31.5.13

IV. (ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΚΑΙ ΖΗΤΗΣΗ ]

 
ΜΙΣΘΟΣ,  ΤΙΜΗ,  ΚΕΡΔΟΣ  


IV. (ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΚΑΙ ΖΗΤΗΣΗ ]

Ο φίλος μας Ουέστον παραδέχεται το λατινικό ρητό, πώς Repetitio ist mater studiorum, δηλαδή πως η επανάληψη είναι η μητέρα της μάθησης και γι’ αυτό επανάλαβε ξανά το αρχικό του δόγμα με καινούρια μορφή, πως ο περιορισμός της νομισματικής κυκλοφορίας, που θα προερχόταν από την ύψωση των μισθών, θα προκαλούσε μια ελάττωση στο κεφάλαιο κ.ο.κ. Μια που έδειξα πια τα λάθη στις παραδοξολογίες του για τη χρηματική κυκλοφορία, νομίζω πως είναι ολότελα περιττό να ασχοληθώ με τις φανταστικές συνέπειες που νομίζει πως απορρέουν από τις φανταστικές του κυκλοφοριακές περιπέτειες. Θα προχωρήσω αμέσως για να δώσω στο ένα και μοναδικό του δόγμα, που το επαναλαμβάνει με τόσες διαφορετικές μορφές, την απλούστερη θεωρητική του διατύπωση.

Ο καθόλου κριτικός τρόπος, που πραγματεύθηκε το θέμα του, γίνεται φανερός από μια απλή παρατήρηση. Κηρύσσεται ενάντια στην αύξηση των μισθών, η ενάντια στους υψηλούς μισθούς που θα ήταν το αποτέλεσμα μιας τέτοιας αύξησης. Τώρα τον ρωτάω: Τι είναι υψηλός και τι χαμηλός μισθός; Γιατί λ.χ. τα πέντε σελίνια τη βδομάδα να είναι χαμηλός και τα είκοσι σελίνια τη βδομάδα υψηλός μισθός; Αν το πέντε, σε σύγκριση με το είκοσι, είναι χαμηλό, και το είκοσι, σε σύγκριση με το διακόσια, είναι ακόμα πιο χαμηλό.
Αν κάποιος έκανε διάλεξη για το θερμόμετρο και άρχιζε να ρητορεύει για υψηλούς και χαμηλούς βαθμούς δεν θα πρόσφερε κανενός είδους γνώσεις. Πρέπει πρώτα να μου πει με τι τρόπο καθορίζεται το σημείο πήξης, με τι τρόπο βρίσκεται το σημείο βρασμού και με τι τρόπο τα σταθερά αυτά σημεία καθορίζονται από φυσικούς νόμους και όχι από τα γούστα εκείνων που πουλούν ή φτιάχνουν θερμόμετρα.

Σχετικά τώρα με το μισθό και το κέρδος, ο πολίτης Ουέστον όχι μόνο δεν κατάφερε να βρει από τούς οικονομικούς νόμους τέτοια σταθερά σημεία, μα ούτε καν αισθάνεται την ανάγκη να τα αναζητήσει. Ικανοποιείται με το να παραδέχεται τις συνηθισμένες λαϊκές εκφράσεις, χαμηλός και υψηλός, σαν κάτι που έχει ορισμένη σημασία, αν και είναι ολοφάνερο πως οι μισθοί τότε μόνον μπορούν να χαρακτηρισθούν υψηλοί ή χαμηλοί, όταν τους συγκρίνουμε με ένα σταθερό μέτρο, που μ’ αυτό θα μετρούμε το μέγεθος  τους.
Δεν είναι σε θέση να μου πει, γιατί δίνουν ένα ορισμένο ποσό χρήματα για ένα ορισμένο ποσό εργασίας. Αν μου απαντούσε πως  «αυτό καθορίστηκε από το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης», θα τον ρωτούσα πρώτα - πρώτα από πιο νόμο ρυθμίζεται η ίδια η προσφορά και η ζήτηση. Και μια τέτοια απάντηση θα τον έθετε αμέσως εκτός μάχης. Οι σχέσεις ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση της εργασίας μεταβάλλονται αδιάκοπα και μαζί μ’ αυτές και οι τιμές της εργασίας στην αγορά. Αν η ζήτηση ξεπερνάει την προσφορά, οι μισθοί ανεβαίνουν. Αν η προσφορά ξεπερνάει τη ζήτηση, οι μισθοί πέφτουν, αν και κάτω από τις συνθήκες αυτές θα χρειαζόταν ίσως να εξακριβωθεί η πραγματική κατάσταση στη ζήτηση και την προσφορά με μια λ.χ. απεργία ή με κάποια άλλη μέθοδο.

Αν όμως παραδέχεστε την προσφορά και τη ζήτηση σαν το νόμο που ρυθμίζει τούς μισθούς, θα ήταν παιδιάστικο και άσκοπο να ρητορεύετε ενάντια σε μια αύξηση των μισθών, γιατί, σύμφωνα με τον υπέρτατο νόμο που επικαλείσθε, μια περιοδική αύξηση των μισθών είναι τόσο αναγκαία και νόμιμη, όσο και μια περιοδική πτώση των μισθών. Αν δεν παραδέχεστε την προσφορά και τη ζήτηση σαν το νόμο που ρυθμίζει τούς μισθούς, τότε επαναλαμβάνω την ερώτηση: γιατί δίνουμε ένα ορισμένο ποσό χρήματα για ένα ορισμένο ποσό εργασίας;
Μα ας εξετάσουμε το ζήτημα πιο πλατιά: Θα είσαστε πέρα - πέρα γελασμένοι, αν νομίζετε πως η αξία της εργασίας ή οποιουδήποτε άλλου εμπορεύματος καθορίζεται, σε τελευταία ανάλυση, από την προσφορά και τη ζήτηση. Η προσφορά και η ζήτηση δεν ρυθμίζουν τίποτα άλλο, παρά τις παροδικές διακυμάνσεις των τιμών στην αγορά. Θα σας εξηγήσουν γιατί η τιμή ενός εμπορεύματος στην αγορά ανεβαίνει πάνω από την αξία του ή πέφτει κάτω απ’ αυτή, μα δεν θα μπορέσουν ποτέ να σας εξηγήσουν τι είναι αυτή η ίδια η αξία. Υπόθεσε πως η προσφορά και η ζήτηση ισορροπούν, ή, όπως λένε οι οικονομολόγοι, καλύπτει η μια την άλλη.

 Λοιπόν, από τη στιγμή που οι δυο αντίθετες αυτές δυνάμεις γίνουν ίσες, η μια παραλύει την άλλη και παύουν να ενεργούν προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Από τη στιγμή, που η προσφορά και η ζήτηση ισορροπήσουν μεταξύ τους και, κατά συνέπεια, πάψουν να ενεργούν, η τιμή ενός εμπορεύματος στην αγορά ταυτίζεται με την πραγματική του αξία, με την κανονική τιμή που γύρω της κυμαίνονται οι τιμές στην αγορά. Όταν, λοιπόν, εξετάζουμε τη φύση της αξίας αυτής δεν μας ενδιαφέρουν καθόλου οι προσωρινές επιδράσεις της προσφοράς και της ζήτησης πάνω στις τιμές της αγοράς. Το ίδιο ισχύει για τούς μισθούς και για τις τιμές όλων των άλλων εμπορευμάτων

V. Μισθοί και Τιμές  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου