18.6.13

Για την συμφωνία της Βάρκιζας

Του Δημήτρη Κάβουρα 

Η πολιτική γραμμή γράφει την ιστορία (κατά το «η ιστορία γράφεται απ’ τους νικητές»)

Στη δεκαετία του ’80, οι οργανώσεις της ΚΝΕ, πηγαίναμε να περιφρουρήσουμε απ’ το βράδυ το χώρο της εκδήλωσης, στο Κιλερέρ. Τότε, σε μία απ’ τις βραδιές της περιφρούρησης, περισσότερο για να προκαλέσω συζήτηση αλλά και από πεποίθηση, σιγοτραγούδησα το γνωστό «ζήτω ο Λένιν, ζήτω ο Στάλιν, ζήτω ο κόκκινος στρατός, ζήτω κι ο Ζαχαριάδης της Ελλάδας αρχηγός».
Οι παραβρισκόμενοι σύντροφοι διαφώνησαν, διότι «…αυτά τα ζητήματα έχουν λυθεί. Ο Ζαχαριάδης ήταν σεχταριστής και ο Στάλιν ευθύνεται για την προσωπολατρία».

Αυτή ήταν τότε η γραμμή. Η γραμμή αυτή, επί Αλέκας Παπαρήγα, άλλαξε, μαζί με τη συνολική πολιτική γραμμή του ΚΚΕ. H ηγεσία του, είχε… δίκιο και τότε, με τη γραμμή που προανέφερα, δίκιο έχει και σήμερα, με την αλλαγμένη γραμμή! Οι ίδιοι καθοδηγητές, που τότε καυτηρίαζαν
κάθε αναφορά στο Στάλιν και το Ζαχαριάδη, τώρα πράττουν τα αντίθετα, δείχνοντας ότι είναι διατεθειμένοι να υπηρετήσουν οποιαδήποτε γραμμή. Οποία αξιοπιστία!


Με τη συνολική αλλαγή της πολιτικής γραμμής έπρεπε όμως να εναρμονιστεί η ιστορία (!), άρα έπρεπε να γίνει εκ νέου αποτίμηση και αποκατάσταση των προσώπων που εκπροσωπούσαν μια αντίστοιχη γραμμή στο παρελθόν. Σ’ αυτή την ανάγκη υποτάσσεται η πολιτική και κομματική αποκατάσταση του Ζαχαριάδη.

Για μια ακόμα φορά η βέργα λύγισε απ την αντίθετη πλευρά.
Σε κάθε περίπτωση η πολιτική του ενιαίου μετώπου αλλά και η επεξεργασία επαναστατικής ταχτικής, απουσιάζουν παντελώς και στη θέση τους έχουμε, αυτή τη φορά, ένα μείγμα ρεφορμισμού-οπορτουνισμού και σεχταρισμού.

Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός επίσης, ο οποίος στηρίζεται στις αρχές του επαναστατικού μαρξισμού και δεν υποτάσσεται στους εκάστοτε σχεδιασμούς και στις εφήμερες επιδιώξεις της εκάστοτε ηγεσίας ενός εργατικού, κομμουνιστικού κόμματος ή οργάνωσης, έχει αντικατασταθεί, εδώ και πολλά-πολλά χρόνια, απ’ το γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό. Σ’ αυτή την περίπτωση εντάσσεται η μη κομματική αποκατάσταση του Βελουχιώτη.

Σίγουρα δεν φιλοδοξούμε με το άρθρο αυτό, να γράψουμε και εμείς την ιστορία κατά το δοκούν. Με σεβασμό στεκόμαστε απέναντι στους ήρωες της εργατικής τάξης, στους ήρωες του κομμουνιστικού κινήματος και τιμώντας όλους όσους έδωσαν τη ζωή τους για τα δίκια και την πραγμάτωση της ιστορικής αποστολής της τάξης μας. Από την σκοπιά της εργατικής τάξης και όχι απ’ την αστική σκοπιά, επίσης τους κρίνουμε. Στο βαθμό που έχουμε τη δυνατότητα και το δικαίωμα να κρίνουμε, θα περιοριστούμε στην κριτική της γραμμής και όχι των προσώπων.

Σύμφωνα με την τελευταία απόφαση του ΚΚΕ που περιγράφεται στο«Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, περίοδος 1949-1968», «Η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη (σ.σ 16 Ιούλη 2011) αποφασίζει την επίσημη πολιτική αποκατάσταση του Άρη Βελουχιώτη. Θεωρεί ότι είχε δίκιο ως προς την εκτίμηση που έκανε για τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Παράλληλα η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη σημειώνει ότι η διαφωνία του Άρη με τη Συμφωνία της Βάρκιζας δε δικαιώνει τη στάση του απέναντι στη συλλογική θέση του Κόμματος και την παραβίαση από αυτόν της κομματικής πειθαρχίας, καθώς και την αξιοποίηση από τον Άρη της φήμης και του σεβασμού που είχε κατακτήσει την προηγούμενη περίοδο ως καπετάνιος του ΕΛΑΣ και στέλεχος του ΚΚΕ. Η στάση του αυτή, που αποτέλεσε ρήξη με τη θεμελιώδη αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, δεν καθιστά δυνατή τη μετά θάνατο αποκατάσταση και της κομματικής του ιδιότητας».

To ζήτημα που τίθεται είναι η μη πειθαρχία του Άρη στην απόφαση της ηγεσίας ή της πλειοψηφίας (;) της Κ.Ε. του ΚΚΕ, η οποία δεν συγκλήθηκε καν να επικυρώσει τη συμφωνία της Βάρκιζας. Δεν τίθεται, ούτε κατ’ ιδέα, το ζήτημα αν η απόφαση αυτή, της συμφωνίας της Βάρκιζας, την οποία το ΚΚΕ παραδέχεται ως λάθος, και της διαγραφής του Άρη ως φυσικό επακόλουθο, παραβίαζε τις αρχές των κομμουνιστών, οι οποίες συμπυκνώνονται στο πρόγραμμα και στη λειτουργία του κόμματός τους και μόνο σε αυτή τη βάση μπορεί να υπάρξει και να λειτουργήσει ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός.
Το μόνο ζήτημα που τίθεται είναι αν υποτάχθηκε ο Άρης, όχι στην απόφαση συνολικά του κόμματος και των οργανώσεών του, αλλά στην απόφαση της ηγεσίας του ΚΚΕ, απόφαση η οποία παραβίασε αρχές και θα έπρεπε αυτή, η ηγεσία και η Κ.Ε που διέγραψε τον Άρη, να διαγραφεί, έστω και ετεροχρονισμένα.

Οι αρχές που παραβιάστηκαν τότε ήταν απλά, η παράδοση των όπλων, η παράδοση της εξουσίας απ’ τους κομμουνιστές, στην αστική τάξη!
Και αυτό σε μια κατάσταση όπου, σύμφωνα με το «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, περίοδος 1949-1968», «…Τότε δεν υπήρχε ακόμα αστική κυβέρνηση στην Ελλάδα και γενικά ο κρατικός μηχανισμός ήταν σμπαραλιασμένος»!

Τι άλλη παραβίαση και προδοσία έπρεπε να υπάρξει για να παραβιαστούν οι αρχές των κομμουνιστών; Απ’ αυτή τη στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ βγαίνει το συμπέρασμα, για την πλατιά εργατική και λαϊκή βάση, ότι οι κομμουνιστές τιμωρούν το σωστό, επιβραβεύουν το λάθος και απαιτούν τυφλή υποταγή, πράγμα που δεν συνάδει με τις αρχές των κομμουνιστών.
Ο Άρης αρχικά ταλαντεύτηκε και παρόλο που διαφωνούσε, συμμετείχε στην παράδοση των όπλων και στη διάλυση του ΕΛΑΣ. Πολύ γρήγορα όμως σήκωσε ξανά τη σημαία της επανάστασης, άρθηκε στο ύψος των περιστάσεων και άρχισε να οργανώνει ξανά το αντάρτικο. Αυτή ήταν στάση έντιμου επαναστάτη κομμουνιστή, αυτή τη στάση έπρεπε να κρατήσει και την κράτησε μέχρι το τέλος, μέχρι το θάνατό του. Αυτή ακριβώς η στάση του καταδικάζεται απ’ την ηγεσία του ΚΚΕ, γι’ αυτό ακριβώς το λόγο δεν αποκαθίσταται κομματικά.

Η επίκληση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού από την πλευρά της ηγεσίας του ΚΚΕ, αποτελεί φύλλο συκής, διότι δεν πρόκειται για τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό του Μαρξ και του Λένιν, αλλά για το γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό ενός, εργατικού μεν, αλλά αστικής επιρροής κόμματος, μη επαναστατικού όπως αποδείχτηκε.

Διότι δημοκρατικό συγκεντρωτισμό μπορεί να έχει μόνο ένα επαναστατικό κόμμα νέου τύπου, το οποίο αποτελείται από επαγγελματίες επαναστάτες, από τα πιο συνειδητά στοιχεία της τάξης, τα οποία συγκροτούνται για την επανάσταση και την εργατική εξουσία, τη μοναδική πόρτα που οδηγεί στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Και ενώ η απόφαση της 6ης Ολομέλειας της Κ.Ε του ΚΚΕ, το 1934, ήταν σαφής και έλεγε ότι, «η επικείμενη επανάσταση των εργατών-αγροτών στην Ελλάδα θα έχει αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα με τάσεις γρήγορης μετατροπής σε προλεταριακή-σοσιαλιστική επανάσταση», η κατεύθυνση αυτή στην πράξη εφαρμόστηκε με τη μέθοδο των σταδίων, πρώτα δημοκρατία και μετά σοσιαλισμός.

Αντί της διαρκούς επανάστασης των Μαρξ-Λένιν και της μετεξέλιξης της αστικοδημοκρατικής επανάστασης, που συνδέθηκε με τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, και της «γρήγορης μετατροπής της σε προλεταριακή-σοσιαλιστική επανάσταση», είχαμε τη θεωρία των σταδίων, την παραπομπή της σοσιαλιστικής επανάστασης στις ελληνικές καλένδες και την ιστορική ήττα του κινήματος.
Αντί να γίνει πράξη η απόφαση της 6ης Ολομέλειας και η γραμμή που έδινε το γράμμα του Ζαχαριάδη, η διακήρυξη που έλεγε ότι «έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα του αγώνα του θα είναι μια καινούργια Ελλάδα της δουλειάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ιμπεριαλιστική εξάρτηση, με ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό», η ηγεσία του ΚΚΕ παρέδωσε τα όπλα και την εξουσία στην αστική τάξη και στους πολιτικούς της εκπροσώπους, οι περισσότεροι των οποίων, ως γνωστόν, απουσίαζαν στο εξωτερικό.

Ευθύνες για την εξέλιξη αυτή έχει και ο ίδιος ο Ζαχαριάδης ο οποίος μόλις το 1949, μετά τη συνάντηση που είχε μαζί με τον Παρτσαλίδη, με το Στάλιν, ο οποίος τους είπε ότι «δεν έπρεπε να παραδώσετε τα όπλα», (Π. Βενάρδος «Η συμφωνία της Βάρκιζας» εκδόσεις ΠΟΝΤΙΚΙ 1995) άρχισε να αλλάζει στάση απέναντι στη συμφωνία της Βάρκιζας και τις άλλες συμφωνίες που προϋπήρξαν της Βάρκιζας (Λίβανος, Καζέρτα).

Η αλλαγή στάσης του Ζαχαριάδη και του ΚΚΕ εκφράστηκε μετά την ήττα του ΔΣΕ, το 1950, στην 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, όπου διαπιστώθηκε ότι «…η γραμμή στην κατοχή ήταν βασικά λαθεμένη». Μέχρι τότε, με βάση τις αποφάσεις της 12ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ (Ιούνης του 1945) στην οποία συμμετείχε και ο Ζαχαριάδης, «…η γραμμή στην περίοδο της κατοχής ήταν βασικά σωστή…».
Το σκηνικό αυτό, της υποταγής της ηγεσίας του ΚΚΕ στην αστική πολιτική σε συνάρτηση με τη γραφειοκρατική καρικατούρα του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, επαναλήφθηκε το 1989, τηρουμένων των αναλογιών. Στην κατάφωρη παραβίαση της μαρξιστικής-λενινιστικής αρχής που υπαγορεύει στους κομμουνιστές «να μην συμμετέχουν σε αστικές κυβερνήσεις» αντιτάχθηκαν αρκετά μέλη και στελέχη του ΚΚΕ και για το λόγο αυτό καθαιρέθηκαν ή εξαναγκάστηκαν σε παραίτηση, διαγράφηκαν, διώχθηκαν και συκοφαντήθηκαν, με την κατηγορία της παραβίασης του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού!».

Είναι γνωστή η κριτική του Λένιν στον Μιλλεράν και στον Μιλλερανισμό. Η συμμετοχή ενός εργατικού κόμματος στις αστικές κυβερνήσεις πήρε από το 1899 και μετά την ονομασία Μιλλερανισμός, από τη συμμετοχή του Γάλλου σοσιαλιστή ηγέτη στην αστική κυβέρνηση της Γαλλίας, μια πράξη που καταδικάστηκε έντονα από τους μαρξιστές της εποχής ως προδοσία του μαρξισμού και ως προσπάθεια μετατροπής του εργατικού κόμματος από κόμμα της κοινωνικής επανάστασης σε δημοκρατικό κόμμα της κοινωνικής μεταρρύθμισης.

Η καταδίκη της συμμετοχής σε αστικές κυβερνήσεις συνεχίστηκε και με τις αποφάσεις της Γ’ Διεθνούς οι οποίες απέτρεπαν τους κομμουνιστές απ’ τη συμμετοχή σε αστικές κυβερνήσεις. Καραμπινάτος Μιλλερανισμός ήταν η συμμετοχή του ΚΚΕ στην κυβέρνηση Τζαννετάκη και Ζολώτα.
(Η σύγκριση που κάνει η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ, μεταξύ της συμφωνίας της συγκυβέρνησης και της συμμετοχής του ΚΚΕ στην κυβέρνηση Τζαννετάκη και Ζολώτα, με το σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα είναι εντελώς αναντίστοιχη και προκαλεί παραπέρα σύγχυση.

Με βάση το «Σύμφωνο Σοφούλη–Σκλάβαινα», το «Παλλαϊκό Μέτωπο» θα έδινε ψήφο ανοχής στην κυβέρνηση Σοφούλη και στο προεδρείο της Βουλής, ενώ η κυβέρνηση θα ακύρωνε αναδρομικά τη διάταξη του εκλογικού νόμου, που αφαιρούσε τα εκλογικά δικαιώματα όσων είχαν καταδικαστεί με το «Ιδιώνυμο», θα καταργούσε τις επιτροπές ασφάλειας, θα έδινε αμνηστία σ’ όλους τους πολιτικούς κρατούμενους, τους εξόριστους, θα διέλυε τις φασιστικές οργανώσεις, θα καθιέρωνε πάγιο εκλογικό σύστημα την απλή αναλογική, θα μείωνε την τιμή του ψωμιού, θα απαγόρευε την προσωποκράτηση για οφειλές προς το δημόσιο μέχρι 3.000 δρχ., θα προχωρούσε στην εφαρμογή της Κοινωνικής Ασφάλισης και θα καθιέρωνε 5χρονο χρεοστάσιο χωρίς όρους για τα χρέη των αγροτών σε τράπεζες και ιδιώτες. Σε αυτή την περίπτωση είχαμε μια πραγματικά επαναστατική κοινοβουλευτική ταχτική, χωρίς τη συμμετοχή του ΚΚΕ στην κυβέρνηση. Αυτό και μόνο το γεγονός καταδεικνύει την αναντιστοιχία).

Η παραβίαση του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» το ’89 συνίστατο, κατά την ηγεσία του ΚΚΕ, στην παραβίαση της απόφασης, ξανά όπως παλιά, της ηγεσίας ή της πλειοψηφίας της Κ.Ε. του ΚΚΕ, η πολιτική της οποίας ήταν ο Μιλλερανισμός!

Η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ φρόντισε, σε ανύποπτο χρόνο, να καλύψει ιδεολογικά το γεγονός ότι η λήψη όλων των σοβαρών αποφάσεων περιορίζεται στο επίπεδο της Κ.Ε., στιγματίζοντας και καταγγέλλοντας τη λήψη κρίσιμων αποφάσεων από την κομματική βάση ως οπορτουνισμό!
Διαβάζουμε σε άρθρο της Ελένης Μπέλλου, μέλους του Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ: «…Οι οπορτουνιστικές εκφορές της αστικής ιδεολογίας αρέσκονται να παραμυθιάζουν για τον αποφασιστικό ρόλο της κομματικής βάσης. Η πραγματικότητα είναι ότι ο συγκεντρωτισμός στη λήψη αποφάσεων σε κρίσιμες στιγμές είναι ο μόνος τρόπος για να διασφαλισθεί η ενότητα θέλησης και δράσης, η αποτελεσματικότητα του πιο σκληρού ταξικού αγώνα. Συγκεντρωτισμός και πειθαρχία σε αυτόν σημαίνει οργανωτική μετουσίωση της ιδεολογικής-πολιτικής πρωτοπορίας…». (εφ. Ριζοσπάστης, Κυριακή 27 Φλεβάρη 2011)

Σε ελεύθερη μετάφραση αυτή η τοποθέτηση σημαίνει ότι ουδόλως ενδιαφέρει την ηγεσία του ΚΚΕ εάν οι έως τώρα αποφάσεις σε επίπεδο ηγεσίας ή Κ.Ε, τις οποίες η Μπέλλου, ονομάζει «συγκεντρωτισμό», έφεραν το ακριβώς αντίθετο «της αποτελεσματικότητας του πιο σκληρού ταξικού αγώνα» αποτέλεσμα. Έφεραν την υποταγή στον αστισμό, την ήττα και τη διάλυση, όποτε εφαρμόστηκε ο «συγκεντρωτισμός» της Μπέλλου και της ηγεσίας του ΚΚΕ.
Ακριβώς αυτό συνέβη στα χρόνια 1944-45 και 1988-89.

Η κομματική βάση κλήθηκε εκ των υστέρων να επικυρώσει ειλημμένες αποφάσεις της πλειοψηφίας της Κ.Ε., η οποία και αυτή βρέθηκε προ τετελεσμένων ενεργειών του Π.Γ, όταν για παράδειγμα, το Δεκέμβρη του 1988, δόθηκε στη δημοσιότητα -χωρίς ακόμη να έχει εγκριθεί από την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ- το κοινό Πόρισμα ΚΚΕ-ΕΑΡ. Η κομματική βάση βρισκόταν πάντα, σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές, μπροστά σε τετελεσμένα γεγονότα.

Το κρίσιμο ζήτημα όμως στη λειτουργία ενός κόμματος είναι η πολιτική του.
Στα άρθρα «Κριτική στην πολιτική πρόταση του ΚΚΕ» που δημοσιεύτηκε στο φύλλο 37 της εφημερίδας «Εργατική Πολιτική» τον Ιούνη του 2010 και «Η πολιτική πρόταση του ΚΚΕ και η σχέση της με την εργατική εξουσία» που δημοσιεύτηκε στις 19/5/2011 και είναι αναρτημένο στον ιστότοπο της κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ, αναπτύξαμε την άποψή μας σχετικά με την εργατική-λαϊκή εξουσία και λαϊκή οικονομία του ΚΚΕ, η οποία δεν συνιστά την εργατική εξουσία των Μαρξ-Λένιν, δηλαδή τη δικτατορία του προλεταριάτου, αλλά μια αντιεπιστημονική ουτοπία για ένα καπιταλισμό χωρίς μονοπώλια, το κράτος της οποίας παραμένει αστικό.

Αυτή η πολιτική συμπυκνώνεται στο πρόγραμμα του ΚΚΕ, στο οποίο επίσης ταυτίζεται η μεταβατική περίοδος, απ’ τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, που είναι η εργατική εξουσία -η δικτατορία του προλεταριάτου, με το σοσιαλισμό.

Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να κρίνουμε το «δημοκρατικό συγκεντρωτισμό» του ΚΚΕ και να μη χρεώνουμε στο δημοκρατικό συγκεντρωτισμό του Μαρξ και του Λένιν τις συνέπειες της ιδεολογικοπολιτικής φυσιογνωμίας του ΚΚΕ στη συγκρότησή του και τη λειτουργία του, συνέπειες που αποτυπώνονται άλλωστε στο πρόγραμμα και το καταστατικό του και που αφορούν ολόκληρο το κόμμα κι όχι μόνο την ηγεσία του. Το οργανωτικό ζήτημα είναι αδιαχώριστο με το ζήτημα της πολιτικής. Κι ενώ κάποιοι καταδικάζουν το συγκεντρωτισμό ως συνώνυμο της γραφειοκρατίας, δεν κατανοούν το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι όχι μόνο ο «συγκεντρωτισμός» της ηγεσίας αλλά και οι δημοκρατικές διαδικασίες στο ΚΚΕ εξυπηρέτησαν τη γραφειοκρατικοποίηση. Το οργανωτικό ζήτημα γίνεται κατανοητό, μόνο εάν το εξετάζουμε στα πλαίσια του ιδεολογικοπολιτικού χαρακτήρα αυτού του κόμματος.

Η πολιτική του ΚΚΕ, εκτός φωτεινών εξαιρέσεων στην ιστορία του, ήταν και είναι ο μεταρρυθμισμός, με δεξιές και αριστερές παρεκκλίσεις. Κυρίαρχες μέσα σ’ αυτό ήταν οι ιδεολογικές κατευθύνσεις αστικής επιρροής κι όχι ο επιστημονικός σοσιαλισμός. Άρα και ο συγκεντρωτισμός του, δεν μπορεί παρά να είναι γραφειοκρατικός συγκεντρωτισμός.

Ιδιαίτερα, όμως στις κρίσιμες στιγμές, η ηγεσία του ΚΚΕ δεν θα διακινδύνευε μια αρνητική απόφαση της βάσης ή μια καθυστέρηση ή έστω μια αυξημένη μειοψηφία που θα αντιτίθετο στην απόφαση της ηγεσίας, κίνδυνος πάντα υπαρκτός όσο το ΚΚΕ θα έχει αναφορά στο μαρξισμό-λενινισμό. Για το λόγο αυτό, επιζητούσαν πάντα στα κρίσιμα ζητήματα και στις αποφάσεις, ομόφωνη απόφαση της Κ.Ε., όταν δεν την παρέκαμπταν εντελώς, για να περιορίσουν την αντίδραση της βάσης.
Στα 1989 ο Χαρίλαος Φλωράκης επέμενε πιεστικά στην ομόφωνη ψήφιση, απ’ την Κ.Ε. του ΚΚΕ, του προγράμματος του Συνασπισμού. Ο σ. Μπατίκας ήταν αυτός, ο μόνος, που δεν ψήφισε το πρόγραμμα αρνούμενος να συναινέσει στην ολοκληρωτική προσχώρηση του ΚΚΕ στον αστικό μεταρρυθμισμό και τον κυβερνητισμό που διέπνεε εκείνο το πρόγραμμα, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα και το γεγονός ότι ο κυβερνητισμός του Συνασπισμού δεν επιβλήθηκε έξωθεν στο ΚΚΕ αλλά προέκυψε από την κυριαρχία του οπορτουνισμού στις ίδιες τις γραμμές αυτού του κόμματος. Γι’ αυτό η ηγεσία του ΚΚΕ στο θάνατό του, στην κηδεία του, τον «τίμησε» με την απουσία της και τις ελάχιστες αράδες στο Ριζοσπάστη όπου τον κατηγορεί για «εγκατάλειψη του ΚΚΕ».

Κατά τα πρότυπα της απόφασης για τον Άρη, η ηγεσία του ΚΚΕ θα αποτιμήσει κάποια στιγμή -ποιος να ξέρει πόσα χρόνια αργότερα;- τη συμμετοχή του ΚΚΕ στην κυβέρνηση Τζαννετάκη και Ζολώτα, στο πλαίσιο του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, καθώς και τη στάση των μελών και στελεχών που διαφώνησαν με τη συμμετοχή των κομμουνιστών σε μια αστική κυβέρνηση, μένοντας πιστοί, στο ζήτημα αυτό -και ανεξάρτητα απ’ την μετέπειτα πορεία τους- στις αρχές του Μαρξ και του Λένιν. Τα μέλη και τα στελέχη αυτά, είτε οδηγήθηκαν στην παραίτηση, είτε παραιτήθηκαν από μόνα τους, είτε διαγράφτηκαν από κοινού από «ανανεωτικούς» και «συνεπείς κομματικούς» και σε πλήρη σύμπλευση και συμφωνία μεταξύ τους στο ζήτημα αυτό.

Ανάλογη λοιπόν θα είναι η κρίση του ΚΚΕ για τους εν λόγο συντρόφους: η συγκυβέρνηση πιθανότατα θα χαρακτηριστεί λάθος, οι δε σ. που διαφώνησαν με τη συγκυβέρνηση δεν θα αποκατασταθούν κομματικά -παρόλο που εντόπισαν και επεσήμαναν το λάθος και δεν πειθάρχησαν σε μια πολιτική που υπέτασσε τους κομμουνιστές και κατά προέκταση την εργατική τάξη, στην αστική πολιτική και αστική τάξη αντίστοιχα- διότι έπρεπε να υποταχτούν στην πλειοψηφία της Κ.Ε.
Πρώτο θύμα μιας τέτοιας απόφασης θα είναι ο σ. Κάππος ο οποίος, ως άλλος Λίμπκνεχτ, καταψήφισε το πρόγραμμα της κυβέρνησης Τζαννετάκη και καθαιρέθηκε πάραυτα και κατόπιν διαγράφτηκε. Και ενώ το ΚΚΕ δέχεται και υμνεί το Λίμπκνεχτ, αρνείται τον Κάππο και τους ομοίους του που έπραξαν ακριβώς ότι ο Λίμπκνεχτ, δηλ. έκαναν αυτό που έπρεπε, σώζοντας την τιμή των κομμουνιστών.

Η μη κομματική αποκατάσταση του Άρη και η ανάλογη αντιμετώπισή του απ’ την ηγεσία του ΚΚΕ, αφήνει ανοιχτή την πόρτα για ανάλογες καταστάσεις στο μέλλον, για αντίστοιχες υποχωρήσεις του ΚΚΕ και ταυτόχρονη απαίτηση υποταγής απ’ τα μέλη του στο όνομα του «δημοκρατικού» συγκεντρωτισμού. Η υποταγή όμως της μειοψηφίας σε οποιαδήποτε απόφαση της πλειοψηφίας, δεν είναι ανεξάρτητη από αρχές, δε συνιστά από μόνη της δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός προϋποθέτει επαναστατικό κόμμα, στοχοπροσήλωση στην επανάσταση, πλήρη δημοκρατία στη συζήτηση, δημοσιοποίηση των διαφορετικών απόψεων, κλπ. Η πειθαρχία της μειοψηφίας στις αποφάσεις της πλειοψηφίας, από μόνη της, για να υπάρξει συγκεντρωτισμός στην εφαρμογή της απόφασης, συνιστά απλό συγκεντρωτισμό και απλή αστική δημοκρατία που σημαίνει υποταγή της μειοψηφίας στην πλειοψηφία, έστω ακόμα και αν πρόκειται για την πλειοψηφία των μελών του κόμματος και όχι μόνο της ηγεσίας ή της Κ.Ε., όπως έγινε το ’44-’45 και το ’88-‘89.

Τέτοια δημοκρατία, υποταγή της μειοψηφίας στην πλειοψηφία και αντίστοιχο συγκεντρωτισμό, έχουν και τα αστικά κόμματα. Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, δεν έχει καμιά σχέση με το γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό και δεν σημαίνει απλά υποταγή της μειοψηφίας στην πλειοψηφία. Δημοκρατικός συγκεντρωτισμός σημαίνει πλατιά συζήτηση όλων των ζητημάτων, όχι μόνο μπροστά στα μέλη του κόμματος αλλά και μπροστά στην εργατική τάξη. Οι κομμουνιστές εφαρμόζουν τις τελικές αποφάσεις που πάρθηκαν επί βασικών θεμάτων ύστερα από μια τέτοια πλατιά και ανοιχτή διαδικασία συζήτησης ανάμεσά τους και δημόσια, μπροστά στην εργατική τάξη. Κάθε απόφαση χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις μπορεί να αποβεί σε βάρος της επαναστατικής στρατηγικής γραμμής, χωρίς την οποία δεν νοείται δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, καθώς μπορεί να μετατραπεί σε γραφειοκρατικό και επόμενα σε υπεράσπιση ξένων προς την εργατική τάξη συμφερόντων.

Είναι φανερό ότι οι παραπάνω προϋποθέσεις δεν τηρήθηκαν ούτε το 44-45, ούτε το 88-89. Και στις δύο περιπτώσεις δεν δημοσιοποιήθηκαν οι διαφορετικές απόψεις, δεν συζητήθηκαν ουσιαστικά και δημόσια στη βάση των αρχών. Έκλεισαν άρον-άρον, πριν καν ανοίξουν, όλες οι συζητήσεις και υλοποιήθηκαν οι αποφάσεις ενός στενού πυρήνα της ηγεσίας του ΚΚΕ, ο οποίος έφερε προ τετελεσμένων γεγονότων την πλειοψηφία των μελών αλλά και των στελεχών. (Αυτή η πρακτική οδήγησε πρώην πρόεδρο του Συνδικάτου οικοδόμων Αθήνας και στέλεχος του ΚΚΕ, στην άποψη ότι, ακόμα και ο προσυνεδριακός διάλογος δεν πρέπει να διεξάγεται δημόσια αλλά με εσωκομματικά δελτία και κείμενα).

Ωστόσο, όπως είπαμε παραπάνω, το κρίσιμο ζήτημα στη λειτουργία ενός κόμματος είναι η πολιτική του. Η πιο πρόσφατη αλλαγή της γραμμής του ΚΚΕ περνάει μέσα από τις αποφάσεις συνεδρίων του, κυρίως απ’ το ’94 και μετά. Περνάει όμως και μέσα απ’ την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ (16 Ιούλη 2011). Στην Συνδιάσκεψη αυτή αναιρέθηκαν ακόμα και θέσεις του Προγράμματος του ΚΚΕ, παρόλο που η αλλαγή του προγράμματος μπορεί να γίνει μόνο από προγραμματικό συνέδριο.
Πιο συγκεκριμένα, στην ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΔΟΚΙΜΙΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΚΚΕ, Β’ ΤΟΜΟΣ 1949-1968, η ηγεσία του ΚΚΕ φτάνει στο συμπέρασμα ότι: «Ανάμεσα στον καπιταλισμό και στο σοσιαλισμό δε μεσολαβεί κάποιο ενδιάμεσο κοινωνικοοικονομικό σύστημα, επομένως δεν μπορεί να υπάρχει και κάποιος ενδιάμεσος τύπος εξουσίας. Ο χαρακτήρας της εξουσίας θα είναι ή αστικός ή εργατικός (προλεταριακός). 

Η άποψη-θέση για τη δυνατότητα και την αναγκαιότητα εγκαθίδρυσης ενδιάμεσης εξουσίας δεν επιβεβαιώθηκε σε καμία χώρα. Από τη μελέτη της περιόδου με την οποία ασχολείται ο παρών τόμος επιβεβαιώνεται ότι η εργατική τάξη με τους συμμάχους της μισοπρολετάριους, φτωχούς αγρότες και αυτοαπασχολούμενους των πόλεων, πρέπει να αγωνιστεί μέχρι την τελική λύση του προβλήματος της εξουσίας, την εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας με την ανατροπή της αστικής εξουσίας. Αποδείχθηκε στην πράξη ότι ήταν λάθος η υιοθέτηση, από το ΚΚΕ και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, «ενδιάμεσου» στόχου εξουσίας, που χαρακτηριζόταν είτε ως «επαναστατική εξουσία αστικοδημοκρατικού χαρακτήρα» ή «Λαϊκή Δημοκρατική Κυβέρνηση», είτε ως «αντιιμπεριαλιστική-αντιμονοπωλιακή εξουσία» ή ως «αντιμονοπωλιακή διακυβέρνηση».Η αναγνώριση του παραπάνω λάθους και η ανάλογη διόρθωση της στρατηγικής θα δώσει ώθηση στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης σε κάθε χώρα, αλλά και στην ιδεολογική και πολιτική ενότητα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος».

Με βάση αυτό το συμπέρασμα αυτό, το ΚΚΕ, αναιρεί και καταργεί την προγραμματική του θέση που λέει ότι:
«…Σε συνθήκες ταξικών αναμετρήσεων και μεγάλης φθοράς στην επιρροή των αστικών κομμάτων και των συμμάχων τους, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων με βάση το κοινοβούλιο χωρίς να έχουν διαμορφωθεί ακόμα οι όροι για το επαναστατικό πέρασμα...» και παρακάτω: «…Το ΚΚΕ επιδιώκει μια τέτοια κυβέρνηση, με τη δράση της και τη γενικότερη λαϊκή παρέμβαση, να συμβάλει στην έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας…».
(Το απόσπασμα είναι απ’ το πρόγραμμα του ΚΚΕ, απ’ το κεφάλαιο «Το αντιϊμπεριαλιστικό, αντιμονοπωλιακό Μέτωπο και το πρόβλημα της εξουσίας», Μάης 1996).

Το συμπέρασμα της Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ μας δείχνει πως πρόκειται για γενική σύγχυση και ανακάτεμα σωστών και λανθασμένων θέσεων και συμπερασμάτων. Ας εξετάσουμε το πρώτο συμπέρασμα της ηγεσίας του ΚΚΕ, που μας λέει ότι: «…Ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό δεν μεσολαβεί κάποιο ενδιάμεσο κοινωνικοοικονομικό σύστημα…». Το γενικά σωστό αυτό συμπέρασμα, θα ήταν πιο ακριβές εάν συνοδεύονταν απ’ την απαραίτητη διευκρίνιση ότι: Ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό δεν μεσολαβεί κάποιο ενδιάμεσο κοινωνικοοικονομικό σύστημα και καμιά άλλη εξουσία, πλην της μεταβατικής περιόδου, της επανάστασης, της δικτατορίας του προλεταριάτου.

Ας δούμε την προσέγγιση του Λένιν:
«...ανάμεσα στην καπιταλιστική και στην κομμουνιστική κοινωνία βρίσκεται η περίοδος της επαναστατικής μετατροπής της πρώτης στη δεύτερη. Και σ’ αυτήν την περίοδο αντιστοιχεί μια πολιτική μεταβατική περίοδος, και το κράτος αυτής της περιόδου δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά η επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου...» (Κράτος και Επανάσταση, Εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1984, σελ. 86). Και ακόμα: «Ο σ. Ρίκοφ λέει ότι ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό δεν υπάρχει μεταβατική περίοδος. Αυτό δεν είναι σωστό. Είναι ρήξη με το μαρξισμό». (Β.Ι. Λένιν, Η έβδομη Πανρωσική Συνδιάσκεψη (του Απρίλη) του ΣΔΕΚΡ, Άπαντα, τ.31, σ.363).
Αλλά ας δούμε και την αντίστοιχη προσέγγιση του Στάλιν το 1925:
«Η δικτατορία του προλεταριάτου δεν είναι αυτοσκοπός. Η δικτατορία είναι το μέσο, ο δρόμος προς το σοσιαλισμό. Και τι είναι σοσιαλισμός; Σοσιαλισμός είναι το πέρασμα απ’ την κοινωνία με δικτατορία του προλεταριάτου στην κοινωνία χωρίς κράτος». (Στάλιν, Ερωτήσεις και απαντήσεις, ομιλία στο Πανεπιστήμιο Σβερντλόφ το 1925)

Απ’ τις παραπάνω τοποθετήσεις βγαίνει το συμπέρασμα ότι, «ανάμεσα στην καπιταλιστική και στην κομμουνιστική κοινωνία βρίσκεται η περίοδος της επαναστατικής μετατροπής της πρώτης στη δεύτερη», βγαίνει το συμπέρασμα ότι ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό μεσολαβεί «η κοινωνία με δικτατορία του προλεταριάτου».

Το λάθος του ΚΚΕ βρίσκεται στο ότι ταυτίζει τη μεταβατική περίοδο με το σοσιαλισμό και από εκεί απορρέουν μια σειρά άλλων λαθών τα οποία στοιχίζουν ήδη και θα στοιχίσουν πολύ περισσότερο τώρα, στην περίοδο της μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης, στο κίνημα.

Συμπερασματικά λοιπόν, ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό και εφόσον ορίζουμε το σοσιαλισμό μαρξιστικο-λενινιστικά, δηλαδή ως πρώτη φάση του κομμουνισμού, ως πρώιμο, ανολοκλήρωτο κομμουνισμό, μεσολαβεί η κοινωνία και η οικονομία της εργατικής εξουσίας, της δικτατορίας του προλεταριάτου. Η κοινωνία αυτή δεν είναι καπιταλισμός, δεν είναι ούτε σοσιαλισμός. «Είναι μια περίοδος πάλης του παλιού με το καινούργιο, μια περίοδος όπου οι παλιές, οι αστικές σχέσεις παραγωγής δεν έχουν εξαλειφθεί ακόμα, βρίσκονται στη διαδικασία επαναστατικού μετασχηματισμού τους, και οι νέες, οι σοσιαλιστικές σχέσεις δεν έχουν εμφανιστεί ακόμα, δεν έχουν δει το φως της ημέρας, δεν έχουν γεννηθεί, βρίσκονται σε εμβρυακή κατάσταση».

Για να περάσουμε στο σοσιαλισμό χρειάζεται να περάσουν με την επανάσταση και τη δικτατορία του προλεταριάτου, αν όχι όλες, τουλάχιστον οι περισσότερες και οι βασικές καπιταλιστικές χώρες. Από εκεί και πέρα μπορούμε να περάσουμε στο σοσιαλισμό, δηλαδή «στην κοινωνία χωρίς κράτος», στην κοινωνία απ’ την οποία δεν υπάρχει επιστροφή προς τα πίσω, προς τον καπιταλισμό, όπως δεν μπορεί να υπάρξει σήμερα επιστροφή του καπιταλισμού, στη φεουδαρχία. Απ’ την εργατική εξουσία μπορεί να υπάρξει επιστροφή, όπως άλλωστε αποδείχθηκε.

Με ποια ταχτική όμως μπορούμε, σήμερα, να προσεγγίσουμε το στόχο μας που είναι η εργατική εξουσία;
Η σωστή Μαρξιστική-Λενινιστική τοποθέτηση πάνω στο ζήτημα της εξουσίας, είναι η εξής:
«Ανάμεσα στην αστική εξουσία και στην εργατική δεν υπάρχουν ενδιάμεσες μεταβατικές βαθμίδες, δεν υπάρχουν ενδιάμεσες εξουσίες και μακροχρόνιες περίοδοι μετάβασης από τη μια εξουσία στην άλλη, όπου να μπορούν να εφαρμοστούν κάποια ενδιάμεσα προγράμματα. Η κατάσταση δυαδικής εξουσίας που μπορεί να προκύψει κατά τη διάρκεια της επανάστασης θα είναι βραχύβια. Το ίδιο βραχύβια θα είναι και οποιαδήποτε ενδιάμεση κυβέρνηση που, χωρίς να είναι αναγκαίο, είναι πιθανό να προκύψει κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Η ενδιάμεση αυτή κυβέρνηση, αν υπάρξει, είτε θα μετατραπεί γρήγορα σε κυβέρνηση της δικτατορίας του προλεταριάτου ή θα ανατραπεί και η αστική κυριαρχία θα επανεγκατασταθεί. Ανάμεσα στο κράτος, όργανο της τάξης των καπιταλιστών, και στο κράτος, όργανο της κυριαρχίας του προλεταριάτου, βρίσκεται η επανάσταση που συνίσταται στην ανατροπή της αστικής τάξης και στο τσάκισμα της κρατικής μηχανής της. Η επανάσταση ή θα νικήσει ως δικτατορία του προλεταριάτου ή δεν θα πρόκειται για επανάσταση αλλά για μεταρρύθμιση στο πλαίσιο του συστήματος. Ανατροπή της αστικής τάξης, τσάκισμα του αστικού κράτους, εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Όλα αυτά είναι η νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στην πρώτη της πράξη».
(Θέσεις της οργανωτικής επιτροπής για την ενωτική συνδιάσκεψη των οργανώσεων Αριστερή Ανασύνταξη Εργατική Πολιτική).

Με τις θέσεις της Συνδιάσκεψης του Ιούλη του 2011, το ΚΚΕ, αποκηρύσσει την προγραμματική του θέση, την οποία περιγράψαμε παραπάνω. Προσπαθώντας μάλλον να ξεπεράσει τα στάδια, αρνείται κάθε κυβέρνηση στο όνομα της απόρριψης της δικής του περιοριστικής και λαθεμένης προγραμματικής κυβερνητικής θέσης ότι δηλαδή: «…μπορεί να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων με βάση το κοινοβούλιο χωρίς να έχουν διαμορφωθεί ακόμα οι όροι για το επαναστατικό πέρασμα...».

Η αποκήρυξη αυτής της θέσης, παρόλο που ήταν λανθασμένη, αφόπλισε κυριολεκτικά αυτό το χώρο αλλά και το κίνημα, στο βαθμό που ο χώρος αυτός το επηρεάζει, διότι σταμάτησε τη συζήτηση και την αναζήτηση στην κατεύθυνση άμεσης απάντησης στην καπιταλιστική κρίση και αυτό σε μια περίοδο κατά την οποία, το κατεπείγον που δημιουργεί η καπιταλιστική κρίση θέτει επί τάπητος το ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης. Δεν είμαστε καθόλου βέβαιοι τι θα έκανε κάποιος εχθρός του κινήματος αν ήθελε να το αφοπλίσει σε μια τέτοια περίοδο. Είμαστε όμως βέβαιοι ότι η ηγεσία του ΚΚΕ κατόρθωσε να πετύχει αυτό που πολύ θα ήθελαν οι εχθροί του.

Αντί να υιοθετήσει και να προβάλει την εργατική κυβέρνηση και να την εντάξει στην έναρξη του επαναστατικού περάσματος, με ένα αντίστοιχο πρόγραμμα που να ανταποκρίνεται σε αυτό το καθήκον, πρόγραμμα το οποίο εν πολλοίς υπάρχει, την αυτονομεί και την αρνείται συνολικά, αρνούμενο κάθε επαναστατική ταχτική και κάθε κυβέρνηση, αναγορεύοντας ως μοναδικά σωστή, τη δική του θέση που περιέχεται επίσης στο πρόγραμμά του και η οποία λέει ότι:
«...Σε συνθήκες κορύφωσης της ταξικής πάλης, επαναστατικής ανόδου του λαϊκού κινήματος, όταν η επαναστατική διαδικασία έχει ξεκινήσει, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση, ως όργανο λαϊκής εξουσίας, που έχει την έγκριση και τη συγκατάθεση του αγωνιζόμενου λαού, χωρίς γενικές εκλογές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Αυτή η κυβέρνηση θα ταυτίζεται, ή θα τη χωρίζει τυπική απόσταση από την εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της…».

Η θέση αυτή με ένα θολό τρόπο αρνείται τελικά τη δυνατότητα ύπαρξης μίας βραχύβιας ενδιάμεσης κυβέρνησης η οποία είτε θα μετεξελιχθεί σε προλεταριακή εξουσία είτε θα ανατραπεί από την αστική κυριαρχία. Η μόνη κυβέρνηση που αναγνωρίζεται από τη θέση αυτή κατά την επαναστατική διαδικασία είναι η επαναστατική κυβέρνηση, που πραγματώνει, κατά το ΚΚΕ, την εργατική εξουσία. Καμία ενδιάμεση κατάσταση -ούτε καν η δυαδική εξουσία- δεν περιγράφεται!

Εκτός των άλλων, σε αυτή την εκδοχή υπάρχει σοβαρό πρόβλημα διότι, εν κατακλείδι, το πρόγραμμα αυτής της κυβέρνησης, για την οποία κάνει λόγο το ΚΚΕ, το πρόγραμμα της ίδιας της εργατικής-λαϊκής εξουσίας και οικονομίας, αντιστοιχεί στο πρόγραμμα μιας εργατικής κυβέρνησης και είναι για εδώ και τώρα, αποτελεί το δρόμο της επανάστασης, το δρόμο για την εργατική εξουσία και δεν είναι για «όταν η επαναστατική διαδικασία έχει ξεκινήσει…».
Μόνο για το εδώ και τώρα αποκτά σημασία, μπορεί να λειτουργήσει προοδευτικά. Κατόπιν, «...όταν η επαναστατική διαδικασία έχει ξεκινήσει...», αυτή η κυβέρνηση με το πρόγραμμα της λαϊκής εξουσίας και οικονομίας του ΚΚΕ, μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη της επανάστασης. Διότι, όπως γράφουμε παραπάνω «...η επανάσταση ή θα νικήσει ως δικτατορία του προλεταριάτου ή δεν θα πρόκειται για επανάσταση αλλά για μεταρρύθμιση στο πλαίσιο του συστήματος. Ανατροπή της αστικής τάξης, τσάκισμα του αστικού κράτους, εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Όλα αυτά είναι η νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στην πρώτη της πράξη».

Το πρόγραμμα όμως της εργατικής-λαϊκής εξουσίας του ΚΚΕ δεν αντιστοιχεί στη δικτατορία του προλεταριάτου και η αξία του εξαντλείται στο τώρα, στο σήμερα. Κι αυτό διότι ναι μεν η εργατική εξουσία καλείται εν τέλει να υλοποιήσει πλήρως αλλά ταυτόχρονα καλείται και να διευρύνει αυτό το πρόγραμμα.
Το ΚΚΕ με την παραπάνω θέση μιλάει για τη νίκη της επανάστασης -στο πρώτο της βήμα, αυτό της ανατροπής της αστικής εξουσίας. Δε λέει κουβέντα για το πώς θα αρχίσει, πώς θα ξεσπάσει η επανάσταση, πώς τελικά θα νικήσει και ποιος θα είναι ο ρόλος του ΚΚΕ σε αυτή την υπόθεση.

Πώς εννοεί άραγε το ΚΚΕ την επανάσταση και πώς αυτή θα ξεσπάσει; Έχει μεγάλη σημασία να δοθεί μια εξήγηση επ’ αυτού. Η σύγχυση παραμένει κυρίαρχος παράγοντας σε όλα τα σοβαρά ζητήματα. Αυτό συμβαίνει και με το ζήτημα της επαναστατικής κατάστασης και της επανάστασης. Η ηγεσία του ΚΚΕ ταυτίζει την επαναστατική κατάσταση με την επαναστατική κρίση, με την επανάσταση καθαυτή. Αυτή η σύγχυση φαίνεται καθαρά απ’ το συμπέρασμα που βγάζει και περιγράφει στα κείμενα του τόμου «Πρόλογος και εισαγωγή του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ, Β’ τόμος 1949-1968’». Στο κείμενο αυτό η ηγεσία του ΚΚΕ κάνει διάφορες εκτιμήσεις τις οποίες «φορτώνει» στον… Β’ τόμο!
«Ο Β’ τόμος του Δοκιμίου εκτιμά ότι στην περίοδο 1949-1956, παρότι η ηγεσία του Κόμματος επιχείρησε να βγάλει συμπεράσματα, δεν κατάφερε να συνειδητοποιήσει τα προβλήματα που υπήρχαν σχετικά με τον προσδιορισμό του χαρακτήρα της επανάστασης και της εξουσίας στη στρατηγική του Κόμματος και σχετικά με την αντικειμενική εκτίμηση του συσχετισμού δυνάμεων κατά την εξέλιξη του απελευθερωτικού αγώνα (1941-1944). Δεν εντόπισε την αδυναμία της ηγεσίας του Κόμματος, το 1944, να κατευθύνει την πάλη στην κατάκτηση της εργατικής εξουσίας, όταν διαμορφώθηκε επαναστατική κατάσταση και αντικειμενικά τέθηκε αυτό το ζήτημα. Τέτοιες συνθήκες διαμορφώθηκαν τις μέρες της απελευθέρωσης από τους Γερμανούς (Οκτώβριος 1944). Τότε δεν υπήρχε ακόμα αστική κυβέρνηση στην Ελλάδα και γενικά ο κρατικός μηχανισμός ήταν σμπαραλιασμένος. Ο βρετανικός στρατός δεν είχε έρθει ακόμα στην Ελλάδα και οι αστικές πολιτικές ηγεσίες είχαν χάσει τη δυνατότητα να χειραγωγούν πλατιές λαϊκές δυνάμεις. Ταυτόχρονα οι κοινωνικοπολιτικές αντιθέσεις ήταν στο έπακρο οξυμένες και το ΕΑΜ με τον ΕΛΑΣ κυριαρχούσαν σχεδόν στο σύνολο της χώρας. Αλλά και στη συνέχεια, όταν η ταξική πάλη πήρε τη μορφή της ένοπλης αναμέτρησης (ΔΣΕ), το ΚΚΕ υστέρησε στο σχεδιασμό και σε πρακτικά ζητήματα της διεξαγωγής της».

Αυτή η λανθασμένη εκτίμηση, για την κατάσταση που διαμορφώθηκε τον Οκτώβρη του ’44 και η οποία ταυτίζει, συγχέει, την επαναστατική κατάσταση με την ίδια την επανάσταση, εξακολουθεί να κυριαρχεί ως τρόπος προσέγγισης και ανάλυσης της κατάστασης απ το ΚΚΕ. Έτσι και σήμερα η Παπαρήγα δεν χάνει την ευκαιρία να μας λέει ότι: «...Βεβαίως μακάρι να πούμε, εμπρός και τώρα να πάρουμε την εξουσία. Να την πάρει η εργατική τάξη. Έχουμε μια συναίσθηση. Ούτε σε επαναστατική κατάσταση είμαστε, ούτε υπάρχει αυτή τη στιγμή αυτός ο συσχετισμός δύναμης».

Η Παπαρήγα όπως και πολλοί άλλοι στην κοινοβουλευτική και εξωκοινοβουλευτική αριστερά, ταυτίζουν την επαναστατική κατάσταση με την επαναστατική κρίση, με την επανάσταση καθαυτή, ξεχνώντας ή παραβλέποντας τα λόγια του Λένιν: «Για ένα μαρξιστή δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επανάσταση είναι αδύνατο να γίνει χωρίς επαναστατική κατάσταση, μα κάθε επαναστατική κατάσταση δεν οδηγεί σε επανάσταση».

Τι κατάσταση είχαμε όμως, τον Οκτώβρη του ’44;
Εκείνη τη στιγμή ήταν ήδη εγκαθιδρυμένη στην Ελλάδα αυτό που ο Λένιν ονόμαζε «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς». Ήταν μια προσωρινή κατάσταση η οποία ενσάρκωνε τη συμμαχία της εργατικής τάξης και ολόκληρης της αγροτιάς. Η κατάσταση αυτή δεν μπορούσε να μονιμοποιηθεί και έπρεπε να μετατραπεί σε εξουσία της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς, δηλαδή έπρεπε να μετατραπεί σε εργατική εξουσία ή να πισωγυρίσει, πράγμα που τελικά έγινε.

Η αστικοδημοκρατική επανάσταση είχε «τελειώσει», είχε πραγματωθεί, με τη «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» και την ίδρυση της ΠΕΕΑ. Το βασικό, αν όχι το μοναδικό, ζήτημα που ήταν να λυθεί στη φάση της αστικοδημοκρατικής επανάστασης, ήταν το ζήτημα της βασιλείας το οποίο λύθηκε με την ίδρυση της κυβέρνησης του βουνού, χωρίς βασιλιά. Δεν χρειαζόταν να έρθει στην πολιτική εξουσία η αστική τάξη για να επικυρώσει αυτή την πραγματικότητα. Η υλοποίηση όσων αστικοδημοκρατικών μεταρρυθμίσεων δεν πρόλαβαν να υλοποιηθούν σε εκείνη τη φάση (πχ χωρισμός εκκλησίας-κράτους, μοίρασμα της εναπομένουσας μισοφεουδαρχικής περιουσίας και των τσιφλικιών, των βακουφιών κλπ) αποτελούσε πλέον καθήκον της εργατικής εξουσίας.

Σύμφωνα με τη μπολσεβίκικη γραμμή του Λένιν: «Η επαναστατική-δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς έχει, όπως καθετί στον κόσμο, παρελθόν και μέλλον. Το παρελθόν της είναι η απολυταρχία, η δουλοπαροικία, η μοναρχία, τα προνόμια. Το μέλλον της είναι ο αγώνας ενάντια στην ατομική ιδιοκτησία, ο αγώνας του μισθωτού εργάτη ενάντια στο αφεντικό, ο αγώνας για το σοσιαλισμό...» (Άπαντα, 5η έκδ., τόμ. 11ος, σελ. 74.)

Η Εθνική Αντίσταση έπρεπε να μετεξελιχθεί σε σοσιαλιστική επανάσταση, να προχωρήσει δηλαδή στο επόμενο νικηφόρο βήμα της επανάστασης. Η επανάσταση που ξεκίνησε ως εθνικοαπελευθερωτική έπρεπε να μετατραπεί σε και να ολοκληρωθεί ως σοσιαλιστική επανάσταση, πραγματώνοντας τον στόχο που τέθηκε, της «γρήγορης μετατροπής σε προλεταριακή-σοσιαλιστική επανάσταση» καθώς και την πολιτική γραμμή του Ζαχαριάδη ότι «έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα του αγώνα του θα είναι μια καινούργια Ελλάδα της δουλειάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ιμπεριαλιστική εξάρτηση, με ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό».

Έπρεπε, δηλαδή, να κάνει αυτό που το κείμενο του ΚΚΕ, περιγράφει ότι έγινε στην Κούβα, όπου: «Κρίκος έναρξης της επαναστατικής διαδικασίας υπήρξε ο εθνικο-ανεξαρτησιακός ένοπλος αγώνας που καταστάλαξε και αντικειμενικά έλυσε το πρόβλημα με τη μετατροπή του σε σοσιαλιστικό».
Για να γίνει αυτό χρειαζόταν μια επαναστατική προλεταριακή δύναμη που θα πρόβαλε τα εργατικά αιτήματα και δεν θα τα υπέτασσε στα μικροαστικά και τα αστικά. Τέτοια δύναμη δεν υπήρχε. Αποδείχθηκε ότι δεν υπήρχε. Εάν υπήρχε, θα έπρεπε να μετατρέψει άμεσα την ΠΕΕΑ από μια «μεταβατική στιγμή» σε μια μεταβατική κυβέρνηση μέχρι την πλήρη απελευθέρωση και τη δημιουργία-ανάδειξη των εργατικών οργάνων τα οποία, μαζί με τα λαϊκά όργανα και τη λαϊκή αυτοδιοίκηση και δικαιοσύνη, θα αναλάμβαναν να υλοποιήσουν και να διευρύνουν το πρόγραμμα της νέας εξουσίας, θα αναλάμβαναν και θα ασκούσαν τα ίδια, το σύνολο της εξουσίας.

Η νέα κυβέρνηση της ΠΕΕΑ, θα έπρεπε να εγκατασταθεί αμέσως στην Αθήνα μιας και «τότε δεν υπήρχε ακόμα αστική κυβέρνηση στην Ελλάδα και γενικά ο κρατικός μηχανισμός ήταν σμπαραλιασμένος», να προχωρήσει στην κρατικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων με εργατικό έλεγχο, να επιβάλει το χωρισμό εκκλησίας-κράτους, το μοίρασμα της εναπομένουσας μισοφεουδαρχικής περιουσίας, των τσιφλικιών, των βακουφιών, στους φτωχούς αγρότες, να ανακηρύξει τον ΕΛΑΣ σε Εθνικό στρατό, να προετοιμάσει το λαό για οποιαδήποτε επέμβαση, κ.λπ. Σε κάθε περίπτωση, η ΠΕΕΑ θα έπρεπε να διακηρύξει ότι όλη η εξουσία ασκείται απ’ τα εργατικά και λαϊκά όργανα.

Αντί όλων αυτών οι κομμουνιστές, το ΚΚΕ, το ΕΑΜ, η ΠΕΕΑ, παρέδωσαν την εξουσία σε μια χώρα που «τότε δεν υπήρχε ακόμα αστική κυβέρνηση στην Ελλάδα και γενικά ο κρατικός μηχανισμός ήταν σμπαραλιασμένος»!
Τότε, που η ηγεσία του ΚΚΕ παρέδωσε την εξουσία, είχε… δίκιο!
Και τώρα, που η ηγεσία του ΚΚΕ δεν θέτει ζήτημα εξουσίας εδώ και τώρα -δεν καταθέτει πρόταση εξόδου απ’ την παρούσα κρίση, πάλι έχει... δίκιο!

Η ηγεσία του ΚΚΕ το '44-'45, εφάρμοσε τη γραμμή αυτών που ο Λένιν ονόμασε «αρχείο για παλιούς μπολσεβίκους» και οι οποίοι επέμεναν ότι η «αστικοδημοκρατική επανάσταση δεν τελείωσε». Η ηγεσία του ΚΚΕ σήμερα, σε περίοδο επαναστατικής κατάστασης, παραπέμπει το καθήκον της επανάστασης στις Ελληνικές καλένδες.

Σήμερα, τα καθήκοντα των κομμουνιστών, στην Ελλάδα, απορρέουν απ’ την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί αντικειμενικά και η οποία συνιστά επαναστατική κατάσταση σύμφωνα με τα λενινιστικά κριτήρια (που περιγράφονται επαρκώς στο βιβλίο «Η χρεοκοπία της ΙΙ Διεθνούς», σελ. 14, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1975), εν τω μέσω μιας μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης η οποία αποτελεί «τη μήτρα της επανάστασης» και με τη χώρα να αποτελεί τον αδύνατο κρίκο στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Από εδώ προκύπτουν τα καθήκοντα των κομμουνιστών και αυτά συνίστανται στο να μετατρέψουν την επαναστατική κατάσταση σε επανάσταση και να σπάσουν τον αδύνατο κρίκο.

Η επαναστατική κατάσταση δημιουργείται από τις αντικειμενικές συνθήκες, χωρίς δηλαδή να χρειάζεται η επίδραση του επαναστατικού πολιτικού υποκειμένου -παρά μόνο για να τη μετατρέψει σε επανάσταση. Χαρακτηριστική στιγμή μιας τέτοιας κατάστασης, ήταν η συγκυρία που βιώσαμε στην Ελλάδα τον Οκτώβρη του 2011 και εκδηλώθηκε με τη 48ωρη απεργία, τις λαϊκές διαμαρτυρίες και τη ματαίωση των παρελάσεων, όπου απαξιώθηκε και κυνηγήθηκε το πολιτικό προσωπικό και αμφισβητήθηκε συνολικά το πολιτικό σύστημα και υπήρξε «κρίση της πολιτικής της κυρίαρχης τάξης που δημιουργεί ρωγμή, απ’ όπου εισχωρεί η δυσαρέσκεια και ο αναβρασμός των καταπιεζομένων τάξεων», εκτός των άλλων παραγόντων που ήταν ήδη διαμορφωμένοι.

Για να είμαστε συνεπείς θα παραθέσουμε, για μία ακόμα φορά, τα σχετικά κριτήρια του Λένιν:
• Αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων να διατηρήσουν σε αναλλοίωτη μορφή την κυριαρχία τους η μια ή άλλη κρίση των «κορυφών», η κρίση της πολιτικής της κυρίαρχης τάξης που δημιουργεί ρωγμή, απ' όπου εισχωρεί η δυσαρέσκεια και ο αναβρασμός των καταπιεζομένων τάξεων. • Επιδείνωση, μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη, της ανέχειας και της αθλιότητας των καταπιεζομένων τάξεων. • Σημαντικό ανέβασμα για τους παραπάνω λόγους της δραστηριότητας των μαζών, που σε «ειρηνική» εποχή αφήνουν να «τις ληστεύουν ήσυχα, ενώ σε καιρούς θύελλας τραβιούνται τόσο απ' όλες τις συνθήκες της κρίσης, όσο και από τις ίδιες τις «κορυφές», σε αυτοτελή ιστορική δράση».
(Λένιν, «Η χρεοκοπία της ΙΙ Διεθνούς». σελ. 14, εκδ. Σύγχρονη Εποχή 1975).

«Χωρίς αυτές τις αντικειμενικές αλλαγές» έλεγε ο Λένιν, «που δεν εξαρτούνται ούτε απ’ τη θέληση ορισμένων χωριστών ομάδων και κομμάτων, μα ούτε και από τη θέληση ορισμένων χωριστών τάξεων, η επανάσταση είναι, κατά γενικό κανόνα, αδύνατη. Το σύνολο αυτών των αντικειμενικών αλλαγών είναι εκείνο που ονομάζεται επαναστατική κατάσταση».

(Κάποιοι σύντροφοι, μη βλέποντας τις κορυφές να τραβάνε τις μάζες σε αυτοτελή δράση, εκφράζουν τις επιφυλάξεις τους σχετικά με την παράμετρο που λέει ότι οι μάζες «...τραβιούνται τόσο απ' όλες τις συνθήκες της κρίσης, όσο και από τις ίδιες τις «κορυφές», σε αυτοτελή ιστορική δράση…».
Στις παραμονές της σοσιαλιστικής επανάστασης σε τι είδους «αυτοτελή δράση» θα μπορούσε «η κορυφή», η αστική τάξη, να τραβήξει τις μάζες, πέρα απ το κάλεσμα σε υποστήριξη των επιλογών της, του Μνημονίου, του Ευρώ και της Ε.Ε; Είναι άραγε διατεθειμένες οι μάζες να κινητοποιηθούν, να «τραβηχτούν» σε τέτοιου είδους «αυτοτελή ιστορική δράση»;

Η αστική τάξη θα μπορούσε να τραβήξει τις μάζες σε «αυτοτελή ιστορική δράση» στην περίπτωση μιας πολεμικής σύρραξης, επικαλούμενη το σύνθημα, «υπέρ βωμών και εστιών». Όχι όμως σήμερα. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο, το ενδεχόμενο ενός πολέμου, δεν είναι προϊόν φαντασίας, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης. Η συζήτηση που διεξάγεται στο ΚΚΕ και η γραμμή της εργατικής τάξης σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αποτελεί κρίσιμο ζήτημα. Δεν χρειάζεται όμως να περιμένει κάποιος μια τέτοια κατάσταση για να δράσει για την επανάσταση. Η καπιταλιστική κρίση έχει ήδη δημιουργήσει αντίστοιχες με τον πόλεμο συνθήκες, έχει δημιουργήσει επαναστατική κατάσταση).

Η απάντηση της αστικής τάξης στην επαναστατική κατάσταση που δημιουργήθηκε, ήταν η κοινοβουλευτική χούντα της συγκυβέρνησης ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ, για να αλλάξει αυτή την κατάσταση, να αποτρέψει τη μετατροπή της σε εξέγερση και επανάσταση. Αντί όμως να θέσει ως στόχο την επανάσταση, η ηγεσία του ΚΚΕ φρόντισε να ξεστρατίσει το κίνημα απ’ το στόχο κι επιπλέον φρόντισε, ξανά σε ανύποπτο χρόνο, να καλύψει ιδεολογικά αυτό το ξεστράτισμα.
Διαβάζουμε στα κείμενα της ιδεολογικής επιτροπής του ΚΚΕ: «Σημείωνε ο Λένιν στις «Θέσεις για το ΙΙ Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς», σε σχέση με το ζήτημα της άμεσης γενικής προετοιμασίας για τη δικτατορία του προλεταριάτου: “Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της στιγμής που περνάμε ως προς την ανάπτυξη του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος είναι το γεγονός ότι στην τεράστια πλειοψηφία των καπιταλιστικών χωρών δεν έχει τελειώσει -και πολύ συχνά ούτε και έχει αρχίσει συστηματικά- η προετοιμασία του προλεταριάτου για την επιβολή της δικτατορίας του. Απ’ αυτό δε βγαίνει πως η προλεταριακή επανάσταση είναι αδύνατη στο πιο κοντινό μέλλον. Είναι πέρα για πέρα δυνατή γιατί όλη η οικονομική και πολιτική κατάσταση είναι εξαιρετικά πλούσια σε εύφλεκτες ύλες και αφορμές για την ανάφλεξή τους (...) Απ’ όσα λέχθηκαν βγαίνει το συμπέρασμα πως το καθήκον της στιγμής για τα Κομμουνιστικά Κόμματα σήμερα δεν είναι να επιταχύνουν την επανάσταση αλλά να εντείνουν την προετοιμασία του προλεταριάτου”.»

Με βάση το παραπάνω απόσπασμα, παρμένο από τις «Θέσεις για το ΙΙ Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς», η Κ.Ε. του ΚΚΕ οδηγείτε στο συμπέρασμα ότι: «… Η επικαιρότητα των θέσεων της λενινιστικής επεξεργασίας της επαναστατικής πολιτικής συνίσταται στο γεγονός ότι -παρά τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί σε σχέση με τις δυο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα- διανύουμε την ίδια ιστορική εποχή. Ως καθήκον για το ΚΚ μπαίνει αυτό της «γενικής προετοιμασίας του προλεταριάτου» για τη σοσιαλιστική επανάσταση…».
(Κείμενο της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ, που δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη σε 8 μέρη, στα τέλη του 2008. Το απόσπασμα που παραθέτουμε είναι απ το 8ο μέρος).

Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι καταλυτικό: το καθήκον της στιγμής για τα Κομμουνιστικά Κόμματα σήμερα δεν είναι να επιταχύνουν την επανάσταση και συνεπώς σε κάθε περίπτωση -όποια και αν είναι η συγκυρία στην ταξική πάλη- δεν χρειάζεται να ασχοληθούν με την επανάσταση!

Αβίαστα η Κ.Ε του ΚΚΕ φτάνει στο συμπέρασμα ότι: «Ως καθήκον για το ΚΚ μπαίνει αυτό της «γενικής προετοιμασίας του προλεταριάτου» για τη σοσιαλιστική επανάσταση». Δεν έχει καμία απολύτως σημασία για την ηγεσία του ΚΚΕ, σε πια στιγμή ειπώθηκαν αυτές οι λέξεις και τέθηκαν αυτά τα καθήκοντα από την Κομμουνιστική Διεθνή.

Το 2ο Συνέδριο της Γ’ Διεθνούς, έγινε το 1920, όταν η επανάσταση στη Γερμανία είχε ηττηθεί, όπως είχε ηττηθεί και στην Ουγγαρία. Σε μια περίοδο που έπρεπε να γίνει μια σχετικά μακρόχρονη δουλειά με την πολιτική του ενιαίου εργατικού μετώπου και γι’ αυτό τότε, «το καθήκον της στιγμής για τα Κομμουνιστικά Κόμματα» δεν ήταν «να επιταχύνουν την επανάσταση αλλά να εντείνουν την προετοιμασία του προλεταριάτου».

Η Κ.Ε. του ΚΚΕ παραβλέπει επίσης το ότι «...Απ’ αυτό δε βγαίνει πως η προλεταριακή επανάσταση είναι αδύνατη στο πιο κοντινό μέλλον. Είναι πέρα για πέρα δυνατή γιατί όλη η οικονομική και πολιτική κατάσταση είναι εξαιρετικά πλούσια σε εύφλεκτες ύλες και αφορμές για την ανάφλεξή τους (...)».
Κι έτσι αρνείται να αναλύσει παραπέρα πια είναι η δυνατότητα της επανάστασης με βάση την κοινωνική και πολιτική συγκυρία. Δεν την απασχόλησε ότι ζούμε σε περίοδο της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης, η οποία είχε εκδηλωθεί στην Ελλάδα από το 2007 στις κατασκευές ως προάγγελος και συνολικά το 2008 και ότι για τον Μαρξ «η καπιταλιστική κρίση αποτελεί τη μήτρα της επανάστασης». Δεν την απασχολεί ότι η τα τελευταία δύο χρόνια η κρίση δυναμιτίζει τις ταξικές αντιθέσεις και οδηγεί μαζικά τις εκμεταλλευόμενες τάξεις στην οικονομική και πολιτική πάλη. Δεν συνδέει τη μαζική αμφισβήτηση του αστικού πολιτικού συστήματος από την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα με τη διαμόρφωση επαναστατικής κατάστασης στη χώρα μας. Δεν διαβλέπει ότι δύο στρατηγικές για τη διέξοδο της χώρας από την κρίση η εργατική-επαναστατική και η αστική-αντιδραστική τίθενται εκ των πραγμάτων και ότι αυτό είναι δυνατό να κατανοηθεί από το σύνολο του ελληνικού λαού. Γενικά δεν βλέπει τα σημεία της επαναστατικής κατάστασης και δεν θεωρεί ότι χρειάζεται να αναπτύξει οποιαδήποτε τακτική που θα οδηγεί από την επαναστατική κατάσταση στο ξέσπασμα και τη νίκη της επανάστασης.
Η Κ.Ε. του ΚΚΕ λέει στους κομμουνιστές ότι τα άμεσα καθήκοντά τους «δεν είναι να επιταχύνουν την επανάσταση αλλά να εντείνουν την προετοιμασία του προλεταριάτου»! Αυτό το πράγμα μας δείχνει πως ολοκληρωμένα η ηγεσία του ΚΚΕ συντονίζει θεωρητικές-πολιτικές-οργανωτικές θέσεις και πράξεις για να εξυπηρετήσει την παρεμπόδιση της επανάστασης σε κάθε συγκυρία. Είτε διότι δεν μπόρεσε να αποκτήσει, να κατανοήσει, να κατακτήσει την επαναστατική γραμμή, είτε διότι δεν μπόρεσαν να κυριαρχήσουν τα προλεταριακά στοιχεία στις γραμμές του, το αποτέλεσμα παραμένει ίδιο: το ΚΚΕ δεν συμβάλει στο ξέσπασμα και πολύ περισσότερο στη νίκη της προλεταριακής, της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Στην περίοδο του ’30 η επαναστατική γραμμή ήταν αντιγραφή και δεν ήταν εμπεδωμένη στις γραμμές του, πράγμα που εμπόδισε το προχώρημα της επανάστασης στα χρόνια 44-45. Μετά τη μεταπολίτευση, επέδρασαν και άλλοι ανασχετικοί παράγοντες: «…ωρίμασε ένα ολόκληρο στρώμα από κοινοβουλευτικούς άνδρες, δημοσιογράφους, υπαλλήλους του εργατικού κινήματος, προνομιούχους υπαλλήλους και ορισμένες κατηγορίες του προλεταριάτου, στρώμα που αναπτύχθηκε σαν ένα σώμα με την εθνική κεφαλαιοκρατία που και η κεφαλαιοκρατία αυτή ήξερε να το εκτιμήσει όσο το δυνατόν καλύτερα και να το «προσαρμόσει» στον εαυτό της…».
(«Η χρεοκοπία της ΙΙ Διεθνούς», σελ. 53, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1975)

Η κρατική χρηματοδότηση, η εξάρτηση δηλαδή απ’ το αστικό κράτος, η οικοδόμηση ενός γραφειοκρατικού μηχανισμού με επαγγελματικά και συνδικαλιστικά στελέχη που έχουν ξεκόψει πλήρως και από χρόνια απ την παραγωγή και μια σειρά άλλοι παράγοντες, όπως πχ η αίτηση υπαγωγής επιχειρήσεών του, οι οποίες είχαν χρηματοδοτηθεί απ το κράτος, στο άρθρο 99 και η αποδοχή, η μη, της αίτησης απ το κράτος, έχουν επιδράσει πολύ βαθιά στο σώμα του, στο κομματικό σώμα, που η υποβάθμιση του Ελλαδικού καπιταλισμού στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, μόνο υποχωρήσεις μπορεί να επιφέρει για τη διάσωση αυτών των προνομίων, προκειμένου να διασωθεί και να διαιωνιστεί ο μηχανισμός.

Το πιο σημαντικό, απ την άποψη της γραμμής, της τελευταίας περιόδου, είναι ότι έχει γίνει στροφή 180 μοιρών στην στρατηγική του ΚΚΕ. Από την επιμονή σε στάδιο αστικοδημοκρατικό, στην άμεση μετάβαση στο σοσιαλισμό! Από τη αστικο-ρεφορμιστική γραμμή στη μικροαστικο-σεχταριστική.

Η ουσία όμως, είναι η ίδια ως προς την επανάσταση: δεν είναι η ώρα. Αλλά είναι εντυπωσιακό ότι αυτή η στροφή γίνεται τώρα -και μετά από δεκαετίες θεωριών των σταδίων- που είναι ανοικτό το ζήτημα πλατιών κοινωνικών συμμαχιών με πεδίο όλο το λαό και ανάγκη οι πολιτικές συμμαχίες για το ενιαίο μέτωπο! Το βασικό συμπέρασμα που πρέπει να εξάγουμε απ’ τα παραπάνω, είναι ότι πρόκειται για συνολική ιδεολογικο-πολιτική αντίληψη που εκφράζει, εν κατακλείδι, τον ψευτο-επαναστάτη μικροαστό εντός του συστήματος, ο οποίος δήθεν ονειρεύεται ένα άλλο σύστημα, αλλά μόνο γκρινιάζει σε αυτό το σύστημα και ζητιανεύει κάποιες μικροβελτιώσεις.

Το ΚΚΕ αρνείται κάθε κυβέρνηση σήμερα, άρα και την εργατική κυβέρνηση, διότι κρίνει με βάση τη λαθεμένη θέση του προγράμματός του, την οποία από την άλλη έχει ήδη αναιρέσει, όπως προείπαμε. Έτσι δεν μπορεί να υιοθετήσει τη σωστή επαναστατική ταχτική της Γ’ Διεθνούς για την εργατική κυβέρνηση. Καταθέτει όμως ένα πρόγραμμα το οποίο αντιστοιχεί στην εργατική κυβέρνηση!
Η άρνηση αυτή του ΚΚΕ αποδεικνύεται-επιβεβαιώνεται από την ομιλία της Παπαρήγα στο Σπόρτιγκ, τη Δευτέρα 3/10/2011, στην οποία είπε: «… Προσέξτε, εμείς λέμε το εξής πράγμα: Βεβαίως σήμερα χρειάζεται ανεβασμένες μορφές πάλης, προωθημένα αιτήματα αλλά ενταγμένα μέσα σε μια πολιτική ρήξης και διεκδίκησης άλλης εξουσίας όχι άλλης κυβέρνησης…».
Όσο λάθος είναι όμως να ταυτίζουμε μια κυβέρνηση με το συνολικό σύστημα εξουσίας, άλλο τόσο λάθος είναι να την αποσυνδέουμε, ιδιαίτερα στην περίοδο που κυριαρχεί ακόμα η κοινοβουλευτική πολιτική πάλη.

Στην κατεύθυνση δημιουργικής επικαιροποίησης στις σημερινές συνθήκες των επεξεργασιών της Γ’ Διεθνούς του Λένιν, βρίσκονται οι αποφάσεις της κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ που λένε ότι: «...Η επιδιωκόμενη εργατική κυβέρνηση μέσα στις τρέχουσες συνθήκες μιας σχετικής κοινοβουλευτικής ομαλότητας, δε θα είναι ένα βήμα προς την επανάσταση αλλά το πρώτο βήμα της επανάστασης. Θα είναι ή η θεσμική έναρξη της επανάστασης από τις ηγεμονικές επαναστατικές πολιτικές δυνάμεις ή η θεσμική ήττα της επανάστασης και των επαναστατικών πολιτικών δυνάμεων από τις ρεφορμιστικές δυνάμεις και τη φίλιά τους αστική τάξη, οπότε θα πρέπει να ανατραπεί. Τα συνθήματα όμως του ενιαίου πολιτικού εργατικού μετώπου και της εργατικής κυβέρνησης, στο βαθμό που συσπειρώνουν την εργατική τάξη και τους εργαζόμενους μικροαστούς και στο βαθμό που με τη δουλειά των επαναστατικών εργατικών δυνάμεων διασκορπίζουν τις ρεφορμιστικές αυταπάτες της εργατικής τάξης, μπορούν να εκμαιεύσουν το σχηματισμό μιας επαναστατικής εργατικής κυβέρνησης η οποία θ’ αποτελέσει αφετηρία της προλεταριακής επανάστασης, «μια σημαντική αφετηρία για την κατάκτηση της δικτατορίας του προλεταριάτου», όπως επισημαίνει και η σχετική απόφαση του 4ου συνεδρίου της 3ης Διεθνούς…».
(Απόφαση της 3ης Συνδιάσκεψης της κομμουνιστικής οργάνωσης ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ).

Μ’ αυτό τον θετικό και επαναστατικό τρόπο μπορούμε να εξηγήσουμε τα πράγματα και να δώσουμε ώθηση στην ίδια την επανάσταση και όχι με τα διαρκή λάθη και τις αντιμαρξιστικές προσεγγίσεις, οι οποίες οδηγούν σε ένα πλήρες πολιτικό αδιέξοδο τις δυνάμεις που είναι οργανωμένες ή βρίσκονται στην επιρροή του ΚΚΕ, και κατ’ επέκταση σπρώχνουν σε αδιέξοδο και το ίδιο το μαζικό εργατικό και λαϊκό κίνημα.

Αυτή η πολιτική του ΚΚΕ, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο που δίνει στην εργατική-λαϊκή εξουσία και οικονομία του, δεν βρίσκει απήχηση στην εργατική τάξη ούτε επιτρέπει πολιτικές συμμαχίες, διότι το ΚΚΕ κρίνει τους δυνητικά συμμάχους με βάση τη διαπίστωση που λέει ότι «…ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό δεν μεσολαβεί κάποιο ενδιάμεσο κοινωνικοοικονομικό σύστημα…», χωρίς την απαραίτητη διευκρίνηση της μεταβατικής περιόδου και χωρίς επαναστατική ταχτική, άρα οι σύμμαχοι του ΚΚΕ μπορούν να υπάρξουν μόνο στο βαθμό που αποδέχονται το στόχο που θέτει, δηλαδή, το άμεσο πέρασμα στο σοσιαλισμό.

Αυτό προκύπτει επίσης και απ’ την ομιλία της Αλέκας Παπαρήγα στο Σπόρτιγκ τη Δευτέρα 3/10/11, όπως έγραψε ο Ριζοσπάστης, της 4/10/11. «Μακάρι σήμερα, στην Ελλάδα και στο πολιτικό επίπεδο να υπήρχαν και άλλες δυνάμεις, που μπορεί να μην είχαν πανομοιότυπες θέσεις με τις δικές μας, αλλά να είχαν αποφασίσει, αυτό που λένε το «κατά του καπιταλισμού» να συνοδεύεται από μια πολιτική ρήξης και ανατροπής. Πολιτική ρήξης και ανατροπής αυτού του συστήματος, δυστυχώς θα έλεγα, στην Ελλάδα έχει μόνο το ΚΚΕ. Οι άλλοι, στο όνομα του ρεαλισμού, στο όνομα της «δευτέρας παρουσίας», είναι αντικαπιταλιστές στα λόγια και στην πράξη έχουν έναν ακτιβισμό, πιάνονται από την επικαιρότητα, αλλά η επικαιρότητα δεν μπορεί να σου λύσει τα προβλήματα αν δεν έχεις καθαρό πού πας».

Αυτό το λανθασμένο συμπέρασμα του ΚΚΕ ερμηνεύουν ακόμα πιο λανθασμένα κάποια μέλη του και ένας στενός του περίγυρος και φτάνουν με τη σειρά τους επίσης σε αδιέξοδα και λανθασμένα συμπεράσματα, στα οποία τους ωθεί η εκπεφρασμένη άποψη της ηγεσίας του ΚΚΕ και της Παπαρήγα στην πανευρωπαϊκή συνάντηση κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων στις Βρυξέλες, στις 11/4/2011, την οποία επανέλαβε στη συνάντηση με το ΚΚ Τουρκίας στις 29/1/2012, που λέει ότι: «Το ότι δεν είναι στην ημερήσια διάταξη η σοσιαλιστική κοινωνική επανάσταση, δεν σημαίνει ότι αντικειμενικά δεν τίθεται ζήτημα αναγκαιότητας του σοσιαλισμού από την πλευρά του εργατικού κινήματος, ως απάντηση του ξεπερασμένου καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης».

Κάποια μέλη και επιρροές του ΚΚΕ λοιπόν, παίρνοντας τις μετρητοίς όλα αυτά και βλέποντας το πολιτικό αδιέξοδο, φτάνουν στο συμπέρασμα ότι «σήμερα δεν μπορεί να γίνει σοσιαλιστική επανάσταση, άρα το ΚΚΕ κάτι άλλο πρέπει να προτείνει ως απάντηση στην καπιταλιστική κρίση». Αυτή η πολιτική του ΚΚΕ θα στείλει κόσμο στο σπίτι, διότι είναι αδιέξοδη, θα στείλει ψηφοφόρους στο ΣΥΡΙΖΑ και σε άλλες δυνάμεις που προτείνουν «κάτι άλλο» μπροστά στο «ανέφικτο» της επανάστασης, θα δημιουργήσει «Ταλιμπάν», οι οποίοι βλέπουν και θα βλέπουν διαρκώς γύρω τους εχθρούς, πράκτορες, ρεφορμιστές, οπορτουνιστές, πουλημένους κτλ. Όχι ότι δεν υπάρχουν τέτοιοι. Δεν υπάρχουν όμως σίγουρα στο βαθμό που τους βλέπει το ΚΚΕ.

Ακριβώς αυτή η πολιτική συνιστά το μείγμα ρεφορμισμού-οπορτουνισμού και σεχταρισμού, εφόσον η ηγεσία του ΚΚΕ εκτιμά ότι: «...δεν είναι η περίοδος εκείνη που μπορείς να διεκδικείς και να αποσπάσεις μέτρα. Βεβαίως, μπορείς ορισμένα πράγματα να τα δυσκολεύεις. Γι’ αυτό το ΚΚΕ παλεύει για να δυσκολέψει, για να κερδίσουμε ακόμη και χρόνο να μην περάσουν κάποια μέτρα...» μιας και «...Αυτό που λέμε εμείς (σ.σ. η λαϊκή εξουσία και οικονομία) αυτή τη στιγμή δεν είναι δυνατόν να γίνει γιατί λείπει ο υποκειμενικός παράγοντας, λείπει το ισχυρό κίνημα...» (απόσπασμα απ’ την ομιλία της Παπαρήγα στο Μενίδι. Ριζοσπάστης, Τρίτη 13 Δεκέμβρη 2011) και διότι δεν υπάρχουν στην Ελλάδα δυνάμεις που να θέτουν ως στόχο, συμπληρώνουμε εμείς, όπως η ηγεσία του ΚΚΕ, το άμεσο πέρασμα στο σοσιαλισμό!

Όπως τονίζουμε και σε προηγούμενο άρθρο, αυτή η ρεφορμιστική, η σεχταριστική και αδιέξοδη πολιτική θα οδηγήσει το κίνημα σε συνολικό στραπάτσο διότι εκτός των άλλων, σε περίοδο βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης, μέση λύση δεν υπάρχει. Ή, η εργατική τάξη θα ανατρέψει τους καπιταλιστές, τον καπιταλισμό, ή, οι καπιταλιστές θα συντρίψουν κυριολεκτικά την εργατική τάξη, θα τσακίσουν και θα συρρικνώσουν δραματικά τα δικαιώματα, τις κατακτήσεις , τις οργανώσεις της.

Αυτή την προοπτική δεν μπορεί να την αλλάξει, δεν πρόκειται να μετριάσει την επίθεση η διαπίστωση της Παπαρήγα και της ηγεσίας του ΚΚΕ που λέει ότι: «...Εμείς λέμε ότι στο κίνημα πρέπει να συγκεντρώνεις δυνάμεις σε αυτό το στόχο.(σ.σ. στο στόχο της λαϊκής εξουσίας και οικονομίας) Ε, αυτό το κίνημα μπορεί να ματαιώσει και ορισμένα μέτρα. Να έχουν τον φόβο. Δεν ακούτε τι λένε; ‘Κοινωνική έκρηξη’. Τότε μπορεί να τους δυσκολέψεις, όταν ξέρουν ότι στόχος είναι η ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων».

Ο στόχος της ανατροπής των μονοπωλίων δεν μπορεί να λειτουργήσει και να φέρει αποτελέσματα, ως πολιτική μπλόφα. Διότι περί μπλόφας πρόκειται όταν συνοδεύεται από το συμπέρασμα της ηγεσίας του ΚΚΕ, ότι: «Βεβαίως μακάρι να πούμε, εμπρός και τώρα να πάρουμε την εξουσία. Να την πάρει η εργατική τάξη. Έχουμε μια συναίσθηση. Ούτε σε επαναστατική κατάσταση είμαστε, ούτε υπάρχει αυτή τη στιγμή αυτός ο συσχετισμός δύναμης».

Οι αστοί ξέρουν γράμματα, ξέρουν να διαβάζουν και καταλαβαίνουν πολύ καλά πως καμιά αξιόλογη δύναμη της αριστεράς, με σχετικά μαζική επιρροή, δεν αμφισβητεί πραγματικά, εδώ και τώρα, τον καπιταλισμό και δεν παλεύει για την ανατροπή του. Οι δυνάμεις της αριστεράς, στην πλειοψηφία τους, περιορίζονται σε ένα «κλασσικό» τρειντγιουνισμό και οικονομισμό.
Γνωρίζοντας αυτό οι αστοί καταλαβαίνουν απόλυτα ότι «...το ΚΚΕ παλεύει για να δυσκολέψει, για να κερδίσουμε ακόμη και χρόνο να μην περάσουν κάποια μέτρα», καταλαβαίνουν επίσης ότι η πλειοψηφία της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς παλεύει, στο όριο και στο πλαίσιο ενός «αγωνιστικού μετώπου για την ανατροπή της επίθεσης». Αυτό τους κάνει να κοιμούνται ήσυχοι, από την πλευρά της αριστεράς στην οποία αναφερόμαστε. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι η απειλή της «ανατροπής της εξουσίας των μονοπωλίων», αποτελεί μια μεγάλη μπλόφα και γι’ αυτό δεν πρόκειται να κάνουν ούτε βήμα πίσω, δεν πρόκειται να κάνουν καμιά σοβαρή παραχώρηση εφόσον δεν νιώθουν ότι κινδυνεύουν.

Η διέξοδος απ’ αυτή την αδιέξοδη πολιτική, βρίσκεται στην αναγνώριση απ’ τους κομμουνιστές των καθηκόντων που προκύπτουν από τη συγκυρία της κρίσης. Οι κομμουνιστές πρέπει να προτάξουν, εδώ και τώρα, πρόταση διεξόδου απ’ την παρούσα καπιταλιστική κρίση, πρόταση εξουσίας απ’ τη σκοπιά της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Αντί να αφήνουν τους Σοσιαλδημοκράτες και τους ευρωπαϊστές να έχουν την πρωτοβουλία των κινήσεων και να κάνουν επιθέσεις φιλίας και συνεργασίας με πρόγραμμα που δεν αντιστοιχεί στα εργατικά συμφέροντα και δεν αποτελεί την εργατική απάντηση στην κρίση και οι κομμουνιστές να απολογούνται, πρέπει οι κομμουνιστές να αναλάβουν την πρωτοβουλία και να καλέσουν σε ενιαίο εργατικό μέτωπο για την εργατική διέξοδο απ την κρίση, με συγκεκριμένη πρόταση εξουσίας.

Η πρόταση αυτή συμπυκνώνεται στο σύνθημα «εργατική κυβέρνηση» η οποία μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία της επανάστασης, το δρόμο για την εργατική εξουσία. Η εργατική κυβέρνηση στηριγμένη στο εργατικό και λαϊκό κίνημα, μπορεί να πραγματωθεί από ένα ενιαίο μέτωπο όλων των πολιτικών δυνάμεων που έχουν αναφορά στην εργατική τάξη, με ένα πρόγραμμα που θα απαντάει στις ανάγκες του εργαζόμενου και εκμεταλλευόμενου λαού και να ξεκινήσει την υλοποίηση ενός προγράμματος το οποίο, όπως προείπαμε, υπάρχει:

• Μονομερής διαγραφή του δημόσιου χρέους έκτος αυτού προς τα ασφαλιστικά ταμεία. Να χάσουν τα κεφάλαια τους οι εγχώριοι και διεθνείς τοκογλύφοι αντί να ληστευθεί η εργατική τάξη και τα εργαζόμενα στρώματα για να πληρωθούν οι απαιτήσεις των καπιταλιστών. Κανένα νέο δάνειο, καμιά επιπλέον δόση από προηγούμενο δάνειο δεν πρέπει να δεχτούμε ως χώρα, διότι κάθε δόση και κάθε δάνειο σφίγγει ακόμα περισσότερο τη θηλιά στο λαιμό του λαού.

 • Διαγραφή των χρεών των εργατικών οικογενειών και των φτωχών αγροτών, των αυτό-απασχολουμένων και των επαγγελματιών που προλεταριοποιούνται. • Ρύθμιση των χρεών των εργαζόμενων επαγγελματιών. 

• Έξοδος από την ΟΝΕ την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ. • Κρατικοποίηση των τραπεζών, των μεγάλων επιχειρήσεων και των οργανισμών κοινής ωφέλειας χωρίς αποζημίωση και με εργατικό έλεγχο.

 • Χωρισμός κράτους-εκκλησίας. Δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας.

 • Απαγόρευσή των απολύσεων-αυξήσεις στους μισθούς-μείωση του χρόνου εργασίας-Δουλειά για όλους. Ικανοποίηση των αιτημάτων του εργατικού και αγροτικού συνδικαλιστικού κινήματος. 

• Τιμωρία όλων όσων εμπλέκονται σε πράξεις βίας ενάντια στο κίνημα, όσων ευθύνονται για τη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος, την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, την εκχώρηση πόρων και κυριαρχίας της χώρας.

Πρέπει να εξηγήσουμε επίσης στους εργαζόμενους ότι η υλοποίηση του μεταβατικού προγράμματος πηγαίνει χέρι-χέρι με την πολιτειακή αναδιάρθρωση της χώρας, με την αλλαγή του συντάγματος και την ανασυγκρότηση του πολιτικού σώματος και των πολιτειακών θεσμών με βάση τις πολιτειακές αρχές της εργατικής δημοκρατίας. Ακόμα και οι αστικού τύπου αλλαγές, όπως ο χωρισμός της Εκκλησίας από το κράτος, απαιτούν αναθεώρηση του ισχύοντος συντάγματος.

Η ανάληψη πρωτοβουλίας για την οικοδόμηση πολιτικού μετώπου, για την υλοποίηση του προγράμματος από θέση εξουσίας, θα προκαλέσει σοβαρές πολιτικές εξελίξεις και διασπάσεις στο σύνολο των πολιτικών δυνάμεων, θα διασπάσει το ΣΥΡΙΖΑ απ τους ευρωπαϊστές, θα αναγκάσει την εξωκοινοβουλευτική αριστερά να πάρει σαφή θέση στο ζήτημα της εξουσίας. Σε κάθε περίπτωση μια τέτοια κίνηση, θα αναπτερώσει το ηθικό των αγωνιζόμενων, θα δώσει ελπίδα στην κοινωνία, θα προκαλέσει εργατική και λαϊκή εφορία και ενθουσιασμό, θα δημιουργήσει συνθήκες απόσπασης καταχτήσεων.

Οι επεξεργασίες της Γ’ Διεθνούς του Λένιν για το ενιαίο εργατικό μέτωπο και την εργατική κυβέρνηση, παραμένουν επίκαιρες και χρειάζεται να τις επαναδιατυπώσουμε δημιουργικά και να τις αξιοποιήσουμε στην πράξη. Στο 2ο συνέδριο, το 1920, στο 3ο, το 1921 και στο 4ο το 1922, η Γ’ Διεθνής επεξεργάστηκε αυτή τη γραμμή, τη διακήρυξε προς ολόκληρη την εργατική τάξη και την κατέστησε γραμμή των κομμουνιστών.

Το 4ο συνέδριο επίσης, υιοθέτησε τα μεταβατικά αιτήματα και την προβολή τους από τα κομμουνιστικά κόμματα. Λόγω της διαμάχης που υπήρχε πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, επειδή κάποιοι κομμουνιστές, Γερμανοί κυρίως, θεωρούσαν ρεφορμισμό την προβολή τους, η Σοβιετική αντιπροσωπεία εξέδωσε δήλωση η οποία υπογραφόταν από τους Λένιν, Τρότσκι, Ζηνόβιεφ, Ράντεκ και Μπουχάριν και η οποία έλεγε: «Η ρώσικη αντιπροσωπεία δηλώνει ομόφωνα, ότι, η ένταξη των μεταβατικών αιτημάτων στα προγράμματα των εθνικών τμημάτων της Διεθνούς, τόσο η γενική διατύπωσή τους στο ειδικό, όσο και η θεωρητική τους τεκμηρίωση στο γενικό τμήμα του προγράμματος, δεν μπορεί να θεωρηθεί οπορτουνισμός». (το απόσπασμα είναι απ’ το άρθρο του Kώστα Mπατίκα «Μεταβατική περίοδος και μέτρα μετάβασης στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό» που αναδημοσιεύτηκε στο τεύχος 34-35 του περιοδικού ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ).

Για το Λένιν, «το ενιαίο εργατικό μέτωπο είναι η ενότητα των πλατιών εργατικών μαζών με βάση τα καθημερινά τους προβλήματα ενάντια στον καπιταλισμό. Είναι μια τακτική για την απελευθέρωση των εργατικών μαζών από την αστική επιρροή και το κέρδισμά τους με τις θέσεις της επανάστασης και του κομμουνισμού. Δεν πρόκειται εδώ για την ενότητα των συνειδητών εργατών. Αυτό είναι άλλο ζήτημα, είναι ενότητα κομματική, είναι η ενότητα των Κομμουνιστών».

Σύμφωνα επίσης με τις αποφάσεις της Γ’ Διεθνούς: «Ενιαίο μέτωπο σημαίνει ότι είμαστε έτοιμοι να αγωνιστούμε ενάντια στους καπιταλιστές και τον καπιταλισμό από κοινού με όλους τους εργάτες (σοσιαλδημοκράτες, αναρχοσυνδικαλιστές, χριστιανοκοινωνιστές κλπ.) στον καθημερινό αγώνα για το ψωμί, ενάντια στις περικοπές των μισθών και την κατάργηση του οκταώρου... Κάθε αγώνας, ακόμη και για την πιο μικρή καθημερινή διεκδίκηση αποτελεί τη βάση για την επαναστατική διαπαιδαγώγηση και η αγωνιστική εμπειρία είναι αυτή που θα δείξει στους εργάτες το αναπόφευκτο της επανάστασης και τη σημασία του κομμουνισμού. Η πραγματική επιτυχία της τακτικής του ενιαίου μετώπου θα αναπηδήσει φυσικά από την ενότητα δράσης από τα κάτω. Γι’ αυτό όμως οι κομμουνιστές πρέπει να ανεχθούν ότι κάποιες φορές θα είναι αναγκασμένοι να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι με τους προδότες ηγέτες».

Σύμφωνα επίσης με την απόφαση του 4ου Συνεδρίου της Γ’ Διεθνούς σχετικά με την εργατική κυβέρνηση: «...Οι κομμουνιστές είναι πρόθυμοι επίσης να συμπορευτούν με κείνους τους εργάτες οι οποίοι δεν έχουν ακόμη αντιληφθεί την αναγκαιότητα της δικτατορίας του προλεταριάτου. Οι κομμουνιστές είναι επίσης πρόθυμοι, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις και με ορισμένες εγγυήσεις, να υποστηρίξουν μια μη καθαρά κομμουνιστική, και μάλιστα ακόμα και μιαν απλώς φαινομενική εργατική κυβέρνηση, μόνο στο μέτρο φυσικά που αυτή αντιπροσωπεύει εργατικά συμφέροντα. Οι κομμουνιστές όμως με τρόπο πειστικό εξηγούν το ίδιο ανοιχτά στην εργατιά ότι χωρίς τον επαναστατικό αγώνα κατά της αστικής τάξης δεν είναι δυνατή ούτε η ανάδειξη ούτε η εδραίωση μιας πραγματικής εργατικής κυβέρνησης. Ως πραγματική εργατική κυβέρνηση μπορεί και πρέπει να θεωρείται μόνο μια κυβέρνηση που είναι αποφασισμένη ν’ αναλάβει στα σοβαρά τον αγώνα κατά της αστικής τάξης για την πραγμάτωση τουλάχιστον των σημαντικότερων καθημερινών αιτημάτων των εργατών. Μόνο σε μια τέτοια εργατική κυβέρνηση μπορούν να συμμετέχουν οι κομμουνιστές...».
(πρόκειται για μετάφραση του 11ου κεφαλαίου της απόφασης του 4ου συνεδρίου της ΙΙΙ Διεθνούς για την τακτική της. Η μετάφραση έγινε από τα γερμανικά, που ήταν η επίσημη γλώσσα της ΙΙΙ Διεθνούς, και από τα επίσημα «Πρακτικά του 4ου συνεδρίου της κομμουνιστικής Διεθνούς, Πετρούπολη- Μόσχα, 5η Νοεμβρίου έως 5η Δεκεμβρίου 1922», που εκδόθηκαν το 1923 από τον «Εκδοτικό οίκο της Κομμουνιστικής Διεθνούς» και ανατυπώθηκαν από τον «KARL LIEBKNECHT VERLAG, 852 Erlangen, Werner-v- Siemensstraße 8 Erlangen 1972 Μετάφραση: Χ. Βλόσιος).

Έχουν κάποια σχέση με τη σεχταριστική γραμμή του ΚΚΕ, οι επεξεργασίες και η γραμμή της Γ’ Διεθνούς επί Λένιν; Η επανανακάλυψη της θεωρίας μας και των επεξεργασιών του κομμουνιστικού κινήματος στην πιο δημιουργική, γόνιμη και επαναστατική περίοδο ύπαρξής του, αποτελεί όρο για την κατάθεση επαναστατικής πρότασης διεξόδου απ την παρούσα κρίση. Η σωστή αποτίμηση και αξιοποίηση της ιστορικής εμπειρίας του κινήματος, ο εντοπισμός, η ανάδειξη και η διόρθωση των λαθών μπορεί να γίνει μόνο από ένα Κόμμα επαναστατικό-κομμουνιστικό και όχι από ένα εργατικό κόμμα αστικής επιρροής το οποίο οδήγησε επανειλημμένα και οδηγεί και τώρα, το εργατικό κίνημα σε συντριβή.

Για μια ακόμα φορά θέλουμε να απευθύνουμε έκκληση σε όλους τους κομμουνιστές όπου και αν βρίσκονται: Σήμερα, εδώ και τώρα πρέπει να αφυπνιστούν και να κινηθούν αποφασιστικά, σε διάσπαση με το ρεφορμισμό και τον οπορτουνισμό, στην κατεύθυνση μιας Νέας Ένωσης Κομμουνιστών και στην κατάθεση πρότασης διεξόδου απ’ την παρούσα καπιταλιστική κρίση. Διότι, «ο κομμουνιστής πρέπει νανε σε θέση να κρατά το χέρι στο σφυγμό της ζωής και να ξαίρει προς τα πού προχωρεί η ζωή αφτή».

Τώρα! Σήμερα! Αύριο θα είναι αργά.

Κάβουρας Δημήτρης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου