18.6.13

Αφιέρωμα στα «Δεκεμβριανά» του 1944 Μέρος 5ο

Συνεχίζουμε το αφιέρωμα μας παραθέτοντας –από το βιβλίο του Νίκανδρου Κεπέση «Ο Δεκέμβρης του 1944»- αφηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων για τα γεγονότα της 3ης Δεκάμβρη.

       Η μαρτυρία του αμερικανού δημοσιογράφου Φράνκ Τσερβάζι

Να μια ακόμη μαρτυρία για τα ίδια δραματικά γεγονότα. Αλλη κρίση, άλλες σκέψεις, άλλες πινελιές, πάνω στον ίδιο δραματικό πίνακα της ματωμένης Κυριακής της 3 Δεκέμβρη 1944. Μια ακόμη μαρτυρία πολύτιμη για τον ιστορικό.

Είναι τά αποσπάσματα άρθρου του αμερικανοί δημοσιογράφου Φράνκ Τσερβάζι, που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Κόλιερς» της εποχής.

«Ενα κρύο πρωινό, στις 3 του Δεκέμβρη, γράφει ό Τσερβάζι, έλληνες χωροφύλακες που επί τέσσερα χρόνια επέβαλλαν «το νόμο και την τάξη» για τους γερμανούς αφέντες τους, οπλισμένοι με ντουφέκια, πολυβόλα και χειροβομβίδες, ξεχύθηκαν στην αναστατωμένη Αθήνα. Κατέλαβαν τις θέσεις τους με σκοπό να εμποδίσουν το λαό να φτάσει στην πλατεία Συντάγματος και στα ανάκτορα. Ή αστυνομία είχε πάρει την εντολή να διαλύσει τη διαδήλωση που επρόκειτο να κάμουν τα μέλη και οι οπαδοί του ΕΑΜ. Η μέρα εκείνη υπήρξε μια μέρα αιματηρή, μια μέρα ιστορική για την Ελλάδα…
Ό συννεφιασμένος ουρανός κι ο παγωμένος αέρας πού φυσούσε απ” τις βουνοκορφές σίγουρα θα τρόμαζε άλλους ανατολίτικους λαούς. Αυτοί όμως ήταν Έλληνες. Συγκεντρώθηκαν με πολλή τάξη στην πλατεία του Συντάγματος, σήκωσαν τις σημαίες τους κι άρχισαν να τραγουδούν τα τραγούδια της λευτεριάς, που τόσο εμψύχωσαν στον αγώνα τους εναντίον των χιτλεροφασιστών.

Οι περισσότεροι ήταν νέοι και γυναίκες. “Υπήρχαν και πολλά παιδιά. Κρατούσαν πολλές αμερικανικές, αρκετές αγγλικές και σοβιετικές σημαίες.
Στις δέκα η ώρα, το μοιραίο εκείνο πρωινό, ή πλατεία του Συντάγματος κατακλύστηκε από το πλήθος των διαδηλωτών.

“Η αστυνομία δοκίμασε να τούς εμποδίσει να προχωρήσουν, άλλα η διαδήλωση συνέχισε την πορεία της, όταν ξαφνικά στις 10.45′ πιστολιές αντήχησαν και τουφεκιές ακούστηκαν. Μια ομάδα αστυνομικών πυροβολούσε τό άοπλο πλήθος. Με μια κίνηση, λες και τη φύσηξε άγριος βοριάς, ή συμπαγής μάζα του λαού έπεσε μπρούμυτα. Το τουφεκίδι σταμάτησε. “ Ο λαός ξανασηκώθηκε πάλι σύσσωμος, τα τουφέκια άρχισαν πάλι να πυροβολούν κι οι χειροβομβίδες να πέφτουν σαν βροχή. Δέκα άντρες, γυναίκες και παιδιά κύλησαν σκοτωμένοι κι άλλοι 15 κείτονταν χάμω πληγωμένοι.. Ή αστυνομία έριξε στους τραυματισμένους. Ό κ. Πούλος, ένας γενναίος αμερικανός ανταποκριτής, χίμηξε με τεντωμένα χέρια ανάμεσα στην αστυνομία και το πλήθος, ζητώντας να σταματήσει το τουφεκίδι. Τίποτε όμως. Οι σφαίρες εξακολουθούσαν να πέφτουν σαν βροχή. Ανάμεσα στ” άλλα πτώματα ήταν ένα αγοράκι έξι χρονών και δίπλα του ένα κατάξανθο κοριτσάκι. Ετσι χύθηκε το πρώτο αίμα. Ετσι άρχισε ό εμφύλιος πόλεμος».

                                                                      Μιά ακόμη μαρτυρία

Και τώρα να ένα απόσπασμα από μια ακόμη αυθεντική μαρτυρία του βρετανού συνταγματάρχη Μπάιφορντ Τζόουνς , που παρακολούθησε τις δραματικές σκηνές από το «καφενείο του Γιαννάκη», ισόγειο του χτιρίου όπου στεγαζόταν τότε η Διεύθυνση της “Αστυνομίας “Αθηνών.

«… Ή κεφαλή της διαδήλωσης είχε φθάσει στο δρόμο που περνά μπροστά από τα Παλαιά Ανάκτορα, όταν την προσοχή μου τράβηξαν φωνές μιας ομάδας αξιωματικών της αστυνομίας, που έσκυβαν από το μπαλκόνι του δευτέρου πατώματος του κτιρίου, ακριβώς πάνω από το καφενείο. Με κατάπληξη διαπίστωσα ότι οι αξιωματικοί κρατούσαν όπλα έτοιμοι να πυροβολήσουν. Αλλοι ήταν όρθιοι και άλλοι γονατιστοί, ώστε μόνον τα κεφάλια τους ήσαν ορατά. Ενας ή δύο σημάδευαν προς την πρώτη γραμμή της διαδήλωσης. Υπέθεσα ότι τούτο ήταν απλώς μια προφύλαξη, σε περίπτωση που οι διαδηλωτές θα επετίθεντο κατά της αστυνομίας.

Ή πορεία πλησίαζε: άντρες, γυναίκες και παιδιά βάδιζαν σε γραμμές ανά οκτώ ως δέκα… Ή διαδήλωση δεν έδειχνε τίποτα το απειλητικό.

Την προσοχή μου τράβηξε πάλι στο μπαλκόνι μια επιτακτική φωνή πού έμοιαζε σα διαταγή, στα ελληνικά. Εκείνη τη στιγμή η κεφαλή της διαδήλωσης βρισκόταν σε απόσταση τριάντα μέτρων περίπου. Ό κύριος Σ. Μπάρμπερ του Ηνωμένου Τύπου μου εξήγησε αργότερα ότι η φωνή πού είχα ακούσει ήταν διαταγή πυροβολισμού. Αμέσως οι αστυνομικοί άρχισαν να τραβούν τα κλείστρα των όπλων τους, όχι όμως με συντονισμό, σα μια πειθαρχημένη μονάδα, άλλα δισταχτικά ο ένας μετά τον άλλο, δίνοντας την εντύπωση πώς μερικοί από αυτούς δίσταζαν να υπακούσουν.

Οι αστυνομικοί άδειασαν τις σφαίρες των όπλων τους πάνω στους διαδηλωτές… Προς στιγμήν υπέθεσα ότι τα φυσίγγια τους ήταν άσφαιρα ή ότι σημάδευαν πολύ πιο πάνω από τα κεφάλια του πλήθους. Πολλοί άλλοι γύρω μου έκαναν την ίδια υπόθεση. Αλλά αυτό που είχε συμβεί ήταν το χειρότερο πού μπορούσε κανείς να φανταστεί. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά πού μόλις την προηγούμενη στιγμή περπατούσαν κραυγάζοντας και γελώντας, γεμάτοι ζωή και περηφάνια, κυματίζοντας τις σημαίες τους μαζί με την αμερικανική σημαία, έπεσαν στο έδαφος, αίμα ξεπηδούσε από τα κεφάλια τους και τά σώματά τους, βάφοντας το δρόμο και τις σημαίες πού κρατούσαν… Οι πυροβολισμοί εξακολούθησαν να πέφτουν, αντηχώντας ανάμεσα στα ψηλά κτίρια και μεταξύ των ομοβροντιών ακούγονταν ξεφωνητά τρόμου και κλάματα πόνου, καθώς το πανικοβλημένο πλήθος έπεφτε πάνω στα ματωμένα κορμιά. Οι αστυνομικοί έμοιαζαν πια σα να φοβούνταν να σταματήσουν τους πυροβολισμούς και το θέαμα πρόσβαλλε το αίσθημα ευπρέπειας κάθε Αγγλου πού έτυχε να το παρακολουθεί…»
                                                                    Κι άλλη μιά μαρτυρία

Παρακάτω δίνω μια κρίση του αμερικανού δημοσιογράφου Λίλαντ Στόουνς. Ό δημοσιογράφος αυτός επικαλούμενος και τη γνώμη συναδέλφου του γενικεύει το πρόβλημα. Σας παραθέτω την κυριότερη περικοπή.
«… Όλες οι ενδείξεις που κατόρθωσα να μαζέψω κατά την περίοδο μεταξύ της 15ης Οκτωβρίου και της 3ης Δεκεμβρίου (ήμερα έναρξης μαχών στην Αθήνα) συμφωνούν απολύτως με την ετυμηγορία του Μ. φοντόρ, του πλέον πεπειραμένου δημοσιογράφου στην “Ελλάδα κατά την διάρκεια εκείνων των εβδομάδων και μιας από τις μεγαλύτερες αυθεντίες επί βαλκανικών θεμάτων. Ο φοντόρ είπε: «Μέσα σε 25 χρόνια έχω δει σχεδόν όλες τις επαναστάσεις της Ευρώπης. Αύτη εδώ ήταν η πιο ήρεμη και πολιτισμένη επανάσταση που έχω δει ποτέ, μέχρι τη στιγμή που η αστυνομία άρχισε να πυροβολεί και οι Αγγλοι επενέβησαν»».

* * *
“Αλλά ας δούμε στη συνέχεια πώς αντέδρασε ό λαός μας ύστερα από κείνο το μακελειό και βασικά η άλλη φάλαγγα από Μητροπόλεως, Έρμου, φιλελλήνων και τις παρόδους. Ετρεξε κυριολεχτικά ύστερα από το σύνθημα που δόθηκε από την “Οργανωτική “Επιτροπή και πλημμύρισε το Σύνταγμα. Ζητωκραυγές, συνθήματα, τραγούδια:
«Το ‘χουμε βάψει το Σύνταγμα με αίμα.
ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ και όχι Κατοχή…»

Σ” αυτό το γεμάτο από παλμό πλήθος των εκατοντάδων χιλιάδων λαού μίλησαν στην καθορισμένη σχεδόν ώρα από τα Γραφεία της ΚΕ του ΚΚΕ (Φιλελλήνων και Οθωνος) ο Δημ. Παρτσαλίδης, γεν. γραμμ. της ΚΕ του ΕΑΜ και ο Γιάννης Ζέβγος, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, από μέρους των παραιτηθέντων υπουργών.

Οι ομιλητές καυτηρίασαν το οργανωμένο έγκλημα και κάλεσαν το λαό σε επιφυλακή.
Τα πλήθη αντιδρούσαν με συνθήματα πού δονούσαν την “Αθήνα σαν ομοβροντίες εκατοντάδων πυροβόλων:
—    Λαοκρατία!
—    Τέρμα στο καθεστώς των δολοφόνων!
—    Να φύγουν αμέσως οι Αγγλοι!
—    “Ανεξαρτησία και όχι αγγλική κατοχή!

Το συλλαλητήριο έκλεισε με μια συγκλονιστική σε συγκίνηση και έξαρση σκηνή. Πραγματική ιεροτελεστία. Ολο εκείνο το πλήθος που κάλυπτε ολόκληρη την έκταση της Πλατείας Συντάγματος και τις αρχές των γύρω απ” αυτήν οδών γονάτισε για να τιμήσει μ” ενός λεπτού σιγή τους νεκρούς των αγώνων του λαού μας. Και προπάντων τους νεκρούς της ημέρας εκείνης, που ακόμα το άλικο αίμα τους άχνιζε πάνω στην άσφαλτο των αθηναϊκών δρόμων.

Σε είκοσι τέσσερις ανέρχονταν οι νεκροί και σε εκατοντάδες οι τραυματίες της ημέρας. Ήταν τα πρώτα θύματα της δεκεμβριανής θηριωδίας των δοσίλογων και των άγγλων επεμβασιών.
Μ” αυτά αρχίζει η καινούργια τραγωδία του λαού μας, που δυστυχώς δεν επρόκειτο να σταματήσει ως εκεί. Οι εντολές του Τσόρτσιλ ήταν πολύ σαφείς στην αυστηρότητα και την αδιαλλαξία τους. Και οι άνθρωποι του στην “Ελλάδα, κινούμενοι από κοινό συμφέρον, με τους ντόπιους εχθρούς του λαού, προχωρούσαν αδίστακτα για την πραγματοποίησή τους.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ 6ο ΜΕΡΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου