισμός της, ικανοποιούσε ευρύτερες, από τις στενά αντιστασιακές, ανάγκες έκφρασης της κατοχικής νεολαίας.
Το νέο οργανωτικό σχήμα της ΕΠΟΝ δοκιμάστηκε άμεσα στην πράξη. Στις 24 Φεβρουαρίου εκδηλώθηκε γενική απεργία στην Αθήνα, η οποία συνοδεύτηκε με τη διαδήλωση περισσότερων από 50 χιλιάδων Αθηναίων στο κέντρο της πόλης. Σύμφωνα με το στέλεχος της ΕΠΟΝ Πέτρο Ανταίο, οι βίαιες συγκρούσεις είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο τριών και τον τραυματισμό 59 διαδηλωτών. Την ίδια ημέρα, ο πρωθυπουργός Κων/νος Λογοθετόπουλος προέβη σε ραδιοφωνικό διάγγελμα στο οποίο ζητούσε από τον ελληνικό λαό να αποφύγει τους «ψευδοϊδεολόγους του κομμουνισμού» οι οποίοι «από την αφάνειαν του σκότους εις το οποίον κρύπτονται» δρουν βλάπτοντας «τα ύψιστα συμφέροντα της πατρίδος», σε μια περίοδο όπου «ο ευρωπαϊκός πολιτισμός δια να διασώση την κληρονομίαν χιλιετηρίδων αγωνίζεται» για να εμποδίσει «τον κατακλυσμόν της Ευρώπης υπό των ορδών του Στάλιν.» Το μέγεθος και η μαχητικότητα της διαδήλωσης προκάλεσε την άμεση αντίδραση των δυνάμεων κατοχής. Η Ανώτατη Διοίκηση των Ιταλικών Ενόπλων Δυνάμεων στην Ελλάδα, με ανακοίνωσή της απειλούσε υπαλλήλους και εργάτες με ποινές φυλάκισης έως και 12 έτη, σε περίπτωση που εγκατέλειπαν ομαδικά την εργασία τους.
Οι κινητοποιήσεις συνεχίστηκαν με μικρότερη ένταση τις επόμενες ημέρες και κορυφώθηκαν στις 5 Μαρτίου 1943, ημέρα γενικής απεργίας στην Αθήνα. Σύντομα, η κάθοδος χιλιάδων ανθρώπων από τις συνοικίες, μετέτρεψε την απεργία σε μια τεράστια διαδήλωση ενάντια στην πολιτική επιστράτευση. Η κινητοποίηση αυτή, που υπήρξε η μαζικότερη έως τότε, έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Μέρος των διαδηλωτών, παρά την επέμβαση Ιταλών καραμπινιέρων, κατάφερε να εισβάλει στο Υπουργείο Εργασίας και να κάψει τις καταστάσεις «των 80.000 επιστράτων και των χιλιάδων των ανέργων του Εργατικού Κέντρου.» Και σε αυτή την κινητοποίηση, οι συγκρούσεις στο κέντρο της Αθήνας στοίχισαν τη ζωή σε πολλούς διαδηλωτές, ενώ οι τραυματίες ανήλθαν σε αρκετές δεκάδες. Η έκρυθμη κατάσταση που δημιουργήθηκε στην πρωτεύουσα οδήγησε τις δυνάμεις κατοχής να ζητήσουν τη μεσολάβηση του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, ο οποίος μετέφερε στον ελληνικό λαό τη διαβεβαίωση της απόσυρσης του μέτρου της πολιτικής επιστράτευσης. Οι κλυδωνισμοί που προκάλεσαν στην κυβέρνηση οι κινητοποιήσεις των Αθηναίων είχαν ως αποτέλεσμα την επιτάχυνση των διαδικασιών αντικατάστασης του πρωθυπουργού Κων/νου Λογοθετόπουλου από τον Ιωάννη Ράλλη, στις 7 Απριλίου 1943.
Οι κινητοποιήσεις ενάντια στην πολιτική επιστράτευση υπήρξαν ένα πραγματικό σημείο καμπής στην ανάπτυξη του εαμικού αντιστασιακού κινήματος. Σε οργανωτικό επίπεδο, παρήγαγαν νέες αντιστασιακές πρακτικές, που έδωσαν την ευκαιρία στην εαμική καθοδήγηση να αποκτήσει την κατάλληλη εμπειρία στη διαχείριση τέτοιου μεγέθους κινητοποιήσεων. Σε πολιτικό επίπεδο, η επιτυχία τους προσέδωσε κύρος στην εαμική αντίσταση, νομιμοποιώντας την στις συνειδήσεις της πλειοψηφίας των Αθηναίων. Το ΕΑΜ αποτελούσε πλέον την κύρια δύναμη που αμφισβητούσε ευθέως την πολιτική κυριαρχία της κυβέρνησης και των δυνάμεων κατοχής στην Αθήνα. Η εαμική αντιστασιακή δράση λάμβανε ξεκάθαρη κινηματική μορφή στο αστικό περιβάλλον της πρωτεύουσας. Οι ημέρες των κινητοποιήσεων και η κατάληξή τους, ανέδειξαν την οργανωμένη αντίσταση, και εντός αυτής το ΕΑΜ, ως προασπιστή της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στις διαλυτικές συνέπειες της στρατιωτικής κατοχής.
Παράλληλα όμως, τα γεγονότα της 5ης Μαρτίου 1943 ανέδειξαν και μια άλλη διάσταση, που σταδιακά και ιδιαίτερα από το χειμώνα της ίδιας χρονιάς και μετά, θα χαρακτηρίσει την κατάσταση που επικρατούσε στην Αθήνα. Την ημέρα αυτή και κατά την προσπάθεια καταστολής των κινητοποιήσεων στο κέντρο της Αθήνας, καταγράφεται για πρώτη φορά η άσκηση ένοπλης βίας από τα ελληνικά Σώματα Ασφαλείας ενάντια στο αντιστασιακό κίνημα. Η συμμετοχή ανδρών της Χωροφυλακής και του Μηχανοκίνητου Τμήματος της Αστυνομίας Πόλεων στην καταστολή της διαδήλωσης, «άνοιξε» το εσωτερικό μέτωπο των εμφύλιων ένοπλων συγκρούσεων. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα αναφέρονται στην προκήρυξη του ΕΑΜ Υπαλλήλων Ανωνύμων Εταιρειών της 20ης Μαρτίου 1943, όπου καταγράφονται «τα ονόματα των δολοφόνων του Ελληνικού Λαού που προδίδοντας την Πατρίδα τους πυροβόλησαν και έχυσαν στης 5 Μαρτίου 1943 τίμιο ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΙΜΑ κατ’ εντολήν των Χίτλερ, Μουσσολίνι, Λογοθετόπουλου, Παγκάλου, Ταβουλάρη.» Μετά την παράθεση των ονομάτων όσων ανδρών των Σωμάτων Ασφαλείας άνοιξαν πυρ κατά των διαδηλωτών, η προκήρυξη κλείνει με το αίτημα για εκδίκηση: «ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ! Θα πληρώσετε με το κεφάλι σας γρηγορότερα απ’ ότι νομίζετε τα εθνικά αυτά εγκλήματα. Δεν θα ξεφύγετε.»
Αυτές οι αντιστασιακές ενέργειες έδωσαν την ευκαιρία στο ΕΑΜ να δοκιμάσει στην πράξη τις οργανωτικές πρακτικές κινητοποίησης των μαζών και να ενισχύσει τις δυνάμεις του, στρατολογώντας νέα μέλη που διακρίθηκαν για τη μαχητικότητά τους. Η ωρίμανση των εαμικών οργανωτικών μηχανισμών αντανακλάται και στη σύσταση της Κεντρικής Οργανωτικής Επιτροπής των λαϊκών κινητοποιήσεων, υπό την καθοδήγηση του Οργανωτικού Γραμματέα της Επιτροπής Πόλης του ΚΚΕ, Σπύρου Καλοδίκη, το τελευταίο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου 1943. Το οργανωτικό αυτό σχήμα εξασφάλισε τον καλύτερο συντονισμό ανάμεσα στις κομματικές και εαμικές δυνάμεις που δραστηριοποιούνταν στους πρωτοπόρους μαζικούς χώρους των δημοσίων υπαλλήλων, των εργατοϋπαλλήλων και των φοιτητών-μαθητών.
Ο κίνδυνος της επιβολής του μέτρου της πολιτικής επιστράτευσης και ο αγώνας που εκδηλώθηκε εναντίον του, υπήρξαν οι παράγοντες που έκριναν τον «αγώνα της κοινής γνώμης» στην Αθήνα. Από αυτό το σημείο και μετά, το ΕΑΜ είχε την πολιτική υπεροχή έναντι της κατοχικής κυβέρνησης. Από τη στιγμή που ο αθηναϊκός λαός ενίσχυσε μαζικά το ΕΑΜ, η πολιτική σύγκρουση ανάμεσα σε αυτό και την κυβέρνηση δεν μπορούσε να διεξαχθεί με τους όρους των προηγούμενων κατοχικών ετών. Το 1941 και το 1942, αυτοί που κυρίως αντιστέκονταν στην πολιτική των δυνάμεων κατοχής, ήταν η πρωτοπορία του φοιτητικού, μαθητικού και εργατοϋπαλληλικού κινήματος. Το 1943 όμως τα πράγματα είχαν αλλάξει. Ο κίνδυνος της πολιτικής επιστράτευσης έφερε στους δρόμους, δίπλα στην πρωτοπορία του κινήματος, μεγάλα τμήματα του αθηναϊκού πληθυσμού.
Η έναρξη των εμφύλιων συγκρούσεων. Ο μετασχηματισμός της εαμικής αντιστασιακής δράσης στην Αθήνα
Η πολιτικοποίηση της εαμικής δράσης συνιστούσε άμεσο κίνδυνο για όσους επιθυμούσαν να παγιοποιήσουν μεταπολεμικά, τα πολιτικά και οικονομικά οφέλη που αποκόμισαν από τη συνεργασία τους με τις δυνάμεις κατοχής. Η ριζοσπαστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, την οποία καρπώθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά το ΕΑΜ, έκανε ορατό τον κίνδυνο εκτροπής από το προπολεμικό πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς, μετά τον πόλεμο. Μια εκτροπή που δεν αφορούσε μόνο όσους συνεργάστηκαν με τις δυνάμεις κατοχής, αλλά και τον πολυδιασπασμένο προπολεμικό αστικό πολιτικό κόσμο στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ο οποίος προσδοκούσε την επάνοδό του μετά την απελευθέρωση.
Η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Ιωάννη Ράλλη τον Απρίλιο του 1943, σηματοδότησε την αλλαγή της τακτικής που ακολουθούσε η διορισμένη από τις δυνάμεις κατοχής κυβέρνηση απέναντι στο ΕΑΜ. Για να αναχαιτίσει το εαμικό κίνημα, η κυβέρνηση Ράλλη προσπάθησε να προσβάλει τους βασικούς άξονες ανάπτυξής του. Ο ένας αφορούσε την προσπάθεια καταστολής του μαζικού εαμικού κινήματος κατά την εκδήλωσή του στο κέντρο της Αθήνας. Η δράση αυτή στόχευε στο να κάμψει με βίαιο τρόπο την ανάπτυξη του κινήματος, επιδεικνύοντας δημόσια την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να μην ανεχθεί στο μέλλον παρόμοιες εκδηλώσεις πολιτικής ανυπακοής και να περιορίσει τη συνεχώς αυξανόμενη απήχηση που αυτό είχε στους κατοίκους της πρωτεύουσας. Βέβαια, η σκλήρυνση της στάσης της κυβέρνησης ενάντια στους διαδηλωτές, ενισχύθηκε λόγω της ανάληψης αρμοδιοτήτων τήρησης της τάξης στην Αθήνα από τις γερμανικές δυνάμεις, καθώς η διάλυση του ιταλικού στρατού κατοχής ήταν εμφανής το καλοκαίρι του 1943.
Η αλλαγή αυτή εκδηλώθηκε στην πράξη με τραγικό τρόπο το πρωί της 22ας Ιουλίου 1943, όταν χιλιάδες Αθηναίων διαδήλωσαν την αντίθεσή τους στην επέκταση της ζώνης κατοχής του βουλγαρικού στρατού στην Κεντρική Μακεδονία. Όταν η κεφαλή της διαδήλωσης έφτασε έξω από την Τράπεζα της Ελλάδος επί της οδού Πανεπιστημίου, γερμανικά άρματα και στρατιωτικά φορτηγά με πολυβόλα στην καρότσα τους, άνοιξαν πυρ κατά των διαδηλωτών. Γρήγορα, οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν στους γύρω δρόμους. Οι περισσότεροι διαδηλωτές σκοτώθηκαν από γερμανικά πυρά στην οδό Ομήρου και στους δρόμους γύρω από το Οφθαλμιατρείο Αθηνών, ενώ ενεργή ήταν και η συμμετοχή ανδρών της Χωροφυλακής που καταδίωκαν τους διαδηλωτές στα γύρω στενά. Η αιματηρή καταστολή της διαδήλωσης άφησε 59 νεκρούς και τραυματίες στους δρόμους της Αθήνας.
Ο άλλος βασικός άξονας της αντιεαμικής πολιτικής της κυβέρνησης Ράλλη, ήταν να πλήξει τις οργανωτικές εστίες της εαμικής αντιστασιακής δράσης που βρίσκονταν στους μαζικούς χώρους. Η ένοπλη επίθεση δυνάμεων της Ειδικής Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο το Σεπτέμβριο του 1943 που προκάλεσε το θάνατο του φοιτητή Νομικής και μέλους της ΕΠΟΝ Δημήτρη Τζέμου και η επέμβαση στις 30 Νοεμβρίου 1943 των Ευζωνικών Ταγμάτων Ασφαλείας στα νοσοκομεία της πόλης – στα οποία δραστηριοποιούνταν ένα άλλο πρωτοπόρο τμήμα της εαμικής αντίστασης, οι ανάπηροι του ελληνοϊταλικού πολέμου – ήταν μερικές από τις σημαντικότερες ενδείξεις προς την ηγεσία του ΕΑΜ στην Αθήνα, ότι ο τρόπος αντιμετώπισης του εαμικού κινήματος από την κατοχική κυβέρνηση είχε αλλάξει.
Την αλλαγή στο τρόπο διαχείρισης της πολιτικής ανυπακοής του αντιστασιακού κινήματος της Αθήνας, σηματοδότησε το πέρασμα από την ιταλική στη γερμανική διοίκηση. Έτσι, οι γερμανικές αρχές με ανακοίνωσή τους θα επισημάνουν ότι «παρήλθεν η περίοδος της γενναιοφροσύνης και της επιεικείας», σε ότι είχε να κάνει με την αντιμετώπιση απεργών και διαδηλωτών, τονίζοντας ότι «εγκλήματα τοιούτου είδους θα αντιμετωπίζωνται εις το μέλλον με τα αυστηρότερα μέτρα, δηλαδή θα γίνεται άμεσος χρήσις των όπλων ανενδοιάστως». Η εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό με τη βίαιη καταστολή των αντιστασιακών κινητοποιήσεων από την κυβέρνηση Ράλλη, κατέστησε αδύνατη τη συνέχιση του αντιστασιακού αγώνα αποκλειστικά με τη μορφή των απεργιών και των μαζικών διαδηλώσεων στο κέντρο της πόλης.
Το φθινόπωρο του 1943, αυτές οι μορφές αντιστασιακής δράσης στοίχιζαν σε ανθρώπινες ζωές και έδιναν την ευκαιρία στις δυνάμεις κατοχής να εκδηλώσουν δημόσια την τρομοκρατική τους δράση, εξελίξεις που έκαμπταν το αντιστασιακό πνεύμα των Αθηναίων και λειτουργούσαν ως τροχοπέδη για την περαιτέρω ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος. Σε έκθεση του Στρατιωτικού Διοικητή Ελλάδας, γίνεται αναφορά στο ζήτημα των απεργιών και στην αλλαγή στο τρόπο αντιμετώπισής τους από τη νέα διοίκηση, η οποία σε αντίθεση με την ανεκτικότητα των μέχρι πρότινος Ιταλών συμμάχων τους, στόχευε στη βίαιη πάταξη του φαινομένου:
«Ένα ιδιαίτερα επείγον μέτρο ήταν η έκδοση διαταγής για την απαγόρευση των απεργιών, μια και ανάμεσα στους έλληνες εργάτες και υπαλλήλους κάτω από την ιταλική κυριαρχία ξεσπούσαν διαρκώς απεργίες που απειλούσαν να διαταράξουν την ομαλή λειτουργία της οικονομίας και τη δουλειά των εργοστασίων της Βέρμαχτ, και που γι’ αυτό υπό γερμανική στρατιωτική διοίκηση δεν θα μπορούσαν να γίνουν πια ανεκτές. Η διαταγή για τις απεργίες της 10.9.1943 προβλέπει σε βαριές περιπτώσεις την ποινή του θανάτου, στις υπόλοιπες ειρκτή, φυλάκιση ή αποστολή σε στρατόπεδο αναγκαστικής εργασίας. Η τάση για απεργίες από τότε υποχώρησε πολύ.»
Αν η πολιτικοποίηση της δράσης του μαζικού αντιστασιακού κινήματος του 1943 αποτελούσε απειλή για την κατοχική κυβέρνηση σε πολιτικό επίπεδο, ο εξοπλισμός του ΕΛΑΣ της Αθήνας, σε μια περίοδο κλιμακούμενης έντασης, προσέδωσε μια διαφορετική διάσταση στη διαμάχη. Η απόκτηση οπλισμού από τον ιταλικό στρατό κατοχής, που μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας το Σεπτέμβριο του 1943 εγκατέλειπε την Ελλάδα, παρείχε τη δυνατότητα και στην εαμική πλευρά να προσφύγει στην ένοπλη βία. Η ένοπλη αντιπαράθεση με τις δυνάμεις κατοχής δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί με τους ίδιους όρους που οργανώνονταν η πολιτική αντιστασιακή δράση στο κέντρο της πόλης. Το ΕΑΜ επιδίωξε να αντιπαραθέσει στην υπεροπλία των κατοχικών δυνάμεων, τα πλεονεκτήματα που του προσέφερε η μετατόπιση της δράσης του από τους εκτεθειμένους και επικίνδυνους πλέον μαζικούς χώρους, στις ελεγχόμενες από αυτό συνοικίες.
Προχωρώντας σε μαζική αναδιάρθρωση του ΕΛΑΣ της Αθήνας, κατάφερε να μεταφέρει την αντιπαράθεσή του με την κυβέρνηση Ράλλη σε ένα σαφώς ευνοϊκότερο περιβάλλον. Με απόφαση του Α΄ Σώματος Στρατού (Α΄ Σ.Σ.) του ΕΛΑΣ, τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1943 πραγματοποιήθηκε η μετάταξη χιλιάδων ελασιτών από την Εργατική Αχτίδα και την Αχτίδα Δημοσίων Υπαλλήλων στις συνοικίες όπου αυτοί κατοικούσαν.
Ήδη λοιπόν, από το χειμώνα του 1943 και εντονότερα την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1944, είχε δημιουργηθεί στην Αθήνα η έντονη κοινωνική και πολιτική πόλωση που οδήγησε λίγους μήνες αργότερα στα Δεκεμβριανά.
Από την αυτενέργεια στη συντονισμένη αντιστασιακή δράση. Η ύφεση του λιμού ως αφετηρία για την ανάπτυξη του ΕΑΜ
Οι πρώτοι εαμικοί αντιστασιακοί πυρήνες συγκροτήθηκαν όπου προϋπήρχαν αντίστοιχοι του Κομμουνιστικού Κόμματος και σε πλήρη σύνδεση μαζί τους. Ήδη από το Μεσοπόλεμο, το κύριο βάρος της κομμουνιστικής δράσης στην Αθήνα εστιαζόταν στους μαζικούς χώρους όπως τα εργοστάσια και τα πανεπιστήμια, οι οποίοι υπήρξαν προνομιακοί χώροι στρατολόγησης μελών και πεδία οργάνωσης μαζικών κινητοποιήσεων.
Όπως ήταν φυσικό, το ΕΑΜ εκμεταλλεύτηκε την προϊστορία αυτή θέτοντας ως αφετηρία της αντιστασιακής του δράσης τους μαζικούς χώρους. Ένας ακόμη παράγοντας που συνέβαλε στην ανάπτυξη κοινών παράνομων πρακτικών ανάμεσα στους εαμικούς και τους κομματικούς πυρήνες του ΚΚΕ, ήταν η δυσκολία που συνάντησε το ΕΑΜ στο να δημιουργήσει άμεσα μαζικές οργανώσεις λόγω του κατοχικού λιμού. Ουσιαστικά σε όλη τη διάρκεια του λιμού οι εαμικές ομάδες δεν κατόρθωσαν να ξεπεράσουν αριθμητικά τους αντίστοιχους κομμουνιστικούς πυρήνες στους μαζικούς χώρους. Σε μια κατοχική Αθήνα όπου κυριαρχούσε η τρομοκρατία του θανάτου από πείνα, όπου οι ειδήσεις από τα μέτωπα του πολέμου πιστοποιούσαν την πλήρη επικράτηση των δυνάμεων του Άξονα και όπου το ΕΑΜ δεν είχε δείξει ακόμη δείγματα γραφής, οι διαθεσιμότητες των κατοίκων για την ένταξη σε αυτό ήταν σαφώς περιορισμένες.
Αυτή η κατάσταση, που οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό και σε οργανωτικές ανεπάρκειες και συγχύσεις ανάμεσα στο διαφορετικό έργο που επιτελούσε η εαμική σε σχέση με την κομματική οργάνωση, οδήγησε αρχικά στην ταυτόσημη οργανωτική λειτουργία ΚΚΕ και ΕΑΜ σε επίπεδο βάσης. Η προπολεμική κομμουνιστική οργανωτική δομή της τριάδας καθιερώθηκε και στις εαμικές οργανώσεις, περιορίζοντας πολλές φορές το έργο τους στα στενά όρια που έθετε η τήρηση των αυστηρών συνωμοτικών μέτρων. Η τακτική αυτή ελαχιστοποιούσε τις δυνατότητες μαζικοποίησης του κινήματος, κάτι που ανάγκαζε την Επιτροπή Πόλης της ΚΟΑ να κάνει συνεχείς εκκλήσεις, ακόμη και στα μέσα του 1943, για την αποτροπή δημιουργίας των εαμικών ομάδων «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του κομματικού πυρήνα» και την αποβολή του «σεχταριστικού» πνεύματος από τις εαμικές οργανώσεις. Η υπέρβαση της κατάστασης αυτής πραγματοποιήθηκε με τις οργανωτικές αλλαγές που προώθησε η ηγεσία του εαμικού συνασπισμού, στην προσπάθειά της να προσαρμοστεί στη μεταβολή των συνθηκών στην κατεχόμενη Αθήνα.
Η έναρξη των αποστολών επισιτιστικής βοήθειας από το Δ.Ε.Σ. το καλοκαίρι του 1942, επέφερε την ύφεση του λιμού. Η εισροή τροφίμων στην Αθήνα δημιούργησε μια ιδιόμορφη κανονικότητα μέσα στις έκτακτες συνθήκες της Κατοχής. Τα τρόφιμα έφταναν πλέον στους κατοίκους της πόλης, είτε μέσω της επέκτασης του δικτύου διανομών, είτε μέσω της μαύρης αγοράς. Η εξέλιξη αυτή αποδέσμευσε ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της Αθήνας από τους καταναγκασμούς της διαρκούς αναζήτησης τροφής, που λειτουργούσαν ανασταλτικά σε κάθε προσπάθεια συλλογικής δράσης. Βέβαια, η σταδιακή αποδέσμευση των Αθηναίων από τον τρόμο της πείνας δεν συνεπαγόταν από μόνη της τη στροφή τους προς την Αντίσταση. Αυτό που συνέδεσε την αυτενέργεια των Αθηναίων με την εαμική αντίσταση ήταν η συνάντηση των στρατηγικών επιβίωσης με την αντιστασιακή δράση.
Με στόχο τη δημιουργία ενός μαζικού διεκδικητικού κινήματος, το ΕΑΜ ενοποίησε τις μεμονωμένες, κατά τη διάρκεια του λιμού, δράσεις της αυτενέργειας των Αθηναίων. Αυτό που διαφοροποιούσε τη δράση του ΕΑΜ αλλά και τη στάση των Αθηναίων απέναντί του στα μέσα του 1942 σε σχέση με τον προηγούμενο χειμώνα, ήταν ότι οι εαμικοί πυρήνες είχαν πλέον αναπτυχθεί στους μαζικούς χώρους, ο λιμός βρισκόταν σε ύφεση και υπήρχε διατροφικό απόθεμα προς διεκδίκηση. Από το καλοκαίρι του 1942 και μετά είχαν ήδη διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις για την εμπλοκή των κατοίκων της πόλης στο αντιστασιακό κίνημα.
Η εμπειρία της μαύρης αγοράς, η είσοδος της παρανομίας στην καθημερινότητα των κατοίκων της πόλης, η εξοικείωση με τον κίνδυνο, η απαξίωση της κεντρικής εξουσίας, η αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού λόγω των διαλυτικών συνεπειών του λιμού, ήταν οι κύριοι παράγοντες που ευνόησαν την εκδήλωση της αυτενέργειας των Αθηναίων. Αυτό που πρόσφερε η Αντίσταση ήταν η μετατροπή των ατομικών αντιδράσεων σε συντονισμένη συλλογική δράση πολιτικής ανυπακοής αλλά και η πολιτική θεμελίωση της δράσης αυτής. Η αυτενέργεια των κατοίκων της πόλης κατά την περίοδο του λιμού λειτούργησε ως μια προεργασία ένταξής τους στην οργανωμένη αντίσταση. Πλάι στις μερικές εκατοντάδες αποφασισμένων να αντισταθούν, ήδη από την πρώτη μέρα της Κατοχής, η εμπειρία του λιμού προσέθεσε μερικές χιλιάδες. Το ΕΑΜ βρήκε στους εξεγερμένους φοιτητές, στους εξαθλιωμένους δημοσίους υπαλλήλους και στους μαζικά απολυμένους και υποαπασχολούμενους εργάτες, τους πρώτους συμμάχους στην προσπάθειά του να ενεργοποιήσει ευρύτερα κοινωνικά σύνολα στον αντιστασιακό αγώνα.
Ο αγώνας για το επισιτιστικό. Η ανάπτυξη του κινηματικού χαρακτήρα του ΕΑΜ
Αν η εκδήλωση του λιμού αποδιοργάνωσε τη ζωή στην πόλη, η άφιξη της επισιτιστικής βοήθειας του Δ.Ε.Σ., οδήγησε στη μερική ανασυγκρότησή της. Η σταδιακή αποκατάσταση του διατροφικού ισοζυγίου των κατοίκων και η αναθέρμανση της μαύρης αγοράς, με ποσότητες τροφίμων που διέρρεαν προς αυτή κατά τη μεταφορά τους από τα αμπάρια των πλοίων του Δ.Ε.Σ. στα ράφια των παντοπωλείων ή των φούρνων που διενεργούσαν τις διανομές, δημιούργησαν κανονικότητες που προσπάθησε να εκμεταλλευτεί όχι μόνο η οργανωμένη αντίσταση, αλλά και η κατοχική κυβέρνηση.
Το διατροφικό απόθεμα, αν και τη διαχείρισή του την είχε αποκλειστικά ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός, δημιούργησε προσδοκίες στους κυβερνητικούς αξιωματούχους για την πολιτική του εκμετάλλευση, καθώς το κράτος επανακτούσε μέρος του ρυθμιστικού του ρόλου, τον οποίο είχε απολέσει πλήρως τον πρώτο χρόνο της Κατοχής. Η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη συσπείρωση γύρω από την κατοχική κυβέρνηση ατόμων και ομάδων που εξυπηρετούσαν τις προσωπικές τους πολιτικές και οικονομικές φιλοδοξίες. Άλλωστε, στις αρχές του 1942, περισσότεροι Αθηναίοι συνδέονταν παρασιτικά με την κατοχική κυβέρνηση και τους κατακτητές (εργολάβο, στρατιωτικοί, επιχειρηματίες κ.λπ.) παρά με τις πρωτοεμφανιζόμενες αντιστασιακές οργανώσεις.
Η προσπάθεια της κυβέρνησης να αντλήσει πολιτικό κύρος από την εκμετάλλευση της επισιτιστικής βοήθειας δεν στέφθηκε με επιτυχία. Στα μάτια των Αθηναίων, όπως και όλων των Ελλήνων, οι κατοχικές κυβερνήσεις έφεραν το στίγμα της συνεργασίας με τις δυνάμεις κατοχής. Η διαφθορά αποτελούσε δομικό στοιχείο του κρατικού μηχανισμού από τη στιγμή που πολιτικοί και στρατιωτικοί αξιωματούχοι, εργολάβοι του δημοσίου και επιφανείς επιχειρηματίες, εμπλέκονταν στα δίκτυα της μαύρης αγοράς, σε συνεργασία πολλές φορές με τη στρατιωτική διοίκηση των δυνάμεων κατοχής. Η εικόνα που αποκόμισαν οι Αθηναίοι από τη διεφθαρμένη λειτουργία των κρατικών συσσιτίων πριν αναλάβει τη διαχείρισή τους ο Δ.Ε.Σ., ήταν αδύνατο να αναστραφεί.
Το πρώτο ισχυρό πλήγμα που δέχτηκε η κυβέρνηση, ήρθε με την πρώτη μεγάλη απεργία που ξέσπασε στις 12 Απριλίου 1942. Το γεγονός ότι η απεργία δεν εκδηλώθηκε στους παραδοσιακούς χώρους κοινωνικής αναταραχής αλλά μέσα στον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό, ανέδειξε τους έντονους κοινωνικούς κραδασμούς που προκάλεσε η εμπειρία του λιμού. Η απεργία των δημοσίων υπαλλήλων κατάφερε ένα ισχυρό πλήγμα στην κυβέρνηση Τσολάκογλου, κάτι που πιστοποιείται και από την έντονη αντίδρασή της. Σε δηλώσεις του που δημοσιεύθηκαν στον τύπο, ο πρωθυπουργός κήρυξε παράνομη την απεργία και τη χαρακτήριζε ως «αδικαιολόγητο πραξικόπημα» που εκδηλώθηκε από «παρασυρθέντες από τα φληναφήματα των επιβουλευομένων την Πατρίδα μας και το κοινωνικόν καθεστώς.» Αν και η κινητοποίηση των δημοσίων υπαλλήλων δεν οφείλονταν αποκλειστικά στη δράση των οργανωμένων στο ΕΑΜ συναδέλφων τους, η επιτυχής κατάληξη της απεργίας έκανε ορατά στους δοκιμαζόμενους Αθηναίους τα οφέλη που προέκυπταν από την οργανωμένη συλλογική διεκδίκηση των αιτημάτων τους.
Λίγες ημέρες πριν από το ξέσπασμα της απεργίας, το ΕΑΜ από κοινού με άλλες οργανώσεις γιόρτασε δημόσια την εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου. Στην κινητοποίηση συμμετείχαν κυρίως μέλη της νεολαίας (φοιτητές και μαθητές γυμνασίων) με τη δυναμική αλλά και συμβολική παρουσία των αναπήρων του αλβανικού μετώπου. Αν και είχαν σημειωθεί κάποιες κινητοποιήσεις για τον εορτασμό των εθνικών επετείων ήδη κατά τον πρώτο εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου το 1941, η διαδήλωση των νέων στους δρόμους της Αθήνας και το στεφάνωμα ανδριάντων των αγωνιστών του 1821, υπήρξε η πρώτη σημαντική εκδήλωση του πατριωτικού χαρακτήρα της εαμικής αντίστασης.
Με αυτού του είδους τους εορτασμούς, οι οποίοι τα επόμενα χρόνια της Κατοχής γίνονταν όλο και μαζικότεροι, το ΕΑΜ απευθυνόταν στον πατριωτισμό των Ελλήνων, προσπαθώντας να συνδέσει τον απελευθερωτικό αγώνα ενάντια στις δυνάμεις του Άξονα με τον αντίστοιχο της ελληνικής επανάστασης του 1821. Οι εορτασμοί των εθνικών επετείων υπήρξαν τμήμα της συνολικότερης πατριωτικής πολιτικής που προώθησε συστηματικά το ΕΑΜ. Αυτό που προσπαθούσε να επιτύχει εκμεταλλευόμενο τη ρήξη της κατοχικής περιόδου, ήταν να ανατρέψει παγιωμένες νοοτροπίες που αντιμετώπιζαν την ελληνική αριστερά ως περιθωριακή και εθνικά επικίνδυνη πολιτική δύναμη. Έτσι, αποπειράθηκε να προσεγγίσει τις μάζες όχι μόνο μέσα από τη συνδρομή στην προσπάθεια επιβίωσής τους, αλλά και μέσα από την ενεργοποίηση του συλλογικού φαντασιακού, με την αντιστασιακή νοηματοδότηση του εορτασμού των εθνικών επετείων.
Από την άνοιξη του 1942, το ΕΑΜ, εκμεταλλευόμενο και την εδραίωση των παράνομων πυρήνων του, πραγματοποίησε το πρώτο του «άνοιγμα», μέσα από τη συστηματική δραστηριοποίησή του στους μαζικούς χώρους, με κύριο πεδίο δράσης του τον αγώνα για την επίλυση των επισιτιστικών αιτημάτων. Στα πανεπιστήμια, τις δημόσιες υπηρεσίες, τα γυμνάσια και τα εργοστάσια, το ΕΑΜ συνάντησε τα τμήματα αυτά του αθηναϊκού πληθυσμού που δοκιμάζονταν περισσότερο από τον κατοχικό λιμό, που παραδοσιακά υπήρξαν τα μαχητικότερα τμήματά του και που παράλληλα αποτελούσαν το καταλληλότερο, για πολιτικούς και κοινωνικούς λόγους, κομμάτι της αθηναϊκής κοινωνίας επάνω στο οποίο μπορούσε να στηρίξει την περαιτέρω επέκταση της επιρροής του.
Το ΕΑΜ έκανε όλο και περισσότερο αισθητή την παρουσία του στην Αθήνα, διευρύνοντας τα πεδία της αντιστασιακής του δράσης. Η εξέλιξη αυτή δεν πέρασε απαρατήρητη από τις δυνάμεις κατοχής:
«Το “Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο”, εκμεταλλευόμενο την επισιτιστική ένδεια, που εντείνεται με το πλησίασμα του χειμώνα, ανάπτυξε ζωηρή δραστηριότητα με προκηρύξεις και κέρδισε έδαφος […] Όλες τις νύχτες τα σπίτια σ’ όλα τα μέρη της Αθήνας και του Πειραιά βάφονται με αγωνιστικά συνθήματα κατά των δυνάμεων του Άξονα, μοιράζονται προκηρύξεις και τοιχοκολλούνται αφίσες με φανατικό περιεχόμενο. Προκηρύξεις και εφημερίδες, που μέχρι λίγο πριν έβγαιναν μόνο με πολύγραφο, τώρα εκδίδονται σε τυπογραφεία […]».
Η επισήμανση στην κατάληξη του παραπάνω αποσπάσματος, φανερώνει την οργανωτική ωρίμανση των παράνομων μηχανισμών του ΕΑΜ. Το φθινόπωρο του 1942, ο εαμικός αντιστασιακός και πολιτικός λόγος έφτανε στους αποδέκτες του όχι μόνο μέσα από τον περιορισμένο αριθμό αυτοσχέδιων, πολλές φορές χειρόγραφων εφημερίδων και προκηρύξεων. Η μετάβαση από τους πολυγράφους στα τυπογραφεία, μαρτυρά την ανάπτυξη του παράνομου εαμικού εκδοτικού μηχανισμού η οποία αντανακλούσε τη συνεχώς διευρυνόμενη επιρροή που ασκούσε το ΕΑΜ στους Αθηναίους.
Αν λοιπόν το αρχικό στάδιο στην ανάπτυξη της εαμικής αντιστασιακής δράσης ήταν αυτό της δημιουργίας των πρώτων πυρήνων σε αυστηρές συνθήκες συνωμοτικότητας, το επόμενο είχε να κάνει με την ενεργοποίηση των πυρήνων αυτών προς την κατεύθυνση της συνεχούς διεύρυνσης της επιρροής τους στους μαζικούς χώρους. Η διεύρυνση αυτή επιχειρήθηκε μέσω της πρακτικής της υποκίνησης των μαζών σε αντιστασιακή δράση. Σε κάθε μαζικό χώρο, οι αντιστασιακοί πυρήνες οργάνωναν δράσεις για την ικανοποίηση επισιτιστικών και ειδικότερων αιτημάτων. Στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο (1942), όπου η επιρροή του αντιστασιακού κινήματος εξαπλωνόταν στους μαζικούς χώρους αλλά όχι στην υπόλοιπη κοινωνία, η τακτική της κινητοποίησης των μαζών εξασφάλιζε παράλληλα και την προφύλαξη των οργανωμένων μελών από τους κινδύνους που συνεπαγόταν η άμεση δημόσια έκθεσή τους.
Οι εαμικοί αντιστασιακοί πυρήνες λειτουργούσαν ως το «αόρατο χέρι» των μαζικών κινητοποιήσεων. Η δράση τους, όπως αναφέρει ο μετέπειτα Γραμματέας του 6ου Τομέα της ΕΠΟΝ Μιχάλης Λιαρούτσος για την περίπτωση του Πανεπιστημίου Αθηνών στις αρχές του 1942, δημιουργούσε την αίσθηση ότι υπήρχε «μια κατάσταση που έδειχνε κάποιο μυαλό, κάποια οργάνωση. Εκεί ακούς ορισμένα πράγματα “α! αυτός είναι του Γραφείου. Ποιου Γραφείου;” Εννοούσε του Γραφείου της ΟΚΝΕ […] “Τι είναι το Γραφείο;”. Και απορούσες σε ορισμένα πράγματα».
Η περίπτωση της παράνομης δράσης του ΕΑΜ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών είναι χαρακτηριστική. Μέλη του ΕΑΜ Νέων και της ΟΚΝΕ, δημιουργώντας νέους συλλόγους ή αναλαμβάνοντας τα διοικητικά συμβούλια αυτών που βρίσκονταν ήδη σε λειτουργία, κατάφεραν να κινητοποιούν τα μέλη τους σε συλλογικές δράσεις αντιστασιακού χαρακτήρα. Το τελευταίο τρίμηνο του 1942, μέσα από την ενεργοποίησή τους στον Εκπολιτιστικό Όμιλο του Πανεπιστημίου (ΕΟΠ), στο Σύλλογο Επαρχιωτών Φοιτητών (ΣΕΦ), στο Ταμείο Απόρων Φοιτητών (ΤΑΦ), στους συνεταιρισμούς του Πανεπιστημίου και στο φοιτητικό συσσίτιο, τα 118 μέλη της ΟΚΝΕ και τα 74 του ΕΑΜ Νέων κινητοποιούσαν 4.700 φοιτητές και φοιτήτριες.
Η υποκίνηση των Αθηναίων σε αντιστασιακή δράση και η εκδήλωσή της με ογκώδεις και δυναμικές διαδηλώσεις στο κέντρο της πόλης, ήταν ένας από τους βασικότερους τρόπους διάδοσης του αντιστασιακού πνεύματος. Η κομβική σημασία της αντιστασιακής τακτικής της κινητοποίησης των μαζών, φάνηκε στη μεγάλη γενική απεργία που ξέσπασε στις 7 Σεπτεμβρίου 1942 και έληξε τέσσερις ημέρες αργότερα. Σύμφωνα με έκθεση επιτελάρχη της στρατιωτικής διοίκησης Νοτίου Ελλάδος:
«Κομμουνιστές υποκινητές εκμεταλλεύτηκαν την πολύ άσχημη οικονομική και χρηματική κατάσταση του πληθυσμού για να τον φανατίσουν. Για τις 7.9. είχε προκηρυχθεί από την κομμουνιστική πλευρά γενική απεργία. Τα κομμουνιστικά τμήματα που υπάρχουν μέσα στα εργοστάσια και τις αρχές (υπουργεία) είχαν πραγματοποιήσει προηγούμενα συγκεντρώσεις και είχαν κρατήσει μεταξύ τους επαφή μέσω συνδέσμων […] Από τις προκηρύξεις της “Εθνικής Αλληλεγγύης” […] καθώς και της “Κεντρικής Πανυπαλληλικής Επιτροπής” βγαίνει ξεκάθαρα ότι ανεύθυνα στοιχεία εκμεταλλεύτηκαν την κακή επισιτιστική κατάσταση και τη γενική αντιπάθεια προς τον υπουργό Επισιτισμού και Οικονομικών Γκοτζαμάνη.»
Η εαμική αντιστασιακή δράση γινόταν πλέον ορατή από τους Αθηναίους, καθώς όλο και περισσότεροι συμπολίτες τους συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις που αυτό οργάνωνε για την επίλυση του επισιτιστικού προβλήματος. Την ίδια εικόνα είχαν αποκομίσει και οι δυνάμεις κατοχής, καθώς ο συντάκτης της παραπάνω έκθεσης συγκρίνοντας την εν λόγω απεργιακή κινητοποίηση με την αντίστοιχη των δημοσίων υπαλλήλων στις 12 Απριλίου του ιδίου χρόνου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «πήρε πολύ μεγαλύτερη έκταση», αλλά και ότι επεκτάθηκε στους εργάτες «ζωτικών και σημαντικών για τον πόλεμο εργοστασίων».
Η οργανωτική και αντιστασιακή εμπειρία που απέκτησε το εαμικό κίνημα στη διάρκεια του 1942, απέδωσε καρπούς κατά τη διοργάνωση και υλοποίηση της μαζικότερης, έως τότε, αντιστασιακής του ενέργειας. Στις 22 Δεκεμβρίου 1942 πραγματοποιήθηκε στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας μαζική διαδήλωση υπό την καθοδήγηση του ΕΑΜ και του ΕΑΜ Νέων. Η συγκεκριμένη αντιστασιακή ενέργεια κατέχει ξεχωριστή θέση στην ιστορία του εαμικού κινήματος της Αθήνας. Μέχρι τη διαδήλωση του Δεκέμβρη, η αντιστασιακή δράση του ΕΑΜ περιοριζόταν κάθε φορά σε ένα συγκεκριμένο μαζικό χώρο. Η αιχμή του αντιστασιακού κινήματος στην Αθήνα – φοιτητές, δημόσιοι υπάλληλοι και εργάτες – συμμετείχαν σε αντιστασιακές δράσεις του κάθε κλάδου χωριστά. Η διαδήλωση της 22ας Δεκεμβρίου 1942 υπήρξε η πρώτη συντονισμένη κινητοποίηση που έφερε στους δρόμους της πόλης από κοινού, φοιτητές, εργάτες, υπαλλήλους και μαθητές, καταδεικνύοντας την ωρίμανση των οργανωτικών μηχανισμών του ΕΑΜ.
Αυτή όμως, δεν ήταν η μοναδική καινοτομία της συγκεκριμένης αντιστασιακής ενέργειας. Το κεντρικό της αίτημα, που ήταν όπως σε όλες τις κινητοποιήσεις του 1942 το επισιτιστικό, πλαισιώθηκε για πρώτη φορά με αμιγώς πολιτικά αιτήματα που στρέφονταν κατά των συλλήψεων, των βασανιστηρίων και των εκτελέσεων Ελλήνων πολιτών από τις δυνάμεις κατοχής. Η συνθηματολογία αυτή υποδήλωνε το σταδιακό μετασχηματισμό που συντελούνταν στο εσωτερικό του μαζικού διεκδικητικού κινήματος, με τη μετάβαση από τα αμιγώς επισιτιστικά αιτήματα στις πολιτικές διεκδικήσεις. Η σταδιακή πολιτικοποίηση του κινήματος άρχισε να πραγματοποιείται στο ευνοϊκό, για την Αντίσταση, κλίμα που δημιούργησαν οι εξελίξεις που προηγήθηκαν, οι οποίες αναπτέρωσαν το ηθικό και την αγωνιστική διάθεση των Αθηναίων. Στις 25/26 Νοεμβρίου 1942 υλοποιήθηκε η πρώτη μεγάλη και επιτυχής επιχείρηση του ελληνικού αντάρτικου με την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου. Μια εβδομάδα πριν, στις 19 Νοεμβρίου 1942, πραγματοποιήθηκε η πρώτη αντεπίθεση του Κόκκινου Στρατού στο Στάλινγκραντ, ενώ στις αρχές του Νοέμβρη έγινε γνωστή η μεγάλη νίκη των συμμάχων στο Ελ Αλαμέιν.
Ένα ακόμη στοιχείο που διαφοροποίησε τη διαδήλωση της 22ας Δεκεμβρίου από τις προγενέστερες αντιστασιακές εκδηλώσεις, ήταν ο πρώτος καταγεγραμμένος νεκρός του μαζικού αντιστασιακού κινήματος στην Αθήνα, ο φοιτητής Μήτσος Κωνσταντινίδης. Το κίνημα αποκτούσε πλέον τους μάρτυρές του, τα θύματα του αντιστασιακού αγώνα που πιστοποιούσαν, με τον πιο τραγικό τρόπο, την αδυναμία της κυβέρνησης και των κατοχικών αρχών να διαχειριστούν την κατάσταση. Όσο το ΕΑΜ αύξανε τις δυνάμεις του και διεύρυνε την πολιτική του επιρροή, τόσο πιο βίαιη γινόταν η αντίδραση των κατοχικών δυνάμεων. Η διαδήλωση 30 έως 40 χιλιάδων Αθηναίων που εξέφραζαν δημόσια την αντίθεσή τους στο κατοχικό καθεστώς, πιστοποιούσε τη μετατροπή των ολιγάριθμων αντιστασιακών πυρήνων των αρχών του 1942, σε πολιτική δύναμη αμφισβήτησης της κατοχικής εξουσίας στα τέλη του ίδιου χρόνου.
Ο κίνδυνος της πολιτικής επιστράτευσης. Η πολιτικοποίηση του εαμικού αντιστασιακού κινήματος
Οι πρώτες νίκες του μαζικού κινήματος «υπό την αιγίδα» του ΕΑΜ το 1942 που είχαν να κάνουν αποκλειστικά με την ικανοποίηση επισιτιστικών και συνδικαλιστικών αιτημάτων, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την πολιτικοποίηση της αντιστασιακής δράσης του κινήματος το 1943. Η μορφή που έλαβε το κίνημα τη χρονιά αυτή, καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις επιπτώσεις που είχε στην πολιτική των δυνάμεων κατοχής στην Ελλάδα, η εξέλιξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων στα μεγάλα μέτωπα του πολέμου.
Η δυσμενής εξέλιξη του πολέμου για τις δυνάμεις του Άξονα – μετά τη συνθηκολόγηση του Στρατάρχη Πάουλους (Friedrich Paulus) στο Στάλινγκραντ στις 2 Φεβρουαρίου 1943 και τη διαφαινόμενη ήττα των στρατευμάτων του Στρατάρχη Ρόμμελ (Erwin Rommel) στο μέτωπο της Βορείου Αφρικής – έφερε τους κατοίκους των κατεχόμενων ευρωπαϊκών κρατών αντιμέτωπους με τον κίνδυνο της πολιτικής επιστράτευσης. Οι διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες του γερμανικού στρατού σε έμψυχο δυναμικό, μετακύλησαν μέρος του κόστους της συνέχισης του πολέμου στους πολίτες των κατεχόμενων χωρών, οι οποίοι καλούνταν πλέον να καλύψουν τις θέσεις εργασίας που εγκατέλειπαν οι Γερμανοί εργάτες για να σταλούν στα μέτωπα του πολέμου.
Πέρα από τους παραπάνω εξωγενείς παράγοντες, η εαμική αντιστασιακή δράση το 1943 καθορίστηκε και από μια κεντρικής σημασίας εσωτερική εξέλιξη. Το Φεβρουάριο του 1943 πραγματοποιήθηκε η πολυαναμενόμενη ενοποίηση των νεανικών αντιστασιακών οργανώσεων στο οργανωτικό σχήμα της ΕΠΟΝ. Στις 23 Φεβρουαρίου 1943 συνήλθε η ιδρυτική σύσκεψη της ΕΠΟΝ στην Αθήνα. Το ιδρυτικό της συνυπέγραψαν εννέα οργανώσεις νέων που δραστηριοποιούνταν στην πρωτεύουσα και την επαρχία, καθώς και αντιπρόσωποι της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ και του Εθνικού Συμβουλίου του ΕΑΜ Νέων. Η ίδρυση της ΕΠΟΝ έφερε μια νέα δυναμική στο εαμικό κίνημα, καθώς η ευρύτητα των στόχων της - εθνικοαπελευθερωτικοί, πολιτικοί και πολιτιστικοί – και ο εξ αρχής μαζικός προσανατολισμός της, ικανοποιούσε ευρύτερες, από τις στενά αντιστασιακές, ανάγκες έκφρασης της κατοχικής νεολαίας.
Το νέο οργανωτικό σχήμα της ΕΠΟΝ δοκιμάστηκε άμεσα στην πράξη. Στις 24 Φεβρουαρίου εκδηλώθηκε γενική απεργία στην Αθήνα, η οποία συνοδεύτηκε με τη διαδήλωση περισσότερων από 50 χιλιάδων Αθηναίων στο κέντρο της πόλης. Σύμφωνα με το στέλεχος της ΕΠΟΝ Πέτρο Ανταίο, οι βίαιες συγκρούσεις είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο τριών και τον τραυματισμό 59 διαδηλωτών. Την ίδια ημέρα, ο πρωθυπουργός Κων/νος Λογοθετόπουλος προέβη σε ραδιοφωνικό διάγγελμα στο οποίο ζητούσε από τον ελληνικό λαό να αποφύγει τους «ψευδοϊδεολόγους του κομμουνισμού» οι οποίοι «από την αφάνειαν του σκότους εις το οποίον κρύπτονται» δρουν βλάπτοντας «τα ύψιστα συμφέροντα της πατρίδος», σε μια περίοδο όπου «ο ευρωπαϊκός πολιτισμός δια να διασώση την κληρονομίαν χιλιετηρίδων αγωνίζεται» για να εμποδίσει «τον κατακλυσμόν της Ευρώπης υπό των ορδών του Στάλιν.» Το μέγεθος και η μαχητικότητα της διαδήλωσης προκάλεσε την άμεση αντίδραση των δυνάμεων κατοχής. Η Ανώτατη Διοίκηση των Ιταλικών Ενόπλων Δυνάμεων στην Ελλάδα, με ανακοίνωσή της απειλούσε υπαλλήλους και εργάτες με ποινές φυλάκισης έως και 12 έτη, σε περίπτωση που εγκατέλειπαν ομαδικά την εργασία τους.
Οι κινητοποιήσεις συνεχίστηκαν με μικρότερη ένταση τις επόμενες ημέρες και κορυφώθηκαν στις 5 Μαρτίου 1943, ημέρα γενικής απεργίας στην Αθήνα. Σύντομα, η κάθοδος χιλιάδων ανθρώπων από τις συνοικίες, μετέτρεψε την απεργία σε μια τεράστια διαδήλωση ενάντια στην πολιτική επιστράτευση. Η κινητοποίηση αυτή, που υπήρξε η μαζικότερη έως τότε, έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Μέρος των διαδηλωτών, παρά την επέμβαση Ιταλών καραμπινιέρων, κατάφερε να εισβάλει στο Υπουργείο Εργασίας και να κάψει τις καταστάσεις «των 80.000 επιστράτων και των χιλιάδων των ανέργων του Εργατικού Κέντρου.» Και σε αυτή την κινητοποίηση, οι συγκρούσεις στο κέντρο της Αθήνας στοίχισαν τη ζωή σε πολλούς διαδηλωτές, ενώ οι τραυματίες ανήλθαν σε αρκετές δεκάδες. Η έκρυθμη κατάσταση που δημιουργήθηκε στην πρωτεύουσα οδήγησε τις δυνάμεις κατοχής να ζητήσουν τη μεσολάβηση του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, ο οποίος μετέφερε στον ελληνικό λαό τη διαβεβαίωση της απόσυρσης του μέτρου της πολιτικής επιστράτευσης. Οι κλυδωνισμοί που προκάλεσαν στην κυβέρνηση οι κινητοποιήσεις των Αθηναίων είχαν ως αποτέλεσμα την επιτάχυνση των διαδικασιών αντικατάστασης του πρωθυπουργού Κων/νου Λογοθετόπουλου από τον Ιωάννη Ράλλη, στις 7 Απριλίου 1943.
Οι κινητοποιήσεις ενάντια στην πολιτική επιστράτευση υπήρξαν ένα πραγματικό σημείο καμπής στην ανάπτυξη του εαμικού αντιστασιακού κινήματος. Σε οργανωτικό επίπεδο, παρήγαγαν νέες αντιστασιακές πρακτικές, που έδωσαν την ευκαιρία στην εαμική καθοδήγηση να αποκτήσει την κατάλληλη εμπειρία στη διαχείριση τέτοιου μεγέθους κινητοποιήσεων. Σε πολιτικό επίπεδο, η επιτυχία τους προσέδωσε κύρος στην εαμική αντίσταση, νομιμοποιώντας την στις συνειδήσεις της πλειοψηφίας των Αθηναίων. Το ΕΑΜ αποτελούσε πλέον την κύρια δύναμη που αμφισβητούσε ευθέως την πολιτική κυριαρχία της κυβέρνησης και των δυνάμεων κατοχής στην Αθήνα. Η εαμική αντιστασιακή δράση λάμβανε ξεκάθαρη κινηματική μορφή στο αστικό περιβάλλον της πρωτεύουσας. Οι ημέρες των κινητοποιήσεων και η κατάληξή τους, ανέδειξαν την οργανωμένη αντίσταση, και εντός αυτής το ΕΑΜ, ως προασπιστή της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στις διαλυτικές συνέπειες της στρατιωτικής κατοχής.
Παράλληλα όμως, τα γεγονότα της 5ης Μαρτίου 1943 ανέδειξαν και μια άλλη διάσταση, που σταδιακά και ιδιαίτερα από το χειμώνα της ίδιας χρονιάς και μετά, θα χαρακτηρίσει την κατάσταση που επικρατούσε στην Αθήνα. Την ημέρα αυτή και κατά την προσπάθεια καταστολής των κινητοποιήσεων στο κέντρο της Αθήνας, καταγράφεται για πρώτη φορά η άσκηση ένοπλης βίας από τα ελληνικά Σώματα Ασφαλείας ενάντια στο αντιστασιακό κίνημα. Η συμμετοχή ανδρών της Χωροφυλακής και του Μηχανοκίνητου Τμήματος της Αστυνομίας Πόλεων στην καταστολή της διαδήλωσης, «άνοιξε» το εσωτερικό μέτωπο των εμφύλιων ένοπλων συγκρούσεων. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα αναφέρονται στην προκήρυξη του ΕΑΜ Υπαλλήλων Ανωνύμων Εταιρειών της 20ης Μαρτίου 1943, όπου καταγράφονται «τα ονόματα των δολοφόνων του Ελληνικού Λαού που προδίδοντας την Πατρίδα τους πυροβόλησαν και έχυσαν στης 5 Μαρτίου 1943 τίμιο ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΙΜΑ κατ’ εντολήν των Χίτλερ, Μουσσολίνι, Λογοθετόπουλου, Παγκάλου, Ταβουλάρη.» Μετά την παράθεση των ονομάτων όσων ανδρών των Σωμάτων Ασφαλείας άνοιξαν πυρ κατά των διαδηλωτών, η προκήρυξη κλείνει με το αίτημα για εκδίκηση: «ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ! Θα πληρώσετε με το κεφάλι σας γρηγορότερα απ’ ότι νομίζετε τα εθνικά αυτά εγκλήματα. Δεν θα ξεφύγετε.»
Αυτές οι αντιστασιακές ενέργειες έδωσαν την ευκαιρία στο ΕΑΜ να δοκιμάσει στην πράξη τις οργανωτικές πρακτικές κινητοποίησης των μαζών και να ενισχύσει τις δυνάμεις του, στρατολογώντας νέα μέλη που διακρίθηκαν για τη μαχητικότητά τους. Η ωρίμανση των εαμικών οργανωτικών μηχανισμών αντανακλάται και στη σύσταση της Κεντρικής Οργανωτικής Επιτροπής των λαϊκών κινητοποιήσεων, υπό την καθοδήγηση του Οργανωτικού Γραμματέα της Επιτροπής Πόλης του ΚΚΕ, Σπύρου Καλοδίκη, το τελευταίο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου 1943. Το οργανωτικό αυτό σχήμα εξασφάλισε τον καλύτερο συντονισμό ανάμεσα στις κομματικές και εαμικές δυνάμεις που δραστηριοποιούνταν στους πρωτοπόρους μαζικούς χώρους των δημοσίων υπαλλήλων, των εργατοϋπαλλήλων και των φοιτητών-μαθητών.
Ο κίνδυνος της επιβολής του μέτρου της πολιτικής επιστράτευσης και ο αγώνας που εκδηλώθηκε εναντίον του, υπήρξαν οι παράγοντες που έκριναν τον «αγώνα της κοινής γνώμης» στην Αθήνα. Από αυτό το σημείο και μετά, το ΕΑΜ είχε την πολιτική υπεροχή έναντι της κατοχικής κυβέρνησης. Από τη στιγμή που ο αθηναϊκός λαός ενίσχυσε μαζικά το ΕΑΜ, η πολιτική σύγκρουση ανάμεσα σε αυτό και την κυβέρνηση δεν μπορούσε να διεξαχθεί με τους όρους των προηγούμενων κατοχικών ετών. Το 1941 και το 1942, αυτοί που κυρίως αντιστέκονταν στην πολιτική των δυνάμεων κατοχής, ήταν η πρωτοπορία του φοιτητικού, μαθητικού και εργατοϋπαλληλικού κινήματος. Το 1943 όμως τα πράγματα είχαν αλλάξει. Ο κίνδυνος της πολιτικής επιστράτευσης έφερε στους δρόμους, δίπλα στην πρωτοπορία του κινήματος, μεγάλα τμήματα του αθηναϊκού πληθυσμού.
Η έναρξη των εμφύλιων συγκρούσεων. Ο μετασχηματισμός της εαμικής αντιστασιακής δράσης στην Αθήνα
Η πολιτικοποίηση της εαμικής δράσης συνιστούσε άμεσο κίνδυνο για όσους επιθυμούσαν να παγιοποιήσουν μεταπολεμικά, τα πολιτικά και οικονομικά οφέλη που αποκόμισαν από τη συνεργασία τους με τις δυνάμεις κατοχής. Η ριζοσπαστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, την οποία καρπώθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά το ΕΑΜ, έκανε ορατό τον κίνδυνο εκτροπής από το προπολεμικό πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς, μετά τον πόλεμο. Μια εκτροπή που δεν αφορούσε μόνο όσους συνεργάστηκαν με τις δυνάμεις κατοχής, αλλά και τον πολυδιασπασμένο προπολεμικό αστικό πολιτικό κόσμο στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ο οποίος προσδοκούσε την επάνοδό του μετά την απελευθέρωση.
Η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Ιωάννη Ράλλη τον Απρίλιο του 1943, σηματοδότησε την αλλαγή της τακτικής που ακολουθούσε η διορισμένη από τις δυνάμεις κατοχής κυβέρνηση απέναντι στο ΕΑΜ. Για να αναχαιτίσει το εαμικό κίνημα, η κυβέρνηση Ράλλη προσπάθησε να προσβάλει τους βασικούς άξονες ανάπτυξής του. Ο ένας αφορούσε την προσπάθεια καταστολής του μαζικού εαμικού κινήματος κατά την εκδήλωσή του στο κέντρο της Αθήνας. Η δράση αυτή στόχευε στο να κάμψει με βίαιο τρόπο την ανάπτυξη του κινήματος, επιδεικνύοντας δημόσια την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να μην ανεχθεί στο μέλλον παρόμοιες εκδηλώσεις πολιτικής ανυπακοής και να περιορίσει τη συνεχώς αυξανόμενη απήχηση που αυτό είχε στους κατοίκους της πρωτεύουσας. Βέβαια, η σκλήρυνση της στάσης της κυβέρνησης ενάντια στους διαδηλωτές, ενισχύθηκε λόγω της ανάληψης αρμοδιοτήτων τήρησης της τάξης στην Αθήνα από τις γερμανικές δυνάμεις, καθώς η διάλυση του ιταλικού στρατού κατοχής ήταν εμφανής το καλοκαίρι του 1943.
Η αλλαγή αυτή εκδηλώθηκε στην πράξη με τραγικό τρόπο το πρωί της 22ας Ιουλίου 1943, όταν χιλιάδες Αθηναίων διαδήλωσαν την αντίθεσή τους στην επέκταση της ζώνης κατοχής του βουλγαρικού στρατού στην Κεντρική Μακεδονία. Όταν η κεφαλή της διαδήλωσης έφτασε έξω από την Τράπεζα της Ελλάδος επί της οδού Πανεπιστημίου, γερμανικά άρματα και στρατιωτικά φορτηγά με πολυβόλα στην καρότσα τους, άνοιξαν πυρ κατά των διαδηλωτών. Γρήγορα, οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν στους γύρω δρόμους. Οι περισσότεροι διαδηλωτές σκοτώθηκαν από γερμανικά πυρά στην οδό Ομήρου και στους δρόμους γύρω από το Οφθαλμιατρείο Αθηνών, ενώ ενεργή ήταν και η συμμετοχή ανδρών της Χωροφυλακής που καταδίωκαν τους διαδηλωτές στα γύρω στενά. Η αιματηρή καταστολή της διαδήλωσης άφησε 59 νεκρούς και τραυματίες στους δρόμους της Αθήνας.
Ο άλλος βασικός άξονας της αντιεαμικής πολιτικής της κυβέρνησης Ράλλη, ήταν να πλήξει τις οργανωτικές εστίες της εαμικής αντιστασιακής δράσης που βρίσκονταν στους μαζικούς χώρους. Η ένοπλη επίθεση δυνάμεων της Ειδικής Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο το Σεπτέμβριο του 1943 που προκάλεσε το θάνατο του φοιτητή Νομικής και μέλους της ΕΠΟΝ Δημήτρη Τζέμου και η επέμβαση στις 30 Νοεμβρίου 1943 των Ευζωνικών Ταγμάτων Ασφαλείας στα νοσοκομεία της πόλης – στα οποία δραστηριοποιούνταν ένα άλλο πρωτοπόρο τμήμα της εαμικής αντίστασης, οι ανάπηροι του ελληνοϊταλικού πολέμου – ήταν μερικές από τις σημαντικότερες ενδείξεις προς την ηγεσία του ΕΑΜ στην Αθήνα, ότι ο τρόπος αντιμετώπισης του εαμικού κινήματος από την κατοχική κυβέρνηση είχε αλλάξει.
Την αλλαγή στο τρόπο διαχείρισης της πολιτικής ανυπακοής του αντιστασιακού κινήματος της Αθήνας, σηματοδότησε το πέρασμα από την ιταλική στη γερμανική διοίκηση. Έτσι, οι γερμανικές αρχές με ανακοίνωσή τους θα επισημάνουν ότι «παρήλθεν η περίοδος της γενναιοφροσύνης και της επιεικείας», σε ότι είχε να κάνει με την αντιμετώπιση απεργών και διαδηλωτών, τονίζοντας ότι «εγκλήματα τοιούτου είδους θα αντιμετωπίζωνται εις το μέλλον με τα αυστηρότερα μέτρα, δηλαδή θα γίνεται άμεσος χρήσις των όπλων ανενδοιάστως». Η εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό με τη βίαιη καταστολή των αντιστασιακών κινητοποιήσεων από την κυβέρνηση Ράλλη, κατέστησε αδύνατη τη συνέχιση του αντιστασιακού αγώνα αποκλειστικά με τη μορφή των απεργιών και των μαζικών διαδηλώσεων στο κέντρο της πόλης.
Το φθινόπωρο του 1943, αυτές οι μορφές αντιστασιακής δράσης στοίχιζαν σε ανθρώπινες ζωές και έδιναν την ευκαιρία στις δυνάμεις κατοχής να εκδηλώσουν δημόσια την τρομοκρατική τους δράση, εξελίξεις που έκαμπταν το αντιστασιακό πνεύμα των Αθηναίων και λειτουργούσαν ως τροχοπέδη για την περαιτέρω ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος. Σε έκθεση του Στρατιωτικού Διοικητή Ελλάδας, γίνεται αναφορά στο ζήτημα των απεργιών και στην αλλαγή στο τρόπο αντιμετώπισής τους από τη νέα διοίκηση, η οποία σε αντίθεση με την ανεκτικότητα των μέχρι πρότινος Ιταλών συμμάχων τους, στόχευε στη βίαιη πάταξη του φαινομένου:
«Ένα ιδιαίτερα επείγον μέτρο ήταν η έκδοση διαταγής για την απαγόρευση των απεργιών, μια και ανάμεσα στους έλληνες εργάτες και υπαλλήλους κάτω από την ιταλική κυριαρχία ξεσπούσαν διαρκώς απεργίες που απειλούσαν να διαταράξουν την ομαλή λειτουργία της οικονομίας και τη δουλειά των εργοστασίων της Βέρμαχτ, και που γι’ αυτό υπό γερμανική στρατιωτική διοίκηση δεν θα μπορούσαν να γίνουν πια ανεκτές. Η διαταγή για τις απεργίες της 10.9.1943 προβλέπει σε βαριές περιπτώσεις την ποινή του θανάτου, στις υπόλοιπες ειρκτή, φυλάκιση ή αποστολή σε στρατόπεδο αναγκαστικής εργασίας. Η τάση για απεργίες από τότε υποχώρησε πολύ.»
Αν η πολιτικοποίηση της δράσης του μαζικού αντιστασιακού κινήματος του 1943 αποτελούσε απειλή για την κατοχική κυβέρνηση σε πολιτικό επίπεδο, ο εξοπλισμός του ΕΛΑΣ της Αθήνας, σε μια περίοδο κλιμακούμενης έντασης, προσέδωσε μια διαφορετική διάσταση στη διαμάχη. Η απόκτηση οπλισμού από τον ιταλικό στρατό κατοχής, που μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας το Σεπτέμβριο του 1943 εγκατέλειπε την Ελλάδα, παρείχε τη δυνατότητα και στην εαμική πλευρά να προσφύγει στην ένοπλη βία. Η ένοπλη αντιπαράθεση με τις δυνάμεις κατοχής δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί με τους ίδιους όρους που οργανώνονταν η πολιτική αντιστασιακή δράση στο κέντρο της πόλης. Το ΕΑΜ επιδίωξε να αντιπαραθέσει στην υπεροπλία των κατοχικών δυνάμεων, τα πλεονεκτήματα που του προσέφερε η μετατόπιση της δράσης του από τους εκτεθειμένους και επικίνδυνους πλέον μαζικούς χώρους, στις ελεγχόμενες από αυτό συνοικίες.
Προχωρώντας σε μαζική αναδιάρθρωση του ΕΛΑΣ της Αθήνας, κατάφερε να μεταφέρει την αντιπαράθεσή του με την κυβέρνηση Ράλλη σε ένα σαφώς ευνοϊκότερο περιβάλλον. Με απόφαση του Α΄ Σώματος Στρατού (Α΄ Σ.Σ.) του ΕΛΑΣ, τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1943 πραγματοποιήθηκε η μετάταξη χιλιάδων ελασιτών από την Εργατική Αχτίδα και την Αχτίδα Δημοσίων Υπαλλήλων στις συνοικίες όπου αυτοί κατοικούσαν.
Ήδη λοιπόν, από το χειμώνα του 1943 και εντονότερα την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1944, είχε δημιουργηθεί στην Αθήνα η έντονη κοινωνική και πολιτική πόλωση που οδήγησε λίγους μήνες αργότερα στα Δεκεμβριανά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου